Re: ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ

10
ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΙΑ

Μετά το θάνατο του Έκτορα έφτασαν στην Τροία οι Αμαζόνες με τη βασίλισσά τους την Πενθεσίλεια, την κόρη του Αρη. Οι Αμαζόνες είχαν το έθιμο να μην παντρεύεται μια γυναίκα, αν δε σκοτώσει προηγουμένως πολλούς άντρες.

Ο πόλεμος στην Τροία ήταν λοιπόν μια καλή ευκαιρία για την Πενθεσίλεια και για άλλες συμπολεμίστριές της.

Και πραγματικά, με την επανάληψη των εχθροπραξιών, η Πενθεσίλεια σκοτώνει πάρα πολλούς Αχαιούς, ανάμεσά τους και τον έναν από τους δυο γιατρούς του αχαϊκού στρατοπέδου, τον Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού. Τελικά μονομαχεί με τον Αχιλλέα και στη φοβερή σύγκρουση που ακολουθεί η Πενθεσίλεια σκοτώνεται. Ο Αχιλλέας, θαυμάζοντας την ορμή και το θάρρος της, ίσως και την ομορφιά της, δεν κακομεταχειρίζεται το σώμα της αλλά το δίνει στους Τρώες να το θάψουν όπως πρέπει. Για τη χειρονομία του αυτή κατηγορείται ο Αχιλλέας μπροστά στους Αχαιούς από τον Θερσίτη πως τελικά δεν είναι και τόσο σκληρός όσο έλεγε. Τότε ο Αχιλλέας τον χτυπά με το χέρι και τον αφήνει στον τόπο. Η πράξη αυτή του Αχιλλέα ξεσηκώνει την οργή αρκετών Αχαιών, ιδιαίτερα του Διομήδη που είναι θείος του νεκρού. Για να κατευνάσει τα πνεύματα, ο Αχιλλέας κάνει πλούσιες θυσίες στους θεούς και ο Οδυσσέας τον καθαρίζει από το αίμα που τον βαραίνει.

Ο Μέμνονας, γιος του Τιθωνού και της Ηούς, ήταν βασιλιάς των Αιθιόπων. Ήρθε στην Τροία για να βοηθήσει το θείο του, τον Πρίαμο, στις δύσκολες στιγμές. Τον οπλισμό του τον είχε φτιάξει ο Ήφαιστος, όπως και του Αχιλλέα. Με τον ερχομό του Μέμνονα στην Τροία η Θέτιδα προειδοποιεί τον Αχιλλέα πως, αν σκοτώσει τον Μέμνονα, θα σκοτωθεί και ο ίδιος αμέσως μετά.

Ο βασιλιάς των Αιθιόπων διακρίνεται στις συγκρούσεις που ακολουθούν και σκοτώνει πολλούς αντιπάλους. Κάποια στιγμή μάλιστα είναι έτοιμος να σκοτώσει τον Νέστορα, που είναι καθηλωμένος με το άρμα του στο κέντρο της μάχης, καθώς ο Πάρης του είχε σκοτώσει το ένα άλογο με τα βέλη του. Τον σώζει όμως ο γιος του ο Αντίλοχος που έτρεξε να τον βοηθήσει. Στη μονομαχία που ακολουθεί ανάμεσα στον Μέμνονα και τον Αντίλοχο, ο τελευταίος πέφτει νεκρός.

Μαθαίνοντας ο Αχιλλέας τα κακά μαντάτα στενοχωρέθηκε πάρα πολύ, γιατί υπεραγαπούσε το γιο του Νέστορα. Ξεχνά τη συμβουλή της μητέρας του και στη στιγμή ορμά στη μάχη για να πάρει εκδίκηση. Δεν αργεί να βρει τον Μέμνονα και η μονομαχία αρχίζει. Την ίδια ώρα οι θεές Θέτιδα και Ηώ παρακαλούν τον Δία, καθεμιά για τη ζωή του δικού της γιου. Τότε με εντολή του Δία ο Ερμής σηκώνει τη ζυγαριά που έχει στις δυο τις άκρες τους κλήρους του θανάτου των δυο ηρώων.

Η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος του Μέμνονα, που σημαίνει ότι ο θάνατός του έχει αποφασιστεί. Για να παρηγορήσει ο Δίας την Ηώ, χαρίζει στο γιο της την αθανασία. Και πραγματικά ο Αχιλλέας καταφέρνει να σκοτώσει τον αντίπαλό του. Αμέσως η Ηώ αρπάζει το νεκρό Μέμνονα, τον καθαρίζει και τον περιποιείται και στη συνέχεια ο Ύπνος και ο Θάνατος, τα δυο αδέρφια της, τον μεταφέρουν στην Αιθιοπία για να ταφεί.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

Όταν είδαν οι Τρώες τον Μέμνονα να πέφτει νεκρός από το χέρι του Αχιλλέα, πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Ασυγκράτητος ο Αχιλλέας κατευθύνεται τώρα ίσια στην Τροία χωρίς να τολμά κανείς να προβάλει αντίσταση. Οι Τρώες έχουν όμως ακόμα έναν ισχυρό σύμμαχο με το μέρος τους, το θεό Απόλλωνα, που στέκεται στις Σκαιές Πύλες. Καθώς ο Αχιλλέας πλησιάζει, δίνει την εντολή ο θεός στον Πάρη να του ρίξει με το τόξο. Και πραγματικά το βέλος του Πάρη τραυματίζει τον Αχιλλέα θανάσιμα στη φτέρνα που ήταν το μοναδικό μέρος του σώματος του που ήταν θνητό όπως είπαμε πριν. Από εκεί εμεινε και η έκφραση ""ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ ΦΤΕΡΝΑ"" που λεμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το αδύναμο σημείο κάποιου

