Το πάθος της οργής και του θυμού

1
Εικόνα
Ἡ ΩΦΕΛΕΙΑ ἀπὸ τὶς ἰατρικὲς συμβουλὲς φαίνεται μετὰ τὴν ἐφαρμογή τους. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς διδασκαλίες. Ἡ σοφία καὶ ἡ ὠφέλειά τους γιὰ τὴ διόρθωση τῆς ζωῆς καὶ τὴν τελειοποίηση τῶν πιστῶν ἀκροατῶν φαίνεται μετὰ τὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογή τους.
Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ἀφοῦ ἀκούσαμε τὸν κατηγορηματικὸ στίχο τῶν Παροιμιῶν, «Ἡ ὀργὴ καταστρέφει καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς φρονίμους» (Παροιμ. 15:1)· ἀφοῦ ἀκούσαμε τὴν ἀποστολικὴ προτροπή, «Διῶξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, ὀργή, κραυγή, κατηγόρια, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη κακότητα» (Ἐφ. 4:31)· ἀφοῦ ἀκούσαμε ἀκόμα τὸν Κύριο νὰ λέει, «Ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς λόγο, πρέπει νὰ δικαστεῖ» (Ματθ. 5:22)· κι ἀφοῦ ἀποκτήσαμε πείρα αὐτοῦ τοῦ πάθους, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ θέλησή μας, ἀλλὰ σὰν ἀπροσδόκητη καταιγίδα μᾶς προσβάλλει ἀπ’ ἔξω, μποροῦμε καλύτερα νὰ γνωρίσουμε τὸ μεγαλεῖο τῶν θείων ἐντολῶν.

*

«Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος ἔχει ἀποκρουστικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἐμφάνιση» (Παροιμ. 11:25). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πάθος αὐτὸ θὰ διώξει τὴ λογικὴ καὶ θὰ κυριέψει μιὰ ψυχή, ἀποθηριώνει ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν κάνει ἀπάνθρωπο, γιατί δὲν τὸν κατευθύνει πιὰ ἡ λογική.
Ὅπως τὸ δηλητήριο στὰ φαρμακερὰ φίδια, ἔτσι εἶναι ὁ θυμὸς στοὺς ὀργισμένους. Λυσσοῦν σὰν τὰ σκυλιά, ὁρμοῦν σὰν τοὺς σκορπιούς, δαγκώνουν σὰν τὰ φίδια. Ὁ θυμὸς κάνει τὶς γλῶσσες ἀχαλίνωτες καὶ τὰ στόματα ἀπύλωτα. Ἀσυγκράτητα χέρια, βρισιές, κοροϊδίες, κακολογίες, πληγὲς καὶ ἄλλα ἀναρίθμητα κακὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὸ θυμό.

Ἐξαιτίας τοῦ θυμοῦ, ξίφη ἀκονίζονται, δολοφονίες τολμῶνται, ἀδέλφια χωρίζουν καὶ συγγενεῖς ξεχνοῦν τὸν συγγενικὸ δεσμό τους. Οἱ ὀργισμένοι ἀγνοοῦν πρῶτα τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς κι ἔπειτα ὅλους τοὺς οἰκείους. Ὅπως οἱ χείμαρροι παρασύρουν κατεβαίνοντας τὸ καθετί, ἔτσι καὶ ἡ βίαιη κι ἀσυγκράτητη ὁρμὴ τῶν ὀργισμένων δὲν ὑπολογίζει τίποτα. Οἱ θυμωμένοι δὲν σέβονται τοὺς γέροντες, τὴν ἐνάρετη ζωή, τὴ συγγένεια, τὶς προηγούμενες εὐεργεσίες, οὔτε τίποτ’ ἄλλο σεβαστὸ καὶ ἔντιμο. Ὁ θυμὸς εἶναι μιὰ πρόσκαιρη τρέλα.
Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψει αὐτὸ τὸ κακό; Πῶς μερικοὶ εἶναι τόσο εὐέξαπτοι, πού μὲ τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ θυμώνουν; Φωνάζουν καὶ ἀγριεύουν καὶ ὁρμοῦν πιὸ ἀδίσταχτα κι ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία. Δὲν σταματοῦν προτοῦ ξεθυμάνει ἡ ὀργὴ τους σ’ ἕνα μεγάλο καὶ ἀνεπανόρθωτο κακό. Οὔτε τὸ σπαθὶ οὔτε ἡ φωτιὰ οὔτε κανένα ἄλλο φόβητρο εἶναι ἱκανὸ νὰ συγκρατήσει τὴν ψυχὴ ποὺ ἔγινε μανιακὴ ἀπὸ τὴν ὀργή. Οἱ ὀργισμένοι δὲν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους σὲ τίποτα, οὔτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ οὔτε στὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση.

Βράζει μέσα στὴν καρδιὰ τὸ αἷμα ἐκείνων ποὺ διψοῦν γιὰ ἐκδίκηση. Ταράζεται καὶ κοχλάζει μὲ τὴ φλόγα τοῦ πάθους. Ὅταν βγεῖ στὴν ἐπιφάνεια ἀλλάζει τὴν ὄψη τοῦ ὀργισμένου. Μεταβάλλει σὰν θεατρικὴ προσωπίδα τὴ συνηθισμένη καὶ γνώριμη σ΄ ὅλους μορφή του. Ἀγνώριστη γίνεται ἡ γνωστὴ ὄψη τῶν ματιῶν του. Τὸ βλέμμα του εἶναι παράφορο καὶ ξαναμμένο. Τρίζει τὰ δόντια σὰν τοὺς χοίρους ποὺ συμπλέκονται. Τὸ πρόσωπό του φουντώνει καὶ μελανιάζει. Ὁλόκληρο τὸ σῶμα του παραμορφώνεται. Οἱ φλέβες τεντώνονται, λὲς καὶ θὰ σπάσουν, καθὼς ἡ ψυχὴ του συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ταραχή. Ἡ φωνὴ γίνεται σκληρὴ καὶ ἄγρια. Τὰ λόγια ἄναρθρα, ἀσυνάρτητα, ἄτακτα ἀπρόσεκτα καὶ ἀκατανόητα.

Ὅταν μάλιστα ἀνάψει ἡ ὀργὴ σὲ βαθμὸ ἀνεξέλεγκτο, ὅπως ἡ φλόγα ποὺ τροφοδοτεῖται μὲ ἄφθονα ξύλα, τότε προπαντὸς βλέπει κανεὶς θέαμα ποὺ οὔτε μὲ λόγια περιγράφεται οὔτε μὲ ἔργα παριστάνεται. Βλέπει κανεὶς χέρια νὰ σηκώνονται ἐναντίον συνανθρώπων καὶ νὰ πέφτουν σὲ κάθε σωματικὸ μέλος. Βλέπει ἀκόμα πόδια νὰ χτυποῦν ἄσπλαχνα εὐαίσθητα σημεῖα. Βλέπει τὸ καθετὶ νὰ γίνεται ὅπλο τῆς μανίας. Καὶ ἂν τύχει νὰ κυριεύεται κι ὁ ἀντίπαλος ἀπὸ τὸ ἴδιο πάθος, δηλαδὴ ἀπὸ παρόμοια ὀργὴ καὶ μανία, τότε συμπλέκονται καὶ παθαίνουν ὅσα εἶναι φυσικὸ νὰ πάθουν οἱ ὑποδουλωμένοι σ’ ἕναν τέτοιο δαίμονα. Ἀναπηρίες ἢ καὶ θανάτους ἀποκομίζουν πολλὲς φορὲς οἱ συμπλεκόμενοι σὰν βραβεῖα τῆς ὀργῆς τους.

Ἄρχισε κάποιος τὶς χειροδικίες. Ὁ ἄλλος ἀμύνθηκε. Ἀνταπέδωσε ὁ πρῶτος. Δὲν ὑποχώρησε ὁ δεύτερος. Κι ἐνῶ τὸ σῶμα κομματιάζεται ἀπὸ τὰ χτυπήματα, ὁ θυμὸς λιγοστεύει τὴν αἴσθηση τοῦ πόνου. Ἡ αἴσθηση αὐτὴ ἀτονεῖ καὶ δὲν τοὺς κάνει νὰ σταματήσουν, γιατί ὁλόκληρη ἡ ψυχὴ ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν ἐκδικητικότητα.

*

Μὴν προσπαθεῖς νὰ θεραπεύσεις τὸ ἕνα κακὸ μὲ ἄλλο κακό. Μὴν ἐπιχειρεῖς νὰ ξεπεράσεις τὸν ἀντίπαλο στὶς συμφορές. Γιατί στοὺς κακοὺς ἀνταγωνισμοὺς ὁ νικητὴς εἶναι ἀθλιότερος, ἀφοῦ ἀποχωρεῖ μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη τῆς ἁμαρτίας.

