Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη - Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

1
Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη

(Σειρά μαθημάτων σέ βιβλική ὁμάδα νέων καί νεανίδων)

Μάθημα 1ο (Ματθ. 1,1)

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

Μέ τήν σημερινή μας συνάντηση, ἀγαπητοί μου φίλοι, κάνουμε ἀρχή ὀλίγων μόνο μαθημάτων, μέ τά ὁποῖα θέλω νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι, ἄν δέν γνωρίζετε τήν Παλαιά Διαθήκη, δέν θά μπορέσετε νά κατανοήσετε τήν Καινή Διαθήκη.
Ἄρα εἶναι λάθος αὐτό πού λέγουν πολλοί στήν σημερινή μας ἐποχή, ὅτι δέν χρειάζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη καί φτάνει ἡ Καινή.


Ἀλλά δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τήν Καινή Διαθήκη χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη. Αὐτό θά φαίνεται κάθε φορά στά μαθήματά μας ἐδῶ. Στήν νέα αὐτή σειρά τῶν μαθημάτων θά ἔχω ὡς βάση τόν ὡραῖο λόγο τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ὅτι «ἡ Καινή Διαθήκη κρύβεται στήν Παλαιά· καί ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀνοίγεται στήν Καινή». Ἐπειδή θεωρῶ σημαντικό τόν λόγο αὐτόν, σᾶς τόν λέγω καί ὅπως τόν εἶπε ὁ ἱερός πατέρας στήν λατινική γλώσσα καί ἀπαιτῶ νά τόν μάθετε ἀπέξω: «ΝovumTestamentum in Vetere latet, Vetus Testamentum
in Novo patet» (Αὐγουστίνου ἐρώτ. 73 στήν Ἔξοδο).

Τήν ἀλήθεια ὅτι χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ Καινή Διαθήκη θά τήν ἀποδείξω μόνο ἀπό τό 1ο κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου.

Αὐτό βέβαια μπορεῖ νά τό κάνει κανείς σέ ὅλο τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο καί σέ ὅλα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐπειδή εἶστε καί θεολόγοι μερικοί ἐδῶ σᾶς δίνω μία σπουδαία βιβλική ἐργασία: Νά πάρετε ἕνα-ἕνα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί νά βρεῖτε ποῦ σ᾽ αὐτά ἀπαντῶνται χωρία ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί νά ἐξετάσετε γιά ποιό λόγο τά χωρία αὐτά ἀναφέρονται στόν συγκεκριμένο στίχ. τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Στήν ἐργασία σας αὐτή μαζί μέ τά καθαρῶς παλαιοδιαθηκικά χωρία τά ἀναφερόμενα στήν Καινή Διαθήκη νά βρεῖτε καί τίς παλαιοδιαθηκικές ἔννοιες καί ἰδέες τίς ἀναφερόμενες σ᾽ αὐτήν.

Εἶναι πολύ σπουδαία ἡ ἐργασία αὐτή καί θά σᾶς δώσει τήν γνώση τῆς Βίβλου, καί τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἐμεῖς ἐδῶ, ὅπως εἴπαμε, θά ἀποδείξουμε τήν ἀλήθεια ὅτι χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη δέν μποροῦμε νά νοήσουμε τήν Καινή Διαθήκη ἀπό τήν μελέτη τοῦ 1ου κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Διαβάζω τόν πρῶτο στίχο:«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαβίδ υἱοῦ Ἀβραάμ» (1,1).

1. Ἔτσι ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιό του ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος θέλοντας νά περιγράψει τήν γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ἡ ἴδια ἡ γενεαλογία, ἀλλά καί ἡ ἀρχή της, μᾶς φέρει στήν Παλαιά Διαθήκη. Στό πρῶτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στήν Γένεση, θέλοντας ὁ ἱερός συγγραφεύς νά ἐξιστορήσει τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, γράφει: «Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως (Ἑβρ. t/dl]/T, «τωλεδώθ») οὐρανοῦ
καί γῆς» (2,4). Καί θέλοντας πάλι νά ὁμιλήσει γιά τήν γενεαλογία τοῦ Ἀδάμ λέγει ὁμοίως: «Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως (Ἑβρ. t/dl]/T, «τωλεδώθ») ἀνθρώπων» (5,1).
Εἶναι φανερό λοιπόν ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀρχίζοντας τό Εὐαγγέλιό του ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν τήν Παλαιά Διαθήκη.

2. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό χωρίο πού παραθέτουμε ὀνομάζει ἀπό τήν ἀρχή τόν Ἰησοῦ «Χριστό». Καί γιά νά ἐννοήσουμε τήν ἔκφραση αὐτή πρέπει πάλι νά ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν τήν Παλαιά Διαθήκη. Στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἀρχιερεύς (Ἐξ. 30,30), ὁ βασιλεύς (Β´ Βασ. 5,3. Βλ. Α´ Βασ. 24,6) καί οἱ Προφῆτες ἐχρίοντο, ὅταν ἀνελάμβαναν τά ἱερά τους καθήκοντα καί ἦταν λοιπόν
καί ἐλέγοντο «χριστοί» (Λευιτ. 4,3. Α´ Βασ. 24,6. Α´ Παραλ. 16,21.22).
Ὁ ὅρος «χριστός» ἁρμόζει κυρίως στόν Μεσσία· γιατί ὁ Μεσσίας ἀφοῦ εἶναι ὁ Λυτρωτής τῆς ἀνθρωπότητος (Ἠσ. 61,1. Δαν. 9,25.26), εἶναι καί ὁ μοναδικός χρισθείς ἀπό τόν Θεό, ὡς Προφήτης (Δευτ. 18,15), ὡς Ἀρχιερεύς (Ζαχ. 6,11-14) καί ὡς Βασιλεύς (Ἠσ. 9,6.7).
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος παρουσιάζει ἀπό τήν ἀρχή τόν Ἰησοῦ ὡς Μεσσία, τόν Ὁποῖον ἀνέμεναν οἱ Ἰουδαῖοι καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί ἄς μή ζητοῦν λοιπόν ἄλλον. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός πράγματι εἶναι Προφήτης, γιατί ἔφερε τήν τέλεια ἀποκάλυψη· εἶναι Ἀρχιερεύς, γιατί πρόσφερε τόν Ἑαυτό Του θυσία
στόν Θεό γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί εἶναι Βασιλεύς, γιατί μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό κράτος τοῦ Σατανᾶ καί μᾶς ἔκανε πολίτες τῆς δικῆς Του Βασιλείας.

3. Ὁ Εὐαγγελιστής στό χωρίο πού παραθέτουμε ὀνομάζει τόν Ἰησοῦ Χριστό «υἱόν Δαυίδ, υἱόν Ἀβραάμ». Πρόκειται, ὡς γνωστόν, περί τῶν δύο μεγάλων προσωπικοτήτων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ καί τοῦ βασιλέως Δαυίδ. Γιά νά νοήσουμε τόν λόγο αὐτό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ πρέπει νά γνωρίζουμε τίς σχετικές προφητεῖες ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.

4. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν προφητευμένο ὅτι ὁ Μεσσίας θά κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα καί συγκεκριμένα ἀπό τό γένος τοῦ Δαυίδ. Ἤδη ὁ πατριάρχης Ἰακώβ εὐλογώντας τόν υἱό του Ἰούδα τοῦ εἶπε: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐάν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν» (Γεν. 49,10). Τό ἀντίστοιχο Ἑβρ. κείμενο τό τέλος τοῦ στίχ. αὐτοῦ τό ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Σηλώ, στόν ὁποῖο θά ὑπακούουν οἱ λαοί». Τό «Σηλώ» ἀναφέρεται ἐδῶ στόν Μεσσία καί σημαίνει «ὁ ἀπεσταλμένος».
Μέ τόν λόγο του αὐτόν ὁ γέροντας Ἰακώβ προφητεύει γιά τόν υἱό του Ἰούδα ὅτι θά ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἄρχων μεταξύ τῶν φυλῶν μέχρι τόν χρόνο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία.

Τήν ἀπό τοῦ Δαυίδ προέλευση τοῦ Μεσσία προφητεύουν ἤ ὑπαινίσσονται πολλά χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ἀναφέρουμε μερικά:

(α) Ὁ προφήτης Ἀμώς παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει: «Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀναστήσω τήν σκηνήν Δαυίδ τήν πεπτωκυῖαν καί ἀνοικοδομήσω τά πεπτωκότα αὐτῆς καί τά κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀναστήσω καί ἀνοικοδομήσω αὐτήν καθώς αἱ ἡμέραι τοῦ αἰῶνος» (9,11).


(β) Ὁ προφήτης Ὠσηέ, ἀφοῦ προφητεύει τήν ἐρήμωση τοῦ Ἰσραήλ, τήν στέρησή του ἀπό βασιλέα καί ἀπό ἱερέα, λέγει στήν συνέχεια: «Καί μετά ταῦτα ἐπιστρέψουσιν οἱ υἱοί Ἰσραήλ καί ἐπιζητήσουσι τόν Θεόν αὐτῶν καί Δαυίδ τόν βασιλέα αὐτῶν· καί ἐκστήσονται ἐπί τῷ Κυρίῳ καί ἐπί τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν» (3,5).
Στόν λόγο αὐτόν τοῦ προφήτου ἔχουμε ὑπαινιγμό τῆς ἐλεύσεως καλυτέρου μέλλοντος διά τοῦ Μεσσίου, καταγομένου ἐκ τοῦ Δαυίδ.


(γ) Ὁ προφήτης Ἠσαΐας προφητεύοντας τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσίου λέγει: «Ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται» (11,1).
Καί τό χωρίο αὐτό προφητεύει τήν ἀπό τοῦ Δαυίδ καταγωγή τοῦ Μεσσία, γιατί ὁ Ἰεσσαί ἦταν πατέρας τοῦ Δαυίδ.

(δ) Ὁ προφήτης Μιχαίας μιλώντας γιά τήν πατρίδα τοῦ Μεσσία λέγει: «Καί σύ, Βηθλεέμ, οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστός εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ καί αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (5,1). Γιά τήν ἀπό τοῦ Δαυίδ καταγωγή τοῦ Μεσσία ὁμιλεῖ καί τό χωρίο αὐτό, γιατί ἡ Βηθλεέμ ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ πατέρα τοῦ
Δαυίδ.