Ο πιο γενναίος από τους Αχαιούς ήρωες είναι πια νεκρός και γύρω του διεξάγονται πρωτόγνωρες σε αγριότητα μάχες, στην προσπάθεια Αχαιών και Τρώων να τραβήξουν το πτώμα ο καθένας προς το μέρος του. Από τη μεριά των Αχαιών πρωτοστατεί ο Αίας ο Τελαμώνιος και από τη μεριά των Τρώων ο Αινείας. Κάποια στιγμή καταφέρνει ο Γλαύκος, πιστός σύντροφος του Σαρπηδόνα, να δέσει με λουρί το πόδι του νεκρού. Ο Αίας τον σταματά σκοτώνοντάς τον με το κοντάρι του. Σε λίγο στέλνει ο Δίας ανεμοθύελλα στο πεδίο της μάχης και πάνω στην αναταραχή και τον πανικό που ακολούθησε καταφέρνει ο Αίας να απομακρύνει το νεκρό από τη μάχη με την κάλυψη που του παρέχει ο Οδυσσέας.

Οι Αχαιοί πλένουν και καθαρίζουν το νεκρό Αχιλλέα από τις σκόνες και τα αίματα με θρήνους και μοιρολόγια, όταν ακούγεται δυνατή βοή από τη θάλασσα. Όλοι τρέχουν να κρυφτούν όπου μπορεί ο καθένας. Τους καθησυχάζει ο Νέστορας, που τους λέει πως έρχονται οι Νηρηίδες με τη μητέρα του νεκρού τη Θέτιδα, για να θρηνήσουν το νεκρό. Σε λίγο καταφθάνουν και οι Μούσες και για δεκαεφτά μέρες και νύχτες μοιρολογούν όλοι μαζί το νεκρό. Τη δέκατη όγδοη μέρα παραδίδεται το σώμα του νεκρού Αχιλλέα στην πυρά. Τα λείψανά του τα τοποθετούν μαζί μ' αυτά του Πάτροκλου σε χρυσό αμφορέα που έχει φέρει η Θέτιδα, φτιαγμένο από τα χέρια του Ήφαιστου. Στη συνέχεια, υψώνουν τύμβο στο Σίγειο και διοργανώνουν επιτύμβιους αγώνες προς τιμή του Αχιλλέα, στους οποίους νικούν ο Εύμηλος στις ιπποδρομίες, ο Διομήδης στους αγώνες δρόμου, ο Αίας στη δισκοβολία και ο Τεύκρος στην τοξοβολία. Μόλις ολοκληρώθηκαν οι επιτύμβιοι αγώνες, η Θέτιδα δηλώνει πως θα χαρίσει την πανοπλία του Αχιλλέα στον καλύτερο από τους Αχαιούς ήρωες.

Τότε σηκώνεται ο Αίας ο Τελαμώνιος και υποβάλλει υποψηφιότητα για το νέο αυτό έπαθλο, γιατί πιστεύει πως είναι και ο πιο αντρειωμένος και ο πιο δυνατός απ' όλους. Ως υποψήφιος όμως σηκώνεται και ο Οδυσσέας, γιατί θεωρεί ότι οι Αχαιοί βγήκαν αρκετές φορές από πολύ δύσκολη θέση χάρη στη δική του ευστροφία και επινοητικότητα.

Γρήγορα τα αίματα ανάβουν και για να αποφευχθεί ένοπλη σύγκρουση των δύο ηρώων, προτείνει ο Νέστορας να γίνει η επιλογή όχι από τους Αχαιούς, που μπορεί να επηρεαστεί η κρίση τους από προσωπικά αισθήματα, αλλά από τους Τρώες, που με την κρίση ανεπηρέαστη θα εξέφραζαν αμερόληπτη γνώμη. Πηγαίνουν λοιπόν Αχαιοί κατάσκοποι κοντά στα τείχη της Τροίας, μήπως και πετύχουν κάποια σχετική συζήτηση. Και πράγματι, ακούνε δυο γυναίκες να συζητούν για τη μεταφορά του νεκρού Αχιλλέα έξω από το πεδίο της μάχης από τον Αίαντα και τον Οδυσσέα.

Η μια λέει ότι πιο άξιος είναι ο Αίας που κουβάλησε το νεκρό, ο οποίος ήταν αρκετά μεγαλόσωμος και βαρύς, ενώ ο Οδυσσέας δεν τόλμησε κάτι τέτοιο. Η απάντηση της άλλης είναι αποστομωτική. Οποιοσδήποτε, λέει, θα μπορούσε να μεταφέρει ένα μεγάλο βάρος, όχι όμως και να πολεμήσει με τόσους ανθρώπους μαζί, όπως ο Οδυσσέας. Αρα, κατά την άποψή της, ο Οδυσσέας είναι πιο γενναίος από τον Αίαντα.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ

11
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ

Η παρατήρηση αυτή, που την είχε εμπνεύσει η Αθηνά στην Τρωαδίτισσα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για συζήτηση. Νικητής είναι ο Οδυσσέας και οι Αχαιοί του παραδίνουν την πανοπλία του Αχιλλέα. Η επιλογή των Αχαιών γέμισε την ψυχή του Αίαντα με οργή. Νιώθει πως οι Αχαιοί θέλησαν να τον αδικήσουν, να τον ταπεινώσουν. Αρχίζει να χάνει τον αυτοέλεγχό του θέλοντας λυσσασμένα να πάρει εκδίκηση για την προσβολή που του έγινε. Αποφασίζει να σκοτώσει τους Αχαιούς αρχηγούς την ίδια κιόλας νύχτα.

