Περι των διαλόγων αγάπης μεταξύ ορθοδόξων και παπικών

1
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΕΝΟΤΗΤΑ


Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ

Πριν προχωρήσουμε στην πραγμάτευση του θέματός μας κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε κάποιες εννοιολογικές διευκρινίσεις.

Λέγοντας δόγματα της πίστεως εννοούμε εκείνες τις αποκεκαλυμένες αλήθειες της πίστεώς μας, που αμφισβητήθηκαν καίρια στην ιστορία της Εκκλησίας από τους αιρετικούς. Γι' αυτό και διατυπώθηκαν με κάθε σαφήνεια κατεξοχήν από Οικουμενικές Συνόδους η από Συνόδους, οι οποίες έγιναν αποδεκτές και βιούνται στο εξής αναμφισβητήτως από τη δογματική συνείδηση[1] του πληρώματος της Εκκλησίας. Τέτοιες Σύνοδοι είναι λ.χ. η λεγόμενη Η΄ Οικουμενική, επί Μ. Φωτίου τον Θ΄ αιώνα, που καταδίκασε το Filioque, αλλά και οι Σύνοδοι που δικαίωσαν τη δογματική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για το χαρακτήρα του θείου Φωτός και της θεοποιού Χάριτος.

Τα δόγματα της πίστεως θεμελιώνονται στην Αγία Γραφή και στην Παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή στην εν Χριστώ αποκάλυψη, και χαρακτηρίζονται τόσο για την αιωνίως αδιαμφισβήτητη ορθότητά τους όσο και για τη διαχρονική επικαιρότητά τους. Εξαιτίας του αλάθητου χαρακτήρα τους, τα δόγματα της Εκκλησίας, ως εμπνεόμενα από το Πνεύμα της Αληθείας, δε μπορούν να τροποποιηθούν από κανένα θεσμικό φορέα, ούτε πολύ περισσότερο από κάποιο μεμονωμένο πρόσωπο, όσο σημαντικό και αν είναι αυτό. Αν κάποιος «δόγμα έχει διεστραμμένον, καν άγγελος η, μη πείθου»[2], συνιστά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ούτε σε άγγελο του Θεού δηλαδή θα πρέπει να υπακούει κανείς, όταν αυτός διδάσκει διεστραμμένη πίστη. Αντίθετα, ο πιστός οφείλει να προσέχει στους λόγους εκείνου, που ορθοτομεί την αλήθεια, ακόμη και όταν συμβαίνει αυτός να έχει ανακόλουθη ως προς τους λόγους του ζωή. «Ει δε ορθά διδάσκει», σημειώνει ο ίδιος άγιος, «μη τω βίω πρόσεχε, αλλά τοις ρήμασι» [3]

Τα δόγματα της πίστεως είναι απολύτως καθοριστικά για την αγιοπνευματική ζωή των πιστών. Γι' αυτό και ομολογούμενα αγιάζουν τον άνθρωπο. «Τα ορθά δόγματα περί Θεού λεγόμενα αγιάζει την ψυχήν»[4], έχουν δηλαδή και αγιαστικό χαρακτήρα κατά τον Χρυσορρήμονα Πατέρα, αλλά και για τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος σημειώνει: «Πας άνθρωπος αγιάζεται δια της ακριβούς ομολογίας της πίστεως»[5]. Η αγιοπνευματική ζωή των πιστών, ως εν Χριστώ ζωή στο πλαίσιο της Εκκλησίας, δεν εξαντλείται βέβαια στη διατύπωση των δογμάτων. Απλώς, η αλήθεια των δογμάτων οριοθετεί με κάθε δυνατή ακρίβεια το πνευματικό περιεχόμενο της ζωής των μελών της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό τα δόγματα πρακτικώς διασφαλίζουν από κάθε παραχάραξη την εκκλησιαστική πνευματική εμπειρία. Τα δόγματα δηλαδή είναι κανόνες της πίστεως, που συμπυκνώνουν ταυτόχρονα και το περιεχόμενο ζωής της Εκκλησίας. Η δογματική αλήθεια νοείται και ως πλήρωμα ζωής. Γι'αυτό και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποβιβάζεται η να παραθεωρείται το δόγμα. Έτσι, κατανοείται γιατί ο Α΄ Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει, ότι εκπίπτει και αναθεματίζεται από την Εκκλησία εκείνος, ο οποίος δεν αποδέχεται τα δόγματά της[6]. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι τα δόγματα της πίστεως συνδέονται άρρηκτα με τη σωτηρία του ανθρώπου, αφού η μη αποδοχή των δογμάτων σημαίνει έκπτωση από την Εκκλησία, πράγμα που συνεπάγει την έκπτωση και από την εν Χριστώ σωτηρία. Έτσι, οι δογματικές διαφορές με τους ετεροδόξους δεν έχουν θεωρητική απλώς σημασία ούτε περιθωριακές εκκλησιαστικές συνέπειες, αλλά καίριο και θεμελιώδη σωτηριολογικό χαρακτήρα.

Θεμελιώδης όμως προϋπόθεση για να ανέλθει κάποιος στο ύψος των δογμάτων της πίστεως είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος[7]. Ο ακάθαρτος βίος συσκοτίζει τη διορατικότητα της διανοίας και εμποδίζει έτσι την προσέγγιση στο υψηλό περιεχόμενο των δογμάτων[8]. Τα ορθά δόγματα της πίστεως αποτελούν το ασφαλές θεμέλιο της ευσέβειας[9]. Και τούτο είναι φυσικό, αφού στην Εκκλησία η ευσέβεια κατανοείται πρωτογενώς ως βιωματική έκφραση του περιεχομένου της πίστεως. Πίστη και ζωή στην Εκκλησία αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. Η καθαρότητα της πίστεως και η ορθότητα του βίου συνιστούν από κοινού την ευσέβεια των πιστών[10].

Η σωστή θεωρητικά πίστη αλλά πρακτικώς αυτονομημένη από τη ζωή του ανθρώπου, δεν έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα. Τον δραστικά σωτηριολογικό χαρακτήρα της αποκτά η πίστη, όταν συνδεθεί άρρηκτα και λειτουργικά με τη ζωή του ανθρώπου. Χωρίς την ανάλογη προς την πίστη ζωή καθίσταται αναποτελεσματική σωτηριολογικώς η μετοχή μας και σ' αυτά τα μυστήρια της Εκκλησίας[11]. Κανένα δηλαδή μυστήριο της Εκκλησίας δεν μπορεί να μας σώσει από μόνο του.

Η ορθή πίστη δεν ωφελεί σε τίποτε, όταν η ζωή του ανθρώπου είναι διεφθαρμένη. «ουδέν γαρ όφελος ημίν εις σωτηρίαν, δογμάτων υγιών, διεφθαρμένης ημίν της ζωής»[12]. Αυτό άλλωστε το πιστοποιεί και ο ίδιος ο Κύριος στην Επί του Όρους Ομιλία του. Σ'αυτήν, ο Χριστός δεν αναγνωρίζει ως δικούς του εκείνους που με μόνη την πίστη τους έκαναν θαύματα, ενώ δεν τηρούσαν το θέλημα του Θεού στη ζωή τους: «ουδέποτε έγνων υμάς», τους λέει, «αποχωρείται απ' εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν»[13]. Αλλά και αντίστροφα, όταν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι σωστή, αυτός δεν έχει κανένα όφελος για τη σωτηρία του από την άριστη ζωή του[14].

Στο πλαίσιο της Εκκλησίας, τα δόγματα της πίστεως συνδέονται οργανικά με τη ζωή των πιστών και αλληλοπεριχωρούνται. Η ακρίβεια της ζωής «συνυφαίνεται τη των δογμάτων ορθότητι»[15], κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο. Τα δόγματα διασφαλίζουν την ορθότητα της ζωής της Εκκλησίας, αλλά και η ζωή της Εκκλησίας δίνει περιεχόμενο στην αλήθεια των δογμάτων της. Εκείνος που ακολουθεί με συνέπεια τα δόγματα οφείλει να τα πιστοποιεί με την καθαρότητα του βίου του[16]. Η ακρίβεια στον τρόπο της ζωής του πιστού αποτελεί μαρτυρία των υγιών δογμάτων του[17].

Tί γίνεται όμως, όταν κάποιος από πλευράς της πίστεως βρίσκεται στην πλάνη, αλλά συμβαίνει να προσέχει τη ζωή του και να ζει ορθά; Στην περίπτωση αυτή, μας διαβεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος αυτός να παραμείνει στην πλάνη[18]. Κατ' αντιστοιχία, παρατηρεί ότι δεν είναι εύκολο ένας που ζει με την πονηριά να αρθεί στο ύψος των δογμάτων της Εκκλησίας. Εκείνος, που σκοπεύει να αναζητήσει την αλήθεια, θα πρέπει προηγουμένως να καθαρισθεί απ' όλα τα πάθη του[19]. Αλλά, και εκείνος που έχει απαλλαγεί από τα πάθη, και από την πλάνη θα απαλλαγεί και την αλήθεια τελικώς θα βρει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος ήταν φοβερός πολέμιος και διώκτης της Εκκλησίας του Χριστού. Επειδή όμως είχε αψεγάδιαστη ζωή, όχι μόνο δεκτός έγινε στην πίστη της Εκκλησίας, αλλά και όλους τους ξεπέρασε [20]. Κατά συνέπεια, ο Θεός έλκει και φέρνει προς την αλήθεια όσους βρίσκονται στην πλάνη, αλλά είναι καθαροί από τα πάθη[21].

Πως εξηγείται όμως το γεγονός, ότι κάποιος παραμένει στην πλάνη, ενώ φαίνεται πως είναι καλός, αγαθός και φιλάνθρωπος; Στην περίπτωση αυτή, κατά το σοφό Ποιμενάρχη, ο εν λόγω άνθρωπος έχει άλλο πάθος. Έχει κενοδοξία η ραθυμία ψυχής η αδιαφορία για τη σωτηρία του [22]. Με την απάντησή του αυτή ο ιερός Χρυσόστομος αποδεικνύεται άριστος ανατόμος της αγιοπνευματικής ζωής.

Οι δογματικές διαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τους ετεροδόξους είναι ο κύριος λόγος για την αποκοπή των ετεροδόξων από τη μυστηριακή κοινωνία μαζί της. Η δογματική διδασκαλία της Ορθοδοξίας είναι η δογματική διδασκαλία της μίας και πάντοτε αδιαίρετης Εκκλησίας, την οποία συνεχίζει χωρίς διακοπή. Η δογματική αυτή διδασκαλία διαφυλάσσεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ανόθευτη, όπως ακριβώς ενυπάρχει στις Βιβλικές αποδείξεις (στη διατύπωση της αποκαλύψεως) στην Αγία Γραφή και όπως ερμηνεύτηκε και αναπτύχθηκε από τους θεοφόρους Πατέρες στις Οικουμενικές της Συνόδους.

Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία η δογματική ακρίβεια αποτελεί δείκτη και μαρτυρία ευσεβούς φρονήματος. Το ορθοδόξως «θεολογείν» συνδέεται λειτουργικά με την αγάπη, η οποία, κατά τον άγιο Φιλόθεο Κόκκινο -Πατριάρχη Κων/πόλεως- αποτελεί και το κριτήριο αυθεντικότητας της θεολογίας. «Τοις το τέλειον εφθακώσι της τελείας αγάπης», σημειώνει, «ταυτησί μέτρον και το θεολογείν ες τα μάλιστά γε προσήκειν»[23].

Κατά συνέπεια, όταν κάποιος σφάλλει στη Θεολογία, δηλαδή στο δόγμα, όταν με άλλα λόγια είναι ετερόδοξος, δεν μπορεί να έχει και να βιώνει την τέλεια αγάπη, που νοείται ως άκτιστη ενέργεια του Θεού. Μάλιστα, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, «απόδειξις της αγάπης και τελειώτατος της πίστεως όρος, των ευαγγελικών δογμάτων η τήρησις και των θείων εντολών η φυλακή»[24].

Οι θεολογικές προϋποθέσεις των Ορθοδόξων μπορούν να εντοπιστούν κυρίως στην αγιοπνευματική - βιωματική εμπειρία του ακτίστου. Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι δηλαδή προϋποθέτουν τη θεωτική εμπειρία ως θεμέλιο και νοητό άξονα της θεολογίας τους. Έχουν την εμπειρία της θεοπτίας μέσω των φωτοφανειών και Θεοφανειών. Βιώνουν τη χαρισματική σχέση με το Θεό δια της ακτίστου θείας Χάριτος, μέσω της ίδιας δηλαδή της Θεότητας. Αυτός είναι ο λόγος, που μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για άμεση και προσωπική σχέση με τον ίδιο το Θεό.

Αν δε γνωρίζουμε τις ρίζες της Δυτικής θεολογικής σκέψεως, με άλλα λόγια το θεολογικό υπόβαθρό της, δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε σωστά και σε βάθος τις δογματικές και θεσμικές αποκλίσεις της από την Ορθοδοξία, και κατ' επέκταση δεν μπορούμε να είμαστε μακροπρόθεσμα και γνήσια αποτελεσματικοί στο θεολογικό διάλογο μαζί τους με σκοπό την εν Χριστώ ενότητα.

Οι ρίζες της Δυτικής θεολογικής σκέψεως πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στον υπαρξιακό χώρο της ουσιαστικά αλλοτριωμένης από τον Τριαδικό Θεό ζωής τους. Η αλλοτριωμένη από το Θεό ζωή και σκέψη των Δυτικών οφείλεται στην παντελή εκ μέρους τους έλλειψη της χαρισματικής εμπειρίας της θεώσεως. Οι Δυτικοί στο σύνολό τους, εξαιτίας της υπεροψίας τους ξέπεσαν πλέον από τη θεοπτία, τη χαρισματική θέα δηλαδή της θείας δόξας. Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος παρατηρεί ότι οι Δυτικοί «διέστησαν της Εκκλησίας δι' υπεροψίαν και τύφον»[25]. Έτσι, δεν έχουν και γι' αυτό δεν καταθέτουν ποτέ βιωματική εμπειρία της άκτιστης θεοποιού Χάριτος και ενεργείας. Δε μιλούν ποτέ για τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος, επιμένοντας μάλιστα δογματικά στον κτιστό χαρακτήρα της. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι δε γνωρίζουν το Θεό εμπειρικώς. Και όποιος δε γνωρίζει το Θεό εμπειρικώς δια της θεοπτίας, εκφράζεται στοχαστικώς γι'αυτόν. «Ο γαρ Θεόν μη γνούς», σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης , «στοχαστικώς αποφθέγγεται»[26].

