Αυτή λοιπόν είναι η κατ’ ακρίβεια στάση της Εκκλησίας στο θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς. Υπάρχει άραγε το δικαίωμα, αν θέλουμε να έχουμε συνεπή Χριστιανική ζωή, να περιφρονούμε την Παράδοση και τη μακραίωνη ζωή της Εκκλησίας μας;
Ε. Γιατί «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» ;Ας δούμε όμως για ποιους λόγους η Εκκλησία είναι τόσο αυστηρή και κατηγορηματική στην απαγόρευση κοινής λατρείας με αιρετικούς ή σχισματικούς, ώστε να χαρακτηρίζεται η συμπροσευχή ως «μέγα αμάρτημα»;
Α΄ Λόγω της μεγάλης αγάπης προς το Θεό: ΛΟΓΟΙ ΠΙΣΤΕΩΣ
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι λειτουργική, εκκλησιολογική και δογματική εκτροπή
1. Για την παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας μας, δηλ. την Ορθόδοξη Θεολογία, σωτηρία υπάρχει μόνο εφ’ όσον ο άνθρωπος ενταχθεί ως οργανικό μέλος στο «σώμα του Χριστού», που έχει κεφαλή τον ίδιο τον Κύριο, δηλαδή την Εκκλησία[47]. Ασφαλώς, το σώμα του Χριστού υπάρχει από την Αποστολική εποχή μέχρι σήμερα και είναι μ ο ν α δ ι κ ό . Και αυτό είναι η «ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ και ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν υπάρχουν πολλά σώματα, γιατί μία είναι η Κεφαλή, ο Χριστός.
2. Συνεπώς και η Θ. Λατρεία δεν είναι ατομική υπόθεση του πιστού, αλλά εντάσσεται στην οργανική ενότητα των μελών του σώματος του Χριστού. Μάλιστα, το κέντρο και η ουσία της Χριστιανικής Λατρείας είναι η Θ. Λειτουργία, στην οποία εντάσσονται και οι λοιπές ακολουθίες και τα μυστήρια της Εκκλησίας μας.[48] Με άλλα λόγια η Θ. Λειτουργία δεν είναι μία από τις προσευχές της Εκκλησίας, αλλά ταυτίζεται με την ίδια την Εκκλησία: «Σημαίνεται η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις»,[49] σημειώνει ο Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, εννοώντας τη Θ. Λειτουργία. Δηλαδή η Θεία Λειτουργία δεν είναι το μέσον για την επίτευξη της εν Χριστώ ενότητας των ανθρώπων, αλλά η ίδια η ενότητα, η φανέρωση της ήδη τελεσθείσης ενότητος στο ένα σώμα του Χριστού[50]. Γι’ αυτό και στη Θ. Λειτουργία συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο όσοι δια του Βαπτίσματος έχουν ήδη ενταχθεί και παραμένουν στο σώμα του Χριστού. Ακόμα και οι κατηχούμενοι που ετοιμάζονταν να βαπτισθούν δεν μπορούσαν να παραμείνουν και να την παρακολουθήσουν. Κατά την Ορθόδοξη εκκλησιολογία είναι εντελώς αδιανόητη η οποιασδήποτε μορφής διακοινωνίας (intercommunion)[50a], διότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία το θέμα της ευχαριστιακής κοινωνίας, της εκκλησιολογικής κοινωνίας και της κοινωνίας στην πίστη είναι αλληλένδετα [50b].
3. Επειδή λοιπόν η αίρεση είναι περιφρόνηση και αποκοπή και σε τελική ανάλυση άρνηση συμμετοχής στην Εκκλησία, στο «σώμα του Χριστού», η συμμετοχή στη λατρεία είναι όχι μόνο χωρίς νόημα, αλλά και αδιανόητη. Πως μπορώ να συμμετέχω στη λατρεία, δηλαδή στη φανέρωση της ενότητας του σώματος του Χριστού, όταν έχω επιλέξει να αποσπαστώ και να μην ανήκω σ’ αυτό; Για τον εκτός της Εκκλησίας – αιρετικό ή σχισματικό – είναι τουλάχιστον θέμα συνέπειας να μη θέλει να θεωρείται μέλος του σώματος, αφού σε τελική ανάλυση έχει συνειδητά επιλέξει ο ίδιος να αποχωρισθεί από αυτό!
Πολύ λογικά και φυσικά ερωτά ο Νικηφόρος Γρηγοράς: «Της ουν προαιρέσεως ενταυθοί μαχομένης και αλλήλων ημάς διιστώσης της των δογμάτων καινοτομίας, πως αν μίαν σχοίημεν τον Χριστόν κεφαλήν, ή πως αν αλλήλοις συνευξαίμεθα ;»[51] και ο Ζωναράς: «Οι αιρέσει περιπεσόντες και μένοντες εν αυταίς, της Εκκλησίας εξοστρακίζονται, ως ταύτης αλλότριοι. Πως ουν εις τον οίκον του Θεού συγχωρηθήσονται εισιέναι ;».[52]
Μόνο εάν εκλάβουμε την Ορθόδοξη Λατρεία ως θέαμα, χωρίς καμία ουσιαστική προσωπική συμμετοχή, νομιμοποιείται η παρουσία μη Ορθοδόξων σε αυτήν! Αλλά αλλοίμονο αν γίνει ο Ναός και η Θ. Λατρεία μας … θέατρο! Με άλλα λόγια η συμμετοχή των αιρετικών στη Θ. Λειτουργία είναι ανατροπή της ίδιας της ουσίας της, είναι λειτουργική εκτροπή.