Καθώς κατευθύνεται προς τις σκηνές τους, χάνει τα λογικά του με την παρέμβαση της Αθηνάς και πάει στο χώρο όπου έχουν συγκεντρώσει οι Αχαιοί τα κοπάδια τους. Εκεί ο Αίας αρχίζει να σφάζει ανελέητα τα ζώα πιστεύοντας ότι είναι οι Αχαιοί βασιλιάδες. Νομίζει μάλιστα ότι ένα κριάρι είναι ο μισητός Οδυσσέας και το σέρνει στη σκηνή του για να το βασανίσει. Όταν την άλλη μέρα βρίσκει τα λογικά του και βλέπει τι έχει κάνει, αποφασίζει να αυτοκτονήσει για ν' αποφύγει τον εξευτελισμό και την ατίμωση. Έτσι, στερεώνει το σπαθί του σε μια ερημιά και πέφτει πάνω του.

Αργότερα βρίσκουν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας το νεκρό Αίαντα και τον πηγαίνουν στον αρχιστράτηγο των Αχαιών, τον Αγαμέμνονα. Μόλις καταλαβαίνουν τι έγινε, αρκετοί από τους Αχαιούς βασιλιάδες θύμωσαν πολύ, ενώ ο Αγαμέμνονας εξοργισμένος διέταξε να μην τον κάψουν με τιμές όπως ταιριάζει σε ήρωα, αλλά να τον παραχώσουν όπως όπως στο ακρωτήριο Ροίτειο.

Κάποια στιγμή ο Κάλχας, ο μάντης των Αχαιών σ' όλη τη διάρκεια της εκστρατείας, δηλώνει στον Οδυσσέα πως οι μαντικές του ικανότητες δεν είναι αρκετές για την άλωση της Τροίας και πως τους σχετικούς χρησμούς μπορούσαν να τους εκμαιεύσουν μόνο από τον Έλενο, το γιο του Πρίαμου, που κατέχει τη μαντική τέχνη.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ

Έτσι ο Οδυσσέας αναλαμβάνει να αιχμαλωτίσει τον Έλενο, πράγμα που τελικά καταφέρνει μετά από πολλές ενέδρες ένα βράδυ που τον πέτυχε ανυποψίαστο έξω από την πόλη. Τον φέρνει στη συνέλευση των Αχαιών, όπου ο Έλενος αναγκάζεται να τους αποκαλύψει πως θα έπαιρναν την Τροία, μόνο αν είχαν με το μέρος τους το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή και αν ερχόταν στην Τροία ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος. Τα όπλα του Ηρακλή τα είχε ο Φιλοκτήτης, που είχε ακολουθήσει τους Αχαιούς στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Όταν θυσίαζαν όμως στη Χρύση, τον δάγκωσε ένα φίδι, η πληγή κακοφόρμισε και μύριζε τόσο άσχημα, που οι Αχαιοί τον άφησαν στη Λήμνο, μη μπορώντας να ανεχτούν την κακοσμία. Παρατημένος σχεδόν δέκα χρόνια τώρα σ' ένα ερημονήσι χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς από τους Αχαιούς γι' αυτόν, μάλλον δε θα ήθελε να τους βοηθήσει τώρα που τον χρειάζονται. Πηγαίνουν ωστόσο ο Οδυσσέας και ο Διομήδης στη Λήμνο και καταφέρνουν με ύπουλο τρόπο να του πάρουν τα όπλα του Ηρακλή. Χρησιμοποιώντας τα ως διαπραγματευτικό μέσο τον πείθουν να τους ακολουθήσει στην Τροία, όπου γιατρεύεται.

Καθώς ο Φιλοκτήτης ήταν άριστος τοξότης, σκοτώνει πολλούς Τρώες. Μονομαχεί και με τον Πάρη, τον οποίο σκοτώνει με τα βέλη του. Στο νεκρό κορμί του Πάρη ορμά ο Μενέλαος και το κακομεταχειρίζεται αλύπητα, βγάζοντας το άχτι του για την αρπαγή της γυναίκας του και για όσα ακολούθησαν. Το νεκρό Πάρη καταφέρνουν τελικά να πάρουν οι Τρώες μετά από σφοδρές συγκρούσεις και τον μεταφέρουν στην Τροία. Την Ελένη την παντρεύεται τώρα ο αδερφός του Πάρη, ο Δηίφοβος. Σύμφωνα με τους χρησμούς που είχαν αποσπάσει από τον Έλενο, για να πάρουν την Τροία, έπρεπε να φέρουν το γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο.

Όταν κρυβόταν ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη στη Σκύρο, απόχτησε ένα γιο με μια από τις βασιλοπούλες, τη Δηιδάμεια. Όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλέας εκεί ντυμένος με γυναικεία ρούχα, τον φώναζαν Πύρρα. Έτσι, ο γιος του ονομάστηκε Πύρρος. Αργότερα ο Φοίνικας, ο συμβουλάτορας και καθοδηγητής του Αχιλλέα στον Τρωικό πόλεμο, τον ονόμασε Νεοπτόλεμο, γιατί ο πατέρας του πήγε στον πόλεμο νέος .Οι Αχαιοί αναθέτουν στον Οδυσσέα να φέρει τον Νεοπτόλεμο, που τους είναι απαραίτητος, από τη Σκύρο.

Ο Οδυσσέας πείθει με ευκολία τον Λυκομήδη να δώσει τη συγκατάθεσή του να πάει ο εγγονός του στην Τροία, επειδή και ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος επιθυμεί να πολεμήσει. Μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο των Αχαιών, ο Οδυσσέας δίνει στον Νεοπτόλεμο τα όπλα του πατέρα του. Οι Αχαιοί υποδέχονται με χαρά τον Νεοπτόλεμο στις τάξεις τους, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον πατέρα του, τον Αχιλλέα. Και γρήγορα διαπιστώνουν πως ο Νεοπτόλεμος ορμά σαν εκείνον στη μάχη ασυγκράτητος σκοτώνοντας πολλούς Τρώες.

