Re: OMHΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

10
Όλη αυτή η ιστορία συγκίνησε τον Εύμαιο, μα επέμενε πως ο ξένος έλεγε ψεύτικα λόγια για τον Οδυσσέα.

Σε λίγο ήρθαν και οι υπόλοιποι βοσκοί από τις δουλειές τους. Έφαγαν όλοι μαζί πλούσιο γεύμα, αφού θυσίασαν στους Ολύμπιους θεούς. Σαν ήρθε η ώρα να πέσουν για ύπνο ο Οδυσσέας - ζητιάνος, επειδή κρύωνε, σκαρφίστηκε μια πολύ έξυπνη ιστορία για να ζητήσει με έμμεσο τρόπο μια κάπα· αφηγήθηκε ένα πλαστό επεισόδιο από τον Τρωικό πόλεμο. Ο Εύμαιος κατάλαβε το νόημα και έδωσε στον ξένο την κάπα του. Ο ίδιος, πιστός καθώς ήταν στον αφέντη του, δεν κοιμήθηκε στη σπηλιά παρά πήγε να ξαπλώσει πλάι στα κοπάδια για να τα φυλάει καλύτερα.

Την επόμενη μέρα το πρωί οι βοσκοί ξύπνησαν και άρχισαν να εκτελούν τις καθιερωμένες δουλειές τους. Το απόγευμα, την ώρα του φαγητού, ο Οδυσσέας - ζητιάνος είπε στο χοιροβοσκό πως σκεφτόταν να πάει στη χώρα να ζητιανέψει και να μιλήσει με τους μνηστήρες, μήπως του έδιναν κάτι να φάει και να ντυθεί. Ο Εύμαιος τον προειδοποίησε πως οι μνηστήρες θα του φέρονταν άσχημα. Εξάλλου, δεν υπήρχε πρόβλημα να μείνει στο κονάκι του όσο ήθελε. Ο Οδυσσέας ευχαρίστησε θερμά τον Εύμαιο και ζήτησε με έμμεσο τρόπο να μάθει πληροφορίες για τους γονείς του. Ο χοιροβοσκός τότε αναφέρθηκε στο χαμό της Αντίκλειας, που πέθανε από τον καημό του γιου της που δε γύρισε από την Τροία και στα άσχημα γεράματα που περνούσε ο Λαέρτης στο εξοχικό του σπίτι, δουλεύοντας σαν δούλος. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας ρώτησε για την ιστορία του Εύμαιου, προσποιούμενος βέβαια πως δεν τη γνώριζε. Αυτός του περιέγραψε με λεπτομέρειες όλο το χρονικό της αρπαγής του. Με τις κουβέντες όμως είχαν φτάσει περασμένα μεσάνυχτα και οι δύο άντρες έπεσαν για ύπνο.

Με την αυγή της επόμενης μέρας ξύπνησαν, άναψαν φωτιά και ετοίμασαν να φάνε πρωινό. Εκείνη την ώρα ακούστηκαν βήματα και τα τσομπανόσκυλα κουνούσαν παιχνιδιάρικα την ουρά τους· κάποιο γνωστό πρόσωπο είχε έρθει. Πραγματικά, σε λίγο φάνηκε στην είσοδο της καλύβας ο Τηλέμαχος. Η Αθηνά είχε πάει στο ανάκτορο της Σπάρτης και τον μάλωσε που αργούσε τόσο πολύ να γυρίσει στην Ιθάκη. Αμέσως ο γιος του Οδυσσέα αποχαιρέτησε τον Μενέλαο και την Ελένη, έφυγε για την Πύλο και από εκεί με το γοργοτάξιδο καράβι του έφτασε στην Ιθάκη. Άραξαν πρώτα στο ερημικό νησάκι που είχαν αφήσει οι Φαίακες τον Οδυσσέα και ο Τηλέμαχος κατευθύνθηκε προς το χοιροστάσιο του Εύμαιου. Μετά το καράβι συνέχισε για το κεντρικό λιμάνι της Ιθάκης.

Ο πιστός χοιροβοσκός, που λάτρευε τον Τηλέμαχο, σάστισε μόλις τον είδε. Του έπεσε από τα χέρια το ξύλινο δοχείο που κρατούσε και άρχισε να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει με δάκρυα στα μάτια, γιατί πίστευε πως δε θα γυρνούσε ποτέ από το ταξίδι του. Ο Τηλέμαχος ζήτησε να μάθει νέα από το παλάτι και τη μητέρα του. Ο Εύμαιος τον διαβεβαίωσε για την πίστη και την εγκαρτέρησή της. Μετά έστρωσε τραπέζι για να φάνε, σύστησε τον ξένο (τον Οδυσσέα ζητιάνο) στον Τηλέμαχο και του ζήτησε να τον φιλοξενήσει. Το νεαρό παλικάρι δήλωσε την αδυναμία του, γιατί στο παλάτι είχε ν' αντιμετωπίσει τους αγνώμονες και ξετσίπωτους μνηστήρες. Το καλύτερο θα ήταν να παραμείνει ο ξένος στη στάνη και να του στείλει εκεί τα δώρα της φιλοξενίας.

Ο Οδυσσέας ζητιάνος πήρε το λόγο και αναρωτήθηκε, μήπως ο Τηλέμαχος ήταν μισητός στο λαό ή μαλωμένος με τ' αδέρφια του και δεν τολμούσε να διώξει τους μνηστήρες. Ο νέος αποκρίθηκε πως ήταν αγαπητός στο λαό, αλλά δεν είχε αδέρφια να του συμπαρασταθούν. Εξάλλου, οι μνηστήρες ήταν πολυάριθμοι και μάλιστα αρχοντόπουλα με δύναμη. Στη συνέχεια έδωσε εντολή στον Εύμαιο να ειδοποιήσει τη μητέρα του πως γύρισε από την Πύλο, καθώς και την Ευρύκλεια, την πιστή οικονόμο του παλατιού, για να το πει στο γερο Λαέρτη.

Όταν αποχώρησε ο Εύμαιος, η Αθηνά αποφάσισε πως έφτασε η ώρα ν' αποκαλύψει ο Οδυσσέας την πραγματική του ταυτότητα στο γιο του. Κάλεσε μ' ένα νεύμα τον πολυμήχανο άντρα έξω από το καλύβι και του έδωσε την κανονική του μορφή. Τον άγγιξε με χρυσό ραβδί και αμέσως τα ρούχα του έγιναν όμορφα και καθαρά, το σώμα του απέκτησε δύναμη και τα μαλλιά του και τα γένια του πήραν μαύρο χρώμα. Μόλις γύρισε στην καλύβα, ο Τηλέμαχος είδε τη μεταμόρφωσή του, νόμιζε πως ήταν κάποιος θεός και τρέμοντας άρχισε να του τάζει θυσίες. Ο πολύπαθος άντρας τότε αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα. Δεν ήταν όμως εύκολο για τον Τηλέμαχο μετά από είκοσι χρόνια να τον πιστέψει. Ο πατέρας του τον διαβεβαίωσε πως όλα έγιναν σύμφωνα με τη θέληση της Αθηνάς. Τότε πατέρας και γιος αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν ώρες ολόκληρες.