Σ’ ἔβρισε ὁ ὀργισμένος; Σταμάτησε τὸ πάθος μὲ τὴ σιωπή. Μὴ σὲ διδάξει ὁ ἐχθρὸς νὰ ζηλέψεις αὐτὸ πού, ὅταν τὸ βλέπεις στὸν ἄλλο, τὸ ἀποστρέφεσαι. Εἶναι κατακόκκινος ὁ ἀντίπαλος ἀπὸ τὴν ὀργή; Ἀλλὰ μήπως κι ἐσὺ δὲν κοκκίνισες; Τὰ μάτια του εἶναι γεμάτα αἷμα; Τὰ δικά σου, πές μου, βλέπουν ἤρεμα; Ἡ φωνὴ του εἶναι ἄγρια; Ἀλλὰ καὶ ἡ δική σου εἶναι γλυκιά;

Ὁ ἀντίλαλος, στὴν ἡσυχία, δὲν ἐπιστρέφει τόσο τέλειος σ’ αὐτὸν ποὺ φώναξε, ὅσο οἱ βρισιὲς σ’ αὐτὸν ποὺ ἔβρισε. Ἢ μᾶλλον, ἐνῶ ὁ ἦχος ἐπιστρέφει αὐτούσιος, οἱ βρισιὲς ἐπιστρέφουν μὲ προσθῆκες.
Καὶ τί λένε μεταξὺ τοὺς ὅσοι βρίζονται; Ὁ ἕνας λέει: «Εἶσαι τιποτένιος. Κατάγεσαι ἀπὸ τιποτένιους». Ὁ ἄλλος ἀπαντάει: «Εἶσαι ἄχρηστος δοῦλος». Ὁ πρῶτος τὸν λέει ψωμοζητητή. Ὁ δεύτερος ἀλήτη. Ὁ ἕνας ἀγράμματο. Ὁ ἄλλος τρελό. Ἔτσι συνεχίζουν μέχρι νὰ ἐξαντλήσουν ὅλο τὸ ὑβρεολόγιο. Καὶ μετὰ τὶς βρισιές, προχωροῦν καὶ στὶς χειροδικίες.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ θυμὸς προκαλεῖ τὴ διαμάχη, ἡ διαμάχη τὶς βρισιές, οἱ βρισιὲς τὰ χτυπήματα, τὰ χτυπήματα τὰ τραύματα, τὰ τραύματα πολλὲς φορὲς τὸ θάνατο.


*

Ἂς διώξουμε λοιπὸν μὲ κάθε τρόπο τὴν ὀργὴ ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ξεριζώσουμε καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα πάθη, ποὺ γεννιοῦνται ἀπ’ αὐτή.
Σ’ ἔβρισε κάποιος; Ἐσὺ παίνεψε τoν. Σὲ χτύπησε; Ἐσὺ δεῖξε ὑπομονή. Σὲ φτύνει καὶ σ’ ἐξευτελίζει; Ἐσὺ σκέψου ποιὸς εἶσαι, ὅτι δηλαδὴ ἀπό τὴ γῆ προέρχεσαι καὶ στὴ γῆ θὰ καταλήξεις. Ὅποιος μὲ τέτοιο τρόπο προετοιμαστεῖ, θὰ θεωρήσει μικρὴ κάθε προσβολή. Ἔτσι, δείχνοντας τὸν ἑαυτό σου ἄτρωτο στὶς βρισιές, ὄχι μόνο θὰ φέρεις σὲ ἀμηχανία τὸν ἀντίπαλο, ἀλλὰ καὶ θ’ ἀναδειχθεῖς ἄξιος γιὰ μεγάλο στεφάνι. Ἡ μανία τοῦ ἄλλου θὰ γίνει ἀφορμὴ δικοῦ σου ἐπαίνου.
Σὲ ὀνόμασε ἄσημο καὶ ἄδοξο ὁ ὀργισμένος ἀντίπαλός σου; Ἐσὺ σκέψου ὅτι εἶσαι «χῶμα καὶ στάχτη» (Γεν. 18:27). Γιατί δὲν εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ὀνόμασε ἔτσι τὸν ἑαυτό του. Σὲ ὀνόμασε ἀγράμματο καὶ φτωχὸ καὶ τιποτένιο; Ἐσὺ σκέψου ὅτι εἶσαι σκουλήκι καὶ ὅτι προέρχεσαι ἀπὸ τὴν κοπριά, ὅπως γράφει κι ὁ Δαβὶδ (Ψαλμ. 21:7).

Πρόσθεσε σ’ αὐτὰ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μωυσῆ, πού, ὅταν τὸν ἔβρισαν ὁ Ἀαρών καὶ ἡ Μαριάμ, δὲν παραπονέθηκε στὸ Θεὸ ἐναντίον τους, ἀλλὰ προσευχήθηκε γι’ αὐτούς. (Ἀριθ. 12:1-13).

Θέλεις νὰ εἶσαι μαθητὴς αὐτῶν τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ ἢ ἐκείνων πού εἶναι γεμάτοι ἀπὸ πνεῦμα πονηρίας;

Ὅταν νιώσεις τὸν πειρασμὸ νὰ βρίσεις, σκέψου ὅτι δοκιμάζεσαι: Θὰ πᾶς μὲ τὸ μέρος τοῦ Θεοῦ, δείχνοντας μακροθυμία, ἢ θὰ τρέξεις πρὸς τὸ διάβολο, δείχνοντας ὀργή; Μὴ χάσεις τὴν εὐκαιρία νὰ διαλέξεις τὴν ἀγαθὴ μερίδα. Γιατί ἢ θὰ ὠφελήσεις καὶ τὸν ἀντίπαλο ἀκόμα μὲ τὸ παράδειγμα τῆς πραότητός σου ἢ θὰ ζημιωθεῖτε κι οἱ δυὸ μὲ τὸν ἐγωισμό σου. Σκέψου ἐπίσης, ὅτι τίποτα δὲν εἶναι ὀδυνηρότερο στὸν ἐχθρὸ ἀπὸ τὸ νὰ βλέπει τὸν ἀντίπαλό του ἀνώτερο ἀπὸ τὶς προσβολὲς ποὺ τοῦ ἔκανε.

Σοῦ προκαλεῖ ταραχὴ ἡ κατηγόρια τῆς φτώχιας; Θυμήσου ὅτι «γυμνὸς ἦρθες στὸν κόσμο τοῦτο, γυμνὸς καὶ πάλι θὰ φύγεις» (πρβλ. Ἰὼβ 1:21). Ποιὸς ὅμως εἶναι φτωχότερος ἀπὸ τὸ γυμνό; Ποιός, ἄλλωστε, ὁδηγήθηκε ποτὲ στὴ φυλακὴ γιὰ τὴ φτώχειά του; Δὲν εἶναι ντροπὴ ἡ φτώχεια. Ντροπὴ εἶναι νὰ μὴν ὑποφέρεις μὲ ἀξιοπρέπεια τὴ φτώχεια. Θυμήσου ὅτι ὁ Κύριος «ἦταν πλούσιος κι ἔγινε γιὰ χάρη μας φτωχός» ( Β΄ Κορ. 8:9).

Ἀλλὰ κι ἂν ὁ ἀντίπαλός σου σὲ ἀποκαλέσει ἀνόητο καὶ ἀγράμματο, θυμήσου τὶς βρισιὲς τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τῆς ἀληθινῆς Σοφίας: «Εἶσαι Σαμαρείτης καὶ δαιμονισμένος» (Ἰω. 8:48). Ἂν ὀργιστεῖς, θὰ ἐπιβεβαιώσεις τὶς βρισιές. Γιατί τί ὑπάρχει πιὸ ἀνόητο ἀπὸ τὴν ὀργή; Ἂν ὅμως δὲν ὀργιστεῖς, θὰ ντροπιάσεις αὐτὸν ποὺ σὲ βρίζει, δείχνοντας ἔμπρακτα τὴ σωφροσύνη σου.

Σὲ ράπισε ὁ ἀντίπαλος; Σκέψου ὅτι καὶ τὸν Κύριο ράπισαν. Σ’ ἔφτυσε; Σκέψου ὅτι καὶ τὸν Κύριό μας ἔφτυσαν. Καὶ μάλιστα «δὲν ἔκρυψε τὸ πρόσωπό Του γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ τὰ φτυσίματα» (πρβλ. Ἡσ. 50:6). Συκοφαντήθηκες; Τὸ ἴδιο ἔπαθε κι ὁ Κύριος. Σοῦ ξέσκισαν τὰ ροῦχα; Ἀφαίρεσαν καὶ τοῦ Κυρίου τὰ ἐνδύματα οἱ στρατιῶτες καὶ τὰ μοίρασαν μεταξύ τους. (Ἰω. 19:24).
Ἐσὺ ὅμως δὲν καταδικάστηκες ἀκόμα. Οὔτε σταυρώθηκες. Πολλά σοῦ λείπουν γιὰ νὰ μιμηθεῖς τὸν Κύριο.
Ἡ φλόγα τῆς ὀργῆς θὰ ὑποχωρήσει μὲ τὶς σκέψεις αὐτές. Παρόμοιες προετοιμασίες καὶ προδιαθέσεις ἐπαναφέρουν τὴ γαλήνη στὸ νοῦ καὶ ἀφαιροῦν τὰ ἄτακτα σκιρτήματα τῆς καρδιᾷς. Αὐτὸ σημαίνουν καὶ τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: «Προετοιμάσθηκα καὶ δὲν κλονίσθηκα». (Ψαλμ. 118:60).
Ἡ μνήμη τῶν παραδειγμάτων τῶν μακαρίων ἀνδρῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναχαιτίζει τὸ μανιακὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς. Πὼς π.χ. ὁ μέγας Δαβὶδ ἀνέχθηκε μὲ πραότητα τὶς προσβολὲς τοῦ Σεμεΐ! …Δὲν κυριεύθηκε ἀπὸ τὴν ὀργή, ἀλλὰ ὕψωσε στὸ Θεὸ τὴ σκέψη του καὶ στοχάστηκε: « Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ μὲ καταριέται» (Β΄ Βασ. 16:10). Ἔτσι, ἐνῶ ἄκουγε νὰ τὸν βρίζει φονιὰ καὶ παράνομο, δὲν ὀργιζόταν ἐναντίον του, ἀλλὰ ταπείνωνε τὸν ἑαυτὸ του θεωρώντας ἀληθινὴ τὴν προσβολή.