Μη έχοντας λοιπόν οι Δυτικοί άμεση και προσωπική πρόσβαση στον ίδιο το Θεό μέσω της ακτίστου ενεργείας του, επιχειρούν να τον προσεγγίσουν νοητικά και στοχαστικά, μέσα από μια αυτόνομη λογική κατανόηση των Γραφών. Στη συνέχεια, η θεολογία τους προσδιορίζεται δομικά από αυτονομημένα ανθρωπολογικά και πολιτισμικά δεδομένα, με αποτέλεσμα η θεολογία τους να έχει έντονα διανοητικό, στοχαστικό και δικαιϊκό χαρακτήρα.

Οι Δυτικοί δηλαδή, μετά την αλλοτρίωσή τους από τη χαρισματική εμπειρία της θεώσεως, υιοθέτησαν τη ρωμαϊκή πολιτική νοοτροπία, που θεσμοποίησε απλώς και δευτερογενώς την αλλοτριωμένη ζωή τους. Από τότε το δικανικό (νομικό) πνεύμα έγινε το βασικότερο χαρακτηριστικό της Δυτικής θεολογικής σκέψεως, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να διαρθρώνει και να διαπνέει τη Δυτική Θεολογία. Το ρωμαϊκό πνεύμα αποτέλεσε το ιδεολογικό περιβάλλον του Ρωμαιοκαθολισμού, που κυοφόρησε τον παπικό θεσμό με τις συγκεντρωτικές και μοναρχικές τάσεις του. Καρπός των τάσεων αυτών είναι και το διεκδικούμενο από τους πάπες παρανοημένο πρωτείο, που διασάλευσε πρακτικώς την ενότητα τη Εκκλησίας, αφού οι πάπες δεν παραιτήθηκαν ποτέ από τη φιλαρχία και τη φιλοπρωτία τους, θέλοντας πάντοτε να επιβάλλουν τη διοικητική εξουσία τους σ'ολόκληρη την Εκκλησία.

Έχοντας τις παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις, οι Δυτικοί θεολογούν στοχαστικώς, με αυτονομημένη δηλαδή από το Θεό τη διανοητική διαδικασία. Γι' αυτό και θεολογούν πρωτογενώς μέσα σε πλαίσιο πλάνης, όπου ζουν και δομούν τις θρησκευτικές κοινότητές τους. Αντίθετα, οι Ανατολικοί θεολογούν απλανώς, επειδή ομιλούν ταπεινώς, «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι», εκφραζόμενοι με βάση τη χαρισματική εμπειρία της θεώσεως «των διαβεβηκότων εν θεωρία»[27], και κάνοντας χρήση της λογικής που έχει καθαρθεί από τα πάθη, που έχει εκλαμπρυνθεί και εμπλουτιστεί με την άκτιστη θεοποιό Χάρη του Θεού. Κατά συνέπεια, όταν ονομάζουμε τους ετεροδόξους Εκκλησία η αδελφή Εκκλησία, συγχέουμε τον κτιστό με τον άκτιστο χαρακτήρα της Χάριτος, συγχέουμε το κτιστό ανθρώπινο κατασκεύασμα των Δυτικών με το μοναδικό Θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.


Οι Ρωμαιοκαθολικοί χαρακτηρίστηκαν από τον κατεξοχήν θεολόγο του ακτίστου Φωτός, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ως Αρειανοί και ως Πνευματομάχοι[28], επειδή αρνούνται τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος. Η άκτιστη θεία Χάρη, ως θεοποιός ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, είναι εκείνη που νοηματοδοτεί σωτηριολογικώς την Εκκλησία ως Θεανθρώπινο σώμα. Είναι εκείνη, που προσδίδει το σωτηριολογικό χαρακτήρα σ' όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας και κάνει κατανοητό τον εκκλησιολογικό χαρακτήρα της ιερωσύνης. Αρνούμενοι οι Ρωμαιοκαθολικοί δογματικώς τον άκτιστο χαρακτήρα της μεταδιδόμενης Χάριτος της ιερωσύνης, αδειάζουν κυριολεκτικά τη θεότητα του Χριστού από την Εκκλησία και αρνούνται ουσιαστικά στην πράξη την αποστολική διαδοχή, διατηρώντας απλώς την τυπική εξωτερική συνέχεια με τους Αποστόλους. Έτσι, όταν αναγνωρίζουν οι Ορθόδοξοι την κτιστή ιερωσύνη και τα μυστήρια των Δυτικών, συγχέουν στην πράξη το κτιστό και το άκτιστο. Άλλωστε, χωρίς την άκτιστη θεοποιό Χάρη κενώνεται ουσιαστικά η Εκκλησία, ως εργαστήριο πραγματικής γεφυρώσεως του χάσματος ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο, αλλά ακυρώνεται και ο σκοπός της για τη θέωση του ανθρώπου.

Με την προσθήκη του Filioque οι Δυτικοί στο σύνολό τους -Ρωμαιοκαθολικοί δηλαδή και Προτεστάντες-ξέπεσαν από την Εκκλησία και αφορίστηκαν επισήμως από αυτήν. Τούτο προκύπτει από τη ρητή απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου[29], η οποία αναφερόμενη στο Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως σημειώνει: «ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν, η γουν συγγράφειν», ενώ ο Πρόεδρός της, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, πρόσθεσε ερμηνευτικώς: «ούτε μην επιτρέπομεν εαυτοίς η ετέροις η λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε η μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν»[30]. Την απόφαση αυτή επικύρωσαν όλες οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι προσθέτοντας τους σχετικούς αναθεματισμούς, τις καθαιρέσεις και τους αφορισμούς στους μη συμμορφουμένους στις αποφάσεις τους.

Αντίθετα, οι Ρωμαιοκαθολικοί, αφού εισήγαγαν επίσημα την κακόδοξη διδασκαλία του Filioque στο Σύμβολο της πίστεως (1014), κατακύρωσαν το Filioque ως δόγμα στην Δ΄ Σύνοδο του Λατερανού (1215), στη Σύνοδο της Λυών (1274) και στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439). Όλες αυτές οι Σύνοδοι θεωρούνται ως Οικουμενικές από τους Ρωμαιοκαθολικούς. Το γεγονός αυτό ερμηνεύει τη μεγάλη δυσκολία των Ρωμαιοκαθολικών για την αφαίρεση της προσθήκης του Filioque από το Σύμβολο της Πίστεως.

Εδώ δε σκοπεύουμε να αναφερθούμε σ' όλες τις δογματικές διαφορές μας με τους ετερόδοξους, Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες και Αντιχαλκηδονίους, με τους οποίους βρισκόμαστε σε θεολογικό διάλογο. Θα προσθέσουμε απλώς και επιγραμματικά μία θεμελιώδη δογματική διαφορά μας με τους Προτεστάντες, επειδή αυτή προσκρούει τελείως ξεκάθαρα σε Οικουμενική Σύνοδο της Εκκλησίας μας και παρά ταύτα το γεγονός αυτό δε μνημονεύεται ούτε αξιοποείται στους σχετικούς διαλόγους μαζί τους. Πρόκειται για την απόρριψη των εικόνων από τους Προτεστάντες, τη στιγμή που η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος κατακυρώνει πανηγυρικά την αποδοχή τους και καταδικάζει με αφορισμούς όσους δεν τις προσκυνούν και δεν αποδέχονται τη σχετική με αυτές δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.

Και ερχόμαστε τώρα να μιλήσουμε για τη σημασία του δόγματος στους διαλόγους με τους ετεροδόξους. Ευθύς εξαρχής πρέπει να πούμε ότι ο θεολογικός διάλογος με τους ετεροδόξους αποτελεί χρέος αγάπης της Εκκλησίας προς αυτούς. Ο διάλογος αυτός έχει σαφή σκοπό, αλλά και συγκεκριμένες αγιογραφικές και πατερικές προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή του.

Σκοπός του θεολογικού διαλόγου είναι η ποθητή ενότητα εν Χριστώ με όλους όσους αποκλίνουν από την «άπαξ παραδοθείσαν πίστιν»[31]. Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτή η ενότητα εν Χριστώ, είναι τελείως απαραίτητο το ένα φρόνημα όλων ως προς την πίστη. Στην πίστη δε μπορεί να υπάρχει ποικιλία, αλλά απόλυτη ταυτότητα. Αυτό γίνεται κατανοητό και σαφές από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες συνοδεύονται πάντοτε με την ξεκάθαρη καταδίκη της εκάστοτε ετεροδοξίας και τη σαφή έκπτωση από την Εκκλησία, όσων αρνούνται να συμμορφωθούν με τις αγιοπνευματικές αποφάσεις των θεοφόρων Πατέρων, που τις συγκροτούν.

Κατά συνέπεια, η σημασία του δόγματος της Εκκλησίας για τη διεξαγωγή του θεολογικού διαλόγου είναι προφανής. Δε μπορεί να γίνεται οποιοσδήποτε θεολογικός διάλογος χωρίς αναφορά στο δόγμα. Αποτελεί σαφή Πατερική θέση, ότι δεν μπορεί να προηγείται η εξέταση κάποιου άλλου πράγματος πριν από εκείνη την εξέταση, που αφορά άμεσα την πίστη. Πρέπει να προηγηθεί η άρση κάθε διαφωνίας ως προς την πίστη, και τότε μόνο να ακολουθήσει η οποιαδήποτε έρευνα για τα άλλα πράγματα. Αυτά υποστηρίζει ο Μ. Αθανάσιος θεμελιώνοντας αγιογραφικώς τη θέση του στον ίδιο το Χριστό, ο οποίος θεράπευε τους πάσχοντες μόνο μετά την ομολογία της πίστεώς τους προς Αυτόν. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την συναρίθμηση εν συνόδω Ορθοδόξων και ετεροδόξων[32].

Μέσα στο ίδιο πνεύμα και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς υποστηρίζει ότι ο διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς για το Filioque μπορεί να γίνει μόνον μετά την αφαίρεση της προσθήκης του στο Σύμβολο της πίστεως[33].

Η αλήθεια δε διερευνάται με τη συμβολή των ετεροδόξων στο θεολογικό διάλογο «επί ίσοις όροις», αλλά διασφαλίζεται στην Εκκλησία με τη συνέχεια της βιούμενης αποκαλύψεως του Θεού μέσω των φωτοφανειών και των Θεοφανειών από τους θεουμένους. Κατά συνέπεια, αν θέλουμε να κινούμαστε μέσα στο πνεύμα και την πρακτική του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, ο διάλογος με τους ετεροδόξους θα πρέπει να προσδιορίζεται αποφασιστικά από την αλήθεια. Στην περίπτωση όμως αυτή ο διάλογος με τους ετεροδόξους οφείλει να προσλαμβάνει το χαρακτήρα της νουθεσίας- δηλαδή της συμβουλής - με ευσπλαχνικό, με παρηγορητικό, με ενθαρρυντικό και ταπεινό τρόπο, χωρίς φανατισμό και μισαλλοδοξία, να γίνεται δηλαδή εν αγάπη για την επάνοδο στη βιούμενη εν Πνεύματι αγίω εκκλησιαστική αλήθεια, στην πίστη των Πατέρων της Εκκλησίας. Αυτό ακριβώς συνιστά ο Απόστολος Παύλος λέγοντας: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ότι εξέστραπται ο τοιούτος ων αυτοκατάκριτος»[34]. Η πρακτική της νουθεσίας διασφαλίζει την ακεραιότητα της αγάπης, γιατί τότε πραγματικά αληθεύουμε «εν αγάπη»[35]. Η αγάπη και η ειρήνη με όλους τους ανθρώπους δεν είναι απροϋπόθετη. Όταν οι άλλοι δεν είναι ομόφρονες ως προς την ευσέβεια, είναι προτιμότερη η αντιπαράθεση από την συμφωνία για το κακό. Τότε είναι προτιμότερο να λυπούμε τους ανθρώπους παρά το Θεό, και να μην αποσιωπούμε εκείνα που διαταχθήκαμε από το Θεό να ομολογούμε. Η αγάπη προς τους ετεροδόξους λοιπόν οριοθετείται σαφώς από τον τρόπο, με τον οποίο αυτή εκφράζεται. Η αγάπη αυτή περιορίζεται στη νουθεσία, η οποία μπορεί να επαναληφθεί μόνο μία ακόμη φορά. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός, ότι τον παραπάνω περιορισμό στην εκδήλωση της αγάπης προς τους ετεροδόξους μας τον απεκάλυψε ο Θεός μέσα από το σκεύος της εκλογής του, τον Απόστολο των Εθνών, τον κορυφαίο υμνητή της αγάπης. Ο παραπάνω περιορισμός στην εκδήλωση της αγάπης μας προς τους ετεροδόξους διασφαλίζει ταυτόχρονα την παραμονή μας στα όρια της υγιαινούσης πίστεως και του μη χωρισμού μας από την αγάπη του Χριστού.

Τη σύσταση του Αποστόλου Παύλου ακολούθησε πιστά η Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι και τον ΙΘ΄ αιώνα υιοθετώντας παράλληλα και την αντιρρητική θεολογία, η οποία συνήθως περιοριζόταν το πολύ μέχρι τον Γ΄ αντιρρητικό της λόγο. Αυτό συναντούμε στους αντιαιρετικούς λόγους του Μ. Αθανασίου κατά του Αρείου, του αγίου Κυρίλλου κατά του Νεστορίου, των αγίων Ιωάννου Δαμασκηνού -Θεοδώρου Στουδίτου-Νικηφόρου Κων/πόλεως κατά των Εικονομάχων, του αγίου Γρηγορίου παλαμά κατά των Δυτικών Αντιησυχαστών κ. α. Την ίδια στάση τέλος τηρεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ έναντι των Προτεσταντών, μη δεχόμενο να συνεχίσει το θεολογικό διάλογο πέρα από τη Β΄ Απάντηση προς τους Βιττεμβεργίους Λουθηρανούς θεολόγους του ΙΣΤ΄ αιώνα.