Όταν σταμάτησαν, ο Οδυσσέας άρχισε να σκέφτεται πώς θα εξόντωναν οι δυο τους τους μνηστήρες. Ο Τηλέμαχος απάντησε πως ήταν αδύνατο να τα καταφέρουν, γιατί οι μνηστήρες ήταν εκατόν οκτώ και είχαν μαζί τους βοηθούς. Μα ο έμπειρος άντρας τον διαβεβαίωσε πως θα τα κατάφερναν με τη βοήθεια του Δία και της Αθηνάς και άρχισε να του δίνει οδηγίες. Έπρεπε να πάει γρήγορα στο παλάτι· σε λίγο θα έφτανε και ο ίδιος, αλλά μεταμορφωμένος σε ζητιάνο. Επίσης, του ζήτησε να μαζέψει τα όπλα από τη μεγάλη σάλα και ν' αφήσει μόνο δύο πανοπλίες. Τέλος, του επισήμανε πως δεν έπρεπε ν' αποκαλύψει την επιστροφή του ούτε στη μητέρα του ούτε στον Λαέρτη ούτε στον Εύμαιο, γιατί πρώτα ήθελε να δοκιμάσει τους ανθρώπους του παλατιού.


Την ώρα που βασίλευε ο ήλιος επέστρεψε στην καλύβα και ο Εύμαιος. Η Αθηνά πρόλαβε και μεταμόρφωσε πάλι τον Οδυσσέα σε ζητιάνο. Αυτός πληροφόρησε τον Τηλέμαχο ότι έδωσε κρυφά στην Πηνελόπη το μήνυμα της επιστροφής του, μα ο κήρυκας του καραβιού που έφερε τον Τηλέμαχο ανάγγειλε δυνατά την επιστροφή του μπροστά στις δούλες και τους μνηστήρες. Κατόπι ετοίμασε τραπέζι, έφαγαν και πλάγιασαν να κοιμηθούν.

Σαν ξημέρωσε η ροδοδάχτυλη Αυγή, ο Τηλέμαχος ετοιμάστηκε να φύγει για το παλάτι. Μα πρώτα έδωσε παραγγελιά στον Εύμαιο να οδηγήσει τον Οδυσσέα ζητιάνο στη χώρα για να ζητιανέψει, μια και ο ίδιος δεν μπορούσε να τον φιλοξενήσει.

Ο χοιροβοσκός ξαφνιάστηκε από τη μεταστροφή του παλικαριού, υπάκουσε όμως χωρίς καμιά συζήτηση, γιατί έτσι είχε μάθει από μικρός. Μ' αυτόν τον τρόπο άρχισε να μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο που κατέστρωσαν πατέρας και γιος την προηγούμενη μέρα.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: OMHΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

11
ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ

Όταν ο ήλιος ζέστανε για τα καλά, ξεκίνησαν και ο Οδυσσέας ζητιάνος με τον Εύμαιο για τη χώρα. Την ώρα που έφταναν στην είσοδο της πόλης, κοντά σε μια μαρμάρινη βρύση, συνάντησαν τον Μελάνθιο, ένα βοσκό που κουβαλούσε κατσικάκια του γάλακτος στους μνηστήρες. Αυτός δεν έμεινε πιστός στον παλιό του αφέντη, αλλά είχε αποκτήσει καλές σχέσεις με τους μνηστήρες. Μόλις τους είδε μάλωσε με άσχημα και προσβλητικά λόγια τον Εύμαιο που κουβαλούσε ένα βρομερό ζήτουλα στο παλάτι για να ζητιανέψει. Έπειτα έδωσε μια γερή κλοτσιά στα πλευρά του Οδυσσέα. Αυτός έβραζε από το θυμό του, μα συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Ο πιστός χοιροβοσκός ξέσπασε σε κατάρες και απειλές προκαλώντας τον Δία να φέρει πίσω τον Οδυσσέα. Ο άπιστος χοιροβοσκός απομακρύνθηκε και έφτασε πρώτος στο παλάτι.

Σε λίγη ώρα έφτασαν και ο Εύμαιος με τον Οδυσσέα. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από είκοσι χρόνια, που ο πολύπαθος βασιλιάς έβλεπε το σπίτι του. Η συγκίνησή του ήταν μεγάλη, όμως έπρεπε να συγκρατηθεί για να μην τον αναγνωρίσουν. Στο κατώφλι είδε να κυλιέται γερασμένος, βρόμικος και λιγδερός ο αγαπημένος σκύλος του, ο Άργος. Αυτός ήταν ένα δυνατό κυνηγετικό σκυλί που δεν του ξέφευγε θήραμα. Πέρασαν όμως τα χρόνια και επιπλέον δεν υπήρχε κανένας να το φροντίζει συστηματικά. Μόλις αντίκρισε τον κύριό του ο Άργος, τον γνώρισε αμέσως, αλλά δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί για να πάει κοντά του· μόνο έβγαλε δυο τρεις παραπονιάρικες φωνές και ξεψύχησε.

Πρώτος ο Εύμαιος μπήκε στη μεγάλη σάλα όπου γλεντούσαν οι μνηστήρες. Μόλις τον είδε ο Τηλέμαχος, τον φώναξε κοντά του. Ακολούθησε ο Οδυσσέας ζητιάνος, που άρχισε να ζητιανεύει. Οι μνηστήρες αναρωτιούνταν μεταξύ τους ποιος ήταν ο ξένος. Ο Αντίνοος, ένας από τους πιο γνωστούς μνηστήρες, τα έβαλε με τον Εύμαιο, όταν έμαθε πως αυτός τον είχε κουβαλήσει. Ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Αντίνοο να του προσφέρει κάτι όπως έκαναν οι υπόλοιποι μνηστήρες, γιατί ήταν ο πιο πλούσιος απ' όλους. Μετά του διηγήθηκε συνοπτικά την ψεύτικη ιστορία που είχε πει στον Εύμαιο και τον επέπληξε για την ανάρμοστη συμπεριφορά σ' έναν ξένο. Ο Αντίνοος χολωμένος του πέταξε ένα σκαμνί και χτύπησε το δεξί του ώμο. Ο Οδυσσέας έμεινε ατάραχος, γιατί φοβόταν να μην προδοθεί, όμως οι άλλοι μνηστήρες κακολογούσαν τον Αντίνοο.