Δυὸ λοιπὸν πράγματα κι ἐσὺ ν’ ἀποφεύγεις: Νὰ μὴ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἄξιο γιὰ ἐπαίνους καὶ νὰ μὴ νομίζεις κανέναν κατώτερό σου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ποτὲ δὲν θ’ ἀνάψει μέσα σου ὁ θυμὸς γιὰ τὶς προσβολὲς πού σοῦ γίνονται.

Κάθε φορά, ἄλλωστε, ποὺ ὀργίζεσαι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, κάνεις μιὰ μεγάλη ἀδικία. Γιατί ἄλλος εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐκεῖνος πού σοῦ προκαλεῖ τό θυμό. Ἔτσι μοιάζεις μὲ τὸ σκύλο ποὺ δαγκώνει τὴν πέτρα, ἐνῶ δὲν πειράζει αὐτὸν ποὺ τοῦ τὴν ἔριξε. Τὸ θυμό σου νὰ τὸν στρέφεις ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, ποὺ εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους καὶ ὁ πρόξενος κάθε ἁμαρτίας. Νὰ εἶσαι ὅμως σπλαχνικὸς μὲ τὸν ἀδελφό σου, γιατί, ἂν συνεχίσει ν’ ἁμαρτάνει, θὰ παραδοθεῖ στὸ αἰώνιο πῦρ μαζὶ μὲ τὸ διάβολο.


Ὅπως διαφέρουν οἱ λέξεις θυμὸς καὶ ὀργή, ἔτσι διαφέρουν καὶ οἱ σημασίες τους. Θυμὸς εἶναι μιὰ ἔντονη ἔξαψη κι ἕνα ξέσπασμα τοῦ πάθους. Ἐνῶ ὀργὴ εἶναι μιὰ μόνιμη λύπη καὶ μιὰ διαρκὴς τάση γιὰ ἐκδίκηση, σὰν νὰ φλέγεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸν πόθο ν’ ἀνταποδώσει τὸ κακό. Οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν καὶ μὲ τὶς δυὸ καταστάσεις. Ἄλλοτε ὁρμοῦν ἀπερίσκεπτα νὰ χτυπήσουν ὅσους τοὺς προκάλεσαν, καὶ ἄλλοτε καιροφυλακτοῦν δόλια νὰ ἐκδικηθοῦν ὅσους τούς λύπησαν. Ἐμεῖς καὶ τὰ δυὸ πρέπει νὰ τ’ ἀποφεύγουμε.

*

Πῶς μποροῦμε νὰ δαμάσουμε τὸ πάθος αὐτό;

Ἂν προηγουμένως ἀσκηθοῦμε στὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ ὁ Κύριος δίδαξε καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα. Μὲ τὰ λόγια εἶπε: «Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι ὁ πρῶτος, θὰ πρέπει νὰ γίνει ὁ τελευταῖος ἀπ’ ὅλους» (Μάρκ. 9:35). Ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτα δίδαξε τὴν πραότητα, ὅταν ἤρεμα ἀνέχθηκε τὸ ράπισμα τοῦ δούλου. Ὁ Δεσπότης καὶ Δημιουργὸς τ’ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Αὐτὸς ποὺ προσκυνεῖται ἀπ’ ὁλόκληρη τὴν ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση, Αὐτὸς ποὺ «συγκρατεῖ τὸ σύμπαν μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου Του» (Ἑβρ. 1:3), δὲν ἐπιτρέπει ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ καὶ νὰ καταπιεῖ ζωντανὸ τὸν ἀσεβή δοῦλο οὔτε τὸν στέλνει στὸν ἅδη, ἀλλὰ τὸν νουθετεῖ καὶ τὸν διδάσκει: «Ἂν εἶπα κάτι κακό, πὲς ποιό ἦταν αὐτό· ἂν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μὲ χτυπᾶς;» (Ἰω. 18:33).

Ἂν συνηθίσεις νὰ εἶσαι πάντοτε ὁ ἔσχατος, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ὑπάρχει περίπτωση ν’ ἀγανακτήσεις στὶς ἄδικες κατηγορίες; Ὅταν σὲ βρίζει ἕνα μικρὸ παιδί, θεώρησε τά λόγια του σὰν ἀφορμὴ γιὰ γέλιο. Ἀλλὰ κι ὅταν κανεὶς μεγάλος κυριευθεῖ ἀπὸ μανία καὶ ξεστομίζει ἀτιμωτικὰ λόγια, νὰ τὸν θεωρεῖς ἄξιο συμπάθειας μᾶλλον παρὰ μίσους. Δὲν εἶναι τὰ λόγια πού μᾶς λυποῦν. Εἶναι ἡ ὑπεροψία μας ἀπέναντι στὸν ὑβριστὴ καὶ ἡ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἂν λοιπὸν ἀφαιρέσεις ἀπὸ μέσα σου αὐτὰ τὰ δύο, τότε τὰ λόγια μόνα τους εἶναι ἕνας κούφιος θόρυβος.


«Πάψε νὰ ὀργίζεσαι καὶ ἄφησε τὸ θυμό σου» (Ψαλμ. 36:8), ὥστε νὰ γλυτώσεις τὴν ὀργὴ ποὺ ἐκδηλώνεται «ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τιμωρήσει κάθε ἀσέβεια καὶ ἀδικία τῶν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1:18). Ἂν μὲ τὴ σύνεση μπορέσεις νὰ κόψεις τὴν πικρὴ ρίζα τοῦ θυμοῦ, θὰ ξεριζώσεις μαζί της πολλὰ ἄλλα πάθη. Γιατί ἡ δολιότητα, ἡ ὑποψία, ἡ θρασύτητα, ἡ ἀπιστία, ἡ κακοήθεια, ἡ ἐπιβουλὴ καὶ ὅλα τὰ συγγενικὰ πάθη εἶναι γεννήματα αὐτῆς τῆς κακίας.


Ἂς μὴν κρύβουμε μέσα μας ἕνα τόσο μεγάλο κακό.

Εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, σκοτείνιασμα τοῦ νοῦ, ἀποξένωση ἀπὸ τὸ Θεό, αἰτία φιλονικίας, ἀφορμὴ συμφορᾶς, πονηρὸ δαιμόνιο ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἀποκλείει τὴν εἴσοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί ὅπου εἶναι ἔχθρες, φιλονικίες, θυμοί, φατρίες, διαμάχες, ποὺ διαρκῶς ταράζουν τὴν ψυχικὴ γαλήνη, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τῆς πραότητος δὲν ἀναπαύεται.

Ἂς συμμορφωθοῦμε, λοιπόν, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. «Διῶξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, ὀργή, κραυγή, κατηγόρια, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη κακότητα» (Ἐφ. 4:31), καὶ ἂς περιμένουμε τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς πράους: «Μακάριοι εἶναι οἱ πρᾶοι, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας» (Ματθ. 5:5).


Ἀπό τό βιβλίο :
«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»,
Τόμος A΄(Τεύχη 1-10), A΄ Ἔκδοση 2002.
Ἐκδόσεις: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς.http://anavaseis.blogspot.com/2011/10/b ... t_717.html
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Ἡ ἀπροσδόκητη καταιγίδα – ὀργὴ καὶ θυμὸς.

2
«Καθόλου δέν πρέπει νά θυμώνει κανείς μέ ἄνθρωπο ἤ νά βάζει τίς φωνές. Τί γεννᾶ τόν θυμό, καί τί τόν θεραπεύει»
ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΕ΄ (35)

Ἀπό τό Γεροντικό

Ἕνας γέροντας εἶπε: «Τά πάθη πού ἔχουμε παρά φύση οἱ ἄνθρωποι, οἱ εἰδωλολάτρες τά θεοποίησαν καί τά προσκυνοῦσαν, ἐνῶ ὅσους δέν ἤθελαν νά τά προσκυνοῦν τούς βασάνιζαν καί τούς σκότωναν καί, χωρίς νά θέλουν, τούς ἔκαναν μάρτυρες. Καί ἐμεῖς λοιπόν, ἄν ὑποκύπτουμε στά πάθη, δέν διαφέρουμε σέ τίποτε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες.

Ἐκεῖνος, γιά παράδειγμα, πού νικιέται καί ὑποδουλώνεται ἀπό τήν ὀργή καί τόν θυμό καί δέν κόβει ἀπό τόν ἑαυτό του τή μανία αὐτοῦ τοῦ πάθους, ἀρνεῖται τόν Ἰησοῦ, κάνει θεό του τόν Ἄρη καί προσκυνᾶ τό εἴδωλο τῆς ὀργῆς ὅπως καί οἱ εἰδωλολάτρες.
Ἐπίσης καί ὁ φιλάργυρος, ὁ ὁποίος δέν σπλαχνίζεται τόν ἀδελφό του καί δέν συμπονεῖ τόν συνάνθρωπό του, εἶναι εἰδωλολάτρης πού σέβεται τό εἰδωλο τοῦ Ἑρμῆ καί λατρεύει τό δημιούργημα καί ὄχι τόν Δημιουργό1. Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τά ἄλλα πάθη· γιατί ἀπό ὅ,τι ἔχει νικηθεῖ ὁ καθένας, σέ αὐτό καί ὑποδουλώθηκε 2, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος μάλιστα τή φιλαργυρία τήν ὀνόμασε δεύτερη εἰδωλολατρία 3.
Ὅποιος ὅμως νίκησε αὐτά τά πάθη καί τά ἔδιωξε ἀπό ἐπάνω του, ἤ τουλάχιστο συγκρατεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό αὐτά, αὐτός ποδοπάτησε τά εἴδωλα καί ἀρνήθηκε τή λατρεία τῶν δαιμόνων καί ἔγινε μάρτυρας ἀναίμακτος, δίνοντας τήν καλή ὁμολογία».


Ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς ἔλεγε: «Ἡ ἀρχή γιά νά κυριαρχήσει κανείς στόν θυμό εἶναι, ὅταν ταράζεται, νά μή μιλᾶ, ἀπό τό ὁποῖο φτάνει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καί στό νά μήν ταράζεται καθόλου.

Ὅπως ὁ ἀββάς Μωυσῆς: Ὅταν στήν ἀρχή οἱ πατέρες τόν ἐξευτέλισαν λέγοντας μπροστά του· “Τί θέλει αὐτός ὁ ἀράπης καί ἔρχεται ἀνάμεσά μας;”, ἐκεῖνος ταράχτηκε ἀλλά δέν μίλησε, ὅπως τούς εἶπε ὕστερα ὁ ἴδιος ὅταν τόν ρώτησαν. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν τόν πρόσβαλαν οἱ κληρικοί καί τόν ἔδιωξαν ἀπό τό ἅγιο βῆμα, ὄχι μόνο δέν ταράχτηκε, ἀλλά καί τόν ἑαυτό του μάλωσε λέγοντας· “Σταχτόδερμε, μαῦρε, καλά σοῦ ἔκαναν. Ἀφοῦ δέν εἶσαι ἄνθρωπος, γιατί πηγαίνεις ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους;”4


»Ἐμεῖς ὅμως, πού εἴμαστε πολύ πιό κάτω καί ἀπό τούς ἀρχάριους γιά τήν πολλή μας ἀμέλεια, νομίζουμε ὅτι εἶναι ὑπερβολικές καί ἀδύνατες οἱ ἐντολές καί λέμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος νά μήν ταράζεται καθόλου. Δέν ἀκοῦμε τόν προφήτη πού λέει· “Μέ πρόσβαλαν 5 ἀλλά δέν ταράχτηκα”, οὔτε θέλουμε νά κάνουμε ἀποφασιστική ἀρχή καί νά δείξουμε γενναία καί μεγαλόψυχη προαίρεση, ὥστε ἀνάλογα νά ἑλκύσουμε καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία καί ἐκεῖνα πού φαίνονται πολύ δύσκολα γίνονται σ᾿ ἐμᾶς πανεύκολα καί εὐκολοκατόρθωτα.«

»Καθόμουν κάποτε μέ τόν μακάριο Σέργιο, τόν ἡγούμενο τῆς Πεδιάδας καί διάβαζα ἀπό τίς Παροιμίες. Ὅταν ἔφτασα στό ρητό ἐκεῖνο πού λέει· “Μέ τά πολλά ξύλα φουντώνει ἡ φωτιά, ὅπου ὅμως δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ‘δίθυμος’, ἡσυχάζει ἡ μάχη”6, ζήτησα ἀπό τόν μακάριο Σέργιο νά μοῦ τό ἑρμηνεύσει. Αὐτός μοῦ ἀποκρίθηκε τά ἑξῆς:

«Ὁπως τά ξύλα εἶναι τά αἴτια τῆς φλόγας τῆς φωτιᾶς καί, ἄν δέν τήν τροφοδοτεῖ κανείς μέ αὐτά, σβήνει ἡ φωτιά, ἔτσι καί στά πάθη ὑπάρχουν κάποια αἴτια πού, ἄν τά κόψει κανείς, τά πάθη δέν ἐνεργοῦν. Γιά παράδειγμα, αἴτια τῆς ὀργῆς εἶναι οἱ δοσοληψείες, τό νά θέλει κανεῖς νά κάνει τό θέλημά του, τό νά τοῦ ἀρέσει νά κάνει τόν δάσκαλο καί νά φαίνεται στούς ἀνθρώπους καί τό νά νομίζει ὅτι εἶναι συνετός. Ἄν τά κόψει κανείς αὐτά, τό πάθος τοῦ θυμοῦ ἀτονεῖ. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββάς Σισώης σέ κάποιον ἀδελφό πού τόν ρώτησε·

“Γιατί τά πάθη δέν φεύγουν ἀπό ἐμένα;” Τά σκεύη τους”, τοῦ ἀποκρίθηκε, “δηλαδή τά αἴτια, βρίσκονται μέσα σου. Δῶσε τους πίσω τήν προκαταβολή τους καί θά φύγουν”.

Ὁ ‘δίθυμος’ ἄνθρωπος τώρα, στόν ὁποῖο δέν ἡσυχάζει ἡ μάχη, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἀρκεῖται στήν πρώτη ταραχή, ἀλλά ἐρεθίζει τόν ἑαυτό του καί σέ δεύτερο θυμό. Ἄν κάποιος, ἄς ποῦμε, ἀνάψει ἀπό θυμό, ἀλλά ἀμέσως συνέλθει, κατηγορήσει τόν ἑαυτό του καί πάει νά βάλει μετάνοια στόν ἀδελφό, μέ τόν ὁποῖο θύμωσε, αὐτός δέν λέγεται ‘δίθυμος’.

Σέ αὐτόν ἡσυχάζει ἡ μάχη καί τήν ὥρα ἐκείνη, ἐπειδή μέ τή μετάνοια δέν διέλυσε τή φιλία μέ τόν ἀδελφό, καί στή συνέχεια, ἐπειδή μέ τήν τακτική αὐτή φτάνει σέ κατάσταση γαλήνης καί ἀταραξίας. Ἐκεῖνος ὅμως πού θύμωσε καί δέν κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, ἀλλά μᾶλλον τόν ἐρεθίζει σέ νέο θυμό καί μετανιώνει ὄχι γιατί θύμωσε ἀλλά γιατί δέν εἶπε περισσότερα7 ἀπό ὅσα εἶπε τήν ὥρα τῆς ταραχῆς του, αὐτός λέγεται ‘δίθυμος’.

Σέ αὐτόν ἡσυχάζει ἡ μάχη, καί τήν ὥρα ἐκείνη, τήν ταραχή τῆς καρδιᾶς του τή διαδέχεται ἡ μνησικακία, ἡ λύπη καί ἡ κακία, καί στή συνέχεια ἡ μάχη καί ἡ ταραχή τοῦ θυμοῦ αὐξάνονται καί πληθαίνουν περισσότερο μέσα του. Ὅσο δηλαδή ἐνεργοῦν, τόσο πολλαπλασιάζονται, μέχρι πού νά τόν κυριεύσουν ἐντελῶς τόν ἄθλιο καί νά τόν φέρουν σέ κατάσταση δαίμονα. Ὅμως ἄς μᾶς λυτρώσει ἀπό τή συναρίθμηση μέ τούς τέτοιους ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀγαθός Δεσπότης καί Κύριός μας».


Ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς ἔλεγε ἐπίσης: «Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό πολλή ἐπαγρύπνηση καί φρόνηση, γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τά διάφορα τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Μερικές φορές, ἄς ποῦμε, κάνει κάποιον νά ταραχτεῖ ἀπό τό τίποτε, ἐνῶ ἄλλες φορές φέρνει εὔλογη πρόφαση γιά νά νομίσει κανείς ὅτι δίκαια θύμωσε. Καί τοῦτο ὅμως ὀφείλεται στό μίσος του πρός τόν ἄνθρωπο· γιατί σέ ἐκεῖνον πού εἰλικρινά ποθεῖ νά βαδίσει τόν δρόμο τῶν ἁγίων εἶναι ἐντελῶς ξένο τό νά θυμώνει μέ ἄνθρωπο. Ὅπως λέει ὁ μέγας Μακάριος, εἶναι κάτι ξένο γιά τούς μοναχούς τό νά ὀργίζονται ἤ νά ἐξοργίζουν ἄλλον».


Ἕνας γέροντας ρωτήθηκε τί εἶναι ἡ ὀργή, καί ἀποκρίθηκε: «Φιλονικία, ψέμα καί ἄγνοια».


«Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ»
Ὁ θυμός εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο λάκκος, καί αὐτός πού ξεπερνᾶ τόν θυμό, ξεπέρασε τόν λάκκο. Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τράβηξε μέ πραότητα ὥς τό τέλος τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ 8, τοῦ Κυρίου μας· ἀντίθετα, ὁ ὑπερήφανος πληθαίνει τίς ταραχές καί τίς ἔχθρες. Ὁ ἄνθρωπος πού ὅλο θυμώνει καί φωνάζει, ὁρκίζεται μέ τό παραμικρό, ἐκεῖνος ὅμως πού ἡσυχάζει εἶναι συνετός. Ὁ θυμός εἶναι πάθος ἀναιδές καί ἀναίσχυντο, πού τό ἀκολουθεῖ λύπη καί μεταμέλεια· καί ἡ λύπη κατατρώει τήν καρδιά ὅποιου πέσει σέ αὐτήν.




Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
Ὁ φανατικός ἄνθρωπος ποτέ δέν φτάνει στήν εἰρήνη τοῦ νοῦ· καί ἐκεῖνος πού εἶναι ξένος τῆς εἰρήνης εἶναι ξένος τῆς χαρᾶς. Ἡ εἰρήνη τοῦ νοῦ εἶναι καί λέγεται τέλεια ὑγεία, ἐνῶ ὁ φανατισμός9 εἶναι ἐχθρός τῆς εἰρήνης· ἐκεῖνος λοιπόν πού τόν ἔχει, πάσχει ἀπό βαριά ἀρρώστια.
Ἄνθρωπε, δέν εἶναι καλό οὔτε σέ συμφέρει νά θέλεις νά βοηθᾶς ἄλλους καί νά βάζεις τόν ἑαυτό σου σέ μεγάλο κίνδυνο. Ὁ φανατισμός δέν εἶναι εἶδος σοφίας ἀλλά ἀρρώστια τῆς ψυχῆς· γιατί εἶναι πνεῦμα στενό καί περιορισμένο πού ἔχει μεγάλη ἄγνοια. Ἄν θέλεις νά γιατρεύεις τούς ἀρρώστους, μάθε ὅτι οἱ ἄρρωστοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό εὐσπλαχνία καί ἐπιμέλεια, ὄχι ἀπό τιμωρία· γιατί ὁ Ἀπόστολος λέει:
«Ἐσεῖς οἱ δυνατοί ὀφείλετε νά ἀνέχεστε τίς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων»10. Ὁ ἰδιος ἐπίσης προτρέπει νά διορθώνουμε τόν φταίχτη ὄχι μέ ὀργή ἀλλά μέ πραότητα11.


Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.



«ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»

Εὐεργετινός τόμος β΄
Ἐκδόσεις:«ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»

1Πρβλ. Ρωμ. Α΄ : 25.

2Β΄ Πέτρ. Β΄ : 19.

3Κολ. Γ΄ : 5.
4Βλ. Ὑπόθεση Β΄, σσ. 44 καί 43.

5Στό κείμενο: ἠτιμάσθην. Πρβ. Ψαλμ. 118, 60, ὅπου ἔχει ἡτοιμάσθην.

6Παροιμ. 26 : 20.

7Στό κείμενο: οὐχ ὅτι <ἐθυμώθη, ἀλλ᾿ ὅτι> οὐκ ἐλάλησε πλείονα (Μ. Γεροντικον Α΄, ΚΕΦ. Α΄ ~ 151ιγ΄).

8Πρβλ. Ματθ. Ια΄ : 29.

9Στό κείμενο: Ἄνθρωπος ζηλωτής … ὁ δέ ζῆλος… Ὅπως φαίνεται ἀπό τά συμφραζόμενα, λέξη “ ζῆλος” χρησιμοποιεῖται μέ κακή σημασία, ἀνάλογη μέ αὐτή πού ἔχει σήμερα ἡ λέξη “φανατισμός”.

10Ρωμ. Ιε΄ : 1.

1Γαλ. Στ΄ : 1.

Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
ΠΗΓΗ




http://proskynitis.blogspot.gr/2015/05/ ... st_93.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Ἡ ἀπροσδόκητη καταιγίδα – ὀργὴ καὶ θυμὸς.

3
Μητροπολίτου Γόρτυνος Ιερεμία

Μέρος 1ο



Σήμερα, εὐσεβεῖς χριστιανοί, θά σᾶς μιλήσω γιά ἕνα πάθος πού τό ἔχουμε ὅλοι.

Τό ἔχω καί τό ἔχετε. Τί καλά νά μήν τό εἴχαμε! Τότε δέν θά μαλώναμε, δέν θά
βριζόμαστε, δέν θά ὑπῆρχε ἔχθρα μεταξύ μας. Τότε στήν οἰκογένεια θά ὑπῆρχε
ὁμόνοια καί ἀγάπη. Τότε στήν μεγάλη οἰκογένεια, πού λέγεται κοινωνία, θά
ὑπῆρχε εἰρήνη καί γαλήνη καί καμμιά ταραχή δέν θά συνέβαινε μεταξύ τῶν
ἀνθρώπων. Δυστυχῶς ὅμως ἔχουμε ὅλοι μας τό πάθος αὐτό. Γι᾽ αὐτό καί δια-
πληκτίζονται καί χωρίζουν τά ἀνδρόγυνα καί γι᾽ αὐτό ὑπάρχουν ταραχές στήν
κοινωνία.

Ποιός εἶναι τό πάθος; Εἶναι τό πάθος τοῦ θυμοῦ!


Περί θυμοῦ θάς σᾶς μιλήσω σήμερα κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου. Εἴθε νά ἐννοήσουμε τά ὅσα θά μᾶς πεῖ ὁ ἱερός πατέρας. Εἴθε
νά πονέσουμε γιά τό πάθος αὐτό καί νά λάβουμε ἐδῶ, ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου,
ἐνώπιον τῶν εἰκονισμάτων, τήν ἱερή ἀπόφαση νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾽ αὐτό. Τότε
θά ἰδοῦμε ὅλοι πόσο εὐχάριστα θά κυλάει ἡ ζωή καί πόσο ὄμορφες θά εἶναι οἱ
μέρες μας. Ἄς παρακαλέσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τόν Θεό νά μᾶς
βοηθήσει νά κάνουμε ἀρχή γιά ἕνα τέτοιον ἀγώνα.

1. Εἰκόνες τοῦ θυμοῦ

Τί εἶναι ὁ θυμός; Θά σᾶς ἀναφέρω μερικές εἰκόνες καί παρομοιώσεις γιά τό τί
εἶναι ὁ θυμός:

* Ἡ ὁμιλία διατηρεῖ τήν ἁπλότητα καί θερμότητα τῆς τότε ἐκφωνήσεώς της στήν ἀλησμόνητη
Ἄμφισσα. Κατά τήν ἐννεαετῆ διακονία μου στήν Μητρόπολη Φωκίδος, ὑπό τόν Μακαριστό Μητροπο-
λίτη Κυρό ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ, ἔζησα τά ὡραιότερα χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου ζωῆς.


(α) Ὁ θυμός εἶναι μία μέθη, ἄνευ οἴνου ὅμως. «Οὐαί οἱ μεθύοντες ἄνευ οἴνου»
εἶχε πεῖ ὁ Ἠσαΐας (28,1). Ὑπάρχουν πολλές μέθες χωρίς κρασί, λέει ὁ Χρυσό-
στομος. Ἡ ἀκολασία εἶναι μέθη. Προσέξτε τόν ἀκόλαστο. Τά λόγια του, οἱ κι-
νήσεις του, ἡ συμπεριφορά του ὅλη φανερώνουν ἕνα μεθυσμένο ἀπό τό κακό
σαρκικό πάθος. Ἡ φιλαργυρία εἶναι μέθη. Ὁ θυμός εἶναι μέθη.1 Κοιτάξετε αὐτόν
πού θυμώνει. Φαίνεται χειρότερος ἀπό μεθυσμένο. Τό πρόσωπό του φουσκώνει, ἡ
φωνή του γίνεται ἄγρια, τά μάτια του κοκκινίζουν, ὁ νοῦς του σκοτίζεται, ἡ
γλώσσα του τραυλίζει καί τ᾽ αὐτιά του ἄλλα ἀντί ἄλλων ἀκοῦνε, λέει ὁ Χρυσό-
στομος.2

(β) Ἀλλά ὁ θυμός δέν εἶναι μόνο μέθη, εἶναι καί τρέλλα. Σάν τόν τρελλό μερικές
φορές κάνει ὁ θυμωμένος.2α

(γ) Ὁ θυμός εἶναι ἕνας φοβερός δήμιος πού μᾶς καταξεσχίζει τά σπλάγχνα
καί δέν μᾶς ἀφήνει νά ἠρεμήσουμε. Ναί χριστιανοί μου! Ὅταν θυμώνουμε, ὅταν
μνησικακοῦμε κατά τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀναστατωνόμαστε ὁλόκληροι, χειμώνα
ἔχουμε, τρικυμία ἔχουμε στήν ψυχή μας.3

(δ) Εἶναι θηρίο ὁ θυμός, λέει πάλι ὁ Χρυσόστομος.4 Σάν θηρίο πράγματι ὁ θυ-
μώδης ὁρμᾶ ἐναντίον τοῦ ἄλλου.5 Μάλιστα καί ἀπό τό θηρίο ἀγριώτερα μερικές
φορές συμπεριφέρεται ὁ ἄνθρωπος. Γιατί τό θηρίο ἄν σοῦ ἐπιτεθεῖ μία φορά, ἔπειτα
φεύγει ἤ, ἄν τό χτυπήσεις, ἀπομακρύνεται καί φεύγει. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πού θυ-
μώνει; Ὄχι μιά, ἀλλά πολλές φορές ὁρμᾶ γιά νά ἐκδικηθεῖ. Μάλιστα κάνει ἀκόμη
καί φόνο.6

Ντροπή στόν ἄνθρωπο! Χειρότερος καί ἀπό τό θηρίο γίνεται μέ τό
θυμό του. Γιατί τό θηρίο, ἄν καί εἶναι ἄγριο στήν φύση του, ὅμως μέ τήν τέχνη
τοῦ ἀνθρώπου τιθασεύεται καί ἡμερώνει. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἄν καί εἶναι ἥμερος
ἀπό τήν φύση του, γίνεται μέ τόν θυμό του ἄγριο θηρίο. Τό θηρίο γίνεται ἄνθρωπος
κατά τήν πραότητα καί ὁ θυμώδης ἄνθρωπος θηρίο κατά τήν ἀγριότητα! Ἄν
κανείς λοιπόν μᾶς βρίσει καί μᾶς πεῖ «κτῆνος» καί «ζῶο» ἄς μή μᾶς κακοφανεῖ,
ἄς μήν ὀργισθοῦμε, ἀλλά ἄς σκύψουμε ταπεινά τό κεφάλι, γιατί ἔτσι εἴμαστε.
Καί μόνο μέ τόν θυμό μας – ἀφήνω τά ἄλλα πάθη – κτήνη γινόμαστε, θηρία γι-
νόμαστε.