(ε) Ὁ προφήτης Ἰερεμίας ὁμιλώντας καί αὐτός γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία ἀπό τόν Δαυίδ λέγει: «Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καί ἀναστήσω τῷ Δαυίδ ἀνατολήν δικαίαν, καί βασιλεύσει βασιλεύς καί συνήσει καί ποιήσει κρίμα καί δικαιοσύνην ἐπί τῆς γῆς» (Ἰερ. 23,5). Καί ὁ ἴδιος προφήτης σέ μιά ἄλλη του ὡραία προφητεία, ἡ ὁποία ὅμως ὑπάρχει μόνο στό Ἑβρ. κείμενο, λέγει: «Τάς ἡμέρας ἐκείνας καί τόν καιρόν ἐκεῖνον θά ἀναβλαστήσω στόν Δαυίδ βλαστόν δικαιοσύνης καί θά ἐκτελέσει κρίσιν καί δικαιοσύνην στήν γῆ» (33,15).

(ς) Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ λέγει πάλι τήν ἑξῆς προφητεία:
«Καί ἀναστήσω ἐπ᾽ αὐτούς ποιμένα ἕνα καί ποιμανεῖ αὐτούς, τόν δοῦλόν μου Δαυίδ, καί ἔσται αὐτῶν ποιμήν· καί ἐγώ Κύριος ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καί Δαυίδ ἄρχων ἐν μέσῳ αὐτῶν· ἐγώ Κύριος ἐλάλησα. Καί διαθήσομαι τῷ Δαυίδ διαθήκην εἰρήνης καί ἀφανιῶ θηρία πονηρά ἀπό τῆς γῆς» (34,23-25).

Καί στήν προφητεία αὐτή ἔχουμε ὑπαινιγμό περί τοῦ Μεσσίου, προερχομένου ἐκ τοῦ Δαυίδ. Ὁμοίως ὁ ἴδιος προφήτης παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει: «Καί ὁ δοῦλός μου Δαυίδ ἄρχων ἐν μέσῳ αὐτῶν ἔσται ποιμήν εἷς πάντων» (37,24).


(ζ) Στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν ἀκοῦμε τόν Θεό νά λέγει: «Διεθέμην διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου, ὤμοσα Δαυίδ τῷ δούλῳ μου· ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τό σπέρμα σου καί οἰκοδομήσω εἰς γενεάν καί γενεάν τόν θρόνον σου» (88,5). Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Ψαλμωδοῦ ἁρμόζουν ἀσφαλῶς στόν Μεσσία καί ὄχι στόν Δαυίδ, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε.

Καί σέ ἄλλον ψαλμό διαβάζουμε: «Ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυίδ ἀλήθειαν καί οὐ μή ἀθετήσει αὐτήν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπί τοῦ θρόνου σου» (131,11). Ἡ προφητεία αὐτή εἶναι χριστολογική. Ὁμιλεῖ γιά τήν ἀπό τοῦ Δαυίδ καταγωγή τοῦ Μεσσία. Πράγματι, ὅπως λέγει ὁ ἑρμηνευτής Θεοδώρητος «τό τέλος τῆς ὑποσχέσεως ὁ Δεσπότης Χριστός ἐβεβαίωσε, τοῦ Δαυίδ κρατύνας τήν
βασιλείαν» (MPG 80,1908).

(η) Ἄλλη προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Μεσσίου καταγομένου ἐκ τοῦ Δαυίδ βλέπουμε εἰς Β´ Βασ. 7,12-16 (βλ. καί Α´ Παραλ. 17,11-14). Στήν περικοπή αὐτή ὁ Θεός ὑπόσχεται στόν Δαυίδ ὅτι μετά τόν θάνατό του θά ἀναδείξει ἀπ᾽ αὐτόν διάδοχο, κατ᾽ εὐθεῖαν ἀπόγονό του καί αὐτός θά διατηρήσει σταθερή τήν βασιλεία του, ἡ ὁποία θά εἶναι αἰώνιος: «Πιστωθήσεται ὁ οἶκος αὐτοῦ καί ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐνώπιον ἐμοῦ καί ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθωμένος εἰς τόν
αἰῶνα».
Ἔχουμε ἐδῶ πάλι καθαρά προφητεία περί τοῦ Μεσσίου, καταγομένου ἐκ
τοῦ Δαυίδ.

Τέλος, λέγομε ὅτι τήν ὀνομασία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς «υἱοῦ τοῦ Δαυίδ» τήν συναντοῦμε σέ πολλά σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης: Ματθ. 9,27. 12,23. 15,22. 20,30 ἑξ. 21,9.15. 22,42. Μάρκ. 10,47 ἑξ. 12,35. Λουκ. 18,38 ἑξ. 20,41. Ἰωάν. 7,42. Πράξ. 2,30. 13,23. Ρωμ. 1,3. Β´ Τιμ. 2,8. Ἑβρ. 7,14. Ἀπ. 5,5. 22,16. Βλ. καί Ἰωάν. 1,45.

Ἐπειδή λοιπόν οἱ προφητεῖες ἔλεγαν ὅτι ὁ Μεσσίας θά κατάγεται ἀπό τόν Δαυίδ, γι᾽ αὐτό καί οἱ Ἰουδαῖοι κρατοῦσαν στόν ναό τους ληξιαρχικά βιβλία, στά ὁποῖα καταγράφονταν ὅλοι κατά φυλές καί οἰκογένειες (βλ. π.χ. Α´ Ἔσδρ. 5,39).
Τά βιβλία αὐτά χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος γιά νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τῆς Μαρίας, τῆς μνηστῆς τοῦ Ἰωσήφ, κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα καί τήν οἰκογένεια τοῦ Δαυίδ, ὅτι δηλαδή ὁ Ἰησοῦς εἶναι «υἱός Δαυίδ» καί «υἱός Ἀβραάμ», ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἀναμενόμενο Μεσσία.

http://anavaseis.blogspot.gr/2012/07/1-11.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη - Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

2
Μάθημα 2ο (Ματθ. 1,2-17)

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

1. Ἀπό τήν προηγούμενή μας συνάντηση, ἀγαπητοί μου φίλοι, ἀρχίσαμε μία νέα σειρά μαθημάτων. Θά ἤθελα ἰδιαίτερα νά προσέξετε τά μαθήματα αὐτά, γιατί ἀπαντοῦν σέ μιά αἵρεση πού ἀκούγεται στήν ἐποχή μας, ὅτι τάχα δέν χρειάζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅτι εἶναι βιβλίο τῶν Ἑβραίων καί ὅτι, τέλος πάντων, ἐμεῖς ἀνήκουμε στήν Καινή Διαθήκη καί δέν πρέπει νά διαβάζουμε τήν Παλαιά.

Τήν εἶπα αἵρεση, ἀγαπητοί μου, τήν ἀντίληψη αὐτή καί μάλιστα ὅτι εἶναι παραπάνω ἀπό αἵρεση, διότι ἡ βλάσφημη αὐτή ἀντίληψη ἀπορρίπτει ὅλο τό πρῶτο τμῆμα τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Τό πόσο μεγάλη εἶναι ἡ πλάνη αὐτή θά φανεῖ στήν σειρά τῶν μαθημάτων μας ἐδῶ. Στά μαθήματά μας, πού παρακαλῶ νά τά παρακολουθεῖτε χωρίς ἀπουσίες, θά ἀποδείξουμε ὅτι χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἡ Καινή Διαθήκη· ὅτι χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη δέν μποροῦμε νά νοήσουμε καθόλου τήν Καινή Διαθήκη. Τό καταλάβατε αὐτό ἀπό τό προηγούμενο μάθημα.

Ὁ 1ος στίχος τοῦ α´ κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυίδ, υἱοῦ Ἀβραάμ», δέν μπορεῖ καθόλου, μά καθόλου δέν μπορεῖ νά γίνει κατανοητός, ἄν δέν γνωρίζει κανείς τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπου ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας καλεῖται «Υἱός τοῦ Δαυίδ».
Τά εἴπαμε αὐτά διά πολλῶν στό προηγούμενο μάθημα. Προχωροῦμε σήμερα τήν μελέτη μας στό κεφάλαιο αὐτό τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου.

2. Οἱ Ἰουδαῖοι, εἴπαμε στό προηγούμενο μάθημα, γιά νά διαπιστώσουν τόν πραγματικό Μεσσία (γιατί ἐμφανίζονταν καί ψευδο-μεσσίες), κρατοῦσαν στόν ναό τους ληξιαρχικά βιβλία, ἀπ᾽ ὅπου φαινόταν, ἄν ὁ ἀκουόμενος ὡς Μεσσίας κατάγεται ἀπό τόν Δαυίδ, ὅπως τό ἔλεγαν οἱ προφῆτες. Αὐτά τά βιβλία χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό α´ κεφ. τοῦ Εὐαγγελίου του.
Ὁ Εὐαγγελιστής μᾶς παρουσιάζει ἕνα γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τόν κατάλογο αὐτόν δέν μποροῦμε καθόλου νά τόν νοήσουμε, ἄν δέν γνωρίζουμε Παλαιά Διαθήκη. Αὐτό εἶναι τό θέμα τῶν μαθημάτων μας: Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη.
Ὅτι εἶναι ἀκατανόητη ἡ Καινή Διαθήκη σέ ἐκεῖνον πού ἀπορρίπτει τήν Παλαιά Διαθήκη.

3. Ὁ γενεαλογικός κατάλογος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς τόν παρουσιάζει ὁ Ματθαῖος, εἶναι σύντομος καί εἶναι καί εὐκολομνημόνευτος. Τέτοιους καταλόγους βρίσκουμε στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως π.χ. στό Β´ Ἔσδρ. 7,1.5. Αὐτός ὁ κατάλογος στό Β´ Ἔσδρ. ἦταν μιά ἐπαρκής ἀπόδειξη γιά τήν καταγωγή τοῦ Ἔσδρα ἀπό τόν Ἀαρών, σέ χρόνο πού ἄλλοι ἀποκλείστηκαν ἀπό τήν ἱερωσύνη, ἀκριβῶς γιατί δέν εἶχαν στοιχεῖα τῆς γενεαλογίας τους (βλ. Β´ Ἔσδρ. 2,62. Νεεμ. 7,64).