Αυτή η βιβλική και αγιοπατερική Παράδοση ανατράπηκε από τις αρχές του Κ΄ αιώνα με τις γνωστές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη συστράτευση σταδιακώς σύνολης σχεδόν της Διοίκησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις αρχές του διαχριστιανικού Οικουμενισμού. Συγκεκριμένα, υιοθετήθηκαν οι «επί ίσοις όροις» θεολογικοί διάλογοι με τους ετερόδοξους με χρονικό όριο, όπως αντιλαμβανόμαστε, την προσδοκωμένη εν Χριστώ ενότητα.

Στην ακολουθούμενη μέθοδο του διαλόγου με τους ετεροδόξους πρυτάνευσε η μονομερής επιλογή της διαφημιζόμενης χριστιανικής αγάπης και η σκόπιμη παρασιώπηση του δόγματος, με σκοπό τα δόγματα της πίστεως να μας απασχολήσουν σταδιακώς, και πάντως αργότερα.

Με βάση όμως όσα παρουσιάσαμε παραπάνω, σχετικά με τη σημασία του δόγματος για την ταυτότητα της Ορθοδοξίας, προκύπτουν εύλογα θεολογικά ερωτήματα.

Γνωρίζουμε πολύ καλά από την αποκάλυψη του Θεού στην Αγία Γραφή και από την πνευματική εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας, ότι τόσο η αγάπη όσο και η πίστη αποτελούν καρπό του αγίου Πνεύματος[36], δηλαδή άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Αν λοιπόν η υιοθετούμενη αγάπη στους διαλόγους μας με τους ετεροδόξους έχει τις παραπάνω προδιαγραφές της αγιογραφικής γνησιότητας, δε μπορεί σε καμία περίπτωση να χωρίζεται από την αλήθεια και τα δόγματα της πίστεως. Άλλωστε, «από πίστεως ειλικρινούς η αγάπη τίκτεται»[37]. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή η μία από τις δύο να ενεργεί ερήμην της άλλης η σε βάρος της άλλης. Δε μπορούν να αληθεύουν αυτονομημένες μεταξύ τους. Εκτός βέβαια, αν πρόκειται για άλλου είδους, μη ευαγγελική δηλαδή αγάπη. Γιατί η ευαγγελική αγάπη, και όταν ακόμη είναι κτιστή, παίρνει την ταυτότητά της από τη συμμόρφωση προς το θέλημα και τις εντολές του Θεού: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστι ο αγαπών με», είπε ο Χριστός[38]. Εδώ εγείρεται το ερώτημα: Πως είναι δυνατόν να βιώνουμε και να εκφράζουμε γνήσια την αγάπη του Ευαγγελίου, όταν παραβιάζουμε όσα είπε το στόμα του Χριστού, δηλαδή ο Απόστολος Παύλος, και όσα βιώθηκαν στην Παράδοση της Εκκλησίας για 19 αιώνες;

Η εν Χριστώ ενότητα στη γνησιότερη, καθαρότερη και βιωματικότερη εκφρασή της πραγματοποιείται, μόνο όταν έχει τις προδιαγραφές, που μας έδωσε ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή του. Πραγματοποιείται δηλαδή και βιώνεται «εν πάση αισθήσει» με τη μετοχή στην άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού. Αυτό βεβαιώνει ο Χριστός, όταν λέει: «καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν. εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί, ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν»[39].

Για να γίνει όμως ο άνθρωπος μέτοχος της άκτιστης δόξας «εν αισθήσει», οφείλει να τηρεί όλες τις εντολές του Θεού, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό πρακτικώς την αγάπη του προς το Θεό. Τήρηση των εντολών σημαίνει απόλυτη συμφωνία μεταξύ μας, αφού τότε έχουμε ένα και το αυτό φρόνημα, που είναι το φρόνημα του Θεού, όπως εκφράζεται στο θέλημά του. Με τον πρακτικό αυτό τρόπο γινόμαστε ένα Πνεύμα με το Θεό, «το εν φρονούντες»[40]. Γιατί τότε ενεργεί μέσα μας το Πνεύμα, που λάβαμε με το άγιο Μύρο. Τότε ζούμε τη ζωή του Θεού και όλα τότε τα ενεργεί ο Χριστός δι' ημών, αφού είναι εντός μας αυτός «εν πάσι πρωτεύων»[41]. Τότε μόνο μπορούμε ουσιαστικά να δοξάζουμε «εν ενί στόματι και μια καρδία» το όνομα του Τριαδικού Θεού.

Όταν όμως οι ετερόδοξοι φρονούν διαφορετικά ως προς την πίστη και μάλιστα φρονούν αντίθετα με την αποκάλυψη του Θεού, όπως αυτή ερμηνεύτηκε αυθεντικά από τις Οικουμενικές Συνόδους, δε μπορεί να υπάρξει εν Χριστώ ενότητα μαζί τους.
Το ίδιο θέλημα, όταν πρόκειται για θέματα πίστεως, εμφανίζεται ως η «τορπίλη» της αιρέσεως, που διαλύει το ενιαίο φρόνημα της πίστεως στην Εκκλησία και ακυρώνει την εν Χριστώ ενότητα των Χριστιανών. Συμβαίνει εδώ, ό,τι συμβαίνει και στη συζυγία. Όταν δηλαδή οι σύζυγοι έχουν ίδια θελήματα, όταν δεν τηρούν με ακρίβεια τις εντολές του Θεού, τότε δεν έχουν ένα φρόνημα, και δεν γίνονται ένα Πνεύμα με το Θεό και μεταξύ τους, που είναι ο κύριος σκοπός του γάμου. Έτσι όμως οι σύζυγοι παραμένουν σαρκικοί, και στην καλύτερη περίπτωση ψυχικοί. Κατά τον Απόστολο Παύλο όμως ούτε οι σαρκικοί, ούτε οι ψυχικοί δέχονται «τα του Πνεύματος του Θεού»[42], που είναι η βασιλεία του Θεού.

Το τελικό και πρακτικό ερώτημα μπορεί να διαμορφωθεί ω εξής: Ποιού θέλημα είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε; Του εαυτού μας; Του οποιουδήποτε άλλου θεσμικού η μη θεσμικού προσώπου; Η του Χριστού, όπως ερμηνεύεται αυτό το θέλημα αυθεντικά και διαχρονικά από τη δογματική συνείδηση της Εκκλησίας; Πάντως, όπως μας βεβαιώνει η διαχρονική πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, μόνον η υπακοή στο θέλημα του Χριστού, που σε τελική ανάλυση είναι να γίνουμε ένα με το Θεό, μας κάνει κοινωνούς στην άκτιστη θεία ζωή και δόξα του Τριαδικού Θεού ήδη από την παρούσα ζωή, ως πρόγευση και αρραβώνας της άκτιστης βασιλείας του. Όταν δηλαδή έχουμε ενεργό μέσα μας τη θεία ζωή, τότε έχουμε και την πληρέστερη ενότητα μας με τους άλλους πιστούς.

Θα είμασταν ιδιαίτερα ευτυχείς, αν η παρούσα ομιλία θα μπορούσε να συμβάλει, έστω και ελάχιστα, στην υπακοή αυτή του ευαρέστου θελήματος του Χριστού, ώστε όλοι μας να γίνουμε πραγματικώς και ενεργώς ένα εν Χριστώ, σύμφωνα πάντα με τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, που εκείνος έθεσε εντός της Εκκλησίας του. Γιατί στο Θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, που είναι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρέχεται η άκτιστη θεία Χάρη και η γνήσια εμπειρία του Θεού, που βιώνεται πρακτικώς ως σωτηρία, ως ζωή δηλαδή του ανθρώπου όμοια με την άκτιστη ζωή του Θεού. Πάντως, οι ετερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες θα μπορούσαν να πιστούν κατεξοχήν από τους Ορθοδόξους, ότι η Χάρη του Θεού είναι άκτιστη, αν αυτή η Χάρη ήταν ενεργός στη ζωή των Ορθοδόξων, οπότε αυτοί δεν θα αμάρταναν, γιατί μόνον όταν κανείς έχει αυτήν ενεργώς μέσα του δεν αμαρτάνει. Ενώ αντίθετα, «του Θεού μη ενεργούντος εν ημίν, αμαρτία παν το παρ' ημών γινόμενον»[43], κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Η ευθύνη μας προς τους ετεροδόξους είναι μεγάλη, επειδή η ζωή μας δεν τους πληροφορεί για τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος, όταν διαλέγονται μαζί μας. Και όταν ακόμη τους πείθουμε επιστημονικά για την ορθότητα των θεολογικών θέσεών μας, δεν τους ελκύουμε για να απομακρυνθούν από την πλάνη τους, επειδή συχνά ταυτιζόμαστε στο επίπεδο της ζωής μαζί τους.

Θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια λόγια του μακαριστού Αγιορείτη Γέροντα π. Παϊσίου, που απαντούν καίρια στον προβληματισμό μας για την αποτελεσματικότητα ενός διαλόγου με τους ετεροδόξους. «Αν ζούσαμε πατερικά», λέει ο χαρισματούχος Γέροντας, «θα είχαμε όλοι πνευματική υγεία, την οποία θα ζήλευαν και όλοι οι ετερόδοξοι, και θα άφηναν τις αρρωστημένες τους πλάνες και θα σώζονταν δίχως κήρυγμα. Τώρα δεν συγκινούνται από την αγία μας πατερική Παράδοση, γιατί θέλουν να δούν και την πατερική μας συνέχεια, την πραγματική μας συγγένεια με τους αγίους μας. Αυτό που επιβάλλεται σε κάθε Ορθόδοξο είναι να βάζη την καλή ανησυχία και στους ετεροδόξους, να καταλάβουν δηλαδή ότι βρίσκονται σε πλάνη, για να μην αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους, και στερηθούν και σ'αυτήν την ζωή τις πλούσιες δωρεές της Ορθοδοξίας και στην άλλη ζωή τις περισσότερες και αιώνιες ευλογίες του Θεού»[44].

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Αν θέλουμε όμως να είμαστε έντιμοι και ειλικρινείς απέναντι στο σώμα της Εκκλησίας, στην οποία ανήκουμε οργανικά και παραμένουμε αγαπητικά, θα πρέπει να ομολογήσουμε απεριφράστως ότι στην εποχή μας έχει διαμορφωθεί μια οξύμωρη κατάσταση. Ως εκκλησιαστικό πλήρωμα εμφανιζόμαστε να τιμούμε και να πανηγυρίζουμε κατεξοχήν εκείνα τα πράγματα, τα οποία παραβιάζονται σήμερα κατά προκλητικό και ασύστολο τρόπο από θεσμικά πρόσωπα με την ένοχη σιωπή των πολλών η το χειρότερο με την επιδοκιμασία και ενθάρρυνση ορισμένων εκ των εγγύς και των μακράν.

Έχουμε την βεβαία αίσθηση ότι μια βαθιά κρίση οντολογικού χαρακτήρα έχει επηρεάσει βαθύτατα πολλά και σημαίνοντα μέλη της Εκκλησίας μας. Κατά τη γνώμη μας, βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη και πονηρότερη απειλή, που βρέθηκε ποτέ η Εκκλησία μας. Αναφέρομαι στον σύγχρονο Οικουμενισμό, τον δόλιο εχθρό, που με το πρόσχημα της αγάπης απειλεί να διαβρώσει ως γάγγραινα όλο και περισσότερο εκλεκτά μέλη του Κυριακού σώματος. Ο Οικουμενισμός εμφανίζεται σήμερα ως η επικινδυνότερη αίρεση όλων των εποχών. Εδώ δεν αποδοκιμάζουμε τον θεολογικό διάλογο, αλλά τη μεθοδολογία και κυρίως το πνεύμα του Οικουμενισμού. Με το προσωπείο μιας μη σαφώς αγιογραφικά προσδιοριζόμενης αγάπης εκκοσμικεύει το Ευαγγέλιο, ελαχιστοποιώντας τη σωτηριολογική σημασία των δογμάτων και παραβιάζοντας προκλητικά τους Ιερούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.


Έτσι, εισάγει με χριστιανικό ένδυμα το πνεύμα των σχέσεων του κόσμου στην Εκκλησία. Επειδή όμως, κατά την Αγία Γραφή , ο κόσμος "κείται εν τω πονηρώ", είναι προφανές ότι το πνεύμα του κόσμου είναι το πνεύμα του πονηρού. Και το πνεύμα αυτό είναι σαφώς πνεύμα αποστασίας και απιστίας προς τον Θεό.

Σήμερα το πνεύμα της παγκοσμιοποιήσεως συμπορεύεται με το πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, που υπηρετείται άριστα από τον βδελυκτό Οικουμενισμό.

Και, επειδή η εκκλησιαστική κατάσταση στις μέρες μας είναι εξόχως σοβαρή, "στώμεν καλώς", αδελφοί!