Όταν η Πηνελόπη έμαθε όσα είχαν συμβεί, στενοχωρήθηκε πολύ και ευχήθηκε να χαθεί ο Αντίνοος από τα μάτια του κόσμου. Στη συνέχεια παρακάλεσε τον Εύμαιο να της φέρει τον καινούριο ζητιάνο, μήπως είχε κάποιο νέο από τον Οδυσσέα. Αυτός όμως της έστειλε μήνυμα ν' ανταμώσουν το βράδυ, κρυφά από τα μάτια των μνηστήρων.

Το απόγευμα ο Εύμαιος έφυγε για το μαντρί του, λέγοντας στον Τηλέμαχο πως θα ερχόταν την επόμενη μέρα για να φέρει καινούρια σφαχτά.

Εκείνη την ώρα μπήκε στο παλάτι ένας άλλος ζητιάνος, που ήταν γνωστός στους μνηστήρες και ονομαστός για τη λαιμαργία του και την αρπαχτική του διάθεση. Το όνομα του ήταν Αρναίος.

Οι μνηστήρες όμως, επειδή τον έστελναν συνέχεια για θελήματα, του κόλλησαν το παρατσούκλι Ίρος, δηλαδή το αρσενικό όνομα της Ίριδας που έκανε τα θελήματα των θεών. Μόλις είδε τον Οδυσσέα ζητιάνο να κάθεται στο κατώφλι, θύμωσε και του μίλησε με σκληρά λόγια.

- Φύγε από δω, άχρηστε άνθρωπε, γιατί θα σε αρπάξω από τα πόδια και θα σε σύρω έξω.

Ο Οδυσσέας τον λοξοκοίταξε και τον απείλησε πως θα τον χτυπούσε παρόλο που ο ίδιος ήταν γέρος ενώ ο Ίρος νέος. Αυτός όμως απάντησε πάλι με βρισιές.

Όταν ο Αντίνοος αντιλήφθηκε τον καβγά τους, του ήρθε η ιδέα να βάλει τους δυο ζητιάνους να παλέψουν για να διασκεδάσουν οι υπόλοιποι με το θέαμα. Μάλιστα, όποιος από τους δυο νικούσε, θα είχε διπλό έπαθλο. Θα έπαιρνε όποια γιδοκοιλιά ήθελε από εκείνες που ψήνονταν στα κάρβουνα και στο εξής θα ήταν ο μόνος που θα έμπαινε για ζητιανιά στο παλάτι.

Ο Οδυσσέας δέχτηκε, αλλά πρώτα ζήτησε από τους μνηστήρες να ορκιστούν πως δε θα έπαιρναν το μέρος του Ίρου και δε θα τον βοηθήσουν. Αφού εξασφάλισε την ουδετερότητά τους και άκουσε λόγια εμψυχωτικά από τον Τηλέμαχο, έφτιαξε πάνω του τα κουρέλια που φορούσε. Τότε φάνηκαν οι τετράπλατοι ώμοι του, τα χοντρά μπράτσα του και οι γυμνασμένοι μηροί του. Ο Ίρος μόλις αντίκρισε τα θεϊκά του μέλη, άρχισε να τρέμει και να τον κόβει κρύος ιδρώτας. Ο Αντίνοος τον επέπληξε για τη δειλία του και τον απείλησε πως θα τον έστελνε στο βασιλιά της Ηπείρου Έχετο, που μεταχειριζόταν βάρβαρα τους ξένους, για να του κόψει τ' αυτιά και τη μύτη και να τα δώσει στους σκύλους.

Η πάλη άρχισε και ο Οδυσσέας μ' ένα χτύπημα κάτω από το αυτί του αντιπάλου, τον έβγαλε εκτός μάχης. Του τσάκισε τα κόκαλα και αυτός άρχισε να φτύνει αίμα από το στόμα του. Οι μνηστήρες έσκασαν στα γέλια και ο Οδυσσέας πιάνοντας τον Ίρο από το ένα πόδι τον έσυρε έξω στην αυλή. Ο Αντίνοος τότε του έδωσε μια καλή γιδοκοιλιά και ο Αμφίνομος, ένας άλλος μνηστήρας, του πρόσφερε ψωμί και κρασί.

Σε λίγο εμφανίστηκε στη μεγάλη σάλα η Πηνελόπη, που με παρέμβαση της Αθηνάς έδειχνε πιο νέα και πιο όμορφη· τη συνόδευαν δυο δούλες. Αυτή μίλησε πρώτα στον Τηλέμαχο και τον επέπληξε για όσα επέτρεψε να συμβούν στον ξένο. Όμως αυτός δικαιολογήθηκε λέγοντας πως τελικά ο ξένος εξόντωσε τον Ίρο. Έπειτα η Πηνελόπη ανακοίνωσε την απόφασή της να παντρευτεί κάποιον από τους μνηστήρες. Τους ζήτησε λοιπόν να της προσφέρουν δώρα για ν' αποφασίσει.


Όλοι έστειλαν τους δούλους τους να φέρουν δώρα για τη βασίλισσα. Ο Αντίνοος της χάρισε ένα πέπλο, μεγάλο και πλουμιστό, με δώδεκα χρυσές καρφίτσες. Ο Ευρύμαχος ένα ολόχρυσο περιδέραιο πλεγμένο με φίλντισι που έλαμπε σαν τον ήλιο. Ο Ευρυμέδοντας ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με πολύτιμες πέτρες, ψιλοδουλεμένα, και ο Πείσανδρος μια όμορφη καδένα. Η Πηνελόπη αποχώρησε και το γλέντι στη σάλα συνεχίστηκε.

Ο Οδυσσέας ζητιάνος είδε κάποιες δούλες που κάθονταν στην αυλή και πρόσεχαν να μη σβήσουν οι δάδες. Τότε προθυμοποιήθηκε να κάνει αυτή τη δουλειά όλο το βράδυ, για να ασχοληθούν αυτές μ' άλλες γυναικείες εργασίες. Όμως, η Μελανθώ, η αδερφή του βοσκού Μελάνθιου, που η Πηνελόπη την ανέθρεψε σαν κόρη της, αλλά αυτή δε την τιμούσε καθόλου και έγινε ερωμένη του Ευρύμαχου, τον αποπήρε με πικρά λόγια:
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: OMHΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

12
- Ξένε, είσαι αδιάντροπος και ξεμυαλισμένος που δίνεις και διαταγές. Μέθυσες μήπως ή κορδώνεσαι που νίκησες τον Ίρο; Πρόσεξε μη σηκωθεί κανείς πιο δυνατός και σε πετάξει έξω.

Ο Οδυσσέας εξοργισμένος είπε πως θα φωνάξει τον Τηλέμαχο και τότε όλες το έβαλαν στα πόδια.

Σε κάποια στιγμή ο Ευρύμαχος άρχισε να κοροϊδεύει τον Οδυσσέα με λόγια σκληρά και προσβλητικά. Μα κι αυτός του απάντησε με όμοιο τρόπο. Τότε το αρχοντόπουλο κιτρίνισε από τη λύσσα του και άρπαξε ένα σκαμνί να του το εκσφενδονίσει. Ο πολυμήχανος άντρας κατάφερε να προσπέσει στο γόνατο του Αμφίνομου και το σκαμνί πέτυχε τον οινοχόο, που έπεσε καταγής.

