«Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

1
Τι σημαίνει «συνεύχεσθαι»;
Γιατί «ου δει συνεύχεσθαι»;
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, από τους Αποστολικούς ακόμα χρόνους, η αίρεση έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Τον απομακρύνει από τον Θεό και τον οδηγεί στην απώλεια. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Κύριος και οι Απόστολοι είναι ιδιαίτερα αυστηροί με τις «αιρέσεις απωλείας»[1].

Οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημαίνουν το μεγάλο κίνδυνο και ακολουθώντας τις Αποστολικές συστάσεις[2] καλούν τους χριστιανούς και μάλιστα τους ακατάρτιστους στην πίστη να μην έχουν καμία σχέση με αιρετικούς, διότι ο κίνδυνος για τη σωτηρία τους είναι βέβαιος.[3]


Δυστυχώς όμως πολλοί, μη έχοντας ουσιαστική σχέση με το πνεύμα των Πατέρων και με τη ζωή της Εκκλησίας μας, βλέπουν πίσω από τις απαγορεύσεις αυτές μίσος και εχθρότητα της Εκκλησίας προς τους αιρετικούς. Ο Αγ. Νεκτάριος όμως πολύ περιεκτικά συγκεφαλαιώνοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία μας προτρέπει: «Αποτρέπου την απιστίαν και την αίρεσιν και το σχίσμα, όχι τον άπιστον και τον αιρετικόν και τον σχίστην, όχι τον άνθρωπον. Αποστρέφου την γνώμην, όχι την φύσιν. Δι’ εκείνην είναι αλλότριος και διάφορος, είναι αποστροφής και μίσους υπόδικος. Δια τοιαύτην είναι οικείος και πλησίον, είναι ελέους και συμπαθείας, πολλάκις δε και κηδεμονίας και περιθάλψεως άξιος»[4]. «Οι απαγορεύσεις περί πολυποίκιλης επικοινωνίας με αιρετικούς πήγαζαν ουσιαστικά από την αγάπη της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δηλαδή προσπαθούσε αφ’ ενός να διαφυλάξει τα υγιά μέλη της από την ψυχοκτόνο ασθένεια των κακοδόξων, αφ’ ετέρου δε να προβληματίσει τους τελευταίους με τη στάση της και να τους κάνει να καταλάβουν ότι βρίσκονται σε εσφαλμένο δρόμο. Η αποχή δηλαδή από την κοινωνία μαζί τους είχε ταυτόχρονα και παιδαγωγικό χαρακτήρα»[5].
Μελετώντας την Πατερική διδασκαλία για τις σχέσεις μας με τους αιρετικούς βλέπουμε ότι οι Άγιοί μας είναι ιδιαίτερα αυστηροί και κατηγορηματικοί στηναπαγόρευση επικοινωνίας με τους αιρετικούς ή σχισματικούς[6] σε θέματα Λατρείας και κοινής προσευχής. Οι σχετικές αναφορές των Πατέρων είναι πολυπληθείς[7]. Στο παρόν άρθρο δε θα αναφερθούμε στις Πατερικές μαρτυρίες, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας για το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς και μάλιστα για την κατ’ ακρίβεια εφαρμογή των Ι. Κανόνων.

Α. Τι είναι και τι δεν είναι συμπροσευχή

Όμως τι σημαίνει «συμπροσευχή»; Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, κατά τον Ιω. Σταματάκο, «συνεύχομαι» σημαίνει «εύχομαι (προσεύχομαι) από κοινού μετά τινός, ενώνω τας ευχάς μου με τας δικάς του»[8]. Στην Πατερική γραμματεία, σύμφωνα με τον G.W.H.Lampe[9] «συμπροσεύχομαι» σημαίνει “pray together, pray with”, ενώ το «συνεύχομαι» σημαίνει α) «pray with, pray together» (=προσεύχομαι μαζί) και β) “wish one well” (=εύχομαι να είσαι καλά).

Περαιτέρω θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε συμπροσευχή όταν:

1. Υπάρχει σύμπτωση τόπου και χρόνου στην προσευχή [10] (αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη).
2. Υπάρχει κοινή βούληση για τον ίδιο σκοπό, για την τέλεση προσευχής[11] (ικανή και αναγκαία συνθήκη).
3. Συμμετέχουμε στην εξέλιξη της προσευχής, με τη χρήση κοινού προγράμματος λατρείας (π.χ. κοινό το περιεχόμενο των ευχών ή ύμνων, ανταπόκριση στις κελεύσεις του λειτουργού[12], ένδυση λειτουργικών αμφίων για τους κληρικούς) (ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη
4. Συμπερασματικά: Όταν με την όλη μας αναστροφή (λόγια, έργα, συμπεριφορά) επιδιώκουμε να δώσουμε την εντύπωση στους άλλους ότι επιθυμούμε να συμμετέχουμε και εμείς στη λατρεία τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω δε συντελείται συμπροσευχή όταν έχουμε επίσκεψη ή παρακολούθηση κάποιας θρησκευτικής τελετής για επιστημονικούς, τουριστικούς, εθιμοτυπικούς ή κοινωνικούς και μόνο λόγους [13].

Β. Οι Ιεροί Κανόνες για τη συμπροσευχή με αιρετικούς

Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, με οικουμενικό κύρος, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς είναι:

1. Κανών Ι' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω"
2. Κανών ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις καθηρημένω, κληρικός ων, κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός".
3. Κανών ΜΕ' των Αγ. Αποστόλων: "Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω"
4. Κανών ΞΔ' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις Κληρικός, ή Λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω"
5. Κανών ΟΑ' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις Χριστιανός έλαιον απενέγκοι εις ιερόν εθνών, ή εις συναγωγήν Ιουδαίων εν ταις εορταίς αυτών, ή λύχνους άπτοι, αφοριζέσθω"
6. Κανών ΣΤ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Περί του, μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αιρέσει"
7. Κανών Θ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Περί του, μη συγχωρείν εις τα κοιμητήρια, ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των αιρετικώναπιέναι τους της Εκκλησίας, ευχής ή θεραπείας ένεκα, αλλά τους τοιούτους, εάν ώσι πιστοί, ακοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός, μετανοούντας δε, και εξομολογουμένους εσφάλθαι, παραδέχεσθαι"
8. Κανών ΛΒ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι"
9. Κανών ΛΓ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι"
10. Κανών ΛΔ' της εν Λαοδικεία Συνόδου. Ότι ου δεί πάντα χριστιανόν εγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστού και απιέναι προς τους ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αιρετικών, ή αυτούς προς τους προειρημένους αιρετικούς γενομένους· Ούτοι γαρ αλλότριοι του Θεού τυγχάνουσιν. Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς.
11. Κανών ΛΖ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων ή αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς"
12. Κανών Θ' του Τιμοθέου Αλεξανδρείας: "Ερώτησις. Ει οφείλει Κληρικός εύχεσθαι, παρόντων Αρειανών, ή άλλων αιρετικών; ή ουδέν αυτόν βλάπτει, οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν; Απόκρισις. Εν τη θεία αναφορά ο Διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού. "Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε." Ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι, ει μη αν επαγγέλλωνται μετανοείν και εκφεύγειν την αίρεσιν"
Στους πιο πάνω κανόνες θα πρέπει να προστεθούν και οι:
13. Κανών β’ της εν Αντιοχεία Συνόδου: "Πάντας τους εισιόντας εις την Εκκλησίαν και των ιερών Γραφών ακούοντας, μη κοινωνούντας δε ευχής άμα τω λαώ ή αποστρεφομένους την αγίαν μετάληψιν της ευχαριστίας κατά τινα αταξίαν, τούτους αποβλήτους γίνεσθαι της Εκκλησίας, έως αν εξομολογησάμενοι και δείξαντες καρπούς μετανοίας και παρακαλέσαντες τυχείν δυνηθώσι συγγνώμης, μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις, μηδέ κατ' οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοις μη τη εκκλησία συνευχομένοις, μηδέ μη συναγομένοις. Ει δε φανείη τις των επισκόπων, ή πρεσβυτέρων, ή διακόνων, ή τις του κανόνος τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ως αν συγχέοντα τον κανόνα της Εκκλησίας".
14. Κανών Α' της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, (επικυρώνει τους Κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας)
15. Κανών Β' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, (επικυρώνει τους Αποστολικούς Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
16. Κανών Α' της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (επικυρώνει τους Αποστολικούς Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).



Από την απλή παράθεση των Κανόνων γίνονται σαφή τα εξής:

1. Για τους Πατέρες είναι ιδιαίτερα κρίσιμο από πνευματικής απόψεως το θέμα της επικοινωνίας με αιρετικούς στα πλαίσια της προσευχής και της Θ. Λατρείας. Αυτό είναι εμφανές από το μεγάλο αριθμό των κανόνων που διαπραγματεύονται το θέμα αυτό.
2. Το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς απασχολεί διαχρονικά την Εκκλησία. Γι’ αυτό και οι σχετικοί απαγορευτικοί κανόνες καλύπτουν χρονικά ολόκληρη την περίοδο που συντασσόταν το Κανονικό Δίκαιό της.
3. Προφανώς οι παραβάσεις των κανονικών αυτών διατάξεων ήταν συχνές. Η Εκκλησία όμως εμμένει, επανέρχεται και επαναδιατυπώνει τις ίδιες απαγορεύσεις.
4. Οι κανονικές διατάξεις είναι σαφείς, απόλυτες και κατηγορηματικές στην απαγόρευση συμμετοχής σε κοινή προσευχή και λατρεία με αιρετικούς ή σχισματικούς.


Γ. «Προφάσεις εν αμαρτίαις» και συμπροσευχαίς!


Βέβαια, παρά τη σαφή και κατηγορηματική απαγόρευση της μετά των αιρετικών ή σχισματικών συμπροσευχής, ορισμένοι Ορθόδοξοι – για ποικίλους λόγους – συμμετέχουν σε κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις με αιρετικούς (και ιδιαιτέρως στην εποχή μας με Παπικούς). Πως θα ξεπεράσουν όμως την πάγια κανονική τάξη της Εκκλησίας που απαγορεύει αυτήν τη συμπεριφορά;
Οι δικαιολογίες – με "θεολογικό" περιεχόμενο – που επιστρατεύονται είναι κυρίως οι εξής:


1. Οι παπικοί δεν είναι αιρετικοί, αλλά σχισματικοί, άρα δεν απαγορεύεται να έχουμε κοινή λατρεία μαζί τους![14]
2. Όταν οι κανόνες αναφέρονται σε συμπροσευχή εννοούν μόνο τη συμμετοχή στο «κοινό Ποτήριο», ή την συμμετοχή των κληρικών (Ορθοδόξων και αιρετικών) στη Θ. Ευχαριστία, δηλαδή απαγορεύεται μόνο το συλλείτουργο[15]. Οι άλλες συμπροσευχές δεν απαγορεύονται!
3. Οι κανόνες αυτοί, επειδή δεν εφαρμόζονται πλέον, έπαψαν να ισχύουν και η Εκκλησία οφείλει να τους καταργήσει και τυπικά[16].
4. Στα πλαίσια της ποιμαντικής διακρίσεως δικαιούται η Εκκλησία να εφαρμόζει την «εκκλησιαστική οικονομία» και να συμπροσεύχεται με αιρετικούς.

1. Ομόφωνη η γνώμη των Αγίων: Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ!
Αναφορικά με την πρώτη "δικαιολογία", έχουμε σε άλλη σύντομη εργασία σημειώσει[17] ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, όπως εκφράζεται μέσα από τηνομόφωνη γνώμη των Πατέρων (consesus patrum), εγκρίτων Κανονολόγων και Θεολόγων και κυρίως τις αποφάσεις Τοπικών Συνόδων (με τη συμμετοχή όλων των Πατριαρχών της Ανατολής), από την εποχή του Σχίσματος μέχρι σήμερα, δέχεται χωρίς καμία επιφύλαξη ότι Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ! Αλλά και σχισματικοί να είναι οι Παπικοί και πάλι η συμπροσευχή μαζί τους κατ’ ακρίβεια απαγορεύεται![18] Το αν κάποιος – όποιος και αν είναι αυτός – δεν αποδέχεται τη σαφή και πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ότι ο Παπισμός είναι αίρεση, είναι θέμα προσωπικής του επιλογής και ευθύνης. Ίσως αυτός να γνωρίζει περισσότερα από τους … Αγίους, να είναι ανώτερος των … Συνόδων ή να έχει ιδιαίτερη … αποκάλυψη, η οποία του παρέχει το δικαίωμα να αποφαίνεται ex cathedra ... "αλαθήτως" αλλά και … αυθαιρέτως!
2. Συμπροσευχή σημαίνει μόνο συμμετοχή στο «κοινό Ποτήριο» και σε συλλείτουργο ;
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τη δεύτερη δικαιολογία ότι τάχα οι Ι. Κανόνες όταν ομιλούν για συμπροσευχή εννοούν μόνο τη συμμετοχή στο «Κοινό Ποτήριο» της Θ. Ευχαριστίας, ή το συλλείτουργο, δηλ. την τέλεση κοινής Θ. Λειτουργίας Ορθοδόξου κληρικού με αιρετικό.


Α. Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στην Αγ. Γραφή, τους Πατέρες και τη θύραθεν γραμματεία.

Αναφερθήκαμε ήδη στην έννοια του «συνεύχεσθαι» στη θύραθεν γραμματεία και τους Πατέρες. Εδώ να σημειώσουμε ότι στην Καινή Διαθήκη απαντάται μόνο το ρήμα «εύχεσθαι»[19], όπου σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται η τέλεση Θ. Λειτουργίας, αλλά μόνο προσευχής ή απλής ευχής. Παρόμοιες είναι και οι αναφορές στην μετάφραση των Ο΄ στην Π. Δ.
Κατά συνέπεια, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην Αγ. Γραφή, ούτε στην πατερική ή θύραθεν γραμματολογία η ερμηνεία ότι «συνεύχομαι» ή «συμπροσεύχομαι» σημαίνει αποκλειστικά τη συμμετοχή όχι σε απλή κοινή προσευχή, αλλά στην τέλεση θ. Ευχαριστίας.

Β. Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στους ίδιους τους Ι. Κανόνες

Επίσης, μελετώντας προσεκτικά τα ίδια τα κείμενα των κανόνων προκύπτει σαφέστατα ότι οι Πατέρες απαγορεύουν όχι μόνο τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία, αλλά και την απλή προσευχή μαζί με αιρετικούς:
· Όταν ο Κανόνας Ι' των Αγίων Αποστόλων επιβάλλει αφορισμό σε όποιον "καν εν οίκω συνεύξηται", με ακοινώνητον (αιρετικό ή αφορισμένο), προφανώς εννοεί την απλή συμπροσευχή και όχι την τέλεση Θ. Λειτουργίας, διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας εν οίκω απαγορεύεται αυστηράσύμφωνα με τον Κανόνα ΝΗ' της εν Λαοδικεία Συνόδου.[20] Άρα με το "καν εν οίκω συνεύξηται" εννοεί οποιαδήποτε απλή συμπροσευχή. Ο παραβαίνων αυτόν τον κανόνα «αφοριζέσθω»!
· Ο Κανόνας ΜΕ' των Αγίων Αποστόλων είναι σαφής και αντιδιαστέλλει πλήρως την απλή συμπροσευχή με αιρετικούς από την τέλεση οποιασδήποτε ιερατικής πράξεως, άρα και Θ. Ευχαριστίας: "Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον,αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω". Άλλωστε περί της «Θ. Ευχαριστίας» των αιρετικών αναφέρεται ο επόμενος Κανόνας ΜΣτ’ των Αγ. Αποστόλων, ο οποίος προστάζει ότι όποιος Κληρικός την αποδεχθεί να καθαιρείται, διότι «τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου».
· Όταν ο κανών ΞΔ' των Αγίων Αποστόλων απαγορεύει την είσοδο σε Ιουδαϊκή ή αιρετική σύναξη με σκοπό την προσευχή («προσεύξασθαι»), δεν εννοεί ασφαλώς τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία και σε «κοινό Ποτήριο», διότι στην Ιουδαϊκή Συναγωγή ποτέ δεν τελείται Θ. Ευχαριστία, ούτε μπορεί να υπάρξει «κοινό Ποτήριο»! Ασφαλώς εννοεί την απλή προσευχή και αυτή απαγορεύει.
· Μόνο ο Αγ. Τιμόθεος Αλεξανδρείας στον Θ' κανόνα του ταυτίζει την «ευχή» με την Θ. Ευχαριστία. Αλλά και εδώ, επειδή περιορίζει την έννοια της «ευχής» μόνο στη Θ. Λειτουργία, και όχι σε οποιαδήποτε προσευχή, αισθάνεται την ανάγκη να το διευκρινίσει σημειώνοντας: «οπόταν αυτός ποιή τηνευχήν, ήγουν την προσφοράν». Πάντως πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση ότι ο κανόνας αυτός που αναφέρεται στην ευχαριστηριακή προσευχή, δεν αναφέρεται σε συλλείτουργο, αλλά σε απλή παρουσία αιρετικών σε Θ. Λειτουργία, τη οποία και απαγορεύει ρητά, «ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι».


Γ. Απόψεις εγκρίτων κανονολόγων και ερμηνευτών.

Εκτός της ανωτέρω απλής προσεγγίσεως των ιδίων των κειμένων των Ι. Κανόνων, όλοι οι έγκριτοι κανονολόγοι αναγνωρίζουν ότι κατά ακρίβεια με βάση τους Ι. Κανόνες δεν επιτρέπεται όχι μόνο η συμμετοχή σε κοινή προσευχή, όταν τελείται η Θ. Ευχαριστία, αλλά ούτε και οποιαδήποτε απλή προσευχή, από οιονδήποτε Ορθόδοξο κληρικό ή λαϊκό. Ενδεικτικά αναφέρω:
o Θεόδωρος Βαλσαμών (πατριάρχης Αντιοχείας):
§ «Εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι, και το ημερώτερον διατεθείναι επί τη ευχή του αιρετικού. Τους γαρ τοιούτους ως μύση (βδέλυγμα) βδελύττεσθαι, ου μην οικειούσθαι οφείλομεν».[21]
§ «Σαφής ο κανών. Ου γαρ συγχωρεί τοις αιρετικοίς επιμένουσι τη αιρέσει συνεκκλησιάζειν μετά Ορθοδόξων».[22]
§ «Ακούων δε του κανόνος του λέγοντος ακοινωνήτους είναι τους επισκόπους και λοιπούς ιερωμένους τους συνευχομένους τοις ακοινωνήτοις, μη είπης εξ αντιδιαστολής ανευθύνους είναι τους λαϊκούς παρά τον κανόνα ποιούντας. Και ούτοι γαρ αφορισθήσονται κατά τον Ι΄ Αποστολικόν Κανόνα τον μη διαστέλλοντα κληρικούς και λαϊκούς».[23]
§ «Αιρετικός, εστί … ο μικρόν γουν εκκλίνων της Ορθοδόξου πίστεως. Επεί γουν πάντες οι απαριθμηθέντες εις την παρούσαν ερώτησιν (Λατίνοι,Αρμένιοι, Μονοθελήτες, Νεστοριανοί), ου δια μικρόν τι αλλά δια πλάτος μέγα δυσδιεξίτητον εκ της των Ορθοδόξων Εκκλησίας απεξενώθησαν, πάντωςουδέ χάριν αναδοχής παίδων πνευματικών, μεσιτευομένης δι’ αγίων ευχών και αγιασμάτων πολλών, ημίν συγκοινωνήσουσιν, ίνα μη και αυτοί ακοινωνησία κατακριθώμεν κατά τον κανόνα τον λέγοντα ο κοινωνών ακοινωνήτω και αυτός ακοινώνητος εστίν».[24]
§ ΙΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου: «ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών, Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις Εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν ; ή κοινής μετ’ αυτών μετάσχη τραπέζης ; ή ποιήσει ανάδοχον εκ του Αγίου Βαπτίσματος; Ή κατοιχωμένων ποιήσει μνημόσυνα ; ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς. Η στενοχωρία γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί και ζητώ το ποιητέον».
Απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών: «Δια τούτο (μνημονεύει τους κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με αιρετικούς) και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς τε και κληρικούς, συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς, ή μην και συνεσθίοντας, αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά την των ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα».[25]
§ «Ει ουν οι κατηχούμενοι ουκ εώνται παρείναι τελουμένης της θείας θυσίας, πως αιρετικοί εαθήσονται, ει μη που επαγγέλλονται, φησί, μετανοείν και αφίστανται της αιρέσεως. Και τότε δε, οίμαι, ουκ εντός του Ναού παραχωρηθήσονται είναι, αλλ’ έξω μετά των κατηχουμένων. Ως, ει μη επαγγέλλονται αφίστασθαι της αιρέσεως, ουδέ τοις κατηχουμένοις συστήσονται, αλλ’ εκδιωχθήσονται».[26]
o Ιωάννης Ζωναράς:
§ «Τους αιρετικούς και τας εκείνων τελετάς υπό των ορθοδόξων βδελύττεσθαι χρη., μάλλον δε ελέγχεσθαι και νουθετείσθαι παρά των επισκόπων και πρεσβυτέρων».[27]
§ «Μέγα αμάρτημα ο κανών ηγείται, το Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν ή αιρετικών χάριν προσευχής εισιέναι. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου κατά τον μέγαν Απόστολον ; Η δε των αιρετικών σύναξις, εναντία τοις Ορθοδόξοις πρεσβευόντων,κακείνη ου τιμητέα ορθοδόξοις, μάλλον μεν ουν και αποβλητέα. Τινές μεν ουν ως μεγάλα αμαρτάνοντας τους εισιόντας εις τας τοιαύτας συναγωγάς δι’ ευχήν, διπλή φασί τιμωρία τον κανόνα τούτον υπάγειν».[28]
§ «Ο ακοινωνήτω συνευξάμενος ή καθηρημένω, δια τους ήδη γεγραμμένους κανόνας υπό επιτίμιον εστίν … καν γαρ μη τα εκείνων φρονή, αλλά γεπολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού ως τας Ιουδαϊκάς τιμών τελετάς. Άμα δε και μιαίνεσθαι πιστεύεται τη εκείνων συναναστροφή».[29]
§ «Οι αιρέσει περιπεσόντες και μένοντες εν αυταίς, της Εκκλησίας εξοστρακίζονται, ως ταύτης αλλότριοι . Πως ουν εις τον οίκον του Θεού συγχωρηθήσονται εισιέναι;»[30]
o Αλέξιος Αριστινός:
§ «Ο εισελθών εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών και προσευξάμενος μετ’ αυτών».[31]
§ «Αιρετικοίς το ιερόν ανεπίβατον. ου συγχωρούνται αιρετικοί εις τον οίκον του Θεού εισιέναι»[32]
§ «Ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος. Δια τούτο γουν ουδέ τοις αιρετικοίς ή τοις Ιουδαίοις Χριστιανός συνεορτάζει»[33]
§ «αιρετικοίς ή σχισματικοίς μη συνεύξη. Ακοινώνητος ο τούτοις συνευχόμενος»[34]
o Ματθαίος Βλάσταρης:
§ «Ο ΛΓ΄ (κανόνας της εν Λαοδικεία) αιρετικώ ή σχισματικώ όλως ημάς ουκ επιτρέπει συνεύχεσθαι»[35]
§ «Ο Β΄ κανών της εν Αντιοχεία Συνόδου, της κοινωνίας των ακοινωνήτων αποδιίστασθαι παντάπασιν ημίν εγκελεύεται, και μήτε εν οίκω τούτοις συνεύχεσθαι, μήτε εν Εκκλησία».[36]
o Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης:
§ «Ο παρών κανών (ΜΕ΄ Αποστολικός) διορίζει, ότι όποιος Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος ήθελε συμπροσευχηθεί μονάχα, άλλ’ όχι και να λειτουργήσει με αιρετικούς ας αφορίζεται.. Επειδή όποιος με αφορισμένους συμπροσεύχηται (καθώς τοιούτοι είναι οι αιρετικοί) πρέπει να συναφορίζεται και αυτός κατά τον Ι΄ των αυτών Αποστόλων. Ει δε και εσυγχώρησεν εις τους αιρετικούς αυτούς να ενεργήσουν κανένα λειτούργημα ωσάν κληρικοί, ας καθαίρηται, επειδή όποιος Κληρικός συλλειτουργήσει με καθηρημένους (καθώς τοιούτοι είναι οι αιρετικοί κατά τον Β΄ και Δ΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου) συγκαθαιρείται και αυτός κατά τον ΙΑ΄ των Αποστόλων».[37]
o Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής:
§ «Ου χρη το καθόλου εις τοιαύτας εκκλησίας (που υπάγονται σε αιρετικούς) εισιέναι, κατά τους ειρημένους τρόπους (χάριν ευχής και ψαλμωδίας) … άμα γαρ τω εισαχθείναι την αίρεσι, απέστη ο έφορος των εκείσε Αγγελος, κατά την φωνήν του μεγάλου Βασιλείου, και κοινός οίκος ο τοιούτος χρηματίζει ναός. Και, ου μη εισέλθω, φησίν, εις Εκκλησίαν πονηρευομένων. Και ο Απόστολος τις συγκατάθεσις ναού Θεού μετά ειδώλων ;»[38]
o Μ. Φώτιος, Νομοκάνων τιτ. Γ΄ κεφ. ιε΄ και τιτ. ιβ΄κεφ. α-ιη[39].
o Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων (1848):
§ «Αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι (ο Παπισμός) είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων … με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οικ. Συνόδου».[40]
o Αθηναγόρας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:
§ «Δέον ίνα οι Ορθόδοξοι κληρικοί αντιπρόσωποι ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων».[41]
Δ. Άρνηση συμπροσευχής δε σημαίνει …
Επέλεξα να ολοκληρώσω την ενδεικτική παράθεση των αναφορών και ερμηνειών στους Ι. Κανόνες με την άποψη ενός εκ των πρωτοπόρων του Οικουμενικού Κινήματος, του Πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος κάθε άλλο παρά φανατικός ή ζηλωτής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, για να γίνει έτι πλέον σαφές, και δι’ αυτής της μαρτυρίας, ότι η εφαρμογή της ακρίβειας, η άρνηση δηλαδή συμπροσευχής με αιρετικούς,

Δε σημαίνει μίσος και αντιπάθεια προς τα πρόσωπα των αιρετικών[42].
Δε σημαίνει άρνηση της έμπρακτης αγάπης [42β] και αντιλήψεως προς οιονδήποτε, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του αντιλήψεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα μοναστήρια του Αγ. Όρους που εφαρμόζεται η ακρίβεια στο θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς δεν υπάρχει καμία διάκριση στη μεταχείριση των Ορθοδόξων και των ετεροδόξων επισκεπτών (απολύτως ίδιες συνθήκες φιλοξενίας).[43] Όμως: στους ετεροδόξους δεν επιτρέπεται η συμπροσευχή ούτε στον Ι. Ναό, ούτε στην κοινή τραπεζαρία.

Σε τελική ανάλυση δε θα είμαστε Χριστιανοί αν δεν αγαπούμε τον «άλλον», όποιος και αν είναι αυτός. Και εχθρός μας και εχθρός του Χριστού.[44]

Δε σημαίνει ναρκισσισμό και αλαζονεία, ότι τάχα εμείς είμαστε καλύτεροι από τους «άλλους». Μία τέτοια αντίληψη είναι ξένη προς την ορθόδοξη διδασκαλία και αλλότρια του εκκλησιαστικού ήθους και φρονήματος.
Δε σημαίνει διακοπή του Θεολογικού Διαλόγου με τους αιρετικούς. Όταν η Εκκλησία κρίνει ότι διασφαλίζονται όλες οι προϋποθέσεις για να δίνει τη μαρτυρία της και να καλεί σε μετάνοια και επιστροφή, επιβάλλεται να συμμετέχει σε θεολογικούς διαλόγους, χωρίς όμως να υπάρχει εκτροπή από την κανονική τάξη της με τις συμπροσευχές.[45]
Δε σημαίνει διακοπή της συνεργασίας για αντιμετώπιση κοινών κοινωνικών ή πολιτικών προβλημάτων. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σαφέστατος: «η δε αποχή από τούτων στρέφεται εις μόνα τα πνευματικά, τα δ' άλλα επιεικώς και φιλανθρώπως μεταχειριζόμεθα εν πάση ελευθερία την εξωτερικήν μετά τούτων συνδιατριβήν τε και κοινωνίαν, φυλάττοντες προς αυτούς πάντα τα ανθρώπινα δίκαια και καθήκοντα … φεύγε μόνην την μετά των τοιούτων πνευματικήν κοινωνίαν, αν και ο βίος ο πολιτικός σε υποχρεώνει να διασώζεις την κοσμικήν οικειότητα και συνάφειαν»[46]
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: «Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

2
Αυτή λοιπόν είναι η κατ’ ακρίβεια στάση της Εκκλησίας στο θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς. Υπάρχει άραγε το δικαίωμα, αν θέλουμε να έχουμε συνεπή Χριστιανική ζωή, να περιφρονούμε την Παράδοση και τη μακραίωνη ζωή της Εκκλησίας μας;

Ε. Γιατί «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» ;

Ας δούμε όμως για ποιους λόγους η Εκκλησία είναι τόσο αυστηρή και κατηγορηματική στην απαγόρευση κοινής λατρείας με αιρετικούς ή σχισματικούς, ώστε να χαρακτηρίζεται η συμπροσευχή ως «μέγα αμάρτημα»;
Α΄ Λόγω της μεγάλης αγάπης προς το Θεό: ΛΟΓΟΙ ΠΙΣΤΕΩΣ

Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι λειτουργική, εκκλησιολογική και δογματική εκτροπή
1. Για την παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας μας, δηλ. την Ορθόδοξη Θεολογία, σωτηρία υπάρχει μόνο εφ’ όσον ο άνθρωπος ενταχθεί ως οργανικό μέλος στο «σώμα του Χριστού», που έχει κεφαλή τον ίδιο τον Κύριο, δηλαδή την Εκκλησία[47]. Ασφαλώς, το σώμα του Χριστού υπάρχει από την Αποστολική εποχή μέχρι σήμερα και είναι μ ο ν α δ ι κ ό . Και αυτό είναι η «ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ και ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν υπάρχουν πολλά σώματα, γιατί μία είναι η Κεφαλή, ο Χριστός.


2. Συνεπώς και η Θ. Λατρεία δεν είναι ατομική υπόθεση του πιστού, αλλά εντάσσεται στην οργανική ενότητα των μελών του σώματος του Χριστού. Μάλιστα, το κέντρο και η ουσία της Χριστιανικής Λατρείας είναι η Θ. Λειτουργία, στην οποία εντάσσονται και οι λοιπές ακολουθίες και τα μυστήρια της Εκκλησίας μας.[48] Με άλλα λόγια η Θ. Λειτουργία δεν είναι μία από τις προσευχές της Εκκλησίας, αλλά ταυτίζεται με την ίδια την Εκκλησία: «Σημαίνεται η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις»,[49] σημειώνει ο Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, εννοώντας τη Θ. Λειτουργία. Δηλαδή η Θεία Λειτουργία δεν είναι το μέσον για την επίτευξη της εν Χριστώ ενότητας των ανθρώπων, αλλά η ίδια η ενότητα, η φανέρωση της ήδη τελεσθείσης ενότητος στο ένα σώμα του Χριστού[50]. Γι’ αυτό και στη Θ. Λειτουργία συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο όσοι δια του Βαπτίσματος έχουν ήδη ενταχθεί και παραμένουν στο σώμα του Χριστού. Ακόμα και οι κατηχούμενοι που ετοιμάζονταν να βαπτισθούν δεν μπορούσαν να παραμείνουν και να την παρακολουθήσουν. Κατά την Ορθόδοξη εκκλησιολογία είναι εντελώς αδιανόητη η οποιασδήποτε μορφής διακοινωνίας (intercommunion)[50a], διότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία το θέμα της ευχαριστιακής κοινωνίας, της εκκλησιολογικής κοινωνίας και της κοινωνίας στην πίστη είναι αλληλένδετα [50b].
3. Επειδή λοιπόν η αίρεση είναι περιφρόνηση και αποκοπή και σε τελική ανάλυση άρνηση συμμετοχής στην Εκκλησία, στο «σώμα του Χριστού», η συμμετοχή στη λατρεία είναι όχι μόνο χωρίς νόημα, αλλά και αδιανόητη. Πως μπορώ να συμμετέχω στη λατρεία, δηλαδή στη φανέρωση της ενότητας του σώματος του Χριστού, όταν έχω επιλέξει να αποσπαστώ και να μην ανήκω σ’ αυτό; Για τον εκτός της Εκκλησίας – αιρετικό ή σχισματικό – είναι τουλάχιστον θέμα συνέπειας να μη θέλει να θεωρείται μέλος του σώματος, αφού σε τελική ανάλυση έχει συνειδητά επιλέξει ο ίδιος να αποχωρισθεί από αυτό!

Πολύ λογικά και φυσικά ερωτά ο Νικηφόρος Γρηγοράς: «Της ουν προαιρέσεως ενταυθοί μαχομένης και αλλήλων ημάς διιστώσης της των δογμάτων καινοτομίας, πως αν μίαν σχοίημεν τον Χριστόν κεφαλήν, ή πως αν αλλήλοις συνευξαίμεθα ;»[51] και ο Ζωναράς: «Οι αιρέσει περιπεσόντες και μένοντες εν αυταίς, της Εκκλησίας εξοστρακίζονται, ως ταύτης αλλότριοι. Πως ουν εις τον οίκον του Θεού συγχωρηθήσονται εισιέναι ;».[52]
Μόνο εάν εκλάβουμε την Ορθόδοξη Λατρεία ως θέαμα, χωρίς καμία ουσιαστική προσωπική συμμετοχή, νομιμοποιείται η παρουσία μη Ορθοδόξων σε αυτήν! Αλλά αλλοίμονο αν γίνει ο Ναός και η Θ. Λατρεία μας … θέατρο! Με άλλα λόγια η συμμετοχή των αιρετικών στη Θ. Λειτουργία είναι ανατροπή της ίδιας της ουσίας της, είναι λειτουργική εκτροπή.