[1]. Δογματική συνείδηση εἶναι ἡ πνευματική γνώση, πού προκύπτει ἀπό τή βαθειά ἀφομοιωμένη πείρα τῆς θείας Χάριτος. Αὐτή ὑφίσταται μόνον, ὅταν ἐνοικεῖ ἐνεργῶς μέσα μας ὁ Θεός (Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ 2005, σ. 239-40). Ἑπομένως, ὑπάρχει ὀργανική σχέση καί ἄρρηκτη ἑνότητα τῆς δογματικῆς συνειδήσεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς (Βλ. ὅ.π. 179). Ὅταν ἀμβλύνεται ἡ δογματική συνείδηση - καί αὐτό γίνεται κατεξοχήν μέ τήν ἐκκοσμίκευση καί τήν ὁμογενοποίηση τῆς καθημερινῆς ζωῆς μας μέ τήν ἀντίστοιχη ζωή τῶν ἑτεροδόξων- μειώνεται καί ἡ εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων σέ σχέση μέ τά θεσμοποιημένα δόγματα τῆς πίστεως καί τήν Ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
[2] Πρβλ. Γαλ. 1,8: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανῶν εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ'ὅ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. καί Πρακτικά Ζ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μαnsi 13, 407-408, καί τήν Ἐγκύκλιο τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848: «Παρ'ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα».
[3]. P.G. 62, 610-611.
[4]. Βλ. , P.G 59, 443.
[5]. Πρβλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, P.G 90, 165Α.
[6] . Βλ. Α΄ Κανών Πενθέκτης: «Εἰ δέ τις τῶν ἁπάντων μή τά προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ καί ἀσπάζοιτο, καί οὕτω δοξάζοι τε, καί κηρύττοι, ἀλλ' ἐξ ἐναντίας ἰέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα, κατά τόν ἤδη ἐκτεθέντα ὅρον ὑπό τῶν προδηλωθέντων ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων, καί τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωνείσθω καί ἐκπιπτέτω».
[7] . Βλ. P.G. 55, 321-322.
[8] . Βλ. , P.G. 61, 633.
[9]. Βλ. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 30, 338.
[10]. Βλ. P.G 62, 560: «Γύμναζε σεαυτόν πρός εὐσέβειαν, τουτέστι πρός πίστιν καθαράν καί βίον ὀρθόν. Τοῦτο γάρ ἐστιν εὐσέβεια».
[11]. Βλ. P.G 51, 250-251.
[12] . Βλ. P.G. 59, 50. 176. 352.363.
[13] . Μθ. 7, 21-23, στό PG 57, 321.
[14] . Βλ. P.G. 59, 369: «Οὐδέν γάρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων. ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος».
[15] . P.G. 48, 811.
[16] . Βλ P. G. 62, 95.
[17] . Βλ. P.G. 53, 110-158.
[18] . Βλ. P.G. 57, 243-244.
[19] . Βλ. P.G. 61, 78.
[20] . Βλ.ΕΠΕ 18, 222-224.
[21] . Βλ. P.G. 57, 243-244.
[22] . Βλ. ΕΠΕ 18, 222-224.
[23]. Βλ. Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Δημήτριον, ἐκδ. Δ. Τσάμη, σ. 32-37.
[24]. P.G. 74, 253D.
[25] .Βλ. Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγος 11, 17, στό Β. Ψευτογκᾶ, Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγοι καί Ὁμιλίες, Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοί Συγγραφεῖς 2, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 244. Προϋπόθεση δηλαδή τῆς ἑτεροδοξίας εἶναι ἡ ἐσφαλμένη καί ἀκάθαρτη ζωή. Εἰδικότερα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔπαρση εἶναι ἀκάθαρτος καί βδελικτός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον «ἀκάθαρτος παρά Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». (Παροιμ. 16, 5).
[26] . Λόγος Λ΄, 13, Περί ἀγάπης
[27]. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, P.G. 36, 13D.
[28]. Βλ. Πρός Ξένην, P.G. 150, 1088Β.
[29]. Βλ. Ὅρος Πίστεως τῆς Συνόδου, στό Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1, Ἀθῆναι 1960, σ. 155
[30]. Bλ. Ἐπιστολή Κυρίλλου πρός Ἰωάννην Ἀντιοχείας τῷ 433 καί ἡ ἐν αὐτῇ Ἔκθεσις πίστεως τῶν «διαλλαγῶν»τοῦ Ἰωάννου, στό Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, (Κείμενα), τόμ. Β΄ Θεσσαλονίκη 42000, σ., 36.
[31]. Ἰούδ. 1, 3.
[32]. Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν γεγενημένων παρ' Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π. 31, 260-1: «οὐ γάρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τούς περί πίστιν ἀσεβοῦντας», σημειώνει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐδέ προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι.Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον ἐθεράπευσε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν Πατέρων ἐμάθομεν...».
[33]. Βλ. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27-31, Π. Χρήστου, τ. Α΄, σ. 31: « Ἦν οὖν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδέ λόγον ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μή τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε τῆς δέ παρ' ὑμῶν προσθήκης παρ' ὑμῶν ἐκβεβλημένης πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ υἱοῦ ἤ οὐχί καί ἐκ τοῦ υἱοῦ τό πνεῦμα τό ἅγιον, καί τό ἀναφέν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν».
[34] . Τίτ. 3, 10.
[35]. Ἐφ. 4, 15.
[36]. Γαλ. 5, 22.
[37]. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, P.G.62, 509. Πρβλ. P.G. 62, 174: «οὐδέν ὄφελος ἀγάπης, πίστεως χωρίς. μᾶλλον δέ οὐδ' ἄν γένοιτο ἀγάπη ἑτέρως».
[38]. .Ἰω. 14, 21.
[39]. Ἰω. 17, 22.
[40]. Φιλιπ. 2, 2. Πρβλ. Β΄ Κορ. 13, 11 καί 4, 2 .
[41] . Κολ. 1, 18.
[42]. Α΄ Κορ. 2, 14.
[43]. Γρηγορίου Παλαμᾶ P.G.151, 416D-417A.
[44]. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, τόμ. Α΄, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή -Θεσσαλονίκης 1998, σ. 348-349.


http://www.impantokratoros.gr/B47A1797.el.aspx
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Περι των διαλόγων αγάπης μεταξύ ορθοδόξων και παπικών

2
Οικουμενισμός :Εἶ­ναι οἱ Ἑ­τε­ρό­δο­ξοι μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;



ἄρθρο τοῦ Κα­θη­γη­τή Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη

Πρω­τί­στως πρέ­πει νά δι­ευ­κρι­νή­σου­με ὅ­τι ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στεύ­ου­με, σύμ­φω­να μέ τό Σύμ­βο­λο Πί­στε­ως τῆς Νι­καί­ας-Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (381), «εἰς μί­αν, ἁ­γί­αν, ἀ­πο­στο­λι­κήν καί κα­θο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν». Κα­τά τήν ἀ­δι­ά­κο­πη δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή κα­τά τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της, ἡ μί­α αὐ­τή Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη.
Ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Συμ­βό­λου ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «μί­α» ση­μαί­νει πώς αὐ­τή εἶ­ναι βα­σι­κή ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ταυ­τό­τη­τάς της. Πρα­κτι­κῶς αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά δι­αι­ρε­θεῖ, νά κομ­μα­τι­α­στεῖ, ἐ­πει­δή αὐ­τή εἶ­ναι τό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Καί ὁ Χρι­στός ὡς κε­φα­λή τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας οὔ­τε πολ­λά σώ­μα­τα μπο­ρεῖ νά ἔ­χει οὔ­τε καί δι­η­ρη­μέ­νο σῶ­μα νά κα­τέ­χει.

Στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ νι­κή­θη­κε καί αὐ­τός ὁ θά­να­τος. Ἔτ­σι, ὅ­ποι­ος ἐν­τάσ­σε­ται στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νός σ’ αὐ­τό μέ τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α καί τήν ἀ­γα­πη­τι­κή τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν, με­τα­βαί­νει ἀ­πό τόν βι­ο­λο­γι­κό θά­να­το στήν αἰ­ώ­νι­α καί ἀ­ΐ­δι­α ζω­ή τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­πως τά κλα­δι­ά τῆς ἀμ­πέ­λου δέν μπο­ροῦν νά ζή­σουν καί νά καρ­πο­φο­ρή­σουν, ἄν ἀ­πο­κο­ποῦν ἀ­πό τήν ἄμ­πε­λο, ἔτ­σι καί ὁ ἀ­πο­κο­μμέ­νος ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α πι­στός ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρες κοι­νό­τη­τες πι­στῶν- ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἀ­ριθ­μη­τι­κό τους πλῆ­θος- δέν μπο­ροῦν οὔ­τε νά ὑ­πάρ­ξουν ἐν Χρι­στῷ οὔ­τε νά συ­στή­σουν ἄλ­λη Ἐκ­κλη­σί­α.

Ἡ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι θε­ό­πνευ­στη καί ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­τη. Σύμ­φω­να μέ τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη πί­στη της, πολ­λές ἤ δι­η­ρη­μέ­νες Ἐκ­κλη­σί­ες δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν, ἐ­πει­δή ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τί­φα­ση ἐν τοῖς ὅ­ροις τό μί­α καί τό πολ­λές ἤ τό μί­α καί τό δι­η­ρη­μέ­νη. Τό δι­η­ρη­μέ­νη ἀ­ναι­ρεῖ στήν πρά­ξη τήν πί­στη στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού μό­νο ὡς μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­η­θεῖ μέ βά­ση τήν ὀρ­θό­δο­ξη αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἄρ­νη­ση τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἄρ­νη­ση τῆς ταυ­τό­τη­τας καί τῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας της, ὅ­ταν κά­ποι­ος κά­νει λό­γο ἐν­συ­νεί­δη­τα γι­ά δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔτ­σι, οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δέν ἔ­χουν κα­νέ­να ψυ­χο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα (κόμ­πλεξ) ταυ­τό­τη­τας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­πο­κο­πῆς ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν. Βε­βαί­ως πο­νοῦν, προ­σεύ­χον­ται καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γι­ά τή με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­πι­στρο­φή τους.


1. Ἀ­πο­στο­λι­κή Πί­στη

Ἡ ἔν­τα­ξη καί ἡ πα­ρα­μο­νή στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν εἶ­ναι ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τη. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν χω­ρίς ὅ­ρους ἀ­πο­δο­χή καί ὁ­μο­λο­γί­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς πί­στε­ως, ὅ­πως αὐ­τή ἑρ­μη­νεύ­τη­κε καί ὁ­ρι­ο­θε­τή­θη­κε ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἔτ­σι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πι­στός -ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή θε­σμι­κή θέ­ση πού ἔ­χει στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας- ἤ σύ­νο­λα πι­στῶν -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τους- πα­ρα­βι­ά­σουν ἐκ πε­ποι­θή­σε­ως τήν ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τό σῶ­μα της. Καί ἄν εἶ­ναι σ’ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἱ­ε­ρα­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα κα­θαι­ροῦν­ται, ἐ­νῶ οἱ λα­ϊ­κοί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι δέν μπο­ροῦν στό ἑ­ξῆς νά με­τέ­χουν καί νά κοι­νω­νοῦν στά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­σή­μως τόν 11ο αἰ­ώ­να. Τό 1014 εἰ­σή­γα­γαν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, τό γνω­στό F­i­l­i­o­q­ue. Σύμ­φω­να μέ τή δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τή τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα ὡς θεῖ­ο Πρό­σω­πο ἔ­χει τήν ὕ­παρ­ξή του ἐκ­πο­ρευ­τῶς καί ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα καί ἀ­πό τόν Υἱ­ό. Ἡ δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ὅ­μως ἀ­να­τρέ­πει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, ἀ­φοῦ κα­τά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας «πα­ρά τοῦ Πα­τρός ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται» (15,26). Ἄλ­λω­στε, ἡ Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος δι­ά τοῦ Προ­έ­δρου της, ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ἀ­να­φε­ρό­με­νη στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως κα­θό­ρι­σε ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, ὅ­τι «οὐ­δε­νί ἐ­πι­τρέ­πε­ται λέ­ξιν ἀ­μεῖ­ψαι τῶν ἐγ­κει­μέ­νων ἐ­κεῖ­σε ἤ μί­αν γοῦν πα­ρα­βῆ­ναι συλ­λα­βήν» (σέ κα­νέ­ναν δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά προ­σθέ­σει ἤ νά ἀ­φαι­ρέ­σει οὔ­τε μί­α συλ­λα­βή ἀ­πό αὐ­τά πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως). Ὅ­λες οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι κα­τα­κύ­ρω­σαν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς.
Εἶ­ναι λοι­πόν προ­φα­νές ὅ­τι οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί -κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση καί οἱ Προ­τε­στάν­τες πού υἱ­ο­θέ­τη­σαν τό F­i­l­i­o­q­ue- ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι γι’ αὐ­τό πε­ριτ­τό νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­λους τούς με­τέ­πει­τα νε­ω­τε­ρι­σμούς στήν πί­στη ἐκ μέ­ρους τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν (ὅ­πως τό ἀ­λά­θη­το τοῦ πά­πα, τά μα­ρι­ο­λο­γι­κά δόγ­μα­τα, τό πρω­τεῖ­ο, ἡ κτι­στή Χά­ρη κ.ἄ.­).

2. Ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή

Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη συν­δέ­ε­ται ἀ­δι­αί­ρε­τα καί ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἔ­χει οὐ­σι­α­στι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο μό­νο μέ­σα στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη.
Λέ­γον­τας ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἐν­νο­οῦ­με τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­α τῆς ἡ­γε­σί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους. Ἡ συ­νέ­χει­α αὐ­τή ἔ­χει χα­ρι­σμα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα καί δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τή με­τά­δο­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τῶν Ἀ­πο­στό­λων στούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί δι’ αὐ­τῶν στούς ἱ­ε­ρεῖς.
Ὁ τρό­πος με­τα­δό­σε­ως τῆς πνευ­ματ­ι­κῆς-ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας στούς Ἐ­πι­σκό­πους γί­νε­ται μέ τή χει­ρο­το­νί­α. Ἄν, ἑ­πο­μέ­νως, κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει λά­βει μέ κα­νο­νι­κό – ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τρό­πο τή χει­ρο­το­νί­α του καί στή συ­νέ­χει­α βρε­θεῖ ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης πί­στε­ώς του, παύ­ει οὐ­σι­α­στι­κά νά ἔ­χει καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἔ­χει νό­η­μα μό­νο μέ­σα στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἄν κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρη το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἀ­ριθ­μοῦ με­λῶν- ἐκ­πέ­σουν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή ἐκ­φρά­στη­κε ἀ­λα­θή­τως στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, παύ­ουν νά ἔ­χουν οἱ ἴ­δι­οι τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή βρί­σκον­ται ἤ­δη ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί, ἀ­φοῦ δι­α­κό­πτε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή οὐ­σι­α­στι­κά, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται λό­γος γι­ά κα­το­χή ἤ γι­ά συ­νέ­χει­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς στούς ἐκ­πε­σόν­τες ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Μέ βά­ση τά πα­ρα­πά­νω, ὁ ἴ­δι­ος ὁ πά­πας, ἀλ­λά καί τό σύ­νο­λο τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ἐ­πι­σκό­πων στε­ροῦν­ται τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή στε­ρη­θέν­τες τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­τά συ­νέ­πει­α, λό­γος γι­ά ἀ­πο­στο­λι­κή δι­αδ­ο­χή ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι λό­γος ἀ­τε­κμη­ρί­ω­τος ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, εἶ­ναι δη­λα­δή λό­γος ἀ­θε­ο­λό­γη­τος.