Όλοι οι μνηστήρες άρχισαν να αναθεματίζουν τον ξένο που έφερε τόση αναστάτωση. Τότε σηκώθηκε ο Τηλέμαχος και με έμμεσο τρόπο, αλλά αυστηρά, προέτρεψε τους μνηστήρες να φύγουν. Αυτοί σάστισαν με τα λόγια του, μα με παρέμβαση του Αμφίνομου, που ήταν ο πιο γνωστικός απ' όλους τους μνηστήρες, έκαναν σπονδή και κίνησαν για τα σπίτια τους.

Έτσι απόμειναν στο παλάτι μόνοι ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος. Αμέσως μετέφεραν τα όπλα της σάλας σε μια αποθήκη, όπως είχαν σχεδιάσει στην καλύβα του Εύμαιου. Για οδηγό τους είχαν την Αθηνά, που μ' ένα ολόχρυσο λυχνάρι έριχνε άπλετο φως στους διαδρόμους απ' όπου περνούσαν. Αφού τέλειωσαν, ο Οδυσσέας έστειλε τον Τηλέμαχο για ύπνο, αφού ο ίδιος έπρεπε να συναντηθεί με την Πηνελόπη όπως είχαν συμφωνήσει.

ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΜΕ ΤΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Η σεβαστή βασίλισσα κατέβηκε από το γυναικωνίτη όμορφη σαν την Αφροδίτη και κάθησε σ' έναν πανώριο θρόνο. Στο μεταξύ οι δούλες καθάριζαν το τραπέζι από τα αποφάγια. Εκείνη την ώρα βρήκε πάλι αφορμή η Μελανθώ να τα βάλει με τον ξένο ζητιάνο.

Η Πηνελόπη την αντιλήφθηκε κι αμέσως με αυστηρά λόγια την έδιωξε και πρόσταξε να φέρουν ένα σκαμνί για να κάτσει ο ξένος. Ο Οδυσσέας προσπαθώντας να μην αποκαλύψει την ταυτότητά του, άρχισε να παινεύει τις χάρες της βασίλισσας. Αυτή όμως απάντησε πικραμένη.

- Όλες τις χάρες μου τις πήρε ο Οδυσσέας μαζί του φεύγοντας για την Τροία. Τώρα έχω άλλο μπελά. Όλα τα αρχοντόπουλα του τόπου θέλουν να με παντρευτούν και τρώνε το βιος του.

Μετά του αποκάλυψε το τέχνασμα με το οποίο ξεγελούσε τρία χρόνια τους μνηστήρες. Τους έλεγε πως μόλις ύφαινε ένα σάβανο για το γερο Λαέρτη θα παντρευόταν κάποιον απ' αυτούς.

Όμως όλη τη μέρα ύφαινε το σάβανο και το βράδυ το ξήλωνε. Κάποιες άτιμες δούλες μαρτύρησαν το τέχνασμά της στους μνηστήρες και δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παντρευτεί. Έπειτα ζήτησε να μάθει το όνομα και την καταγωγή του ξένου.

Τότε ο Οδυσσέας της αφηγήθηκε μια παραλλαγή της πλαστής ιστορίας που είχε πει στον Εύμαιο. Ήταν από την Κρήτη, γιος του Δευκαλίωνα και αδερφός του Ιδομενέα. Όταν έγινε η εκστρατεία στην Τροία, αυτός έμεινε στο παλάτι, γιατί ήταν ο μικρότερος αδερφός. Έτσι είχε την τύχη να φιλοξενήσει τον Οδυσσέα που σταμάτησε για λίγο στην Κρήτη.

Η Πηνελόπη δοκίμασε τον ξένο ρωτώντας τι ρούχα φορούσε ο Οδυσσέας. Όταν αυτός της περιέγραψε τη χλαμύδα και το χιτώνα που του είχε χαρίσει η ίδια πριν φύγει, κέρδισε την εμπιστοσύνη της. Επίσης συμπλήρωσε ότι τα τελευταία νέα του πολύπαθου βασιλιά τα έμαθε στη χώρα των Θεσπρωτών: ότι ο σύζυγός της ξέπεσε στη χώρα των Φαιάκων· εκεί τον δέχτηκαν με τιμές και θα τον έστελναν στην Ιθάκη, αλλά αυτός θέλησε πρώτα να μαζέψει θησαυρούς και μετά να γυρίσει στην πατρίδα του. Τέλος, τη διαβεβαίωσε πως έφτασε ο καιρός που θα γύριζε στο παλάτι του.

Η Πηνελόπη έδειξε δυσπιστία στα τελευταία λόγια του. Μετά έδωσε εντολή στις δούλες να του στρώσουν μαλακό κρεβάτι να κοιμηθεί και το πρωί να τον λούσουν και να τον αλείψουν με μυρωμένο λάδι. Ο Οδυσσέας προσποιήθηκε πως δεν ήθελε τέτοιες πολυτέλειες, γιατί είχε ξεσυνηθίσει από τότε που έφυγε από το σπίτι του. Μόνο ζήτησε να του πλύνει τα πόδια κάποια γριά δούλα που ήταν βασανισμένη από τη ζωή. Αμέσως η Πηνελόπη σκέφτηκε την Ευρύκλεια, την παραμάνα που είχε αναθρέψει τον Οδυσσέα.

Αυτή έφερε σε μια χάλκινη λεκάνη ζεστό νερό και γονάτισε μπροστά του. Ο Οδυσσέας φοβήθηκε μήπως η ηλικιωμένη οικονόμα τον αναγνώριζε από μια ουλή που είχε από νεαρό παλικάρι, γι' αυτό αποτραβήχτηκε από το φως. Η Ευρύκλεια όμως, καθώς του έπλενε τα πόδια, άγγιξε την ουλή του και τον αναγνώρισε αμέσως. Πήγε να μπήξει τις φωνές κλαίγοντας από τη χαρά της και να τον αποκαλύψει στη βασίλισσα. Ο Οδυσσέας της έφραξε το στόμα και την προειδοποίησε να μη μιλήσει, γιατί διαφορετικά θα έβρισκε άθλιο τέλος μαζί με τις υπόλοιπες δούλες. Η γριά παραμάνα τον διαβεβαίωσε για την πίστη και την εχεμύθειά της και έτρεξε να φέρει άλλο νερό, γιατί πάνω στην αναστάτωσή της είχε αναποδογυρίσει τη λεκάνη.