Γιά νά κάνει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος εὐκολομνημόνευτο τόν κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού παραθέτει, τόν χωρίζει σέ τρεῖς μεγάλες ἐποχές τῆς ἰουδαϊκῆς ἱστορίας μέ ἰσάριθμες γενεές ἡ κάθε ἐποχή. Ἡ πρώτη ἐποχή εἶναι ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τήν βασιλεία τοῦ Δαυίδ· εἶναι ἡ περίοδος τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Κριτῶν.
Ἡ δεύτερη ἐποχή εἶναι ἀπό τόν Δαυίδ μέχρι τήν αἰχμαλωσία στήν Βαβυλώνα. Εἶναι ἡ περίοδος τῆς βασιλείας. Καί ἡ τρίτη ἐποχή στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ματθαίου εἶναι ἀπό τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία μέχρι τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἀπολυταρχική περίοδος, δουλεία σέ ξένους δικτάτορες καί περίοδος ἁπλῶν βασιλικῶν ἀπογόνων.
Ὁρίστε, φαίνεται καθαρά! Ἄν δέν ἔχει κανείς ὑπ᾽ ὄψιν τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν μπορεῖ νά νοήσει τόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ματθαίου. Χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη δέν νοεῖται ἡ Καινή Διαθήκη!

4. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος χωρίζει, εἴπαμε, τήν γενεαλογία του σέ τρεῖς σειρές, ἀπό δεκατέσσερα ὀνόματα τήν κάθε σειρά. Ὅλα δηλαδή τά ὀνόματα τοῦ καταλόγου του εἶναι 14 X 3 = 42. Ἀλλά γιατί τά ὀνόματα τῆς κάθε σειρᾶς εἶναι δεκατέσσερα;
Καί ἐδῶ πάλι γιά νά ἀπαντήσουμε, χρειάζεται νά γνωρίζουμε Παλαιά Διαθήκη. Δόθηκαν τρεῖς ἀπαντήσεις στό γιατί ὁ Ματθαῖος κάνει δεκατέσσερα τά ὀνόματα τῆς κάθε σειρᾶς τοῦ καταλόγου του· καί οἱ τρεῖς αὐτές ἀπαντήσεις εἶναι βεβαίως ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.
(α) Στήν Παλαιά Διαθήκη τονίζεται ἐπανειλημμένως ὁ ἀριθμός ἑπτά. Βλ. Ἰησ. Ν. κεφ. 6. Ἐξ. 25,30-40.
Λευιτ. 4,6.17. 8,11 κ.ἄ. Τό δεκατέσσερα εἶναι διπλάσιο τοῦ ἑπτά. Κάνει δηλαδή ὁ εὐαγγελιστής δεκατέσσερα τά ὀνόματα τῆς κάθε σειρᾶς, γιατί θέλει νά ἐξάρει τόν ἀριθμό ἑπτά.
Δέν νομίζουμε ὅτι εἶναι σωστή ἡ ἑρμηνεία αὐτή. Γιατί, ἄν ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἤθελε νά τονίσει τόν ἀριθμό ἑπτά, δέν θά παρέλειπε ἀπό τόν κατάλογό του μερικά ὀνόματα (πού παραλείπει) καί θά ἔκανε ἄλλο κατάλογο μέ ἑπτά σειρές (καί ὄχι τρεῖς) καί μέ ἑπτά ὀνόματα τήν κάθε σειρά.
Ἔτσι θά τονιζόταν ὁ ἀριθμός ἑπτά, ἄν εἶχε αὐτόν τόν σκοπό ὁ Εὐαγγελιστής.
Δέν τό κάνει ὅμως αὐτό καί ἄρα δέν ἔχει ὡς σκοπό του τόν τονισμό τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά.

(β)Ἄλλοι εἶπαν ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής προτιμάει τόν ἀριθμό δεκατέσσερα στήν κάθε σειρά τοῦ καταλόγου του, γιατί ὁ ἀριθμός αὐτός εἶναι ἡ ἀριθμητική ἀξία τῶν ἑβραϊκῶν γραμμάτων τοῦ ὀνόματος Δαυίδ (dwd: 4+6+4=14). Δέν φαίνεται καί αὐτή ἡ ἑρμηνεία ὡς σοβαρή.
(γ) Ὡς σωστή καί σοβαρή ἑρμηνεία στό γιατί ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει δεκατέσσερα ὀνόματα καί στίς τρεῖς σειρές τοῦ γενεαλογικοῦ του καταλόγου, εἶναι νά ποῦμε ὅτι: Κατά τήν περικοπή Α´ Παραλ. 1,1-
2,15 οἱ γενεές ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τόν Δαυίδ εἶναι πραγματικά δεκατέσσερις.
Ἐπειδή λοιπόν τόσες εἶναι οἱ γενεές τῆς πρώτης σειρᾶς, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ματθαῖος, γιά τό ὁμοιόμορφο καί τῶν τριῶν σειρῶν, ἀριθμεῖ καί τίς γενεές τῶν ἄλλων σειρῶν ὡς δεκατέσσερις.
Εἴδατε πόσο ἀπαιτεῖται ἡ γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τήν ἀπάντηση στό παραπάνω ἐρώτημα;

5. Στόν κατάλογο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου πού ἐξετάζουμε ὑπάρχει μιά δυσκολία στήν ἀρίθμηση τῶν γενεῶν, πού θέλω νά τήν θίξω, ἐπειδή ἡ λύση της ἀναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη, προϋποθέτει γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἶναι τό θέμα μας.
Τά ὀνόματα τῆς πρώτης καί τῆς δευτέρας σειρᾶς τοῦ καταλόγου τοῦ Ματθαίου εἶναι πραγματικά δεκατέσσερα. Τά ὀνόματα ὅμως τῆς τρίτης σειρᾶς, δηλαδή ἀπό τήν αἰχμαλωσία στήν Βαβυλώνα μέχρι τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι δεκατέσσερα, ἀλλά εἶναι δεκατρία.
Καί γράφουμε δεκατρία γιατί ὑπολογίζουμε δυό φορές τόν Ἰεχονία: Μιά φορά στόν στίχ. 1,11, γιατί αὐτός τερματίζει τήν περίοδο τῶν Βασιλέων, καί δεύτερη φορά στόν στίχ. 1,12, στήν ἀρχή τῆς
τρίτης σειρᾶς, γιατί αὐτός ἀνοίγει τούς ἁπλούς βασιλικούς ἀπογόνους.
Ἄν ὅμως δέν ὑπολογίσουμε τόν Ἰεχονία γιά δεύτερη φορά, τότε τά ὀνόματα τῆς τρίτης σειρᾶς γίνονται δώδεκα. Ἔτσι, ὡς δώδεκα, ὑπολογίζει τά ὀνόματα ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ρωτάει: «Γιατί στήν τελευταία σειρά ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει δώδεκα γενεές καί λέει ὅτι εἶναι δεκατέσσερις;» (Στό κατά Ματθαῖον ὁμιλ. Δ´ –ΕΠΕ 9,108,13-15. Βλ. καί Ὁμιλία Α´ στό κατά Ματθαῖον – ΕΠΕ 9,42.9-11).

Στό ἑρμηνευτικό αὐτό πρόβλημα δόθηκαν τρεῖς ἀπαντήσεις καί βέβαια, ξαναλέγω, γιά νά ἔλθω στό θέμα μου, πρέπει νά γνωρίζει κανείς Παλαιά Διαθήκη γιά νά ἀπαντήσει.
(α) Ὑποστηρίζουν μερικοί ὅτι στό ἀρχικό κείμενο, στόν στίχ. 11, ἐκεῖ ὅπου τώρα εἶναι τό ὄνομα Ἰεχονίας, ὑπῆρχε τό ὄνομα Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Ἰεχονία, ἀλλά ἐξέπεσε τό ὄνομα ἀπό τό κείμενο, λόγω τοῦ ὁμοήχου Ἰωακείμ-Ἰεχονίας.
Ἡ ἑρμηνεία αὐτή φαίνεται ὡς ἱκανοποιητική, γιατί μερικά χειρόγραφα καί μεταφράσεις μνημονεύουν πραγματικά στόν στίχ. 1,11 τόν Ἰωακείμ. Ἡ λύση αὐτή λύνει καί τήν ἄλλη δυσκολία τῆς ἔκφρασης τοῦ στίχ. 11 «τούς ἀδελφούς αὐτοῦ», γιατί ὁ Ἰεχονίας δέν εἶχε ἀδελφούς.
Ἄν ὅμως ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἔκφραση ἀναφέρεται στόν Ἰωακείμ (τόν πατέρα τοῦ Ἰεχονία), αὐτός πραγματικά εἶχε ἀδελφούς (βλ. Α´ Παραλ. 3,15).
Δέν γίνεται ὅμως δεκτή ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἀπό ἄλλους, γιατί ὁ Ἰωακείμ δέν ἀπήχθη στήν Βαβυλώνα αἰχμάλωτος, ὅπως προϋποθέτει ὁ στίχ. 11 γιά τόν μνημονευόμενο ἐκεῖ βασιλέα.
Κατ᾽ αὐτούς, ὁ Ματθαῖος παρέλειψε πραγματικά τό ὄνομα τοῦ Ἰωακείμ ἀπό τόν κατάλογό του καί ἡ παράλειψη αὐτή ἐξηγεῖται πιθανόν ἀπό τό ὅτι ὁ βασιλιάς αὐτός κράτησε τόν τίτλο του στήν χώρα του ἐξαρτώμενος ἀπό τόν Φαραώ τῆς Αἰγύπτου (βλ. Δ´ Βασ. 24,1 ἑξ.).