Ο Ευρύπυλος, γιος του Τήλεφου και της αδερφής του Πρίαμου Αστυόχης, ήταν βασιλιάς της Μυσίας. Σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου η Αστυόχη δεν επέτρεπε στο γιο της να πάει να πολεμήσει, εκμεταλλευόμενη το λόγο που έδωσε ο σύζυγός της Τήλεφος στους Αχαιούς ότι δε θα πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων σε αντάλλαγμα για τη γιατρειά του ποδιού του από τον Οδυσσέα. Ο Πρίαμος αποφασίζει τελικά να εξαγοράσει τη συγκατάθεσή της, δωροδοκώντας την με ένα κλήμα με σταφύλια και φύλλα από χρυσάφι, φτιαγμένο από τα χέρια του Ήφαιστου. Έτσι έρχεται στην Τροία ο Ευρύπυλος με πολύ στρατό. Διακρίνεται στις μάχες με τους Αχαιούς σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς. Τελικά μονομαχεί με τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος τον σκοτώνει με το κοντάρι του ύστερα από σφοδρή σύγκρουση.

ΤΟ ΠΑΛΛΑΔΙΟ

Μαζί με τους χρησμούς για την άλωση της Τροίας ο Έλενος είχε αποκαλύψει στους Αχαιούς ότι η Τροία δε θα έπεφτε στα χέρια τους, αν δεν απομάκρυναν από την πόλη το Παλλάδιο, το ξύλινο άγαλμα που βρισκόταν στο ναό της Παλλάδας Αθηνάς και προστάτευε την πόλη. Η κλοπή του Παλλάδιου ανατίθεται στον Οδυσσέα, που θεώρησε σκόπιμο να μπει πρώτα στην Τροία ως κατάσκοπος για κατόπτευση και συλλογή πληροφοριών. Για το σκοπό αυτόν βάζει να τον κακοποιήσουν, ντύνεται με κουρέλια και μπαίνει στην Τροία. Εμφανίζεται μπροστά στους Τρώες ρακένδυτος και ελεεινός, ζητώντας προστασία από τους Αχαιούς που τον είχαν καταντήσει έτσι. Κανείς δε φαίνεται να τον αναγνωρίζει, εκτός ίσως από την Ελένη, που με σειρά έξυπνων ερωτήσεων προσπαθεί να ανιχνεύσει στοιχεία για την πραγματική του ταυτότητα ή ιδιότητα.

Ο Οδυσσέας με έξυπνες απαντήσεις καταφέρνει να μην προδοθεί. Τότε η Ελένη ζητά από τους Τρώες να πάρει στο σπίτι της τον κακόμοιρο αυτόν άνθρωπο για να τον φροντίσει. Εκεί μαθαίνει η Ελένη τα σχέδια των Αχαιών για την άλωση της Τροίας, αφού πρώτα ορκίστηκε ότι δε θα τον προδώσει. Στη συνέχεια, τον βοηθά να μάθει όσα ήθελε και ο Οδυσσέας, αφού σκοτώνει τους σκοπούς που φρουρούσαν τις πύλες, γυρίζει στο στρατόπεδο των Αχαιών σώος και αβλαβής.

Τώρα που έχει κατατοπιστεί στους δρόμους της πόλης ο Οδυσσέας, ξαναμπαίνει στην πόλη από έναν υπόνομο μαζί με τον Διομήδη, φτάνουν στο ναό, σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν το Παλλάδιο και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Καθώς περπατάνε, ζητά ο Οδυσσέας από τον Διομήδη το Παλλάδιο, για να το μεταφέρει εκείνος στο στρατόπεδο και να δοξαστεί από τους Αχαιούς. Ο Διομήδης αρνείται, κάνοντας προφανώς την ίδια σκέψη. Τότε ο Οδυσσέας, που βρίσκεται πίσω από τον Διομήδη, σηκώνει το σπαθί του για τον σκοτώσει. Ο Διομήδης αντιλαμβάνεται το σπαθί και γυρίζει να τον αντιμετωπίσει. Καθώς είναι πιο δυνατός, τον νικά και συνεχίζουν το δρόμο τους, ο Οδυσσέας μπροστά και ο Διομήδης πίσω με το σπαθί στο ένα χέρι και το Παλλάδιο στο άλλο. Το περιστατικό φαίνεται πως το αποσιώπησαν και οι δυο ήρωες, γιατί δε γίνεται περισσότερος λόγος γι' αυτό.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ

12
ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

Προτού αρπάξουν οι Αχαιοί το Παλλάδιο από την Τροία, συμβούλεψε η Αθηνά τον Οδυσσέα να αναθέσει στον Επειό την κατασκευή ενός τεράστιου ξύλινου αλόγου. Το άλογο αυτό έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Δούρειος Ίππος. Και πράγματι, ο Επειός, χρησιμοποιώντας ξυλεία από το γειτονικό βουνό Ίδα, κατάφερε να κατασκευάσει ένα ξύλινο άλογο τεράστιων διαστάσεων με κρυφά ανοίγματα δεξιά και αριστερά, στο εσωτερικό του οποίου χωρούσαν περίπου τρεις χιλιάδες ένοπλοι.