Ὦ ἄνθρωπε! λέει ὁ Χρυσόστομος. Σύ τιθασεύεις τόν λεόντα καί τόν
κάνεις ἥμερο καί δέν μπορεῖς νά καταστείλεις τόν θυμό σου, πού ἔγινε καί ἀπό
τόν λέοντα ἀγριώτερος; Ἄν καί γιά νά ἡμερέψει κανείς ἕνα λιοντάρι εἶναι δύο τά
ἐμπόδια. Πρῶτον ὅτι τό λιοντάρι στερεῖται λογικοῦ καί δεύτερον ὅτι ἔχει στήν
φύση του τήν ἀγριότητα. Καί ὅμως μέ τό χάρισμα τῆς σοφίας, πού ἔδωσε ὁ Θεός
στόν ἄνθρωπο, ἡμερώνει τό λιοντάρι. Ποιά ἀπολογία, χριστιανέ μου, θά ἔχουμε
ὅταν τά θηρία γίνονται ἄνθρωποι, ἐμεῖς δέ γινόμαστε θηρία; Ἄς πιστέψουμε, μᾶς
λέει ὁ Χρυσόστομος, ὅτι θηρίο εἶναι ὁ θυμός μας. Καί αὐτός ἔχει φοβερά δόντια
καί νύχια καί καταστρέφει τά πάντα. Ἀχρηστεύει τήν ψυχή μας καί τήν κάνει
ἄχρηστη γιά κάθε ἔργο, ἀλλά ἀχρηστεύει καί τήν ὑγεία μας. Πῶς νά ἐργασθοῦμε,
πῶς νά πετύχουμε κάτι τό γενναῖο, λέει ὁ Χρυσόστομος, ἐάν μέσα μας ἔχουμε
τέτοιο θηρίο, τέτοιο φίδι;7


(ε) Ἕνα ἀφηνιασμένο ἄλογο εἶναι ὁ θυμός σύμφωνα μέ ἄλλη εἰκόνα7α καί χαρά
σέ ἐκεῖνον καί τιμή σέ ἐκεῖνον πού βάζει χαλινάρι σ᾽ αὐτόν καί δέν τόν καταγ-
κρεμίζει σέ γκρεμούς καί βάραθρα.

(στ) Φωτιά εἶναι ὁ θυμός, λέει ἀλλοῦ ὁ Χρυσόστομος. Ναί, χριστιανοί μου,
φωτιά! Φωτιά πού μᾶς ἀνάβει ὁ Ναβουχοδονόσορ Διάβολος στήν καρδιά. Εἴδατε
πῶς νοιώθουμε ὅταν θυμώνουμε; Βράζουμε καί κοχλάζουμε ἀπό τό πάθος.8

«Ἄναψε» λέμε γιά τόν ἄλλον, ὅταν θυμώνει. Κι ὅταν ξεσπᾶμε μέ τά θυμώδη
λόγια μας, φωτιά πετάει τό στόμα μας καί πυρκαϊά βάζουμε. Ὅταν ὅμως, ἄν
καί θυμώνουμε ἐσωτερικά, κατορθώσουμε νά πνίξουμε τό πάθος καί νά μήν ἐκδη-
λώσουμε τόν θυμό μας, τότε δέν καήκαμε ἀπό τήν φωτιά αὐτή. Κι ἄν εἶναι θαῦμα
λοιπόν τό ὅτι τά τρία παιδιά δέν καήκαν στό καμίνι πού ρίχτηκαν πέρα ἐκεῖ μα-
κρυά στήν Βαβυλώνα, εἶναι μεγαλύτερο θαῦμα νά μήν ἀνάψει ἡ ψυχή, νά μήν
ὀργιστεῖ, ἄν καί μπῆκε σέ καμίνι θυμοῦ.9
(ζ) Τύφλα εἶναι ὁ θυμός, λέει σέ ἄλλη εἰκόνα ὁ Χρυσόστομος. Νύχτα καί σκο-
τάδι ἔχει μέσα του αὐτός πού θυμώνει. Κι ὅπως ὁ τυφλός ἤ αὐτός πού βαδίζει
τήν νύχτα δέν γνωρίζει ποῦ πηγαίνει καί δέν μπορεῖ νά ξεχωρίζει τά πρόσωπα
τῶν φίλων καί τῶν ἐχθρῶν, ἔτσι εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος ὅταν θυμώνει. Τυφλώνεται
τό μάτι τῆς ψυχῆς του• συμπεριφέρεται σάν ἄγριο θηρίο. Τούς μεταχειρίζεται
ὅλους κατά τόν ἴδιο τρόπο. Κι ἄν καί ξέρει ὅτι κακό θά προέλθει ἀπό τήν συμ-
περιφορά του αὐτή, ὅμως συμπεριφέρεται ἔτσι γιατί ἱκανοποιεῖ τόν ἐγωισμό του.
Ἡδονίζεται, πράγματι, ὁ θυμώδης ὅταν ξεσπᾶ, ἀλλά τί ἡδονή εἶναι αὐτή; Εἶναι
ἡδονή τρέλλας. Ἡδονή πού ἀναστατώνει καί σακατεύει τόν ἄνθρωπο καί δημι-
ουργεῖ συγκρούσεις καί ἔχθρες. Μεγάλες συμφορές, πράγματι, προξενεῖ ὁ θυμός.10

Ὅταν ὅμως περάσει ἡ κατάσταση τοῦ θυμοῦ, ὅταν γαληνέψει ἡ ψυχή, τότε βλέ-
πει ὀρθά καί καθαρά πρόσωπα καί πράγματα. Ὅταν φεύγει ὁ θυμός ἔρχεται ἡ
συμπάθεια καί ἡ χαρά στήν ψυχή καί ὁ ἄνθρωπος μιλάει στοργικά, φιλικά καί
συμπαθητικά. Γιά θυμηθεῖτε τόν Σαούλ. Ὅταν κατέπεσε ὁ θυμός του, τότε μί-
λησε στοργικά στόν Δαυίδ, τότε κατάλαβε ὅτι αὐτός δέν ἦταν ἐχθρός του, γιά
νά τόν καταδιώκει, ἀλλά φίλος του καί ἔπρεπε νά τόν προστατεύσει (Α/ Βασ.
24,12).11
(η) Ὅταν θυμώνουμε ἔχουμε χειμώνα στήν ψυχή μας, γιά νά ἀναφέρω καί μιά
ἄλλη εἰκόνα τοῦ Χρυσοστόμου. Σκοτεινιά, μαυρίλα καί ἀντάρα εἶναι μέσα μας.
Τά νέφη τῆς ὀργῆς καί τοῦ θυμοῦ δέν ἀφήνουν νά φανεῖ καθαρός ὁ οὐρανός τῆς
καρδιᾶς μας. Τί γίνεται τόν χειμώνα; Κρύο κάνει, βροντές καί ἀστραπές ἀκού-
γονται. Ἔτσι καί ὅταν θυμώνουμε. Τά λόγια μας εἶναι σάν βροντές καί δημιουρ-
γοῦν ψυχρότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὅμως ἔλθει ἡ πραότης σάν ἥλιος
στήν ψυχή μας, τότε ἀπομακρύνονται τά νέφη τῆς ἔχθρας καί τοῦ θυμοῦ καί
ἔρχεται γαλήνη μέσα μας. Ἄνοιξη τότε εἶναι στήν ψυχή μας.12
Ἄς τρομάζουμε, ἀγαπητοί χριστιανοί, ἀπό αὐτές τίς φοβερές εἰκόνες τοῦ Χρυ-
σοστόμου περί τοῦ πάθους τοῦ θυμοῦ καί ἄς ἀγανακτήσουμε κατ᾽ αὐτοῦ. Ἄς λά-
βουμε τήν ἀπόφαση νά μή φωλιάζει τέτοιο κακό στήν καρδιά μας. Ὁ θυμός,
ἐπαναλαμβάνω, εἶναι μέθη, εἶναι φοβερός δήμιος, εἶναι θηρίο, εἶναι ἀφηνιασμένο
ἄλογο πού ρίχνει σέ γκρεμούς τόν ἄνθρωπο, εἶναι φωτιά πού καίει τήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία, εἶναι χειμώνας βαρύς, εἶναι σκοτάδι καί τύφλα τῆς ψυχῆς.
Εἶναι φοβερός τύραννος καί δικτάτορας τῆς ψυχῆς μας.12α Συνεπῶς ὅταν θυμώ-
νεις εἶσαι δοῦλος καί ἄς εἶσαι ἄρχοντας καί ἄς σέ θεωροῦν μεγάλο καί ἐπίσημο.12β





--------------------------------------

1. «Ἔστι γάρ, ἔστι καί ὀργῇ μεθύειν καί ἐπιθυμίᾳ ἀτόπῳ καί φιλαργυρίᾳ καί κενοδοξίᾳ καί μυρίοις
ἑτέροις πάθεσι. Μέθη γάρ οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ᾽ ἤ ἔκστασις τῶν ὀρθῶν λογισμῶν καί παραφροσύνη
καί τῆς κατά ψυχήν ὑγιείας ἀναίρεσις. Οὐ τοίνυν μόνον ὁ ἄκρατον ἐκχεόμενος πολύν, ἀλλά καί ὁ πάθος
ἕτερον ἐν τῇ ψυχῇ τρέφων, μεθύειν λέγοιτο ἄν ἰσχυρῶς. Καί γάρ ὁ γυναικός ἐρῶν τῆς οὐκ ἰδίας καί
πόρναις ἐσχολακώς, μεθύει.