(β) Ὑποθέτουν ὅτι παραλείφθηκε ἕνα ὄνομα ἀπό τόν ἀντιγραφέα. Ἡ ὑπόθεση αὐτή ἔχει κάποια πιθανότητα, ἀφοῦ τά περισσότερα πρόσωπα τῆς τρίτης σειρᾶς εἶναι ἄγνωστα στήν ἱστορία. Τά ὑπάρχοντα ὅμως χειρόγραφα δέν ὑποστηρίζουν αὐτήν τήν ὑπόθεση.
(γ) Νομίζουμε ὅτι μία σοβαρή λύση τοῦ προβλήματος εἶναι νά προσθέσουμε στό τέλος τῆς τρίτης σειρᾶς τήν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, τήν Παρθένο Μαρία, ἡ Ὁποία καί μνημονεύεται.
Δέν ἀναφέρεται μέν ἡ γενεαλογία τῆς Παρθένου, ἀλλά, ἀφοῦ ὁ Εὐαγγελιστής τήν μνημονεύει στό τέλος τοῦ καταλόγου του μέ τήν φράση «Ἰωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας» (1,16) τήν κατατάσσει καί αὐτή στόν κατάλογο.
Γιά τήν ἑρμηνεία αὐτή νομίζουμε ὅτι ἔχουμε τήν στήριξη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος, στήν ἔκφραση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ «Ἰωσήφ, τόν ἄνδρα Μαρίας», λέγει: «... Δεικνύς (ὁ Ματθαῖος) ὅτι δι᾽ ἐκείνην καί τοῦτον ἐγενεαλόγησεν» (Στό κατά Ματθαῖον ὁμιλ. Δ´ – ΕΠΕ
9,114.19).
(δ) Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ὑπολογίζει τά ὀνόματα τῆς τρίτης σειρᾶς τοῦ καταλόγου σέ 12, τά κάνει 14 μέ τήν ἑξῆς εὐφυεστάτη ἑρμηνεία: Ὡς πρώτη γενεά τῆς τρίτης σειρᾶς νομίζει ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής ὑπολογίζει γενικά τόν χρόνο τῆς αἰχμαλωσίας καί ὡς 14η γενεά τόν
Ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό! «Ἐμοί ἐνταῦθα δοκεῖ καί τόν χρόνον τῆς αἰχμαλωσίας
ἐν τάξει γενεᾶς τιθέναι καί αὐτόν τόν Χριστόν πανταχόθεν συνάπτων ἡμῖν αὐτόν»
(Στό κατά Ματθαῖον ὁμιλ. Δ´ – ΕΠΕ 9,108.18-20).
Ἀλλά θά συνεχίσουμε στήν ἑπόμενη συνάντησή μας!
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη - Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

3
Μάθημα 3ο (Ματθ. 1,2-17)

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

1. Τά μαθήματα τῆς νέας σειρᾶς μας, ἀγαπητοί μου φίλοι, ἀναφέρονται στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. Καί θέλω νά ἀποδείξω ὅτι ὑπάρχει στενή σύνδεση μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν Διαθηκῶν, τόσο στενή, ὥστε νά μή μπορεῖ νά νοηθεῖ τό ἕνα βιβλίο χωρίς τό ἄλλο. Ἔπειτα, ἡ ἔκφραση «Παλαιά» Διαθήκη ὑπονοεῖ «Καινή» Διαθήκη καί ἡ ἔκφραση πάλι «Καινή Διαθήκη» προϋποθέτει ὑπάρχουσα
«Παλαιά» Διαθήκη.

Τόν σύνδεσμο αὐτόν τῶν δύο Διαθηκῶν τόν ἐκφράζει πολύ ὡραῖα μία περικοπή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού σᾶς τήν δίδω σέ χαρτί γραμμένη, γιά νά τήν μάθετε ἀπέξω. Ἔλεγε ὁ ἱερός πατήρ στά κηρύγματά του: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή.

Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται.
Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ»
(Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί Εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG 50,796Β).

Προσέξτε, φίλοι μου, τήν πατερική αὐτή περικοπή. Προσέξτε τό «πολλάκις εἶπον», πού λέγει. Δηλαδή τήν ἀλήθεια αὐτή, τήν στενή σχέση τῶν δύο Διαθηκῶν τήν ἔθιγε συχνά στό κήρυγμά του ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Γι᾽ αὐτό, ἐπειδή οἱ χριστιανοί τότε εἶχαν ἕναν τέτοιο ἱεροκήρυκα, πού τήν Καινή Διαθήκη τήν ἔλεγε συνέχεια καί ἐκπλήρωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν ἔφθαναν στό «χάλι» τῶν σημερινῶν χριστιανῶν νά λέγουν ὅτι δέν χρειάζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη!...

Στήν μελέτη μου στά ἔργα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου βρῆκα καί μιά ἄλλη παρόμοια ὡραία περικοπή περί τῆς στενῆς σχέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν, τήν ὁποία θέλω νά σᾶς τήν ἀναφέρω καί αὐτή. Ὁ ἱερός πατήρ ὁμιλεῖ καί γιά τήν μορφολογική ὁμοιότητα τῶν δύο Διαθηκῶν.
Σᾶς τήν γράφω στό ἴδιο χαρτί, πού γράφω καί τήν προηγούμενη:

«Ἀδελφαί γάρ αἱ δύο Διαθῆκαι, ἐξ ἑνός Πατρός τεθεῖσαι· διά τοῦτο καί συμφώνως τόν λόγον προφέρουσι· σχεδόν γάρ ἡ αὐτή εἰκών καί
ὁμοιότης ὑπάρχει.
Καί ὥσπερ ἐν ἀδελφαῖς ἐξ ἑνός πατρός γεγεννημέναις, πρόσεστι τῆς ὁμοιότητος τά ἰδιώματα, οὕτως ἐπειδή αἱ δύο Διαθῆκαι ἐξ ἑνός Πατρός ἐγεννήθησαν, πολλήν ἔχουσι τήν ἐμφέρειαν. Ἀμέλει καί ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ προηγεῖται νόμος καί ἀκολουθοῦσι προφῆται, καί ἐν τῇ νέᾳ χάριτι προηγεῖται τό
Εὐαγγέλιον καί ἀκολουθοῦσιν Ἀπόστολοι»
(Περί Δημιουργίας τοῦ κόσμου Ὁμιλία
Α´, γ. MPG 56,433).

2. Λέγαμε, ἀγαπητοί φίλοι, στό προηγούμενο μάθημά μας ὅτι δέν μποροῦμε νά νοήσουμε τήν Καινή Διαθήκη, ἄν δέν γνωρίζουμε τήν Παλαιά Διαθήκη. Καί ἀρχίσαμε, γιά νά ἀποδείξουμε τήν ἀλήθεια αὐτή, ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον.
Εἴμαστε στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ἀπό τόν ὁποῖο θέλει νά ἀποδείξει ὁ Εὐαγγελιστής ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τῆς Παρθένου Μαρίας, κατάγεται ἀπό τήν γενεά τοῦ Δαυίδ, καί ἄρα εἶναι ὁ πραγματικός Μεσσίας, γιατί οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔλεγαν ὅτι ὁ Μεσσίας θά
κατάγεται ἀπό τόν Δαυίδ.
Εἴδαμε στήν μελέτη μας αὐτή πόσο εἶναι ἀναγκαία ἡ γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μόνο Παλαιά Διαθήκη ἔχει τό κεφάλαιο αὐτό, γι᾽ αὐτό καί τό εἶπαν πολύ ὡραῖα ὡς συνδετικό τῶν δύο Διαθηκῶν, ὡς κεφάλαιο μεταβάσεως ἀπό τήν Παλαιά στήν Καινή Διαθήκη. Εἶναι μία συνοπτική ἱστορία
τοῦ Ἰσραήλ τό κεφάλαιο αὐτό.
Σχεδόν τελειώσαμε, γιά τόν σκοπό πού θέλουμε, τήν προηγούμενη μελέτη μας περί τοῦ γενεαλογικοῦ καταλόγου στό α´ κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου.
Ἀλλά στήν σημερινή μας συνάντηση θέλω νά θίξω καί μερικά ἄλλα συμπληρωματικά θέματα, σχετιζόμενα μέ τόν σκοπό τῆς μελέτης μας. Γιατί τά θέματα αὐτά προϋποθέτουν τήν γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

3. Γνωρίζουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι στούς γενεαλογικούς καταλόγους δέν ἀναφέρονταν γυναῖκες. Καί μόνο σάν ἐξαίρεση μποροῦμε νά βροῦμε στούς Ἑβραϊκούς καταλόγους ὀνόματα γυναικῶν. Στόν γενεαλογικό ὅμως κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ, βλέπουμε ὅτι ὁ Ματθαῖος πρωτοτυπεῖ, γιατί ἀναφέρει καί ὀνόματα γυναικῶν.
Ἀλλά βλέπουμε πάλι ὅτι σέβεται τήν γραμμή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί τίς γυναῖκες πού μνημονεύει, δέν τίς μνημονεύει ὡς ἀπαραίτητες γιά τήν γενεαλογία, ἀλλά τίς μνημονεύει «τυχαῖα», ἄς τοῦ ποῦμε ἔτσι.
Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναζητήσουμε τόν πνευματικό λόγο τῆς μνείας τῶν γυναικῶν
ἀπό τόν Ματθαῖο στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κατά πρῶτον πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι, ὅπως ξέρουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, καί οἱ τέσσερις μνημονευόμενες γυναῖκες, Θάμαρ, Ραχάβ, Ρούθ καί Βηρσαβεέ (βλ. στίχ. 3.5.6) εἶχαν ἐθνική καταγωγή.
Ἡ ἀναφορά λοιπόν τῶν γυναικῶν αὐτῶν στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Ματθαῖο θέλει νά ὑποδηλώσει ὅτι ὁ Μεσσίας ἀνῆκε καί στούς ἐθνικούς καί ὄχι μόνο στούς Ἰουδαίους, ὅπως τό ἤθελαν αὐτοί.
Στόν Ἰησοῦ Χριστό δέν ὑπάρχει διαφορά τοῦ Ἰουδαίου καί τοῦ Ἕλληνα (Γαλ. 3,28). Καί ἕνα ἄλλο θέλω νά πῶ, πού προϋποθέτει βέβαια γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Ἀπό τίς ἀναφερόμενες τέσσερις γυναῖκες, ἄν ἐξαιρέσουμε τήν Ρούθ, οἱ ἄλλες τρεῖς ἦταν γυναῖκες μέ ἁμαρτωλά σκάνδαλα. Ἕνας συνηθισμένος ἱστορικός θά ἀπέφευγε νά ἀναφέρει τίς γυναῖκες αὐτές ἀπό φόβο μήπως ἀμαυρωθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ Μεσσία, ἀλλά ὁ Ματθαῖος παρουσιάζει στό Εὐαγγέλιό του τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ἀληθινό Μεσσία, νά λέγει στούς Φαρισαίους ὅτι «δέν ἦλθε νά καλέσει δικαίους ἀλλά ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια» (9,31).