4. Επιπλέον δε, για να συμμετάσχουμε σε κοινή Λατρεία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμφωνία της πίστεως.[53] Τονίζει χαρακτηριστικά ο Αγ. Ειρηναίος: «ημών σύμφωνος η γνώμη (η ορθόδοξη πίστη) τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην … Προσφέρομεν γαρ αυτώ (τω Θεώ) τα ίδια εμμελώς κοινωνίαν και ένωσιν απαγγέλλοντες και ομολογούντες»[54]
Σύμφωνα με το Μητρ. Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) «Η ορθοδοξία άνευ Ευχαριστίας είναι αδιανόητος», αλλά και «η Ευχαριστία άνευ ορθοδοξίας είναι αδύνατος … Η προϋπόθεσις της ορθοδοξίας δια την συμμετοχήν εις την ενότητα της Ευχαριστίας υπήρχε βεβαίως ανέκαθεν εις την Εκκλησίαν, ως μαρτυρούν αι ενσωματωμέναι εις λειτουργικά κείμενα ομολογίαι πίστεως»[55]. Αυτή η λειτουργική παράδοση φτάνει μέχρι τις ημέρες μας και απαιτεί προ της Αναφοράς την ομολογία της κοινής και ανόθευτης πίστεως, δια της απαγγελίας του συμβόλου της Πίστεως.[56] Αφού λοιπόν «η ενότης εν τη Θεία Ευχαριστία συνδυάζεται μετά της ενότητος εν τη ορθοδοξία»,[57] η τυχόν συμπροσευχή με αιρετικό αποτελεί λειτουργική εκτροπή.
5. Είναι λοιπόν προφανές ότι για την Εκκλησία μας ο λατρευτικός χώρος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως χώρος απλής επικοινωνίας και κοινωνικής αναστροφής, αλλά είναι ουσιωδέστατος και άπτεται της ίδιας της φύσεώς της. Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε «τον αποτροπιασμόν, τον οποίον ησθάνοντο οι Ορθόδοξοι έναντι της από κοινού τελέσεως της Θ. Λειτουργίας μετά των ετεροδόξων, μετά των οποίων, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, μόλις είχον συνομολογήσει την Ένωσιν (Φερράρας-Φλωρεντίας)»[58], ή την άρνηση του Αγ. Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας να συλλειτουργήσει με τον Άρειο.
Για τη συνείδηση των Αγίων δε χωρεί κοινωνική ευγένεια και αβροφροσύνη στη Λατρεία: η «εν Εκκλησίαις» υποδοχή και συμπροσευχή με εκπρόσωπο της αιρετικής «συναγωγής», ωσάν να ήταν κανονικός Επίσκοπος, δεν μπορεί να γίνει εκκλησιολογικά αποδεκτή, διότι έτσι νομιμοποιείται η αίρεση.
Το γεγονός της αναγνωρίσεως, εν τη λατρεία, της αιρέσεως ως κάποιας άλλης «Εκκλησίας», που υφίσταται νόμιμα – από εκκλησιαστικής απόψεως – και παράλληλα με τη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική» αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της «θεωρίας των κλάδων»[59], που οδηγεί σε εκκλησιολογική εκτροπή.
6. Τέλος, όταν αποδέχομαι χωρίς κανένα ενδοιασμό ή περιορισμό τους αιρετικούς σε συμπροσευχή παραβλέποντας τις πολλές και ουσιώδεις διαφορές σε θέματα πίστεως, στην πράξη περιφρονώ τους αγώνες της Εκκλησίας και των Αγίων της για τη διαφύλαξη ακαινοτόμητης της πίστεώς μας, υποτιμώ την αξία του ορθού δόγματος, τελικά εξισώνω την Αλήθεια με την πλάνη. Με άλλες λέξεις θεωρώ την πλανεμένη διδασκαλία ως μία άλλη νόμιμη εκδοχή και δυνατότητα ερμηνείας της Ευαγγελικής Αλήθειας. Μια τέτοια προσέγγιση της εκκλησιαστικής ζωής ασφαλώς οδηγεί και σε δογματική εκτροπή.
Συμπερασματικά: η αυστηρή στάση των αγίων Πατέρων έναντι των συμπροσευχών με αιρετικούς είναι συνέπεια της περί Εκκλησίας διδασκαλίας τους.


Β. Λόγω της μεγάλης αγάπης προς τον άνθρωπο: ΛΟΓΟΙ ΑΓΑΠΗΣ
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι ποιμαντική εκτροπή
Η βάση της Χριστιανικής ηθικής είναι η αγάπη προς τον άλλον, όποιος και αν είναι αυτός. Και αυτή την ύψιστη αρετή υπηρέτησαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Η αγάπη αυτή εκδηλωνόταν όχι μόνο στην φροντίδα τους για την κάλυψη των υλικών αναγκών, αλλά πρώτιστα για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της πλάνης και του ψεύδους. Διότι ποιο το όφελος για τον άνθρωπο να κερδίσει όλον τον κόσμο, αλλά να ζει όλη του τη ζωή λάθος, με ψεύτικη ελπίδα και εσφαλμένη προοπτική ; Άλλωστε, έργο της Εκκλησίας και των Αγίων της δεν είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και η αξιοπρεπής διαβίωση του λαού, αλλά κυρίως η υπέρβαση του έσχατου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου, δια της Αναστάσεως Ιησού Χριστού.
Αυτή η διακονία της αγάπης «εν αληθεία»[59a] και της αληθείας «εν αγάπη»[59b] υπηρετείται με την αυστηρή προσήλωση των Αγίων στην παρακαταθήκη της πίστεως που έλαβαν και στην ακριβή και αλάνθαστη μεταλαμπάδευσή της στην ιστορία. Γι’ αυτό και βλέπουμε τόση προσοχή στην διατύπωση του δόγματος και αυστηρότητα στους παραχαράκτες του αιρετικούς.
1. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ: Η Εκκλησία, λοιπόν, απαγορεύοντας τη συμμετοχή σε συμπροσευχές με αιρετικούς θέλει να προφυλάξει τα ίδια μέλη της και μάλιστα τους ασθενέστερους στην πίστη από την πλάνη της αιρέσεως.
α) Λέει χαρακτηριστικά ο Άγ. Νεκτάριος για όσους εύκολα μπορεί να αλλοτριωθούν στην πίστη από την αναστροφή με αιρετικούς: «η εξωτερική ακοινωνησία διασώζει την εσωτερική αλλοτριότητα»[60]
Και «αλλοτριότητα» έχουμε όταν:
§ ο πιστός αρνηθεί την ευαγγελική Αλήθεια και προσχωρήσει στη δαιμονική πλάνη,
§ αλλοιωθεί το ορθόδοξο αισθητήριο και πάψει να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα,
§ θεωρήσει την Εκκλησία και την αίρεση ως ισότιμους ατραπούς προς το Θεό,
§ νομίσει ότι η ορθοδοξία και οι άλλες αιρετικές ομολογίες τιμούν το ίδιο ευάρεστα το Χριστό,
§ θεωρήσει τη «μία Εκκλησία» ως μία από τις πολλές «άλλες»,
§ ταυτίσει την Ορθοδοξία με την άρνησή της.

β) Πολλές φορές, όμως, οι συμπροσευχόμενοι με αιρετικούς είναι αξιόλογοι θεολόγοι ή Επίσκοποι με μεγάλη θεολογική κατάρτιση, είναι «δυνατοί και θερμοί και στερεοί στην πίστη»[61] που κατά τεκμήριο δε διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο «αλλοτριότητος». Όταν τέτοιος φόβος δεν υπάρχει, μήπως τότε επιτρέπεται η συμπροσευχή με αιρετικούς ;
ΑΣΦΑΛΩΣ ΟΧΙ, διότι – εκτός των άλλων λόγων:
1)η συμπεριφορά τους αυτή είναι βέβαιο ότι θα αμβλύνει στη συνείδηση του ποιμνίου τους «την έννοια της αιρέσεως ως όλως ασυμβιβάστου προς την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας … Εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκριτιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το … ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις την αίρεσιν»[62]
2)Επιπλέον δε, η αντίθετη με τους Ι. Κανόνες συμπεριφορά του ποιμένα «καν μη τα εκείνων (των αιρετικών) φρονή, αλλά γε πολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού»,[63] καθώς και «δια το λογίζεσθαι τούτον τοις απίστοις ομόφρονα».[64] Μία τέτοια – εσφαλμένη έστω – εντύπωση ότι ο Επίσκοπος ή ο θεολόγος είναι «τοις απίστοις ομόφρων», ότι συμφωνεί και ανέχεται την αίρεση ή δεν ορθοτομεί «τον λόγον της αληθείας», γίνεται αφορμή για την «αλλοτριότητα» των πιστών και τότε … «ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι ου το σκάνδαλον έρχεται». Αλλοίμονο στους ποιμένες που με απρόσεκτες ενέργειές τους κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού στην Ιεραρχία και τον σκανδαλίζουν! Όταν μάλιστα οι καταστάσεις οξυνθούν και οι παραβάσεις των Ι. Κανόνων γίνουν αφορμή για σχίσμα στο σώμα του Χριστού[65], τότε δεν έχει καμία ευθύνη ο «δυνατός», αλλά απρόσεκτος εκείνος ποιμένας; Αντίθετα, η τήρηση των Ι. Κανόνων προστατεύει όλους μας και δεν κάνει καμία ζημιά σε κανένα…



2. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ: Ίσως εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο ότι η απαγόρευση των συμπροσευχών με αιρετικούς προέρχεται από την αγάπη της Εκκλησίας στους ίδιους τους αιρετικούς. Όμως:
α) Ο Αγ. Ιωαν. Χρυσόστομος είναι σαφής: «Αγάπην δείκνυσιν γνησίαν ου κοινωνία τραπέζης, ουδέ πρόσρησις υψηλή, ουδέ κολακεία ρημάτων, αλλά το διορθώσαι και σκοπήσαι το συμφέρον του πλησίον και τον πεπτωκότα διαναστήναι»[65a].
Όταν αποδέχομαι πλήρως τον αιρετικό σε συμπροσευχή, ωσάν να είναι κανονικό μέλος της Εκκλησίας, ωσάν να μη ζει μακριά από την Αλήθεια, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εφησυχάσει και θα συνεχίζει να παραμένει στην πλάνη του; Δεν είναι σαν να συμφωνώ μαζί του ότι και έξω από τη «Μια Εκκλησία» μπορεί να υπάρχει υγιής και σωτήρια σχέση με τον Κύριό μας; Υπάρχει περίπτωση η συμπεριφορά μου αυτή να τον προβληματίσει, ώστε αυτός να επανεξετάσει την επιλογή του;
β) Όταν όμως με αγάπη, διάκριση και σεβασμό στο πρόσωπό του, του εξηγήσω τις δυσκολίες που – δυστυχώς – υπάρχουν και εμποδίζουν την πνευματική μας επικοινωνία και προπαντός την ενώπιον του Θεού παράστασή μας σε κοινή προσευχή, αν έχει καλή διάθεση, δεν υπάρχουν περισσότερες ελπίδες ο συνάνθρωπός μας να εκτιμήσει τη συμπεριφορά μας και να ωφεληθεί ουσιαστικά; Ασφαλώς αυτός θα στενοχωρηθεί – όπως και εμείς – αλλά μήπως αυτή η θλίψη εις χαράν γεννήσεται;
Όσοι έχουμε επισκεφθεί το Άγ. Όρος [65b] έχουμε ζήσει πως οι ετερόδοξοι εισπράττουν την αγάπη της Εκκλησίας μας που κρύβεται πίσω από την αυστηρότητα αυτή και δεν παρεξηγούν κανένα.[65c] Αντιθέτως, ίσως έχουμε γευθεί αλλού τις συνέπειες της πλαδαρότητας και της περιφρονήσεως της κανονικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας …
Σε τελική ανάλυση εμείς, περιφρονώντας τη μακραίωνη εκκλησιαστική τάξη, νομίζουμε ότι δείχνουμε περισσότερη αγάπη από τη Μάνα μας Εκκλησία και τους Αγίους μας ; Ας προβληματισθούμε απλά!



3. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ

Τέλος, οι κατά παράβαση των Ι. Κανόνων συμπροσευχές με αιρετικούς, όχι μόνο δεν ωφελούν την Οικουμενική Κίνηση και το έργο της ενώσεως και της καταλλαγής, αλλά αντιθέτως το ζημιώνουν: α) με τη συσκότιση των πραγμάτων και το βαυκαλισμό των ετεροδόξων με κενές ελπίδες, και β) με τη μεγάλη αντίδραση εκ μέρους σοβαρών παραγόντων της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Αρχιερείς, Αγ. Όρος, Ι. Μονές, Κληρικοί, Θεολόγοι) αλλά και μεγάλων τμημάτων του πιστού λαού [65d], που βλέπει με πολλή δυσφορία και περίσκεψη (μέχρι καχυποψίας) την προς το Κοινό Ποτήριο πορεία.[65e]. Διότι τελικά, ποιος θα διαφωνήσει ότι «η Ένωσις δύο Εκκλησιών δεν είναι ζήτημα συμπτώσεως των αντιλήψεων ολίγων ή πολλών εκατέρωθεν ατόμων, αλλά ταυτότης πίστεως του συνόλου εκατέρων εξ αυτών. Όπως επιγραμματικότατα διετυπώθη υπό του Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, εν Λονδίνω κατά το έτος 1919, η Ένωσις «δεν πρέπει να είναι μία απλή συμφωνία μεταξύ των Ιεραρχών, αλλά ένωσις της πίστεως και των καρδιών του λαού».[66]
Από την άλλη πλευρά, αν οι Ορθόδοξοι κληρικοί ήσαν «όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων», όπως συστήνει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, δεν θα εύρισκαν την κατανόηση των συνομιλητών τους ετεροδόξων ; Μήπως εξ αιτίας αυτής της συνεπούς και έντιμης τακτικής θα κινδύνευε να διακοπεί ο θεολογικός Διάλογος! Ασφαλώς όχι!
Στ. Επιτρέπεται «κατ’ οικονομία» η συμπροσευχή;
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κατ’ ακρίβεια πράξη της Εκκλησίας μας είναι σαφής και κατηγορηματική: «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι». Για όσους περιφρονούν αυτήν την τάξη τα επιτίμια είναι ιδιαιτέρως σοβαρά: καθαίρεση για τους κληρικούς, αφορισμός για τους λαϊκούς. Βέβαια πολλές φορές η ποιμαντική μέριμνα και φροντίδα, αλλά και η ποιμαντική σύνεση επιβάλλουν την κατ’ οικονομίαν αναστολή της εφαρμογής κάποιων κανονικών διατάξεων χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων. Θα πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι αυτό πρέπει να γίνεται υπό όρους. Διότι η χρήση της Εκκλησιαστικής Οικονομίας δε σημαίνει περιφρόνηση της ακρίβειας, καταστρατήγηση των Ι. Κανόνων και αυθαιρεσία. Προπαντός, δεν μπορεί να γίνει κατ’ οικονομία σχετικοποίηση της Αλήθειας και ελαχιστοποίηση της ορθής Πίστεως.
Επειδή όμως το θέμα είναι μεγάλο και ιδιαίτερα λεπτό θα αναφερθούμε στο β΄ μέρος της εργασίας. Στη συνάφεια αυτή θα εξετασθούν και οι σχετικές απόψεις του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος, του Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου και των εγκρίτων κανονολόγων Δημητρίου Χωματηνού, Ιωάννη Κίτρου και Θεοφύλακτου Βουλγαρίας.
Η παρούσα εργασία αφιερούται στη μνήμη του κατηχητού Γεωργίου Ξ. Οικονόμου, του πρώτου διδάξαντός με τους Ι. Κανόνες στα μαθήματα του Μέσου Κατηχητικού Σχολείου της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών. Ολοκληρώθηκε στην Πάτρα 15.3.2008.

Σημειώσεις
[1] Ματθ. ζ΄ 15, Πράξεις κ΄ 29, Β΄ Κορ. ια΄ 13, Β΄ Πέτρ. β΄ 1, Α΄ Ιωαν. β΄ 18, Β΄ Ιωαν. 7
[2] Τιτ. γ΄ 10, Β΄ Ιωαν. 10-11
[3] Καψάνη Γεωργ., Η ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, Αθήνα 2003, σ. 155-165.
[4] Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά, Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας Αθήναι 20002, σ. 21.
[5] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003, σ.362.
[6] «σχισματικοί ονομάζονται εκείνοι οπού διαφέρονται προς την Καθολικήν Εκκλησίαν, όχι διά δόγματα πίστεως αλλά διά κάποια ζητήματα εκκλησιαστικά και ευκολοϊάτρευτα» Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, ερμηνεία εις τον Α΄ Κανόνα του Μ. Βασιλείου, Πηδάλιο, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 588.
Επειδή όμως τα όρια μεταξύ σχίσματος και αιρέσεως δεν ήταν ευδιάκριτα «το σχίσμα συγχέεται προς την αίρεσιν χρησιμοποιούμενον πολλάκις αντί εκείνης», Ζηζιούλα Ιωαν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 19902, σ. 121 .
[7] ε. α. σ. 361-376.
[8] Ιω. Σταματάκου, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1972, σελ. 950.
[9] G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961, σ. 1290, 1325-1326.
[10] Ασφαλώς μόνο η ταυτόχρονη παρουσία στον ίδιο τόπο, χωρίς να συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις, δεν είναι ικανή για να συντελεσθεί συμπροσευχή π.χ. ο προφήτης Ηλίας στο Καρμήλιο όρος με τους ιερείς του Βάαλ (Γ΄ Βασιλ. ιη΄ 36), ο προφήτης Ιωνάς στο καράβι προς Θαρσίς (Ιωνά α΄ 5), ο Απ. Παύλος στην φυλακή παρουσία των άλλων δεσμίων (Πραξ. ιστ΄25), η Ρωσική αντιπροσωπεία στον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, πριν εκχριστιανισθούν οι Ρώσοι.
[11] βλ. κανών ΞΔ' Αποστολικός («εισέλθοι…προσεύξασθαι») και κανών Θ' της εν Λαοδικεία («ευχής ή θεραπείας ένεκα»).
[12] κανών ΜΕ' Αποστολικός "ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι".
[13] Θεοδωροπούλου Επιφ., Τα δύο άκρα («Οικουμενισμός» και «Ζηλωτισμός») εν Αθήναις 1986, σ. 187
[14] άρθρο Παν. Ανδριόπουλου, θεολόγου, με τίτλο «Η Πάτρα, οι Καθολικοί και ο π. Κύριλλος» εις εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ ΠΑΤΡΩΝ 16.4.07 και στο διαδίκτυο:http://www.alopsis.gr/alopsis/andriop.htm.
[15] Ζήση Θεοδ., Για την συμπροσευχή Πατριάρχου και Πάπα. ποία Σύνοδος θα επιβάλει την κανονικότητα;, Θεοδρομία, 6 (2004) σ. 174,. Επίσης «παρά το γεγονός ότι ορισμένοι κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας προβληματίζουν ορισμένους Ορθοδόξους εάν είναι εφικτή η μετά των ετεροδόξων συμπροσευχή, αναγνωρίστηκε ότι η Ορθόδοξη κανονική παράδοση στο σύνολό της χαρακτηρίζεται μάλλον από διάκριση και φιλανθρωπία. Η μόνη Κοινή προσευχή που ρητά απαγορεύεται είναι η ευχαριστηριακή». (Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο» Θεσσαλονίκη 1-3 Ιουνίου 2003 (Θεοδρομία, 5, (2003) σ. 302-303).
«Υστερα από 2.000 χρόνια εκκλησιαστικής ιστορίας για μία ακόμη φορά η σημασία των όρων οδηγεί σε συγκρούσεις. Η συμπροσευχή για τους υπεύθυνους ορθοδόξους σημαίνει κοινή Θεία Ευχαριστία, η οποία δεν υπάρχει, για τους φλογερούς της πίστεως και η “καλημέρα” στον διάλογο φαίνεται ότι είναι αιρετική» εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, 17.3.2002, σ. A25, Κωδικός άρθρου: B13517A251.
[16] «Δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους Ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ήν στιγμήν αύτη διά των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να “αρδεύση” πολλάς κανονικάς διατάξεις “προς ζωογονίαν”. Επιβάλλεται τροποποίησις ωρισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικώτερον». Αρχοντώνη Βαρθολομαίου (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Περί την κωδικοποίηση των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.
[17] «Ομόφωνη η γνώμη των Αγίων: Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ! Απάντηση σε άρθρο του κ. Παν. Ανδριόπουλου» στο διαδίκτυο: http://www.alopsis.gr/modules.php?name= ... le&sid=592 & http://www.oodegr.com/oode/papismos/airesi1.htm και εις εφημερίδα ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΤΡΩΝ 3.5.07, εφημερίδα ΗΜΕΡΑ ΠΑΤΡΩΝ 22, 24.5.07, περιοδικό ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ τ. 53/ Μάρτ-Απρ. 2007, σελ. 4-7. Επίσης, στην έκδοση: Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003 σ. 205-341, παρατίθενται οι απόψεις πληθώρας Αγίων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας (άνω των 40 προσώπων) που κατήγγειλαν τις αιρετικές παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς έδωσαν και το αίμα τους για την Ορθόδοξη Πίστη. Περιεκτική είναι και η εργασία του Θεολόγου Παναγ. Σημάτη, Είναι αίρεση ο Παπισμός; Τι λένε Οικουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες, υπόμνημα-ερώτημα στην επί των Νομοκανονικών Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου, Αίγιο 2007.
[18] «Οι σχισματικοί ευρίσκονται έξω της Εκκλησίας και συνεπώς δεν δύναται να γίνη λόγος περί μετοχής αυτών εις την σφαίραν του σώματος του Χριστού. Εντεύθεν και δεν υφίσταται ουσιώδης διάκρισις εξ επόψεως εκκλησιολογικής μεταξύ του σχίσματος και της αιρέσεως … αμφότερα κείνται εκτός της Εκκλησίας. Δεδομένου ότι η Εκκλησία είναι το μοναδικόν σώμα του Χριστού, ο εκτός της Εκκλησίας ευρισκόμενος κείται εκτός του Χριστού και εκτός της σωτηρίας» Ζηζιούλα Ιωάν. ε.α. σ. 133.
[19] Πραξ. κστ΄ 29, Ρωμ. θ΄ 3, Β΄ Κορινθ. ιγ΄ 7, 9, Ιακ. ε΄ 16, Γ΄ Ιωαν. 2
[20] «Ότι ου δεί εν τοις οίκοις προσφοράν γίνεσθαι παρά επισκόπων ή πρεσβυτέρων» βλ. και κανόνα ΙΒ΄ της ΑΒ΄ Συνόδου.
[21] ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 129Β, βλ. ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 165Α
[22] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[23] ερμηνεία στον Β΄ Κανόνα της εν Αντιοχεία, PG 137, 1281Β.
[24] ΛΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου και απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών, εις Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ι. Κανόνων, εν Αθήναις 1859, τ. 4ος σελ. 476.
[25] εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σελ. 459-460.
[26] ερμηνεία στον Θ΄ Κανόνα του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας, εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σελ. 336.
[27] ερμηνεία στον ΜΣτ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 129C.
[28] ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 165ΒC
[29] ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181ΒC
[30] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[31] ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 168Α
[32] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[33] ερμηνεία στον ΛΘ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1393Β
[34] ερμηνεία στον ΛΓ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1381C
[35] Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 6ος σ. 173
[36] Σύνταγμα κατά στοιχείον Κ, εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 6ος σ.334
[37] ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό, εις Πηδάλιον, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 50-51
[38] απόκρισις γ΄ εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σ. 431δ
[39] εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 1ος σ. 118, 261-274
[40] Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, σ. 905-925
[41] Εγκύκλιος προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών (31 Ιανουαρίου 1952), εις Καρμίρη, ε.α. σ. 962-963
[42] «Τι λοιπόν θα τους σιχαθούμε ή θα τους καταρασθούμε; Φυσικά όχι. Θα προσπαθήσουμε όμως με όλες μας τις δυνάμεις να μη μολυνθούμε με την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους … δεν πρέπει όμως να τους θεωρούμε εχθρούς μας ή να τους μισούμε – έστω και αν αυτοί πάντοτε λυσσομανούν εναντίον μας – διότι ήταν κάποτε αδελφοί μας …ας τους ευσπλαχνιζόμαστε λοιπόν, ας τους αγαπάμε και ας μη παύσουμε ποτέ να προσευχώμαστε γι’ αυτούς» (ιερομόναχος Ιώβ Ιασίτης, εις Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003 σ. 230.
[42β] Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ. 101-102
[43] πρβλ. την στάση των αββάδων Αρσενίου, Ποιμένος και Λωτ, εις Γεροντικόν, έκδοσις Αστέρος, εν Αθήναις 19702, σ. 62, 92.
[44] βλ. κανών ΛΓ΄ Αποστολικός. Επίσης «αι δογματικαί διαφοραί ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην. Η δε αγάπη χαρίζεται τω δόγματι, διότι πάντα στέγει, πάντα υπομένει. Η χριστιανική αγάπη εστιν αναλλοίωτος, δι’ ο ουδ’ η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται να αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα … η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς πρέπον να θυσιάζεται», Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά, Μάθημα Ποιμαντικής, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 192.
[45] Κοτσώνη Ιερ. Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (intercommunio), εν Αθήναις 1957, σ. 268-271
[46] Αγ. Νεκταρίου, Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας Αθήναι 20002, σ. 21.
[47] Ρωμ. ιβ΄ 5, Α΄ Κορινθ. ιβ΄ 12-28, Εφεσ. α΄ 22-23 δ΄ 12,16, ε΄ 23, 25-27, Κολοσ. α΄ 18.
[48] Μιλόσεβιτς Νένταντ, Η Θ. Ευχαριστία ως κέντρο της Θ. Λατρείας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ.σ. 334
[49] Νικολάου Καβάσιλα, εις την Θ. Λειτουργίαν, ΛΔ΄, ΕΠΕ 22, 190
[50] Θεοδωροπούλου Επιφ., ε.α. σ. 46, Ζηζιούλα Ιωάν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 19902 σ.σ. 211. Επίσης «Το μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγ. Τριάδος» Κείμενο Β΄ Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου, Μόναχο 30.6-6.7.1982, και «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας» κείμενο της Δ΄ Ολομελείας Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Μπάρι 1987, εις Παπαδοπούλου Αντ. Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 45-61 και 86-103.
[50a] Αναλυτικά για τη «διακοινωνία» (intercommunion) βλ. Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σσ. 116, Γ. Γαλίτη, Intercommunion, Το πρόβλημα της μυστηριακής κοινωνίας μετά των ετεροδόξων εξ επόψεως ορθοδόξου, βιβλική και εκκλησιολογική μελέτη, Αθήναι, 1966, σσ. 63, Α. Θεοδώρου, Η Intercommunion εξ επόψεως ορθοδόξου Συμβολικής, ήτοι σχέσεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων, Αθήναι 1971.
[50b] Π. Νέλλα, πρόλογος στην έκδοση Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ 12-13.
[51] Κοτσώνη Ιερ. ε.α. σ. 89
[52] Ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β.
[53] «δια την αρχαίαν Εκκλησίαν και μάλιστα την Ανατολικήν, η ορθή πίστις απετέλει απαραίτητον προϋπόθεσιν δια την συμμετοχήν εις την Θ. Ευχαριστίαν της Εκκλησίας» W. Elert, Abendmahl und Kirchen gemeinschaft in der alten Kirche hauptsaechlich des Ostens, 1954, εις Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 116.
[54] Κατά αιρέσεων 18, 5, εις PG 7, 1028
[55] Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 116-117
[56] Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η θεία Λειτουργία, Σχόλια, 19852, σ. 250-252
[57] Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 121
[58] Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 101-107.
[59] Είναι χαρακτηριστικό ότι η απλή διά επιστολής επικοινωνία του Οικουμενικού Πατριάρχου με τον Αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρυ κατά το 1869, αξιολογήθηκε από τους Αγγλικανούς ως «λίαν φιλική και χριστιανοπρεπής αναγνώρισις εκ μέρους του (Οικουμενικού Θρόνου) περί της θέσεως της Εκκλησίας της Αγγλίας ως κλάδου της παγκοσμίου Εκκλησίας του Χριστού», Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 197.
[59a] 1 Ιωαν. 3, 18.
[59b] Εφεσ. 4, 15.
[60] Αγ. Νεκταρίου, ε.α. σ. 20.
[61] Αγ. Ιωάννου Κλίμακος, Λόγος ΛΑ΄ προς ποιμένα, παρ. 65.
[62] Καψάνη Γ., ε.α. σ. 160
[63] Ζωναράς, ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181ΒC
[64] Βαλσαμών, ερμηνεία στον ΟΑ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181D
[65] Προσφώνηση του Σεβ. Μητροπολίτου Καλαβρύτων προς τον Καρδινάλιον Walter Kasper (Αθήνα, 11.2.2003), εις Ζήση Θεοδ. Ανησυχητικές εξελίξεις, Θεοδρομία, 5 (2003), σ. 281.
[65a] PG 54, 623.
[65b] Βαρθολομαίου, Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Ο μοναχισμός και η επανένωσις των διηρημένων Χριστιανών, εν Συμπόσιον Πνευματικόν επί χρυσώ Ιωβηλαίω Ιερωσύνης του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (1939-1989), Αθήναι 1989, σ. 655 : « το Άγιον Όρος το οποίον φημίζεται διά την συντηρητικότητά του εις τοιαύτα θέματα πίστεως, δεν είναι εις το βάθος αντιοικουμενικόν, έστω και αν εκεί η δογματική αλήθεια βιούται ως πληρότης ζωής και η κανονική ακρίβεια ως έκφρασις αληθούς αγάπης, ως λέγουν οι ίδιοι οι Αγιορείται Πατέρες. Οι οποίοι, δέχονται τους πάντας με περίσσιαν αγάπης, η οποία ακριβώς αισθάνονται ότι τους περιβάλλει τον πλήρη σεβασμόν της αληθείας, άνευ παρεκκλίσεων εξ αυτής … η εμμονή εις την πίστην και την αλήθειαν δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος διά την κατανόησιν και αγάπην προς εκείνον με τον οποίον διαφωνούμεν», και Archondonis Bartholomeos, The problem of Oikonomia today, Kanon 6(1983), σ. 46 : «Στο Άγιο Όρος πάλι για λόγους αγάπης δεν δίνεται (το αντίδωρο στους ετεροδόξους) με την αιτιολογία ότι με αυτόν τον τρόπο η ίδια ή και μεγαλύτερη ευλογία δίδεται και αυτό είναι πλήρως αποδεκτό από τους θετικά διακείμενους ετεροδόξους επισκέπτες του Άθω»
[65c] «Εγκαλούμε συχνά τους μοναχούς του Αγίου Όρους για την αντίθεση τους στον οικουμενισμό και τους κατηγορούμε ευχαρίστως πως θυσιάζουν την αγάπη χάρη της αλήθειας. Από το πρώτο ταξίδι μας - ενώ ακόμη ήμασταν ρωμαιοκαθολικοί, και η σκέψη να γίνουμε ορθόδοξοι μας ήταν εντελώς ξένη - υπήρξε για μας πολύ εύκολο να εκτιμήσουμε πόσο ξέρουν οι μοναχοί του Όρους να συνδυάζουν μια αγάπη πολύ λεπτή και πολύ περιποιητική προς τα πρόσωπα, όποιες κι αν είναι οι πεποιθήσεις τους κι οπουδήποτε κι αν ομολογιακά ανήκουν, με την ανυποχώρητη στάση σε δογματικά ζητήματα. Εξάλλου, γι' αυτούς ο πλήρης σεβασμός της αλήθειας είναι ένα από τα πρώτα καθήκοντα, που τους επιβάλλει η αγάπη προς τον άλλο» Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, εν http://www.oodegr.com/oode/biblia/plakidas1/kef3.htm#25
[65d] Οι λόγοι του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου προσδιορίζουν επακριβώς το ρόλο του λαού του Θεού: «Η τελική κρίσις εφ’ όλων των εν τω διαλόγω διεξαγωμένων και των εν τέλει επιτευχθησομένων απόκειται μεν εις τας Εκκλησίας, ως διοικούντα και αποφαινόμενα όργανα θείας εμπνεύσεως, αλλά και εις αυτόν τον πιστόν λαόν του Θεού. Ούτος, με το αλάνθαστον κριτήριον της εαυτού πίστεως και την συμμμαρτυρίαν της εαυτού συνειδήσεως, αποδέχεται μεν τα θεαρέστως αποφασιζόμενα, απορρίπτει δε τα μη θεοπρεπώς κατασκευαζόμενα» (Προσφώνησις προς την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης την 30.11.1984 στο Φανάρι, εν Επίσκεψις τευχ. 326/1.12.1984).
[65e] O Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης) – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφερόμενος σε «λάθη τραγικά» που έχουν γίνει τονίζει σχετικά: «δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μια μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο», Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος. Προβλήματα και προοπτικές, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 29(1986-89), σ. 22-24.
[66] Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 63.

Πηγή: http://oodegr.co/oode/papismos/synefxesthe1.htm

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον http://www.egolpion.com
22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: «Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

3
ΜΕΡΟΣ Β΄

· κατ’ οικονομία συμπροσευχή με αιρετικούς ;

· να … καταργηθούν οι ιεροί Κανόνες !



Στις προηγούμενες παραγράφους[1] είδαμε ότι σύμφωνα με την κατ’ ακρίβεια πράξη της Εκκλησίας μας η συμπροσευχή με αιρετικούς ή σχισματικούς είναι εντελώς ανεπίτρεπτη, τα δε επιτίμια που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες για τους παραβάτες είναι πολύ βαριά : καθαίρεση για τους κληρικούς, αφορισμός για τους λαϊκούς.

Όμως «τα εκκλησιαστικά πράγματα θεωρούνται κατά δύο τρόπους, κατ’ ακρίβεια και κατ’ οικονομία, και όταν δεν μπορούν να γένουν τα κατά ακρίβειαν, γίνονται τα κατά οικονομίαν» τονίζει χαρακτηριστικά ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος[1] συγκεφαλαιώνοντας την μακραίωνη ποιμαντική παράδοση της Εκκλησίας μας.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα : μήπως κάποιες φορές «κατ’ οικονομία»[2] επιτρέπεται η συμπροσευχή, χωρίς να έχουμε παράβαση των Ι. Κανόνων και χωρίς να επικρέμανται οι κανονικές συνέπειες ;



1. Η Εκκλησιαστική Οικονομία και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της.


Κατά τον καθηγητή του Κανονικού Δικαίου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο (Κοτσώνη) «οικονομία είναι ή έστιν ότε εξ ανάγκης ή χάριν μείζονος ωφελείας τινων ή της καθ’ όλου Εκκλησίας αρμοδίως και υπό ορισμένας προϋποθέσεις επιτρεπομένη προσωρινή ή μόνιμος εκ της «ακριβείας» απόκλισις, εφ’ όσον ταυτοχρόνως παραμένει αλώβητος η ευσέβεια και η του δόγματος ακεραιότης» [3]

Με άλλα λόγια η οικονομία είναι θεσμός του Κανονικού Δικαίου που «δεν αποσκοπεί εις την κατάλυσιν της κανονικής τάξεως και της εν γένει παραδόσεως της Εκκλησίας, αλλά εν εσχάτη αναλύσει εις την εμπέδωσιν αυτής»[4]. Δεν είναι λοιπόν περιφρόνηση και αναίρεση της κανονικής τάξεως, καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων και αυθαιρεσία[5], αλλά «καρπός της ποιμαντικής και θεραπευτικής διακονίας της Εκκλησίας».[6] Η χρήση της μάλιστα δεν περιορίζεται στα όρια του Κανονικού Δικαίου, καθώς είναι ευρύτατη – από την Αποστολική ακόμα εποχή – για όλο το φάσμα της Εκκλησιαστικής ζωής (λατρεία, διοίκηση, ποιμαντική)[7]. Τα όρια στην εφαρμογή της βρίσκονται σε θέματα «εν οις η ευσέβεια ου λυμαίνεται»[8] και κατά τον Αλεξανδρείας Ευλόγιο «ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται. ου συγχωρεί δε συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως. … (του δόγματος) γαρ ακράτου και ακαπηλεύτου μένοντος, η οικονομία περί των τε έξωθεν αυτού χώραν ευρίσκει συνίστασθαι»,[9].

Η εκκλησιαστική οικονομία πηγάζει από το πνεύμα της αγάπης και του ελέους του Θεού προς τον άνθρωπο και θεμελιώνεται στη θεία ενανθρώπηση και το όλο απολυτρωτικό έργο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.[10] Μάλιστα ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Άγ. Νικόλαος ο Μυστικός διευρύνει την οικονομία λέγοντας : «οικονομία εστί μίμησις της θείας φιλανθρωπίας»[11].