Τώρα που οι Αχαιοί έχουν το Παλλάδιο στην κατοχή τους και η Τροία είναι απροστάτευτη, μπορούν επιτέλους να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Σκαλίζουν αρχικά πάνω στον Δούρειο Ίππο την επιγραφή "Έλληνες Αθηνά χαριστήριον" και στη συνέχεια μπαίνουν μέσα του οι πιο αντρειωμένοι από τους Αχαιούς ήρωες, ο Οδυσσέας, ο Διομήδης, ο Μενέλαος, ο Αίας ο Λοκρός, ο Νεοπτόλεμος, ο Τεύκρος, ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης και φυσικά ο Επειός, που ξέρει να ανοίγει τα κρυφά ανοίγματα. Για όλους αυτούς που κλείνονται μέσα στο ξύλινο κατασκεύασμα ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά μεγάλος. Αν οι Τρώες τους ανακαλύψουν, δε θα υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα σωτηρίας. Το διακινδυνεύουν όμως για να επιτευχθεί ο κοινός σκοπός. Μόλις ολοκληρώνεται η επιβίβασή τους στον Δούρειο Ίππο, βάζουν φωτιά στις σκηνές τους οι υπόλοιποι, σέρνουν τα καράβια τους στη θάλασσα, ανεβαίνουν επάνω σ' αυτά και εγκαταλείπουν το ακρογιάλι της Τροίας. Καταπλέουν στην Τένεδο, σ' ένα σημείο της που δε φαίνεται από την Τροία. Πίσω τους αφήνουν μόνο ένα συγγενή του Οδυσσέα, τον Σίνωνα, που θα προσπαθήσει την επόμενη μέρα να παραπλανήσει τους Τρώες.

Όταν έρχεται το άλλο πρωί, οι Τρώες δεν πιστεύουν στα μάτια τους.

Από τα τείχη βλέπουν τις ρημαγμένες σκηνές, το άδειο στρατόπεδο και δεν μπορούν να καταλάβουν τι γίνεται. Προσεκτικά βγαίνουν από την πόλη, αλλά μένουν στην αρχή κοντά στα τείχη, φοβούμενοι ότι οι Αχαιοί θα ξεφυτρώσουν μπροστά τους από στιγμή σε στιγμή. Δε συμβαίνει όμως αυτό, ξεπερνούν τους δισταγμούς τους, ξεθαρρεύουν και μπαίνουν στο πυρπολημένο στρατόπεδο των Αχαιών. Δεν αργούν να ανακαλύψουν και τον Δούρειο Ίππο, που φαίνεται να είναι το μοναδικό πράγμα που έχουν αφήσει οι Αχαιοί πίσω τους. Η ανάγνωση της επιγραφής που βρίσκεται πάνω του οδηγεί αρκετούς στο συμπέρασμα πως πρέπει να μεταφέρουν το ξύλινο αυτό αφιέρωμα μέσα στην πόλη. Μερικοί όμως δε φαίνεται να πείθονται και διαφωνούν, ζητώντας να ελέγξουν το περιεχόμενο του κατασκευάσματος, ενώ άλλοι πιο δύσπιστοι θέλουν να το πετάξουν κατευθείαν στον γκρεμό.

Εκείνη τη στιγμή καταφθάνουν μερικοί Τρώες σέρνοντας μαζί τους έναν αιχμάλωτο, που δεν είναι άλλος από τον Σίνωνα. Εκείνος, προετοιμασμένος καλά για την ανάκριση που ακολουθεί, αρχίζει να διηγείται την πλαστή ιστορία του, με σκοπό να ξεγελάσει τους Τρώες.

Ο ίδιος είναι, λέει, συγγενής του Παλαμήδη, του πιο τιμημένου ήρωα ανάμεσα στους Αχαιούς, που με την επινοητικότητα και την παλικαριά του είχε βγάλει τους Αχαιούς από δύσκολη θέση σε πολλές περιπτώσεις. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι τον σκότωσαν μετά από την πλεκτάνη που του έστησε ο Οδυσσέας. Και ο ίδιος έπεσε σε δυσμένεια, γιατί δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για το φόνο του συγγενή του και την επιθυμία του να εκδικηθεί τους Αχαιούς για την άδικη απόφασή τους. Ιδιαίτερα ο Οδυσσέας δεν τον άφηνε σε ησυχία. Ευτυχώς όμως για τον ίδιο τον Σίνωνα, οι Αχαιοί είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρότερα προβλήματα, καθώς ο Οδυσσέας και ο Διομήδης είχαν εξοργίσει την Αθηνά με την ανόσια πράξη τους να πιάσουν το Παλλάδιο με χέρια μολυσμένα από το φόνο των φρουρών του ναού της στην Τροία. Μόλις το έφεραν στο στρατόπεδο των Αχαιών, εκείνο αναπήδησε τρεις φορές βγάζοντας φλόγες από τα μάτια.

Οι χρησμοί του μάντη Κάλχα για την εξήγηση του φαινομένου αυτού ήταν σαφείς. Η Αθηνά δεν προστάτευε πια τους Αχαιούς, έπρεπε να διακόψουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Πριν όμως από την αναχώρησή τους κατασκεύασαν ένα ξύλινο αφιέρωμα προς τιμή της θεάς για να την εξευμενίσουν. Ήταν επίτηδες τεράστιο, για να μην το πάρουν οι Τρώες μέσα στην πόλη στη θέση του Παλλάδιου. Αν όμως το κατέστρεφαν, θα προκαλούσαν εκείνοι την οργή της θεάς.

Έκαναν οι Αχαιοί τις απαραίτητες προετοιμασίες για τον απόπλου, συνέχισε ο Σίνωνας, η κακοκαιρία όμως δεν τους επέτρεπε να φύγουν. Έστειλαν τότε τον Ευρύπυλο στο μαντείο των Δελφών, ο οποίος γύρισε με την απάντηση πως έπρεπε να κάνουν ανθρωποθυσία, όπως στην Αυλίδα, για να εξασφαλίσουν ευνοϊκούς ανέμους, χωρίς όμως να καθορίζει το μαντείο ποιος έπρεπε να είναι το θύμα. Μπροστά στο νέο αυτό αδιέξοδο όλοι στράφηκαν προς τον Κάλχα, που αρχικά δήλωσε πως ούτε κι αυτός ήξερε.

