Επιστήμη
Ο όρος επιστήμη με την ευρεία έννοια αρχικά δήλωνε το οργανωμένο σώμα της εξακριβωμένης και τεκμηριωμένης γνώσης.
Ο πρώτος αυτός ορισμός διατυπώνεται στο έργο Θεαίτητος του Πλάτωνα όπου ένας από τους συνομιλητές αναφέρει ότι «έστιν ουν επιστήμη δόξα αληθής μετά λόγου», δηλαδή η επιστήμη αποτελεί βεβαιωμένη με λογικά επιχειρήματα γνώση. Πολλές από τις ανθρώπινες προκαταλήψεις γύρω από τον τρόπο που λειτουργεί το σύμπαν έχουν αμφισβητηθεί κατά καιρούς από τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις.
Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος είναι πιο περιορισμένος και δηλώνει το σύστημα απόκτησης γνώσης με βάση την επιστημονική μεθοδολογία που βασίζεται στην επιστημονική έρευνα, καθώς και στην οργάνωση και ταξινόμηση της αποκτώμενης με αυτόν τον τρόπο γνώσης. Διακρίνουμε συνεπώς διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς που εντάσσονται συνήθως σε τέσσερις μεγάλες ομάδες, τις θετικές επιστήμες, τις εφαρμοσμένες επιστήμες, τις ανθρωπιστικές επιστήμες και τις κοινωνικές επιστήμες.
Θετικές και φυσικές επιστήμες: ασχολούνται με τη μελέτη των φυσικών φαινομένων και των τυπικών συστημάτων με βάση την παρατήρηση, το πείραμα και τη λογική.
Κοινωνικές επιστήμες: ασχολούνται με τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ανθρώπινης κοινωνίας, στη βάση της παρατήρησης και της λογικής.
Ανθρωπιστικές επιστήμες: ασχολούνται με τη διερεύνηση της ανθρώπινης κατάστασης μέσω της λογικής και της τέχνης.
Εφαρμοσμένες επιστήμες: ασχολούνται με την πρακτική επίλυση προβλημάτων μέσω συστηματικών μεθοδολογιών και την επιστημονική θεμελίωση των μεθόδων αυτών (συνήθως αποτελούν εφαρμογή κάποιων θετικών επιστημών, αλλά μπορεί να έχουν και επιρροές από τις κοινωνικές επιστήμες).
Η ταξινόμηση αυτή είναι μόνο συμβατική, ενώ δεν είναι σπάνιο ένα επιστημονικό πεδίο να συνθέτει στοιχεία από διαφορετικούς κλάδους. Όταν αυτό το γεγονός ορίζει τον χαρακτήρα του πεδίου, μιλάμε για διεπιστημονικό πεδίο, διακλαδική επιστήμη ή διεπιστήμη (π.χ. βιβλιοθηκονομία, επιστήμη συστημάτων, γνωσιακή επιστήμη κλπ).
Η επιστημονική διαδικασία είναι η συστηματική έρευνα της νέας γνώσης σε ένα σύστημα. Αυτή η συστηματική έρευνα είναι γενικώς η επιστημονική μέθοδος και το σύστημα γενικώς είναι η φύση. Επιστήμη επίσης είναι η επιστημονική γνώση που έχει συστηματικά αποκτηθεί μέσω της επιστημονικής διαδικασίας. Μερικά από τα ευρήματα της επιστήμης μπορεί να είναι εντελώς αντίθετα προς την ανθρώπινη διαίσθηση. Η ατομική θεωρία για παράδειγμα υποδηλώνει ότι ένας στερεός βράχος που εμφανίζεται ως βαρύς, σκληρός, γκρίζος κλπ. είναι στην πραγματικότητα ένας συνδυασμός από υπατομικά σωμάτια με καμία από αυτές τις ιδιότητες, τα οποία κινούνται ταχύτατα σε μία περιοχή που αποτελείται κυρίως από κενό χώρο.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF% ... E%BC%CE%B7
Θεολογία
Θεολογία (σύνθετη από τις λέξεις θεός και λόγος) είναι η επιστήμη της μελέτης της θρησκευτικής πίστης, πρακτικής και εμπειρίας αλλά και της μερικής κατανόησης των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται ως η λογική και συστηματική μελέτη του Θεού και της σχέσης του με τον κόσμο και η επιστήμη[1] που διαπραγματεύεται την ύπαρξη, τη φύση και τις ιδιότητες του Θεού, τις αρχές και την εξουσία του, τα δόγματα που ορίζουν την ορθότητα της πίστης και τα λατρευτικά καθήκοντα προς το Θεό. Επιπλέον μπορεί ως όρος να εκφράζει μια θεολογική θεωρία ή σύστημα ή μία ειδική κατηγορία θεολογικού δόγματος. Ακόμη θεολογία, από τις χαλκηδόνιες εκκλησίες, χαρακτηρίζεται η ιδιαίτερη κατάσταση του ανθρώπου, ο οποίος δεχόμενος την αγιαστική χάρη (φωτισμό) του Αγίου Πνεύματος, εκφράζει με τη μαρτυρία του το λόγο, την επιθυμία ή τη γνώση των ενεργειών (τη δυνατή δηλαδή από τον άνθρωπο κατανόηση) του Θεού.