Παρά την ευρύτατη χρήση της όμως δεν υπάρχουν καθορισμένοι κανόνες για την εφαρμογή της,[12] αλλά μόνο ένα πλαίσιο εντός του οποίου ο ασκών την οικονομία οφείλει να ενεργεί [13]. Αυτό ενέχει τον σοβαρότατο κίνδυνο να παρεκκλίνει κάποιος στην αυθαιρεσία και την παράβαση της εκκλησιαστικής τάξεως εξ απροσεξίας ή και σκοπιμότητος πολύ εύκολα με συνέπειες σοβαρές για την εκκλησιαστική ζωή. Επ’ αυτού σημειώνει ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος: «ουχί σπανίως οδηγεί εις κατακριτέας καταχρήσεις, πολλάς τη Εκκλησία προξενούσας ζημίας, ουδείς δύναται να αμφισβητήση, ουχί δε σπανίως η κατάχρησις αύτη γίνεται επί σκανδαλισμώ και συνεπώς εξεγέρσει της χριστιανικής κοινωνίας».[14]



Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι για να εφαρμοσθεί η οικονομία μεταξύ άλλων :




1. Πρέπει να υπάρχει αδήριτος ανάγκη ώστε εκ της παραλείψεως της εφαρμογής της να απειλείται σοβαρή πνευματική ζημιά,[15] ή να επιδιώκεται η επίτευξη ωφελείας για τα μέλη ή το σύνολο της Εκκλησίας που αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί, καθότι «η Εκκλησία εφαρμόζουσα την οικονομίαν αποβλέπει εις την μείζονα πνευματικήν ωφέλειαν, ήτις δύναται να προέλθη εκ της εφαρμογής ταύτης»[16]



Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Κύριλλος Δ΄ σημειώνει: «οι πνευματικώς προϊστάμενοι μεταχειρίζονται εξ ανάγκης ενίοτε οικονομίαν και συγκατάβασιν, εν οις η ευσέβεια ου λυμαίνεται, δια να αποφύγωσι τα μεγαλύτερα κακά και τα επακολουθούντα και επηρτημένον τοις χριστιανοίς ψυχικόν όλεθρον και τούτο πάλιν να γίνηται με στοχασμόν ακριβή και όσον είναι αναγκαία και εύλογος οικονομία και συγκατάβασις, δια να μη γίνηται απλώς και ως έτυχε παράλυσις και ανατροπή εις τας εγγράφους νομικάς διατάξεις και κεκρατηκυίας εκκλησιαστικάς παραδόσεις και συνηθείας και ακολούθως πρόσκομμα ειπείν και απώλεια». [17]



2. Οι κατ’ οικονομία ενεργούντες οφείλουν να ενεργούν «εν πλήρει συναισθήσει, ότι τούτο απετέλει παρέκκλησιν από της «ακριβείας» [18]. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση της οικονομίας δεν δημιουργεί εθιμικό κανόνα δικαίου που να αναιρεί την κατ’ ακρίβεια πράξη[19]. Κατά συνέπεια με την οικονομία δεν περιφρονείται, αλλά μάλλον κρατύνεται έτι πλέον η ισχύς των Ι. Κανόνων : «ο προβαίνων εις την εκκλησιαστικήν οικονομίαν πράττη τούτο διατηρών αμείωτον τον προς την καθεστηκυίαν εκκλησιαστικήν τάξιν σεβασμόν … Εντεύθεν εξηγείται η προσπάθεια των όντως κατ’ οικονομίαν ενεργούντων, όπως υπογραμμίσουν, ότι τα υπ’ αυτών λαμβανόμενα μέτρα δεν παραβλάπτουν το κύρος των Ι. Κανόνων και των Πατερικών Διατάξεων»[20]

Όταν η οικονομία χορηγείται εγγράφως είναι σύνηθες να μνημονεύεται στο έγγραφο η κατ’ ακρίβεια πράξη και διδασκαλία της Εκκλησίας καθώς και οι λόγοι που επιβάλλουν την παρέκκλιση από αυτή[21]. Συνεπεία των ανωτέρω, ο ενεργών κατ’ οικονομίαν οφείλει να κατανοεί και να απονέμει το δέοντα σεβασμό στους θέλοντας την ακρίβεια. Οι επιζητούντες την ακρίβεια δεν νοείται να στιγματίζονται με ακραίους χαρακτηρισμούς εξ αυτού και μόνου του λόγου, αλλά αντιθέτως κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο[22] «η Εκκλησία ως αληθής μητέρα «επαινεί σφόδρα (τους) μετά τοσαύτης ακριβείας θέλοντας ζειν» όπως σημειώνει ο Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας [23].

Αντίθετα, όταν δεν πληρούται η ανωτέρω προϋπόθεση, αλλά «ει τις των δοκούντων τοις θεοφόροις Πατράσι σαλεύει τι, ουκ έστι τούτο οικονομία κλητέον, αλλά παράβασις και προδοσία δόγματος και περί το θείον ασέβεια» λέει κατηγορηματικά ο Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας.[24].



3. Για να θεωρείται η απόκλιση από την ακρίβεια ως εκκλησιαστική οικονομία θα πρέπει να «χορηγείται με μεγάλη περίσκεψη και σύνεση»[25] ώστε να μην δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο Σώμα της Εκκλησίας από όσων επιδιώκει τη θεραπεία.[26]



4. Τέλος, είναι απολύτως απαραίτητο, η συνείδηση της Εκκλησίας να αποδέχεται την απόκλιση από την ακρίβεια ως κατ’ οικονομία γενομένη. Διότι τελικός κριτής επί της γης όλων των αποφάσεων των εκκλησιαστικών οργάνων είναι «Η ΚΟΙΝΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ»[27] – κλήρου και λαού. Κατά τον Μ. Βασίλειο «αι περί τας εκκλησίας οικονομίαι γίνονται μεν παρά των πεπιστευμένων την προστασίαν αυτών, βεβαιούνται δε παρά των λαών».[28] Δεν πρέπει να μας διαφεύγει αυτό που τονίζει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ότι αυτή η συνείδηση της Εκκλησίας «και αυτής της οικουμενικής συνόδου ανωτέρα είναι»[29], γι’ αυτό και χαρακτήρισε ως ληστρικές και άκυρες ακόμα και Συνόδους οι οποίες πληρούσαν όλα τα κριτήρια και είχαν συγκροτηθεί ως Οικουμενικές (βλ. Φερράρας-Φλωρεντίας). «Υπεράνω της υπό των νόμων και των ιερών κανόνων παρεχομένης αρμοδιότητος, υπάρχει η ηθική αρμοδιότης του συνόλου πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία είναι αδέκαστος … Διατάξεις αι οποίαι προβλέπουν περί «κατ’ οικονομίαν» ενεργειών της Εκκλησίας … δέον όπως αύται ευρίσκωνται εν αρμονία προς την καθολικήν της Εκκλησίας συνείδησιν, η οποία και εν προκειμένω, καθοδηγουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος, αποτελεί το ύπατον επί της γης περί της «εκκλησιαστικής οικονομίας» κριτήριον».[30] Οι λόγοι του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου συγκεφαλαιώνουν την εκκλησιαστική παράδοση : «Η τελική κρίσις εφ’ όλων των εν τω διαλόγω διεξαγομένων και των εν τέλει επιτευχθησομένων απόκειται μεν εις τας Εκκλησίας, ως διοικούντα και αποφαινόμενα όργανα θείας εμπνεύσεως, αλλά και εις αυτόν τον πιστόν λαόν του Θεού. Ούτος, με το αλάνθαστον κριτήριον της εαυτού πίστεως και την συμμμαρτυρίαν της εαυτού συνειδήσεως, αποδέχεται μεν τα θεαρέστως αποφασιζόμενα, απορρίπτει δε τα μη θεοπρεπώς κατασκευαζόμενα» [31]



Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω το περιστατικό που συνέβη επί Πατριαρχίας του Κπόλεως Γερμανού Β΄ (1222-1240), όταν η Πατριαρχική Σύνοδος θέλησε να φανεί προς στιγμήν επιεικής και να επιτρέψει στη Κυπριακή Ιεραρχία «κατ’ οικονομίαν» να συμμορφωθεί με ορισμένους όρους που έθεσαν οι Λατίνοι κατακτητές. Μόλις έγινε γνωστή η απόφαση εξοργισμένα πλήθη κληρικών, μοναχών και λαϊκών εισόρμησαν στην αίθουσα της συνεδριαζούσης Συνόδου και αφού δήλωσαν ότι τη συμμόρφωση αυτή τη θεωρούν άρνηση της πίστεως απαίτησαν από τον Πατριάρχη την ανάκληση της αποφάσεως. Η Πατριαρχική Σύνοδος σεβομένη την συνείδηση του πιστού λαού ανακάλεσε την κατ’ οικονομία ληφθείσα απόφασή της ![32]


Είναι λοιπόν απολύτως σαφές ότι όταν δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις έχουμε «νόθο»,[33] «άτοπον»[34] «κακή και επίπλαστο» οικονομία, «ουκέτι, σύγγνωθι, οικονομίας τρόπος, αλλά παρανομίας και παραβάσεως των θείων κανόνων όφλημα», κατά τον όσιο Θεόδωρο Στουδίτη.[35]




2. Συμπροσευχή με αιρετικούς και εκκλησιαστική οικονομία

Έχει ήδη αναφερθεί ότι η οικονομία δεν περιορίζεται μόνο στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, αλλά, όπως σημειώνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, «το θέμα της οικονομίας δεν είναι απλώς θέμα πειθαρχίας και τάξεως του Κανονικού Δικαίου, αλλ’ έχει και μίαν θεολογικήν και δη εκκλησιαστικήν διάστασιν, ήτις ουδόλως είναι δυνατόν να παροραθή. Εντός των πλαισίων της εκκλησιολογικής ταύτης διαστάσεως της οικονομίας, επιδιώκεται η εφαρμογή αυτής εις τας σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους εκτός αυτής ευρισκομένους Χριστιανούς»[36].

Ασφαλώς στα πλαίσια της παρούσας εργασίας δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί στην πληρότητά του το ερώτημα της εκκλησιαστικής οικονομίας στις διαχριστιανικές σχέσεις (πχ. αναγνώριση «μυστηρίων»[37], intercommunion, εισδοχή αιρετικών, επανένωση στην μία Εκκλησία, διατύπωση δογμάτων), αλλά θα περιοριστούμε αυστηρά στο επιτρεπτό ή μη της συμπροσευχής με τους ετεροδόξους.

Μελετώντας τα σχετικά κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και των εγκρίτων κανονολόγων εύκολα διαβλέπουμε ότι είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να εφαρμόσουν πολλαπλώς την οικονομία όταν κάποιος αιρετικός αρνηθεί την πλάνη και θελήσει να επιστρέψει στην Εκκλησία,[38] ενώ αντίθετα είναι εξαιρετικά φειδωλοί έως και εντελώς αρνητικοί στη χρήση της οικονομίας για τη συμπροσευχή με αιρετικούς.

Μάλιστα είναι πολύ πιο αυστηροί και κατηγορηματικοί στην απαγόρευση της μεταβάσεως των Ορθοδόξων σε Ναό αιρετικών για συμπροσευχή μαζί τους σε οποιαδήποτε περίπτωση και ανάγκη, ενώ ορισμένοι είναι κάπως ανεκτικοί και κατ’ οικονομία δέχονται τους αιρετικούς να παρίστανται στην Ορθόδοξη λατρεία. Πάντως ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η οποιαδήποτε συμμετοχή των αιρετικών στη λατρευτική πράξη. Η κατ’ οικονομίαν ανεκτική αυτή στάση των Ορθοδόξων ποιμένων έχει καθαρά ποιμαντική προοπτική : «προτιθέμενοι την οικονομίαν, προς το μη καταβαλείν, αλλά κερδήσαι ηρέμα και κατά μικρόν τους αδελφούς, υπέρ ων ο κοινός Σωτήρ και Δεσπότης ημών το εαυτού αίμα εξέχεεν»[39]



Ας δούμε πιο αναλυτικά ορισμένες περιπτώσεις :

1. Μήπως «η στενοχωρία του τόπου» επιτρέπει την κατ’ οικονομίαν συμπροσευχή με αιρετικούς ;

Όχι ! λέει ο Πατριάρχης Αντιοχείας και «των ιερών κανόνων διασημότατος εξηγητής»[40] Θεόδωρος Βαλσαμών. Σε ερώτηση του Αλεξανδρείας Μάρκου εάν λόγω της «στενοχωρίας του τόπου», δηλ. της ελλείψεως επαρκούς αριθμού Ορθοδόξων Ναών και της πληθώρας των αιρετικών, «ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών … εις την εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν ;» ο Βαλσαμών αφού παραθέτει τους κανόνες ΞΔ΄ των Αγ. Αποστόλων και Στ΄, ΛΓ΄ και ΛΔ΄ της εν Λαοδικεία επισημαίνει : «Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς. Διά τοι τούτο και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς και κληρικούς, συνευχομένους εν Εκκλησία Ορθοδόξων ή αιρετικών, ή οπουδήποτε συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς … αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά των ρηθέντων κανόνων περίληψιν» και καταλήγει «η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της Ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα».[41]

2. Όταν δεν υπάρχει ορθόδοξος Ναός επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν η συμπροσευχή με αιρετικούς ;

Όχι ! απαντά ο Πατριάρχης Κπόλεως Αγ. Νικηφόρος ο Ομολογητής προτείνοντας μία διέξοδο στο πρόβλημα της μη υπάρξεως Ορθοδόξων Ναών : επιτρέπει, αν υπάρχει ανάγκη, να χρησιμοποιείται Ναός που έχει καθιερωθεί από αιρετικούς, αλλά θα πρέπει ο Ναός αυτός να αντιμετωπίζεται ως «κοινός οίκος» : «τας Εκκλησίας τας υπό των αιρετικών ενθρονισθείσας, παρακελευόμεθα ως εις κοινόν οίκον κατά ανάγκην εισιέναι και ψάλλειν, πήξαντας εν μέσω Σταυρόν. εν δε τω θυσιαστηρίω, μήτε εισέρχεσθαι, μήτε θυμιάν, μήτε ευχήν επιτελείν, μήτε κανδήλαν ή λύχνον άπτειν»[42]. Προκύπτει αστασίαστα ότι και αυτός δεν συγχωρεί την συμπροσευχή με αιρετικούς, αλλά τη χρησιμοποίηση του Ναού τους ως απλού χώρου για την τέλεση Ορθοδόξου ακολουθίας. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται σήμερα στη διασπορά, όπου χρησιμοποιούνται χώροι λατρείας ετεροδόξων, αλλά με τη χρήση ιερού αντιμηνσίου για την τέλεση Ορθοδόξου Θ. Λειτουργίας, όπως θα χρησιμοποιείτο το αντιμήνσιο «εις κοινόν οίκον κατά ανάγκην».

3. Μήπως «βίας επειγούσης» επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν η συμπροσευχή με αιρετικούς ;

Όχι ! ισχυρίζεται ο Νικηφόρος Γρηγοράς (ιδ΄αι.). Στην ερώτηση του μαθητού του Αγαθαγγέλου «ει εξείη … των ετεροδόξων ενίοις συνεύχεσθαι και βίας επειγούσης» απαντά κατηγορηματικά : «Βέλτιον εν υπαίθροις και ερημίαις και όρεσι ακίβδηλον Θεώ προσάγειν τον ύμνον ή δυσσεβών κοινωνία χρωμένους χρυσώ κεκοσμημένοις και πλακών στιλπνότητι προσέχειν τεμένεσιν»,[43] δηλαδή καλύτερα στην ύπαιθρο, στις ερημιές και στα βουνά να προσφέρουμε γνήσια και ανόθευτη λατρεία στο Θεό, παρά έχοντας επικοινωνία με τους δυσεβείς αιρετικούς να πηγαίνουμε στους μεγαλοπρεπείς και χρυσοστόλιστους Ναούς τους !

4. Ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος προτρέπει τους χριστιανούς που είναι «δυνατοί και θερμοί και σταθεροί στην Πίστη» και προσκαλούνται από αιρετικούς που τους σέβονται και τους ευλαβούνται, κατ’ οικονομία να διατηρούν επικοινωνία μαζί τους ακόμα και να συντρώγουν με απώτερο σκοπό να τους ωφελήσουν[44]. Δεν αναφέρει όμως τίποτα σχετικά με τη χρήση της οικονομίας στη συμπροσευχή με τους αιρετικούς.

5. Σε ποιες όμως περιπτώσεις κατ’ οικονομίαν επιτρέπεται η παρουσία Ορθοδόξων στους Ναούς αιρετικών και η συμμετοχή στη λατρεία τους ;

i. Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος της εργασίας, απαγορεύεται η είσοδος σε Ναούς αιρετικών «προσεύξασθαι» ή «ευχής ή θεραπείας ένεκα» (κανών ΞΔ΄ Αγ. Αποστόλων και Θ΄ της εν Λαοδικεία). Κατά συνέπεια, όχι μόνο κατ’ οικονομίαν αλλά και κατ’ ακρίβεια δεν απαγορεύεται «η παρακολούθησις της λατρείας των ετεροδόξων εκ μέρους απλών μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας (η οποία) θα ηδύνατο να ερμηνευθή και ως πράξις φιλοφροσύνης»[45] ή για εθιμοτυπικούς ή κοινωνικούς και μόνο λόγους.

ii. Ο Αγ. Νικηφόρος Ομολογητής αναφέρει ότι επιτρέπεται η είσοδος εις τα «κοιμητήρια αγίων», ήτοι εις τα Μαρτύρια, έστω και αν αυτά κατέχονται υπό αιρετικών, για την προσκύνηση των Ι. Λειψάνων και όχι για την συμπροσευχή με τους αιρετικούς, «ει μη τι αν εξ ανάγκης, κατά μόνον το ασπάσασθαι το του Αγίου λείψανον η είσοδος γένοιτο».[46]

iii. Ο πνευματικός κυρ Γρηγόριος (μέλος της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας) λέει χαρακτηριστικά : «εγώ ότε εις ναόν εισέλθω Λατίνων, ου προσκυνώ τινά των εκείσε αγίων, επεί ουδέ γνωρίζω τινά. Τον Χριστόν ίσως μόνον γνωρίζω, αλλ’ ουκ οίδα πώς περιγράφεται, αλλά ποιώ τον σταυρόν μου και προσκυνώ. Τον σταυρόν ουν, ον αυτός ποιώ, προσκυνώ και ουχ έτερον τι των εκείσε θεωρουμένων μοι».[47]

6. Σε ποιες όμως περιπτώσεις κατ’ οικονομίαν επιτρέπεται η παρουσία αιρετικών στην Ορθόδοξη λατρεία μας ;

Επαναλαμβάνουμε ότι ενώ για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λατρεία των αιρετικών η κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας είναι κατηγορηματικά αρνητική, εν τούτοις είναι πιο διαλλακτική στην κατ’ οικονομίαν είσοδο των αιρετικών σε Ορθοδόξους Ναούς :

i. Η κατ’ ακρίβεια πράξη, όπως προελέχθη, απαιτεί την συμμετοχή στη λατρευτική πράξη της Εκκλησίας μας μόνο των μελών της και όχι των αβαπτίστων ή αιρετικών. Κατ’ οικονομίαν όμως έχει επιτραπεί αιρετικοί ή και μη Χριστιανοί να παρακολουθούν την Ορθόδοξη λατρεία – ακόμα και τη Θ. Λειτουργία – όταν υπάρχει εκ μέρους τους διάθεση γνωριμίας της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η παρακολούθηση της Θ. Λειτουργίας στον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη από την αντιπροσωπεία των ειδωλολατρών Ρώσων και ο εκχριστιανισμός στη συνέχεια ολοκλήρου του Ρωσικού λαού.

ii. Επίσης, ο Ι. Χρυσόστομος προσκαλεί τους αιρετικούς στο Ναό όπου ομιλούσε με την ελπίδα της επιστροφής τους στην αλήθεια της Εκκλησίας : «ενταύθα μοι τον αιρετικόν κάλει. Εάν τε παρή, εάν τε μη παρή. Εάν τε γαρ παρή παρά της ημετέρας φωνής παιδευέσθω. Εάν τε μη παρή, διά της υμετέρας ακροάσεως μανθανέτω».[48]

iii. Διευρύνοντας την προαναφερθείσα πρόταση του Αγ. Νικηφόρου του Ομολογητού για την είσοδο σε Ναούς αιρετικών προς προσκύνηση των εκεί ευρισκομένων Ι. Λειψάνων, μπορούμε να δεχθούμε ότι επιτρέπεται και η είσοδος των ετεροδόξων σε Ορθοδόξους Ναούς προς προσκύνηση των Ι. Λειψάνων τα οποία φυλάσσουμε και τα σέβονται και αυτοί. Μία τυχόν απαγόρευση της εισόδου και προσκυνήσεως των Ι. Λειψάνων θα ήταν ασφαλώς μακριά από το γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα. Και ασφαλώς όταν οι ετερόδοξοι «επιστρέφουν» στην Εκκλησία μας Ι. Λείψανα λόγοι φιλοξενίας καθώς και ευχαριστίας επιβάλλουν την κατ’ οικονομία παρουσία τους στις σχετικές εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, ασφαλώς χωρίς ενεργό λειτουργική συμμετοχή στην Ορθόδοξη λατρεία μας.

iv. Οι Πατριάρχες Κπόλεως Γεννάδιος Σχολάριος[49] και Ιεροσολύμων Δοσίθεος[50] και ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος (Βουλγαρίας) Δημήτριος Χωματιανός[51] αναφερόμενοι σε όσους εκ των αιρετικών έρχονται με σεβασμό να παρακολουθήσουν την Ορθόδοξη λατρεία μας και ζητούν την ευλογία μας, προτείνουν να μην τους αποπέμπουμε, αλλά αντιθέτως να τους προσφέρουμε και αντίδωρο[52] και τον αγιασμό μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γεννάδιος ενώ επιτρέπει στους Ορθοδόξους να δίδουν την ευλογία σε αιρετικούς, τους αποτρέπει όμως να ζητούν την ευλογία και τον αγιασμό των αιρετικών ! «Αρκετόν ουν εστίν, ότι υμείς ου ζητείτε ουδέ αγιασμόν παρ’ αυτών, διότι εισίν ετερόδοξοι κεχωρισμένοι». Ο Αχρίδος Δημήτριος αισθάνεται την ανάγκη να αιτιολογήσει την πρότασή του αυτή λέγοντας ότι «η τοιαύτη συνήθεια δύναμιν έχει κατά μικρόν μεθελκύσαι αυτούς καθόλου προς τα καθ’ ημάς ιερά ήθη και δόγματα».[53]

v. Μία άλλη περίπτωση όπου αιρετικοί επιτρέπεται κατ’ οικονομία να συμμετέχουν σε Ορθόδοξη Ακολουθία έχουμε στην κατ’ οικονομία τέλεση Εξοδίου Ακολουθίας και ταφής ετεροδόξου υπό Ορθοδόξου Ιερέως, όταν δεν υπάρχουν ποιμένες του δόγματος του κεκοιμημένου,[54] καθώς και κατά την τέλεση του μυστηρίου του Γάμου, όταν το ένα μέλος τυγχάνει ετερόδοξο (μικτός Γάμος).[55]

vi. Ασφαλώς σήμερα με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών όλο και συχνότερα και στις ενορίες παρατηρείται προσέλευση ετεροδόξων στην Ορθόδοξη λατρεία. Οι σκέψεις του αειμνήστου π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου αποτελούν την πλέον ενδεδειγμένη αντιμετώπιση από τους υπευθύνους ποιμένες : «αν … θελήση αιρετικός τις να εισέλθη, τότε βεβαίως δεν θα διακόψωμεν την λατρείαν, ούτε θα καλέσωμεν την Αστυνομίαν. Θα συνεχίσωμεν την λατρείαν και μετά το πέρας αυτής θα πλησιάσωμεν τον ετερόδοξον και μετ’ ευγενείας θα είπωμεν εις αυτόν τι λέγουσιν εν προκειμένω οι ιεροί κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα υποδείξωμεν ότι άλλοτε οφείλει να φέρηται προς αυτούς μετά σεβασμού. Ημείς ουδέποτε θα εισέλθωμεν εις ετερόδοξον Ναόν εν ώρα λατρείας, τηρούντες εν απολύτω ακριβεία τους ι. Κανόνας. Περί την είσοδον όμως ετεροδόξων ετεροδόξων εις τους ημετέρους Ναούς μικρά τις ελαστικότης, εν τω πνεύματι της εκκλησιαστικής οικονομίας, δεν βλάπτει»[56].


3. Εξαιρέσεις από την κανονική παράδοση



Εξαίρεση στην ομόφωνη στάση των εκκλησιαστικών συγγραφέων σχετικά με την κατ’ ακρίβεια ή κατ’ οικονομία απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς αποτελούν οι κατά τα τέλη του ιβ΄ αι. κανονολόγοι Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος (Βουλγαρίας) Δημήτριος Χωματιανός ή Χωματηνός και ο Ιωάννης Κίτρου. Πιο συγκεκριμένα :

1. Κατά τον Δημήτριο Χωματιανό[57] :

α. είναι αποδεκτή η χειροτονία Ορθοδόξου κληρικού από αιρετικό Επίσκοπο : «αιρετικών … χειροτονίαι τοις Ορθοδόξοις δεκταί εισί, κατά την των Πατέρων παράδοσιν, Ορθοδόξων ή όντων ή γινομένων των υπ’ αυτών χειροτονουμένων» [58]!

β. δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα Ορθόδοξοι κληρικοί ή λαϊκοί να προσεύχονται σε Ναούς των Λατίνων και να απονέμουν τιμητική προσκύνηση στους Αγίους τους («εν οις (Λατίνων Ναοίς) ημέτεροι εισερχόμενοι εκ τε της ιερατικής μερίδος και της λαϊκής, προσευχάς τε ποιούνται προς τον Θεόν, και τοις εν αυτοίς τιμωμένοις αγίοις την σχετικήν προσκύνησιν και τιμήν απονέμουσιν . και πρόκριμα εντεύθεν ουδόλως υφίστανται, εφ’ οις δηλαδή υπό τους Λατίνους εισί ναοίς»[59]

γ. η άποψη ότι δεν επιτρέπεται η μετάδοσις της Θ. Κοινωνίας σε Λατίνους (την οποία υποστηρίζει ο Βαλσαμών) δεν είναι αποδεκτή ως «οία πολύ εχούση το απηνές και ιταμόν και μη προσήκον μέμψει Λατινικών τύπων τε και εθών».[60]

δ. δεν προτείνεται το Κοινό Ποτήριο διότι «αδύνατος εφ’ εκατέροις έσται η των οικείων εθών παράβασις,»[61]. Δηλαδή απλώς είναι θέμα διαφοράς εθίμων και τίποτα περισσότερο …



Αιτιολόγηση της στάσεως του Χωματιανού.

1. Ο Χωματιανός παρουσιάζεται ως αποδεχόμενος ότι μοναδική σοβαρή διαφορά με τους Λατίνους είναι «η εν τω της Πίστεως Συμβόλω καινοτομία, ην εποιήσαντο». Οι λοιπές διαφορές υπάγονται στα «έθη … (τα) εμπαγέντα ταις δυτικαίς Εκκλησίας . ων ουδέν διασπάν ημάς δύναται». [62]

2. Είναι προφανές λοιπόν ότι παρότι είναι ιδιαίτερα αυστηρός για την πλάνη του filioque, δεν θεωρεί τους Λατίνους αιρετικούς,[63] διότι «πολλοί των ελλογίμων … φασίν, ου διεγνώσθησαν ταύτα συνοδικώς . και ουδ’ αυτοί, ως αιρεσιώται, απόβλητοι δημοσία γεγόνασιν . αλλά συνεσθίουσιν ημίν και συνεύχονται». Για τον Χωματιανό υπάρχουν απλώς κάποιες μη ουσιώδεις εθιμικές διαφορές που ορισμένοι τις δικαιολογούν «τω ακαμπεί του έθνους[64] φρονήματι» ή «το του έθνους ειδότες σκληρόν και αγέρωχον και βαρβάροις ως τα πολλά συναναχρωννύμενον ήθεσιν»[65].

3. Οι απόψεις αυτές του Χωματιανού αποτελούν το θεολογικό υπόβαθρο της επιεικούς και ανεκτικής στάσεώς του έναντι των Λατίνων[66]. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι δεν τις τεκμηριώνει στην κανονική και λοιπή εκκλησιαστική παράδοση, αλλά επικαλείται τις απόψεις κάποιων τους οποίους μάλιστα δεν κατονομάζει, ει μη μόνο τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας[67]: «ένιοι μεν τοι φιλανθρωπότερον το πράγμα χρησάμενοι», «εν οις οι ημέτεροι εισερχόμενοι», «πολλοί των ελλογίμων», «φασίν … φασί». Ο ίδιος αποδέχεται μεν τις απόψεις των «ελλογίμων» και επί τη βάσει αυτών θεμελιώνει το συλλογισμό του, εν τούτοις όμως φαίνεται πως δεν αναπαύεται πλήρως. Γι’ αυτό και πολλές φορές προσφεύγει στην «εκκλησιαστική οικονομία» και θεωρεί αναγκαίο να αιτιολογήσει την άποψή του με πρόσθετη, αλλά τελικώς αντιφατική επιχειρηματολογία, διότι :

1. αφού οι Λατίνοι δεν είναι αιρετικοί και τα έθη τους είναι αποδεκτά, για ποιο λόγο ο Επίσκοπος όταν προσκαλείται και πηγαίνει «ου προκρινεί τω Αρχιερεί, ως οικονομίαν πεπιστευμένω και μετερχομένω την πρέπουσαν οικονόμοις ψυχών» ;

2. αφού οι Λατίνοι δεν είναι αιρετικοί τι νόημα έχει η τελευταία φράση με την οποία ολοκληρώνει τις σχετικές απαντήσεις του «προτιθέμενοι την οικονομίαν, προς το μη καταβαλείν, αλλά κερδήσαι ηρέμα και κατά μικρόν τους αδελφούς» ;

Είναι προφανές ότι επικαλούμενος την οικονομία για να δικαιολογήσει την λατρευτική επικοινωνία με τους Λατίνους, ουσιαστικά αποδέχεται ότι οι Λατίνοι είναι αν όχι αιρετικοί, τουλάχιστον σχισματικοί, διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε κανένα κανονικό πρόβλημα, που να χρήζει την δια της οικονομίας θεραπεία !

4. Επί πλέον άξια σημειώσεως είναι και η παρατήρηση του Χωματιανού ότι «τινές των Λατίνων ευρίσκονται μη καθόλου διαφερόμενοι προς τα καθ’ ημάς έθη, τα τε δογματικά και τα εκκλησιαστικά, και εισίν, ως αν τις είπει, κατά τούτο επαμφοτερίζοντες»[68]. Επίσης σημειώνει ότι οι Λατίνοι που προσέρχονται στην Θ. Λειτουργία των Ορθοδόξων και ζητούν «της ενζύμου μεταλαμβάνειν αγίας προσφοράς εξ ημών, δήλον ποιεί, ως, ει μη περιεφρόνουν τα άζυμα, και ως ου περί πολλού ποιούνται το στέργειν αυτοίς, ουκ αν προσήρχοντο τη παρ’ ημών γινομένη των θείων μυστηρίων ιερουργία». [69] Προφανώς κατά τον Χωματιανό στην εποχή του (τέλος ιβ΄ αι) δεν είχε υπάρξει πλήρης διακοπή της επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως και δεν είχε παγιωθεί στη συνείδηση των Λατίνων η αίρεση και η πλήρης αποκοπή τους από το Σώμα της Καθολικής Εκκλησίας,[70] ή έστω υπήρχαν κάποιες βάσιμες ελπίδες επανενώσεως των διεστώτων. Σε αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις των «επαμφοτεριζόντων» και όσων «περιεφρόνουν τα άζυμα», προτείνει ο Χωματιανός κατ’ οικονομίαν την μετάδοση Αντιδώρου και τη μετάβαση του Ορθοδόξου Αρχιερέως στις συνάξεις τους. Παρ’ όλα αυτά αισθάνεται ασφαλώς την ανάγκη να αιτιολογήσει την πρότασή του αυτή λέγοντας ότι «η τοιαύτη συνήθεια δύναμιν έχει κατά μικρόν μεθελκύσαι αυτούς καθόλου προς τα καθ’ ημάς ιερά ήθη και δόγματα»[71]. Σκοπός δε αυτής της κατ’ οικονομίαν συμπεριφοράς, την οποίαν συνιστά και την οποίαν ακολουθούσαν «πολλοί των ελλογίμων», είναι αυτούς στους οποίους δεν είχε παγιωθεί η πλάνη και η αίρεση και ήσαν επαμφοτερίζοντες και διακείμενοι θετικά έναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας «προτιθέμενοι την οικονομίαν προς το μη καταβαλείν, αλλά κερδήσαι ηρέμα και κατά μικρόν τους αδελφούς, υπέρ ων ο κοινός Σωτήρ και Δεσπότης ημών το εαυτού αίμα εξέχεεν».[72]

Συνοψίζοντας για την στάση του Αχρίδος Δημητρίου Χωματιανού μπορούμε να πούμε ότι είναι πολύ επιεικής και ανεκτικός έναντι των Λατίνων, αφ’ ενός λόγω της γενικότερης επιείκειάς του «εν τη απονομή του δικαίου, διά τας έστιν ότε τολμηράς του ερμηνείας»[73] και αφ’ ετέρου λόγω της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου που ζούσε, οπότε δεν υπήρχε πλήρης και τελεία η δογματική απόκλιση και εκκλησιαστική διακοπή της κοινωνίας της Λατινικής από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία [74]. Στόχος του ήταν στην κρίσιμη αυτή περίοδο να αποφύγει την περαιτέρω διάσταση και να προσελκύσει όσους δεν είχαν ακόμα αποσχισθεί πλήρως από τους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Το ποιμαντικό αυτό κίνητρο τον οδήγησε και σε ακραίες και αστήρικτες θεολογικά αντιλήψεις οι οποίες ουδέποτε απέκτησαν κανονικό κύρος στην Εκκλησία, ούτε ασφαλώς έτυχαν κάποιας, έστω και μικρής εφαρμογής στη ζωή της (περί της Θ. Κοινωνίας[75], του εγκύρου της χειροτονίας Ορθοδόξων υπό αιρετικών επισκόπων, περί συμπροσευχής με αιρετικούς, ότι οι Λατίνοι δεν είναι αιρετικοί κοκ).[76]

2. Ο Ιωάννης Κίτρου[77] σε ερώτηση του Κωνσταντίνου Καβάσιλα Αρχιεπισκόπου Δυρραχίου, αν επιτρέπεται να ενταφιάζονται Ορθόδοξοι σε Λατινικούς Ναούς και να ψάλλεται η νεκρώσιμος από κληρικούς Ορθοδόξους και Λατίνους μαζί, απαντά ότι «ουκ απάδον τοίνυν, ουδέ τη ευσεβεία οπωσούν λυμαινόμενον, το θάπτεσθαι Λατίνους εν Ρωμαϊκοίς Ναοίς και ψάλλεσθαι ομοθυμαδόν παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων ιερουργών νεκριμαία Λατίνων και Ρωμαίων», διότι «ούτε γαρ ο τόπος τους απελθόντας, παρά Θεώ ποιεί αποβλήτους. και η επ’ αυτοίς ψαλμωδίας των Λατίνων ουκ έστιν εθνική, αλλ’ εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών».[78]

Η ανωτέρω άποψη του Ιωάννου Κίτρου ελέγχεται ως ιδιαιτέρως προβληματική από κανονικής απόψεως διότι:

α. Ο Ιωάννης Κίτρου ασχολείται κυρίως με το ερώτημα αν έχει σημασία για την μετά θάνατον πορεία του ανθρώπου ο τόπος ταφής. Κατηγορηματικώς απαντά ότι αυτό είναι εντελώς αδιάφορο, διότι πολλών Μαρτύρων τα Ι. Λείψανα οι δήμιοί τους «εν τόποις βορβόρου μεστοίς εναπέρριψαν, αλλ’ η δεδομένη τοις αγίοις χάρις, εντεύθεν αλώβητος έμεινε» και αντιθέτως η ταφή πολλών ασεβών μέσα σε Ναούς δεν τους απαλλάσσει της αιωνίου κολάσεως.