Αργότερα όμως, σε συνεννόηση προφανώς με τον Οδυσσέα, που ήθελε να εξοντώσει τον εχθρό του, υπέδειξε τον Σίνωνα. Εκείνος όμως κατάφερε να ξεφύγει και να κρυφτεί ως τη στιγμή που οι Τρώες τον ανακάλυψαν και τον έφεραν εκεί, όπου τώρα τους διηγείται την πονεμένη ιστορία του. Και ο Σίνωνας τελειώνει την αφήγηση της ψεύτικης ιστορίας του, εκφράζοντας την ελπίδα πως θα τον λυπηθούν οι εχθροί μετά από όσα πέρασε από τους φίλους.

Οι Τρώες δεν μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους για όσα ακούνε, πεπεισμένοι απόλυτα ότι ο Σίνωνας λέει την αλήθεια. Κατευχαριστημένοι λοιπόν τον αφήνουν ελεύθερο και με ό,τι μέσο διαθέτουν αρχίζουν να σέρνουν τον Δούρειο Ίππο προς την Τροία, θέλοντας να βρεθούν υπό την προστασία της Αθηνάς όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όταν διαπιστώνουν ότι είναι πολύ μεγάλος για να περάσει από τις Σκαιές Πύλες, γκρεμίζουν ένα κομμάτι από το τείχος και τον βάζουν μέσα στην πόλη. Καθώς προσπαθούν ν' αποφασίσουν ποια είναι η καλύτερη θέση για το αφιέρωμα, μάταια προσπαθεί η κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους, που κυριολεκτικά εγκυμονεί το κατασκεύασμα αυτό, δηλαδή για τους Αχαιούς που βρίσκονται μέσα. Οι Τρώες όμως μένουν αμετάπειστοι και τοποθετούν τελικά τον Δούρειο Ίππο στην ακρόπολή τους, τα Πέργαμα.

Μια τελευταία προσπάθεια να προειδοποιήσει τους Τρώες κάνει ο θείος του Αινεία και ιερέας του Απόλλωνα στη Θύμβρα, ο Λαοκόοντας, που χτυπά τον Δούρειο Ίππο με το κοντάρι του στην κοιλιά ξεσηκώνοντας νέους δισταγμούς. Οι περισσότεροι Τρώες όμως έχουν πια πειστεί για την ορθότητα της απόφασής τους και οι επιφυλάξεις του Λαοκόοντα πέφτουν στο κενό. Τότε ο ιερέας πηγαίνει με τους δυο γιους του στην παραλία για να θυσιάσει έναν ταύρο στον Ποσειδώνα. Εκεί βρίσκει όμως φριχτό θάνατο μαζί με τον ένα γιο του από δυο πελώρια φίδια, που βγαίνουν από τη θάλασσα και τους κατασπαράζουν. Ο θάνατος του Λαοκόοντα παραμερίζει και τους τελευταίους δισταγμούς, καθώς οι Τρώες τον ερμηνεύουν ως τιμωρία για την ασέβειά του να χτυπήσει με το κοντάρι το αφιέρωμα στην Αθηνά. Έτσι ρίχνονται όλοι στα γλέντια για τη λήξη του πολέμου.

Τα γλέντια συνεχίζονται όλη τη μέρα και, καθώς φτάνει η νύχτα, αρχίζουν να αποσύρονται σιγά σιγά οι Τρώες στα σπίτια τους ζαλισμένοι από το κρασί και κατάκοποι από τις διασκεδάσεις και τις συγκινήσεις της ημέρας. Σε λίγο όλοι κοιμούνται βαθιά, εκτός από την Ελένη και τον καινούριο της σύζυγο, τον Δηίφοβο. Οι δυο αυτοί έχουν βάσιμες υποψίες πως στο εσωτερικό του ξύλινου κατασκευάσματος βρίσκονται Αχαιοί. Για να διαπιστωθεί αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι, αποφασίζει η Ελένη να χρησιμοποιήσει τη μαγική τέχνη που κατέχει και το χάρισμα να μιμείται τη φωνή όποιας γυναίκας ήθελε, το οποίο της έδωσε ως γαμήλιο δώρο η Αφροδίτη τη μέρα του γάμου της με τον Μενέλαο.

Συνοδευόμενη λοιπόν από τον άντρα της, φτάνει η Ελένη στην ακρόπολη και πλησιάζει τον Δούρειο Ίππο. Κάνει τρεις φορές το γύρο του ακουμπώντας τον με μαγικό τρόπο, για να αδρανήσουν οι ψυχικές δυνάμεις των κρυμμένων Αχαιών και να επιβάλει εκείνη τη δική της θέληση.

Στη συνέχεια αρχίζει να μιλάει διαδοχικά με τον κάθε ήρωα ξεχωριστά, σαν να ήταν μπροστά της, μιμούμενη τη φωνή της γυναίκας του καθενός. Στο εσωτερικό του Δούρειου Ίππου η κατάσταση είναι φοβερή. Οι γυναίκες τους, που χρόνια τώρα νοσταλγούν να δουν και ν' αγκαλιάσουν, είναι εκεί. Πρέπει να είναι εκεί, αφού ακούγονται οι φωνές. Το μόνο που έχουν να κάνουν, είναι να βγουν έξω, να τις πάρουν στην αγκαλιά τους και να πάνε στα σπίτια τους, να ξεχάσουν πια αυτόν τον αιματηρό και άθλιο πόλεμο.

Αρκετοί από τους Αχαιούς ήρωες κοντεύουν να ξεγελαστούν, σηκώνονται να ανταποκριθούν στο κάλεσμα, ο Οδυσσέας όμως με μια χειρονομία, με ένα σκούντημα με τον αγκώνα τους επαναφέρει στην πραγματικότητα. Και όταν ένας Αχαιός, ο Αντικλος, θέλει οπωσδήποτε να βγει έξω, τον αρπάζει ο Οδυσσέας, του φιμώνει το στόμα και τον ακινητοποιεί μέχρι να απομακρυνθούν επιτέλους η Ελένη και ο Δηίφοβος με την παρέμβαση της Αθηνάς.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ

13
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ

Και πράγματι, ο στόλος των Αχαιών, που ήταν σε ετοιμότητα, αρχίζει να αρμενίζει αμέσως και γρήγορα προσαράζει στο ακρογιάλι της Τροίας. Και ενώ οι Αχαιοί αποβιβάζονται στη στεριά, ο Οδυσσέας δίνει το σύνθημα να ανοίξουν τα κρυφά ανοίγματα του Δούρειου Ίππου.