Καί καθάπερ ἐκεῖνος ὁ πολύν ἄκρατον πιών καί παρενεχθείς ἀνελεύθερα
φθέγγεται ρήματα καί ἕτερα ἀνθ᾽ ἑτέρων ὁρᾷ, οὕτω καί οὗτος, καθάπερ τινός ἀκράτου, τῆς ἀκολάστου
ταύτης ἐπιθυμίας πληρούμενος, οὐδέν ὑγιές ἐκφέρει ρῆμα, ἀλλ᾽ αἰσχρά πάντα καί διεφθαρμένα καί ἀνε-
λεύθερα καί γέλωτος γέμοντα καί ἕτερα ἀνθ᾽ ἑτέρων βλέπει, πρός μέν τά ὁρώμενα τυφλώττων• ἥν δέ
ἐπιθυμεῖ καθυβρίσαι, ταύτην πανταχοῦ φανταζόμενος καί καθάπερ ἐξεστηκώς τις καί παραπαίων καί
ἐν συλλόγοις καί ἐν συμποσίοις καί ἐν παντί καιρῷ καί ἐν παντί τόπῳ μυρίων μυρία πρός αὐτόν διαλε-
γομένων, οὔτε ἀκούειν δοκεῖ, ἀλλά πρός ἐκείνην τέταται καί τήν ἁμαρτίαν ὀνειροπολεῖ• καί πάντα
ὑφορᾶται καί δέδοικε, λινοπλῆγός τινος ζώου οὐδέν ἄμεινον διακείμενος. Καί ὁ ὀργῇ κατεχόμενος, μεθύει
πάλιν» (Κατά Ἰουδαίων λόγος Η/).


Καί ἀλλοῦ λέει: «Πάσης μέθης θυμός καί ἁμαρτία ἐκστατικώτερον καί ἐν μείζονι τήν ψυχήν καθί-
στησι παραφροσύνῃ≫ (Εἰς τό κατά Ματθαῖον ὁμιλ. Ξ/). Ὁμοίως: «Τί τοίνυν, εἰπέ μοι, ἔλαττον διάκεινται
τῶν ἀπό οἴνου μεθυόντων οἱ ὀργιζόμενοι καί τῷ θυμῷ μεθύοντες καί τοσαύτην ἐπιδεικνύμενοι τήν ἀμε-
τρίαν ὡς παρά πάντων ὁμοίως χωρεῖν καί μήτε ρημάτων φείδεσθαι μήτε προσώπων εἰδέναι διαφοράν;»
(Κατήχ. Ε/. 7,5).

2. Τοῦ θυμωμένου καί ὀργιζομένου «ἡ ὄψις οἰδεῖ καί ἡ φωνή τραχύνεται καί οἱ ὀφθαλμοί γίνονται
ὕφαιμοι καί ὁ νοῦς σκοτοῦται καί ἡ διάνοια καταποντίζεται καί ἡ γλώσσα τρέμει καί οἱ ὀφθαλμοί πα-
ραφέρονται καί αἱ ἀκοαί ἕτερα ἀνθ᾽ ἑτέρων ἀκούουσιν, ἀκράτου παντός χαλεπώτερον τῆς ὀργῆς αὐτοῦ
πληττούσης τήν μήνιγγα» (Κατά Ἰουδαίων λόγος Η/).

2α. «Ὄντως καί τῶν μαινομένων αὐτῶν οὐκ ἔλαττον ὁ θυμούμενος παραπαίει» (Εἰς τήν Γένεσιν
ὁμιλ. ΝΓ/).

3. Πρός τόν θυμώδη λέγει ὁ ἱερός πατήρ: «Πρότερον δέ σεαυτόν βασανίζεις, καθάπερ δήμιον ἔνδοθεν
περιστήσας σοι πανταχόθεν τόν θυμόν καί καταξαίνων σαυτοῦ τοῦ σπλάγχνα. Τί γάρ γένοιτ᾽ ἄν ἀθλιώ-
τερον ἀνθρώπου διηνεκῶς ὀργιζομένου καί καθάπερ οἱ μεμηνότες οὐδέποτε ἀπολαύουσι γαλήνης, οὕτως
ὁ μνησικακῶν καί ἐχθρόν ἔχων, οὐδέποτε ἀπολαύσεταί τινος εἰρήνης, διηνεκῶς φλεγμαίνων καί τόν
χειμῶνα τῶν λογισμῶν καθ᾽ ἑκάστην αὔξων τήν ἡμέραν, τά ρήματα ἀναμιμνησκόμενος καί τά πράγματα
καί πρός αὐτήν τήν προσηγορίαν τοῦ λελυπηκότος ἀπεχθῶς ἔχων» (Εἰς τούς Ἀνδριάντας Κ/).
4. «Τό ἀτίθασον τοῦτο θηρίον, τόν θυμόν λέγω» (Εἰς τήν Γένεσιν Δ/). «Ἐλέησον τόν ὑβρίζοντα•
δεινῷ γάρ κατέχεται θηρίῳ τῷ θυμῷ≫ (Εἰς τό κατά Ματθαῖον ὁμιλ. ΠΖ/).
5. «Καθάπερ θηρία τοῖς ὑβρικόσιν ἐπιπηδῶμεν» (Περί Ἄννης ὁμιλ. Β/).
6. «Καί γάρ εἰσιν καί ἄνθρωποι τοιοῦτοι, θηρίων ὠμότητα ἐπιδεικνύμενοι, μᾶλλον δέ καί ἐκείνων
χαλεπώτερον τοῖς ὁμοφύλοις κεχρημένοι. Τό μέν γάρ θηρίον ἅπαξ ἐμπεσόν τόν θυμόν ἀφῆκε, καί ἀνε-
χώρησεν ἤ διακρουσθέν οὐκ ἔτι ἐπῆλθεν• ἄνθρωποι δέ πολλάκις ἀποτυχόντες, πολλάκις ἐπιτίθενται,
αὐτῶν ἐπιθυμοῦντες ἀπογεύσασθαι τῶν σαρκῶν. Τοιοῦτον ὁ θυμός λογισμόν οὐκ ἔχων• οὕτω ζεῖ τό πάθος
καί ἀνακαχλάζει» (Ὁμιλία εἰς τόν ΡΚΓ/ Ψαλμ.).

7. Παραθέτουμε ὁλόκληρη τήν ὡραία περικοπή τοῦ ἱ. πατρός: «Μηδείς τοίνυν ἐν τῇ τῶν ἀλόγων
μενέτω μορφῇ. Εἰ γάρ ὁ δοῦλος εἰς τήν οἰκίαν τοῦ πατρός οὐκ εἰσέρχεται, ὅταν αὐτός θηρίον γένῃ, πῶς
δυνήσῃ τῶν προθύρων ἐπιβῆναι ἐκείνων; Καί τί λέγω θηρίον; Θηρίον μέν παντός χαλεπώτερος ὁ τοιοῦτός
ἐστιν. Ἐκεῖνα μέν γάρ, καίτοι κατά φύσιν ὄντα ἄγρια, ἀνθρωπίνης ἀπολαύσαντα τέχνης, πολλάκις ἥμερα
γίνεται• σύ δέ ὁ τήν ἐκείνων θηριωδίαν τήν κατά φύσιν εἰς τήν παρά φύσιν ἡμερότητα μεταβαλών, ποίαν
ἕξεις ἀπολογίαν τήν σεαυτοῦ πραότητα τήν κατά φύσιν εἰς τήν παρά φύσιν θηριωδίαν ἐξαγαγών; Καί
τό μέν ἄγριον φύσει δεικνύς ἥμερον, σαυτόν δέ τόν ἥμερον φύσει παρά φύσιν ἄγριον ἱστάς; Καί λέοντα
μέν τιθασεύων καί χειροήθη ποιῶν, τόν δέ θυμόν τόν σόν λέοντος ἀγριώτερον κατασκευάζων; Καίτοι
δύο ἐκεῖ τά κωλύματα καί τό λογισμοῦ ἐστερῆσθαι τό θηρίον, καί τό πάντων εἶναι θυμωδέστερον• ἀλλ᾽
ὅμως τῇ περιουσίᾳ τῆς παρά τοῦ Θεοῦ δοθείσης σοι σοφίας καί τῆς φύσεως κρατεῖς. Ὁ τοίνυν ἐπί θηρίων
καί τήν φύσιν νικῶν, πῶς ἐπί σαυτοῦ μετά τῆς φύσεως καί τό τῆς προαιρέσεως προδίδως καλόν; Καί
εἰ μέν ἄλλον ἐκέλευον ἄνθρωπον ποιῆσαι πρᾷον, οὐδέ οὕτω μέν ἀδύνατα ἄν ἔδοξα ἐπιτάττειν・ πλήν ἀλλ᾽
ἐνῆν σοι προβαλέσθαι τό μή κύριον εἶναι τῆς ἑτέρου γνώμης, μηδέ ἐπί σοί κεῖσθαι τό πᾶν. Νυνί δέ τό
σαυτοῦ θηρίον καί οὗ πάντως κύριος εἶ. Τίνα οὖν ἔχεις ἀπολογίαν, ποίαν δέ πρόφασιν εὐπρόσωπον προ-
βαλέσθαι δυνήσῃ, λέοντα μέν ποιῶν ἄνθρωπον, σαυτόν δέ περιορῶν ἐξ ἀνθρώπου γινόμενον λέοντα;
Κἀκείνῳ μέν τά ὑπέρ φύσιν χαριζόμενος, σαυτῷ δέ οὐδέ τά κατά φύσιν τηρῶν; Ἀλλά τούς μέν ἀγρίους
θῆρας εἰς τήν ἡμετέραν φιλονεικῶν ἀνάγεις εὐγένειαν, σαυτόν δέ ἀπό τοῦ θρόνου τῆς βασιλείας κατα-
στρέφων καί εἰς τήν μανίαν ἐξωθῶν τήν ἐκείνων; Νόμισον γάρ, εἰ βούλει, καί τόν θυμόν θηρίον εἶναι• καί
ὅσην περί λέοντας ἕτεροι, τοσαύτην σύ περί σαυτόν ἐπίδειξαι τήν σπουδήν καί ποίησον ἥμερον καί πρᾶον
εἶναι τόν τοιοῦτον λογισμόν. Καί γάρ οὗτος χαλεπούς ὀδόντας ἔχει καί ὄνυχας, κἄν μή ἡμερώσῃς αὐτόν,
πάντα ἀπολεῖ. Οὐδέ γάρ οὕτω λέων καί ἔχις τά σπλάγχνα διασπαράξαι δύναται ὡς θυμός, τοῖς σιδηροῖς
ὄνυξι διηνεκῶς τοῦτο ποιῶν. Οὐ γάρ δή τό σῶμα λυμαίνεται μόνον, ἀλλά καί αὐτήν τῆς ψυχῆς διαφθείρει
τήν ὑγιείαν, κατεσθίων, σπαράττων, διαξαίνων τήν δύναμιν αὐτῆς ἅπασαν καί ἄχρηστον πρός πάντα τι-
θείς. Εἰ γάρ σκώληκάς τις ἐν τοῖς ἐγκάτοις τρέφων οὐδέ ἀναπνεῖν δυνήσεται, πάντων τῶν ἔνδον αὐτῷ
δαπανωμένων, πῶς ὄφιν ἡμεῖς τηλικοῦτον ἔχοντες κατατρώγοντα πάντα τά ἔνδον, τόν θυμόν λέγω, δυ-
νησόμεθά τι γενναῖον τεκεῖν;» (Εἰς τό κατά Ματθαῖον ὁμιλία Δ/).
7α. Περί τοῦ Δαυίδ λέει ὁ ἱερός πατήρ: «Καθάπερ σκιρτῶντα καί μαινόμενον ἵππον τόν θυμόν ἀνε-
χαίτισε» (Εἰς τόν Δαυίδ καί τόν Σαούλ ὁμιλία α/).
8. «Κἄν ὀργή διακαής ἐνοχλῇ, τήν καρδίαν καθάπερ λέβητα ὑποκαιόμενον ἀναβράσσουσα...» (Εἰς
τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων Γ/).