β. Για το θέμα της τελέσεως εξοδίου ακολουθίας από Λατίνους σε κεκοιμημένους Ορθοδόξους απαντά πολύ επιπόλαια ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα, διότι «η επ’ αυτοίς ψαλμωδία των Λατίνων ουκ έστιν εθνική, αλλ’ εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών» ! Για ένα έγκριτο ερμηνευτή των κανονικών διατάξεων, καθώς και για την εκκλησιαστική τάξη είναι αρκετή μόνο αυτή η προϋπόθεση ; Ποιος αιρετικός χρησιμοποιεί στη λατρεία του «εθνικές» προσευχές ; Όλων των αιρετικών οι προσευχές «εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών» δεν είναι ;

γ. Είναι άξιο παρατηρήσεως ότι ο Ιωάννης Κίτρου ενώ είναι ερμηνευτής κανόνων, τους αγνοεί πλήρως, δεν τον απασχολεί καθόλου, ούτε καν ως απλός προβληματισμός, ούτε καν αναφέρει, ότι οι κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν ρητώς τη συμπροσευχή με αιρετικούς ή σχισματικούς ! Αναφέρεται σε κοινή ακολουθία «Ρωμαίων και Λατίνων» ως κάτι το εντελώς αυτονόητο και ανεπίληπτο !

δ. Στην αρχή της απαντήσεώς του σημειώνει ότι οι διαφορές μεταξύ ημών και των Λατίνων εντοπίζονται μόνο σε δύο σημεία : κυρίως στο filioque και λιγότερο στα άζυμα. Όλα τα λοιπά «κοινά τούτοις εισί και ημίν» («η της Γραφής ανάγνωσις, … και αι προσευχαί και αι μελωδίαι, και οι θείοι Ναοί, και αι προσκυνήσεις του τε τιμίου Σταυρού και των αγίων εικόνων»). Προφανώς δεν θεωρεί τους Λατίνους όχι μόνο ως αιρετικούς, αλλ’ ούτε καν ως σχισματικούς ! Γι’ αυτό και η κανονική απαγόρευση «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» δεν τον αφορά και δεν τη σημειώνει στον προβληματισμό του!

ε. Σημειώνουμε με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Ιωάννης Κίτρου δεν επικαλείται την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας για να στηρίξει την απάντησή του αυτή, διότι δεν αισθάνεται ότι υπάρχει η κατ’ ακρίβεια απαγόρευση για την συμπροσευχή με τους Λατίνους !

Είναι πρόδηλο ότι οι ανωτέρω απόψεις του Ιωάννου Κίτρου δεν εδράζονται στην παράδοση της Εκκλησίας μας και στερούνται οιασδήποτε κανονικής τεκμηριώσεως. Γι’ αυτό και «δεν φαίνεται, ότι η πράξις αυτή επεκράτησε γενικότερον, ουδέ υπάρχει άλλοθεν πόθεν σχετική τις πληροφορία, η οποία επιβεβαιοί τα ανωτέρω, εκτός της υπό του ερωτήσαντος παρεχομένης, κατά την οποίαν εθάπτοντο «Ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν Λατινικαίς Εκκλησίαις, ψαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ».[79]



3. Δυστυχώς αργότερα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και Ενετοκρατίας, διαπράχθηκαν σημαντικές εκτροπές από Ορθοδόξους ποιμένες . αναφέρονται μεταξύ άλλων : μνημόνευση και αναγνώριση λατίνων επισκόπων, αναγνώριση του παπικού πρωτείου, μεμονωμένα συλλείτουργα, μικτά μυστήρια, παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς, κηδείες αιρετικών, σπουδές σε σχολές αιρετικών, χορηγήσεις αδείας εξομολογήσεως και διδασκαλίας στους παπικούς καπουτσίνους ή σε προτεστάντες. Ακόμη και Μητροπολίτες ή μοναχοί εξομολογούντο σε Λατίνους ! Κατά δε τα μέσα του ιζ΄ αιώνος «τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τους Ιησουίτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν δια την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών» ![80] Όπως αναφέρει ο οσιολ. Μοναχός Βασίλειος Γρηγοριάτης «οι τότε δυσχερείς περιστάσεις σε συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις αντιστάσεις του υποδούλου Ορθοδόξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε άκρα αμάθεια και σκότος. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης καταδεικνύουν την άγνοια και την σύγχυση ορισμένων Ορθοδόξων ως προς τις σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, την αλλοίωση του εκκλησιαστικού φρονήματός τους και την απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους»[81].



Ασφαλώς είναι αδιανόητο να ισχυριστεί κάποιος ότι οι ανωτέρω εκτροπές σε εποχές κρίσεως και παρακμής του γένους είναι άξιες μιμήσεως ή μπορεί να αποτελέσουν άλλοθι για μας σήμερα ! Άλλωστε, όπως σημειώνει ο π. Βασίλειος Γρηγοριάτης, οι μεγάλοι Πατέρες εκείνων των εποχών (Παχώμιος Ρουσάνος, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Ευγένιος, Χρύσανθος και Κοσμάς οι Αιτωλοί, Μακάριος ο Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Μάξιμος ο Γραικός) έκαναν υποδειγματικό αγώνα για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την παπική προπαγάνδα, η οποία ωργίαζε με σκοπό «το αποπλανάν τους απλουστέρους». Ο όσιος Νικόδημος μάλιστα κατέκρινε τους «λατινόφρονες» της εποχής του ή «αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος»,[82] όπως τους ωνόμαζε, και εθλίβετο για την μέχρι τότε μεγάλη νοθεία, διαφθορά και παρερμηνεία των ιερών κανόνων και για τον «θανατηφόρον και παραίτιον ψυχικής απωλείας καρπόν» που ετίκτετο εξ αυτών. Άλλωστε δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι μεμονωμένες απόψεις ή και ενέργειες κάποιων Ορθοδόξων (ακόμα και κληρικών) δεν αποτελούν κριτήριο της Αλήθειας της Εκκλησίας, αλλά όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο π. Γ. Μεταλληνός «μόνο των αυθεντικώς ορθοδόξων, δηλ. των θεοπτών Αγίων, οι ενέργειες συνιστούν έκφραση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας»,[83] ο δε Άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης προχωρεί έτι πλέον λέγοντας ότι ακόμα και αποφάσεις συνόδων είναι πιθανόν να μην εκφράζουν την αλήθεια της Εκκλησίας, διότι «Σύνοδοι τοίνυν ου το απλώς συνάγεσθαι ιεράρχας τε και ιερείς, καν πολλοί ώσιν … αλλά το εν ονόματι Κυρίου, εν τη ειρήνη και φυλακή των κανόνων. και το δεσμείν και λύειν ουχ ως έτυχεν, αλλ’ ως δοκεί τη αληθεία και τω κανόνι και γνώμονι της ακριβείας»[84]

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι «όχι μόνον η συλλειτουργία και συνιερουργία αλλά και αυτή η είσοδος εις ετεροδόξους Ναούς, χάριν προσευχής απαγορεύεται «κατ’ ακρίβειαν». «Κατ’ οικονομίαν» δε, συμφώνως προς τας ανωτέρω παρατεθείσας κανονικάς διατάξεις, επιτρέπεται η εις ετεροδόξους ναούς «χάριν προσκυνήσεως των ιερών Λειψάνων» είσοδος, όχι όμως και το συνεύχεσθαι, πολλώ δε μάλλοντο συνιερουργείν ή συλλειτουργείν μετά των ετεροδόξων κληρικών».[85] Αντιθέτως ενώ για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λατρεία των αιρετικών η κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας είναι κατηγορηματικά αρνητική, εν τούτοις είναι πιο διαλλακτική, όπως προαναφέρθηκε, στην κατ’ οικονομίαν παρουσία των αιρετικών στην Ορθόδοξη Λατρεία. Διότι κατά βάθος είναι η ίδια ποιμαντική της συγκαταβάσεως έναντι των αιρετικών που ακολουθούσαν πάντοτε οι Πατέρες της Εκκλησίας «επινεύσαντος και ενηχήσαντος του Πνεύματος του Θεού, επελεξάμεθα ηπίως και ειρηνικώς διαπράξασθαι μετά των μνημονευθέντων ανθρώπων (των Δονατιστών) … ίνα … ίσως ημών εν ημερότητι συναγόντων τους τα διάφορα φρονούντας, δώσει αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν προς το επιγνώναι την αλήθειαν, και ίνα ανασφήλωσιν οι εκ των του διαβόλου βρόχων αιχμαλωτισθέντες αυτώ εις το αυτού θέλημα» [86].
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: «Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

4
4. Εκκλησιαστική οικονομία ή «μεθοδία και οικονομία φαύλη» [87]



Δυστυχώς όμως τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο έχουν αυξηθεί κατά πολύ οι περιπτώσεις συμπροσευχής με τους αιρετικούς, αλλά τείνουν να γίνουν κανόνας[88]. Μάλιστα η ανάπτυξη μιας οικουμενιστικής «εκκλησιολογίας»[89] με την οποία γίνεται προσπάθεια «θεολογικής» αιτιολογήσεως της αντικανονικής αυτής πρακτικής, σε συνδυασμό με την πρόταξη στην εκκλησιαστική ζωή μεθόδων και πρακτικών από το χώρο των δημοσίων σχέσεων έχει οδηγήσει σε πρακτικές οι οποίες βαθιά πίκρα αφήνουν στο Λαό του Θεού. Χαρακτηριστικά επ’ αυτού είναι τα όσα έγιναν στην τελευταία επίσκεψη του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, κατά την Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 30.11.2006. Δεν αναφέρομαι στις εκτός του Πατριαρχικού Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου συναντήσεις και εκδηλώσεις (συνομιλίες, κοινό ανακοινωθέν, χαιρετισμός από τον εξώστη κοκ), αλλά στα όσα πραγματοποιήθηκαν εντός του Ναού που ξεπερνούν τα όρια απλής συμπροσευχής με ετερόδοξο :



§ Η υποδοχή του Ποντίφικα με το «ευλογημένος ο ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου».

Μπορεί, αλήθεια, ένας αιρετικός ηγέτης να προσφωνείται με προσλαλιά που έχει συνδεθεί αποκλειστικά με το πρόσωπο του Κυρίου ;

§ Η προσφώνηση ως κανονικού Πάπα και Επισκόπου Ρώμης και η υπέρ αυτού δέηση[90].

Ασφαλώς στη συνάντηση ο ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας θα προσφωνηθεί ως «Πάπας και Επίσκοπος Ρώμης», ιδιότητες τις οποίες, κατά θεολογική ακρίβεια, δεν μπορεί να έχει, αφού είναι αιρετικός.[91] Έτσι και οι δύο τίτλοι «Πάπας Ρώμης» και «Επίσκοπος Ρώμης» χρησιμοποιούνται ως termini technici ή έστω ως προσλαλιά φιλοφροσύνης-αβροφροσύνης προς τον φιλοξενούμενο και κοινωνικός τρόπος εκφράσεως, χωρίς θεολογική και εκκλησιολογική σημασία. Με την ίδια έννοια χαρακτηρίζονται και οι ετερόδοξες κοινότητες ως «Εκκλησίες» . όχι κατά εκκλησιολογική ακρίβεια, διότι μία ήταν, είναι και θα είναι η Καθολική Εκκλησία [92].

Υπάρχει στην παράδοση της Εκκλησίας μας παράλληλα με την ακρίβεια και η ευγένεια και η οικονομία : έτσι ο Άγ. Κύριλλος ενώ καταδικάζει με πολύ αυστηρές εκφράσεις το Νεστόριο για τις πλάνες του τον αποκαλεί «τίμιον»[93], «τιμιώτατο»[94], «ευλαβέστατον επίσκοπον»[95], και τον προσφωνεί με τη φράση «η σή ευλάβεια»[96].

Είναι όμως εντελώς διάφορο η εν ώρα Ακολουθίας εντός του Πατριαρχικού Ναού ψαλμωδία ύμνων και μνημόνευση ενός αιρετικού ως κανονικού Πάπα και Επισκόπου Ρώμης παράλληλα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ! Τα ανωτέρω μπορεί να χαρακτηριστούν ως αβροφροσύνη ή έχουμε έμμεση αναγνώριση της αιρέσεως ως εκκλησίας του Χριστού και του ηγέτου της ως κανονικού Αρχιερέως ; Όμως μία τέτοια αντίληψη δεν είναι ξένη στην παράδοση των Πατέρων και δεν ανατρέπει συνολικά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία ;

§ Από την απλή συμπροσευχή στο συλλείτουργο.

Δυστυχώς όμως η συμπροσευχή στην Κωνσταντινούπολη δεν περιορίστηκε σε μία απλή δέηση, αλλά επεκτάθηκε και σε ατελή συλλειτουργία. Κατά την επίσημη Πατριαρχική και Συνοδική Θ. Λειτουργία της Θρονικής εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου[97], παραχωρήθηκε στον Πάπα η εκφώνηση της Κυριακής Προσευχής,[98] τον θυμιάτισαν ως κανονικό Επίσκοπο[99] και κυρίως δέχθηκε από τον Πατριάρχη και ανταπέδωσε το λειτουργικό ασπασμό[100] προ της Αγίας Αναφοράς, πράξεις που μόνο σε συλλειτουργούντες Ιερείς και Αρχιερείς επιτρέπονται !



Ας μας επιτραπεί όμως να εκφράσουμε κάποια ερωτήματα :

§ Όταν ιερουργούντος του Οικουμενικού Πατριάρχου, ένας κληρικός (Ιερέας, Επίσκοπος, ή ακόμα και προκαθήμενος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας) δεν λειτουργεί, αλλά συμπροσεύχεται στο Ι. Βήμα, ο ιερουργών Οικουμενικός Πατριάρχης θα ανταλλάξει το λειτουργικό ασπασμό με αυτόν ; Ασφαλώς όχι σύμφωνα με τις λειτουργικές διατάξεις, διότι λειτουργικός ασπασμός νοείται μόνο μεταξύ των συλλειτουργών ! Πώς τότε δίδεται ασπασμός με τον Πάπα ; είναι συλλειτουργών τω Πατριάρχη ο Πάπας ;

§ Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε το λειτουργικό ασπασμό – την ύψιστη στιγμή της φανερώσεως της ενότητος εν τη αληθεία και τη αγάπη – διαφορετικά από ότι έχει καθορίσει η λειτουργική μας παράδοση[101] (πχ να τον υποβιβάζουμε σε πράξη κοινωνικής αβροφροσύνης και αναστροφής, στη σφαίρα του συναισθήματος ή της εκκλησιαστικής πολιτικής) ;

§ Ο λειτουργικός ασπασμός είναι αυτόνομη πράξη ή το προαπαιτούμενο ώστε «εν ομονοία ομολογήσωμεν» το Τριαδικό Δόγμα, τη Θεολογία όπως διατυπώθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως; Όταν δεν υπάρχει η ομολογία κοινής πίστεως - αφού δεν υπάρχει κοινή Θεολογία - τι εξυπηρετεί ο λειτουργικός ασπασμός Ορθοδόξου Αρχιερέως και αιρετικού Ηγέτου ;

§ Από πότε ένας αιρετικός μπορεί να προσεύχεται εν τη Λατρεία ως κανονικός Ορθόδοξος Χριστιανός ;

§ Είναι δυνατόν ένας αιρετικός και μάλιστα ηγέτης αιρέσεως να εκπροσωπεί τον ορθόδοξο λαό εν τη Θ. Λατρεία απαγγέλλοντας την Κυριακή Προσευχή εξ ονόματος του πληρώματος της Εκκλησίας μας ;

§ Για να απαγγείλουμε την Κυριακή προσευχή δεν πρέπει να υπάρχει η «ενότητα της πίστεως» ; Υπάρχει τέτοια ενότητα με τον Πάπα ;

§ Το «Πάτερ ημών» είναι η κύρια προσευχή προετοιμασίας του λαού για «τον επιούσιον άρτον» της Θ. Ευχαριστίας[102]. μπορεί να προσεύχεται μέσα στη Θ. Λειτουργία που τελούν Ορθόδοξοι «δός ημίν σήμερον» τούτον τον Άρτον κάποιος (ο Πάπας), στον οποίο απαγορεύεται ρητά η μετάδοση της Θ. Ευχαριστίας ; Τι νόημα έχει μια τέτοια προσευχή ;

§ Αφού ο Πάπας δεν παρίστατο απλώς, αλλά συμμετείχε ενεργώς στη Θ. Λειτουργία, γιατί τελικά δεν κοινώνησε ; ίσως κάποιος απαντήσει ότι δεν επιτρέπεται από την τάξη της Εκκλησίας μας, αφού είναι ετερόδοξος ! Γιατί, τα άλλα που έκανε επιτρέπονταν ; Ποια κανονική διάταξη, ποιος Άγιος της Εκκλησίας μας επιτρέπει σε αιρετικό εν ώρα Θ. Λειτουργίας να λέει το Πάτερ ημών, να θυμιατίζεται ως λειτουργών, να ανταλλάσσει λειτουργικό ασπασμό κοκ και του απαγορεύει να κοινωνεί ;

§ Πώς συμβιβάζονται τα ανωτέρω με τη σαφή θέση του Οικουμενικού μας Πατριάρχου ότι «δεν είναι αποδεκτή η κοινωνία στα μυστήρια, πριν την επιτυχία πλήρους ενότητος στην πίστη … Ο βηματισμός προς την ενότητα μέσω της μυστηριακής κοινωνίας είναι ένα βήμα προς τα πίσω ... Η μυστηριακή κοινωνία χωρίς την ενότητα της πίστεως ομοιάζει με τραπεζογραμμάτια χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό»[103] ; Ή μήπως ως «κοινωνία στα μυστήρια» νοείται μόνο η στιγμή της Θ. Μεταλήψεως και όχι ολόκληρη η Θ. Λειτουργία των πιστών ; Είναι επιτρεπτή θεολογικά τέτοια κατάτμηση της Θ. Λειτουργίας ;

§ Τελικά, δεν επιβάλλεται να ερωτηθεί με όλο το σεβασμό μας ο Προεστώς εκείνης της Θ. Λειτουργίας σε ποια εκκλησιαστική διάταξη θεμελιώνεται η πρακτική να παραχωρείται σε ένα αιρετικό - κατά την ομόφωνη γνώμη Αγίων και Συνόδων - η δυνατότητα της ενεργούς συμμετοχής στην Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία, όταν όλη η Παράδοση της Εκκλησίας μας, όλοι οι Πατέρες, όλες οι τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι – χωρίς καμία εξαίρεση – είναι απολύτως κατηγορηματικοί και το απαγορεύουν ρητά επισείοντας μάλιστα αυστηρές κανονικές ποινές ;



Μήπως όμως μπορεί να δικαιολογηθούν τα ανωτέρω ως κατ’ οικονομία γενόμενα ; Μήπως κατ’ οικονομία επιτρέπεται το ατελές, έστω, συλλείτουργο Πάπα – Πατριάρχη ; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ΟΧΙ ! Ποτέ, πουθενά και κανένας Άγιος δεν επιτρέπει σε κατεγνωσμένο αιρετικό και μάλιστα ηγέτη της αιρέσεως – εμμένοντα εν τη αιρέσει - να συμμετέχει ενεργά στη Θ. Λειτουργία !

Επίπλέον δε, ποια αδήριτος ανάγκη επέβαλε το «συλλείτουργο» με τον Ποντίφικα ; «Ένεκα (ποίου) μείζονος κατορθώματος»[104] το οποίο δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με άλλο τρόπο περιφρονήθηκε η τάξη της Εκκλησίας ; ποια επί τέλους ωφέλεια θα μπορούσε να προέλθει για την Εκκλησία που θα δικαιολογούσε την συμπροσευχή με τον Πάπα ; Καμία λοιπόν προϋπόθεση εφαρμογής της οικονομίας δεν υφίσταται που να δικαιολογεί την ενεργό συμμετοχή του Ποντίφικα στην Ορθόδοξη Λατρεία !



Άλλωστε και ο ίδιος ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης είναι σαφής αναφερόμενος στην «ευχαριστηριακή κοινωνία» με ετεροδόξους : «Το όλον θέμα είναι κατ’ ουσίαν εκκλησιολογικόν, θα ήτο δε σκόπιμον και επωφελές διά τον οικουμενικόν διάλογον να τονισθεί απεριφράστως … ότι η υπό τινών επιδιωκομένη ευχαριστηριακή κοινωνία μεταξύ Ορθοδόξων και μη, υφισταμένου εισέτι του σχίσματος, δεν είναι δυνατόν ουδέ κατ’ οικονομίαν να γίνη δεκτή υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας».[105] Και ασφαλώς η «ευχαριστηριακή κοινωνία» δεν άρχεται από το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» και περατούται στο «σώσον ο Θεός τον λαόν σου»…



Συνεπώς δεν είναι υπερβολή να εφαρμόσουμε και στην περίπτωση της συμπροσευχής Πατριάρχη-Πάπα τα λόγια του Αγ. Θεοδώρου Στουδίτου «ουκέτι, σύγγνωθι, οικονομίας τρόπος, αλλά παρανομίας και παραβάσεως των θείων κανόνων όφλημα»,[106] ή προσαρμόζοντας στα σημερινά δεδομένα να επαναλάβουμε μαζί με τους Αγιορείτες μοναχούς : «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν ; Και πώς δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα…; Και τι αν είη ταύτης της οικονομίας ζημειωδέστερον ; Αύτη κοινωνία αυτών εστί πρόδηλος και εν ενί του παντός αγαθού έκπτωσις και ανατροπή. Ο γαρ αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτού υπόκειται εγκλήμασιν . και ο ακοινωνήτοις κοινωνών, ακοινώνητος εστίν, ως συγχέων τον κανόνα της Εκκλησίας.[107]



Την ανωτέρω ανησυχία δεν προκαλούν κάποιοι «πείσμονες ψευδαδελφοί, συγκροτοῦντες ὁμάδας φανατικῶν ὑποστηρικτῶν τῶν δῆθεν «θεσμίων», δέσμιοι ἐν πολλοῖς μιᾶς θρησκευτικῆς ἀπιστίας, ἑνός νεομανιχαϊστικοῦ φονταμενταλισμοῦ, μιᾶς προβολικῆς μεταφυσικῆς ἐνοχῆς, ἑνός ἔργου εὐκόλου διά νά ζοῦν δίκην σεκτῶν οἱ μεταπράται τῆς «καθαρᾶς θρησκείας»[108]. (Τι θλιβερό να εκστομίζονται τέτοιοι χαρακτηρισμοί από Ορθόδοξο Ιεράρχη ενώπιον του Πατριάρχου, των αντιπροσωπειών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και των ετεροδόξων στη Θρονική Εορτή του Πατριαρχείου συλλήβδην εναντίον όλων όσων πιστών διατηρούν κάποιες – μικρές ή μεγάλες – επιφυλάξεις για τους διαλόγους !). Αντιθέτως, θιασώτες των διαχριστιανικών διαλόγων και της οικουμενικής κινήσεως ανησυχούν και καταγγέλλουν τις πρακτικές αυτές ως στερούμενες οποιασδήποτε θεολογικής θεμελιώσεως που εν τέλει υπονομεύουν τον ίδιο το Θεολογικό Διάλογο. Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης) – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφέρεται σε ομιλία του την 10.5.1985 σε «λάθη τραγικά» που έχουν γίνει σχετικά : «Πρωτίστως επεκράτησε μια υπερβάλλουσα φιλία προς την Ρώμη, η οποία εξεδηλώθη κατά τρόπους ανεύθυνους και μη ελεγχόμενους απολύτως θεολογικώς … Πολλοί ατυχώς ιεράρχες … σπεύδουν να ασπασθούν αλλήλους στην ιερώτερη στιγμή της Θείας Ευχαριστίας, όταν λέμε «αγαπήσωμεν αλλήλους» … Αυτή είναι η στιγμή κατά την οποία εκφράζουμε την υψίστη και βαθυτάτη ενότητα μόνον των συλλειτουργούντων. Οι λειτουργοί δεν έχουν δικαίωμα να ασπασθούν μήτε τους ομοδόξους ιεράρχες και λοιπούς κληρικούς που βρίσκονται στο ιερό Βήμα. Και όμως υπάρχουν ορθόδοξοι ιεράρχες – δεν χρειάζεται να πω ονόματα – οι οποίοι καλοπροαίρετα, χωρίς όμως να έχουν συνείδηση του πόσο βαρειά θεολογική ευθύνη φέρουν την στιγμή εκείνη, ασπάζονται τους ετερόδοξους κληρικούς, ενώ δεν υπάρχει αντίκρισμα, είναι ανανταπόδοτο, γιατί δεν θα κοινωνήσουν από το κοινό ποτήριο. Γιατί, λοιπόν, τους ασπάζονται ; … Ένα άλλο λάθος όχι ολιγώτερο τραγικό είναι ότι, στην προσπάθειά μας να είμαστε φιλόφρονες προς αλλήλους, πολλές φορές ορθόδοξοι ιεράρχαι ονομάζουν ατυχώς τον Πάπα «πρώτο επίσκοπον της Χριστιανωσύνης». Άλλο θεολογικό ψεύδος και αυτό. Ο Πάπας … σ’ ένα διηρημένο Χριστιανισμό, δεν είναι πρώτος μεταξύ ίσων, ούτε καν ίσος μεταξύ ίσων ! Ο Πάπας θα πάει μετά τον τελευταίο Ορθόδοξο Επίσκοπο, εφ’ όσον είναι ο σημερινός εν σχίσματι και εν αιρέσει. Αυτά είναι τόσο αυτονόητα, που περιττεύει να τα πει κανείς … «Προκαθημένη της αγάπης» δεν μπορεί κατά την Ορθόδοξον Θεολογίαν να αποκληθεί η Ρωμαϊκή Έδρα ως έχει. Αυτά όταν λέγονται, είναι ανεύθυνα λόγια. Και δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μια μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … Με το να προσφωνούμε τον Πάπα ή την Ρώμη με πατερικούς, όπως είπα, τίτλους, μεστούς γνωστού περιεχομένου, κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο. Απλούστατα, είναι ένα ψεύδος να κάνουμε τέτοιες προσφωνήσεις, ένα ψεύδος θεολογικό».[109]


5. Κατάργηση των ιερών Κανόνων !



Όταν τα «θεολογικά» επιχειρήματα αποδεικνύονται ανεπαρκή για να δικαιολογήσουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς τότε επιστρατεύεται η πλήρης άρνηση των ίδιων των κανόνων και της μέχρι τώρα εκκλησιαστικής πρακτικής ως δήθεν ξεπερασμένων και ανεφαρμόστων σήμερα.

Λησμονείται, δυστυχώς, ότι «οι κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας “εν τη γηίνη αυτής όψει”, είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί, κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας, της απακαλυφθείσης παραδόσεώς της εις όλους τους τομείς της πρακτικής ζωής της χριστιανικής κοινωνίας»[110]. Γι’ αυτό «η πιστότητα στην αποστολική Παράδοση, η ομολογία της πίστης, η ζωή και η δημιουργία, όλα προστατεύονται και διευθύνονται από τους κανόνες … Από τη στιγμή που το δόγμα χάνει την έννοια και τη σημασία του, φτάνουμε στην πλήρη περιφρόνηση των κανόνων. “Καταλάβαμε” ξαφνικά αυτό που οι Άγιοι Πατέρες δεν καταλάβαιναν : οι κανόνες δεν είναι παρά “ανθρώπινες επινοήσεις” και όχι η εφαρμογή στη ζωή των δογμάτων της εκκλησίας. “Οι σύνοδοι, οι κανόνες, όλα αυτά, είναι παραγεγραμμένα”. Το προνόμιο της Συνόδου “άρεσε στο Άγιο Πνεύμα και σε μας” - το διεκδικεί σήμερα ο καθένας από μας για τον εαυτό του»[111] κατά τον Λ. Ουσπένσκη .…



Α. Ο Μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος (Φούγιας – πρώην Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων) αναφέρει : «Υπεράνω των Κανόνων όμως είναι η διδάσκουσα και νομοθετούσα, επί τη βάσει της Αγίας Γραφής Εκκλησία»[112]. «Η χρήσις της Εκκλησιαστικής Οικονομίας δεν εξαρτάται εκ των θεσπισθέντων, αλλά εκ του ιδιαιτέρου προνομίου της Εκκλησίας, ότι είναι στύλος και εδραίωμα της αληθείας … η Εκκλησία είναι ελευθέρα τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος, χωρούσα προς πραγματοποίησιν της αποστολής της προς τα έσω και προς τα έξω να παραβαίνει και αυτήν ταύτην την δογματικήν διδασκαλίαν ανεξαρτήτως των εν χρόνω συμβαινόντων εξαρτωμένη μόνον εκ του Αγίου Πνεύματος και ουχί εκ της ιστορίας. Η διδασκαλία αύτη δεν μορφώνει την συνείδησιν της Εκκλησίας, αλλ’ αποτελεί αυτήν ταύτην την συνείδησίν αυτής»[113].«Η Εκκλησία είναι δένδρον, το οποίον εξακολουθεί να αναπτύσσεται και επ’ ουδενί λόγω σταματά την ανάπτυξίν του. Δια τούτο νομίζω δεν είναι ορθόν να ερωτήσωμεν τι λέγουν επί εκάστου ζητήματος οι Πατέρες και να πράξωμεν και ημείς το αυτό»[114]. «Η Εκκλησία δεν περιορίζεται μόνον εις εκείνα τα οποία διδασκόμεθα εκ του παρελθόντος και δεν πρέπει να υποτασσώμεθα δουλικώς εις αυτό. Το Consesus Patrum δεν σημαίνει ότι πρέπει ημείς να επαναλαμβάνωμεν ό,τι εκείνοι είπον ή έπραξαν πάντοτε. Διότι υπάρχουν απόψεις των Πατέρων επί σπουδαίων Θεολογικών θεμάτων, αι οποίαι σήμερον πρέπει να μεταβληθούν» [115]. «Προβάλλει επιτακτικόν το καθήκον των Ορθοδόξων Θεολόγων όπως εμβαθύνωσιν περισσότερον εις την φύσιν της Εκκλησίας, ως αύτη παρουσιάζεται σήμερον, και όχι ως είχεν επί της εποχής του Αγίου Κυπριανού … Οι στοχασμοί των εκκλησιαστικών ηγετών του παρελθόντος, όσον δήποτε και αν είναι επιτυχείς, δεν κείνται υπεράνω της Αγίας Γραφής» [116]. «Επ’ αυτού ο αείμνηστος Ρώσος L. Zander γράφει : «Είναι αδύνατον να λύσωμεν τα προβλήματα των σχέσεων μετά των ετεροδόξων στηριζόμενοι εις Κανόνας, οι οποίοι αφορούν καταστάσεις και αιρέσεις, αι οποίαι έχουν εξαφανισθή από τον ορίζοντα» [117].

Παρά το ότι οι ανωτέρω σκέψεις είναι συγκεχυμένες, ανεπαρκείς, αρκετά αόριστες και επιδέχονται πολλές αναγνώσεις διερωτόμαστε : η διδασκαλία της Εκκλησίας μας δεν ταυτίζεται με τη Θ. Αποκάλυψη η οποία είναι ενιαία και εκφράζεται μέσα από την Αγία Γραφή, την συμφωνία των Πατέρων (consensus Patrum), τους όρους και τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων; Είναι θεολογικά επιτρεπτό να διαχωρίζεται και πολύ περισσότερο να παρουσιάζεται ως αντιπαρατιθεμένη η Αγία Γραφή προς τους Κανόνες ή την Πατερική συνείδηση ; Νοείται διάσταση της Εκκλησίας από την ίδια την έκφρασή της ;



Β. Ο αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Αρχοντώνης (νυν Οικουμενικός Πατριάρχης) αναφερόμενος στους κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς σημειώνει πολύ συνοπτικά στη διδακτορική του διατριβή «Περί την κωδικοποίησιν των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73 : «Ομοίως δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ήν στιγμήν αύτη διά των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών διά την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να «αρδεύση» πολλάς κανονικάς διατάξεις προς «ζωογονίαν». Επιβάλλεται τροποποίησις ορισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικώτερον. Η Εκκλησία δεν δύναται και δεν πρέπει να ζη εκτός τόπου και χρόνου».



Επίσης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε άρθρο του με θέμα «The problem of Oikonomia today» στο περιοδικό Kanon 6(1983), της Εταιρείας για το Δίκαιο των Ανατολικών Εκκλησιών (Βιέννη Αυστρίας) μεταξύ άλλων αναφέρει : «α) όσον αφορά στην πρώτη αντίληψη, οι υποστηρικτές της ερμηνεύουν κατά γράμμα συγκεκριμένους ιερούς κανόνες, που αναφέρονται σε συνθήκες και αιρέσεις οι οποίες εξαφανίστηκαν από καιρό. Σήμερα υπάρχει μία εκκλησιαστική πραγματικότητα γύρω μας η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «όπου θέλει πνεί» (Ιω. 3,8) και δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορία του παρελθόντος είναι επίσης παρόν και ανάμεσα στους ετεροδόξους».[118]



Ας μας επιτραπούν κάποιες παρατηρήσεις. (Ασφαλώς ως εκ περισσού αναφέρεται, ότι η διαφορετική προσέγγιση ακόμα και πλήρης διαφωνία με ορισμένες επιλογές ή απόψεις δεν σημαίνει και έκπτωση στον ενδεδειγμένο σεβασμό μας στον Οικουμενικό Θρόνο, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν πρόκειται για κριτική σε επιστημονικές εργασίες, όπως είναι η διδακτορική διατριβή ή το άρθρο σε επιστημονικό περιοδικό) :

1. Είναι σαφές ότι στη διατριβή του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν προτείνεται η παράβαση και περιφρόνηση των κανόνων που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς. Προτείνεται απλώς η κατάργησή τους σε μελλοντική κωδικοποίηση του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας μας. Μάλιστα στην ανωτέρω εργασία μνημονεύεται ο Β΄ Κανόνας της εν Τρούλω Συνόδου, ο οποίος ρητώς διακελεύει : «μηδενί εξείναι τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας … Ει δε τις αλώ κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος». Επ’ αυτού ο Οικουμενικός Πατριάρχης διευκρινίζει ρητώς : «είναι προφανές ότι αι απαγορεύσεις αύται αναφέρονται εις τα επί μέρους μέλη της Εκκλησίας»[119] - ανεξαρτήτως αν είναι λαϊκοί ή κληρικοί.