4. Επιπλέον δε, για να συμμετάσχουμε σε κοινή Λατρεία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμφωνία της πίστεως.[53] Τονίζει χαρακτηριστικά ο Αγ. Ειρηναίος: «ημών σύμφωνος η γνώμη (η ορθόδοξη πίστη) τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην … Προσφέρομεν γαρ αυτώ (τω Θεώ) τα ίδια εμμελώς κοινωνίαν και ένωσιν απαγγέλλοντες και ομολογούντες»[54]
Σύμφωνα με το Μητρ. Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) «Η ορθοδοξία άνευ Ευχαριστίας είναι αδιανόητος», αλλά και «η Ευχαριστία άνευ ορθοδοξίας είναι αδύνατος … Η προϋπόθεσις της ορθοδοξίας δια την συμμετοχήν εις την ενότητα της Ευχαριστίας υπήρχε βεβαίως ανέκαθεν εις την Εκκλησίαν, ως μαρτυρούν αι ενσωματωμέναι εις λειτουργικά κείμενα ομολογίαι πίστεως»[55]. Αυτή η λειτουργική παράδοση φτάνει μέχρι τις ημέρες μας και απαιτεί προ της Αναφοράς την ομολογία της κοινής και ανόθευτης πίστεως, δια της απαγγελίας του συμβόλου της Πίστεως.[56] Αφού λοιπόν «η ενότης εν τη Θεία Ευχαριστία συνδυάζεται μετά της ενότητος εν τη ορθοδοξία»,[57] η τυχόν συμπροσευχή με αιρετικό αποτελεί λειτουργική εκτροπή.
5. Είναι λοιπόν προφανές ότι για την Εκκλησία μας ο λατρευτικός χώρος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως χώρος απλής επικοινωνίας και κοινωνικής αναστροφής, αλλά είναι ουσιωδέστατος και άπτεται της ίδιας της φύσεώς της. Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε «τον αποτροπιασμόν, τον οποίον ησθάνοντο οι Ορθόδοξοι έναντι της από κοινού τελέσεως της Θ. Λειτουργίας μετά των ετεροδόξων, μετά των οποίων, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, μόλις είχον συνομολογήσει την Ένωσιν (Φερράρας-Φλωρεντίας)»[58], ή την άρνηση του Αγ. Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας να συλλειτουργήσει με τον Άρειο.
Για τη συνείδηση των Αγίων δε χωρεί κοινωνική ευγένεια και αβροφροσύνη στη Λατρεία: η «εν Εκκλησίαις» υποδοχή και συμπροσευχή με εκπρόσωπο της αιρετικής «συναγωγής», ωσάν να ήταν κανονικός Επίσκοπος, δεν μπορεί να γίνει εκκλησιολογικά αποδεκτή, διότι έτσι νομιμοποιείται η αίρεση.
Το γεγονός της αναγνωρίσεως, εν τη λατρεία, της αιρέσεως ως κάποιας άλλης «Εκκλησίας», που υφίσταται νόμιμα – από εκκλησιαστικής απόψεως – και παράλληλα με τη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική» αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της «θεωρίας των κλάδων»[59], που οδηγεί σε εκκλησιολογική εκτροπή.
6. Τέλος, όταν αποδέχομαι χωρίς κανένα ενδοιασμό ή περιορισμό τους αιρετικούς σε συμπροσευχή παραβλέποντας τις πολλές και ουσιώδεις διαφορές σε θέματα πίστεως, στην πράξη περιφρονώ τους αγώνες της Εκκλησίας και των Αγίων της για τη διαφύλαξη ακαινοτόμητης της πίστεώς μας, υποτιμώ την αξία του ορθού δόγματος, τελικά εξισώνω την Αλήθεια με την πλάνη. Με άλλες λέξεις θεωρώ την πλανεμένη διδασκαλία ως μία άλλη νόμιμη εκδοχή και δυνατότητα ερμηνείας της Ευαγγελικής Αλήθειας. Μια τέτοια προσέγγιση της εκκλησιαστικής ζωής ασφαλώς οδηγεί και σε δογματική εκτροπή.
Συμπερασματικά: η αυστηρή στάση των αγίων Πατέρων έναντι των συμπροσευχών με αιρετικούς είναι συνέπεια της περί Εκκλησίας διδασκαλίας τους.