Μοῦ ἀρέσει ἐδῶ μία ὡραία περικοπή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τήν ὁποία σᾶς παραθέτω
σέ μετάφραση. Λέγει ὁ ἱερός Πατέρας: «Γι᾽ αὐτό ἀναφέρει τήν Ρούθ καί τήν Ραάβ, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μιά ἦταν ἀλλόφυλη, ἡ δέ ἄλλη πόρνη, γιά νά μάθεις ὅτι ἦλθε νά σβήσει τά ἁμαρτήματά μας. Ἦλθε σάν γιατρός, ὄχι σάν δικαστής.
Ὅπως δηλαδή οἱ ἄνδρες αὐτῶν ἔλαβαν πόρνες γιά γυναῖκες τους, ἔτσι καί ὁ Θεός τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν πορνεύσασα, ἕνωσε μέ τόν Ἑαυτό Του· πράγμα πού οἱ προφῆτες εἶπαν ὅτι αὐτό ἔγινε πρῶτα μέ τήν Συναγωγή. Ἀλλά ἡ Συναγωγή φάνηκε ἀγνώμων στόν Σύνοικό της· ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκε ἀπό τά ἰουδαϊκά κακά, ἔμεινε πιστή στόν νυμφίο της» (Εἰς τό κατά Ματθαῖον, Ὁμιλ. Γ´ – ΕΠΕ 9,92.13-21).


Ἔχει λοιπόν ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος εἰδικό σκοπό πού μνημονεύει ἁμαρτωλές γυναῖκες στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θέλει νά σημάνει μέ αὐτό ὅτι, ὅπως αὐτές οἱ γυναῖκες δέν ἀποκλείστηκαν τῆς τιμῆς νά εἶναι στήν γραμμή τῶν προγόνων τοῦ Μεσσία, ἔτσι καί οἱ ἄλλοι, σάν κι αὐτές ἁμαρτωλοί, δέν θά ἀποκλειστοῦν ἀπό τό Βασίλειό Του.

Θά πρέπει ὅμως νά ὑποθέσουμε ὅτι αὐτές οἱ ξένες καί ἁμαρτωλές γυναῖκες, πού μνημονεύονται ἐδῶ ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, προσχώρησαν στόν λαό τοῦ Θεοῦ καί ἔσβησαν μέ τήν μετάνοιά τους τά αἴσχη τους καί ἔζησαν ἔκτοτε τήν ζωή τους κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Πολύ πιθανόν αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Ματθαῖος μνημονεύει μόνο αὐτές τίς γυναῖκες, ἐνῶ ἄλλες ξένες καί ἁμαρτωλές γυναῖκες, πού ἀναφέρονται στήν Παλαιά Διαθήκη, δέν τίς μνημονεύει· γιατί θά ἔδειξαν ἀμετανόητο βίο.

4. Θά θίξω ἕνα ἄλλο θέμα, σχετικό μέ τόν σκοπό τῆς μελέτης μας. Τό ἐρώτημα εἶναι, γιατί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος παραθέτει τήν γενεαλογία τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, καί δέν παραθέτει τήν γενεαλογία τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀπό τήν ὁποία καί μόνο γεννήθηκε κατά σάρκα ὁ Χριστός;

Ἡ ἀπάντηση προϋποθέτει γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, τό νά ἀποδείξουμε ὅτι σέ ὅλα της ἡ Καινή Διαθήκη ἑρμηνεύεται μέ τήν Παλαιά.

Γιά τό ἐρώτημα πού θέσαμε ἀπαντῶ: Δέν μποροῦσε ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος νά ἀναφέρει τήν γενεαλογία τῆς Παρθένου Μαρίας, γιατί, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὑπῆρχε συνήθεια νά μήν παρατίθενται γενεαλογίες τῶν γυναικῶν.
Ἀλλά γνωρίζουμε πάλι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι δέν ἐπιτρεπόταν γιά τόν ἄνδρα νά λάβει γυναίκα ἀπό ἄλλη φυλή, παρά μόνο ἀπό τήν δική του (βλ. Ἀριθμ. 36,7-9).
Ἄρα: Ἀφοῦ ὁ Ματθαῖος γενεαλογεῖ τόν μνήστορα τῆς Παρθένου Ἰωσήφ καί ἀποδεικνύει αὐτόν καταγόμενον ἀπό τήν φυλή τοῦ Δαυίδ, ἀπό τήν ἴδια λοιπόν φυλή κατάγεται καί ἡ μνηστή του Παρθένος
Μαρία.


Ἄρα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Δαυίδ. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, δηλαδή, προτιμάει ἐδῶ νά καταγράψει τόν Ἰωσήφ στόν κατάλογο καί ὄχι τήν Παρθένο, γιά νά τηρήσει τήν συνήθεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – ἀφοῦ μάλιστα ἀπευθυνόταν καί πρός Ἰουδαίους – νά μήν καταγράφονται οἱ γενεαλογίες τῶν γυναικῶν.

Γιά τήν Παρθένο γενεαλόγησε τόν Ἰωσήφ, γι᾽ αὐτό καί ὅταν ἔφθασε σ᾽ αὐτόν, δέν σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλά πρόσθεσε «τόν ἄνδρα Μαρίας» (στίχ. 16).
Στό παραπάνω θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ, σάν ἀντίρρηση, ὅτι ὁ Ἰωσήφ δέν τήρησε τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί δέν ἔλαβε λοιπόν τήν μνηστή του ἀπό τήν δική του φυλή. Ἄρα ἡ Παρθένος δέν κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Δαυίδ.
Γιά νά μήν πεῖ ὅμως κανείς κάτι τέτοιο, προέλαβε ὁ Εὐαγγελιστής, λέγει ὁ Χρυσόστομος, καί γράφει γιά τόν Ἰωσήφ ὅτι «ἦταν δίκαιος» (στίχ. 19). Ἦταν ἐνάρετος καί ἄρα ὄχι παραβάτης τοῦ νόμου.
Ἄρα ἔλαβε τήν μνηστή του ἀπό τήν ἰδία μέ αὐτόν φυλή, τήν φυλή τοῦ Δαυίδ (βλ. Β´ Ὁμιλία εἰς τό κατά Ματθαῖον, MPG 57,28).

5. Ἐπειδή ἀναφέραμε, ἰδιαίτερα σήμερα, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν μεγάλο ἑρμηνευτή τῆς Ἐκκλησίας μας, θά ἀναφέρω καί μία ἄλλη νόστιμη θεολογική καί πνευματική σκέψη του ἐπί τοῦ γενεαλογικοῦ καταλόγου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἡ σκέψη αὐτή τοῦ ἱεροῦ πατρός βασίζεται ἐπί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γι᾽ αὐτό καί τήν ἀναφέρω. Δέν φεύγω, δηλαδή, ἀπό τό θέμα μου.
Εἴπαμε ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής γιά νά κάνει εὐκολομνημόνευτο τόν κατάλογό του τόν χωρίζει σέ
τρεῖς μεγάλες ἐποχές τῆς ἰουδαϊκῆς ἱστορίας.

Στήν πρώτη ἐποχή, ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τόν Δαυίδ, τό πολίτευμα ἦταν τό δημοκρατικό. Δέν διορθώθηκαν ὅμως οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπό τό πολίτευμα αὐτό· παρέμειναν μέ τά πάθη τους. Ἄλλαξε
τό πολίτευμα καί ἦλθε ἡ βασιλεία. Τά ἴδια καί ἐδῶ: «Γενεαί δεκατέσσαρες»!

Ἄνθρωποι γεννιοῦνται καί ἄνθρωποι πεθαίνουν χωρίς νά βελτιώνονται πνευματικά. Ἦλθε ἔπειτα ἄλλο πολίτευμα, ἡ δικτατορία τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Περσῶν καί τῶν Ρωμαίων. «Γενεαί δεκατέσσαρες» καί ἐδῶ.
Αὐτό διδάσκει ὅτι οἱ πολιτικές καταστάσεις δέν φέρουν τήν σωτηρία. Οὔτε ἡ δημοκρατία, οὔτε ἡ βασιλεία οὔτε ἡ δικτατορία. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται
μόνο ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Σᾶς διαβάζω ἀκριβῶς τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ πατρός:
«Εἰς τρεῖς διεῖλε μερίδας τάς γενεάς ἁπάσας, δεικνύς ὅτι οὐδέ τῶν πολιτειῶν μεταβληθεισῶν ἐγένοντο βελτίους, ἀλλά καί ἀριστοκρατούμενοι καί βασιλευόμενοι καί ὀλιγαρχούμενοι, ἐν τοῖς αὐτοῖς ἦσαν κακοῖς· καί οὔτε δημαγωγῶν, οὔτε ἱερέων, οὔτε βασιλέων αὐτούς διεπόντων, ἔσχον τι πλέον εἰς ἀρετῆς λόγον» (βλ. Ὁμιλία Δ´, MPG 57, 39).