2. Σύμφωνα με την ανωτέρω εργασία, κανένας – ούτε τοπική Σύνοδος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας – δεν μπορεί να τροποποιήσει ή καταργήσει τους ιερούς κανόνες, διότι «η Εκκλησία εν οικουμενική συνόδω μόνον δύναται να τροποποιήση και καταργήση αρχαίους κανόνας».[120] Έτσι, επαναλαμβάνει, «τονίζομεν άπαξ έτι ότι οι ιεροί κανόνες των οικουμενικών συνόδων και οι υπ’ αυτών επικυρωθέντες των τοπικών συνόδων και των πατέρων δεν είναι αμετάβλητοι, αλλ’ αμετάκλητοι – τουλάχιστον de jure – μέχρι τροποποιήσεως ή καταργήσεως αυτών υπό νεωτέρας οικουμενικής συνόδου»[121], αφού «το αξίωμα του τε Εκκλησιαστικού και του Δικαίου καθόλου ότι διάταξις τις είναι δυνατόν να τροποποιηθή ή καταργηθή μόνον υπό αρχής ίσης ή ανωτέρας της υφ’ ης αύτη εξεδόθη»[122] και οι εν λόγω ι. Κανόνες έχουν επικυρωθεί από Οικουμενικές Συνόδους. Κατά συνέπεια, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ακολουθώντας την εκκλησιαστική παράδοση συμπεραίνει στην εργασία του ότι οι κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς εφ’ όσον δεν έχουν καταργηθεί από οικουμενική σύνοδο – αλλά και από καμία τοπική σύνοδο Αυτοκεφάλου Εκκλησίας – παραμένουν εν ισχύι και οφείλεται από όλους απόλυτος σεβασμός στην εφαρμογή τους.

3. Πέραν αυτού όμως και η προτεινόμενη στην ανωτέρω διατριβή τροποποίηση (ουσιαστικά κατάργησή τους διότι σημειώνεται ότι «δεν δύναται η Εκκλησίας να έχη διατάξεις») αιτιολογείται πλημμελώς, διότι δεν θεμελιώνεται σε κανένα εκκλησιολογικό ή κανονικό λόγο και επιχείρημα. Ο μοναδικός λόγος είναι ότι «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον» ! Όμως :

a. Αν αυτή η αντίληψη επικρατήσει ευρύτερα στη ζωή της Εκκλησίας οδηγούμαστε σε κατάργηση της χριστιανικής ηθικής ή ακόμα και αυτοκατάργηση της ίδιας της Εκκλησίας, διότι η Εκκλησία θα μετατραπεί έτσι σε άναλο άλας.

b. Δεν είναι δυνατόν η παράβαση της εκκλησιαστικής τάξεως να είναι ανεκτή και να δημιουργεί μάλιστα κανόνα δικαίου, διότι σύμφωνα με τον Ζ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου : «ουδέ των παρανόμως και ατάκτως παρυφισταμένων, το πρόκριμα των κανονικώς υφισταμένων αποφέρεσθαι δύναται» και «το παρά κανόνας ουχ έλκεται προς υπόδειγμα» κατά τον Βαλσαμώνα,[123] ενώ κατά τον Ζωναρά : «τα γαρ παρανόμως γινόμενα ουκ έσονται εις βλάβην και ανατροπήν των πραττομένων κανονικώς».[124] Άλλωστε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Μόσχας επισημαίνει το σοβαρότατο κίνδυνο για «τούς ἐπιμόνως ἀθετοῦντας» τους Ι. Κανόνας : «ἐν τῇ κανονικῇ τάξει «κακόν προηγούμενον οὐχ ἕλκεται εἰς ὑπόδειγμα» πρός ὑποστήριξιν μεταγενεστέρων πράξεων, διότι οἱ Ἱεροί Κανόνες «ἐκδικοῦνται», θᾶττον ἤ βράδιον, τούς ἐπιμόνως ἀθετοῦντας αὐτούς»[125].

c. Τονίζεται στην ανωτέρω εργασία ότι η Εκκλησία στην εποχή μας «διά των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών (των ετεροδόξων) διά την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι», γι’ αυτό και «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον» οι σχετικοί κανόνες. Όμως όχι μόνο «σήμερον», αλλά πάντοτε η Εκκλησία προσευχόταν και προσεύχεται «υπέρ της των πάντων ενώσεως» και πάντοτε στην ιστορία της[126] συνδιαλεγόταν με σχισματικούς και αιρετικούς ακόμα και ετεροθρήσκους, με πολλούς από τους οποίους εκπληρώθηκε η προσευχή της «διά την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι». Και όμως πάντοτε απαγορευόταν η συμπροσευχή και η απαγόρευση πάντοτε ετηρείτο με σεβασμό ! Γιατί «σήμερον» «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν» οι κανόνες της Εκκλησίας μας ;

d. Το ότι είναι εφικτό αλλά και επιβάλλεται να συνδυάζονται διαχριστιανικές σχέσεις και σεβασμός στην εκκλησιαστική παράδοση ας ακούσουμε τον έμπειρο στους Θεολογικούς διαλόγους πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Θρόνου π. Θεόδωρο Ζήση, ο οποίος προτείνει την μόνη αποδεκτή από την εκκλησιαστική τάξη συμπεριφορά : «Υπάρχει και άλλος τρόπος διαλόγου και προσεγγίσεως των ετεροδόξων, χωρίς συμφυρμούς, συμπροσευχές και συλλείτουργα. Η κατ’ οικονομίαν απλή σωματική παρουσία, χωρίς καμία προσευχητική ή λειτουργική συμμετοχή … Ακόμη και κατά τη έναρξη των θεολογικών συζητήσεων σε κοινή συνδιάσκεψη (στη Φερράρα), προσευχήθηκαν ξεχωριστά οι Λατίνοι και ξεχωριστά οι Ορθόδοξοι[127], τακτική που τηρείται μέχρι σήμερα σε μερικούς από τους θεολογικούς διαλόγους»[128].

e. Ας μη ξεχνούμε, επίσης, ότι μέχρι πολύ πρόσφατα διεξαγόταν θεολογικός διάλογος με τις προχαλκηδόνιες Εκκλησίες. Και όμως ποτέ δεν τέθηκε θέμα συμπροσευχής μαζί τους, διότι οι εκκλησίες αυτές σέβονται την εκκλησιαστική τάξη επ’ αυτού του σημείου ! Η συμμόρφωση των συμμετεχόντων στο θεολογικό αυτό διάλογο με την κανονική παράδοση σε τίποτα δεν παρεμπόδισε τον διάλογο αυτό να προχωρήσει. Για ποιο λόγο λοιπόν να μην εφαρμοσθεί και αυτή η πρακτική στις επαφές με τους Ρωμαιοκαθολικούς ή τους Προτεστάντες ;

f. Στο ίδιο πνεύμα της προτάσεως του π. Θεοδ. Ζήση είναι και η προαναφερθείσα από 31 Ιανουαρίου 1952 Εγκύκλιος της υπό τον Πατριάρχη Αθηναγόρα Πατριαρχικής Συνόδου προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου αποτρέπει τους εκπροσώπους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών που συμμετέχουν σε θεολογικούς διαλόγους από τις συμπροσευχές, «ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων».[129]

g. Κατά την Ζ΄ Γενική Συνέλευσιν (του ΠΣΕ) εν Καμπέρα (1991) και κατά την Κεντρικήν Επιτροπήν εν Γενεύη (1992) «οι Ορθόδοξοι σύνεδροι σθεναρώς αντέστησαν εις την ιδέαν της μυστηριακής διακοινωνίας μετά των ετεροδόξων».[130]

h. Επίσης στη συνάντηση των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1998, που συνεκλήθη υπό του Οικουμ. Πατριαρχείου κατόπιν αιτήματος της Εκκλησίας της Σερβίας με σκοπό να αξιολογηθούν τα νεώτερα δεδομένα στις σχέσεις Ορθοδοξίας και Οικουμενικής Κινήσεως, οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ άλλων επεσήμαναν ότι στην προσεχή Η΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ εν Χαράρε τον Δεκέμβριο 1998 «3β.Οι Ορθόδοξοι σύνεδροι δεν θα συμμετάσχουν εις οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς, διαρκούσης της Συνελεύσεως».[131]

i. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η Κεντρική Επιτροπή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών τον Αύγουστο 2002 δέχθηκε ότι «για κάποιες Εκκλησίες η προσευχή με άλλους Χριστιανούς εκτός της δικής τους παραδόσεως είναι όχι μόνο προβληματική αλλά θεωρείται και αδύνατη»[132] και «οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να υπολογίζουν τους ιερούς κανόνες, που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως απαγορευτικοί μιας τέτοιας προσευχής».[133] Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ακόμα και οι Προτεστάντες της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ συμμερίζονται, κατανοούν και σέβονται την κανονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία πολλάκις εμείς οι Ορθόδοξοι εμμέσως ή αμέσως περιφρονούμε …

j. Συνεπώς, όπως πάντοτε, έτσι και «σήμερον» είναι απολύτως εφικτό και οφείλουμε όλοι να προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά και την εκκλησιαστική μας διακονία στους κανόνες της Εκκλησίας. Το αντίστροφο θα είναι καταστροφικό και για μας και για τη διακονία μας…

4. Στην ανωτέρω διδακτορική εργασία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου αναφέρεται χωρίς να διευκρινίζεται ότι πρέπει να καταργηθούν οι κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς διότι «περισσοτέρα αγάπη πρέπει να «αρδεύση» πολλάς κανονικάς διατάξεις προς «ζωογονίαν». Επιβάλλεται τροποποίησις ορισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον». Να υπονοείται ότι εμείς σήμερα μπορούμε να αναδειχθούμε πιο φιλεύσπλαχνοι και άνθρωποι περισσοτέρας αγάπης από τους Αγίους που συνέταξαν, επικύρωσαν και μέσα στους αιώνες εφάρμοσαν τους κανόνες της Εκκλησίας μας ; ή μήπως οι Άγιοι κινούμενοι από αφιλάδελφο πνεύμα ή και μίσος συνέτασσαν και εφάρμοζαν τους ιερούς κανόνες ; Δεν διευκρινίζεται !

5. Επίσης προτείνεται η τροποποίηση των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις με ετεροθρήσκους ! Υπονοείται μήπως ότι πρέπει να καταργηθούν και οι απαγορεύσεις συμπροσευχής και με ετεροθρήσκους ; Είναι όμως δυνατόν να υπάρχει συμπροσευχή και συμμετοχή Ορθοδόξου κληρικού σε λατρευτική εκδήλωση σαμάνων, ανιμιστών, ινδουιστών ή οποιουδήποτε άλλου θρησκεύματος ; Δεν διευκρινίζεται !

6. Στο άρθρο στο περιοδικό «Kanon» ο Οικουμενικός Πατριάρχης σημειώνοντας ότι οι Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς «αναφέρονται σε συνθήκες και αιρέσεις οι οποίες εξαφανίστηκαν από καιρό. Σήμερα υπάρχει μία εκκλησιαστική πραγματικότητα γύρω μας η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί», υπονοεί σαφώς ότι δεν μπορεί σήμερα να εφαρμοσθούν οι Ι. Κανόνες.

Ερώτηση :

Ασφαλώς δεν υπάρχουν σήμερα οι ίδιες ιστορικές συνθήκες που υπήρχαν όταν συνετάγησαν οι σχετικοί κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς . μήπως όμως αυτό είναι επαρκής λόγος να μην εφαρμόζουμε μόνο τους συγκεκριμένους Ι. Κανόνες ; Εφαρμόζοντας με συνέπεια αυτή τη λογική δεν οδηγούμαστε σε εκκλησιολογικό αδιέξοδο ; διότι τι πρέπει να γίνει με τους άλλους Ι. Κανόνες της ίδιας περιόδου πχ. τους αναφερόμενους στο θεσμό της Πενταρχίας των Πατριαρχών και σε θέματα δικαιοδοσιών των Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών κοκ ; μήπως πρέπει να μην εφαρμόζονται και αυτοί, διότι σήμερα δεν υφίστανται οι ίδιες συνθήκες ; αλίμονό μας τότε ! [134]



Επίσης, πώς μπορεί να εξηγηθεί ότι οι μεν αποφάσεις μίας Τοπικής Συνόδου (π.χ. Συνοδικός Τόμος του 1850 (περί της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος) και η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 «περί της διοικήσεως των Ι. Μητροπόλεων των Νέων Χωρών») να χαρακτηρίζονται ως κείμενα «ἱερώτατα καί τιμιώτατα καταστατικά»[135], μη επιδεχόμενα οιασδήποτε συζητήσεως για την τροποποίησή τους και ο αθετών αυτά να υφίσταται σοβαρότατες κυρώσεις, οι δε δεκαέξι Ι. Κανόνες των Δ΄, Στ΄ και Ζ΄ Οικουμενικών Συνόδων, και των Τοπικών Συνόδων Λαοδικείας και Αντιοχείας, του Αγ. Τιμοθέου (επικυρωμένοι από Οικουμενικές Συνόδους) να παραβιάζονται, να περιφρονούνται και να ζητείται η κατάργησή τους χωρίς κανένα θεολογικό επιχείρημα ; ή μήπως η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 έχει πιο αυξημένη ισχύ από ότι οι κανόνες τριών Οικουμενικών Συνόδων ;



Ο Μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας κ. Στέφανος αναφερόμενος στην κανονική θέση του Οικουμενικού Θρόνου στην Ορθόδοξη Εκκλησία σημειώνει για τους Ι. Κανόνες : «οι ιεροί κανόνες … υπάρχουν ακριβώς εδώ όχι για να τροποποιηθούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις των εποχών και τα συμφέροντα της στιγμής, αλλά για να αντανακλούν την αδιάκοπη συνέχεια της διηνεκούς εκκλησιαστικής Παραδόσεως».[136]



Εκτός αυτού, αν και η σημερινή «εκκλησιαστική πραγματικότητα γύρω μας» είναι διαφορετική – άλλωστε κάθε εποχή είναι διαφορετική – εν τούτοις στην περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων δεν είχαν παρουσιαστεί ανάλογες περιπτώσεις αιρέσεων και σχισμάτων ; Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους Πατέρες να απαγορεύσουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς ή σχισματικούς !

7. Τέλος, το ανωτέρω άρθρο αναφερόμενο στην μη εφαρμογή των Ι. Κανόνων σημειώνει ότι «το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «όπου θέλει πνεί» και δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορία του παρελθόντος είναι επίσης παρόν και ανάμεσα στους ετεροδόξους».

Ερώτηση :

Το ότι «το Άγιο Πνεύμα … «όπου θέλει πνεί» δεν ίσχυε πάντοτε ; δεν το γνώριζαν αυτό οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων οι οποίοι συνέταξαν και εφάρμοσαν το «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» ; και αν ακόμα θεωρήσουμε ως μη ελεγχόμενη θεολογικώς[137] την ασαφή διατύπωση ότι το Άγιο Πνεύμα «είναι παρόν ανάμεσα στους ετεροδόξους» του σήμερα, γιατί δεν ήταν παρόν κατά τον ίδιο τρόπο και στους ετεροδόξους του χθες ; Και αφού ήταν παρόν και στους παλαιούς ετεροδόξους, αιρετικούς και σχισματικούς γιατί οι Οικουμενικές Σύνοδοι απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αυτούς ; Και αν καλώς οι Σύνοδοι απαγόρευσαν την συμπροσευχή με ετεροδόξους που «έχουν» το Άγιο Πνεύμα, μπορούμε εμείς σήμερα να ενεργούμε αντίθετα με τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων ;



Θα ήθελα να ολοκληρώσω την παράγραφο αυτή με μία Εγκύκλιο Επιστολή, που προέρχεται από Επισκόπους[138] που διακονούσαν όχι παλαιά αλλά «σήμερον», όχι σε μία Ορθόδοξη χώρα, αλλά στην πολυφυλετική και πολυπολιτισμική Αμερική, στην οποία οι Ορθόδοξοι είναι μειονότητα. Οι Επίσκοποι αυτοί, επόμενοι τοις πατράσιν ημών, διακηρύττουν ότι η περιφρόνηση ή η απόπειρα καταργήσεως των Ι. Κανόνων που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς έχει ουσιαστικές δογματικές - εκκλησιολογικές παρενέργειες στην ίδια την ουσία της Εκκλησίας μας.

Η πολύ σημαντική Εγκύκλιος Επιστολή της Αγίας Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική[139], για την ενότητα των χριστιανών και τον οικουμενισμό έχει ως αντικείμενο «να διατυπώσει εκ νέου τη θέση που είχε πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία, θέση που δυστυχώς ακόμη και μερικοί από τους Ορθοδόξους αδελφούς μας αγνόησαν η λησμόνησαν». Η σύνοδος αναφέρει: «Προσφιλέστατοι και αγαπημένοι αδελφοί και αδελφές, έχουμε καθήκον ως επίσκοποι της Εκκλησίας και φύλακες της αποστολικής πίστεως να ομολογήσουμε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μοναδική Εκκλησία του Χριστού... Αυτή η θεμελιώδης αντίληψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ... πρόσφερε τη βάση για την ορθόδοξη συμμετοχή στην οικουμενική κίνηση». Στη συνέχεια η Εγκύκλιος δηλώνει : «Απορρίπτουμε κατηγορηματικά τη χρήση της ευχαριστιακής κοινωνίας και της μυστηριακής διακοινωνίας θεωρούμενης ως μέσου για την πραγματοποίηση της χριστιανικής ενότητας. Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη τα μυστήρια και η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, πιο ειδικά η θεία Ευχαριστία, δεν μπορούν να χωριστούν από το ίδιο το είναι της Εκκλησίας, που η ύπαρξη τους έχει ως σκοπό να εκφράσει. Τα μυστήρια δεν είναι σύμβολα ψυχολογικής ευσέβειας. Είναι εκφράσεις της ουσίας της Εκκλησίας ως βασιλείας Θεού πάνω στη γη. Έξω από την ενότητα της πίστεως στη μοναδική Εκκλησία του Χριστού που είναι αδιαίρετη, δεν είναι δυνατό να έχουμε μυστηριακή κοινωνία, ούτε και λειτουργική συμπροσευχή». Και προσθέτει: «Μια επίσημη λειτουργική προσευχή που περιλαμβάνει την ενεργητική συμμετοχή μελών του κλήρου και λαϊκών διαφόρων ομολογιών είναι αντίθετη στους κανόνες της ορθόδοξης Εκκλησίας. Τέτοιες λειτουργικές προσευχές συντείνουν στη δημιουργία σύγχυσης, γίνονται πηγές σκανδάλων και βοηθούν να προβάλλεται μια εσφαλμένη εικόνα της χριστιανικής πίστεως και της φύσεως της ενότητας που ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους μέσα στην Εκκλησία Του... Ακολουθώντας την ορθόδοξη πίστη μια τέτοια λειτουργική προσευχή είναι επίσης μια εσφαλμένη παράσταση των ανθρώπων μπροστά στο ουράνιο θυσιαστήριο του Θεού» [140].
6. Συμπεράσματα



Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή εργασία συμπερασματικά βλέπουμε ότι η κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας είναι πάγια, σαφής, κατηγορηματική, χωρίς καμία επιφύλαξη : «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» ! Ούτε κατ’ οικονομία μπορεί να γίνει ανεκτή τέτοια προσευχή. Τυχόν περιφρόνηση των κανόνων επισύρει τα σοβαρότερα των επιτιμίων : αφορισμός για τους λαϊκούς, καθαίρεση για τους κληρικούς. Η αυστηρότητα αυτή έχει θεολογική-εκκλησιολογική θεμελίωση και ποιμαντική προοπτική. Πηγάζει από την ίδια την αυτοσυνειδησία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας μας, που δεν μπορεί να ανεχθεί την εξίσωση της Αλήθειας με την αναίρεσή της, αλλά και κινείται από αγάπη προς «τους εγγύς και τους μακράν» κηρύττοντας την Αλήθεια, αλλά και εφιστώντας την προσοχή στις όποιες παραχαράξεις και διαστρεβλώσεις της.



Δυστυχώς σήμερα, στην εποχή της θεσμοθετημένης σύγχυσης και της απολυτοποίησης του σχετικισμού πολλοί θα ήθελαν την άμβλυνση της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας και την επί ίσοις όροις συν-παράστασή της με την αίρεση και την πλάνη. Το γνήσιο κήρυγμα της Εκκλησίας του Χριστού θέλουν να το συκοφαντούν ως φανατικό, φονταμενταλιστικό και ως εκτός τόπου και χρόνου εγωιστική αυταρέσκεια !



Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να πορεύεται το δύσκολο αυτό δρόμο της μαρτυρίας της με τα μάτια στραμμένα στο σύγχρονο κόσμο, αλλά βασισμένη στην παράδοση και την εμπειρία της. Αυτή η εμπειρία είναι καταγεγραμμένη στην Αγ. Γραφή, στη ζωή των Αγίων Της, στη διδασκαλία των Πατέρων, στους Όρους και τους Κανόνες των Συνόδων Της.



Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας σήμερα καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δικαιούται να σιωπά. Οφείλει να δίνει τη μαρτυρία της «άπαξ παραδοθείσης πίστεως τοις Αγίοις» και στις σύγχρονες απαιτήσεις της διαχριστιανικής επικοινωνίας και συνεργασίας[141]. Αυτή όμως η συνεργασία δεν μπορεί παρά να θεμελιώνεται στον σεβασμό μας στην κανονική παράδοσή της. Θα πρέπει να καθορίζουμε την εν γένει ποιμαντική μας διακονία στο Σώμα του Χριστού με κριτήριο τι επιτάσσει η κανονική τάξη της Εκκλησίας μας, διότι οι Ιεροί Κανόνες δεν είναι ανθρώπινα επινοήματα, αλλά καρποί του Αγίου Πνεύματος. «Μόνον διά της πιστής και ανιδιοτελούς τηρήσεως των ιερών κανόνων η Εκκλησία κυβερνάται θεανθρωπίνως και ουχί ανθρωπίνως. Παν ό,τι δεν οικοδομείται επί του θεμελίου των ιερών κανόνων, θεμελιούται επί της άμμου και, όσον περίτεχνον και αν είναι, θάττον ή βραδύτερον θα καταρρεύση και θα κονιορτοποιηθή. Πάσα διευθέτησιν εκκλησιαστικών πραγμάτων, εξ οσονδήποτε καλής διαθέσεως και αν ορμάται, εφ’ όσον παρακάμπτει τους ιερούς κανόνας, είναι αδύνατον να επισύρη την ευλογίαν του Ουρανού», τονίζει χαρακτηριστικά ο αείμνηστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος [142].



Και το έργο της καταλλαγής στο διαχριστιανικό κόσμο έχει πρωτίστως ανάγκη από την ευλογία του Ουρανού. Δεν είναι κατόρθωμα διπλωματικού συμβιβασμού και αμοιβαίων υποχωρήσεων στη διατύπωση κοινά αποδεκτών αλλά αμφίσημων όρων και κειμένων που παρουσιάζουν μια επίπλαστη και επιφανειακή ενότητα. Είναι ζήτημα ουσιαστικής, πραγματικής, αληθινής κοινωνίας που μόνο με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι κατορθωτή.



Για αυτή την ενότητα εν Χριστώ, δηλ. εν τη Αληθεία και τη Αγάπη, δέεται η Εκκλησία, ώστε κατά το δυνατόν να λαμβάνει χώρα και εν τη ιστορία η αποκαλυπτική όραση που δεν είναι τίποτα άλλο από την ενώπιον του επουρανίου Θυσιαστηρίου συμπροσευχή ολοκλήρου της σεσωσμένης δημιουργίας : «ιδού όχλος πολύς, ον αριθμήσαι αυτόν ουδείς εδύνατο, εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών, εστώτας ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου, περιβεβλημένους στολάς λευκάς, και φοίνικες εν ταις χερσίν αυτών· και κράζουσι φωνή μεγάλη λέγοντες· η σωτηρία τω Θεω ημών τω καθημένω επί του θρόνου και τω αρνίω. και πάντες οι άγγελοι ειστήκεισαν κύκλω του θρόνου και των πρεσβυτέρων και των τεσσάρων ζώων, και έπεσαν ενώπιον του θρόνου επί τα πρόσωπα αυτών και προσεκύνησαν τω Θεω λέγοντες· αμήν· η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμις και η ισχύς τω Θεω ημών εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν … ναι ! έρχου, Κύριε Ιησού»[143].



Αναγκαία διευκρίνιση :

Ο συντάκτης της παρούσης εργασίας καταθέτει τη μικρή του συμβολή με την ελπίδα και την ευχή ο Θεός, που χρησιμοποίησε την άλογη όνο για να στείλει το μήνυμά Του στον Βαλαάμ μπορεί χορηγώντας τη Χάρη Του, να θεραπεύσει τις αστοχίες, να αναπληρώσει τις ελλείψεις και να αξιοποιήσει και την ταπεινή αυτή προσπάθεια προς δόξαν του αγίου Ονόματός Του. Το κέρδος από την εργασία αυτή θα είναι μέγιστο αν αποτελέσει ένα μικρό έναυσμα για περισσότερη μελέτη και εντρύφηση στην παράδοσή μας, αν συμβάλει έστω και λίγο στον υγιή προβληματισμό και τη φιλόθεη ανησυχία, μακριά από φανατισμούς και ακρότητες με σεβασμό στην προσωπικότητα και τη διακονία του κάθε μέλους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

Πάτρα 15.3.2008

Ο πονήσας

[1] βλ. www.oodegr.com/oode/papismos/synefxesthe1.htm, http://www.alopsis.gr/alopsis/sympros2.htm ,

εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ (1701/7.9.07, 1702/14.9.07, 1703/21.9.07, 1704/28.9.07 και 1705/5.10.07).



Η παρούσα εργασία αφιερούται στη μνήμη του κατηχητού Γεωργίου Ξ. Οικονόμου, του πρώτου διδάξαντός με τους Ι. Κανόνες στα μαθήματα του Μέσου Κατηχητικού Σχολείου της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών, επί τη συμπληρώσει 15ετίας από της κοιμήσεώς του.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: «Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

5
Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων

Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων
π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος

Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἄγ. Νικολάου Πατρῶν

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΒΛ. ΦΕΙΔΑ
«ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ Ι. ΚΑΝΟΝΕΣ»




Δημοσιεύθηκε στό δελτίο ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ (τεύχ. 699/30.4.09, σ.σ. 11-33) ἄρθρο τοῦ Καθηγητοῦ Βλασίου Φειδᾶ μέ τίτλο «τό ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων κατά τούς ἱερούς Κανόνες»[1] (στό ἑξῆς : Φειδᾶς). Ὅπως ἀναφέρει ὁ συντάκτης, τό ἄρθρο αὐτό ἀποτελεῖ ἀπάντηση-γνωμοδότηση σέ ἐρώτημα πού τοῦ ἀπευθύνθηκε.
Ἡ δημοσίευση τόσο μεγάλης ἐργασίας (σελ. 23) στό ἐπίσημο δελτίο τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Σαμπεζύ Γενεύης) καί ἡ προσωπικότητα καί οἱ πολλές καί κρίσιμες ἰδιότητες τοῦ συντάκτου καταδεικνύουν τή σοβαρότητα τοῦ θέματος τῶν συμπροσευχῶν μέ ἑτεροδόξους στή σύγχρονη διορθόδοξη καί διαχριστιανική συνεργασία.
Στό ἄρθρο ὁ καθηγητής συμπεραίνει ὅτι ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύεται ἡ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἀλλά ἀντιθέτως οἱ Ἱ. Κανόνες ἐνθαρρύνουν τήν κοινή προσευχή μέ τίς ἄλλες ὁμολογίες, ἡ δέ κανονική ἀπαγόρευση περιορίζεται ἀποκλειστικά στή Θ. Λειτουργία.

Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ κ. Φειδᾶ ἐντοπίζεται κυρίως στά ἑξῆς σημεῖα :

1. στήν «ἀκριβῆ γραμματική ἑρμηνεία» (Φειδᾶς, σ. 15) τῶν Κανόνων,
2. στήν «συνεπῆ ἀναφορά τοῦ πνεύματος αὐτοῦ εἰς τά συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά προβλήματα τῆς συγκεκριμένης ἐποχῆς» καί εἰδικότερα «εἰς τάς ἐπικινδύνους διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καταστάσεις τοῦ Δ΄ αἰῶνος» (Φειδᾶς, σ. 15),
3. οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικαστεῖ ὡς αἱρετικοί καί
4. οἱ συμπροσευχές εἶναι «ἀναπόφευκτος συνέπεια» τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.
Α. Ποιά ἡ ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι»;

Δέν εἶναι ἀκριβές ὅτι «οἱ κανόνες συνδέουν πάντοτε τό "συνεύχεσθαι" πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν».

Ὁ Καθηγητής Φειδᾶς ἐξετάζοντας τήν «ἀκριβῆ γραμματική ἑρμηνεία» τῶν Ἱερῶν Κανόνων συμπεραίνει ὅτι «συνεπῶς, εἶναι εὐνόητον, ὅτι ὁ ΜΕ΄ καί οἱ λοιποί σχετικοί Ἀποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε τό "συνεύχεσθαι" πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν» (Φειδᾶς, σ. 19) καί «συνεπῶς, ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν ἀνωτέρω κανόνων (πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς) ἀναφέρεται εἰς μόνην τήν εὔλογον καί αὐτονόητον ἀπαγόρευσιν τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι βεβαίως εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πᾶσαν ἄλλην προσευχήν» (Φειδᾶς, σ. 20). Περιορίζει δηλαδή τήν ἔννοια τῆς συμπροσευχῆς ἀποκλειστικά καί μόνο στή Θ. Λειτουργία καί ὄχι σέ ἄλλη ἀκολουθία.
Εἶναι ἀσφαλῶς προδήλως ἀνακριβῆ τά συμπεράσματα αὐτά, διότι - ὅπως θά καταδειχθεῖ - ἡ ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» στούς Ἱ. Κανόνες εἶναι πολύ εὐρεία καί περιλαμβάνει ἀπό τήν ἁπλή προσευχή λαϊκῶν ἐκτός ναοῦ, «ἐν οἴκῳ ἤ ἐν ἀγρῷ», μέχρι καί τήν ἐνώπιόν του θυσιαστηρίου τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας ἀπό κληρικούς. Μέ κανένα τρόπο δέν εἶναι δυνατόν νά περιορίζεται μόνο στή συμμετοχή κληρικῶν στή Θ. Λειτουργία :



1. Ἡ ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» στή θύραθεν καί πατερική γραμματεία.

Στήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία, κατά τόν Ἰω. Σταματάκο, «συνεύχομαι» σημαίνει «εὔχομαι (προσεύχομαι) ἀπό κοινοῦ μετά τινός, ἑνώνω τάς εὐχάς μου μέ τάς δικάς του»[2]. Στήν Πατερική γραμματεία, σύμφωνα μέ τόν G.W.H.Lampe[3] «συμπροσεύχομαι» σημαίνει "pray together, pray with", ἐνῶ τό «συνεύχομαι» σημαίνει α) «pray with, pray together» (=προσεύχομαι μαζί) καί β) "wish one well" (=εὔχομαι νά εἶναι καλά).
Στήν Καινή Διαθήκη ἀπαντᾶται μόνο τό ρῆμα «εὔχεσθαι»[4], ὅπου σέ καμία περίπτωση δέν ὑπονοεῖται ἡ τέλεση Θ. Λειτουργίας, ἀλλά μόνο προσευχῆς ἤ ἁπλῆς εὐχῆς. Παρόμοιες εἶναι καί οἱ ἀναφορές στή μετάφραση τῶν Ο΄ στήν Π. Δ.
Κατά συνέπεια, δέν βρίσκει ἔρεισμα οὔτε στήν Ἄγ. Γραφή, οὔτε στήν πατερική ἤ θύραθεν γραμματολογία ἡ ἑρμηνεία ὅτι «συνεύχομαι» ἤ «συμπροσεύχομαι» σημαίνει ἀποκλειστικά τή συμμετοχή ὄχι σέ ἁπλή κοινή προσευχή, ἀλλά στήν τέλεση Θ. Εὐχαριστίας.


2. Ἡ ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» στούς Ἱερούς Κανόνες.