Β. Λόγω της μεγάλης αγάπης προς τον άνθρωπο: ΛΟΓΟΙ ΑΓΑΠΗΣ
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι ποιμαντική εκτροπή
Η βάση της Χριστιανικής ηθικής είναι η αγάπη προς τον άλλον, όποιος και αν είναι αυτός. Και αυτή την ύψιστη αρετή υπηρέτησαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Η αγάπη αυτή εκδηλωνόταν όχι μόνο στην φροντίδα τους για την κάλυψη των υλικών αναγκών, αλλά πρώτιστα για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της πλάνης και του ψεύδους. Διότι ποιο το όφελος για τον άνθρωπο να κερδίσει όλον τον κόσμο, αλλά να ζει όλη του τη ζωή λάθος, με ψεύτικη ελπίδα και εσφαλμένη προοπτική ; Άλλωστε, έργο της Εκκλησίας και των Αγίων της δεν είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και η αξιοπρεπής διαβίωση του λαού, αλλά κυρίως η υπέρβαση του έσχατου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου, δια της Αναστάσεως Ιησού Χριστού.
Αυτή η διακονία της αγάπης «εν αληθεία»[59a] και της αληθείας «εν αγάπη»[59b] υπηρετείται με την αυστηρή προσήλωση των Αγίων στην παρακαταθήκη της πίστεως που έλαβαν και στην ακριβή και αλάνθαστη μεταλαμπάδευσή της στην ιστορία. Γι’ αυτό και βλέπουμε τόση προσοχή στην διατύπωση του δόγματος και αυστηρότητα στους παραχαράκτες του αιρετικούς.
1. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ: Η Εκκλησία, λοιπόν, απαγορεύοντας τη συμμετοχή σε συμπροσευχές με αιρετικούς θέλει να προφυλάξει τα ίδια μέλη της και μάλιστα τους ασθενέστερους στην πίστη από την πλάνη της αιρέσεως.
α) Λέει χαρακτηριστικά ο Άγ. Νεκτάριος για όσους εύκολα μπορεί να αλλοτριωθούν στην πίστη από την αναστροφή με αιρετικούς: «η εξωτερική ακοινωνησία διασώζει την εσωτερική αλλοτριότητα»[60]
Και «αλλοτριότητα» έχουμε όταν:
§ ο πιστός αρνηθεί την ευαγγελική Αλήθεια και προσχωρήσει στη δαιμονική πλάνη,
§ αλλοιωθεί το ορθόδοξο αισθητήριο και πάψει να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα,
§ θεωρήσει την Εκκλησία και την αίρεση ως ισότιμους ατραπούς προς το Θεό,
§ νομίσει ότι η ορθοδοξία και οι άλλες αιρετικές ομολογίες τιμούν το ίδιο ευάρεστα το Χριστό,
§ θεωρήσει τη «μία Εκκλησία» ως μία από τις πολλές «άλλες»,
§ ταυτίσει την Ορθοδοξία με την άρνησή της.
β) Πολλές φορές, όμως, οι συμπροσευχόμενοι με αιρετικούς είναι αξιόλογοι θεολόγοι ή Επίσκοποι με μεγάλη θεολογική κατάρτιση, είναι «δυνατοί και θερμοί και στερεοί στην πίστη»[61] που κατά τεκμήριο δε διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο «αλλοτριότητος». Όταν τέτοιος φόβος δεν υπάρχει, μήπως τότε επιτρέπεται η συμπροσευχή με αιρετικούς ;
ΑΣΦΑΛΩΣ ΟΧΙ, διότι – εκτός των άλλων λόγων:
1)η συμπεριφορά τους αυτή είναι βέβαιο ότι θα αμβλύνει στη συνείδηση του ποιμνίου τους «την έννοια της αιρέσεως ως όλως ασυμβιβάστου προς την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας … Εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκριτιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το … ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις την αίρεσιν»[62]
2)Επιπλέον δε, η αντίθετη με τους Ι. Κανόνες συμπεριφορά του ποιμένα «καν μη τα εκείνων (των αιρετικών) φρονή, αλλά γε πολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού»,[63] καθώς και «δια το λογίζεσθαι τούτον τοις απίστοις ομόφρονα».[64] Μία τέτοια – εσφαλμένη έστω – εντύπωση ότι ο Επίσκοπος ή ο θεολόγος είναι «τοις απίστοις ομόφρων», ότι συμφωνεί και ανέχεται την αίρεση ή δεν ορθοτομεί «τον λόγον της αληθείας», γίνεται αφορμή για την «αλλοτριότητα» των πιστών και τότε … «ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι ου το σκάνδαλον έρχεται». Αλλοίμονο στους ποιμένες που με απρόσεκτες ενέργειές τους κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού στην Ιεραρχία και τον σκανδαλίζουν! Όταν μάλιστα οι καταστάσεις οξυνθούν και οι παραβάσεις των Ι. Κανόνων γίνουν αφορμή για σχίσμα στο σώμα του Χριστού[65], τότε δεν έχει καμία ευθύνη ο «δυνατός», αλλά απρόσεκτος εκείνος ποιμένας; Αντίθετα, η τήρηση των Ι. Κανόνων προστατεύει όλους μας και δεν κάνει καμία ζημιά σε κανένα…
2. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ: Ίσως εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο ότι η απαγόρευση των συμπροσευχών με αιρετικούς προέρχεται από την αγάπη της Εκκλησίας στους ίδιους τους αιρετικούς. Όμως:
α) Ο Αγ. Ιωαν. Χρυσόστομος είναι σαφής: «Αγάπην δείκνυσιν γνησίαν ου κοινωνία τραπέζης, ουδέ πρόσρησις υψηλή, ουδέ κολακεία ρημάτων, αλλά το διορθώσαι και σκοπήσαι το συμφέρον του πλησίον και τον πεπτωκότα διαναστήναι»[65a].