3. Ἱερωσύνη καί τά ἄλλα Μυ­στή­ρι­α


Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στό πλαί­σι­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ ἴ­δι­ου τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός τε­λεῖ τά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του δι­ά τῶν Ἐ­πι­σκό­πων καί Ἱ­ε­ρέ­ων Του.
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­ά της ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους, προ­ϋ­πο­θέ­τει δη­λα­δή τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Πρω­τί­στως ὅ­μως ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τόν Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό ὡς ἱ­ε­ρουρ­γό στό μυ­στη­ρι­α­κό Σῶ­μα Του, τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ ὑ­φί­στα­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί πα­ρέ­χε­ται ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό δι­ά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του καί γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Αὐ­το­νο­μη­μέ­νη ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί αὐ­το­νο­μη­μέ­να ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μυ­στή­ρι­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν.
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί ὅ­λα τά μυ­στή­ρι­α, ἀ­πο­τε­λεῖ λει­τουρ­γι­κή φα­νέ­ρω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «ση­μαί­νε­ται ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα­). Τοῦ­το ση­μαί­νει, ὅ­τι γι­ά νά ὑ­πάρ­χουν μυ­στή­ρι­α, πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως νά ὑ­πάρ­χει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Τά μυ­στή­ρι­α εἶ­ναι σάν τά κλα­δι­ά ἑ­νός δέν­δρου. Ζων­τα­νά κλα­δι­ά, πού ἀν­θοῦν καί καρ­πο­φο­ροῦν, μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν μό­νον ὅ­ταν αὐ­τά εἶ­ναι ὀρ­γα­νι­κή προ­έ­κτα­ση τοῦ δέν­δρου, ὅ­ταν δη­λα­δή εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κά συν­δε­μέ­να μέ τόν κορ­μό τοῦ δέν­δρου.
Εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὅ­τι οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι, Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἤ Προ­τε­στάν­τες, ἔ­χουν ἔ­στω καί ἕ­να μυ­στή­ρι­ο, π.χ. τό βά­πτι­σμα. Τό θε­με­λι­ῶ­δες ἐ­ρώ­τη­μα πού πρέ­πει νά τί­θε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι: Ποι­ός ἱ­ε­ρούρ­γη­σε τό μυ­στή­ρι­ο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος; Ποῦ βρῆ­κε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη ὁ ἱ­ε­ρουρ­γός; Ποι­ός τοῦ ἔ­δω­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ἀ­φοῦ αὐ­τήν τήν πα­ρέ­χει μό­νον ἡ Ἐκ­κλη­σί­α; Καί ποῦ βρέ­θη­κε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀ­φοῦ αὐ­τοί λό­γῳ τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης δογ­μα­τι­κῆς πί­στε­ώς τους ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α;


4.Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν «δύ­ο πνευ­μό­νων» τοῦ Χρι­στοῦ

Ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή ἔ­χει τήν πα­τρό­τη­τά της στόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Σύμ­φω­να μέ τή θε­ω­ρί­α αὐ­τή ὁ Χρι­στός ἔ­χει ὡς «πνεύ­μο­νές» Του τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κισμό καί τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α.
Σή­με­ρα, δυ­στυ­χῶς, ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή υἱ­ο­θε­τή­θη­κε καί ἀ­πό πολ­λούς ὀρ­θό­δο­ξους ἱ­ε­ράρ­χες καί λα­ϊ­κούς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κούς θε­ο­λό­γους, μᾶλ­λον ἀ­βα­σά­νι­στα. Καί τοῦ­το, γι­α­τί ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή κρι­νό­με­νη ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη ὄ­χι μό­νον ἀ­θε­ο­λό­γη­τη εἶ­ναι, ἀλ­λά καί κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βλά­σφη­μη.
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται ὀν­το­λο­γι­κά ἀ­πό τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό γι­ά κα­θα­ρά δογ­μα­τι­κούς λό­γους. Ἔτ­σι, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ ὅ­τι μό­νον αὐ­τή δι­α­σώ­ζει τόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς Θε­αν­θρω­πί­νου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός ἔ­χει ἐ­δῶ καί χί­λι­α χρό­νι­α ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἄλ­λω­στε, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως εἶ­ναι «μί­α» καί ἑ­νι­αί­α, εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά τε­λεί­ως ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­νο­οῦν­ται, σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρί­α, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός ὡς οἱ «δύ­ο πνεύ­μο­νες» τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς κά­ποι­α ἰ­σό­τι­μα δη­λα­δή μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός Του. Σέ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση θά πρέ­πει νά θε­ω­ρή­σου­με ὅ­τι τά ἄλ­λα μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ ἤ πα­ρα­μέ­νουν ἀ­κά­λυ­πτα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἤ κα­λύ­πτον­ται ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά ἀ­πό ἄλ­λες, ἐ­κτός τῶν δύ­ο, Ἐκ­κλη­σί­ες. Κά­τι τέ­τοι­ο ὅ­μως θά μᾶς ὁ­δη­γοῦ­σε εὐ­θέ­ως στήν υἱ­ο­θέ­τη­ση τῆς προ­τε­σταν­τι­κῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῶν κλά­δων» (B­r­a­n­ch t­h­e­o­ry). [Λέγοντας θεωρία τῶν κλάδων ἐννοοῦμε τή θεωρία τῶν προτεσταντῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τούς προ­τε­στάν­τες εἶ­ναι ἡ ἀ­ό­ρα­τη κο­νω­νί­α τῶν ἁ­γί­ων. Οἱ δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­ρι­κές-ἐμ­πει­ρι­κές ἐκ­κλη­σί­ες ὅ­λων τῶν δογ­μά­των ἔ­χουν νο­μι­μό­τη­τα καί ἰ­σό­τη­τα ὑ­πάρ­ξε­ως, ὡς κλα­δι­ά τοῦ ἑ­νός δέν­δρου τῆς ἀ­ό­ρα­της ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­ό­ρα­τη ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ κα­θαυ­τό ἐκ­κλη­σί­α ἡ ὁ­ποί­α καί ὁ­μο­λο­γεῖ­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Κα­τά συ­νέ­πει­α, καμ­μί­α ἐ­πι­μέ­ρους το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε δόγ­μα­τος, δέν ἐν­σαρ­κώ­νει τήν «μί­α ἁ­γί­α κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α». Καμ­μί­α το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ ὅ­τι κα­τέ­χει τήν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἀ­πο­κα­λυ­φθεί­σας ἀ­λή­θει­ας. Ἡ μί­α ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι το συ­νο­λι­κό ἄ­θροι­σμα τῶν ἐ­πι­μέ­ρους τμη­μά­των της, δη­λα­δή τῶν κα­τά τό­πους ἐκ­κλη­σι­ῶν ὅ­λων τῶν δογ­μά­των, ὅ­σο καί ἄν δι­α­φέ­ρουν δογ­μα­τι­κά με­τα­ξύ τους]. Πράγ­μα τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτο ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη.
Εἶ­ναι ὅ­μως καί βλά­σφη­μη ἡ πα­ρα­πά­νω Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς προ­έ­λευ­σης θε­ω­ρί­α πε­ρί τῶν «δύ­ο πνευ­μό­νων» τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐ­τή συμ­βαί­νει νά υἱ­ο­θε­τεῖ­ται ἀ­πό Ὀρ­θο­δό­ξους. Καί εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βλά­σφη­μη, ἐ­πει­δή ἐν­τάσ­σει στό ἄ­μω­μο Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό ὡς ὀρ­γα­νι­κό μέ­λος Του (ὡς ἕ­να «πνεύ­μο­νά» Του), τή στιγ­μή πού ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός θε­σμι­κά πά­σχει ὀν­το­λο­γι­κῶς, ὡς πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐ­κτός τοῦ Θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


5. «Ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες»

Ἀρ­χι­κά ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» εἶ­ναι ἀ­πό ἀ­δό­κι­μος ἕ­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος. Ἀ­δό­κι­μος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά ἐκ­φρά­σει τή σχέ­ση με­τα­ξύ τῶν το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι ὁ ὅ­ρος, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά προσ­δι­ο­ρί­σει τόν ὀν­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ.
Κα­ταρ­χήν, ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» δέν εἶ­ναι βι­βλι­κά θε­με­λι­ω­μέ­νος, οὔ­τε κἄν νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νος. Ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς δι­ά­φο­ρες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, δέν τίς ἀ­πο­κα­λεῖ «ἀ­δελ­φές», οὔ­τε ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «μη­τέ­ρα» αὐ­τῶν τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἔ­χει τή συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί ὅ­τι αὐ­τή ἔ­χει κα­θο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα, μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πλη­ρό­τη­τας τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί τῆς ζω­ῆς της, κε­φα­λή τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός. Ἔτ­σι, ὅ­ταν ἀ­πευ­θύ­νε­ται σέ κά­ποι­α το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­χει τή στε­ρε­ό­τυ­πη ἔκ­φρα­ση: «τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ τῇ οὔ­σῃ ἐν.­.. (π.χ. Κο­ρίν­θῳ)­». Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ὅ­λης Ἐκ­κλη­σί­ας μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται σέ κά­θε τό­πο, ὅ­που ὑ­πάρ­χει ἡ εὐ­χα­ρι­στι­α­κή κοι­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν ὑ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πό της. Εἶ­ναι βε­βαί­ως αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τήν κο­ι­νω­νί­α με­τα­ξύ τους στήν αὐ­τή πί­στη, ζω­ή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τά­ξη. Τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἐγ­γυ­ᾶ­ται στήν πρά­ξη ἡ σύ­νο­δος τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τους.
Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τό ὅ­τι, ἀ­φοῦ καί οἱ ὁ­μό­φρο­νες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες στό πλαί­σι­ο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας δέν νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές», πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν ὑ­πάρ­χει θε­ο­λο­γι­κό-ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ὑ­πό­βα­θρο γι­ά νά ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός. Ἄλ­λω­στε ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μά­ζε­ται κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό 1014, ἐ­πει­δή ἀ­πό τό­τε ὑ­φί­σταν­ται πνευ­μα­τι­κῶς γι’ αὐ­τόν τά ἐ­πι­τί­μι­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μέ συ­νέ­πει­α τήν ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα.
Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἡ ἄρ­ση τῶν πα­ρα­πά­νω ἐ­πι­τι­μί­ων δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πό κα­νέ­να θε­σμι­κό πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σο ψη­λά καί ἄν βρί­σκε­ται στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α, πα­ρά μό­νον ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο. Ἀλ­λά καί τοῦ­το μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο στήν πε­ρί­πτω­ση πού ἀρ­θοῦν προ­η­γου­μέ­νως οἱ δογ­μα­τι­κοί λό­γοι, στούς ὁ­ποί­ους οὐ­σι­α­στι­κά ὀ­φεί­λε­ται ἡ ἔκ­πτω­ση τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Εἶ­ναι λοι­πόν φα­νε­ρό ὅ­τι, ἐ­πι­σή­μως, ἀ­πό τό 1014 ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α. Τοῦ­το πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν ἔ­χει τήν ὀρ­θή ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Δέν ἔ­χει τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί κα­τε­πέ­κτα­ση δέν ἔ­χει τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α, πού κα­θι­στοῦν τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι καί νά πα­ρα­μέ­νει ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη, κά­θε χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶ­ναι ἁ­πλά αἱ­ρε­τι­κή.

ΠΗΓΗ:”Ἐν Συνειδήσει”, Ἔκτακτη ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου-Ἰούνιος 2009 – Από: Μητρόπολη Κυθήρων.

http://aktines.blogspot.com/2012/02/blo ... .html#more
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Περι των διαλόγων αγάπης μεταξύ ορθοδόξων και παπικών

3
Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ



Η «Επιστημονική Ημερίδα» με θέμα «Ο Θεολογικός Διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», που οργάνωσε ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας (του Τμήματος Θεολογίας) της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. στις 20.5.2009 στην Αίθουσα τελετών του εν λόγω Πανεπιστημίου, απεκάλυψε «πολλών καρδιών διαλογισμούς». Και από αυτής της πλευράς η Ημερίδα έκανε καλό. Θα ερωτήσει όμως ο αναγνώστης: Τί ακριβώς απεκάλυψε;

1. Διαπιστώσαμε τη θλιβερή άμβλυνση του δογματικού αισθητηρίου ορισμένων Ορθοδόξων Καθηγητών, και μάλιστα της Δογματικής! Απορήσαμε για τις ιδέες και τις τοποθετήσεις τους στα θέματα του Διαλόγου, τις οποίες οι ίδιοι θεωρούν Ορθόδοξες! Ενός Διαλόγου που, αντί να αποβλέπει στην επαναφορά των ετεροδόξων στην αλήθεια, εκτρέπεται ολοένα και περισσότερο σε επικίνδυνες ατραπούς εκτός της αληθείας πιστοποιώντας έτσι αυτό που είπε ο Αγιορείτης Γέροντας π. Παΐσιος: «Για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού πηγαίνουμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, όταν δεν ακολουθούμε τα χνάρια των Αγίων Πατέρων».

Ακούσαμε Ορθόδοξο Πανεπιστημιακό Καθηγητή της Θεολογίας να λέγει κατά λέξη από του βήματος της «Επιστημονικής Ημερίδος» ότι «μόνη διαφορά μας» με τους Παπικούς «είναι το πρωτείο» του Πάπα!... Ενώ και αυτός ακόμη ο πρωτοετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής γνωρίζει ότι οι Παπικοί δεν έχουν κοινή με μας αποστολική πίστη. ότι οι διαφορές μας με τους Παπικούς είναι τεράστιες και θεμελιώδεις. Τέτοιες είναι η εκ μέρους τους αυθαίρετη προσθήκη του Filioque (: και εκ του Υιού) στο Σύμβολο της Πίστεως, η οποία προσθήκη έχει επισφραγισθεί από Παπικές «Οικουμενικές» Συνόδους. το περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου δόγμα του Παπισμού. το αλάθητο του Πάπα. τα περί κτιστού χαρακτήρα της άκτιστης χάριτος. τα περί καθαρτηρίου πυρός κλπ.

2. Από την εισήγηση του Καρδιναλίου Walter Kasper (Βάλτερ Κάσπερ) με τίτλο «Ο απ. Παύλος και οι οικουμενικές προκλήσεις για την Εκκλησία σήμερα», δεν έλειπαν οι σαφείς υπαινιγμοί για το «πρωτείο του Πάπα», το οποίο μπορεί μεν σήμερα να άρχισε να συζητείται από τους Παπικούς, αλλ' ο Παπισμός δεν πρόκειται ποτέ να το αρνηθεί, διότι το ερμηνεύει κατά τον δικό του δικανικό τρόπο. Πέραν του ότι αυτό, όπως το ερμηνεύουν οι Παπικοί, αποτελεί γι' αυτούς δόγμα (στηριζόμενο σαφώς στις ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις). και μάλιστα δόγμα της Α' Βατικανής Συνόδου, την οποία οι Παπικοί θεωρούν Οικουμενική. Επομένως δεν υπάρχουν περιθώρια άλλης, νέας ερμηνείας εκ μέρους τους.