Εἶναι προφανές ὅτι ὅταν οἱ συντάκτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων θέλουν νά διευρύνουν ἤ νά περιορίσουν τήν ἔννοια ἑνός ὄρου, ἤ νά δώσουν διαφορετικό νόημα, ἀπό ὅτι ἡ συνήθης ἔννοιά του στή βιβλική καί πατερική γραμματεία ὀφείλουν νά τό προσδιορίσουν ἐπακριβῶς. Κάτι τέτοιο δέ συμβαίνει μέ τόν ὄρο «συνεύχεσθαι» καί τούς συναφείς. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Θ΄ Κανόνας τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας ὁ ὁποῖος περιορίζει τήν ἔννοια τοῦ «εὔχεσθαι» καί «εὐχή» μόνο στήν Ἁγ. Ἀναφορά τῆς Θ. Λειτουργίας λέγοντας : «Εἰ ὀφείλει Κληρικός εὔχεσθαι ... ἤ ... ὁπόταν ποιῆ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν». Τό «ἤγουν» προσδιορίζει ἐπακριβῶς τή βούληση τοῦ συντάκτου ὅταν ὁμιλεῖ περί τοῦ «εὔχεσθαι» καί «εὐχή». Ἐάν «εὔχεσθαι» καί «εὐχή» ἐννοεῖτο πάντοτε ἡ Θ. Λειτουργία, δέν χρειαζόταν διευκρίνιση.
Στούς περισσότερους ἀπό τούς Ἱ. Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς δέν προσδιορίζεται ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ἀφορᾶ μόνο κληρικούς. Σέ ὁρισμένους μάλιστα ρητῶς προβλέπονται ἐπιτίμια γιά τούς λαϊκούς πού παραβαίνουν τήν κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς. Κατά συνέπεια, «συνεύχεσθαι» σημαίνει καί τήν ἁπλή προσευχή, διότι ἀσφαλῶς οἱ λαϊκοί μποροῦν μόνο νά συμπροσεύχονται καί ὄχι νά συλλειτουργοῦν.
Ἰδιαίτερα σημαντικός γιά τήν κατανόηση τοῦ ποιά προσευχή μέ αἱρετικούς ἀπαγορεύεται εἶναι ὁ ΞΕ΄ (ἤ ΞΔ΄ κατά Ράλλη-Ποτλῆ (στό ἑξῆς : Ρ-Π.) Κανόνας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων : «Εἰ τις κληρικός, ἤ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων, ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καί καθαιρείσθω, καί ἀφοριζέσθω». Δυστυχῶς αὐτός ὁ σημαντικός κανόνας διέλαθε (;) τῆς προσοχῆς τοῦ καθηγητοῦ καί δέν τόν ἀναλύει στό ἄρθρο ! Καί μόνο αὐτός ὁ Κανόνας καταρρίπτει τόν ἐσφαλμένο ἰσχυρισμό τοῦ ἀρθρογράφου ὅτι «οἱ σχετικοί Ἀποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε τό "συνεύχεσθαι" πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν» (Φειδᾶς, σ. 19) καί «συνεπῶς, ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν ἀνωτέρω Κανόνων (πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς) ἀναφέρεται εἰς μόνην τήν εὔλογον καί αὐτονόητον ἀπαγόρευσιν τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι βεβαίως εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πάσαν ἄλλην προσευχήν» (Φειδᾶς, σ. 20). Ὅταν ὁ ΞΕ΄ Ἀποστολικός ἀπαγορεύει τό «εἰσέλθοι ... προσεύξασθαι» ἀσφαλῶς καί δέν ἐννοεῖ τό συλλείτουργο, διότι δέν νοεῖται κοινή θ. Λειτουργία μέ Ἰουδαίους στή συναγωγή τους !
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ΛΖ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ: «ὅτι οὐ δεῖ παρά τῶν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν τά πεμπόμενα ἑορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αὐτοῖς». Καί αὐτός δέ μνημονεύεται καθόλου στό ἄρθρο. Εἶναι πρόδηλο ὅτι στό «συνεορτάζειν» ἐμπερικλείεται κάθε λατρευτική ἀκολουθία καί τελετή - ἀσφαλῶς καί ἡ Θ. Λειτουργία, ἀλλά ὄχι μόνο αὐτή - πρός τιμήν προσώπου ἤ γεγονότος τό ὁποῖο ἑορτάζεται ἀπό τούς Ἰουδαίους ἤ αἱρετικούς. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἑορτές τῶν Ἰουδαίων καί αἱρετικῶν ἀντιμετωπίζονται μέ ἑνιαία ἀπαγόρευση.
Ἐπίσης σαφής εἶναι καί ὁ Β΄ Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ (καί αὐτός δέν ἀναφέρεται στό ἄρθρο): «μή ἐξεῖναι δέ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδέ κατ' οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μή τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις». Προφανῶς τό «κοινωνεῖν» ἀναφέρεται στή Θ. Εὐχαριστία καί ἀντιδιαστέλλεται πρός τό «κατ' οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι», ὅπου ὑπονοεῖ τήν ἁπλή προσευχή. Μέ τό «κατ' οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι» δέν νοεῖται τέλεση Θ. Λειτουργίας, ἀφ' ἑνός μέν διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας, χωρίς νά εἶναι ἀνάγκη, ἐν οἴκῳ ἀπαγορεύεται σύμφωνα μέ τόν Κανόνα ΝΗ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, καί ἀφ' ἑτέρου διότι δέν θά εἶχε νόημα στόν ἴδιο Κανόνα ἡ ἐπανάληψη ἀπαγορεύσεως τελέσεως Θ. Λειτουργίας.
Σύμφωνα μέ τόν Ι΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων "εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κᾂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω". Ὅταν ὁ Κανόνας ἐπιβάλλει ἀφορισμό σέ ὅποιον «κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται» μέ ἀκοινώνητον (αἱρετικό ἤ ἀφορισμένο), προφανῶς ἐννοεῖ τήν ἁπλή συμπροσευχή καί ὄχι τήν τέλεση Θ. Λειτουργίας, διότι, ὅπως ἐλέγχθη ἤδη, χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη, τέλεση Θ. Λειτουργίας «ἐν οἴκῳ» ἀπαγορεύεται αὐστηρά. Ἐπί πλέον δέ, καί ἡ ἴδια ἡ δομή τοῦ κειμένου ὑπονοεῖ ὅτι δέν πρόκειται γιά τήν εὐχαριστηριακή σύναξη, ἀλλά γιά ἁπλή κατ' ἰδίαν προσευχή. Ἄρα, μέ τό "κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται" ἐννοεῖ ὁποιαδήποτε ἁπλή συμπροσευχή . ὁ παραβαίνων αὐτόν τόν Κανόνα «ἀφοριζέσθω»!
Εἶναι ἀπαραίτητο νά σταθοῦμε στήν ἑρμηνεία πού δίνει ὁ καθηγητής στόν Θ' Κανόνα τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας, ὅπου, ἐσφαλμένως, συμπεραίνει ὅτι «ἑπομένως οἱ ἀρειανοί ἤ ἄλλοι αἱρετικοί δύνανται νά παρίστανται εἰς τήν ὑπό ὀρθοδόξου κληρικοῦ τελουμένην ὀρθόδοξον θείαν λειτουργίαν τουλάχιστον "μέχρι τοῦ ἀσπασμοῦ"» (Φειδᾶς, σ. 20) καί «ὅθεν ... εἰς "οὐδέν βλάπτει" ὁ συνεκκλησιασμός ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν κατά τήν θείαν λειτουργίαν» (Φειδᾶς, σ. 21). Ὅμως κάτι τέτοιο δέν προκύπτει καθόλου ἀπό τό κείμενο τοῦ Κανόνος:
«Ἐρώτησις: Εἰ ὀφείλει Κληρικός εὔχεσθαι, παρόντων Ἀρειανῶν, ἤ ἄλλων αἱρετικῶν, ἤ οὐδέν αὐτόν βλάπτει, ὁπόταν αὐτός ποιῇ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν;
Ἀπόκρισις: Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ Διάκονος προσφωνεῖ πρό τοῦ ἀσπασμοῦ: "Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε". Οὐκ ὀφείλουσιν οὔν παρεῖναι, εἰ μή ἄν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν καί ἐκφεύγειν τήν αἵρεσιν». Ἐρωτᾶται δηλ. ὁ Ἅγ. Τιμόθεος ἐάν κατά τήν ὥρα τῆς Ἁγ. Ἀναφορᾶς σέ Θ. Λειτουργία πού τελεῖ Ὀρθόδοξος κληρικός ἐπιτρέπεται νά εἶναι παρόντες ἀρειανοί ἤ ἄλλοι αἱρετικοί. Εἶναι προφανές ἀπό τή δομή τῆς ἐρωτήσεως ὅτι τό «εὔχεσθαι» τοῦ πρώτου σκέλους ἐπεξηγεῖται στό δεύτερο μέρος τῆς ἐρωτήσεως μέ τή φράση «ὅταν αὐτός ποιῇ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν». Ἀπό τό κείμενο προκύπτει σαφῶς ὅτι τό ἐρώτημα ἀφορᾶ τήν ὕψιστη στιγμή τῆς Ἁγ. Ἀναφορᾶς καί ἀσφαλῶς δέν ὑπονοεῖται πουθενά στό ἐρώτημα διάκριση γιά δύο μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἡ Θ. Λειτουργία ἀντιμετωπίζεται ἑνιαία καί ὄχι ὡς δύο τμήματα. Τήν ἴδια ἄποψη περί ἑνιαίας ἀντιμετωπίσεως τῆς θ. Λειτουργίας ἐκφράζει καί ὁ Βαλσαμών : «ἡ ἐρώτησις περί κληρικοῦ, εἰ ὀφείλει εὔχεσθαι παρόντων αἱρετικῶν, ἤγουν προσφέρειν τήν ἀναίμακτον θυσίαν» (Ρ-Π., δ, 336), καί κατά τόν ἴδιο τρόπο προσεγγίζει καί ὁ Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης τό ἐρώτημα «ἐρωτήθη ὁ Πατήρ οὗτος, ἄν πρέπει ὁ Ἱερεύς νά προσφέρει ἀναίμακτον ἱερουργίαν, ὅταν εἶναι παρόντες ἀρειανοί καί ἁπλῶς αἱρετικοί», ὁμοίως καί ὁ Βλάσταρης δέν κάνει διάκριση στά μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας (Ρ-Π., στ, 73). Ἄλλωστε καί στήν ἀπάντησή του ὁ Ἅγ. Τιμόθεος δέν ἀναφέρεται σέ διαφοροποιημένη συμπεριφορά ἔναντι τῶν αἱρετικῶν στά δύο μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἐάν ἐννοοῦσε κάτι τέτοιο θά ἔπρεπε νά τό δηλώσει ρητῶς. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀλεξανδρείας εἶναι ἁπλή, σαφής καί ἑνιαία : «οὐκ ὀφείλουσι παρεῖναι» παρά μόνο ἐάν «ἐπαγγέλλωνται» (δηλ. νά ἔχουν ὑποσχεθεῖ) ὅτι θά μετανοήσουν καί νά φύγουν ἀπό τήν αἵρεση». Πουθενά δε λέει ὅτι στό πρῶτο μέρος τῆς Θ. Λειτουργίας μποροῦν νά παρίστανται καί στό δεύτερο ἀπαγορεύεται. Κάτι τέτοιο δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ ἀπό τό κείμενο τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου, οὔτε ἀπό τούς ἑρμηνευτές του. Ἐπί πλέον δέ καί ὁ κ. Φειδᾶς μνημονεύοντας τόν Βαλσαμώνα λέει : «ἑπομένως ὁ κανών (ὁ Στ΄ Λαοδικείας) ἀπαγορεύει τόν συνεκκλησιασμόν τῶν ἐπιμενόντων εἰς τήν αἵρεσιν αἱρετικῶν μετά τῶν ὀρθοδόξων κατά τήν τέλεσιν τῆς Θ. Λειτουργίας» (Φειδᾶς, σ. 19), χωρίς νά διακρίνει τά μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας, κατά τά ὁποία στό μέν πρῶτο - τάχα - ἐπιτρέπεται ἡ παρουσία τους καί στό δεύτερο ἀπαγορεύεται.
Εἶναι ἄξιο ἐπισημάνσεως ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής ἐπεξηγώντας τό σχόλιο τοῦ Βαλσαμῶνος στόν ΜΕ΄ Ἀποστολικό ἀναγνωρίζει ὅτι μέ τή φράση «συνευξάμενος» ὁ Κανόνας ὑπονοεῖ τή «συμμετοχή σέ προσευχή» σέ ἀντιδιαστολή μέ τή «συλλειτουργία»: «Ἐνταῦθα μή εἴπῃς ἐν ναῷ τόν ἐπίσκοπον καί τούς λοιπούς συνεύξασθαι μετά αἱρετικῶν (=συλλειτουργία), οἱ τοιοῦτοι γάρ καθαιρεθήσονται...Ἀλλ' ἐκλαβοῦ τό συνεύξασθαι εἰς τό ἁπλῶς κοινωνῆσαι καί ἡμερώτερον διατεθῆναι ἐπί τή εὐχῇ τοῦ αἱρετικοῦ (=συμμετοχή εἰς τήν προσευχήν)» (Φειδᾶς, σ. 17).
Τέλος, ὁ κ. Φειδᾶς συνομολογεῖ ὀρθῶς ὅτι γιά τήν περίπτωση τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς μέ αἱρετικό καί ὄχι τῆς συλλειτουργίας, προβλέπεται στόν ΜΕ΄ Ἀποστολικό Κανόνα ἡ ποινή τοῦ ἀφορισμοῦ: «συνεπῶς, τό ρῆμα "συνεύχεσθαι" ἀναφέρεται εἰς δύο διαφορετικάς περιπτώσεις, ἤτοι εἰς ἁπλήν συμπροσευχήν καί εἰς τήν συλλειτουργίαν, διό καί εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν ἡ προτεινόμενη ποινή τῆς καθαιρέσεως εἶναι σαφῶς βαρυτέρα», ἐνῶ στήν πρώτη περίπτωση τῆς «ἁπλῆς συμπροσευχῆς» προβλέπεται ἡ ποινή μόνο τοῦ ἀφορισμοῦ (Φειδᾶς, σ. 17). Παρόλα αὐτά στή συνέχεια τήν ἐπί ποινῇ ἀφορισμοῦ ἀπαγόρευση τοῦ Κανόνος δέν τήν θεωρεῖ ἄξια σημασίας. Τήν ἀντιπαρέρχεται διά τῆς σιωπῆς ...

3. Ὅλοι οἱ ἔγκριτοι σχολιαστές τῶν Ἱ. Κανόνων χρησιμοποιοῦν τό «συνεύχεσθαι» ἤ «προσεύξασθαι μετά τινός» πρωτίστως μέ τήν ἔννοια τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς καί σπανιότερα μέ τήν ἔννοια τοῦ συλλειτουργεῖν. Ἐνδεικτικά:

1. Βαλσαμών [«ἔγκριτος κανονολόγος» (κατά τόν κ. Φειδᾶ, σ. 17) καί τῶν «Ἱερῶν Κανόνων διασημότατος ἐξηγητής» (κατά τῶν Κων/ίνο Οἰκονόμο)]. Σημειώνεται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής προσμαρτυρεῖ ὅτι «ὁ ἔγκριτος κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών εἰς τόν σχολιασμόν του (ΜΕ΄ Ἀποστολικοῦ) κανόνος ... παρατηρεῖ ὀρθῶς τήν πολλαπλήν χρῆσιν τοῦ ρήματος "συνεύχεσθαι", ἡ ὁποία δηλοῦται καί διά τῆς διαφορᾶς τῶν προβλεπομένων ἐκκλησιαστικῶν ποινῶν» (Φειδᾶς, σ. 17)! Ἐν τούτοις, ἀπορεῖ κανείς πῶς στά συμπεράσματα παραβλέπει τήν «ὀρθή παρατήρηση» τοῦ Βαλσαμῶνος καί περιορίζει ἐντελῶς ἀναιτιολόγητα τήν ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» μόνο στή Θ. Λειτουργία καί στό συλλειτουργεῖν!

Ἐπί πλέον κατά τόν Βαλσαμώνα :

«ὁ ἀφωρισμένῳ συνευξάμενος ὁπουδήποτε ἀφορισθήσεται, κᾂν ἐπίσκοπος ἐστι, κᾂν λαϊκός ... εἰ τις οὔν μετ' αὐτοῦ συμψάλλῃ ἐν οἴκῳ, ἤ ἐν ἀγρῷ, οὐκ αἰτιαθήσεται . ταυτόν γάρ ἐστι τό ἐν ἐκκλησίᾳ ἤ ἔξωθεν ταύτης συνεύξασθαι μετά τοῦ ἀφωρισμένου . συνομιλεῖν δέ μετά τοῦ ἀφορισμένου οὐ κωλυώμεθα» (ἑρμηνεία στόν Ι΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 14). Ὁ Βαλσαμών, εἶναι ἀπολύτως σαφής : τό ἀντικανονικῶς «συνεύξασθαι» διαπράττεται «ὁπουδήποτε», καί ἀπό ἐπίσκοπο καί ἀπό λαϊκό. Συνεπῶς δέν πρόκειται περί συλλειτουργίας. Καί ἁπλή συμψαλμωδία ὡς συμπροσευχή μπορεῖ νά τελεσθεῖ ἤ στό σπίτι, ἤ στήν ὕπαιθρο. Δέν ἔχει σημασία ἄν τελεῖται ἐνώπιον της ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος «ἐν ἐκκλησίᾳ», ἤ κατ' ἰδίαν «ἔξωθεν αὐτῆς». Εἶναι προφανές ὅτι ὁ Βαλσαμών δέν ἀναφέρεται ἀποκλειστικά σέ Θ. Λειτουργία καί συλλειτουργία, ἀλλά σέ ὁποιαδήποτε προσευχή.
«Ἐνταῦθα (στόν ΜΕ΄ Κανόνα) μή εἴπης ἐν ναῷ τόν ἐπίσκοπον καί τούς λοιπούς συνεύξασθαι μετά αἱρετικῶν . οἱ τοιοῦτοι γάρ καθαιρεθήσονται κατά τόν ΜΣτ΄ κανόνα, καθώς καί ὁ ἐπιτρέψας αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τί .«=συμμετοχή εἰς τήν προσευχήν» (Φειδᾶς, σ. 17)» (Ρ-Π, β, 60). Μέ ἁπλά λόγια λέει ὁ Βαλσαμών : ὁ ΜΕ΄ Κανόνας δέν ἀφορᾶ στή περίπτωση πού ἔχουμε συμπροσευχή στό Ναό ἐπισκόπου μέ αἱρετικούς. Αὐτή ἡ περίπτωση, δηλαδή ἡ ἐν τῷ ναῶ συμπροσευχή ἐπισκόπου καί αἱρετικῶν καί μάλιστα ἄν δοθεῖ ἄδεια στούς αἱρετικούς νά συμπεριφερθοῦν ὡς κληρικοί ἀντιμετωπίζεται ἀπό τόν ἑπόμενο ΜΣτ΄ Κανόνα πιό αὐστηρά μέ καθαίρεση. Ἐδῶ, στόν ΜΕ΄ Κανόνα, νά ἐκλάβεις τό «συνεύξασθαι» ὡς ἁπλή λατρευτική ἐπικοινωνία καί ἁπλή προσευχή, χωρίς νά ἔχουμε ἱεροπραξία ἀπό κληρικό . γι' αὐτό ἐδῶ ἔχουμε μόνο ἀφορισμό. Συνεπῶς, κατά τό Βαλσαμῶνα, «συνεύξασθαι» σημαίνει τήν ἁπλή προσευχή ἀκόμα καί ἐκτός Ναοῦ, χωρίς ἱεροπραξία κληρικῶν, χωρίς τέλεση Θ. Λειτουργίας. ἀλλ' ἐκλαβοῦ τό συνεύξασθαι εἰς τό ἁπλῶς κοινωνῆσαι, καί ἡμερώτερον διατεθῆναι ἐπί τῇ εὐχῇ τοῦ αἱρετικοῦ (κατά τόν Φειδᾶ:
«Διά τοι τοῦτο (μνημονεύει τούς Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν συμπροσευχή μέ αἱρετικούς) καί ἡμεῖς ψηφιζόμεθα, μή μόνον ἀφορισμῷ καί καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τούς λαϊκούς τε καί κληρικούς, συνευχομένους ἐν Ἐκκλησίᾳ ὀρθοδόξων ἤ αἱρετικῶν ἤ ὁπουδήποτε συνευχόμενος αὐτοῖς ἱερατικῶς ... κατά τήν τῶν ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Ἡ γάρ στενοχωρία τῶν τόπων, καί ὁ τῶν αἱρετικῶν πληθυσμός, τῆς ὀρθοδόξου πίστεως οὐ μετήμειψε τήν ἀκεραιότητα» (Ρ-Π., δ, 460). Ὑπόκεινται στό ἐπιτίμιο καί οἱ λαϊκοί ὅταν συνεύχονται . προφανῶς δέν συλλειτουργοῦν !
2. Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης:

«μέγα ἁμάρτημα λογιάζει ὁ παρών Κανών (ΞΕ΄ Ἀποστολικός) τό νά ἔμβη τινάς Χριστιανός μέσα εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν διά νά προσευχηθῇ ...πόσῳ μᾶλλον παρανομεῖ ὁ Χριστιανός ἐκεῖνος ὅπου συμπροσεύχεται μέ τούς σταυρωτᾶς τοῦ Χριστοῦ;» (ἑρμηνεία στόν ΞΕ΄ Ἀποστολικό, Πηδάλιον, σ. 84-85). Προφανῶς ἀναφέρεται σέ ἁπλή συμπροσευχή, διότι δέ νοεῖται Θ. Λειτουργία καί συλλείτουργο σέ ... ἑβραϊκή συναγωγή !
«ὅποιος ἤθελε συμπροσευχηθεῖ μέ ἐκεῖνον ὅπου ἀφορίσθη ἀπό τήν ὁμήγυριν, καί τήν προσευχήν τῶν πιστῶν, κἄν καί δέν ἤθελεν συμπροσευχηθῇ μέσα εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἀλλά μέσα εἰς τόν οἶκον ὁ τοιοῦτος ἤ ἱερωμένος εἶναι ἤ λαϊκός ἄς ἀφορίζεται» (ἑρμηνεία στόν Ι΄ Ἀποστολικό, Πηδάλιον, σ. 13). Αὐτός πού ἀποκόπτεται ἀπό τήν κοινή λατρεία, δέν εἶναι ἀποδεκτός οὔτε σέ κατ' ἰδίαν συμπροσευχή. Καί ἐδῶ δέν πρόκειται γιά Θ. Λειτουργία καί συλλείτουργο διότι ὁ λαϊκός δέν συλλειτουργεῖ.
«ὁ παρών Κανών (ΜΕ΄ Ἀποστολικός) διορίζει ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος ἤθελε συμπροσευχηθῆ μονάχα, ἀλλ' ὄχι καί νά συλλειτουργήση μέ αἱρετικούς ἄς ἀφορίζεται ... εἰ δέ καί ἐσυγχώρησεν εἰς τούς αἱρετικούς νά ἐνεργήσουν κανένα λειτούργημα ὡσάν κληρικοί, ἄς καθαιρῆται» (ἑρμηνεία στόν ΜΕ΄ Ἀποστολικό, Πηδάλιον, σ. 50-51). Καί ἐδῶ ἀντιδιαστέλλεται σαφέστατα ἡ συμπροσευχή ἀπό τή συλλειτουργία καί ὡς πρός τήν πράξη τοῦ παραβάτου καί ὡς πρός τίς συνέπειες.
στήν ἑρμηνεία τοῦ ΙΑ΄ Ἀποστολικοῦ δέχεται ο Άγ. Νικόδημος ὡς δυνατές καί τίς δύο ἔννοιες : ἤ ὅτι τό «συνεύξηται λαμβάνεται ἀντί τοῦ συλλειτουργήση» ἤ «δηλοί κατά τήν κυριολεξία του, τό νά συμπροσευχηθῆ» (ἑρμηνεία στόν ΙΑ΄ Ἀποστολικό, Πηδάλιον, σ. 14).
3. Ἀριστινός:

Ὁ καθηγητής στό ἄρθρο μνημονεύει μόνο μία φράση τοῦ Ἀριστηνοῦ («ὁ συνευχόμενος ἤτοι συλλειτουργῶν»), μέ τήν ὁποία ἐπεξηγεῖ τόν ΙΑ΄ Ἀποστολικό, ὅπου σαφῶς πρόκειται γιά συλλειτουργία κληρικοῦ μέ καθηρημένο κληρικό. Ἀσφαλῶς ὁ Ἀριστινός δέν ἀναφέρει ὅτι αὐτή ἡ ἑρμηνεία ἀφορᾶ ὅλους τούς Κανόνες, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἑπόμενα χωρία, ὅπου σαφῶς ἐπεκτείνει τήν κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς καί στήν ἁπλή προσευχή :

«ὁ εἰσελθών εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν καί προσευξάμενος μετ' αὐτῶν ... ὁ δέ ἐν οἴκω συνευξάμενος μόνον αἱρετικοῖς ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος ἀφορίζεται» (ἑρμηνεία στόν ΞΔ΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 83). Καί ἐδῶ δέ νοεῖται τό συλλειτουργεῖν Ἰουδαίοις, ἤ συλλειτουργεῖν ἐν οἴκῳ . προφανῶς ἀφορᾶ σέ ἁπλή συμπροσευχή !
«ὁ συνευχόμενος αἱρετικοῖς ἐν ἐκκλησία, ἤ ἐν οἴκῳ, ἀκοινώνητος ὡσαύτως ἔστω καί αὐτός» (ἑρμηνεία στόν Ι΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 14). Ἡ «ἐν οἴκῳ» συμπροσευχή δέν μπορεῖ νά εἶναι συλλειτουργία.
«ὁ δέ τόν εἰς ἐκκλησίαν μή συναγόμενον τοῖς πιστοῖς παραδεξάμενος, καί κατ' οἴκους αὐτῷ συνευξάμενος ἤ καί ἐν ἑτέρα ἐκκλησία τοῖς Κανόσιν ὑπεύθυνος ἔσται» (ἑρμηνεία στόν Β΄ Ἀντιοχείας, Ρ-Π., γ, 129).
«ὁ συνευξάμενος μόνον αἱρετικοῖς, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, ἀφορίζεται . ὁ δέ ἐπιτρέψας αὐτοῖς ἐνεργῆσαι τι, ὡς ἱερωμένοις καί κληρικοῖς, καθαιρεῖται» (ἑρμηνεία στόν ΜΕ΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 60-61). Ἀντιδιαστέλλεται τό «συνευξάμενος μόνον» ἀπό τό «ἐπιτρέψας ἐνεργῆσαι τί ὡς ἱερωμένοις ἤ κληρικοῖς». Κατά συνέπεια μέ τό «συνευξάμενος μόνον» ὁ Κανόνας ὑπονοεῖ τήν ἁπλή συμπροσευχή χωρίς ἱερατική πράξη καί ἐπιβάλλει ἀφορισμό. Ἄν ὑποννοεῖτο συλλείτουργο τότε θά εἴχαμε καθαίρεση, διότι θά ἐνέπιπτε στήν περίπτωση «ἐπιτρέψας ἐνεργῆσαι τι ὡς ἱερωμένοις ἤ κληρικοῖς».
4. Βλάσταρης:

«αἱρετικῷ ἤ σχισματικῷ ὅλως ἡμᾶς οὐκ ἐπιτρέπει συνεύχεσθαι» (Ρ-Π., στ, 73). Τό «ὅλως», πού δέν ὑπάρχει στό κείμενο τοῦ Κανόνος, τοποθετήθηκε ἀπό τόν ἑρμηνευτή γιά νά καλύψει κάθε ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» καί γιά νά ἐπιτείνει τήν ἔννοια τῆς ἀπαγορεύσεως.
5. Ζωναρᾶς:

«Μέγα ἁμάρτημα ὁ κανών (ΞΔ΄ Ἀποστολικός) τό Χριστιανόν εἰς Ἰουδαίων συναγωγήν, ἤ αἱρετικῶν χάριν προσευχῆς εἰσιέναι ... Χριστιανός τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀναιρέταις συνευχόμενος κριθείη παρανομῶν» (ἑρμηνεία στόν ΞΔ΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 82). Ἀσφαλῶς δέ νοεῖται κοινή Θ. Λειτουργία μέ Ἰουδαίους !
«εἰ τίς οὔν ἀκοινωνήτω ... συνεύξηται, κἄν μή ἐν ἐκκλησίᾳ ἀλλ' ἐν οἴκῳ, κἀκεῖνος ἀφορισθήσεται» (ἑρμηνεία στόν Ι΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 14).
«μήτε ἐν οἴκῳ τινάς συνεύχεσθαι, μήτε ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ αὐτούς (τούς ἀκοινωνήτους) ὑποδέχεσθαι. Τούς δέ τοῖς τοιούτοις συνευχομένους, ἤ ὑποδεχομένους αὐτούς εἰς ἐκκλησίας, ἀκοινωνήτους κἀκείνους εἶναι ... τά αὐτά δέ καί ὁ Ι΄ καί ὁ ΙΑ΄ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἔφη καί ὁ ΛΓ΄ Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου φησίν, ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῷ ἤ σχισματικῷ συνεύχεσθαι» (ἑρμηνεία στό Β΄ Ἀντιοχείας, Ρ-Π., γ, 127). Ἐδῶ ὁ Ζωναρᾶς ἀντιδιαστέλλει τό «ἐν οἴκῳ συνεύχεσθαι» ἀπό τό «ἐν ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι» τό μέν ὡς κατ' ἰδίαν ἁπλή συμπροσευχή, τό δέ ὡς ἔκφραση τῆς προσευχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὅσοι λοιπόν «συνεύχονται ἤ ὑποδέχονται» ἀκοινωνήτους ἤ αἱρετικούς ἤ σχισματικούς «ἀκοινωνήτους κἀκείνους εἶναι».

Re: «Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

6
4. Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση μέχρι σήμερα θεωρεῖ ὅτι στούς ἐν λόγῳ Κανόνες περί ἀπαγορεύσεως τῆς συμπροσευχῆς ὑπάγεται καί ἡ ἁπλή συμπροσευχή σέ ὁποιαδήποτε ἀκολουθία ἤ τελετή καί ὄχι μόνο ἡ τέλεση Θ. Λειτουργίας καί τό συλλείτουργο. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω :

α) Ἅγ. Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ὁμολογητής:

«Οὐ χρή τό καθόλου εἰς τοιαύτας ἐκκλησίας (πού ὑπάγονται σέ αἱρετικούς) εἰσιέναι, κατά τούς εἰρημένους τρόπους (χάριν εὐχῆς καί ψαλμωδίας) ... ἅμα γάρ τῷ εἰσαχθεῖναι τήν αἵρεσιν, ἀπέστη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε Ἄγγελος, κατά τήν φωνήν τοῦ μεγάλου Βασιλείου, καί κοινός οἶκος ὁ τοιοῦτος χρηματίζει ναός. καί, οὐ μή εἰσέλθω, φησίν, εἰς Ἐκκλησίαν πονηρευομένων. καί ὁ Ἀπόστολος, τίς συγκατάθεσις ναοῦ Θεοῦ μετά εἰδώλων ;» (Ρ-Π., δ, 431δ)
β) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β' (1240):

«Ὅθεν καί ἐπισκήπτομαι (παραγγέλλω) πάσι τοῖς λαϊκοῖς, ὅσοι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδί ἀπό τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ . καί μηδέ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδέ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν δέχεσθε τήν τυχοῦσαν. Κρεῖσσον γάρ ἐστίν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ Θεῷ προσεύχεσθε κατά μόνας ἤ ἐπ' Ἐκκλησίας συνάγεσθε μετά τῶν λατινοφρόνων»[5]. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἐδῶ δέν ἀναφέρεται σέ Παπικούς, ἀλλά σέ Ὀρθοδόξους κληρικούς λατινόφρονες.
γ) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄ καί ἡ περί αὐτόν Πατριαρχική Σύνοδος (1749):

«Ἐντελλόμεθα καί παραγγέλλομεν πατρικῶς καί πνευματικῶς ...εἰς τό ἑξῆς μή τολμήσετε τό σύνολον νά συγκοινωνεῖτε μετά τῶν αὐτόθι φρατόρων καί φραγκοπατέρων καί λοιπῶν Δυτικῶν, εἰς τά τε ἱερά τῆς καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίας Μυστήρια καί εἰς τάς λοιπάς ἐκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε καί ἱερουργίας, ἀλλά νά φυλάττετε ... τό ἀκοινώνητον ὅλως μετ' ἐκείνων ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς καί ἱερουργίαις. Ἐάν δέ μετά τήν πατριαρχικήν καί συνοδικήν ἡμῶν ἐπιτίμησιν, πατρικήν τε καί πνευματικήν παραίνεσιν καί νουθεσίαν ταύτην, τολμήση τις ἀπό λόγου σας νά φανῇ ἀπειθής καί ἐνάντιος καί εἴτε τις ἐκ τῶν αὐτόθι ἱερέων τολμήσῃ καί φωραθῇ συνευχόμενος τοῖς Λατίνοις ἤ προσφοράς δεχόμενος ἐκείνων ἤ μνήμας ἄγων ὑπέρ αὐτῶν ... ὁ τοιοῦτος ἱερεύς θέλει καθυποβληθῇ τελείᾳ καθαιρέσει τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ»[6].
δ) Σύνοδος Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων (1848):

«Ἀποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικῶς ... ὅτι (ὁ Παπισμός) εἶναι αἵρεση καί οἱ ὀπαδοί του αἱρετικοί ... Ἐπίσης οἱ συνάξεις πού συγκροτοῦνται ἀπό αὐτούς εἶναι αἱρετικές καί κάθε κοινωνία πνευματική τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων ... μέ αὐτούς εἶναι ἀντικανονική, ὅπως ὁρίζει ὁ ζ΄ κανόνας τῆς Γ΄ Οἴκ. Συνόδου»[7].
ε) π. Ἰουστίνος Πόποβιτς :

«Ὁ Ἱερός Κανών (Ι΄) τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων δέν προσδιορίζει ποία ἀκριβῶς προσευχή ἤ ἀκολουθία ἀπαγορεύεται, ἀλλά ἀπαγορεύει κάθε κοινήν μεθ' αἱρετικῶν προσευχήν, ἔστω καί κατ' ἰδίαν («συνευξάμενος»). Εἰς τάς οἰκουμενιστικάς κοινάς προσευχάς μήπως δέν γίνωνται καί ἁδρότερα καί εὐρύτερα τούτων; ... Μήπως ὅμως δέν συμβαίνει ... νά εὐλογοῦν αἱρετικοί ρωμαιοκαθολικοί ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, προτεστάνται πάστορες, ἀκόμη δέ καί γυναῖκες ;(!)»[8].
στ) Ἀθηναγόρας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ περί αὐτόν Πατριαρχική Σύνοδος (1952):

«Δέον ἵνα οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί ἀντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τό δυνατόν ἐφεκτικοί (=διστακτικοί) ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετά τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρός τούς Ἱερούς Κανόνας καί ἀμβλυνούσαις τήν ὁμολογιακήν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπιδιώκοντες ἴνα τελῶσιν, εἰ δυνατόν, καθαρῶς ὀρθοδόξους ἀκολουθίας καί τελετάς, πρός ἐμφάνισιν οὕτω τῆς αἴγλης καί τοῦ μεγαλείου τῆς ὀρθοδόξου λατρείας πρό τῶν ὀμμάτων τῶν ἑτεροδόξων»[9]. «Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων»; Ἡ Πατριαρχική Σύνοδος τά λέει ὅλα ! Οὔτε γιά συλλείτουργα ὁμιλεῖ, οὔτε «διομολογιακές προσευχές» ἀνέχεται, ἀλλά διακηρύσσει ἀπερίφραστα ὅτι οἱ λατρευτικές συνάξεις μετά τῶν ἑτεροδόξων ἀντίκεινται στούς Ἱερούς Κανόνες καί ἔχουν σοβαρές ποιμαντικές συνέπειες καί προτείνει τή διεξαγωγή «καθαρῶς ὀρθοδόξων ἀκολουθιῶν καί τελετῶν» μέ ποιμαντική-ἱεραποστολική προοπτική. Κυρίως ὅμως ἡ Πατριαρχική Σύνοδος ἀποσυνδέει τίς συμπροσευχές ἀπό τήν διεκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Μπορεῖ νά ὑπάρχει διαχριστιανική συνεργασία χωρίς ὅμως συμπροσευχές !
ζ) Ἀκόμα καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος δέν ἀποδέχεται τήν καινοφανή ἑρμηνεία Φειδᾶ!

1. Στή διδακτορική του διατριβή ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀναφερόμενος στούς Ἱ. Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή σημειώνει ὅτι «δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἵ διατάξεις αἵ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ' αὐτῶν συμπροσευχήν καθ' ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ' αὐτῶν»[10]. Παρόμοιες ἀπόψεις ἔχει διατυπώσει καί σέ ἄρθρο του μέ θέμα «The problem of Oikonomia today» στό περιοδικό Kanon 6(1983). Εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι ὅταν ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης γράφει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ... διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ' αὐτῶν (τῶν αἱρετικῶν)» καί κατά συνέπεια «δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἵ διατάξεις» πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή, ἀναφέρεται στίς ἁπλές συμπροσευχές καί λοιπές ἀκολουθίες πού διεξάγονται στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί ἀσφαλῶς ὄχι σέ συλλείτουργο. Δέν ἀποδέχεται ὁ Πατριάρχης τήν intercommunion ! Συνεπῶς γιά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη μας ὅταν οἱ Κανόνες ἀναφέρονται σέ συμπροσευχή ἐννοοῦν συμπροσευχή καί ὄχι συλλείτουργο !
2. Ἐπί πλέον ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στήν ἀπό 3.7.1999 ἐπιστολή του πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἄγ. Ὅρους ἐπισημαίνει μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς : «Περί τῶν συμπροσευχῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων ὑπενθυμίζομεν ὑμῖν ὅτι ἤδη ἀπό τοῦ ἔτους 1952 τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ... φρονεῖ ὅτι "ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν παγχριστιανικήν κίνησιν δέον ἵνα γίγνηται ὑπό τούς ἀκολούθους ὅρους : α)...β)... γ) Δέον ἵνα οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί ἀντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τό δυνατόν ἐφεκτικοί (=διστακτικοί) ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετά τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρός τούς Ἱερούς Κανόνας καί ἀμβλυνούσαις τήν ὁμολογιακήν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπιδιώκοντες ἵνα τελῶσιν, εἰ δυνατόν, καθαρῶς ὀρθοδόξους ἀκολουθίας καί τελετάς, πρός ἐμφάνισιν οὕτω τῆς αἴγλης καί τοῦ μεγαλείου τῆς ὀρθοδόξου λατρείας πρό τῶν ὀμμάτων τῶν ἑτεροδόξων". Συνεπῶς, εἶναι ἄδικον νά ἀποδίδονται εὐθῦναι εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διά, τυχόν, παραβιάσεις τῆς συστάσεως αὐτοῦ αὐτῆς ὑπό διαφόρων κληρικῶν καί δή κατά τό πλεῖστον ἀνηκόντων εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας. Σημειωτέον ὅτι, ὡς γνωστόν κατά τήν Διορθόδοξον Συνάντησιν τῆς Θεσ/νίκης (29/4-2/5/1998) ἀπεφασίσθη, κατόπιν πρωτοβουλίας τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Πατριαρχείου, ... ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι Σύνεδροι, οἱ μέλλοντες νά συμμετάσχουν εἰς τήν ἐν Χαράρε Η΄ Γενικήν Συνέλευσιν τοῦ Π.Σ.Ε., μή συμμετάσχουν εἰς οἰκουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας καί ἄλλας θρησκευτικάς τελετάς διαρκούσης τῆς Συνελεύσεως, τοῦτο δέ ἀποτελεῖ ἐκδήλωσιν τῆς ἰσχύος τῆς σταθερᾶς γραμμῆς της ὡς ἄνω Ἐγκυκλίου τοῦ 1952, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἀνεκλήθη, ἔστω καί ἄν, ἄνευ συναινέσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, παρεβιάσθη ἐνίοτε, ἤ ἠρμηνεύθη ἄλλοτε συσταλτικῶς ὡς ἀφορώσα μόνον εἰς τήν μή συμμετοχήν εἰς τήν ἐν στενῇ ἐννοίᾳ λατρείαν (Θείαν Λειτουργίαν). Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν συμπροσευχήν μετά τῶν ἑτεροθρήσκων, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον θεωρεῖ αὐτονόητον τήν κανονικήν ἀπαγόρευσιν αὐτῆς καί τήν ἀποχήν ἀπ' αὐτῆς, χωρίς τοῦτο νά σημαίνῃ ὅτι ἡ ἀπαγόρευσις τῆς συμπροσευχῆς συμπαρασύρει εἰς ἀπαγόρευσιν καί τόν διαθρησκειακόν διάλογον»[11].