Λίγο πριν πέσουν όλοι για ύπνο, η Πηνελόπη εκμυστηρεύτηκε στον Οδυσσέα ζητιάνο το όνειρο που είχε δει την προηγούμενη νύχτα. Ένας αϊτός όρμησε και κατασπάραξε είκοσι χήνες που ανέτρεφε η ίδια με χαρά. Μετά ο αϊτός με ανθρώπινη φωνή της εξήγησε πως ήταν ο Οδυσσέας που εξόντωσε τους μνηστήρες. Το όνειρο βέβαια ήταν ξεκάθαρο, αλλά η πιστή γυναίκα φοβόταν μήπως ήταν από τα ψεύτικα που ξεγελούσαν τους ανθρώπους.

Στη συνέχεια η Πηνελόπη αποκάλυψε στον ξένο πως θα έβαζε τους μνηστήρες ν' αγωνιστούν σ' ένα παράξενο αγώνισμα που τα κατάφερνε ο Οδυσσέας· θα έβαζε δώδεκα τσεκούρια στη σειρά και θα τους προκαλούσε να περάσουν μια σαΐτα από τις δώδεκα τρύπες. Ο Οδυσσέας την παρακίνησε να πραγματοποιήσει τη σκέψη της όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Με τις κουβέντες η ώρα πέρασε και σε λίγο αποσύρθηκαν και οι δυο για ύπνο.

Ο Οδυσσέας πλάγιασε στον πρόδομο του παλατιού, γιατί ήθελε να παρακολουθεί τις κινήσεις των ανθρώπων του σπιτιού. Όταν είδε τις ανήθικες βάγιες να ξεπορτίζουν για να κοιμηθούν στα σπίτια των μνηστήρων, η οργή του ήταν απέραντη, αλλά η Αθηνά στάθηκε δίπλα του, τον καθησύχασε και του έδωσε γλυκό ύπνο.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: OMHΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

13
Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΜΝΗΣΤΗΡΩΝ

Την άλλη μέρα άρχισαν από νωρίς οι προετοιμασίες για τη γιορτή του Απόλλωνα, που γινόταν κάθε πρώτη του μήνα. Κάποιες υπηρέτριες καθάριζαν το σπίτι και άλλες πήγαν στη βρύση για νερό. Σε λίγο έφτασε ο Εύμαιος με τρία διαλεχτά θρεφτάρια από το κοπάδι του και ο Μελάνθιος σαλαγώντας τις πιο καλές του γίδες. Επίσης εμφανίστηκε και ένας τρίτος βοσκός, ο Φοιλίτιος, που έφερνε στους μνηστήρες στέρφες δαμάλες. Αυτός έμοιαζε στο χαρακτήρα με τον καλόκαρδο Εύμαιο. Συγκινήθηκε πολύ όταν είδε τον ξένο ζητιάνο, γιατί του θύμισε έντονα στην όψη τον αγαπημένο του αφέντη, τον Οδυσσέα.

Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν στο παλάτι οι μνηστήρες. Το γλέντι στρώθηκε για τα καλά. Ο Τηλέμαχος έβαλε παράμερα ένα μικρό τραπεζάκι για να κάτσει ο Οδυσσέας. Τότε ο Κτήσιππος, ο πιο διεστραμμένος από τους μνηστήρες, πρόσβαλε τον Οδυσσέα πετώντας του ένα μπούτι βοδινό. Ο Τηλέμαχος εξοργίστηκε και με αυστηρά λόγια κατέκρινε τους μνηστήρες που έτρωγαν το βιος του. Ο Αγέλαος τον συμβούλεψε να πείσει τη μητέρα του να δεχτεί έναν απ' όλους για άντρα της, ώστε να τελειώσουν τα βάσανά του. Έπειτα εμφανίστηκε στη σάλα η Πηνελόπη συνοδευόμενη από πολλές δούλες που κουβαλούσαν το τόξο του Οδυσσέα και τη φαρέτρα του, καθώς και δώδεκα τσεκούρια. Τότε ανακοίνωσε πως όποιος από τους μνηστήρες θα λύγιζε τη χορδή του τόξου και θα περνούσε μια σαΐτα μέσα από τις τρύπες των τσεκουριών θα γινόταν άντρας της. Αμέσως ο Τηλέμαχος ζήτησε να δοκιμάσει για να δει αν ήταν άξιος να αναλάβει την περιουσία του πατέρα του· ζορίστηκε αρκετά και θα τα κατάφερνε, μα ένα νεύμα του Οδυσσέα τον συγκράτησε.

Μετά άρχισαν ένας ένας οι μνηστήρες. Πρώτος δοκίμασε ο Λειώδης, ο γιος του Οίνοπα, που όμως δεν κατάφερε να τεντώσει το δοξάρι. Στη συνέχεια προσπάθησαν κι άλλοι, μα του κάκου. Όμως ο Ευρύμαχος και ο Αντίνοος, οι πιο δυνατοί από τους μνηστήρες, δεν είχαν δοκιμάσει ακόμη.

Ο Οδυσσέας είδε σε κάποια στιγμή τον Εύμαιο και τον Φοιλίτιο να βγαίνουν έξω στην αυλή. Τους ακολούθησε και με φιλικά λόγια τους ρώτησε ποια θα ήταν η αντίδρασή τους, αν εμφανιζόταν εκείνη τη στιγμή ο αφέντης τους στο παλάτι. Αυτοί χωρίς να το σκεφτούν καν, ορκίστηκαν πως θα τον βοηθούσαν να εξοντώσει τους μνηστήρες. Τότε τους αποκάλυψε την αληθινή του ταυτότητα και τους υποσχέθηκε πως αν τον βοηθούσαν στ' αλήθεια, θα τους έδινε όμορφη γυναίκα και χωράφια και θα τους είχε σαν συγγενείς του. Έπειτα, για να τον πιστέψουν, τους έδειξε την πληγή που είχε αναγνωρίσει το προηγούμενο βράδυ η Ευρύκλεια. Μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά που αντάλλαξαν οι τρεις άντρες κατέστρωσαν προσεχτικά το σχέδιο της μνηστηροφονίας. Αφού τους έδωσε σαφείς οδηγίες, επέστρεψαν στην αίθουσα.

Εκείνη την ώρα δοκίμαζε ο Ευρύμαχος, όμως δεν κατάφερε ούτε αυτός να τεντώσει το δοξάρι. Όταν το είδε αυτό ο Αντίνοος, επειδή φοβήθηκε μην πάθει το ίδιο, τους κάλεσε όλους να συνεχίσουν το γλέντι μια και ήταν γιορτινή μέρα και να αναβάλουν το αγώνισμα για την επόμενη· όλοι συμφώνησαν μαζί του. Τότε πετάχτηκε ο Οδυσσέας ζητιάνος και ζήτησε από τους μνηστήρες να δοκιμάσει κι αυτός να τεντώσει το τόξο. Όλα τα αρχοντόπουλα θύμωσαν και τον κακολογούσαν· πώς αυτός ένας ζητιάνος είχε τόσο πολύ θράσος. Κατά βάθος όμως φοβούνταν μήπως ντροπιαστούν από τον ξένο, γιατί γνώριζαν, από την πάλη με τον Ίρο, πόσο δυνατός ήταν.