6. Ἀπό ὅλα τά ὀνόματα πού ἀναφέρονται στόν γενεαλογικό κατάλογο δύο εἶναι τά γλυκύτερα. Τά ἀναφέρω καί θά τά ἑρμηνεύσω, ἐπειδή εἶναι ὀνόματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί σχετίζεται αὐτό μέ τό θέμα μας. Τό ἕνα ὄνομα εἶναι τό ΙΗΣΟΥΣ καί τό ἄλλο εἶναι τό ὄνομα ΜΑΡΙΑ.
(α) Τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι τό προσωπικό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Προέρχεται ἀπό τό («γιασά῾») πού σημαίνει ὁ «Γιαχβέ εἶναι σωτήρας».
Ἡ ὀνομασία αὐτή στόν Μεσσία ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό, ἐκομίσθη ἀπό τόν ἄγγελο κατά τόν
Εὐαγγελισμό (Λουκ. 1,31). Ἀρχικά τό ὄνομα παρουσιάζεται μέ τήν πλατειά μορφή Wv/hy“ («Γιεχωσούα῾»). Ὅταν ὅμως ἡ Ἀραμαϊκή ἀντικατέστησε τήν Ἑβραϊκή ὡς κοινή γλώσσα τῶν Ἑβραίων, μετά τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία, τό ὄνομα ἔγινε “ («Γιεσού῾α»), ἀπ᾽ ὅπου προῆλθε ἡ δική μας ὀνομασία Ἰησοῦς.
Τό “ («Γιεσού῾α»), κατά συνήθεια, δινόταν στά παιδιά τῶν Ἑβραίων καί στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης, σύμφωνα μέ ἑβραϊκό ἔθιμο νά ἐκλέγονται ὀνόματα πού ἔχουν θρησκευτικές ἔννοιες. Στήν Ἁγία Γραφή τό ὄνομα ἐκλέγεται μέ πολύ μεγάλη φροντίδα, γιατί δηλώνει τήν πίστη καί εὐλάβεια
τῶν γονέων, τά περιστατικά τῆς γεννήσεως ἑνός παιδιοῦ, τά προσωπικά του χαρακτηριστικά ἤ ἀναφέρεται στήν ἀποστολή του, ἰδιαίτερα ὅταν τό ὄνομα δινόταν ἀπό τόν Θεό.
Τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι γεμάτο μέ ἱστορικές καί προφητικές ἀναμνήσεις. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ὁδήγησε τόν Ἰσραήλ στήν ἐπίγεια Χαναάν, ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ἀρχηγός τῆς σωτηρίας μας, ἦρθε νά μᾶς ἀνοίξει τίς πύλες τῆς οὐράνιας Χαναάν, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο ὁ «Ἀρχηγός τῆς σωτηρίας μας» (Ἑβρ. 2,10)· εἶναι καί ὁ «Ἀπόστολος καί Ἀρχιερεύς τῆς ὁμολογίας μας» (Ἑβρ. 3,1). Ὁ ἀρχιερεύς κατά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία (Β´ Ἔσδρ. 2,2) εἶχε τό ὄνομα Ἰησοῦς (Ζαχ. 3,8. 6,11-15).
Ὅπως ὁ προφήτης Ὠσηέ (τό ὄνομα Ὠσηέ γίνεται Ἰησοῦς στό Ἀριθμ. 13,17: «καί ἐπωνόμασε Μωυσῆς τόν Αὐσή υἱόν Ναυή Ἰησοῦν») ἀγάπησε μιά μοιχαλίδα γυναίκα, γιά νά τήν σώσει (Ὠσηέ κεφ. 1-3), ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς μας προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά σώσει τόν πεσμένο
στήν ἁμαρτία ἄνθρωπο.

(β) Τό ὄνομα ΜΑΡΙΑ εἶναι τό ὄνομα τῆς παρθένου Μητρός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό συναντοῦμε καί ὡς ΜΑΡΙΑΜ (βλ. 1,20. Λουκ. 1,30 κ.ἄ.), τό ὁποῖο πλησιάζει περισσότερο πρός τό ἑβραϊκό («Μιργιάμ»· τό Ταργκούμ ἔχει Mariam). Τό ὄνομα Μαριάμ εἶχε καί ἡ ἀδελφή τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἀαρών, βλ. Ἐξ. 15,20.
Ἡ σημασία τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ εἶναι ἀβέβαιη· ὡς καλύτερη ἑρμηνεία δεχόμεθα τό νά συσχετίσουμε τό ὄνομα Miryam μέ τό ὄνομα hwhy («Γιαχβέ»), ὄνομα τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη. «Yahweh» ἑρμηνεύεται «Κύριος». Καί ἡ Παναγία λοιπόν μέ τό ὄνομα Miryam ἑρμηνεύεται «Κυρία».

Τήν ἑρμηνεία αὐτή δέχεται ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης καί λέγει στόν πρόλογο τοῦ Θεοτοκαρίου του: «Ἑρμηνεύεται δέ τό ὄνομα Μαριάμ “Κυρία”· παράγεται δέ τοῦτο, κατ᾽ ἄλλους μέν ἐκ τοῦ Ἀϊά, ὅ δηλοῖ καθ᾽ Ἑβραίους Κύριος· κατά δέ Γεώργιον τόν Κορέσσιον, εἰδήμονα τῶν ἑβραϊκῶν, ἐκ τῆς ρίζης τοῦ Ἰεχωβᾶ, τοῦ τετραγραμμάτου, ἀκοινωνήτου τε πάσῃ κτίσει καί κυριωτέρου ὀνόματος τοῦ Θεοῦ· ὅ δή καί αὐτό ἡρμήνευται παρά τῶν Ἑβδομήκοντα Κύριος».

Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπητά παιδιά, σεῖς πού παρακολουθεῖτε αὐτά τά ἁπλᾶ βιβλικά μας μαθήματα, νά ἀγαπήσετε τά δύο αὐτά ὀνόματα ΙΗΣΟΥΣ καί ΜΑΡΙΑ, νά σᾶς γίνουν τά περισσότερον ἀγαπητά ἀπό ὅλα τά ἄλλα ὀνόματα καί νά σᾶς εἶναι τά πρῶτα λόγια τήν αὐγή καί τά τελευταῖα τήν ἑσπέρα!


http://anavaseis.blogspot.gr/2012/07/3-12-17.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη - Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

4
Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη

(Σειρά μαθημάτων σέ βιβλική ὁμάδα νέων καί νεανίδων)

Μάθημα 4ο (Ματθ. 1,18-19)


Τό θέμα τῶν συνάξεών μας, ἀγαπητοί μου φίλοι, εἶναι νά νοήσουμε ὅτι χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἡ Καινή Διαθήκη. Εἶναι ἀντιαιρετικό τό θέμα μας αὐτό, γιατί ἀκούγεται ἡ αἵρεση ὅτι δέν χρειάζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη.

Εἶναι αἵρεση αὐτό καί θά ἀποδείξουμε τό κακό τῆς αἱρέσεως αὐτῆς στά μαθήματά μας ἐδῶ. Μελετοῦμε τό α´ κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου.

Εἴδαμε στά προηγούμενα μαθήματα ὅτι μᾶς εἶναι ἀκατανόητο τό κεφάλαιο αὐτό, ἄν δέν γνωρίζουμε τήν Παλαιά Διαθήκη. Τό ἴδιο θά δοῦμε καί σήμερα συνεχίζοντας τήν μελέτη τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ.

2. Μέχρι τώρα ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀπέδειξε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ὅτι δηλαδή εἶναι ὁ Χριστός, παραθέτοντας τόν γενεαλογικό Του κατάλογο καί ἀποδεικνύοντας ἀπ᾽ αὐτόν ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατάγεται ἀπό τήν γενεά τοῦ Δαυίδ· γιατί οἱ προφῆτες ἔλεγαν ὅτι ὁ Μεσσίας θά κατάγεται ἀπό αὐτήν τήν γενεά.

Ἀλλά οἱ ἀναγνῶστες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν ὅτι ὁ Μεσσίας δέν θά κατάγεται μόνο ἀπό τήν πατριά τοῦ Δαυίδ, ἀλλά ὅτι θά γεννηθεῖ καί ἀπό μητέρα παρθένο (βλ. Ἠσ. 7,14). Αὐτό ἔρχεται τώρα νά ἀποδείξει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στήν συνέχεια τοῦ λόγου του. Θά μᾶς μιλήσει γιά τήν παρθενική γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἕνας ὅμως πού δέν γνωρίζει Παλαιά Διαθήκη, δέν θά μπορεῖ νά καταλάβει γιατί ὁ Ματθαῖος ὁμιλεῖ τώρα γιά τό θέμα αὐτό.
Ἀρχίζει λοιπόν ὁ Εὐαγγελιστής τό θέμα του καί λέγει: «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν» (1,18). Λέγοντας «γέννηση» ἐννοεῖ τήν «σύλληψη» τοῦ Ἰησοῦ, τήν παρθενική του σύλληψη. Καί λέγει στήν συνέχεια γιά τήν μνηστεία τῆς Παρθένου Μαρίας μέ τόν Ἰωσήφ: «Μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ τῷ Ἰωσήφ» (1,18).

Τά παρακάτω, πάλι ξαναλέγω, δέν μποροῦμε νά τά κατανοήσουμε, ἄν δέν γνωρίζουμε τήν Παλαιά Διαθήκη. Τό ρ. «μνηστεύομαι» στούς Ἑβραίους λέγεται καί γιά τόν ἁπλό ἀρραβώνα, τό «λογοθέσιο» πού λέμε, ἀλλά λέγεται καί γιά τόν κυρίως γάμο, τήν συγκατοίκηση τοῦ μνηστήρα καί τῆς μνηστῆς.

Ὁ μνηστήρας μποροῦσε ὅποτε ἤθελε, χωρίς καμμία εἰδική τελετή, νά καλέσει τήν μνηστή του σπίτι του καί νά τήν καταστήσει γυναίκα του. Τότε ἔλεγαν ὅτι ὁ ἄνδρας «παρελάμβανε» τήν γυναίκα του ἤ καί οἱ δύο συνήρχοντο στόν ἴδιο οἶκο.
Ὅπως ὅμως μαθαίνουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, μποροῦσε καί ὁ ἄνδρας νά κατοικήσει στό σπίτι τῆς μνηστῆς, ὅπως ὁ Τωβίας κατοίκησε στό σπίτι τῆς νεαρῆς Σάρας.