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συνομολογεῖ σαφέστατα ὅτι :

Α. Ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1952 ἀπαγορεύει τή συμμετοχή ὄχι μόνο στή Θ. Λειτουργία ἀλλά καί σέ κάθε μορφῆς προσευχή, πού διεξάγεται στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως σέ «οἰκουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας καί ἄλλας θρησκευτικάς τελετάς».

Β. Ἡ ἀπόφαση τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς (Θεσσαλονίκη, 1998) γιά ἀπαγόρευση συμμετοχῆς σέ ὁποιασδήποτε μορφῆς συμπροσευχές («οἰκουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας καί ἄλλας θρησκευτικάς τελετάς») ἀποτελεῖ ἐφαρμογή τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς ἐγκυκλίου τοῦ Ἀθηναγόρα τοῦ 1952, ἤ ὅπως ἐπί λέξει ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης, ἀποτελεῖ «ἐκδήλωσιν τῆς ἰσχύος τῆς σταθερᾶς γραμμῆς τῆς ὡς ἄνω Ἐγκυκλίου τοῦ 1952»,

Γ. Ὅλες αὐτές οἱ συμπροσευχές στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως - καί ὄχι μόνο ἡ Θ. Λειτουργία - ἀπαγορεύονται «ὡς ἀντικείμεναι πρός τούς ἱερούς κανόνας καί ἀμβλύνουσαι τήν ὁμολογιακήν εὐθυξίαν τῶν Ὀρθοδόξων».

Δ. Ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1952 ἰσχύει καί σήμερα, γιατί οὐδέποτε ἀνακλήθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο ἔστω καί ἄν κάποιοι «ἄνευ συναινέσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» τήν παραβιάζουν μερικές φορές ἤ τήν ἑρμηνεύουν συσταλτικά ὡς ἀφορώσα μόνο στή Θ. Λειτουργία !!!

Ε. Οἱ συμπροσευχές πού διεξάγονται εἶναι παραβιάσεις τῆς Πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου γιά τίς ὁποῖες δέν εὐθύνεται τό Πατριαρχεῖο, διότι γίνονται ἀπό κληρικούς κατά τό πλεῖστον ἄλλων Ἐκκλησιῶν.

Στ. Στήν κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς ἐντάσσεται καί ἡ συμπροσευχή μέ ἑτεροθρήσκους, συνεπῶς οἱ Κανόνες δέν ἀναφέρονται μόνο σέ συμμετοχή σέ Θ. Λειτουργία.

Ζ. Ἡ ἀπαγόρευσις τῆς συμπροσευχῆς δέ σημαίνει ὅτι συμπαρασύρει σέ ἀπαγόρευση καί τό διαθρησκειακό διάλογο.

Ἐκτός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί ἄλλοι σύγχρονοι θεολόγοι πού ἔχουν συμμετάσχει στό Θεολογικό Διάλογο καί ὁρισμένοι ἐξ' αὐτῶν μέ σημαντική συμβολή στήν Οἰκουμενική Κίνηση πού ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα τῆς κοινῆς προσευχῆς στά πλαίσια τῆς (Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός, πρώην Θυατείρων Μεθόδιος, π. Θεόδ. Ζήσης, Ἰ. Καρμίρης, Κ. Σκουτέρης, Θ. Γιάγκου) δέν συμμερίζονται τήν καινοφανή ἑρμηνεία Φειδᾶ ὅτι ἡ συμπροσευχή τῶν Ἱ. Κανόνων ἀφορᾶ μόνο στή Θ. Λειτουργία.

η) Τέλος, σέ σύντομη ἐργασία μας μέ τίτλο «οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (Πάτρα, 2008), παρατίθενται δεκάδες ἀπόψεις κληρικῶν (ἀνάμεσά τους τῶν τελευταίων Ἀρχιεπισκόπων Ἀθηνῶν), καθηγητῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, τοῦ Ἁγ. Ὅρους, συγχρόνων Πατερικῶν μορφῶν, Τοπικῶν Συνόδων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς, οἱ ὁποῖοι δέχονται ἀπερίφραστα ὅτι στήν κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς περιλαμβάνεται ὄχι μόνο ἡ συλλειτουργία ἤ ἡ συμμετοχή στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί ἡ ἁπλή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς.

Συμπερασματικά: Εἶναι συνεπῶς ἀπολύτως ἐσφαλμένη ἡ ἄποψη τοῦ καθηγητοῦ Φειδᾶ ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς σχετίζονται ἀποκλειστικά μέ τή Θ. Λειτουργία καί «συνδέουν πάντοτε τό "συνεύχεσθαι" πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν» (Φειδᾶς, σ. 19) καί «συνεπῶς, ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν ἀνωτέρω κανόνων (πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς) ἀναφέρεται εἰς μόνην τήν ... ἀπαγόρευσιν τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι βεβαίως εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πᾶσαν ἄλλην προσευχήν» (Φειδᾶς, σ. 20).

Κατά τήν πατερική γραμματεία, τίς κανονικές διατάξεις, τούς ἔγκριτους ἑρμηνευτές, τήν ἐκκλησιαστική γραμματεία καί τή σύγχρονη θεολογική σκέψη, ἀκόμα καί κατ' αὐτόν τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ἡ κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς δέν ἀφορᾶ μόνο στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά σέ ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική προσευχή, τελετή καί ἀκολουθία, ὁπουδήποτε καί ἄν διεξάγονται ἀκόμα καί στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως («οἰκουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας καί ἄλλας θρησκευτικάς τελετάς» κατά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη).



Β. Οἱ Ἱ. Κανόνες ὡς δημιούργημα τοῦ δ΄ αἰῶνος!

Τό δεύτερο σημεῖο τῆς συλλογιστικῆς τοῦ καθηγητοῦ ἀφορᾶ στό χρόνο συντάξεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς καί κατ' ἐπέκταση καί στήν ἐφαρμογή τους. Κατά τόν καθηγητή γιά νά κατανοηθεῖ σωστά ἡ ἀληθής ἔννοια τοῦ Κανόνος πρέπει νά γίνει «συνεπής ἀναφορά τοῦ πνεύματος αὐτοῦ εἰς τά συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά προβλήματα τῆς συγκεκριμένης ἐποχῆς» καί εἰδικότερα «εἰς τάς ἐπικινδύνους διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καταστάσεις τοῦ Δ΄ αἰῶνος» (Φειδᾶς, σ. 15). Μάλιστα ἀναφερόμενος στούς ΜΕ΄ Ἀποστολικό καί τούς Στ΄, Θ΄, ΛΑ΄, ΛΒ΄, ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου (δ΄αἰ.) σημειώνει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ἐσχετικοποίησε πάντοτε τά ὅρια τῆς κανονικῆς ἀκριβείας τῶν ἀνωτέρω κανόνων εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν πράξιν καί δέν ἀνενέωσε τό κύρος αὐτῶν διά τινός μεταγενεστέρου κανόνος» (Φειδᾶς, σ. 20), ὑπονοώντας ὅτι ἡ ἀπαγόρευση αὐτή δέν ἔχει ἐφαρμογή πλέον, ἀφοῦ ἐξέλειπαν οἱ ἐπικίνδυνες καταστάσεις γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας πού ὑπῆρξαν τόν δ΄ αἰ. ὅταν συνετάγησαν οἱ σχετικοί κανόνες.
Ὁ καθηγητής ἀναλύει διά μακρῶν τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση τοῦ δ΄ αἰ. καί σέ αὐτή ἀποκλειστικά ἀποδίδει τήν αὐστηρότητα μέ τήν ὁποία οἱ Ἀποστολικοί καί λοιποί Κανόνες ἀντιμετωπίζουν τήν ἐν τῇ λατρείᾳ ἐπικοινωνία Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν (Φειδᾶς, σ. 15-16, 26-27, 30-31). Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα ; Ἀσφαλῶς ὄχι, διότι δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ αὐστηρή ἀπαγόρευση ἐπικοινωνίας μέ αἱρετικούς ἀνάγεται στά πρῶτα ἀποστολικά χρόνια. Οἱ ἀναφορές στά κείμενα τῆς Κ.Δ. εἶναι σαφεῖς καί πιό ἀπόλυτες ἀπό ὅτι τῶν Ἱ. Κανόνων (Τίτ. 3, 10, 2 Ἰω. 10-11, Ματθ. 7, 15. Πράξ. 20, 29. Β΄ Κορ. 11, 13. 2 Πέτρ. 2, 1. 1 Ἰωάν. 4,1. 2 Ἰω. 7). Τό ἴδιο καί στούς Ἀποστολικούς Πατέρες καί στή συνέχεια μέ ὅλους τούς Πατέρες. Ποιά ὅμως ἡ διαφορά μέ τόν δ΄ αἰ ; Οἱ Κανόνες ὁρισμένων ἀπό τίς Τοπικές Συνόδους καί τά κείμενα Πατέρων τοῦ δ΄ αἰ. μέ τήν ἐπικύρωση ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἀπέκτησαν αὐξημένο κύρος καί κυρίως ἐντάχθηκαν πλέον στό Κανονικό Δίκαιό της Ἐκκλησίας μας, γεγονός πού δέ συνέβη μέ παλαιότερες Συνόδους (ἐκτός τῆς ἐν Καρχηδόνι τοῦ 252 μΧ) ἤ ἄλλους παλαιότερους Πατέρες (ἐκτός Ἁγ. Διονυσίου καί Ἁγ. Γρηγορίου). Ἔτσι, τά παλαιότερα κείμενα, ἐπειδή δέν ἔχουν ἐνταχθεῖ στό κανονικό δίκαιο δέν εἶναι ἀντικείμενο μελέτης του . αὐτό ὅμως δε σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχουν καί ὅτι τό πρῶτον ἐμφανίζεται μόλις τόν δ΄ αἰ. ἡ Ἐκκλησία νά λέει ὄχι στήν ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ! Συνεπῶς, ἀπό τά πρῶτα χρόνια καί ὄχι ἀπό τόν δ΄ αἰ. ἡ Ἐκκλησία θέτει τίς αὐστηρές ἀπαγορεύσεις γιά τούς αἱρετικούς καί ἀμέσως μόλις ἀρχίζει νά διαμορφώνεται τό κανονικό της δίκαιο τίς ἐντάσσει σέ αὐτό καί ἀποκτοῦν ἔτσι καί κανονικό - οἰκουμενικό κύρος.
Ἀλλά καί στούς μετέπειτα αἰῶνες, ὅταν ἐξέλειπαν «αἵ ἐπικίνδυναι διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καταστάσεις τοῦ Δ΄ αἰῶνος» (Φειδᾶς, σ. 15) ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο δέν κατήργησε τούς Ἱ. Κανόνες αὐτούς ὡς περιττούς πλέον, ἀλλά τούς διατήρησε καί τούς προσέδωσε καί οἰκουμενικό κύρος. Τί ἄλλο σημαίνει ἡ ἐπικύρωσή τους χωρίς καμία τροποποίηση ἀπό τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους; Οἱ Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς, ἔχουν ἐπικυρωθεῖ αὐτούσιοι χωρίς καμία τροποποίηση, ἀπό τόν Α΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐκτός τῶν Ἀποστολικῶν), τόν Β΄ τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς, τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς καθώς καί ἀπό τήν μακραίωνη ἐκκλησιαστική παράδοση μέχρι σήμερα. Εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς καί αὐτό τό σημεῖο διέλαθε (;) τῆς προσοχῆς τοῦ καθηγητοῦ καί ὄχι μόνο δέν μνημονεύει πουθενά τήν ἐπικύρωση τῶν Κανόνων αὐτῶν ἀπό τίς τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀλλά καί ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία «δέν ἀνενέωσε τό κύρος αὐτῶν διά τινός μεταγενεστέρου κανόνος» (Φειδᾶς, σ. 20) !
Ἡ Ἐκκλησία στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς της μέριμνας καί εὐθύνης ἀσφαλῶς ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση τῆς κατ' οἰκονομίας ἀντιμετωπίσεως ὁρισμένων περιπτώσεων[12]. Μελετώντας τά σχετικά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἐγκρίτων κανονολόγων εὔκολα διαβλέπουμε ὅτι εἶναι ἰδιαίτερα πρόθυμοι νά ἐφαρμόσουν πολλαπλῶς τήν οἰκονομία ὅταν κάποιος αἱρετικός ἀρνηθεῖ τήν πλάνη καί θελήσει νά ἐπιστρέψει στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀντίθετα εἶναι ἐξαιρετικά φειδωλοί, ἕως καί ἐντελῶς ἀρνητικοί, στή χρήση τῆς οἰκονομίας γιά τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς.ποτέ καί σέ καμία περίπτωση δέν εἶναι ἀποδεκτή ἡ ἐνεργής συμμετοχή τῶν αἱρετικῶν - καί μάλιστα τῶν ἡγετῶν - στή λατρευτική πράξη. Θά πρέπει νά γίνει σαφές ὅτι οἱ τυχόν ἐξαιρέσεις στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιοῦνται ὡς ἄλλοθι γιά τήν ἀμνήστευση σημερινῶν πρακτικῶν πού δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τήν διαχρονική ἐκκλησιαστική συμπεριφορά καί πρακτική. Μάλιστα εἶναι πολύ πιό αὐστηροί καί κατηγορηματικοί στήν ἀπαγόρευση τῆς μεταβάσεως τῶν Ὀρθοδόξων σέ Ναό αἱρετικῶν γιά συμπροσευχή μαζί τους, ἐνῶ ὁρισμένοι εἶναι κάπως ἀνεκτικοί καί κατ' οἰκονομία δέχονται τούς αἱρετικούς νά παρίστανται στήν Ὀρθόδοξη λατρεία, ὅταν ἔρχονται μέ σεβασμό καί διάθεση νά τή γνωρίσουν. Πάντως,
Ὁ κ. Φειδᾶς ἀφιερώνει μεγάλο τμῆμα τῆς μελέτης του (σ. 21-26) σέ «ἱ. κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου (419) περί τοῦ διαλόγου μετά τῶν Δονατιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καί τό διαχρονικό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς παραδόσεως διά πάντα θεολογικόν διάλογον μετά τῶν ἑτεροδόξων» (Φειδᾶς, σ. 22). Καί ὅμως . ἡ προσεκτική μελέτη τῶν Κανόνων αὐτῶν δέν ὁδηγεῖ σέ δικαίωση τῶν ἀπόψεων τοῦ καθηγητοῦ! Ἀντιθέτως μᾶλλον! Καί ἐξηγοῦμε:
Τό ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ Φειδᾶ ἀφορᾶ στό «ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων κατά τούς Ἱερούς Κανόνες». Τό εὐρύτερο θέμα τῶν θεολογικῶν διαλόγων καί τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων, ὅσο καί ἄν σχετίζεται μέ τό θέμα τῆς συμπροσευχῆς ἀπαιτεῖ ἴδια μελέτη. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξετάζεται παρενθετικά καί ἀπό σπόντα !
Στό ἄρθρο ἀναφέρονται πέντε Κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου (ἀπό τούς συνολικά 18 πού ἀφοροῦν τούς Δονατιστές). Πραγματικά ἡ Ἐκκλησία πονᾶ καί ἐνδιαφέρεται πάρα πολύ γιά τήν μετάνοια καί προτάσσει τήν ἐκκλησιαστική οἰκονομία γιά τήν ἐπιστροφή τους - ποιός ἀμφιβάλλει γι' αὐτό, ἤ ποιός διαφωνεῖ; Στούς Κανόνες αὐτούς περιγράφεται διά πολλῶν ἡ διαδικασία πού ὀφείλουν νά ἀκολουθήσουν οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες στό διάλογο μαζί τους. Τό κρίσιμο ὅμως ἐν προκειμένω εἶναι ὅτι πουθενά στούς Κανόνες δέν ὑπονοεῖται οὔτε στό ἐλάχιστο κοινή λατρευτική σύναξη, κοινή προσευχή ἤ ἄλλη κοινή θρησκευτική τελετή μέ τούς ἐν διαλόγῳ εὐρισκομένους, οὔτε ἀσφαλῶς προτρέπονται εἰς Ὀρθόδοξοι ποιμένες καί πιστοί σέ σύνταξη «διομολογιακῆς προσευχῆς», ἤ εἰς «συμμετοχήν εἰς κοινήν προσευχήν ὑπέρ τῆς ἑνότητος ἤ εἰς λατρευτικάς ἐκδηλώσεις τῶν διεξαγουσῶν ἐπίσημον θεολογικόν διάλογον Ἐκκλησιῶν διά τήν ὑποστήριξιν ἤ καί διά τήν ἐνίσχυσιν τῶν προοπτικῶν αὐτοῦ» (Φειδᾶς, σ. 27).
Συνεπῶς, ἀκολουθώντας τόν κ. Φειδᾶ πού συσχετίζει τούς ἀνωτέρω Ἱ. Κανόνες μέ τό θέμα τῆς συμπροσευχῆς, ἄν δεχθοῦμε ὅτι «ἱ. κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου (419) περί τοῦ διαλόγου μετά τῶν Δονατιστῶν, ... ἐκφράζουν καί τό διαχρονικό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς παραδόσεως διά πάντα θεολογικόν διάλογον μετά τῶν ἑτεροδόξων»(Φειδᾶς, σ. 22) διερωτῶμαι ἀπό ποῦ συνάγεται ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες «ὄχι μόνο ἀνέχονται, ἀλλά καί ἐνθαρύνουν τήν κοινήν προσευχήν πρός ἐνίσχυσιν τῆς ἐκπεφρασμένης διαθέσεως ἐποικοδομητικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου διά τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος» (Φειδᾶς, σ. 28), ἤ πόθεν συνάγεται ὅτι «ἐν τῇ διαχρονικῇ ἐκκλησιαστικῇ πράξει ... πᾶσα πρωτοβουλία διαλόγου πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ... ἐμπεριεῖχε πάντοτε ὡς αὐτονόητον τήν κοινή προσευχήν τῶν ἐκπροσώπων τῶν διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν»;
Ἐρωτᾶται ὁ πλέον ἁρμόδιος περί τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία κ. Φειδᾶς : Οἱ διάλογοι πού ἔχει διεξάγει ἡ Ἐκκλησία στή δισχιλιετή ζωή της εἶναι πάμπολλοι - ἄλλοι εἶχαν αἴσια ἔκβαση καί ἄλλοι ἀπέτυχαν . ὑπάρχει ἱστορικό προηγούμενο τό ὁποῖο νά δικαιολογεῖ τά ὅσα γίνονται σήμερα στήν οἰκουμενική κίνηση ἀναφορικά μέ τίς συμπροσευχές ;πότε ἄλλοτε μέσα στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὁ ἡγέτης τῆς αἱρέσεως λαμβάνει ἐνεργό μέρος στήν ἐπισημότερη, ἄς μου ἐπιτραπεῖ, Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία καί θυμιᾶται ὡς χοροστατῶν κανονικός Ἐπίσκοπος, ἐκφωνεῖ τήν Κυριακή προσευχή ἐξ ὀνόματος τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, δέχεται καί ἀνταποδίδει τό λειτουργικό ἀσπασμό, πράξεις πού μόνο σέ συλλειτουργοῦντες ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς ἐπιτρέπονται; καί στό τέλος ἀπό τό ἐπίσημο βῆμα τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ διακηρύττει καί τό παπικό πρωτεῖο; Πότε ὑμνήθηκε σέ ἐπίσημη ἀκολουθία ἐν Ἱ. Ναῷ ὁ ἡγέτης τῆς αἱρέσεως ἤ καί τοῦ σχίσματος ὡς κανονικός Ἐπίσκοπος καί μάλιστα «σεπτός Ποιμένας καί Πρόεδρος» καί ἡ αἵρεση ἤ τό σχίσμα στό ὁποῖο προΐσταται ὡς «Ἐκκλησία ἡ σεπτή»[13]; Ὑπάρχει τέτοιο προηγούμενο ; Δέν ἀποτελεῖ πρόκληση; π.χ. ἑβδομάδα προσευχῆς γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ; πότε ἄλλοτε Ὀρθόδοξοι καί αἱρετικοί συνεργάστηκαν γιά τή σύνταξη «διομολογιακῆς προσευχῆς», ὅπως ἔγινε στό ΠΣΕ ;
Σέ τελική ἀνάλυση, ἀφοῦ «ἐν τῇ διαχρονικῇ ἐκκλησιαστικῇ πράξει ... πᾶσα πρωτοβουλία διαλόγου πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ... ἐμπεριεῖχε πάντοτε ὡς αὐτονόητον τήν κοινή προσευχήν τῶν ἐκπροσώπων τῶν διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν» γιατί στή μελέτη του ὁ κ. Φειδᾶς δέν μᾶς παρουσιάζει ἀπό ἕνα-δύο ἱστορικά πειστήρια τοῦ ἰσχυρισμοῦ του ἀπό κάθε ἐποχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας ; Θά ἦταν σημαντικό νά μᾶς ἀναφέρει περιστατικά ἀπό τήν «κοινή προσευχή τῶν ἐκπροσώπων τῶν διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν» στά πλαίσια τῶν διαλόγων γιά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα στήν ἐποχή τῶν γνωστικῶν (β΄ καί γ΄ αἵ.), τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων (δ΄ αἰ.), τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων (ε΄, στ΄, ζ΄ αἰ.), τῆς εἰκονομαχίας, τῶν ἑνωτικῶν προσπαθειῶν μέ τή Δύση (ια-ιε αἰ.), τῶν διαλόγων μέ τοῦ Προτεστάντες (ιστ΄, ιζ΄ αἰ.) ; Παρακαλεῖται ἰδιαιτέρως ὁ κ. Φειδᾶς νά μᾶς γνωρίσει ἄν διασώζονται στήν ὑμνογραφία μας παρόμοιοι ὕμνοι μέ τούς προαναφερθέντες! Μήπως τελικά ἡ ἀπουσία παρομοίων μέ τά σημερινά περιστατικῶν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει τό ἀνακριβές του ἰσχυρισμοῦ τοῦ καθηγητοῦ; Παράλληλα, δέν πρέπει νά μᾶς ἐμβάλλει σέ σκέψη γιά τό ποῦ καί πῶς πορευόμαστε!

Re: «Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

7
Γ. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν χαρακτηριστεῖ ὡς αἱρετικοί; !

Κατά τόν κ. Φειδᾶ «οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Παλαιοκαθολικοί, οἱ Ἀγγλικανοί, καί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι' ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς αἱρετικοί ... διό καί εἶναι ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινῶν ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν, ἀφοῦ μόνο ἡ Ἐκκλησία δύναται νά χαρακτηρίζῃ δι' ἐπισήμου πράξεως ... ὡς αἱρετικούς ἤ σχισματικούς» (Φειδά, σ. 31).
Εἶναι προφανές ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής δέν ἀποδέχεται πλήρως τήν προαναφερθείσα ἄποψη ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὡς αἱρετικοί, διότι ἐν ἐναντία περιπτώσει δέν χρειαζόταν ἡ λοιπή ἐπιχειρηματολογία τῆς μελέτης, διότι αὐτός καί μόνο ὁ λόγος ἦταν ὑπέρ ἐπαρκῆς ὥστε οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς νά μήν ἰσχύουν στήν περίπτωση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν! Ἐπισημαίνεται ὃτι καί σχισματικοί μόνο να ἦσαν οἱ Παπικοί καί πάλι ἡ συμπροσευχή μαζί τους ἀπαγορεύεται σύμφωνα μέ τούς Κανόνες!
Ὃμως τό κρίσιμο ἐρώτημα εἶναι: τί σημαίνει «ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζει», ἤ πῶς ἀποφαίνεται ἡ Ἐκκλησία γιά τίς αἱρέσεις ;
Ἀσφαλῶς ὑπέρτατη Ἀρχή, ἀλλά ὄχι ἀποκλειστική, πού ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ὅταν ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἤ ὅταν ἡ Ἐκκλησία δέν κρίνει σκόπιμο νά τήν συγκαλέσει, ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται καί χαρακτηρίζει μία διδασκαλία ὡς αἱρετική καί τόν ἐκφραστή της ὡς αἱρετικό μέσῳ Τοπικῶν Συνόδων. Ἀκόμα καί ἡ ὁμόφωνη γνώμη τῶν Πατέρων (consensus patrum) ἐκφράζει τό ἀψευδές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ο ΙΕ΄ κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου μέ ἀπόλυτη σαφήνεια ἀναφέρεται σέ «αἵρεσιν τινά παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην». Τά παραδείγματα ἀπό τή ζωή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πού ἐπιβεβαιώνουν τά ἀνωτέρω εἶναι πολλά:

Οἱ γνωστικοί χαρακτηρίστηκαν ὡς αἱρετικοί χωρίς νά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος.
Οἱ μεγάλοι αἱρεσιάρχες Ἄρειος, Μακεδόνιος, Νεστόριος, οἱ εἰκονομάχοι χαρακτηρίστηκαν αἱρετικοί καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, πρίν νά συνέλθει ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος πού τούς κατεδίκασε ὁριστικά.
Οἱ ἐχθροί τοῦ ἡσυχασμοῦ καταδικάστηκαν ὡς αἱρετικοί ἀπό Τοπικές Συνόδους στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ ἐθνοφυλετισμός καταδικάστηκε ὡς αἵρεση τό 1872 σέ Τοπική Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τί συμβαίνει λοιπόν μέ τόν Παπισμό;

Βέβαια ἡ Ἐκκλησία γιά λόγους πού Αὐτή ἔκρινε, δέν συνεκάλεσε Οἰκουμενική Σύνοδο γιά νά προβῇ σέ ρητή καταδίκη ὅπως ἔγινε μέ ἄλλους αἱρετικούς. Ὅμως γιά τή διαχρονική ἐκκλησιαστική συνείδηση ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση: πολλοί ἔγκριτοι Θεολόγοι καί κανονολόγοι καί κυρίως τό σύνολο τῶν Ἁγίων της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού ἀσχολήθηκαν μέ τόν Παπισμό ὁμόφωνα ἀποφαίνονται ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «ἐκκλησία» εἶναι αἱρετική. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας - ναί ! οὔτε ἕνας Ἅγιος - ὁ ὁποῖος νά ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Παπισμός δέν εἶναι αἵρεση !
Ἐπί πλέον, ὑπάρχει πληθώρα Τοπικῶν Συνόδων - τῆς αὐτῆς τυπικῆς ἰσχύος μέ τίς Συνόδους γιά τίς ἡσυχαστικές ἔριδες καί τόν ἐθνοφυλετισμό - πού ἔχουν καταδικάσει τίς παπικές πλάνες ὡς αἱρέσεις. Ἀλλά καί στά λειτουργικά κείμενα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναφέρει τόν Παπισμό ὡς αἵρεση (Συνοδικό Ὀρθοδοξίας).
Τέλος, μία ἀπό τίς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, τό Filioque, ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τόν ὄρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἔχει καταδικαστεῖ ρητῶς ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (879) στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα καί ὅλων τῶν Πατριαρχῶν, οἱ δέ ἀποφάσεις της ἔχουν γίνει ὁμόφωνα ἀποδεκτές ἀπό τούς συμμετέχοντες καί ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν ἀξιόλογη ἔκδοση τῆς Ἱ. Μ. Ὅσ. Γρηγορίου, Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἅγ. Ὅρος 2003 σ. 205-341, παρατίθενται οἱ ἀπόψεις πολλῶν Ἁγίων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας (ἄνω τῶν 40 προσώπων) πού κατήγγειλαν ὡς αἱρετικές τίς παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς ἔδωσαν καί τό αἷμα τους γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Ἐπίσης ὁ θεολόγος Παν. Σημάτης ἀναφέρεται ἐκτός τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί σέ πολλές Τοπικές Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μετά τό Σχίσμα πού καταδικάζουν ὡς αἱρετικές τίς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ[14].
Ἐνδεικτική εἶναι ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, καί Ἱεροσολύμων (1848): «ἀπό αὐτές τίς αἱρέσεις πού διαδόθηκαν σέ μεγάλο μέρος τῆς οἰκουμένης, γιά τούς λόγους πού γνωρίζει ὁ Κύριος, ἦταν κάποτε ὁ Ἀρειανισμός. Σήμερα εἶναι καί ὁ Παπισμός ... (τό Filioque) εἶναι αἵρεση καί αὐτοί πού τήν πιστεύουν αἱρετικοί ... γι' αὐτό καί ἡ μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀκολουθώντας τά ἴχνη τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν καί δυτικῶν, κήρυξε καί παλαιά ἐπί τῶν Πατέρων μας, καί ἀποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικῶς ... ὅτι εἶναι αἵρεση καί οἱ ὀπαδοί του αἱρετικοί ... Ἐπίσης, οἱ συνάξεις πού συγκροτοῦνται ἀπό αὐτούς εἶναι αἱρετικές καί κάθε κοινωνία πνευματική τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων ... μέ αὐτούς εἶναι ἀντικανονική, ὅπως ὁρίζει ὁ ζ΄ κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκ. Συνόδου»[15]. Παρόμοια ἀναφέρει καί ἡ ἐνΚωνσταντινουπόλει Σύνοδος (1895) : «ὑπάρχουν οὐσιώδεις διαφορές πού ἀφοροῦν στά θεοπαράδοτα δόγματα τῆς πίστεώς μας καί στό θεοσύστατο κανονικό πολίτευμα τῆς διοικήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν ... Ἡ Παπική Ἐκκλησία ...ὄχι μόνο ἀρνεῖται νά ἐπανέλθῃ στούς Κανόνες καί τούς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά στό τέλος τοῦ 19ου αἰ. εὐρύνοντας τό ὑφιστάμενο χάσμα, ἐπισήμως ἀνακήρυξε καί ἀλάθητο ... Ἡ σημερινή Ρωμαϊκή εἶναι Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων, τῆς παρερμηνείας τῆς Γραφῆς καί τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γι' αὐτό εὐλόγως καί δικαίως ἀποκηρύχθηκε καί ἀποκηρύσσεται ἐφ' ὅσον μένει στήν πλάνη της»[16].
Συνεπῶς, τό ἄν κάποιος - ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός - δέν ἀποδέχεται τή σαφῆ καί πάγια διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν ὁμόφωνη γνώμη τῶν Συνόδων Της καί τῶν Ἁγίων μας ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση, εἶναι θέμα προσωπικῆς του ἐπιλογῆς καί εὐθύνης.
Ἄς διερωτηθοῦμε ὅμως, ὡς ἔχοντες τήν εὐθύνη τῶν ποιμένων καί διδασκάλων τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί πολλές Σύνοδοι ὁμόφωνα καί ρητῶς ἀποφαίνονται, πῶς μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ νά δογματίζουμε ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶναι «ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινῶν ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν» ; Τότε μήπως καί ὁ ἐθνοφυλετισμός δέν εἶναι αἵρεση, ἤ οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου δέν εἶναι αἱρετικές ; Γιατί δύο μέτρα καί δύο σταθμά; Ἤ ἐμεῖς θά κρίνουμε κατά τό δοκοῦν ἡμῖν ὅτι κάποιες ἀπό τίς Τοπικές Συνόδους καί τίς ὁμοφώνως ἐκφρασθεῖσες γνῶμες τῶν Ἁγίων ἐκφράζουν τήν Ἐκκλησία καί κάποιες ὄχι; Ἐμεῖς ξέρουμε καλύτερα ἀπό ὅλους τούς Ἁγίους καί τίς Συνόδους ποῦ ἀπεφάνθησαν; δέν ἐγγίζει ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός τά ὅρια τῆς βλασφημίας ;
Ἐπί πλέον δέ, τί θά συμβεῖ ἄν αὐτή τή συλλογιστική γιά τόν Παπισμό τήν ἐπεκτείνουμε καί σέ ἄλλες αἱρέσεις π.χ. στούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, τούς Μορμόνους, τούς Πεντηκοστιανούς, τούς τηλευαγγελιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή «δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι' ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς αἱρετικοί ... διό καί εἶναι ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινῶν ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν, ἀφοῦ μόνο ἡ Ἐκκλησία δύναται νά χαρακτηρίζη δι' ἐπισήμου πράξεως ... ὡς αἱρετικούς ἤ σχισματικούς»;
Μελετώντας τά σχετικά κείμενα βλέπουμε τό ἑξῆς παράδοξο : στό παρελθόν ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁμόφωνα σχεδόν, χαρακτήριζε τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὡς αἱρετικούς (ἐλάχιστες οἱ ἐξαιρέσεις κυρίως στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ σχίσματος καί αὐτές ὂχι ἀπό μεγάλους θεολόγους). Τίς τελευταίες ὃμως δεκαετίες, ἀντίθετα, βλέπουμε ὃλο καί περισσότερο θεολόγους πού ὑπηρετοῦν στήν Οἰκουμενική Κίνηση, ἀρνούμενοι ἐντελῶς τή μακραίωνη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, νά ἰσχυρίζονται μέ χαρακτηριστική ἐπιμονή ὃτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν εἶναι αἱρετικοί! Ἡ ἒντονη αὐτή ἀντίθεση δημιουργεῖ εὒλογη ἀπορία : πῶς εἶναι δυνατόν Ὀρθόδοξοι θεολόγοι νά ἐκφράζονται ριζικά ἀντίθετα μέ τήν ἐκκλησιαστική τους παράδοση; Τί ἒχει συμβεῖ καί ἒχουμε τέτοια ὁμοφωνία στήν ἂρνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως στούς οἰκουμενιστικούς κύκλους τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων σέ αὐτό τό κρίσιμο θέμα;
Ἡ εὒλογη ἀπορία ἲσως βρίσκει τήν ἀπάντησή της στήν εἰσήγηση τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Μονάχου κ. Ἀθ. Βέλτση, ὁ ὁποῖος στήν ἐπιστημονική ἡμερίδα πού διοργάνωσε ἡ Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης μέ θέμα «Ὁ θεολογικός Διάλογος μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (Θεσσαλονίκη 20.5.2009)», ἀναφέρθηκε σέ συναντήσεις πού προηγήθηκαν τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου (1980), οἱ ὁποῖες «ὂχι μόνο προετοίμασαν τό Θεολογικό Διάλογο, ἀλλά θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ἐν πολλοῖς παραδειγματικές γιά τή λύση τῶν ἐκκρεμῶν θεολογικῶν ζητημάτων. Οἱ λύσεις πού ἒχουν προταθεῖ - κατά τόν καθηγητή - θά μποροῦσαν ἀκόμη σήμερα νά ἀποτελέσουν τή διέξοδο, ἀληθή διέξοδο στήν πορεία τῶν Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἑνότητας». Καί συνεχίζει ὁ καθηγητής Βέλτσης μέ τό ἑξῆς ἀποκαλυπτικό : «Τό 1976 σέ ἓνα ἀπό τά συμπόσια τοῦ Pro Οriente στό Πανεπιστήμιο τοῦ Graz ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς Joseph Ratzinger διετύπωσε μία πρόταση γιά τή λύση τοῦ ἐπίμαχου θεσμοῦ τῆς δικαιοδοσίας τῆς Ρώμης καί τῆς ἕνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς Καθολικῆς καί τῆς Ὀρθόδοξης. Ἡ ἑνότητα θά μποροῦσε - εἶπε ὁ Ratzinger - "νά ἐπιτευχθεῖ πάνω στή βάση ὃτι ἡ Ἀνατολή θά παραιτεῖτο ἀπό τό νά πολεμᾶ τή δυτική ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας ὡς αἱρετική καί θά ἀναγνώριζε τήν Καθολική Ἐκκλησία μέ ἐκείνη τή μορφή ὡς νόμιμη καί ὀρθή ἀπό ἂποψη πίστης, στήν ὁποία ἡ Καθολική Ἐκκλησία βρέθηκε μέσα ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας, ἐνῶ ἀντίστροφα ἡ Δύση θά ἀναγνώριζε τήν Ἀνατολή ὡς νόμιμη καί ὀρθή στήν πίστη σέ ἐκείνη τή μορφή τήν ὁποία αὐτή διατήρησε στήν ἱστορία της"»! Ὁ Ratzinger εἶναι σαφέστατος: «ἡ Ἀνατολή θά παραιτεῖτο ἀπό τό νά πολεμᾶ τή δυτική ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας ὡς αἱρετική»!
Μέ ἂλλα λόγια, σύμφωνα μέ τήν πρόταση τοῦ τότε καθηγητοῦ J. Ratzinger καί σημερινοῦ Πάπα Βενεδίκτου XVI, οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι πού διακονοῦν στό διάλογο δέν ὀφείλουν νά προσαρμόζουν τό θεολογικό τους λόγο καί τή συμπεριφορά στήν ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά νά συμμορφώσουν τήν παράδοσή μας στούς στόχους πού ἒχουν τεθεῖ σέ συνεννόηση μέ τόν Πάπα ! Ἂν θέλουν οἱ Ὀρθόδοξοι νά ὑπηρετοῦν τό Διάλογο θά πρέπει, κατά τόν Πάπα, νά μήν χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικά τά καινοφανῆ δόγματα τῆς Παπωσύνης καί νά ἑρμηνεύσουν τήν ἐκκλησιαστική τους παράδοση κατά τέτοιο τρόπο ὣστε νά μήν εἶναι σέ ἀντίθεση μέ τόν Παπισμό! Κατόπιν αὐτῶν, εἶναι πολύ «κακός» - κατά τόν π. Παΐσιο - ὁ λογισμός, ὃταν λέει ὃτι ὁ Πάπας φαίνεται νά καθορίζει σέ ὁρισμένα θέματα τό θεολογικό λόγο κάποιων συγχρόνων ὀρθοδόξων θεολόγων; Ἢ τέλος πάντων, γιά νά τό ποῦμε πιό κομψά, ὃτι ὁ θεολογικός λόγος κάποιων -ἀσφαλῶς ὂχι ὃλων - Ὀρθοδόξων εἶναι ἀποτέλεσμα ... συμφωνίας μέ τόν Πάπα;
Γιά ὁρισμένους, δυστυχῶς, τό ζητούμενο σήμερα δέν εἶναι νά προσαρμόσουν τή δική τους συμπεριφορά στήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ἀλλά νά «κόβουν καί ράβουν» τήν παράδοσή μας σύμφωνα μέ τούς στόχους πού αὐτοί ἒχουν θέσει... Καί ὃταν τά βρίσκουν δύσκολα μέ τήν πατερική διδασκαλία 10 αἰώνων μετά το Σχίσμα - ἡ ὁποία στό σύνολό της εἶναι ἐναντίον τῶν Παπικῶν δογμάτων - τήν ἀκυρώνουν μέ τό θεολογικότατο ἐπιχείρημα ὃτι εἶναι ... πολεμική, ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα εἲμαστε πλήρεις ... ἀγάπης !