Αρχίζουν τότε οι κρυμμένοι Αχαιοί να κατεβαίνουν με σκοινιά, με εξαίρεση τον άτυχο Εχίονα, που δεν πρόλαβε να πιαστεί από σκοινί, με αποτέλεσμα να πέσει από ψηλά και να σκοτωθεί. Μόλις πατούν οι υπόλοιποι το πόδι τους στο έδαφος, μοιράζονται σε ομάδες και ανοίγουν όλες τις πύλες του κάστρου της πόλης, ενώ τα πρώτα τμήματα του κύριου σώματος του στρατού των Αχαιών ήδη καταφτάνουν από την ακρογιαλιά.

Έτσι αρχίζει η σφαγή. Η αντίσταση των Τρώων είναι μηδαμινή, καθώς οι Αχαιοί τους πιάνουν κυριολεκτικά στον ύπνο και τους σφάζουν ανελέητα. Μεταξύ άλλων ο Διομήδης σκοτώνει έναν από τους σημαντικούς συμμάχους των Τρώων, τον Κόροιβο, που θα παντρευόταν την Κασσάνδρα. Ο Φιλοκτήτης σκοτώνει τον Αδμητο, γιο του Αυγεία.

Ο Νεοπτόλεμος μπαίνει στο παλάτι του Πρίαμου και μονομαχεί με τον Αγήνορα, το γιο του Αντήνορα, τον οποίο σκοτώνει. Στη συνέχεια αναζητά τον Πρίαμο, που έχει καταφύγει ικέτης στο βωμό του Έρκειου Δία. Τον βρίσκει εκεί μαζί με τη Λαοδίκη, τη γυναίκα του Ελικάονα. Τον αρπάζει και τον βγάζει έξω από το παλάτι, όπου τον σφάζει. Η Λαοδίκη χάνεται μέσα στη γη, πριν προλάβει ο Νεοπτόλεμος ν' αντιδράσει. Βρίσκει όμως και αιχμαλωτίζει τη γυναίκα του Έκτορα, την Ανδρομάχη, και το γιο τους, τον Αστυάνακτα. Και καθώς τους οδηγεί αιχμάλωτους στα πλοία, αρπάζει το παιδί και το πετά από τα τείχη στους βράχους. Έτσι, όλοι οι αρσενικοί απόγονοι του Πρίαμου είναι νεκροί, με εξαίρεση τον Έλενο. Η κόρη του Πρίαμου, η Κασσάνδρα, καταφεύγει στο βωμό της Αθηνάς. Εκεί τη βρίσκει ο Αίας ο Λοκρός, την αρπάζει και τη βιάζει μέσα στο ναό.

Για την ιερόσυλη αυτή πράξη του θα κινδυνέψει ο Αίας να σκοτωθεί με λιθοβολισμό από τους Αχαιούς αργότερα. Την ασέβεια του ήρωά τους προς τη θεά Αθηνά θα πληρώνουν όμως για χίλια χρόνια οι κάτοικοι των Λοκρών με φόρο αίματος. Στο μεταξύ ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας επιχειρούν επίθεση στο σπίτι του Δηίφοβου και της Ελένης. Γίνονται φοβερές συγκρούσεις, τελικά όμως επικρατούν οι Αχαιοί, καταλαμβάνουν το σπίτι και ο Μενέλαος σκοτώνει με τα ίδια του τα χέρια τον Δηίφοβο. Και ενώ είναι έτοιμος να σκοτώσει και την Ελένη, εκείνη γυμνώνει το στήθος της και του αποκαλύπτει τα θέλγητρά της για να τον ηρεμήσει. Τότε εκείνος υποκύπτει στην ξεχωριστή ομορφιά της, συμφιλιώνονται και την παίρνει μαζί του στα καράβια μαζί με τις σκλάβες της.

Μια από αυτές, η μητέρα του Θησέα, η Αίθρα, αναγνωρίζεται από τους εγγονούς της, τον Ακάμαντα και τον Δημοφώντα, που έχουν ακολουθήσει τους Αχαιούς στην τρωική εκστρατεία. Αργότερα οι δυο νέοι θα ζητήσουν την απελευθέρωση της γιαγιάς τους, πράγμα που θα γίνει με την παρέμβαση του Αγαμέμνονα. Απ' όλους τους Τρώες οι Αχαιοί δεν πειράζουν μόνο το δημογέροντα Αντήνορα και την οικογένειά του. Ο ίδιος ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας έχει διατάξει να βάλουν ένα κομμάτι δέρμα στην πόρτα του σπιτιού του για σημάδι, ώστε κανείς από τους Αχαιούς να μην επιτεθεί εκεί. Και όταν ο Οδυσσέας βρίσκει τραυματισμένο έναν από τους γιους του, τον Ελικάονα, τον μεταφέρει σε ασφαλές μέρος, ενώ, όταν αργότερα ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος αναγνωρίζουν μέσα στη μάχη έναν άλλο γιο του, τον Γλαύκο, τον αφήνουν να διαφύγει.