Όταν αποδέχομαι πλήρως τον αιρετικό σε συμπροσευχή, ωσάν να είναι κανονικό μέλος της Εκκλησίας, ωσάν να μη ζει μακριά από την Αλήθεια, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εφησυχάσει και θα συνεχίζει να παραμένει στην πλάνη του; Δεν είναι σαν να συμφωνώ μαζί του ότι και έξω από τη «Μια Εκκλησία» μπορεί να υπάρχει υγιής και σωτήρια σχέση με τον Κύριό μας; Υπάρχει περίπτωση η συμπεριφορά μου αυτή να τον προβληματίσει, ώστε αυτός να επανεξετάσει την επιλογή του;
β) Όταν όμως με αγάπη, διάκριση και σεβασμό στο πρόσωπό του, του εξηγήσω τις δυσκολίες που – δυστυχώς – υπάρχουν και εμποδίζουν την πνευματική μας επικοινωνία και προπαντός την ενώπιον του Θεού παράστασή μας σε κοινή προσευχή, αν έχει καλή διάθεση, δεν υπάρχουν περισσότερες ελπίδες ο συνάνθρωπός μας να εκτιμήσει τη συμπεριφορά μας και να ωφεληθεί ουσιαστικά; Ασφαλώς αυτός θα στενοχωρηθεί – όπως και εμείς – αλλά μήπως αυτή η θλίψη εις χαράν γεννήσεται;
Όσοι έχουμε επισκεφθεί το Άγ. Όρος [65b] έχουμε ζήσει πως οι ετερόδοξοι εισπράττουν την αγάπη της Εκκλησίας μας που κρύβεται πίσω από την αυστηρότητα αυτή και δεν παρεξηγούν κανένα.[65c] Αντιθέτως, ίσως έχουμε γευθεί αλλού τις συνέπειες της πλαδαρότητας και της περιφρονήσεως της κανονικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας …
Σε τελική ανάλυση εμείς, περιφρονώντας τη μακραίωνη εκκλησιαστική τάξη, νομίζουμε ότι δείχνουμε περισσότερη αγάπη από τη Μάνα μας Εκκλησία και τους Αγίους μας ; Ας προβληματισθούμε απλά!
3. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ
Τέλος, οι κατά παράβαση των Ι. Κανόνων συμπροσευχές με αιρετικούς, όχι μόνο δεν ωφελούν την Οικουμενική Κίνηση και το έργο της ενώσεως και της καταλλαγής, αλλά αντιθέτως το ζημιώνουν: α) με τη συσκότιση των πραγμάτων και το βαυκαλισμό των ετεροδόξων με κενές ελπίδες, και β) με τη μεγάλη αντίδραση εκ μέρους σοβαρών παραγόντων της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Αρχιερείς, Αγ. Όρος, Ι. Μονές, Κληρικοί, Θεολόγοι) αλλά και μεγάλων τμημάτων του πιστού λαού [65d], που βλέπει με πολλή δυσφορία και περίσκεψη (μέχρι καχυποψίας) την προς το Κοινό Ποτήριο πορεία.[65e]. Διότι τελικά, ποιος θα διαφωνήσει ότι «η Ένωσις δύο Εκκλησιών δεν είναι ζήτημα συμπτώσεως των αντιλήψεων ολίγων ή πολλών εκατέρωθεν ατόμων, αλλά ταυτότης πίστεως του συνόλου εκατέρων εξ αυτών. Όπως επιγραμματικότατα διετυπώθη υπό του Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, εν Λονδίνω κατά το έτος 1919, η Ένωσις «δεν πρέπει να είναι μία απλή συμφωνία μεταξύ των Ιεραρχών, αλλά ένωσις της πίστεως και των καρδιών του λαού».[66]
Από την άλλη πλευρά, αν οι Ορθόδοξοι κληρικοί ήσαν «όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων», όπως συστήνει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, δεν θα εύρισκαν την κατανόηση των συνομιλητών τους ετεροδόξων ; Μήπως εξ αιτίας αυτής της συνεπούς και έντιμης τακτικής θα κινδύνευε να διακοπεί ο θεολογικός Διάλογος! Ασφαλώς όχι!
