Σελίδα 1 από 4

Πατερική Θεολογία Περί Νοεράς προσευχής & Νήψης

Δημοσιεύτηκε: 25 Ιαν 2013, 20:16
από evaggelia

Πατερική Θεολογία
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)

Καθηγητού Πανεπιστημίου




Μέρος Πρώτον: Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας
12. Περί νοεράς προσευχής
Το θέμα τώρα της νοεράς προσευχής είναι πολύ ενδιαφέρον. Η νοερά προσευχή είναι μία καθαρά εμπειρική κατάστασις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί εμπειρίας. Ούτε ένας ψυχίατρος μπορεί να αρνηθή ότι η νοερά προσευχή είναι καθαρή εμπειρία. Η διαφορά μας με τους ψυχιάτρους θα ήταν όχι στο γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά στην αιτία που προκαλεί την νοερά προσευχή. Δηλαδή, αν το θέμα αυτό τεθή υπ’ όψιν των επιστημόνων των θετικών επιστημών, π.χ. ψυχολόγων, ψυχιάτρων, παθολόγων, βιολόγων κ.λ.π. σαν ένα φαινόμενο άξιο παρατηρήσεως και μελέτης, θα είναι υποχρεωμένοι οι άνθρωποι αυτοί, εφαρμόζοντες την επιστημονική μέθοδο ερεύνης, να προβάλουν υποθέσεις.
Βέβαια η Εκκλησία έχει την δική της κατατεθειμένη εμπειρία του φαινομένου. Ένας, που έχει νοερά προσευχή μέσα του, «ακούει» ο ίδιος την προσευχή αυτή να λέγεται μέσα στην καρδιά του. Και υπάρχει εκατοντάδων ετών παράδοσις αυτής της πνευματικής καταστάσεως. Από τους αγίους έχει δοθή μία συγκεκριμένη ερμηνεία σ’ αυτήν την πάραδοσι της νοεράς προσευχής και βάσει αυτής της ερμηνείας η Εκκλησία γνωρίζει ότι η νοερά προσευχή είναι μία πνευματική εμπειρία και ότι είναι αποτέλεσμα της επενεργείας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτή είναι μια μακραίωνη παράδοσις, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθή την ύπαρξί της, διότι υπάρχουν πάρα πολλά συγγράμματα των Πατέρων επάνω στο θέμα αυτό, εκτός από όσα αναφέρονται γι’ αυτήν στην Αγία Γραφή. Και υπάρχουν σήμερα άνθρωποι, που ζουν αναμεταξύ μας, οι οποίοι γνωρίζουν από προσωπική τους εμπειρία, επειδή την ζουν, ενεργουμένη μέσα τους, την νοερά προσευχή.
Οπότε, εφ’ όσον αυτοί οι επιστήμονες αποδεχθούν αυτήν την πραγματικότητα, μετά θα πρέπη να προβάλουν τις δικές τους υποθέσεις για να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό της νοεράς προσευχής. Βέβαια μεταξύ τους θα υπάρχουν και μερικοί, που θα πουν ότι αυτό είναι ένα εφεύρημα των παπάδων, ιδίως εδώ στην Ελλάδα! Θα πουν ότι αυτά τα λένε οι παπάδες, ότι είναι προϊόν της φαντασίας τους. Μακάρι όμως οι παπάδες να ησχολούντο με τέτοια πράγματα εδώ στην Ελλάδα.
Άλλοι τώρα από αυτούς τους επιστήμονες ίσως πουν ότι αυτό είναι ένα είδος υπνωτισμού. Είχα μία σχετική συζήτησι με γιατρούς, μάλιστα με καθηγητές Πανεπιστημίου, οι οποίοι έλεγαν ότι αυτό είναι ένα είδος υπνωτισμού! Όμως, έστω, ας είναι έτσι γι’ αυτούς. Αλλά ένας ψυχίατρος είναι υποχρεωμένος να ασχοληθή συστηματικά με το θέμα αυτό.
Σχετικά με τον υπνωτισμό τώρα, ο οποίος πράγματι είναι μία εμπειρία. Ο ψυχίατρος όμως θα πρέπη να μπορή να εξακριβώση, αν η νοερά προσευχή είναι ένα είδος υπνωτισμού ή όχι. Ο υπνωτισμός μπορεί να οδηγήση σε παραίσθησι, που σημαίνει σε ασυνταξία ως προς την σωστή σύνθεσι των εμπειρικών εντυπώσεων, που έχει ο άνθρωπος μέσα στην μνήμη του. Όμως όλα τα στοιχεία, που συνθέτουν μία παραίσθηση, είναι παρμένα από τις αισθήσεις. Διότι ο άνθρωπος που φθάνει σε παραίσθησι, φθάνει σ’ αυτήν, όχι διότι έχει χάσει την επαφή του με τα αισθητά, αλλά επειδή η μνήμη του έχει εκτροχιασθή και η σύνθεσις των εντυπώσεων, που γίνεται μέσα στο μυαλό του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αταξία στην ταξινόμησι των εντυπώσεων. Έτσι έχομε τους ανισόρροπους, καθώς και αυτούς που ονειρεύονται στον ξύπνιο τους. Τα στοιχεία δηλαδή των αισθήσεων, που συνθέτουν μία παραίσθησι, είναι υπαρκτά. Εκείνος, που βρίσκεται σε παραίσθησι μπορεί να βλέπη κάτι, που δεν υπάρχει εκείνην την στιγμή μπροστά του, που είναι όμως υπαρκτό24.