Δ. Περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἤ Οἰκουμενική Κίνηση ;

Στήν προσπάθεια δικαιολογήσεως τῶν ἀντικανονικῶν συμπροσευχῶν ὁ καθηγητής ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτές εἶναι «ἀναπόφευκτος συνέπεια τῆς ἐπισήμου ἀποφάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμμετέχη δι' ἐκπροσώπων ... εἰς τά θεσμικά ὄργανα καί τάς δραστηριότητας τῆς συγχρόνου Οἰκουμενικῆς κινήσεως διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν» (Φειδᾶς, σ. 11).
Τίθεται λοιπόν ἕνα (ψευτο-) δίλλημα: περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἤ Οἰκουμενική Κίνηση; Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἡ ἄποψη τοῦ καθηγητοῦ εἶναι αὐθαίρετη! Διότι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ σημερινή πραγματικότητα βεβαιώνουν ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχει διαχριστιανικός διάλογος χωρίς συμπροσευχές μέ ἀπόλυτο σεβασμό στήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση :

1. Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία στήν ἱστορία της συνδιαλεγόταν μέ σχισματικούς καί αἱρετικούς ἀκόμα καί μέ ἑτεροθρήσκους, μέ πολλούς ἀπό τούς ὁποίους ἐκπληρώθηκε ἡ προσδοκία γιά ἕνωση. Καί ὅμως πάντοτε ἐπιβαλλόταν ἡ θερμή καί ἔντονη προσευχή, ἀλλά ἀπαγορευόταν αὐστηρά καί ἡ ἁπλή συμπροσευχή!

2. Τό ὅτι εἶναι ἐφικτό ἀλλά καί ἐπιβάλλεται νά συνδυάζονται διαχριστιανικές σχέσεις καί σεβασμός στήν ἐκκλησιαστική παράδοση ἄς ἀκούσουμε τόν ἔμπειρο στούς Θεολογικούς διαλόγους πρωτοπρεσβύτερο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Θεόδωρο Ζήση, ὁ ὁποῖος προτείνει τήν μόνη ἀποδεκτή ἀπό τήν ἐκκλησιαστική τάξη συμπεριφορά : «Ὑπάρχει καί ἄλλος τρόπος διαλόγου καί προσεγγίσεως τῶν ἑτεροδόξων, χωρίς συμφυρμούς, συμπροσευχές καί συλλείτουργα. Ἡ κατ' οἰκονομίαν ἁπλή σωματική παρουσία, χωρίς καμία προσευχητική ἤ λειτουργική συμμετοχή ... Ἀκόμη καί κατά τή ἔναρξη τῶν θεολογικῶν συζητήσεων σέ κοινή συνδιάσκεψη (στή Φερράρα), προσευχήθηκαν ξεχωριστά οἱ Λατίνοι καί ξεχωριστά οἱ Ὀρθόδοξοι, τακτική πού τηρεῖται μέχρι σήμερα σέ μερικούς ἀπό τούς θεολογικούς διαλόγους»[17].

3. Σχετική είναι και η Ἀνακοίνωση της 9/22-4-1980 της Ἱερᾶς Ἐκτάκτου Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω «Περὶ τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν», ὅπου μεταξύ άλλων παρακαλούσε το Ἅγ. Όρος ὅπως εἰς τὸ ἑξῆς «ὁ θεολογικὸς διάλογος οὐδόλως συνοδεύηται ἀπὸ συμ­προσευχάς, συμμετοχὰς εἰς τὰς λειτουργικὰς καὶ λατρευτικὰς συνάξεις ἑκατέρων καὶ λοιπὰς ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι ἐνδέχεται νὰ δώσουν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἡ ἡμετέρα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς πλήρη Ἐκκλη­σίαν καὶ τὸν Πάπαν ὡς κανονικὸν Ἐπίσκοπον Ρώμης. Τοιαῦται ἐνέργειαι παραπλα­νοῦν καὶ τὸ Ὀρθόδοξον πλήρωμα καὶ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, δίδοντες εἰς αὐτοὺς τὴν ἐσφαλμένην ἐντύπωσιν περὶ τοῦ τί φρονεῖ περὶ αὐτῶν ἡ Ὀρθοδοξία...»[18].

4. Ἄς μή ξεχνοῦμε, ἐπίσης, ὅτι μέχρι πολύ πρόσφατα διεξαγόταν θεολογικός διάλογος μέ τίς προχαλκηδόνιες Ἐκκλησίες. Καί ὅμως ποτέ δέν τέθηκε θέμα συμπροσευχῆς μαζί τους, διότι οἱ ἐκκλησίες αὐτές σέβονται τήν ἐκκλησιαστική τάξη ἐπ' αὐτοῦ τοῦ σημείου! Ἡ συμμόρφωση τῶν συμμετεχόντων στό θεολογικό αὐτό διάλογο μέ τήν κανονική παράδοση σέ τίποτα δέν παρεμπόδισε τόν διάλογο αὐτό νά προχωρήσει. Γιά ποιό λόγο λοιπόν νά μήν ἐφαρμοσθεῖ καί αὐτή ἡ πρακτική στίς ἐπαφές μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἤ τούς Προτεστάντες;

5. Στό ἴδιο πνεῦμα τῆς προτάσεως τοῦ π. Θεοδ. Ζήση εἶναι καί ἡ προαναφερθεῖσα ἀπό 31 Ἰανουαρίου 1952 Ἐγκύκλιος τῆς ὑπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα Πατριαρχικῆς Συνόδου πρός τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπου ἀποτρέπει τούς ἐκπροσώπους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πού συμμετέχουν σέ θεολογικούς διαλόγους ἀπό τίς συμπροσευχές.

6. «τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον θεωρεῖ αὐτονόητον τήν κανονικήν ἀπαγόρευσιν (τῆς συμπροσευχῆς μέ ἑτεροθρήσκους) καί τήν ἀποχήν ἀπ' αὐτῆς, χωρίς τοῦτο νά σημαίνῃ ὅτι ἡ ἀπαγόρευσις τῆς συμπροσευχῆς συμπαρασύρει εἰς ἀπαγόρευσιν καί τόν διαθρησκειακόν διάλογον» τονίζει καί ὁ σημερινός Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Κατά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη μπορεῖ νά ὑπάρχει διάλογος καί συνεργασία χωρίς συμπροσευχή!

7. Ἀντίθετα, ἡ λογική του κ. Φειδᾶ περί ἀρρήκτου συνδέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου μέ τίς συμπροσευχές εἶναι εἰς βάρος τῆς ἴδιας τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. Διότι μία προσπάθεια ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποδεκτή ἀπό κανένα Ὀρθόδοξο! Ἕνας διάλογος ὁ ὁποῖος θεμελιώνεται στήν παράβαση τῶν Ἱ. Κανόνων δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, παρά τήν ὅποια καλή διάθεση τῶν ἐμπλεκομένων! Τελικά σέ τί εἴδους Ὀρθόδοξη μαρτυρία προβαίνουν οἱ συμμετέχοντες σέ μία διαδικασία πού περιφρονοῦνται οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἡ μακραίωνη παράδοση καί ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἕνας τέτοιος διάλογος εἶναι ἐκ τῶν προτέρων ἀποτυχημένος καί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτός ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση !

8. «Κάνουμε μόνο ζημιά καί ἀντιθέτως δέν βοηθοῦμε καθόλου τόν διάλογο» λέει ἀπερίφραστα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός - ἐπί εἰκοσαετία συμπρόεδρος στόν Ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς - ἀναφερόμενος σέ ὁρισμένες συμπροσευχές τίς ὁποῖες καί χαρακτηρίζει ὡς «λάθη τραγικά» πού ἔχουν σοβαρές συνέπειες: «δυστυχῶς δημιουργοῦν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς νά ἔχουμε ἀπολύτως κανένα κέρδος. Ἔτσι δίνουμε τήν ἐντύπωση ὅτι σπεύδουμε νά κάνουμε μία Intercommunio, μία μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ἑτεροδόξους ... κάνουμε μόνο ζημιά καί ἀντιθέτως δέν βοηθοῦμε καθόλου τόν διάλογο»[19].

9. Τέλος ἡ συμμόρφωση μέ τούς Ἱ. Κανόνες καί ἡ ἄρνηση τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων νά συμμετέχουν σέ κοινή Θ. Λειτουργία (intercommunio, Λειτουργία τῆς Lima) - παρά τήν ἐπιμονή τῶν ἑτεροδόξων - σέ τίποτα δέν ἐμπόδισε, οὔτε στό ἐλάχιστο, τό διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους. Γιατί νά μήν τηρηθεῖ ἡ ἴδια στάση γιά κάθε μορφῆς συμπροσευχή;


Ε. Οἱ συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής συνομολογεῖ ὅτι ἡ αὐστηρότητα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐν τῇ λατρείᾳ ἐπικοινωνία μέ αἱρετικούς κατά τόν δ΄ αἰ. ὀφείλετο ἀποκλειστικά σέ ποιμαντικούς λόγους προστασίας τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ λαοῦ. Βέβαια ὑποστηρίζει ὅτι ἐξέλειπαν πλέον οἱ κίνδυνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ὑπονοεῖ ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχει κανένας λόγος γιά τήν ἀπαγόρευση τῆς συμπροσευχῆς μέ τούς αἱρετικούς στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως !
Ἀσφαλῶς δέν ὑφίστανται οἱ κίνδυνοι τοῦ δ΄ αἰ. Σήμερα ὅμως τά πράγματα εἶναι πολύ πιό σοβαρά καί ἐπικίνδυνα. δέν ὑπάρχει, ὅπως παλαιότερα, ὁ κίνδυνος ἀποχώρησης ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἔνταξης στή Ρωμαιοκαθολική, ἀλλά ἕνας πολύ σοβαρότερος: ἡ ἀλλοίωση τοῦ Ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου. Σήμερα, στήν ἐποχή τῆς ἐκκοσμικεύσεως, ὑπάρχει μία αὐξανόμενη ἀδιαφορία γιά τήν πίστη, πού τελικά σημαίνει ἀδιαφορία γιά τό ἴδιο τό εὐαγγελικό μήνυμα. Τό σύνθημα τῆς νέας ἐποχῆς εἶναι πολύ πιό ἐπικίνδυνο ἀπό ὁποιαδήποτε αἵρεση τοῦ παρελθόντος: «ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν στό Θεό. κανένας δέν δικαιοῦται τήν ἀποκλειστικότητα . ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο καί καμία θρησκεία δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἐκφράζει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια . παντοῦ ὑπάρχει μέρος τῆς ἀλήθειας . δέν ἔχει σημασία τί πιστεύει ὁ καθένας». Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀντίληψη αὐτή ἀνατρέπει τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀλλοιώνει τό Ὀρθόδοξο ἦθος τῶν πιστῶν, διότι ἀποτελεῖ καθολική ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου, ἀφοῦ ὁδηγεῖ σέ ἄρνηση τοῦ μοναδικοῦ Σωτήρα καί Λυτρωτή Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, θέλω νά πιστεύω, ὅτι κανένας ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ποιμένες δέ συμμερίζεται τή «θεωρία τῶν κλάδων» καί γενικότερα τή διδασκαλία τῆς νέας ἐποχῆς, ἀκόμα καί ἄν κάποιες διατυπώσεις τοῦ λόγου ἐπιτρέπουν καί ἄλλες ἀναγνώσεις (πχ. περί τῶν δύο πνευμόνων τοῦ Χριστιανισμοῦ !).
Ὅμως ὑπάρχει σοβαρό πρόβλημα ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι Ποιμένες, καί μάλιστα οἱ τά πρῶτα φέροντες, δίνουν τήν ἐντύπωση στόν ἁπλό λαό ὅτι δέν πρέπει νά προτάσσεται ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως, ὅτι δέν ἔχει καί πολλή σημασία τό δόγμα, ἀρκεῖ νά εἴμαστε «ἀγαπημένοι». Ἀλίμονο ὅταν τίθεται σέ ἀντιδιαστολή ἡ ἀκρίβεια τῆς πίστεως καί ἡ ἀγάπη !
Αὐτό βέβαια δέ λέγεται πλέον ρητῶς (εὐτυχῶς δέν ἐπαναλήφθηκαν οἱ ἀτυχεῖς (;) φράσεις τοῦ Ἀθηναγόρα), ἀλλά ὁ πιστός λαός, πού δυστυχῶς δέν γνωρίζει πολλά γιά τήν πίστη του, ὅταν βλέπει τούς ἡγέτες τῶν αἱρέσεων νά παρίστανται καί νά συμμετέχουν ἐνεργά στήν Ὀρθόδοξη λατρεία καί τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά συμπροσεύχονται συχνά-πυκνά μέ τούς αἱρετικούς ἐνδεδυμένοι ἄμφια (ὁ λαός καί τό μανδύα τό θεωρεῖ λειτουργικό ἔνδυμα), τό μήνυμα πού παίρνει εἶναι ὅτι δέν ἔχει σημασία τί πιστεύουμε, δέν ἔχουν σημασία οἱ διαφορές στήν πίστη, ἀφοῦ ὅλοι τό ἴδιο εἴμαστε καί ὅλοι μποροῦμε ἀπό κοινοῦ νά στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ συμπροσευχόμενοι. Εἶναι προφανής ἡ ζημιά πού γίνεται, καί μετά ἄς κάνουμε ὅσα κηρύγματα θέλουμε γιά τή μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν ἀξία τῆς ἀληθοῦς πίστεως κοκ. Ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ μας ἔχει ἤδη ἀλλοιωθεῖ ! Καί ἔτσι φτάσαμε - γιά νά χρησιμοποιήσω περιστατικό ἀπό τήν πόλη μου - θεολόγος καθηγητής, αὐτοπροβαλλόμενος ὡς ὑπέρμαχος τοῦ διεκκλησιαστικοῦ διαλόγου, νά μή βλέπει τό παραμικρό ἐκκλησιολογικό πρόβλημα ἄν κάποιοι Ὀρθόδοξοι συστηματικά, κάθε Κυριακή, ἐκκλησιάζονται καί ψάλλουν στο Ρωμαιοκαθολικό Ναό τῶν Πατρῶν! Αὐτό δέν εἶναι σχετικοποίηση τῆς πίστεως, πλήρης ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου, πλήρης καταστροφή τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀντανακλαστικῶν; Πραγματικά ἡ κορύφωση τῆς τραγικότητας καί τῆς σύγχυσης - καί μάλιστα στό λόγο θεολόγου ! Γιά τό κατάντημα αὐτό δέν ἔχουν εὐθύνη οἱ τά πρῶτα φέροντες τῆς Ἐκκλησίας μας καί συμπροσευχόμενοι μέ τούς ἑτεροδόξους εὐκαίρως-ἀκαίρως ;
Ἐκτός ἄν ὅλες αὐτές οἱ συμπροσευχές γίνονται ἐπίτηδες γιά νά προκαλέσουν καί κυρίως νά διαμορφώσουν ἕνα τέτοιο ἦθος στούς πιστούς μας, ὥστε νά ἐξαλειφθεῖ κάθε ἀντίσταση στά σχέδια κάποιων! Μήπως, δηλαδή, κάποιοι γιά τό μόνο πού ἐνδιαφέρονται εἶναι νά πραγματοποιηθεῖ πάσῃ θυσίᾳ μία, ὁποιασδήποτε μορφῆς, «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν». Καί ὡς μοναδικό δρόμο ἐπέλεξαν τή θεωρία-μεθόδευση πού, κατά τόν Μητροπολίτη Τυρολόης (τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου) κ. Παντελεήμονα, «διετυπώθη ὑπό τινῶν Ρωμαιοκαθολικῶν συνέδρων» στή Β΄ Βατικανή Σύνοδο ὅτι "ἡ ἕνωσις θά ἐπιτευχθεῖ σταδιακῶς καί οὐχί διά διαπραγματεύσεων ἐκκλησιαστικο-θεολογικῶν σέ τρία στάδια: α) φιλία καί ψυχολογική προπαρασκευή (σημ. συντ: ἔχει ἤδη συντελεσθεῖ), β) μερική μυστηριακή κοινωνία (σημ. συντ: συντελεῖται διά τῶν συμπροσευχῶν) καί γ) πλήρης μυστηριακή κοινωνία"»[20]. Μήπως ἐκεῖ συστηματικά ὁδηγεῖ ἡ περιφρόνηση τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἁπλῶς δέν ὁμολογεῖται ;

π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
Πάτρα 22 . 6 . 2009


[1] Ὁλόκληρο τό ἂρθρο στή διαδικτυακή τοποθεσία : www.alopsis.gr/alopsis/feidas.pdf
[2] Ἰω. Σταματάκου, Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης (Ἀθῆναι 1972), σ. 950.
[3] G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, (Ὀξφόρδη 1961), σ.σ. 1290, 1325-1326.
[4] Πράξ. 26, 29. Ρώμ. 9, 3. 2 Κορινθ. 13, 7, 9. Ἰακ. 5, 16. 3 Ἰωάν. 2.
[5] PG 140, 620Α.
[6] Σ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, (Ἀθῆναι 1969), τ. Β΄ σ. 367.
[7] Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, σ.σ. 905-925.
[8] Ἰ. Πόποβιτς, «Ὀρθοδοξία καί "Οἰκουμενισμός". Μία Ὀρθόδοξος γνωμάτευσις καί μαρτυρία», στό Κοινωνία, 18,2 (1975), σ. 98.
[9] «Ἐγκύκλιος πρός τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» (31 Ἰανουαρίου 1952), στό : Καρμίρη, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, σ.σ. 962-963.
[10] Β. Ἀρχοντώνη, Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.
[11] Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 1334/24.9.99.
[12] Ἀναλυτικότερα βλ. Ἀν. Γκοτσοπούλου, «οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», Πάτρα 2008, σ. 56-114, ὅπου καί σχετική βιβλιογραφία.
[13] Γιά νά θυμηθοῦμε ὁλοκλήρους τούς ὕμνους : «Κωνσταντίνου ἡ πόλις, Πρωτοκλήτου λυχνία τε ἄγει ἑορτήν λαμπροφόρον δεχομένη τόν Πρόεδρον, Ρωμαίων Ἐκκλησίας τῆς σεπτῆς, καθέδρας Κορυφαίου μαθητοῦ, φιλαδέλφῳ διαθέσει τε ἐκ ψυχῆς, εὐξώμεθα γηθοσύνως : Μεῖνον, Παράκλητε, ἐν ἡμῖν, ἄγων ἡμᾶς πρός σήν ἀλήθειαν, ἵν' ὁμοφώνως στόματι ἑνί, καρδίᾳ Σέ δοξάζωμεν» καί «Ναῦς, ἡ πάντιμος Ὀρθοδοξίας ἀγλαΐζεται νῦν δεχομένη, ἐκ Δυσμῶν σεπτόν Ποιμένα καί Πρόεδρον καλλιεροῦσα δ' εὐσήμως εὐφραίνεται ἐν εὐσεβείᾳ Χριστόν ἱκετεύουσα: Τῇ δυνάμει σου τόν κόσμον σου περιφρούρησον ἐν' ὁμονοίᾳ συντηρῶν ὡς ὑπεράγαθος» καί τήν δέηση : «Ἒτι δεόμεθα ὑπέρ τοῦ Ἁγιωτάτου Ἐπισκόπου καί Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί Πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καί ὑπέρ τοῦ κατευθυνθῆναι τά διαβήματα αὐτῶν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν» !
[14] Π. Σημάτη, Εἶναι αἵρεση ὁ Παπισμός; Τί λένε οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί οἱ Ἅγ. Πατέρες, σ.σ. 23-56.
[15] Ἀνωνύμου, Ὁ πειρασμός τῆς Ρώμης, ἔκδ. Ι.Μ.Κουτλουμουσίου, σ.σ. 85-115.
[16] Καρμίρη, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, σ.σ. 932-946.
[17] Θ. Ζήση, «Γιά τή συμπροσευχή Πατριάρχου καί Πάπα ποιά σύνοδος θά ἐπιβάλει τήν κανονικότητα;», Θεοδρομία, 6,2 (2004), σ.σ. 174-175.
[18] Ἱερᾶς Ἐκτάκτου Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὅρους Ἄθω, «Περί τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν», Κοινωνία, 23,2 (1980), σ.σ. 126-127.
[19] Στυλιανοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας, «Ὁ μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν Θεολογικός Διάλογος, Προβλήματα καί προοπτικές», Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 29 (1986-1989), σ.σ. 22-24.
[20] Π. Ροδόπουλος, Μητρ. Τυρολόης καί Σερεντίου, στό Π. Σημάτη, Ἡ Πατερική στάση στούς θεολογικούς διαλόγους καί ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, Τρίκαλα-Ἀθήνα 2008, σ. 51.

Re: «Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

8
Δεν ειναι μαλλον καθολου τυχαιο το γεγονος οτι ο καθηγητης Βλασιος Φειδας στην εγκυκλοπαιδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ γραφει πολυ καλα λογια για τον Αθηναγορα.

Re: «Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» Προσεγγίζοντας την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας

9
Τι απάντησε ο Κύριος Ιησούς Χριστός γιά τον Οικουμενισμό στον αγιασμένο γέροντα π. Εφραίμ Κατουνακιώτη!

Συγκεκριμένο σημείο από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης του Καθηγητή της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., κ. Δημ. Τσελεγγίδη στον Διευθυντή Προγράμματος του Ρ/Σ της Πειραϊκής Εκκλησίας κ. Λυκούργο Μαρκούδη. (24-02-2016)
Εικόνα
π. Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­της
«ἄνωθεν ἀποκάλυψη»
Στή συ­νέ­χεια, θά πῶ κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει νά κά­νει μέ προ­σω­πι­κή κα­τά­θε­ση.
Συν­δε­ό­μου­να ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες μέ τόν π. Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ἦ­θος καί τό φρό­νη­μα εἶ­ναι ἐ­γνω­σμέ­να.
Εἶ­ναι ἐ­γνω­σμέ­νο, ἐ­πί­σης, ὅ­τι εἶ­χε κι αὐ­τός «πνευ­μα­τι­κή τη­λε­ό­ρα­ση».
Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μέ­να, πολ­λές φο­ρές πή­γαι­να μέ τήν πρό­θε­ση, νά θέ­σω κά­ποι­α ἐ­ρω­τή­μα­τα πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­να,
μέ μί­α ἀ­ξι­ο­λο­γι­κή σει­ρά, καί χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τό δι­κό μου λε­ξι­λό­γιο.
Καί ὅ­ταν πή­γαι­να κον­τά του, χω­ρίς νά τοῦ θέ­σω κἄν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε μέ αὐ­τήν τή δι­α­δο­χή τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των πού εἶ­χα καί μέ τό λε­ξι­λό­γιό μου. (!)
Τό λέ­ω, ὡς προ­σω­πι­κή πεί­ρα. Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ κά­τι και­νο­φα­νές. Αὐ­τό συ­νέ­βαι­νε καί μέ πολ­λούς ἄλ­λους.
Κά­πο­τε, λοι­πόν, νε­α­ρός τό­τε κα­θη­γη­τής στή Θε­ο­λο­γι­κή, μι­λᾶ­με τώ­ρα πρίν ἀ­πό τριά­ντα χρό­νια, τοῦ εἶ­πα τό ἑ­ξῆς.
Ἐ­πει­δή καί στή Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, τό κλῖ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀν­θεῖ, εἶ­χα κά­ποι­α ἔν­το­να προ­βλή­μα­τα καί ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἐ­πει­δή ἔ­βλε­πα νά ἐκ­προ­σω­πεῖ­ται ἀ­πό σε­βα­στούς, κα­τά τά ἄλ­λα, κα­θη­γη­τές.
Φυ­σι­κά, τό­σο ἡ συ­νεί­δη­σή μου ὅ­σο καί οἱ γνώ­σεις μου ἀν­τι­δροῦ­σαν μέν, ἤ­θε­λα ὅ­μως, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή μου θέ­ση,
νά ἔ­χω καί τήν χα­ρι­σμα­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση, πρᾶγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­να καί σέ πά­ρα πολ­λά ἄλ­λα θέ­μα­τα.
Τόν ρώ­τη­σα, λοι­πόν, ἐ­πί τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου, μή­πως μπο­ρεῖ νά μοῦ πεῖ τί πρᾶγ­μα εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός.
Μοῦ ἀ­πήν­τη­σε ἀ­πε­ρί­φρα­στα καί χω­ρίς καμ­μί­α δυ­σκο­λί­α:
«Αὐ­τήν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, παι­δί μου, μοῦ τήν ἔ­χει κά­νει κι ἕ­νας ἀ­κό­μη νω­ρί­τε­ρα ἀ­πό σέ­να.
Ἐ­γώ, ἐ­δω­πέ­ρα ἐ­πά­νω, βρί­σκο­μαι σα­ράν­τα χρό­νια στά βρά­χια.
Ἔ­χω ξε­χά­σει καί τά ἑλ­λη­νι­κά μου»- ση­μει­ω­τέ­ον τε­λεί­ω­σε σχο­λαρ­χεῖ­ο-«ἀλ­λά μ’ αὐ­τό τό θέ­μα δέν ἔ­χω ἀ­σχο­λη­θεῖ.
Γι’ αὐ­τό, ἐ­πει­δή ἔ­πρε­πε νά τό ἀ­παν­τή­σω, ἀ­φοῦ δέ­χτη­κα ἐ­ρώ­τη­μα καί δέν εἶ­χα κα­μί­α γνώ­μη πά­νω στό θέ­μα,
πῆ­γα στό κελ­λί μου καί προ­σευ­χή­θη­κα καί ρώ­τη­σα τόν Χρι­στό νά μέ πλη­ρο­φο­ρή­σει τί εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός.
Πῆ­ρα τήν ἀ­πάν­τη­σή του, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ἔ­χει πνεῦ­μα πο­νη­ρί­ας καί κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πό ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα».
Καί τόν ρώ­τη­σα, πῶς ἀ­κρι­βῶς πι­στο­ποι­ή­θη­κε αὐ­τό.
Μοῦ ἀ­πάν­τη­σε, πώς «με­τά τήν προ­σευ­χή γέ­μι­σε τό κελ­λί μου ἀ­πό ἀ­φό­ρη­τη δυ­σω­δί­α, ἡ ὁ­ποί­α μοῦ ἔ­φερ­νε ἀ­σφυ­ξί­α στήν ψυ­χή, δέν μπο­ροῦ­σα νά ἀ­να­πνεύ­σω πνευ­μα­τι­κά».
Τόν ρώ­τη­σα, ἄν αὐ­τό ἦ­ταν ἕ­να ἔ­κτα­κτο γε­γο­νός γι’ αὐ­τόν ἤ ἄν ἔ­τσι τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ Χρι­στός σέ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις καί μέ βε­βαί­ω­σε, ὅ­τι «σέ ὅ­λες τίς πε­ρι­πτώ­σεις, πού εἶ­ναι μπλεγ­μέ­νες μέ μά­για, μέ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­ση, στήν ὁ­ποί­α μέ εἰ­σά­γει.
Με­ρι­κές φο­ρές ὑ­πάρ­χει καί λε­κτι­κή ἀ­πάν­τη­ση, ἀλ­λά στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση καί ἔ­χω ἀ­πό­λυ­τη τή βε­βαι­ό­τη­τα, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός δέν ἔ­χει τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ἀλ­λά τό πνεῦ­μα τό ἀ­κά­θαρ­το».
Αὐ­τό πού λέ­γω αὐ­τή τή στιγ­μή, θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς, ἐν­δε­χο­μέ­νως, ὅ­τι ἔ­χει χα­ρα­κτῆ­ρα ἐν­τυ­πώ­σε­ων.
Σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ, ὅ­τι χά­ρη­κα πά­ρα πο­λύ, ἐ­πει­δή αὐ­τό, πού εἶ­πε σέ μέ­να προ­σω­πι­κά, τό εἶ­δα κα­τα­γραμ­μέ­νο καί ἀ­πό τήν εὐ­λα­βῆ συ­νο­δεί­α του, πού δη­μο­σί­ευ­σε ἕ­ναν τι­μη­τι­κό Τό­μο γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πό του,
τήν πνευ­μα­τι­κό­τη­τά του καί τά λό­για του.
Πι­στο­ποι­εῖ­ται λοι­πόν καί ἀ­πό ἐ­κεῖ, ἀλ­λά ἐ­γώ τό δι­ε­σταύ­ρω­σα καί μέ ἄλ­λους ἀ­ξι­ό­πι­στους θε­ο­λό­γους, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νέ­βη νά τό ἀ­κού­σουν προ­σω­πι­κά.
Δέν τό ἔ­χω πεῖ δη­μο­σί­ᾳ μέ­χρι τώ­ρα, ἀλ­λά τό ἔ­φε­ραν ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα, πού μέ ἀ­ναγ­κά­ζουν νά τό πῶ.

Βε­βαί­ως, αὐ­τό ἔ­παι­ξε ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ρό­λο στήν στά­ση μου ἀ­πέ­ναν­τι στόν Οἰ­κου­με­νι­σμό.
Ἐ­γώ, βε­βαί­ως, ὡς κα­θη­γη­τής, ὡς ἐ­πι­στή­μων, ὀ­φεί­λω σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση νά τό ἀ­να­κρί­νω τό θέ­μα μέ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά κρι­τή­ρια
καί νά τεκ­μη­ρι­ώ­νω τήν ἄ­πο­ψή μου ἐ­πι­στη­μο­νι­κά καί αὐ­τό κά­νω καί στά μα­θή­μα­τά μου, βῆ­μα πρός βῆ­μα.
Ὅ­μως θε­ω­ρῶ, πώς ἡ κα­τά­θε­ση αὐ­τή εἶ­ναι ση­μαν­τι­κή, για­τί γί­νε­ται μέ τρό­πο χα­ρι­σμα­τι­κό ἀ­πό ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν γνω­ρί­ζει κά­τι γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τό τό πρό­βλη­μα, δέν ἔ­χει δι­α­βά­σει, δέν ἔ­χει ἀ­κού­σει, ἀλ­λά κα­τα­θέ­τει τήν ἄ­με­ση πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α του.
Νο­μί­ζω, ὅ­τι μι­λοῦν ἐ­δῶ τά ἴ­δια τά πράγ­μα­τα.
Σελίδες 45-46
Συνέντευξη στην Πειραϊκή Ἐκκλησία για την ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ by EpomeniToisAgPatrasi

Δημ. Τσελεγγίδη:«Αγία και Μεγάλη Σύνοδος: Κρίσεις και Προβληματισμοί»

phpBB [video]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Οικουμενισμός - Πανθρησκεία”

cron