Θεολόγος μπορεί να χαρακτηριστεί ακαδημαϊκά ο ειδικός στη θεολογία και τη μελέτη των θρησκειών και των θρησκευτικών διδασκαλιών, ο κάτοχος πτυχίου θεολογικής σχολής ή ο μελετητής κλάδων της θεολογίας. Εκκλησιολογικά θεολόγος αποκαλείται αυτός που μεταφέρει το λόγο του Θεού στον κόσμο, όπως για παράδειγμα η Εκκλησία έχει αποδώσει τον τίτλο του Θεολόγου στον Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Ιστορία του όρου
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα έργα του Πλάτωνα και άλλων Ελλήνων φιλόσοφων με αναφορά στη διδασκαλία του μύθου. Υπήρξαν πολλές μορφές και απόψεις θεολογίας στον προχριστιανικό κόσμο, από την ορφική θεολογία έως την Ελεατική σχολή, το Δημόκριτο, τους Σοφιστές και τον Αριστοτέλη. Πάντα όμως η θεολογία εξελισσόταν παράλληλα και εντός της φιλοσοφίας στον αρχαιοελληνικό κόσμο και όχι συστηματικοποιημένα.
Στο δέκατο βιβλίο των Νόμων ο Πλάτωνας πραγματεύεται το θέμα της θεολογίας. Η συζήτηση αυτού του θέματος ανοίγει όταν ένας από τους τρεις συνομιλητές του διαλόγου, ο Αθηναίος ξένος, που μπορεί να είναι ο Πλάτωνας, θίγει το πολιτικό πρόβλημα των εγκλημάτων ενάντια στους Θεούς, ειδικότερα της βλασφημίας και της ασεβούς δράσης των νέων. Σύμφωνα με τον Αθηναίο, η βλασφημία και οι ασεβείς ενέργειες τους οφείλονται στο ότι έχουν τρεις λανθασμένες αντιλήψεις για τους θεούς : θεωρούν είτε ότι οι Θεοί δεν υπάρχουν, είτε ότι οι Θεοί υπάρχουν αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις, ή ότι οι Θεοί μπορούν να πειστούν εύκολα από τον άδικο εάν τους δίνονται προσφορές υπό μορφή θυσιών και προσευχών. Η θεολογία των Νόμων είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Αθηναίου ξένου να αντικρούσει αυτές τις λανθασμένες απόψεις, ή να παρέχει τα επιχειρήματα που θα διαθέσουν τον ασεβή νέο και άλλους σε μια σωστή κατανόηση του θείου.
Στο Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες η θεολογία συνίσταται στη χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου, προκειμένου το περιεχόμενο της θείας αποκάλυψης να διατυπωθεί με όρους που είναι αποδεκτοί από την ανθρώπινη διάνοια. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας είναι ότι στη θεολογία η χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου στοχεύει εκ των προτέρων στην επίτευξη μιας σύγκλισης της θεωρητικής αλήθειας με τη θεία αποκάλυψη, ενώ στη φιλοσοφία καμία αποκάλυψη δεν είναι δεσμευτική για την έκβαση της θεωρητικής αναζήτησης.
Η μονοθεϊστική θεολογία πραγματεύεται όρους όπως η αμαρτία, η πίστη, η συγχώρηση και εξετάζει τα πλαίσια της συμφωνίας του Θεού με την ανθρωπότητα σε θέματα όπως η σωτηρία και η εσχατολογία. Η θεολογία συνήθως θεωρεί δεδομένη την πνευματική εξουσία ενός θρησκευτικού δασκάλου ή την ισχύ μιας θρησκευτικής εμπειρίας. Διακρίνεται από τη φιλοσοφία στο ενδιαφέρον της για τη δικαίωση και την εξήγηση μιας πίστης, παρά στην επερώτηση των ελλοχευουσών υποθέσεων μιας τέτοιας πίστης, αλλά υιοθετεί συχνά φιλοσοφικές μεθόδους.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE% ... E%AF%CE%B1