3. Ἦταν περίοδος πού ὁ Ἰωσήφ δέν εἶχε συγκατοικήσει μέ τήν Παρθένο Μαρία («πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς», στίχ. 18) – αὐτό πού οἱ Ἰουδαῖοι θά τό ἔλεγαν γάμο –καί ἔγινε φανερή ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου. Ἡ ἐγκυμοσύνη της, ὅπως λέει καθαρά ὁ Εὐαγγελιστής, ἦταν «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (στίχ. 18). Τώρα, ἄς μήν ἐξετάσουμε τό θεολογικό θέμα, τό γιατί δηλαδή ἡ Παρθένος Μαρία μνηστεύθηκε
τόν Ἰωσήφ, γιατί τό θέμα αὐτό εἶναι ἔξω ἀπό τόν σκοπό τῆς μελέτης μας.

Ὁ σκοπός τῆς μελέτης μας εἶναι νά δείξουμε τήν ἀναγκαιότητα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Καινῆς. Γενικά ὅμως λέμε ὅτι ἡ μνηστεία τῆς Παρθένου μέ τόν Ἰωσήφ δέν εἶχε σκοπό τόν γάμο μαζί του, ὅπως τό φανερώνει καθαρά ὁ λόγος της στόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ κατά τόν Εὐαγγελισμό «ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λουκ. 1,34), πού σημαίνει ὅτι δέν ἔχει σκοπό νά γνωρίσει ἄνδρα.

Ἡ μνηστεία τῆς Παρθένου, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μέ ἀρχή τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν θεοφόρο, ἀποτελεῖ μυστήριο, ἕνα τέχνασμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά ξεφύγει τήν προσοχή τοῦ διαβόλου ἡ παρθενική σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θά ποῦμε ὅμως ἐδῶ μιά ὡραία καί νόστιμη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού ἀναφέρεται σέ γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Μέ τήν παρθενική γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξωφλήθη τό χρέος τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα. Γιά νά γίνει ἡ γυναίκα κόπηκε ἡ πλευρά τοῦ ἄνδρα Ἀδάμ. Γεννήθηκαν πολλές γυναῖκες ἀλλά καμμιά γυναίκα δέν βρέθηκε ἄξια νά ἐξωφλήσει τό χρέος αὐτό· ὅπως ὁ Ἀδάμ γέννησε γυναίκα χωρίς γυναίκα, ἔτσι ἔπρεπε νά βρεθεῖ μιά γυναίκα πού νά γεννήσει ἄνδρα χωρίς ἄνδρα.

Ἡ γυναίκα αὐτή εἶναι ἡ Παρθένος Μαρία. Γιά νά μήν ὑπερηφανευθεῖ ὁ Ἀδάμ, λέει ὁ Χρυσόστομος, ὅτι βλάστησε γυναίκα χωρίς γυναίκα, γι᾽ αὐτό τώρα ἡ Παρθένος Μαριάμ γεννάει ἄνδρα χωρίς ἄνδρα, γιά νά δειχθεῖ ἀπό αὐτά τά δύο ἡ ἰσοτιμία τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας.

Διαβάζω τήν περικοπή στό κείμενο: «Ἐπειδή γάρ ἐχρεώστει τό γυναικεῖον γένος τοῖς ἀνθρώποις τήν χάριν, ὡς τοῦ Ἀδάμ ἄνευ γυναικός γυναῖκα βλαστήσαντος, διά τοῦτο σήμερον ἕτεκεν ἡ Παρθένος ἄνευ ἀνδρός, ὑπέρ τῆς Εὔας ἐκτιννύουσα τοῖς ἀνδράσι τό χρέος. Ἵνα γάρ μή μέγα φρονήσῃ ὁ Ἀδάμ, ἄνευ γυναικός γυναῖκα βλαστήσας, διά τοῦτο καί ἡ Παρθένος ἄνευ ἀνδρός ἄνδρα ἔτεκεν, ἵνα τῷ κοινῷ τοῦ θαύματος τό ὁμότιμον δείξῃ τῆς φύσεως» (Εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος, Εἰς Ἅπαντα
Ἁγίων Πατέρων Ἰω. Χρυσ. τ. 21,396Β).

Ὡραία περικοπή αὐτή, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, γιατί ὁμιλεῖ πρῶτα γιά τήν πλάση τῆς Εὔας (βλ. Γεν. 2,18 ἑξ.).

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του «περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν...» λέει ὅτι τό θαῦμα τοῦ τοκετοῦ τῶν στείρων γυναικῶν τῆς Π. Διαθήκης προμήνυε τό θαῦμα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. Παραθέτουμε μιά περικοπή ἀπό τήν ὁμιλία αὐτή, γιατί ὁμιλεῖ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, πού εἶναι τό θέμα μας:


«Ὅταν σέ ρωτάει ὁ Ἰουδαῖος – λέγει ὁ ἱερός πατέρας – πῶς γέννησε ἡ Παρθένος, νά τόν ρωτᾶς κι ἐσύ, πῶς γέννησε ἡ γερόντισσα στεῖρα; Δυό ἐμπόδια ἦταν σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση, καί ἡ μεγάλη ἡλικία καί ἡ στειρότητα.

Στήν περίπτωση ὅμως τῆς Παρθένου ἕνα μόνο ἐμπόδιο ἦταν, τό ὅτι δέν γνώρισε γάμο. Προετοίμασε, λοιπόν, ἡ στεῖρα τόν δρόμο γιά τήν Παρθένο...
Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο προηγήθηκαν οἱ στεῖρες (στήν Π. Διαθήκη), γιά νά γίνει δηλαδή πιστευτός ὁ τόκος τῆς Παρθένου». Καί παρακάτω στήν ὁμιλία αὐτή ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι τό θαῦμα τῆς γέννησης στίς στεῖρες γυναῖκες τῆς Π. Διαθήκης ἔγινε γιά νά γίνει πιστευτό τό θαῦμα τῆς γέννησης ἀπό τήν Παρθένο
Μαρία.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ Γαβριήλ ὅταν εἶπε στήν Παρθένο ὅτι θά γεννήσει τόν Μεσσία ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά γίνει πιστευτός ὁ λόγος του, τῆς ἀνέφερε τό παράδειγμα τῆς συγγενοῦς της Ἐλισάβετ, τῆς στείρας, πού συνέλαβε υἱό στά γεράματά της (Λουκ. 1,36). Καί συμπεραίνει ὁ Χρυσόστομος: «Βλέπεις ὅτι
στεῖρα ἀναφέρεται γιά τήν Παρθένο;
Γιατί γιά ποιό λόγο τότε τῆς εἶπε γιά τόν τοκετό τῆς συγγενοῦς της; Γιά ποιό λόγο εἶπε στά γεράματά της; Γιά ποιό λόγο συμπλήρωσε πού τήν λένε στεῖρα;»


(Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, Ἰω. Χρυσ.
ἔργα τ. 20, 349D-350Ε).


Σέ ἄλλη του ὁμιλία ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει ὅτι τό θαῦμα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο τό προμήνυσε τό θαῦμα τῆς πρώτης βλάστησης τῆς παρθένου γῆς μέ μόνο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ σπέρματα (Ὁμιλία εἰς τόν Μακάριον Ἀβραάμ. Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων Ἰω. Χρυσ. ἔργα τ. 29, 746Α ἑξ. σ. 188).

4. Ὁ Ἰωσήφ ταράχθηκε ἀπό τήν ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου. Θά ὑπέθεσε ὅτι κατά τό διάστημα τῆς ἀπουσίας Της γιά τήν ἐπίσκεψή της στήν Ἐλισάβετ (Λουκ. 1,39-56) θά τῆς συνέβη ἕνας πιθανός βιασμός. Ἀποκλείουμε παντελῶς ὡς βλάσφημη τήν ἰδέα ὅτι ὁ Ἰωσήφ θά φαντάστηκε ἐνοχή τῆς Παρθένου.

Εἶχε δεῖ, εἶχε διαπιστώσει, ὡς «δίκαιος» τήν μεγάλη Της ἀρετή. Τά ὅσα λέγει τό κείμενο παρακάτω γιά τόν Ἰωσήφ εἶναι στό θέμα μας, στήν ἀναγκαιότητα δηλαδή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Καινῆς. Διαβάζουμε: «Ἰωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (1,19).

Κανονικά, κατά τά κρατοῦντα στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Ἰωσήφ ἔπρεπε νά καταγγείλει τήν Παρθένο στούς δικαστές, γιά τήν ἐγκυμοσύνη της ὄχι ἀπό αὐτόν, καί αὐτή θά ἐτιμωρεῖτο διά λιθοβολισμοῦ γιά τό ὑποτιθέμενο λάθος Της, ὅπως ὅριζε ὁ Νόμος (βλ. Δευτ. 22,23).
Αὐτό σημαίνει τό «παραδειγματίσαι» πού λέει ὁ στίχος μας. Δέν θέλησε ὅμως νά πράξει ἔτσι ὁ
Ἰωσήφ, γιατί ἦταν «δίκαιος», δηλαδή εὐσπλαγχνικός. Γι᾽ αὐτό θέλησε «λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν».
Νά διαλύσει δηλαδή τόν δεσμό του μέ τήν Μαρία κρυφά, χωρίς κρίση, κατά ἕναν ἐντελῶς ἰδιωτικό τρόπο. Αὐτό δέν τό ἔλεγε ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά τό ἐσκέφθη ὁ Ἰωσήφ ἀπό εὐσπλαγχνικότητα καί ἔκανε ὑπέρβαση τοῦ Νόμου.
Θά συνεχίσουμε τήν μελέτη μας στό ἑπόμενο μάθημά μας.

Απόσπασμα από το περιοδικό «Απλή Κατήχηση» Τεύχος Μάϊος-Ίούνιος 2011 – Ἀριθμ. 51


http://anavaseis.blogspot.com/2012/07/4-118-19.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη - Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

5
Μάθημα 5ο (Ματθ. 1,20-23)


1. Τό θέμα τῶν μελετῶν μας, ἀγαπητοί μου φίλοι, εἶναι «ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη». Θέλω νά ἐννοήσετε, νά ἐννοήσετε καλά ὅτι χωρίς τήν γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν μποροῦμε νά νοήσουμε τήν Καινή Διαθήκη.