Η Πηνελόπη επενέβη και τους είπε ν' αφήσουν τον ξένο να δοκιμάσει. Σε περίπτωση που τα κατάφερνε θα του χάριζε χιτώνα και χλαμύδα, ένα κοντάρι, ένα σπαθί και δύο σαντάλια. Ο Τηλέμαχος μίλησε με λόγια απότομα στη μητέρα του και την έστειλε στο θάλαμό της. Εκεί η Παλλάδα της έριξε γλυκό ύπνο στα μάτια.

Στο μεταξύ ο Εύμαιος έδωσε το τόξο στον Οδυσσέα και στη συνέχεια είπε στην Ευρύκλεια να ασφαλίσει καλά όλες τις πόρτες του παλατιού· σε περίπτωση που άκουγαν βογκητά αντρών καμιά από τις δούλες να μην πλησίαζε στη σάλα, αλλά να συνέχιζαν αμίλητες τη δουλειά τους. Επίσης ο Φοιλίτιος έκλεισε καλά τις αυλόπορτες δένοντάς τες με καραβόσκοινο. Μετά ξανακάθισε στο σκαμνί του και παρακολουθούσε τον Οδυσσέα που περιεργαζόταν το τόξο του. Σε λίγο αυτός τέντωσε τη χορδή του τόξου με μεγάλη ευκολία και εκτόξευσε ένα βέλος που πέρασε μονομιάς μέσα από τα δώδεκα τσεκούρια και βγήκε από την άλλη μεριά. Οι μνηστήρες όλοι απόμειναν να κοιτούν σαστισμένοι, ενώ ο πολύπαθος άντρας έγνεψε στον Τηλέμαχο με τα μάτια, κι αυτός πήρε το κοντάρι στο χέρι και φόρεσε την πανοπλία του.

Ο Οδυσσέας πέταξε τα κουρέλια που φορούσε και στάθηκε στο κατώφλι της κύριας εισόδου για να έχει τα νώτα του ασφαλισμένα και τους μνηστήρες εγκλωβισμένους. Σώριασε μπροστά του τις σαΐτες της φαρέτρας για να τις έχει πρόχειρες και έριξε την πρώτη στον Αντίνοο, την ώρα που σήκωνε το ποτήρι του να πιεί κρασί. Η σαΐτα τον πέτυχε στο λαιμό και βγήκε από το σβέρκο· από τα ρουθούνια του έτρεξε πηχτό αίμα και έπεσε νεκρός πάνω στο τραπέζι με τα φαγητά.


Οι μνηστήρες δεν πίστευαν όσα έβλεπαν τα μάτια τους. Αμέσως όρμησαν να πάρουν τα κοντάρια και τις ασπίδες που κρέμονταν στους τοίχους, αλλά διαπίστωσαν πως έλειπαν όλα. Απείλησαν τον ξένο, που ακόμη δεν κατάλαβαν ποιος ήταν, πως θα είχε πολύ άσχημο τέλος, γιατί σκότωσε ένα από τα πιο σημαντικά αρχοντόπουλα της Ιθάκης. Τότε ο Οδυσσέας τους αποκάλυψε την ταυτότητά του.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: OMHΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

14
- Σκυλιά, πιστεύατε πως δε θα γύριζα ποτέ πίσω και τρώγατε το βιος μου, πλαγιάζατε με τις δούλες μου και θέλατε να παντρευτείτε τη γυναίκα μου, χωρίς να υπολογίζετε μήτε την οργή των θεών μήτε τη δικιά μου.

Μόλις είπε αυτά τα λόγια, κόπηκαν τα ήπατα όλων των μνηστήρων. Το λόγο πήρε ο Ευρύμαχος, που προσπάθησε να πετύχει συμβιβασμό:

- Αλήθεια Οδυσσέα, σου κάναμε μεγάλο κακό. Μα να, τώρα είναι νεκρός ο Αντίνοος, ο χειρότερος απ' όλους μας, που ήθελε να σκοτώσει το γιο σου και να γίνει βασιλιάς. Εμείς όλοι θα σου ξεπληρώσουμε την περιουσία σου και με το παραπάνω.

Αυτά τα λόγια φυσικά δεν έπεισαν τον Οδυσσέα. Ο Ευρύμαχος, όταν είδε ότι δεν κατάφερε τίποτα, προέτρεψε τους μνηστήρες να πολεμήσουν με τα μαχαίρια τους, καλυμμένοι πίσω από τα τραπέζια. Τότε ο βασιλιάς εκτόξευσε εναντίον του μια σαΐτα που τον πέτυχε στο στήθος και έπεσε νεκρός. Αμέσως όρμησε ο Αμφίνομος εναντίον του, αλλά ο Τηλέμαχος πρόλαβε και του κάρφωσε το χάλκινο κοντάρι του ανάμεσα στους ώμους. Έπειτα έτρεξε στην αποθήκη όπου είχε τοποθετήσει τα όπλα και έφερε πανοπλίες για τον πατέρα του και τους δυο βοσκούς. Στο μεταξύ ο Οδυσσέας με τις σαΐτες του εξόντωνε όποιον μνηστήρα προσπαθούσε να του επιτεθεί.

Δυστυχώς όμως ο Τηλέμαχος από τη βιασύνη του άφησε την αποθήκη ξεκλείδωτη και έτσι ο Μελάνθιος, ο άπιστος βοσκός, πέρασε από κάποιο παραπόρτι και έφερε στους μνηστήρες δώδεκα πανοπλίες. Όταν ο Οδυσσέας τους είδε οπλισμένους, φοβήθηκε πολύ. Ο γιος του θυμήθηκε τι είχε γίνει και έστειλε τους δύο βοσκούς στην αποθήκη. Εκείνοι συνέλαβαν τον Μελάνθιο την ώρα που πήγαινε για δεύτερη φορά να πάρει πανοπλίες· τον έδεσαν και τον κρέμασαν από το ταβάνι. Έπειτα γύρισαν στη σάλα.

Σε λίγο εμφανίστηκε η Αθηνά με τη μορφή του παιδικού φίλου του Οδυσσέα του Μέντορα και τον ξεσήκωσε θυμίζοντάς του τα κατορθώματά του στην Τροία. Μετά πήρε τη μορφή χελιδονιού και παρακολουθούσε τη μάχη που εξελισσόταν. Οι μνηστήρες αποφάσισαν να ρίχνουν έξι έξι τα κοντάρια εναντίον του Οδυσσέα, αλλά η Παλλάδα φρόντιζε να ξαστοχούν όλοι τους. Αντίθετα ο προστατευόμενός της και οι βοηθοί του ήταν πάντα εύστοχοι. Έτσι, σκότωσαν τον Δημοπτόλεμο, τον Ευρυάδη, τον Έλατο και τον Πείσανδρο.