Στ. Επιτρέπεται «κατ’ οικονομία» η συμπροσευχή;
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κατ’ ακρίβεια πράξη της Εκκλησίας μας είναι σαφής και κατηγορηματική: «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι». Για όσους περιφρονούν αυτήν την τάξη τα επιτίμια είναι ιδιαιτέρως σοβαρά: καθαίρεση για τους κληρικούς, αφορισμός για τους λαϊκούς. Βέβαια πολλές φορές η ποιμαντική μέριμνα και φροντίδα, αλλά και η ποιμαντική σύνεση επιβάλλουν την κατ’ οικονομίαν αναστολή της εφαρμογής κάποιων κανονικών διατάξεων χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων. Θα πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι αυτό πρέπει να γίνεται υπό όρους. Διότι η χρήση της Εκκλησιαστικής Οικονομίας δε σημαίνει περιφρόνηση της ακρίβειας, καταστρατήγηση των Ι. Κανόνων και αυθαιρεσία. Προπαντός, δεν μπορεί να γίνει κατ’ οικονομία σχετικοποίηση της Αλήθειας και ελαχιστοποίηση της ορθής Πίστεως.
Επειδή όμως το θέμα είναι μεγάλο και ιδιαίτερα λεπτό θα αναφερθούμε στο β΄ μέρος της εργασίας. Στη συνάφεια αυτή θα εξετασθούν και οι σχετικές απόψεις του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος, του Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου και των εγκρίτων κανονολόγων Δημητρίου Χωματηνού, Ιωάννη Κίτρου και Θεοφύλακτου Βουλγαρίας.
Η παρούσα εργασία αφιερούται στη μνήμη του κατηχητού Γεωργίου Ξ. Οικονόμου, του πρώτου διδάξαντός με τους Ι. Κανόνες στα μαθήματα του Μέσου Κατηχητικού Σχολείου της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών. Ολοκληρώθηκε στην Πάτρα 15.3.2008.
Σημειώσεις
[1] Ματθ. ζ΄ 15, Πράξεις κ΄ 29, Β΄ Κορ. ια΄ 13, Β΄ Πέτρ. β΄ 1, Α΄ Ιωαν. β΄ 18, Β΄ Ιωαν. 7
[2] Τιτ. γ΄ 10, Β΄ Ιωαν. 10-11
[3] Καψάνη Γεωργ., Η ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, Αθήνα 2003, σ. 155-165.
[4] Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά, Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας Αθήναι 20002, σ. 21.
[5] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003, σ.362.
[6] «σχισματικοί ονομάζονται εκείνοι οπού διαφέρονται προς την Καθολικήν Εκκλησίαν, όχι διά δόγματα πίστεως αλλά διά κάποια ζητήματα εκκλησιαστικά και ευκολοϊάτρευτα» Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, ερμηνεία εις τον Α΄ Κανόνα του Μ. Βασιλείου, Πηδάλιο, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 588.
Επειδή όμως τα όρια μεταξύ σχίσματος και αιρέσεως δεν ήταν ευδιάκριτα «το σχίσμα συγχέεται προς την αίρεσιν χρησιμοποιούμενον πολλάκις αντί εκείνης», Ζηζιούλα Ιωαν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 19902, σ. 121 .
[7] ε. α. σ. 361-376.
[8] Ιω. Σταματάκου, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1972, σελ. 950.
[9] G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961, σ. 1290, 1325-1326.
[10] Ασφαλώς μόνο η ταυτόχρονη παρουσία στον ίδιο τόπο, χωρίς να συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις, δεν είναι ικανή για να συντελεσθεί συμπροσευχή π.χ. ο προφήτης Ηλίας στο Καρμήλιο όρος με τους ιερείς του Βάαλ (Γ΄ Βασιλ. ιη΄ 36), ο προφήτης Ιωνάς στο καράβι προς Θαρσίς (Ιωνά α΄ 5), ο Απ. Παύλος στην φυλακή παρουσία των άλλων δεσμίων (Πραξ. ιστ΄25), η Ρωσική αντιπροσωπεία στον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, πριν εκχριστιανισθούν οι Ρώσοι.
[11] βλ. κανών ΞΔ' Αποστολικός («εισέλθοι…προσεύξασθαι») και κανών Θ' της εν Λαοδικεία («ευχής ή θεραπείας ένεκα»).
[12] κανών ΜΕ' Αποστολικός "ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι".
[13] Θεοδωροπούλου Επιφ., Τα δύο άκρα («Οικουμενισμός» και «Ζηλωτισμός») εν Αθήναις 1986, σ. 187
[14] άρθρο Παν. Ανδριόπουλου, θεολόγου, με τίτλο «Η Πάτρα, οι Καθολικοί και ο π. Κύριλλος» εις εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ ΠΑΤΡΩΝ 16.4.07 και στο διαδίκτυο:http://www.alopsis.gr/alopsis/andriop.htm.