Ο μόνος άτυχος από την οικογένεια του Αντήνορα ήταν ο γιος του ο Αγήνορας, που σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο στο παλάτι του Πρίαμου. Σώθηκε επίσης και ο Αινείας που είχε καταφύγει με την οικογένειά του στην Ίδα πριν από την άλωση της Τροίας, επειδή θεώρησε κακό σημάδι το φριχτό θάνατο του θείου του Λαοκόοντα. Όταν πια οι σκοτωμοί τελείωσαν και οι λεηλασίες ολοκληρώθηκαν, βάζουν φωτιά οι Αχαιοί στην πόλη και την καταστρέφουν πέρα για πέρα. Στη συνέχεια μαζεύονται στον κάμπο μπροστά στα χαλάσματα της Τροίας και σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής αρχίζει η μοιρασιά των λαφύρων.

ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ

Πρώτα ξεδιαλέγουν οι Αχαιοί ηγεμόνες τα πιο εκλεκτά λάφυρα και τα μοιράζονται μεταξύ τους. Οι νικητές Αχαιοί παίρνουν και τις γυναίκες των νικημένων Τρώων. Μεταξύ άλλων ο Αγαμέμνονας παίρνει την κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα και ο Νεοπτόλεμος τη γυναίκα του Έκτορα Ανδρομάχη.

Λέγεται πως ο Οδυσσέας πήρε τη γυναίκα του Πρίαμου Εκάβη, ενώ σύμφωνα με άλλους η Εκάβη δεν μπόρεσε ν' αντέξει τις συμφορές που τη βρήκαν και μεταμορφώθηκε σε σκύλα και αμέσως μετά πέθανε. Ενταφιάστηκε σ' ένα σημείο απέναντι από την Τροία, που έγινε γνωστό με το όνομα "Κυνός σήμα" (τάφος της σκύλας).

Τα υπόλοιπα λάφυρα (οπλισμός, υφάσματα, τιμαλφή, σκεύη, γυναίκες, ζώα κλπ.) μοιράζονται στους απλούς στρατιώτες με κλήρο. Μόλις ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή της μοιρασιάς, έρχεται η σειρά του πιο αντρειωμένου Αχαιού, του νεκρού Αχιλλέα, να πάρει το μερτικό του από τα λάφυρα.

Η προσφορά του Αχιλλέα στον πόλεμο ήταν πολύ μεγάλη, γι' αυτό ο Οδυσσέας λέει πως πρέπει να του προσφέρουν ένα από τα πιο εκλεκτά λάφυρα. Προτείνει λοιπόν να θυσιάσουν στον τάφο του την κόρη του Πρίαμου Πολυξένη. Οι Αχαιοί συμφωνούν με την πρότασή του και αρχίζουν οι προετοιμασίες για τη θυσία, που θα γίνει στον τύμβο του Αχιλλέα και του Πάτροκλου από τον Νεοπτόλεμο μπροστά σ' όλους τους Αχαιούς.

Και πραγματικά η Πολυξένη πλησιάζει με αληθινή βασιλική αξιοπρέπεια στο χώρο της θυσίας, αρνείται κατηγορηματικά να την κρατήσουν, γονατίζει και δέχεται το θανάσιμο χτύπημα στο λαιμό από το σπαθί του γιου του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου. Οι Αχαιοί μένουν άφωνοι από συγκίνηση για τη γενναία στάση της κοπέλας και αποφασίζουν να κάψουν το νεκρό κορμί της με τιμές.

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Έτσι, οι Αχαιοί κυρίεψαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Τροία μετά από δεκάχρονη πολιορκία. Οι νικητές όμως του Τρωικού πολέμου δεν είχαν τελικά καλύτερη τύχη από τους ηττημένους. Στη διάρκεια του πολέμου και στην άλωση της Τροίας είχαν διαπράξει οι Αχαιοί πολλές ασέβειες, όπως βιασμούς παρθένων, πυρπολήσεις ναών και βωμών, συλήσεις τάφων κλπ. Με τα ανοσιουργήματα αυτά είχαν προκαλέσει την οργή των θεών, οι οποίοι θα τιμωρήσουν τους βλάσφημους Αχαιούς στο ταξίδι του γυρισμού ή και μετά την επάνοδό τους στην πατρίδα.

Ο Οδυσσέας θα περιπλανηθεί για δέκα χρόνια σε αφιλόξενες και άγνωστες περιοχές, για να φτάσει τελικά στην πατρίδα του μόνος και αγνώριστος, όπου θα βρει τη γυναίκα του, την Πηνελόπη, περιστοιχισμένη από μνηστήρες που κατέτρωγαν το βιος του. Το δεύτερο μεγάλο αριστούργημα του Όμηρου ΟΔΥΣΣΕΙΑ μας περιγράφει τις περιπέτειες του Και άλλοι όμως από τους Αχαιούς θα περιπλανηθούν για πολλά χρόνια, πριν τελικά φτάσουν στην πατρίδα, όπως ο Μενέλαος, ενώ άλλοι δε θα μπορέσουν να γυρίσουν στην πατρίδα τους, επειδή βρήκαν οικτρό θάνατο στις περιπλανήσεις τους, όπως ο Αίας ο Λοκρός. Αλλοι πάλι, ενώ καταφέρνουν να γυρίσουν στα σπίτια τους, συναντούν την εχθρότητα των δικών τους, όπως ο Αγαμέμνονας, που σκοτώνεται από τη σύζυγό του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της τον Αίγισθο, και ο Τεύκρος ο Τελαμώνιος, που αναγκάζεται να καταφύγει σε ξένες χώρες και να γίνει ο οικιστής της Σαλαμίνας στην Κύπρο. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατάφεραν να γυρίσουν στα σπίτια τους χωρίς πολλές δυσκολίες, όπως ο Νέστορας και ο Νεοπτόλεμος.

Αυτός ήταν ο Τρωικός πόλεμος που τόσο ταλαιπώρησε Αχαιούς και Τρώες. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως μετά τις ανασκαφές του ΕΒΑΝΣ που ανακάλυψε τα ερείπια της Τροίας το έπος αυτό έφυγε πλέων από τη μυθολογική του μορφή και πέρασε στην ιστορική.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελληνική Γραμματεία”