3. Ακούσαμε στην «Επιστημονική Ημερίδα» από στόμα Ορθοδόξου Καθηγητού ότι το παπικό πρωτείο εξουσίας θα κριθεί στο μέλλον, εννοώντας στην προσεχή διάσκεψη της Επιτροπής του Διαλόγου Ορθοδόξων και Παπικών που θα γίνει τον Οκτώβριο στην Κύπρο, όπου θα συζητηθεί η έννοια του παπικού πρωτείου. Άλλωστε και στο κείμενο της Ραβέννας αναφέρεται ότι τούτο «αναμένεται να μελετηθεί εις μεγαλύτερον βάθος» (§ 45). Επειδή όμως οι Παπικοί είναι, όπως ήδη τονίσαμε, ανένδοτοι στο ζήτημα αυτό, υπάρχει διάχυτος ο φόβος στο Ορθόδοξο πλήρωμα ότι οι ημέτεροι, διαλλακτικότατοι και ανεπίτρεπτα υποχωρητικοί, όπως δεικνύει η μέχρι τούδε στάση τους στην πορεία των Θεολογικών Διαλόγων, να προσπαθήσουν, όπως αφέθηκε να εννοηθεί από κάποιες συζητήσεις, να ερμηνεύσουν το επάρατο παπικό πρωτείο... ορθοδόξως! Όπως προσπαθούν να ερμηνεύσουν ορθοδόξως και την αυθαίρετη κακοδοξία του Filioque. Οπότε δεν αποκλείεται να ξυπνήσουμε μίαν ημέραν «βαπτισμένοι» από τα μέλη της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο ως Ουνίτες χωρίς να το αντιληφθούμε!...

4. Ο Καρδινάλιος Κάσπερ στην εισήγησή του αναφέρθηκε σαφώς - με διπλωματική πάντα γλώσσα και ορολογία - στο «υπό συζήτηση», όπως είπε, «ερώτημα: Ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης στην παγκόσμια εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετία». Ετόνισε όμως ότι «η επιστροφή στην πρώτη χιλιετία δεν είναι τόσο απλή». Διότι, όπως παραδέχθηκε, «ήδη κατά την πρώτη χιλιετία υπήρξαν σε Ανατολή και Δύση διαφορετικές εξελίξεις. Στη Δύση υπήρξε πρακτικά ήδη στα χρόνια του Λέοντος του Μεγάλου τον 5ο αι. η σημερινή αντίληψη για το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης. Ωστόσο, στους Ανατολικούς Πατέρες της Εκκλησίας δεν βρίσκει κανείς κάτι σχετικό ή το συναντά μόνο σε κάποιες περιστασιακές αναφορές», επεσήμανε ο Καρδινάλιος. Όμως η πλήρης αλήθεια είναι ότι η Εκκλησία ουδέποτε κατά την πρώτη χιλιετία ανεγνώρισε τον επίσκοπο Ρώμης αυθεντία σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι' αυτήν υπέρτατη αυθεντία υπήρξαν πάντοτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Επομένως, προσθέτουμε εμείς, η επιστροφή στην πρώτη χιλιετία είναι μια πολύ απλή κίνηση. Δύσκολη την κάνει η «παπική οφρύς», για την οποία μιλούσε με πόνο ο Μέγας Βασίλειος στις ημέρες του.


Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 13 σελίδες του κειμένου της εισηγήσεως του Παπικού Κάσπερ οι πέντε, δηλαδή σχεδόν το 1/2, ασχολούνται με το πρωτείο του Πάπα, ενδεικτικό και αυτό της επιμονής του Παπισμού στο θέμα τούτο.

5. Στην ομιλία του ο Καρδινάλιος Κά­σπερ παρετήρησε: «Είναι ευχάριστο ότι στο μεταξύ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο πάπας Βενέδικτος 16ος εκφράστηκαν δημοσίως αναγνωρίζοντας το έγγραφο της Ραβέννας». Αλλά το κείμενο της Ραβέννας (13.10.2007) είναι απαράδεκτο από πλευράς ορθοδόξου, αφού πάσχει σοβαρά σε πάρα πολλά σημεία, όπως απέδειξε στην επιστημονική, υπεύθυνη, σοβαρή και με ορθόδοξα θεολογικά επιχειρήματα εισήγησή του κατά την εν λόγω «Επιστημονική Ημερίδα» ο Τακτικός Καθηγητής της Δογματικής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, αναπτύσσοντας το θέμα «Ορθόδοξοι προβληματισμοί με αφορμή το κείμενο της Ραβέννας».


Στα συμπεράσματά του ο κ. Τσελεγγίδης υπεγράμμισε: «Στο κοινό κείμενο (Σ.Σ. της Ραβέννας) η ορθόδοξη εκκλησιολογία επεκτείνεται και εφαρμόζεται ανεπίτρεπτα και στους ετεροδόξους. Αυτό γίνεται απροϋπόθετα, χωρίς δηλαδή να λαμβάνονται υπ' όψιν οι υφιστάμενες δογματικές διαφορές, πράγμα που νομιμοποιεί εκκλησιολογικά την ετεροδοξία και την εξισώνει με την Ορθοδοξία. Ο εκκλησιολογικός αυτός νεωτερισμός», επεσήμανε ο ομολογητής ομιλητής, «διαποτίζει όλο το κοινό Κείμενο (Σ.Σ. της Ραβέννας) και εκβάλλει σε επιμέρους εκκλησιολογικές παραδοξότητες, οι οποίες αλλοιώνουν την έως τώρα αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας». Ορθότατα. Άλλωστε, προσθέτουμε εμείς, είναι καθαρή βλασφημία να θεωρούμε και να ονομάζουμε τους ετεροδόξους «εκκλησία».


6. Στην «Επιστημονική Ημερίδα» όλοι οι εισηγητές - Ορθόδοξοι και Παπικοί -πλην του Καθηγητού κ. Δημ. Τσελεγγίδη και του Καθηγητού κ. Ιωάννου Β. Κογκούλη, Κοσμήτορα του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ., μιλούσαν για «αδελφές εκκλησίες». Είναι δε προς τιμήν του κ. Κογκούλη το ότι κατά την προσφώνησή του στην «Ημερίδα» «ετόνισε ότι την Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να την ονομάζουμε "Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία", διότι αυτό είναι το σωστό όνομά της. Ορθώς. διότι ο Παπισμός, εφόσον βρίσκεται στην αίρεση, δεν μπορεί να θεωρείται «Εκκλησία» και μάλιστα «Καθολική»!

Αυτά τόνισε με θεολογική ορολογία και ο κ. Δημ. Τσελεγγίδης στον επίλογο της εισηγήσεώς του λέγοντας: «Το κοινό κείμενο (Σ.Σ. της Ραβέννας) φαίνεται να προϋποθέτει σαφώς ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί ανήκουν στη "Μία Εκκλησία" και ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν κοινή με μας (Σ.Σ. τους Ορθοδόξους) αποστολική πίστη, παρά την ταύτιση ουσίας και ενεργείας στο Θεό, παρά το Filioque, παρά την εσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους για τον κτιστό χαρακτήρα της άκτιστης και θεοποιού Χάριτος. Όλα τα παραπάνω, στα οποία παραμένουν σταθερά μέχρι σήμερα οι Ρωμαιοκαθολικοί, ακυρώνουν στην πράξη τον χαρακτήρα της Εκκλησίας ως "κοινωνίας θεώσεως", με την οντολογική σημασία του όρου, (την) πραγματική δηλαδή και όχι συμβολική μετοχή του ανθρώπου στη θεία ζωή. Ακυρώνουν όμως ταυτόχρονα και τον ουσιαστικό χαρακτήρα των μυστηρίων της».


Επιπλέον ο κ. Τσελεγγίδης, κρίνοντας την § 32 του κειμένου της Ραβέννας εν συνδυασμώ με την υποσημείωση 1 της § 4 του ιδίου κειμένου, «βλέπει ότι στην πραγματικότητα το εκκλησιαστικού χαρακτήρα χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές (Σ.Σ. Ορθοδόξους και Παπικούς) είναι προς το παρόν αγεφύρωτο. Και αυτό οφείλεται», κατά τη γνώμη του κ. Καθηγητού, «στην εσφαλμένη μέθοδο του Θεολογικού Διαλόγου, στην υιοθέτηση δηλαδή του "επί ίσοις όροις" διαλόγου με παρούσες τις διαφορές στο δόγμα».

7. Το ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και ο Πάπας Βενέδικτος 16ος «εκφράστηκαν δημοσίως αναγνωρίζοντας το κείμενο της Ραβέννας», όπως είπε ο Βάλτερ Κάσπερ, δεν έχει ουσιαστική σημασία για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι Οικουμενική Σύνοδος. Επιπλέον μέχρι σήμερα δεν είδαμε κανένα επίσημο γραπτό κείμενο προερχόμενο από τις Συνόδους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών που να εκφράζει αποδοχή του κατ' εξοχήν προβληματικού και κατά συνέπειαν απαράδεκτου κειμένου της Ραβέννας. ενός κειμένου για το οποίο ακούστηκαν πληθωρικοί έπαινοι από τους Οικουμενιστές Καθηγητές της «Επιστημονικής Ημερίδας», προφανώς για να μας πείσουν για την αξία του!... Πέραν αυτών οι εκπρόσωποι της Ρωσικής Εκκλησίας στη Ραβέννα δεν υπέγραψαν το κείμενο αυτό, αφού είχαν ήδη αποχωρήσει από τη Ραβέννα!


Επί τη ευκαιρία σημειώνουμε και τούτο: Τα διαφημιζόμενα κοινά κείμενα της Μι­κτής Διεθνούς Επιτροπής από το 1980 (του Μονάχου 1982, του Μπάρι 1987, του Νέου Βάλαμο 1988, της Ραβέννας 2007) μέχρι σήμερα δεν είναι πλήρως αποδεκτά από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν τοποθετήθηκαν επίσημα στα κοινά αυτά κείμενα. Επί πλέον στην Ζ' Γεν. Συνέλευση της Μικτής Επιτροπής στο Balamand του Λιβάνου (1993) μόνο 9 Ορθόδοξες Εκκλησίες ήταν παρούσες!...

8. Θέλαμε να ρωτήσουμε τους διοργανωτές της «Επιστημονικής Ημερίδας»: Ποια θέση είχε στην ημερίδα ο Ουνίτης «επίσκοπος» Δημήτριος Σαλάχας, τον οποίο ανέγραψαν στο πρόγραμμα ως «Καθολικό Επίσκοπο Καρκαβίας»; Ο Πρόεδρος της ημερίδας παρουσιάζοντάς τον απέφυγε να τον αποκαλέσει «Ουνίτη», αλλά το ακροατήριο με την ευαισθησία που το διέκρινε, τον ανάγκασε τελικά να τον ονομάσει Ουνίτη.
Αγνοούν οι διοργανωτές της ημερίδας το ρόλο του «επισκόπου» αυτού στη χώρα μας; Αγνοούν την ύπουλη και υπό τις ευλογίες του Πάπα διαβρωτική δράση των Ουνιτών μεταξύ των Ορθοδόξων της Ανατολής; Αγνοούν αυτό που ομολόγησε ο Βάλτερ Κάσπερ στην εισήγησή του, ότι «η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1989/90) δεν διευκόλυναν τους (θεολογικούς) διαλόγους, αλλ' έφεραν στο προσκήνιο το παλιό πρόβλημα της Ουνίας»; Αγνοούν ότι η Ουνία είναι πρόβλημα και για τους Παπικούς, παρόλον ότι διευκολύνει τους σκοπούς τους;


Συζητήσαμε το πρόβλημα του Δουρείου Ίππου της Ουνίας και το λύσαμε; Πού; Πότε; Γιατί λοιπόν την αποδεχόμαστε ως ενεργό μέλος των θεολογικών διαλόγων Ορθοδόξων και Παπικών; Τί έχει να προσφέρει μια κατάφωρα νόθος και ερμαφρόδιτη ομάδα καιροσκόπων, που προβάλλει θρασύτατα και ως... εκκλησία; Άλλωστε το κείμενο που υπέγραψε η Μι­κτή Θεολογική Επιτροπή για την Ουνία στο Μπάλαμαντ (Balamand) του Λιβάνου είναι προβληματικό και γι' αυτό όχι αποδεκτό από την πλειοψηφία των Ορθοδόξων. Και λησμονήσαμε ότι στην Η' Γεν. Συνέλευση της Μικτής Επιτροπής στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ (2000) εξ αφορμής της Ουνίας ο Διάλογος οδηγήθηκε τελικά σε ναυάγιο; Τόσο πολύ μάλιστα, ώστε θα πρέπει ν' αρχίσουμε πάλι από μηδενική βάση προκειμένου ν' αντιμετωπίσουμε το ακανθώδες αυτό θέμα.

9. Τονίσθηκε από τον Καρδινάλιο Κά­σπερ και από Ορθόδοξο Επίσκοπο - Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ότι πρέπει «να κάνουμε κατήχηση στο λαό», πράγμα το οποίο οι Παπικοί το κάνουν δια των «επισκόπων» τους. Το πώς το κάνουν και τί κάνουν οι Παπικοί δεν το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως ότι οι ημέτεροι αφήνουν το λαό μας απληροφόρητο για τα όσα λέγονται, γίνονται ή αποδέχονται οι Ορθόδοξοι που συμμετέχουν στους διαλόγους. Είναι δε γνωστό στο Ορθόδοξο πλήρωμα ότι οι εκπρόσωποί μας στους Διαλόγους προέρχονται κατά πλειοψηφίαν ή και αποκλειστικώς από τους «οικουμενιστικώς» φρονούντας. Γι' αυτό και ορισμένοι δεν είναι αποδεκτοί από την πλειοψηφία των Ορθοδόξων. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο απληροφόρητος λαός, κατ' εξοχήν ευαίσθητος στα θέματα πίστεως, αντιδρά όταν πληροφορείται ελάχιστα, και αυτά συνήθως κολοβωμένα ή σερβιρισμένα έντεχνα, από όσα τεκταίνονται «εν κρυ­πτώ και παραβύστω» - για να θυμηθούμε εκείνο που ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός καταμαρτυρούσε στους «ενωτικούς» της ψευδοσυνόδου της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439).