[15] Ζήση Θεοδ., Για την συμπροσευχή Πατριάρχου και Πάπα. ποία Σύνοδος θα επιβάλει την κανονικότητα;, Θεοδρομία, 6 (2004) σ. 174,. Επίσης «παρά το γεγονός ότι ορισμένοι κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας προβληματίζουν ορισμένους Ορθοδόξους εάν είναι εφικτή η μετά των ετεροδόξων συμπροσευχή, αναγνωρίστηκε ότι η Ορθόδοξη κανονική παράδοση στο σύνολό της χαρακτηρίζεται μάλλον από διάκριση και φιλανθρωπία. Η μόνη Κοινή προσευχή που ρητά απαγορεύεται είναι η ευχαριστηριακή». (Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο» Θεσσαλονίκη 1-3 Ιουνίου 2003 (Θεοδρομία, 5, (2003) σ. 302-303).
«Υστερα από 2.000 χρόνια εκκλησιαστικής ιστορίας για μία ακόμη φορά η σημασία των όρων οδηγεί σε συγκρούσεις. Η συμπροσευχή για τους υπεύθυνους ορθοδόξους σημαίνει κοινή Θεία Ευχαριστία, η οποία δεν υπάρχει, για τους φλογερούς της πίστεως και η “καλημέρα” στον διάλογο φαίνεται ότι είναι αιρετική» εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, 17.3.2002, σ. A25, Κωδικός άρθρου: B13517A251.
[16] «Δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους Ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ήν στιγμήν αύτη διά των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να “αρδεύση” πολλάς κανονικάς διατάξεις “προς ζωογονίαν”. Επιβάλλεται τροποποίησις ωρισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικώτερον». Αρχοντώνη Βαρθολομαίου (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Περί την κωδικοποίηση των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.
[17] «Ομόφωνη η γνώμη των Αγίων: Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ! Απάντηση σε άρθρο του κ. Παν. Ανδριόπουλου» στο διαδίκτυο:
http://www.alopsis.gr/modules.php?name= ... le&sid=592 &
http://www.oodegr.com/oode/papismos/airesi1.htm και εις εφημερίδα ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΤΡΩΝ 3.5.07, εφημερίδα ΗΜΕΡΑ ΠΑΤΡΩΝ 22, 24.5.07, περιοδικό ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ τ. 53/ Μάρτ-Απρ. 2007, σελ. 4-7. Επίσης, στην έκδοση: Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003 σ. 205-341, παρατίθενται οι απόψεις πληθώρας Αγίων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας (άνω των 40 προσώπων) που κατήγγειλαν τις αιρετικές παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς έδωσαν και το αίμα τους για την Ορθόδοξη Πίστη. Περιεκτική είναι και η εργασία του Θεολόγου Παναγ. Σημάτη, Είναι αίρεση ο Παπισμός; Τι λένε Οικουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες, υπόμνημα-ερώτημα στην επί των Νομοκανονικών Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου, Αίγιο 2007.
[18] «Οι σχισματικοί ευρίσκονται έξω της Εκκλησίας και συνεπώς δεν δύναται να γίνη λόγος περί μετοχής αυτών εις την σφαίραν του σώματος του Χριστού. Εντεύθεν και δεν υφίσταται ουσιώδης διάκρισις εξ επόψεως εκκλησιολογικής μεταξύ του σχίσματος και της αιρέσεως … αμφότερα κείνται εκτός της Εκκλησίας. Δεδομένου ότι η Εκκλησία είναι το μοναδικόν σώμα του Χριστού, ο εκτός της Εκκλησίας ευρισκόμενος κείται εκτός του Χριστού και εκτός της σωτηρίας» Ζηζιούλα Ιωάν. ε.α. σ. 133.
[19] Πραξ. κστ΄ 29, Ρωμ. θ΄ 3, Β΄ Κορινθ. ιγ΄ 7, 9, Ιακ. ε΄ 16, Γ΄ Ιωαν. 2
[20] «Ότι ου δεί εν τοις οίκοις προσφοράν γίνεσθαι παρά επισκόπων ή πρεσβυτέρων» βλ. και κανόνα ΙΒ΄ της ΑΒ΄ Συνόδου.
[21] ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 129Β, βλ. ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 165Α
[22] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[23] ερμηνεία στον Β΄ Κανόνα της εν Αντιοχεία, PG 137, 1281Β.
[24] ΛΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου και απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών, εις Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ι. Κανόνων, εν Αθήναις 1859, τ. 4ος σελ. 476.
[25] εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σελ. 459-460.
[26] ερμηνεία στον Θ΄ Κανόνα του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας, εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σελ. 336.
[27] ερμηνεία στον ΜΣτ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 129C.