Καί τήν σειρά αὐτή τήν κάνουμε γι᾽ αὐτούς πού λένε ὅτι δέν χρειάζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη καί φτάνει μόνο ἡ Καινή. Ἤδη τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, μ᾽ αὐτάτά λίγα πού μελετήσαμε μέχρι τώρα, μᾶς ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητη χωρίς τήν γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.


2. Στήν μελέτη μας στό α/ κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου βρισκόμαστε ἐκεῖ πού ὁ ἄγγελος παραγγέλλει στόν Ἰωσήφ νά παραλάβει τήν γυναίκα του Μαριάμ στήν οἰκία του μέ τήν πληροφορία ὅτι τό συλληφθέν στήν Κοιλία Της εἶναι ἐκ Πνεύματος Ἁγίου (1,20). Τοῦ λέγει μάλιστα ὅτι ὁ υἱός πού θά γεννηθεῖ θά λάβει ἀπό Αὐτόν τό ὄνομα Ἰησοῦς: «Τέξεται δέ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ
Ἰησοῦν». Δέν θά διάλεγε ὁ Ἰωσήφ τό ὄνομα τοῦ Παιδίου, ἀλλά ἁπλῶς θά τό ἀπένειμε αὐτός. «Καί καλέσεις», τοῦ εἶπε. Τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι αὐτό πού ἐφανέρωσε ὁ ἄγγελος στήν Παρθένο κατά τόν Εὐαγγελισμό (βλ. Λουκ. 1,31).

Συγχρόνως δέ ὁ ἄγγελος δίνει στόν Ἰωσήφ καί τήν σημασία τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ: «Αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Ὁ Μεσσίας δέν ἔρχεται σάν πολιτικός ἡγέτης καί ἐπαναστάτης, ἀλλά ὡς Σωτήρας, ἐλευθερωτής μας ἀπό τήν βαρειά δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ἐπειδή τό θέμα μας εἶναι νά σπουδάζουμε τήν Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή, θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ στό ἰουδαϊκό ὄνομα Ἰησοῦς,
(«Γιεχωσού῾α») κατά τήν πλήρη μορφή τοῦ ὀνόματος (βλ. Ἔξοδ. 24,13) ἤ («Γιεσού῾α») κατά τήν συνεπτυγμένη μορφή (βλ. Νεεμ. 7,7).

Τό ὄνομα σημαίνει ὁ «Γιαχβέ εἶναι σωτήρας». Στόν Ἰωσήφ ὅμως ὁ ἄγγελος εἶπε ὅτι «Αὐτός», τό Παιδίον πού πρόκειται νά γεννηθεῖ, Αὐτός θά σώσει τόν λαό ἀπό τίς ἁμαρτίες. Αὐτός θά εἶναι ὁ Σωτήρας.

– Ἄς ἀκούσουμε ἐδῶ καί τό σχόλιο τοῦ Henry στό ὄνομα «Ἰησοῦς»: «Ἰησοῦς εἶναι τό ἴδιο ὄνομα μέ τό Joshua (τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ), μόνο πού ἡ κατάληξη εἶναι παραλλαγμένη σύμφωνα μέ τήν ἑλληνική γλώσσα. Ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα (Ο/) ὁ Joshua λέγεται Ἰησοῦς
(βλ. Πράξ. 7,45. Ἑβρ. 4,8). Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπάρχουν δυό πρόσωπα μέ αὐτό τό ὄνομα, πού καί τά δυό εἶναι ἐπιφανεῖς τύποι τοῦ Χριστοῦ: Εἶναι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, πού ἦταν ὁ πρῶτος ἀρχηγός τῶν Ἰσραηλιτῶν κατά τήν πρώτη ἐγκατάστασή τους στήν Χαναάν, καί ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν ὁ ἀρχιερέας τους κατά τήν δεύτερη ἐγκατάστασή τους μετά τήν αἰχμαλωσία (Ζαχαρ. 6, 11.12).

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἰησοῦς μας. Εἶναι καί τά δυό: Καί ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας μας καί ἀρχιερέας τῆς ὁμολογίας μας καί στά δυό Σωτήρας μας – ἕνας Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, πού ἔρχεται ἀντί τοῦ Μωυσῆ καί κάνει γιά ᾽μᾶς αὐτό τό ὁποῖο ἀδυνατοῦσε νά κάνει ὁ νόμος, στό ὁποῖο ἀσθενοῦσε. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ὀνομάστηκε «Hosea», ἀλλά ὁ Μωυσῆς πρόταξε τήν πρώτη συλλαβή τοῦ ὀνόματος Jehovah καί ἔτσι ἔκανε τό ὄνομα «Jehoshua» (Ἀριθμ. 13,16), γιά νά ὑποδηλώσει ὅτι ὁ Μεσσίας, πού θά ἔφερνε αὐτό τό ὄνομα, θά εἶναι ὁ Γιαχβέ• ἔτσι Αὐτός εἶναι ἄξιος νά σώζει στό παντελές, οὔτε ὑπάρχει σέ κανέναν ἄλλον σωτηρία».


3. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ὅπως εἴπαμε, θέλει νά ἀποδείξει στό Εὐαγγέλιό Του, ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Μεσσία. Καί εἰδικά στό προηγούμενο καί στο παρόν μάθημά μας ὁ Εὐαγγελιστής μᾶς λέει γιά τήν παρθενική σύλληψη τοῦ Χριστοῦ,γιά νά πεῖ τώρα ὅτι αὐτό ἔγινε γιά νά ἐκπληρωθεῖ ἡ σχετική προφητεία τοῦ
Ἠσαΐα. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας εἶχε πεῖ γιά τήν παρθενική γέννηση τοῦ Μεσσία λέγοντας, «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (στίχ. 21. Ἡσ. 7,14).

Τήν προφητεία αὐτή ὁ Ἠσαΐας τήν εἶπε στόν Ἄχαζ, τόν βασιλέα τοῦ ἰουδαϊκοῦ κράτους, ὅταν αὐτός ἑτοιμαζόταν γιά τόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τῶν Ἀραμαίων. Οἱ Ἀραμαῖοι μέ ἀρχηγό τόν βασιλέα τους Ρασείμ συμμάχησαν
μέ τόν βασιλιά τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ κράτους Φακεέ καί μέ πολλούς ἄλλους ἡγεμόνες Φοινικικῶν καί Φιλισταϊκῶν πόλεων καί διοργάνωσαν κίνημα ἐναντίον τῶν Ἀσσυρίων. Στό κίνημά τους προσκάλεσαν καί τόν Ἄχαζ, τόν βασιλέα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ κράτους, καί, ἐπειδή αὐτός ἀρνήθηκε, ἐξερράγη τό 734/733 π.Χ. ὁ λεγόμενος Συρο-εφραϊμιτικός πόλεμος. Οἱ ἑνωμένοι στρατοί τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τῶν Ἀραμαίων εἰσέβαλαν στό ἰουδαϊκό ἔδαφος. Περίτρομος ὁ Ἄχαζ ἤθελε νά προσκαλέσει τούς Ἀσσυρίους σέ βοήθεια γιά τήν ἀποτροπή τοῦ κινδύνου.

Ἐδῶ ἐπενέβη ὁ προφήτης Ἠσαΐας, γιατί ἔβλεπε σέ κίνδυνο τήν πίστη τοῦ λαοῦ του καί ἤθελε νά ματαιώσει τό σχέδιο τοῦ Ἄχαζ, συμβουλεύοντάς τον νά ἔχει πίστη στόν Θεό καί θά ἀποτραπεῖ ὁ κίνδυνος τοῦ ἔθνους. Ἐπειδή μάλιστα τόν ἔβλεπε δύσπιστο, τοῦ πρότεινε νά ζητήσει ἀπό τόν Θεό ὁποιοδήποτε «σημεῖον», δηλαδή θαῦμα, γιά νά ἀποδειχτεῖ ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Μέ τό θαῦμα αὐτό θά ἐπίστευε ὁ βασιλεύς στήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, πού θά ἀπέτρεπε καί τόν παρόντα κίνδυνο ἀπό τό ἔθνος του καί δέν θά καλοῦσε, λοιπόν, τούς εἰδωλολάτρες Ἀσσυρίους γιά συμμάχους πρός ἀποτροπή τοῦ κινδύνου, γιατί αὐτοί θά ἔφερναν καί τήν εἰδωλολατρία στήν χώρα.


Ὁ Ἄχαζ ὅμως προφασίστηκε τόν εὐσεβῆ, ὅτι τάχα δέν θέλει νά ἐκπειράσει τόν Θεό, καί δέν ζήτησε θαῦμα, ὅπως τοῦ πρότεινε ὁ Προφήτης. Στήν ἄρνηση αὐτή τοῦ βασιλέως, ὁ προφήτης Ἠσαΐας, γιά νά δείξει τήν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός του, τῆς πίστης δηλαδή στό Θεό καί στήν παντοδυναμία του, διατυπώνει τό μεγαλύτερο θαῦμα τῆς ἱστορίας, τήν γέννηση τοῦ Ἐμμανουήλ ἀπό τήν Παρθένο, διά τοῦ Ὁποίου θά σωθοῦν ὅσοι θά πιστέψουν (βλ. Ἡσ. 7,1-16).

Ἔτσι στήν διαφωνία ἐκείνη τοῦ Προφήτη καί τοῦ βασιλέως Ἄχαζ χρεωστοῦμε τήν περίφημη προφητεία τοῦ Ἠσαΐα περί τοῦ Μεσσία ἀπό τήν Παρθένο, τό «ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ», αὐτό πού ἀναφέρει ὁ στίχος πού ἑρμηνεύουμε. Ἀλλά, ἐπειδή ἡ προφητεία αὐτή τοῦ Ἠσαΐου θέλει παλαιοδιαθηκική μελέτη, αὐτό ἀκριβῶς πού εἶναι τό θέμα μας, σταματᾶμε τό μάθημά μας ἐδῶ καί θά τό συνεχίσουμε στήν ἑπόμενή μας συνάντηση._


«Απλή Κατήχηση» Τεύχος Μάϊος-Ίούνιος 2011 – Ἀριθμ. 51
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Γενικά θέματα περί θρησκείας”

cron