9. Ὁ Χρυσόστομος λέει περί τοῦ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος δέν ὀργίστηκε καί δέν ἔκανε κακό στόν Σαούλ ἐντός
τοῦ σπηλαίου (βλ. περαιτέρω τήν ἀνάπτυξη τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ): «Ἐξῆλθεν ἀπό τοῦ σπηλαίου
μετά τοσαύτης περιφανείας, μεθ᾽ ὅσης οἱ παῖδες οἱ τρεῖς ἀπό τῆς καμίνου. Καθάπερ γάρ ἐκείνους οὐ
κατέκαυσε τό πῦρ, οὕτω καί τοῦτον ἡ πυρά τῆς ὀργῆς οὐκ ἐνέπρησε. Κἀκείνους μέν ἔξωθεν τό πῦρ ὁμι-
λοῦν οὐδέν ἐποίησεν• οὗτος δέ ἔνδοθεν ἔχων τούς ἄνθρακας καιομένους καί τόν διάβολον ἔξωθεν ὁρῶν
τήν κάμινον ὑποκαίοντα ἀπό τῆς ὄψεως τοῦ ἐχθροῦ, ἀπό τῆς παραινέσεως τῶν στρατιωτῶν, ἀπό τῆς
εὐκολίας τῆς κατά τήν σφαγήν, ἀπό τῆς ἐρημίας τῶν βοηθησόντων, ἀπό τῆς μνήμης τῶν παρελθόντων,
ἀπό τῆς τῶν μελλόντων ἀγωνίας (καί γάρ τοῦτο κληματίδος καί πίσσης καί στυπίου καί πάντων τῶν
τήν Βαβυλωνίαν ἀναπτόντων κάμινον λαμπροτέραν ἀνῆγε τήν φλόγα) οὐκ ἐνεπρήσθη, οὐδέ ἔπαθέ τι
τοιοῦτον, οἷον εἰκός ἦν, ἀλλ᾽ ἐξῆλθε καθαρός καί ἰδών τοῦ πολεμίου τήν ὄψιν, ἐντεῦθεν μάλιστα ἐφιλο-
σόφησεν» (Εἰς τόν Δαυίδ καί τόν Σαούλ ὁμιλία Β/).
10. «Οὐδέν γάρ οὕτω καθαρότητα νοῦ καί τό διειδές θολοῖ τῶν φρενῶν, ὡς θυμός ἄτακτος καί μετά
πολλῆς φερόμενος τῆς ρύμης. Θυμός γάρ, φησίν, ἀπόλλυσι καί τούς φρονίμους. Καθάπερ γάρ ἔν τινι νυ-
κτομαχίᾳ σκοτωθείς ὁ τῆς ψυχῆς ὀφθαλμός οὐκ εὑρίσκει διακρῖναι τούς φίλους τῶν πολεμίων, οὐδέ τούς
ἐντίμους τῶν ἀτίμων, ἀλλά πᾶσιν ἐφεξῆς ἑνί κέχρηται τρόπῳ, κἄν λαβεῖν τί δέῃ κακόν, ἅπαντα εὐκόλως
ὑπομένων ὑπέρ τοῦ πληρῶσαι τήν τῆς ψυχῆς ἡδονήν. Ἡδονή γάρ τίς ἐστιν ἡ τοῦ θυμοῦ πύρωσις καί
ἡδονῆς χαλεπώτερον τυραννεῖ τήν ψυχήν, πᾶσαν αὐτῆς τήν ὑγιῆ κατάστασιν ἄνω καί κάτω ταράττουσα.
Καί γάρ πρός ἀπόνοιαν αἴρει ῥᾳδίως καί ἔχθρας ἀκαίρους καί μῖσος ἄλογον καί προσκρούματα ἁπλῶς
καί εἰκῇ προσκρούειν παρασκευάζει συνεχῶς• καί πολλά ἕτερα τοιαῦτα καί λέγειν καί τάττειν βιάζεται,
πολλῷ τῷ ροίζῳ τοῦ πάθους τῆς ψυχῆς ὑποσυρομένης καί οὐκ ἐχούσης ὅπου τήν αὐτῆς ἐρείσασα δύναμιν
ἀντιστήσεται πρός τοσαύτην ὁρμήν» (Περί ἱερωσύνης).


11. Ὁ Σαούλ «ἐκβαλών θυμόν ἐδέξατο εὐθυμίαν τε καί συμπάθειαν. Καί καθάπερ νυκτός μέν πα-
ρούσης οὐδέ παρόντα πολλάκις ἐπιγινώσκομεν φίλον, ἡμέρας δέ γενομένης καί πόρρωθεν ὁρῶντες αὐτόν
γνωρίζομεν• οὕτω καί ἐπί τῆς ἔχθρας συμβαίνειν εἴωθεν. Ἕως μέν ἄν ὦμεν ἀηδῶς πρός ἀλλήλους
ἔχοντες καί φωνῆς ἑτέρως ἀκούομεν καί ὄψιν μετά διεφθαρμένης βλέπομεν γνώμης• ἐπειδάν δ᾽ ἀποθώ-
μεθα τήν ὀργήν, ἡ πρό τούτου πολεμία καί ἐχθρά φωνή, προσηνής καί ἡδίστη ἡμῖν φαίνεται καί ἡ
πολεμία ὄψις καί ἀηδής, ποθεινή καί ἐπίχαρις» (Εἰς τόν Δαυίδ καί τόν Σαούλ ὁμιλία γ/).
12. «Τοῦτο γίνεται καί ἐπί τοῦ χειμῶνος. Οὐκ ἀφίησι τοῦ οὐρανοῦ τό κάλλος ἡ τῶν νεφῶν φαίνεσθαι
συνδρομή• ἀλλά κἄν μυριάκις ὀξυδερκές ἔχωμεν τό ὄμμα, οὐκ ἰσχύομεν ἀντιλαβέσθαι τῆς ἄνω φαιδρό-
τητος. Ἐπειδάν δ᾽ ἡ τῆς ἀκτῖνος θερμότης ἐνδιατρίψασα καί διαρρήξασα τό νέφος, δείξῃ τόν ἥλιον, δεί-
κνυσι καί τήν τοῦ οὐρανοῦ πάλιν εὐπρέπειαν. Οὕτω καί ἐφ᾽ ἡμῶν ὀργιζομένων γίνεται• καί καθάπερ
νέφος πεπυκνωμένον πρό τῶν ὀφθαλμῶν καί πρό τῶν ἀκοῶν ἑστῶσα ἡ ἔχθρα, ἑτέρας καί τάς φωνάς
καί τάς ὄψεις ποιεῖ φαίνεσθαι. Ἐπειδάν δέ φιλοσοφήσας τις τήν ἔχθραν ἀπόθηται καί διαρρήξῃ τῆς
λύπης τό νέφος τότε ἀδεκάστῳ λογισμῷ καί ὄψεται πάντα καί ἀκούσεται≫ (Εἰς τόν Δαυίδ καί τόν
Σαούλ ὁμιλία γ/).


12α. «...τοῦ θυμοῦ τυραννοῦντος καί στρατηγοῦντος αὐτοῖς» (Εἰς κατά Ματθαῖον ὁμιλ. ΙΕ/).
12β. «Τόν τοιοῦτον οὐδέ ἐλεύθερον δεῖ προσειπεῖν κἄν μυρίων δεσπόζῃ δούλων≫ (Εἰς τό κατά Ματ-
θαῖον ὁμιλία ΠΖ/).
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διδασκαλιες αγιων και αποστάγματα πατερικης σοφιας”

cron