Με νέα επίθεση των μνηστήρων, ο Αμφιμέδοντας κατάφερε ένα επιπόλαιο τραύμα στον Τηλέμαχο και ο Κτήσιππος μια χαρακιά στον ώμο του Εύμαιου. Μα αμέσως οι τέσσερις άντρες απάντησαν σκοτώνοντας τον Ευρυδάμα, τον Αμφιμέδοντα, τον Πόλυβο και τον Κτήσιππο. Ο Οδυσσέας δε λυπήθηκε ούτε τον Λεώκριτο, που έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε.

Από τη σφαγή γλίτωσαν μόνο ο αοιδός Φήμιος που με το ζόρι οι μνηστήρες τον υποχρέωναν να τους τραγουδάει στα γλέντια τους και ο Μέδοντας, ένας κήρυκας που σεβόταν τη βασιλική οικογένεια. Αυτοί βγήκαν στην αυλή και κάθησαν στο βωμό τρέμοντας από την ταραχή τους.

Ο Οδυσσέας έψαχνε μέσα στο παλάτι μήπως είχε κρυφτεί κανείς για να ξεφύγει το θάνατο. Όλοι όμως κείτονταν νεκροί στο πάτωμα. Μετά φώναξε την Ευρύκλεια, που χάρηκε πολύ με το θέαμα των σκοτωμένων μνηστήρων και τη ρώτησε ποιες δούλες δε στάθηκαν πιστές στη διάρκεια της απουσίας του. Η σεβαστή οικονόμος του απάντησε πως από τις πενήντα γυναίκες που δούλευαν στο παλάτι, δώδεκα ήταν αυτές που έκαναν άπρεπες πράξεις και δε σέβονταν τη βασίλισσα. Τότε διέταξε να τις φέρουν μπροστά του. Αυτές μόλις αντίκρισαν τους νεκρούς μνηστήρες άρχισαν να θρηνούν.

Ο Τηλέμαχος, με εντολή του πατέρα του, τις έβαλε να βγάλουν έξω τα πτώματα και να καθαρίσουν το θάλαμο. Μετά τις σκότωσε όλες με τον πιο ατιμωτικό θάνατο· τις έδεσε μ' ένα σχοινί και τις έπνιξε. Εκείνη την ώρα οι δύο πιστοί βοσκοί έσυραν στην αυλή τον Μελάνθιο, του έκοψαν τη μύτη και τ' αυτιά και του τσάκισαν τα κόκαλα των χεριών και των ποδιών.

Ο Οδυσσέας εξάγνισε ολόκληρο το σπίτι με θειάφι και ζήτησε να φωνάξουν όλους τους δούλους του σπιτιού. Αυτοί μόλις αντίκρισαν τον κύριό τους χάρηκαν πολύ, τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Ο πολύπαθος βασιλιάς δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του από τη συγκίνηση.

ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 20 ΧΡΟΝΙΑ

Η Ευρύκλεια βγάζοντας φτερά στα πόδια της, έτρεξε ν' αναγγείλει το χαρμόσυνο μαντάτο στην Πηνελόπη. Αυτή συνέχιζε το βαθύ ύπνο που της έριξε στα μάτια η Αθηνά. Όταν ξύπνησε από τις φωνές της ηλικιωμένης βάγιας, δεν πίστευε όσα της έλεγε και νόμιζε πως έχασε τα λογικά της. Μετά από πολλά παρακάλια η Ευρύκλεια την έπεισε να κατεβεί στη μεγάλη σάλα.

Εκεί αντίκρισε τον Οδυσσέα ανάμεσα στα πτώματα των νεκρών μνηστήρων, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πραγματικά αν ήταν ο άντρας της, έτσι καθώς ήταν ντυμένος με τα κουρέλια. Για πολύ ώρα τον κοίταζε αμίλητη και αναρωτιόταν. Ο Τηλέμαχος την αποπήρε που φερόταν τόσο σκληρά, μα η Πηνελόπη του είπε πως θα τον αναγνώριζε από δικά τους προσωπικά σημάδια. Ο Οδυσσέας αρχικά δεν ενοχλήθηκε από τη δυσπιστία της και έδωσε εντολή να στήσουν οι υπηρέτες γλέντι μέσα στο παλάτι για να νομίζουν οι γείτονες και οι περαστικοί πως η βασίλισσα παντρευόταν κάποιον από τους μνηστήρες. Πραγματικά, σε λίγο όλο το παλάτι αντηχούσε από μουσικές, τραγούδια και χορούς.

Στο μεταξύ μια πιστή βάγια έλουσε τον Οδυσσέα, τον άλειψε με μύρα και του φόρεσε καινούριο χιτώνα και χλαμύδα. Η Αθηνά τον έκανε να φαίνεται πιο ψηλός, πιο εύσωμος και με σγουρά μαλλιά. Η Πηνελόπη συνέχισε να τον κοιτάει από μακριά και τότε ενοχλημένος είπε στη βάγια:

- Στρώσε μου να κοιμηθώ, γιατί αυτή η γυναίκα έχει σιδερένια καρδιά.

Τότε βρήκε η φρόνιμη σύζυγος την ευκαιρία να τον δοκιμάσει. Διέταξε τη βάγια να βγάλει έξω το κρεβάτι από το συζυγικό δωμάτιο για να κοιμηθεί. Αμέσως ο Οδυσσέας πετάχτηκε και είπε όλη την ιστορία του συζυγικού κρεβατιού. Στο μέρος που έχτιζε το παλάτι του υπήρχε μια φουντωτή ελιά. Δεν την έκοψε από τη ρίζα, αλλά κλάδεψε τα κλαδιά της και έχτισε γύρω γύρω τη συζυγική κάμαρα. Μετά έφτιαξε το κρεβάτι πάνω στον κορμό της ελιάς για να είναι πιο σταθερό. Έτσι δεν μπορούσε να μετακινηθεί παρά μόνο αν κάποιος είχε κόψει τον κορμό.

Όταν άκουσε τα λόγια αυτά η Πηνελόπη, πίστεψε πως ήταν ο Οδυσσέας, γιατί αυτό το μυστικό το γνώριζαν μόνο οι δυο τους. Έπεσε στην αγκαλιά του, τον φιλούσε και του ζητούσε να τη συγχωρήσει για την προηγούμενη παγερή συμπεριφορά της. Άρχισαν να κλαίνε και οι δυο τους και θα τους έβρισκε η Αυγή, αν δε φρόντιζε η Παλλάδα, ώστε εκείνη η νύχτα να έχει μεγάλη διάρκεια.