Ως εκ τούτου δεν προκάλεσαν έκπληξη οι αντιδράσεις που παρουσιάστηκαν στην «Επιστημονική Ημερίδα», υπερβολικές μεν ορισμένες στιγμές, αλλά αναμενόμενες λόγω της ευαισθησίας όσων παρακολουθούσαν την ημερίδα. Άλλωστε και η στάση του Προεδρείου, που αποκαλούσε τους διαμαρτυρομένους «ταλιμπάν» κ.τ.ό. δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Μάλλον προκαλούσε, παρά ηρεμούσε τα πνεύματα. Επιπλέον το Προεδρείο άφησε εντελώς ασχολίαστη την παρέμβαση που έκανε κατά την προσφώνησή του αρχιμανδρίτης που παρουσιάστηκε(!) ως εκπρόσωπος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερωνύμου. Η παρέμβαση ήταν καθαρά προσωπική του (άλλωστε, όπως δηλώθηκε ήδη από το ιδιαίτερο Γραφείο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, ο εν λόγω κληρικός «ούτε παρέστη ως εκπρόσωπος του Αρχιεπισκόπου, ούτε καμμίαν εντολήν εκφωνήσεως κάποιου μηνύματος του Μα­καριωτάτου είχε»). Είπε: «Τώρα μιλάω εξ εαυτού (...). Λοιπόν, σαν κληρικός και σαν Ορθόδοξος Χριστιανός σκέπτομαι μερικές φορές μήπως θα ήτανε φρόνιμο, η επόμενη φάση του Διαλόγου να είναι αφού αποκατασταθεί η ενότητα και όχι πλέον στο χώρο του χωρισμού; Μήπως, δηλαδή, δούνε και οι δύο Εκκλησίες - αφού αναγνωρίσουνε η μία την εκκλησιαστική και ευχαριστιακή υπόσταση της άλλης - ότι αποτελούνε δύο κακώς χωρισμένα κομμάτια του σώματος του Χριστού; Να προχωρούσαμε στην αποκατάσταση της ενότητας και να συνεχίζαμε τον διάλογο μετά. Θα ήταν πιο γόνιμο. Άλλωστε διαφορές έχουμε και μεταξύ μας οι Ορθόδοξοι»!


Όταν λοιπόν λέγονται τέτοια αθεολόγητα και αντορθόδοξα, πώς να μην αντιδράσει το ακροατήριο;

Αφήνουμε ότι ο εν λόγω αρχιμανδρίτης ως εκπρόσωπος του Μακαριωτάτου (αν ήταν, διότι έτσι παρουσιάστηκε) δεν είχε δικαίωμα προσωπικής επεμβάσεως. Εφόσον ήταν εκπρόσωπος, εξέθετε τον ανεύθυνο εν προκειμένω Αρχιεπίσκοπο. Και μάλιστα με τέτοια πρόταση!

10. Ακούσαμε στην ημερίδα και κάποιες ομολογίες των υπερμάχων του Διαλόγου, που ίσως είναι αποτέλεσμα αυτοκριτικής. Ομολογήθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη, τον ορθόδοξο συμπρόεδρο της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο: «Αγωνιζόμαστε για το αδύνατο. Η ευθύνη ανήκει στη Ρώμη», η οποία με την διαμέσου των αιώνων στάση της «κατέστησε την προσέγγιση αδύνατη» και «με τη Φερράρα - Φλωρεντία σκληρύνθηκε». «Η Ούνία ταλαιπώρησε και ταλαιπωρεί την Ορθοδοξία». «Ο θεολογικός διάλογος είναι ακόμη μακρός».
Το ίδιο όμως πρόσωπο ύμνησε το κείμενο της Ραβέννας και τόνισε: «Η εξουσία του Πάπα θα κριθεί στο μέλλον. Σήμερα ο Πάπας καλεί να συζητήσουν το θέμα του πρωτείου. κάποτε δεν δεχόταν συζήτηση» σύμφωνα με την απόφαση της Παπικής Συνόδου της Λυώνος.

11. Από την ημερίδα μάθαμε πώς σκέπτονται και πώς ενεργούν οι ημέτεροι στο Διάλογο Ορθοδόξων και Παπικών. Και πώς μας ζητούν να αποδεχθούμε την παραπληροφόρηση ή την ελλιπή πληροφόρηση που μας προσφέρουν ως υπεύθυνη ενημέρωση. Για μας όμως σωστή και αλάθητη ενημέρωση, με την οποία κρίνουμε κάθε άλλη θεολογική ενημέρωση, είναι οι Όροι και οι αποφάσεις των αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων, η διδαχή των θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι εκφράζουν την θεολογία των θεοδιδάκτων Αποστόλων και την Παράδοση της ενωμένης Εκκλησίας, της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής, της Ορθοδόξου, της μόνης Εκκλησίας. Εμείς «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν» αυτή τη θεολογία έχουμε χρέος να διδάσκουμε ως κατήχηση στο λαό του Θεού. Το δυστύχημα όμως είναι ότι ο συμπρόεδρος της «Επιστημονικής Ημερίδας» Ορθόδοξος Καθηγητής είπε γυμνή τη κεφαλή ότι «θα πρέπει να υπερβούμε τους Πατέρες για να προχωρήσουμε στην ένωση με τους Ρωμαιοκαθολικούς»! Και έτσι είναι σαφώς στοιχημένος με αυτό που μας καταλογίζουν ως μειονέκτημα οι Παπικοί. ότι δηλαδή οι επτά άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι μας δεσμεύουν και δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε πέραν της διδασκαλίας των! Αποτελούν εμπόδιο και αγκύλωση στη συνέχιση του διαλόγου!...


Αλλά η αποσιώπηση ή η παραφθορά ή η υπέρβαση ή οι προσωπικές ερμηνείες της αποστολικής διδαχής και πατερικής Παραδόσεώς μας εκ μέρους ορισμένων συγχρόνων θεολόγων είναι αμάρτημα μέγα. Αμάρτημα κατά του παναγίου προσώπου του Χριστού, διότι προσβάλλει την αλήθειά του. Αμάρτημα και κατά του Παρακλήτου Πνεύματος, με τον φωτισμό του Οποίου εδογμάτισαν οι θεοφόροι Πατέρες, τα στόματα του Λόγου. Αμάρτημα και κατά του μυστηριακού σώματός του, της αγίας Εκκλησίας, εκτός της οποίας δεν υπάρχει σωτηρία.



«Ο ΣΩΤΗΡ»
Ορθοδοξο χριστιανικό περιοδικό
όργανο ομωνύμου αδελφότητος Θεολόγων
Έτος 50όν Αθήναι 15 Σεπτεμβρίου 2009 Αριθ. 1985

http://www.impantokratoros.gr/E35CF340.el.aspx
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Περι των διαλόγων αγάπης μεταξύ ορθοδόξων και παπικών

4
Άκαρποι οι θεολογικοί διάλογοι

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση

ΕΙΝΑΙ ἀπορίας ἄξιο πῶς οἱ συμμετέχοντες στούς ἀτέλειωτους θεολογικούς διαλόγους δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἀληθινή πίστη καί ἔχουν διαμορφώσει ἕνα ἐγκόσμιο θρησκευτικό τρόπο ζωῆς, πού δέν ἀναφέρεται στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά ὅλα γίνονται γιά τήν παροῦσα, χωρίς πνευματικό ἀγώνα καί ἀρετές καί χωρίς φυσικά τήν καθαρή ἀλήθεια. Ἐάν ἦταν λίγο προσεκτικοί καί εἶχαν ἁγνές προθέσεις, ποτέ δέν θά ἔσκυβαν νά φιλήσουν τό χέρι τοῦ πάπα, πολύ περισσότερο τήν παντόφλα του, δέν θά ἀνέχονταν νά συνομιλήσουν μέ τά ὄργανά του, οὔτε νά τούς ἀναγνωρίσουν προνόμια καί προσόντα ξεχωριστά ἤ νά τούς ἀποδώσουν τιμές, πού δέν τούς ἀνήκουν· θά θεωροῦσαν ἐπίσης προσβλητικό νά δεχτοῦν τό ἀλάθητο τοῦ πάπα ὡς ἁπλό τύπο ἤ τήν οὐνία ὡς μία θρησκευτική ὀντότητα, πού ἐργάζεται γιά τό καλό τῶν Ὀρθοδόξων μέ τό νά ἐπιδιώκει τήν παραπλάνησή τους!
Εἶναι πολλά τό ὅσα ἔχουν διαπράξει στό παρελθόν οἱ παπικοί εἰς βάρος τῶν ὀρθοδόξων, ἀλλά καί ὅσα μεθοδεύουν στό παρόν. Βρίσκονται πολύ μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι πλέον ἀδύνατο νά ἔχουν κάποιο θετικό ἀποτέλεσμα οἱ θεολογικοί διάλογοι, παρά τήν ἐπιμονή τῶν οἰκουμενιστῶν. Ἐπιτυγχάνεται ὅμως ἡ προβολή τῶν συμμετεχόντων στά μάτια τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων, πώς τάχα ἐργάζονται γιά τήν εἰρήνη τοῦ σύμπαντος κόσμου! Μετά ἀπό τόσα χρόνια διεξαγωγῆς τῶν θεολογικῶν διαλόγων καί τή γνωστή σέ ὅλους ἀποτυχία τους, εἶναι μάταιο πιά νά διεξάγονται.Εἶναι σπατάλη χρόνου τό σκάλισμα τῶν αἱρέσεων, ἐνῶ ἐπιβάλλεται ἡ προβολή τῆς Ὀρθοδοξίας, χωρίς συγχρωτισμούς, συμπροσευχές καί ἄλλες οἰκουμενιστικές ἐκδηλώσεις καί φιέστες.
Στήν ἐποχή τῶν θεολογικῶν διαλόγων (ἀνάμειξη στοιχείων διαφορετικῶν θρησκειῶν), ὅπως εἶναι ἡ δική μας, θεωρῶ ὅτι εἶναι ἰδιαίτερα χρήσιμη ἡ διαπίστωση τοῦ Γέροντος Παϊσίου: «Ὅσο σκαλίζουμε τίς αἱρέσεις καί τίς ἄλλες θρησκεῖες, τόσο πιό πολύ βρωμοῦν. Ὅσο σκαλίζουμε τήν Ὀρθοδοξία, τόσο εὐωδιάζει». Ἡ σπουδή μας πρέπει νά στρέφεται στήν Ὀρθοδοξία, ἀκολουθώντας τήν παραδοσιακή ὁδό μέ ταπείνωση, προσευχή, ἀγάπη καί ἐλπίδα.
Ἡ τακτική καί τό ἦθος τῶν νεωτεριστῶν καί τῶν οἰκουμενιστῶν δέν πρέπει νά μᾶς ἐπηρεάζουν καί ὅταν ἀκόμα εἶναι μεγαλόσχημοι κληρικοί. Κανένας δέν μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι οἱ ἀξιωματοῦχοι εἶναι ἀξιόπιστοι καί ἀξιομίμητοι. Ἐκτός ἀπό φωτεινές, ἀλλά σπάνιες ἐξαιρέσεις, οἱ ἀξιωματοῦχοι εἶναι διπρόσωποι, ὑποκριτές καί ἀντιφατικοί, τούς ἐνδιαφέρει μόνο τό ἐφήμερο καί παροδικό καί τούς ἀφήνει παγερά ἀδιάφορους ἡ πνευματική ζωή, τό ἦθος, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί ἡ αἰώνια ζωή.
Γι᾽ αὐτό εἶναι πλάνη νά στρέφεται κανείς στούς ἀξιωματούχους καί νά περιμένει ἀπό αὐτούς τό παράδειγμα πρός μίμηση. Τό πιθανότερο εἶναι νά βρεῖ τό παράδειγμα πρός ἀποφυγή. Ὡστόσο, τό καλό παράδειγμα μπορεῖ νά μᾶς τό δώσει καί ἕνας ἁπλός κληρικός ἤ ἕνας ταπεινός μοναχός, ἀλλά καί ἕνας συνειδητός χριστιανός. Νά μή ξεχνᾶμε ὅτι ὅλοι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅλοι μας ἔχουμε καί ἁρμοδιότητες καί ὑποχρεώσεις. Ὅλοι μας πρέπει νά ὑπερασπιζόμαστε τήν Ὀρθοδοξία.

(Ορθόδοξος Τύπος , Αριθ Φύλλου 1957, 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013 )

Πηγή:http://www.orthodoxostypos.gr
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Περι των διαλόγων αγάπης μεταξύ ορθοδόξων και παπικών

5
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ

541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310-996-957, Οικ. 2310-342-938
Θεσσαλονίκη 1-10-2014


Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
11521 ΑΘΗΝΑ



Κοινοποίηση: Σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,


Γιά ἄλλη μιά φορά, ὡς Πανεπιστημιακός Καθηγητής τῆς Δογματικῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, θά ἤθελα νά ἀπευθυνθῶ εὐλαβῶς πρός Ἐσᾶς, ὡς τήν Ἀνωτάτη Διοίκηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας, γιά ἕνα σοβαρότατο ἐκκλησιολογικό θέμα.

Συγκεκριμένα, πρίν λίγες ἡμέρες, ζήτησα νά ἐνημερωθῶ ἀπό κάποιους γνωστούς μου Ἐπισκόπους γιά τόν Διμερῆ Θεολογικό Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας (15-19 Σεπτεμβρίου 2014). Εἰδικότερα, ἐρώτησα νά μάθω, ἄν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συζήτησε ἐν Συνόδῳ καί ἔλαβε κάποια ἀπόφαση γιά τόν ἐν λόγῳ Θεολογικό Διάλογο. Καί, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ τρεῖς ἀπό τούς Ἐπισκόπους αὐτούς ἦταν Συνοδικοί, μοῦ ἀπάντησαν πώς δέν ἐγνώριζαν τίποτε γιά τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου.

Τό ἴδιο, ἀκριβῶς, συνέβη καί μέ τήν ἐρώτησή μου σχετικά μέ τήν Διάσκεψη τῶν Ἀντιπροσώπων ὅλων τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τῆς Ἐλβετίας. Οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας -καί μάλιστα Συνοδικοί- ἀγνοῦσαν οὐσιαστικά τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου.