[28] ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 165ΒC
[29] ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181ΒC
[30] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[31] ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 168Α
[32] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[33] ερμηνεία στον ΛΘ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1393Β
[34] ερμηνεία στον ΛΓ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1381C
[35] Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 6ος σ. 173
[36] Σύνταγμα κατά στοιχείον Κ, εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 6ος σ.334
[37] ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό, εις Πηδάλιον, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 50-51
[38] απόκρισις γ΄ εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σ. 431δ
[39] εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 1ος σ. 118, 261-274
[40] Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, σ. 905-925
[41] Εγκύκλιος προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών (31 Ιανουαρίου 1952), εις Καρμίρη, ε.α. σ. 962-963
[42] «Τι λοιπόν θα τους σιχαθούμε ή θα τους καταρασθούμε; Φυσικά όχι. Θα προσπαθήσουμε όμως με όλες μας τις δυνάμεις να μη μολυνθούμε με την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους … δεν πρέπει όμως να τους θεωρούμε εχθρούς μας ή να τους μισούμε – έστω και αν αυτοί πάντοτε λυσσομανούν εναντίον μας – διότι ήταν κάποτε αδελφοί μας …ας τους ευσπλαχνιζόμαστε λοιπόν, ας τους αγαπάμε και ας μη παύσουμε ποτέ να προσευχώμαστε γι’ αυτούς» (ιερομόναχος Ιώβ Ιασίτης, εις Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003 σ. 230.
[42β] Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ. 101-102
[43] πρβλ. την στάση των αββάδων Αρσενίου, Ποιμένος και Λωτ, εις Γεροντικόν, έκδοσις Αστέρος, εν Αθήναις 19702, σ. 62, 92.
[44] βλ. κανών ΛΓ΄ Αποστολικός. Επίσης «αι δογματικαί διαφοραί ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην. Η δε αγάπη χαρίζεται τω δόγματι, διότι πάντα στέγει, πάντα υπομένει. Η χριστιανική αγάπη εστιν αναλλοίωτος, δι’ ο ουδ’ η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται να αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα … η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς πρέπον να θυσιάζεται», Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά, Μάθημα Ποιμαντικής, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 192.
[45] Κοτσώνη Ιερ. Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (intercommunio), εν Αθήναις 1957, σ. 268-271
[46] Αγ. Νεκταρίου, Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας Αθήναι 20002, σ. 21.
[47] Ρωμ. ιβ΄ 5, Α΄ Κορινθ. ιβ΄ 12-28, Εφεσ. α΄ 22-23 δ΄ 12,16, ε΄ 23, 25-27, Κολοσ. α΄ 18.
[48] Μιλόσεβιτς Νένταντ, Η Θ. Ευχαριστία ως κέντρο της Θ. Λατρείας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ.σ. 334
[49] Νικολάου Καβάσιλα, εις την Θ. Λειτουργίαν, ΛΔ΄, ΕΠΕ 22, 190
[50] Θεοδωροπούλου Επιφ., ε.α. σ. 46, Ζηζιούλα Ιωάν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 19902 σ.σ. 211. Επίσης «Το μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγ. Τριάδος» Κείμενο Β΄ Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου, Μόναχο 30.6-6.7.1982, και «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας» κείμενο της Δ΄ Ολομελείας Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Μπάρι 1987, εις Παπαδοπούλου Αντ. Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 45-61 και 86-103.
[50a] Αναλυτικά για τη «διακοινωνία» (intercommunion) βλ. Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σσ. 116, Γ. Γαλίτη, Intercommunion, Το πρόβλημα της μυστηριακής κοινωνίας μετά των ετεροδόξων εξ επόψεως ορθοδόξου, βιβλική και εκκλησιολογική μελέτη, Αθήναι, 1966, σσ. 63, Α. Θεοδώρου, Η Intercommunion εξ επόψεως ορθοδόξου Συμβολικής, ήτοι σχέσεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων, Αθήναι 1971.
[50b] Π. Νέλλα, πρόλογος στην έκδοση Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ 12-13.
[51] Κοτσώνη Ιερ. ε.α. σ. 89
[52] Ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β.
[53] «δια την αρχαίαν Εκκλησίαν και μάλιστα την Ανατολικήν, η ορθή πίστις απετέλει απαραίτητον προϋπόθεσιν δια την συμμετοχήν εις την Θ. Ευχαριστίαν της Εκκλησίας» W. Elert, Abendmahl und Kirchen gemeinschaft in der alten Kirche hauptsaechlich des Ostens, 1954, εις Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 116.
[54] Κατά αιρέσεων 18, 5, εις PG 7, 1028
[55] Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 116-117
[56] Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η θεία Λειτουργία, Σχόλια, 19852, σ. 250-252
[57] Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 121
[58] Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 101-107.
[59] Είναι χαρακτηριστικό ότι η απλή διά επιστολής επικοινωνία του Οικουμενικού Πατριάρχου με τον Αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρυ κατά το 1869, αξιολογήθηκε από τους Αγγλικανούς ως «λίαν φιλική και χριστιανοπρεπής αναγνώρισις εκ μέρους του (Οικουμενικού Θρόνου) περί της θέσεως της Εκκλησίας της Αγγλίας ως κλάδου της παγκοσμίου Εκκλησίας του Χριστού», Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 197.
[59a] 1 Ιωαν. 3, 18.
[59b] Εφεσ. 4, 15.