Στο μεταξύ οι υπηρέτριες είχαν ετοιμάσει το συζυγικό κρεβάτι και το αντρόγυνο αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Αμέσως σταμάτησαν οι χοροί και τα τραγούδια. Το ζευγάρι χάρηκε τον έρωτα ύστερα από είκοσι χρόνια και μετά ο Οδυσσέας άρχισε να διηγείται τις περιπέτειές του. Σε λίγο τους πήρε ο γλυκός ύπνος.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: OMHΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

15
ΛΑΕΡΤΗΣ

Την άλλη μέρα το πρωί ο Οδυσσέας ξεκίνησε αρματωμένος με τον Τηλέμαχο και τους δύο πιστούς βοσκούς για το εξοχικό σπίτι όπου ζούσε ο γερο Λαέρτης. Όταν έφτασαν εκεί, δε βρήκαν κανένα στο καλύβι. Τότε ο πολυταξιδεμένος άντρας άφησε τα όπλα στους φίλους του και τους είπε να ετοιμάσουν τραπέζι.

Ο ίδιος πήγε στο περιβόλι και εκεί αντίκρισε το γέροντα πατέρα του να σκαλίζει το χώμα φορώντας φτωχικά και λερωμένα ρούχα. Δάκρυσε και ήθελε να τρέξει να τον αγκαλιάσει, μα πάλι συγκρατήθηκε και αποφάσισε πρώτα να τον δοκιμάσει. Τον πλησίασε και άρχισε να παινεύει το περιποιημένο περιβόλι. Απόρησε όμως πώς ένας γέροντας, που μάλιστα είχε όψη βασιλιά, ζούσε κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες. Στη συνέχεια του είπε πως έψαχνε κάποιον, παλιό φιλοξενούμενό του, που ήταν Ιθακήσιος, γιος του Λαέρτη. Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο γέροντας, συγκινήθηκε και έριξε λίγο χώμα στο κεφάλι του θρηνώντας το χαμένο γιο του.

Ο Οδυσσέας δεν άντεξε άλλο να προσποιείται και έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα του, του αποκάλυψε την ταυτότητά του και του διηγήθηκε τη δολοφονία των μνηστήρων. Ο Λαέρτης ζήτησε σημάδια για να πιστέψει και τότε ο πολυμήχανος άντρας του έδειξε την ουλή που είχε από νεαρός. Επίσης του ανέφερε τα καρποφόρα δέντρα που έταξε κάποτε ο βασιλιάς στο γιο του: σαράντα συκιές, δώδεκα αχλαδιές, δέκα μηλιές και πενήντα κλήματα. Τότε λύθηκαν τα πόδια του γέροντα και μισολιποθυμισμένος έπεσε στην αγκαλιά του.

Χαρούμενοι πήγαν στο καλύβι, όπου οι δύο βοσκοί είχαν κιόλας στρώσει τραπέζι.

Σε λίγο γύρισε και ο Δολίος, ο πιστός επιστάτης του κτήματος, με τους γιους του. Ο γέροντας είδε τον Οδυσσέα και σάστισε. Γρήγορα όμως συνήλθε και έδειξε την απέραντη χαρά του για την επιστροφή του βασιλιά. Μετά τα καλωσορίσματα κάθησαν στο τραπέζι για φαγητό.

Όταν τελείωσε το γεύμα, ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά. Ένας από τους γιους του Δολίου σηκώθηκε να δει τι συμβαίνει. Τότε αντίκρισε πάνοπλους τους συγγενείς των μνηστήρων, που η δολοφονία τους είχε μαθευτεί, οι οποίοι με αρχηγό τους τον Ευπείθη, τον πατέρα του Αντίνοου, κατευθύνονταν προς το υποστατικό με άγριες διαθέσεις.

Αμέσως οπλίστηκαν ο Οδυσσέας, ο Τηλέμαχος, οι δύο βοσκοί, οι γιοι του Δολίου και οι δύο γέροντες. Εμφανίστηκε και η Αθηνά με τη μορφή του Μέντορα και εμψύχωνε τον Τηλέμαχο και τον Λαέρτη. Πραγματικά, ο τελευταίος με τη βοήθεια της θεάς κατάφερε θανατηφόρο χτύπημα στον Ευπείθη. Μόλις η συμπλοκή πήγε να γενικευτεί, η Αθηνά έβγαλε φοβερή φωνή και έκανε έκκληση για ειρήνη και ομόνοια. Οι συγγενείς των μνηστήρων φοβήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Η θεά συγκράτησε τον Οδυσσέα που προσπάθησε να τους κυνηγήσει. Έτσι τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα έκαναν όρκους ειρήνης και αγάπης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σε λίγες μέρες έγινε η ταφή των μνηστήρων από τους συγγενείς τους. Ο Οδυσσέας θυσίασε στις Νύμφες και πήγε στην Ήλιδα να επιθεωρήσει τα κοπάδια του. Εκεί τον φιλοξένησε ο βασιλιάς Πολύξενος, που του έδωσε δώρο έναν κρατήρα με παράσταση του Τροφώνιου, Αγαμήδη και Αυγεία. Ύστερα ξαναγύρισε στην Ιθάκη και πρόσφερε μεγάλες θυσίες σ' όλους τους θεούς. Έφυγε πάλι γρήγορα μ' ένα κουπί στον ώμο, όπως του είχε ορίσει ο Τειρεσίας στον Άδη, για τη Θεσπρωτία της Ηπείρου. Προχωρώντας στο εσωτερικό της χώρας, συνάντησε κάποιους ανθρώπους που τον ρώτησαν γιατί κουβαλούσε μαζί του το λιχνιστήρι. Τότε κατάλαβε πως αυτός ήταν ο τόπος που έπρεπε να μπήξει το κουπί και να θυσιάσει στον Ποσειδώνα. Στη Θεσπρωτία ο Οδυσσέας παντρεύτηκε τη βασίλισσα Καλλιδίκη. Ύστερα από έναν πόλεμο των Θεσπρωτών με τους Βρύγους, η Καλλιδίκη πέθανε και στο θρόνο ανέβηκε ο Πολυποίτης, ο γιος της, και ο Οδυσσέας ξαναγύρισε την Ιθάκη πιστεύοντας πως θα περάσει ήρεμα γεράματα.

Στο μεταξύ ο Τηλέγονος, γιος του Οδυσσέα από την Κίρκη, αναζητώντας τον πατέρα του αποβιβάστηκε στην Ιθάκη και οι σύντροφοί του κατέστρεψαν το νησί. Ο βασιλιάς βγήκε να τους διώξει και σκοτώθηκε από τον Τηλέγονο, ο οποίος δεν τον γνώριζε. Όταν ο Τηλέγονος κατάλαβε πως είχε σκοτώσει τον πατέρα του, ήταν πια αργά. Πήρε το άψυχο κορμί του, το γιο του, τον Τηλέμαχο, και την Πηνελόπη και κατευθύνθηκε στην Αία. Εκεί η Κίρκη τους έκανε όλους αθάνατους. Η ιστορία τελειώνει με δύο παράξενους γάμους: η Κίρκη παντρεύεται τον Τηλέμαχο και η Πηνελόπη τον Τηλέγονο.

TΕΛΟΣ
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελληνική Γραμματεία”

cron