Καί, ἐνῶ ἡ Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (21-28 Νοεμβρίου 1976) ἀπεφάσισε, ὅτι «ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἀκολουθούμενη μεθοδολογία… προϋποθέτει τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν Διαλόγων», δέν ὑπάρχει στήν πράξη, ἡ «σχετική πληροφόρησις» οὔτε κἄν στά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὡς γνωστόν, στούς Θεολογικούς Διαλόγους συζητῶνται σοβαρότατα θέματα πίστεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς, λοιπόν, εἶναι ἐπιτρεπτό τά θέματα αὐτά νά θεωροῦνται «ἀπόρρητα» καί γι’ αὐτό ἀπροσπέλαστα στά πλέον ἁρμόδια πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι στό σύνολό τους; Γι΄ αὐτό, κάθε πιστός μέ αἴσθηση εὐθύνης γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή, εὔλογα διερωτᾶται, γιατί κάποιοι, προφανῶς ἠθελημένα, κρατοῦν τούς Ἀρχιερεῖς μας σέ ἄγνοια καί γιατί δέν ἐνδιαφέρονται γιά τήν Συνοδική ἐνημέρωση καί ἀπόφασή τους, γιά τόσο σοβαρά θέματα, πού ἀφοροῦν τήν σύνολη Ἐκκλησία; Ὡστόσο, βέβαια, ἡ ἀκριβής γνώση τοῦ περιεχομένου τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, ὅπως καί ἡ μετάδοση τῆς γνώσεως αὐτῆς στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δικαίωμα ἀλλά καί ὑποχρέωση ὅλων τῶν Ἐπισκόπων.

Καί σέ προγενέστερη ἐπιστολή μου (5-10-2009) -μέ ἀνάλογη ἀφορμή- ὑπενθύμισα, ὅτι ἡ Κανονική τάξη τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβάλλει: α) Νά γνωστοποιεῖται τό θέμα τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στούς σεπτούς Ἱεράρχες μας. β) Νά τίθεται τό θέμα -ἐξαιτίας τῆς μεγάλης θεολογικῆς σημασίας του- στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου νά συζητηθεῖ μέ βάση τόν ὑπάρχοντα σχεδιασμό (Προσχέδιο Κοινοῦ Κειμένου) τῆς ἁρμόδιας Ἐπιτροπῆς, νά τοποθετηθεῖ ἐπ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία καί νά ἐκδώσει τή Συνοδική Πρότασή της. γ) Ὁ Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας νά μεταφέρει τή Συνοδική Πρόταση στόν Θεολογικό Διάλογο, καί νά κινηθεῖ καί ὁ ἴδιος ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Προτάσεως.

Ἐπιπροσθέτως, θά ἦταν ἐκκλησιολογικῶς ἐνδεδειγμένο, τό Κοινό Κείμενο, πού ἐνδεχομένως θά προκύψει ἀπό τή Μικτή Διεθνῆ Ἐπιτροπή, νά τεθεῖ στήν κρίση τῆς ὅλης Ἱεραρχίας μας. Καί στή συνέχεια, ἡ ἐπ’ αὐτοῦ Συνοδική ἀπόφανσή της νά ἀποσταλεῖ στό Συντονιστικό Κέντρο τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Ταπεινῶς, φρονῶ ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή ἐκκλησιολογική ἀντιμετώπιση τοῦ συγκεκριμένου αὐτοῦ θέματος, στήν πράξη. Μόνον ἔτσι, φανερώνεται μέ πλήρη διαφάνεια ἡ λειτουργία τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅμως, δυστυχῶς, ποτέ τά θέματα τῶν δέκα ἕως τώρα Συνελεύσεων τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο δέν τέθηκαν ὑπόψη τοῦ σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου οἱ Ἱεράρχες μας νά πάρουν θέση στά θέματα αὐτά, Συνοδικῶς. Κατά συνέπεια, ποτέ ὁ Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, πού μετεῖχε στίς Συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς, δέν εἶχε στά χέρια του τήν Συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας του, τήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ὑποστήριζε καί κατέθετε. Ἀλλά, ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα καί οἱ Ἀρχιερεῖς μας βρίσκονται σέ ἄγνοια γιά ὅσα ἔγιναν, πῶς διακηρύσσεται ὅτι ὁ Θεολογικός Διάλογος διενεργεῖται ὄχι μέ τίς ἐνέργειες ὁρισμένων προσώπων ἤ Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μέ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων καί αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν;

Καί, ἀφοῦ πρίν πέντε χρόνια ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας πῆρε ἀπόφαση, ὁ Ἀντιπρόσωπός της νά ἐνημερώνει τήν Ἱερά Σύνοδο καί νά παίρνει τή σχετική Συνοδική Ἀπόφαση κατά τή μετάβασή του στή Συνέλευση τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς, γιατί οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς -παρά ταῦτα- κρατῶνται σέ ἄγνοια;

Μήπως, ὅμως, τό ἴδιο ἀκριβῶς δέν συμβαίνει καί μέ τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, καί στήν προκειμένη περίπτωση μέ τήν πραγματοποιουμένη αὐτές τίς ἡμέρες Διάσκεψη στό Σαμπεζύ, ὅπου προετοιμάζονται θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα, πού θά ἀπασχολήσουν τή μέλλουσα νά συνέλθει τό 2016 Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας;

Ἀλλά, καί μετά τήν Προσυνοδική Διάσκεψη τῶν Ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ, σίγουρα θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλες παρόμοιες, μέχρι τήν τελική σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό 2016. Ἐξαιτίας, ὅμως, τῆς κορυφαίας σημασίας τῶν ἀποφάνσεών της, εἶναι ἐπιβεβλημένο οἱ Ἀρχιερεῖς μας νά γνωρίζουν τήν ὅλη ἐξέλιξη τῆς θεματολογίας, πού θά ἀπασχολήσει τήν Μεγάλη αὐτή Σύνοδο, προκειμένου νά διαμορφώσουν τήν ἁρμόζουσα, ὑπεύθυνη, θέση τους. Ἄλλωστε, μόνο μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ ἡ δέουσα Συνοδική Διαγνώμη καί νά ἐπιδοθεῖ στήν Ἀντιπροσωπεία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τά περαιτέρω.

Μακαριώτατε καί Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Μετά ἀ­πό ὅσα εἶπα ἕως ἐδῶ, ἔρχομαι στόν κύριο λόγο, πού μέ ὤθησε νά γράψω αὐτήν την ἐπιστολή. Καταρχήν, ἡ πρόθεσή μου δέν εἶναι νά μεμφθῶ κανέναν, ἀλλά νά ἐκφράσω τήν ἀνησυχία καί τόν προβληματισμό μου, ὡς ἁπλοῦ πιστοῦ καί ὡς καθηγητοῦ τῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά τόν κίνδυνο πού βλέπω νά διαγράφεται, σαφῶς, μέ τήν ἀπόκλιση ἀπό τήν ἁγιοπνευματική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔχω τήν γνώμη, ὅτι οἱ ἐνεργοῦντες μέ τίς παραπάνω ἐσφαλμένες ἐκκλησιολογικῶς πρακτικές, δέν ἐκφράζουν τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντίθετα, μάλιστα, διολισθαίνουν -ἀνεπιγνώστως, ἴσως- πρός τόν Παπισμό. Καί, γιά νά γίνω σαφέστερος, ἐπιτρέψτε μου, νά σᾶς ἐκθέσω τίς ἐπ’ αὐτοῦ θεολογικές ἀπόψεις μου, μέ κάθε συντομία.

Ὁ Παπισμός -πρωτογενῶς- προέκυψε, ὡς συνέπεια τῆς κακοδοξίας του γιά τόν τρόπο τῆς ὑποστατικῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, εἶναι μία νεώτερη Πνευματολογική αἵρεση. Συγκεκριμένα, οἱ Δυτικοί ἔκαναν σύγχυση τῆς Θεολογίας (ἀΐδιες σχέσεις) καί Οἰκονομίας (φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία). Ἡ σύγχυ­ση, ὅμως, αὐτή προέκυψε, ὅταν οἱ Δυτικοί ὑποβάθμισαν στήν ἐκκλησιαστική ζωή τους τήν χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βέβαια, στήν ὑποβάθμιση αὐτή προσδιοριστική σημασία εἶχε ἡ ἐκκοσμίκευση καί ἡ ἁμαρτωλή ζωή, μέ τήν προωθητική δύναμη τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ. Ἔτσι, ὁδηγήθηκαν ἀναπόφευκτα καί στήν υἱοθέτηση τοῦ κοσμικοῦ θεσμικοῦ προτύπου τοῦ ἱστορικοῦ περιβάλλοντός τους καί δόμησαν πυραμιδοειδῶς τή Δυτική Ἐκκλησία, συρρικνώνοντας καί περιθωριοποιώντας τόν ἁγιοπνευματικό θεσμό τῆς Συνοδικότητας, ἡ ὁποία προσκρούει εὐθέως στόν ἐγωκεντρισμό τοῦ ἑκάστοτε Πρώτου. Καί ἱστορικά, ὅμως, πιστοποιεῖται, ὅτι πρῶτα ὑποβαθμίζεται στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἡ χαρισματική παρουσία καί λειτουργία τοῦ Ἁγίου Πνευματος καί κατόπιν δομεῖται, θεσμικά ἐσφαλμένως, ἡ Ἐκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ συρρίκνωση τῆς ἁγιοπνευματικῆς λειτουργίας τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας παραπέμπει ἱστορικά στόν θεσμό τοῦ Παπισμοῦ, μέ τή κορύφωσή του στό κακῶς νοούμενο Πρωτεῖο καί τό ἐπηρμένο Ἀλάθητο τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος ἔθεσε ἑαυτόν ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ἀλλοτριωμένη θεσμική ἔκφραση «ἐκκλησιαστικοῦ» τύφου, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, εἶναι «τό μόνον πάθος ἀνίατον» (Λόγος ἀποδεικτικός, Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος δεύτερος, 2).

Μετά ἀπό τά παραπάνω, νομίζω, ὅτι εὔλογα διερωτᾶται κάθε ἐκκλησιαστικά εὐαισθητοποιημένος πιστός, μήπως μέ τήν ἀκολουθούμενη τά τελευταῖα χρόνια μεθοδολογία -ἡ ὁποία συρρικνώνει συστηματικά τήν ἁγιοπνευματική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας- κάποιος ἐπιδιώκει νά τεθεῖ ἐπάνω ἀπό ὅλους τούς Ἐπισκόπους καί τελικά ἐπάνω ἀπ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Μήπως, ὅμως, μέ τόν τρόπο αὐτό «κυοφορεῖται» καί μιά κάποια μορφή Παπισμοῦ στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἤ μήπως διολισθαίνουμε κι’ ὅλας -πρακτικῶς- πάνω στίς ράγες τοῦ Παπισμοῦ; Καί τό λέγω αὐτό, γιατί ἡ ὑποβάθμιση τῆς ἁγιοπνευματικῆς λειτουργίας τῆς Συνοδικότητας τό λιγότερο πού κάνει εἶναι νά «κυοφορεῖ» τίς προϋποθέσεις τῆς «γεννήσεως» τῆς ἀρρώστιας τοῦ Παπισμοῦ στήν Ἐκκλησία μας.

Βέβαια, ἡ κατάσταση αὐτή εἶναι γνωστή στούς «παροικοῦντας» στήν Ἱερουσαλήμ. Ἤδη ἀπό πολύ καιρό, Ἀρχιερεῖς μας δηλώνουν ἐμπόνως τήν δυσφορία τους, τήν ἁγία ὀργή καί τήν ἱερή ἀγάνάκτησή τους -σέ στενό κύκλο τους- ὅτι δέν λειτουργεῖ ὀρθά, δυστυχῶς, τό Συνοδικό Σύστημα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν πρόκειται γιά τά οὐσιώδη θέματά Της.

Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Ἐδῶ, δέν πρόκειται γιά κάποιο θέμα νομικῆς ἤ Καταστατικῆς ἁπλῶς τάξεως, ἀλλά γιά πρόσκρουση σέ ἁγιοπνευματική λειτουργία, ἀφοῦ ὁ Τριαδικός Θεός ἔτσι εὐδόκησε, συνοδικῶς, νά ἐκφράζεται θεσμικά ἡ Ἐκκλησία Του.

Ἀπ’ ὅσα, λέχθηκαν παραπάνω, ἕνα εἶναι ἀπολύτως σαφές, ὅτι ὑπάρχει «ἔλλειμμα» Συνοδικότητας. Αὐτό, πρακτικῶς, σημαίνει ἔλλειψη βιώσεως τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό κάποιους ἐκφραστές τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ θεσμοῦ τῆς Συνοδικότητας.

Ἡ Συνοδικότητα, ὡς ἁγιοπνευματική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ἐγγυᾶται τήν χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξίσου σέ ὅλους τούς Ἐπισκόπους, ἐφόσον αὐτοί εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Ἄλλωστε, ἡ Συνοδικότητα -καί ὡς θεσμική ἔκφραση τῆς ταπεινώσεως τῶν Ἐπισκόπων- ἑλκύει τήν θεία Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο, ὡς Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, φωτίζει καί κατευθύνει διά τῶν Ἐπισκόπων τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13).

Πῶς, ὅμως, θά παρασχεθοῦν οἱ ἐγγυήσεις γιά τήν ἁγιοπνευματική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας, ἄν συρρικνώνεται ἤ ἀδρανεῖ -σέ κορυφαῖα θεολογικά θέματα- ἡ ἁγιοπνευματική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας;

Μέ ὅσα, ἐν συντομίᾳ ἔγραψα, ἀπευθύνομαι πρός Ἐσᾶς Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς μας, γιά νά Σᾶς ἐκφράσω τίς ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα ἀνησυχίες μου καί παράλληλα νά θέσω ὑπόψη Σας μιά συνοπτική θεολογική ἀποτίμησή μου γιά τή μεθοδολογία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καί τήν ἐκκλησιολογική σημασία, πού ἔχει ἡ πρωτογενής Συνοδική κάλυψή τους.

Μέ βαθύτατο σεβασμό
υἱικῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

http://epomeni-tois-agiois-patrasi.blogspot.gr/
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Οικουμενισμός - Πανθρησκεία”