[60] Αγ. Νεκταρίου, ε.α. σ. 20.
[61] Αγ. Ιωάννου Κλίμακος, Λόγος ΛΑ΄ προς ποιμένα, παρ. 65.
[62] Καψάνη Γ., ε.α. σ. 160
[63] Ζωναράς, ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181ΒC
[64] Βαλσαμών, ερμηνεία στον ΟΑ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181D
[65] Προσφώνηση του Σεβ. Μητροπολίτου Καλαβρύτων προς τον Καρδινάλιον Walter Kasper (Αθήνα, 11.2.2003), εις Ζήση Θεοδ. Ανησυχητικές εξελίξεις, Θεοδρομία, 5 (2003), σ. 281.
[65a] PG 54, 623.
[65b] Βαρθολομαίου, Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Ο μοναχισμός και η επανένωσις των διηρημένων Χριστιανών, εν Συμπόσιον Πνευματικόν επί χρυσώ Ιωβηλαίω Ιερωσύνης του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (1939-1989), Αθήναι 1989, σ. 655 : « το Άγιον Όρος το οποίον φημίζεται διά την συντηρητικότητά του εις τοιαύτα θέματα πίστεως, δεν είναι εις το βάθος αντιοικουμενικόν, έστω και αν εκεί η δογματική αλήθεια βιούται ως πληρότης ζωής και η κανονική ακρίβεια ως έκφρασις αληθούς αγάπης, ως λέγουν οι ίδιοι οι Αγιορείται Πατέρες. Οι οποίοι, δέχονται τους πάντας με περίσσιαν αγάπης, η οποία ακριβώς αισθάνονται ότι τους περιβάλλει τον πλήρη σεβασμόν της αληθείας, άνευ παρεκκλίσεων εξ αυτής … η εμμονή εις την πίστην και την αλήθειαν δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος διά την κατανόησιν και αγάπην προς εκείνον με τον οποίον διαφωνούμεν», και Archondonis Bartholomeos, The problem of Oikonomia today, Kanon 6(1983), σ. 46 : «Στο Άγιο Όρος πάλι για λόγους αγάπης δεν δίνεται (το αντίδωρο στους ετεροδόξους) με την αιτιολογία ότι με αυτόν τον τρόπο η ίδια ή και μεγαλύτερη ευλογία δίδεται και αυτό είναι πλήρως αποδεκτό από τους θετικά διακείμενους ετεροδόξους επισκέπτες του Άθω»
[65c] «Εγκαλούμε συχνά τους μοναχούς του Αγίου Όρους για την αντίθεση τους στον οικουμενισμό και τους κατηγορούμε ευχαρίστως πως θυσιάζουν την αγάπη χάρη της αλήθειας. Από το πρώτο ταξίδι μας - ενώ ακόμη ήμασταν ρωμαιοκαθολικοί, και η σκέψη να γίνουμε ορθόδοξοι μας ήταν εντελώς ξένη - υπήρξε για μας πολύ εύκολο να εκτιμήσουμε πόσο ξέρουν οι μοναχοί του Όρους να συνδυάζουν μια αγάπη πολύ λεπτή και πολύ περιποιητική προς τα πρόσωπα, όποιες κι αν είναι οι πεποιθήσεις τους κι οπουδήποτε κι αν ομολογιακά ανήκουν, με την ανυποχώρητη στάση σε δογματικά ζητήματα. Εξάλλου, γι' αυτούς ο πλήρης σεβασμός της αλήθειας είναι ένα από τα πρώτα καθήκοντα, που τους επιβάλλει η αγάπη προς τον άλλο» Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, εν
http://www.oodegr.com/oode/biblia/plakidas1/kef3.htm#25[65d] Οι λόγοι του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου προσδιορίζουν επακριβώς το ρόλο του λαού του Θεού: «Η τελική κρίσις εφ’ όλων των εν τω διαλόγω διεξαγωμένων και των εν τέλει επιτευχθησομένων απόκειται μεν εις τας Εκκλησίας, ως διοικούντα και αποφαινόμενα όργανα θείας εμπνεύσεως, αλλά και εις αυτόν τον πιστόν λαόν του Θεού. Ούτος, με το αλάνθαστον κριτήριον της εαυτού πίστεως και την συμμμαρτυρίαν της εαυτού συνειδήσεως, αποδέχεται μεν τα θεαρέστως αποφασιζόμενα, απορρίπτει δε τα μη θεοπρεπώς κατασκευαζόμενα» (Προσφώνησις προς την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης την 30.11.1984 στο Φανάρι, εν Επίσκεψις τευχ. 326/1.12.1984).
[65e] O Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης) – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφερόμενος σε «λάθη τραγικά» που έχουν γίνει τονίζει σχετικά: «δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μια μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο», Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος. Προβλήματα και προοπτικές, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 29(1986-89), σ. 22-24.
[66] Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 63.
Πηγή:
http://oodegr.co/oode/papismos/synefxesthe1.htm Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
http://www.egolpion.com22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016