Όσον αφορά στον υπνωτισμό, εκείνος που υπνωτίζεται μπαίνει σε μία κατάστασι κώματος, σαν δηλαδή να βρίσκεται σε κώμα και, αφού βρίσκεται σε κωματώδη κατάστασι, ενθυμείται πράγματα από το παρελθόν και απαντά στα ερωτήματα εκείνου που τον υπνώτισε. Οπότε, σαν υπνωτισμένος που είναι, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα.
Όσον αφορά τώρα στην νοερά προσευχή, δεν έχομε να κάνωμε με κάτι υπαρκτό, που έχει ήδη κατατεθή στην μνήμη και το οποίο ανακαλείται από την μνήμη και έτσι ονειρεύεται ο άνθρωπος. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όπως σε μία παραίσθησι, που βλέπει κανείς κάτι, χωρίς όμως να υπάρχει πράγματι γύρω του εκείνο που βλέπει εκείνην την στιγμή ούτε να υποπίπτη στις αισθήσεις του εκείνην την στιγμή. Στην περίπτωσι της νοεράς προσευχής ό,τι συμβαίνει στην καρδιά του ανθρώπου και ό,τι αισθάνεται ο άνθρωπος, λαμβάνει χώραν εκείνην την στιγμή που το αισθάνεται. Δεν είναι κάτι του παρελθόντος. Είναι μία εμπειρία του παρόντος. Το να είναι επίσης κανείς σε εγρήγορσι πνεύματος, πράγμα που συμβαίνει κατά την νοερά προσευχή, δηλαδή ούτε υπνωτισμένος να είναι ούτε να βρίσκεται σε παραίσθησι, και ταυτόχρονα να βιώνη κάτι το πολύ ξεκάθαρο μέσα του, μέσα στην καρδιά του, κάποιον άλλον, που προσεύχεται μέσα του για λογαριασμό του «στεναγμοίς αλαλήτοις»25, τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει στον υπνωτισμό. Κατά την νοερά προσευχή ο άνθρωπος έχει πλήρη συνείδησι ότι κάτι οικείο προς την φύσι του και ενεργούμενο έσωθεν, όχι όμως από τον ίδιο λαμβάνει χώρα μέσα του, το οποίο όχι μόνο βιώνει ξεκάθαρα αλλά ταυτόχρονα το παρατηρεί, και το οποίο μπορεί εκούσια να συμμετέχη.
Το βάρος την αποδείξεως την αληθείας αυτής της εμπειρίας δεν ανήκει στους Ορθοδόξους, οι οποίοι την κατέχουν, αλλά στους επιστήμονες, οι οποίοι την αμφισβητούν ή θέλουν να την ερευνήσουν. Αν πάλι οι επιστήμονες δώσουν ιδική τους ερμηνεία σ’ αυτό το φαινόμενο της νοεράς προσευχής, αυτοί οι ίδιοι θα πρέπη να αποδείξουν ότι η ιδική τους ερμηνεία είναι η σωστή ερμηνεία. Διότι οι Ορθόδοξοι έχουν παράδοσι αιώνων της ερμηνείας της νοεράς προσευχής, της οποίας η αλήθεια είναι αδιαφιλονείκητος για τους Ορθοδόξους. Και είναι αυτή η ερμηνεία αδιαφιλονείκητος, διότι δεν είναι ερμηνεία παρελθούσης εμπειρίας, η οπoία δεν μπορεί να εξακριβωθή ή να επαναληφθή, αλλά είναι ερμηνεία μιας ζώσης, αληθινής, σημερινής εμπειρίας και πραγματικότητος, που συνεχώς επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται και παραδίδεται από γενεά σε γενεά μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
Η Εκκλησία στην γλώσσα της, που είναι η εκκλησιαστική γλώσσα, λέγει διά στόματος του αποστόλου Παύλου: «Δεν μιλούμε με την ανθρώπινη σοφία, αλλά με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος»26. Τι εννοεί μ’ αυτό; Γιατί ο Απόστολος αντιπαρατάσσει την δύναμι του Αγίου Πνεύματος με την σοφία του κόσμου τούτου; Διότι ο άνθρωπος, που έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος, που έχει δηλαδή έλθει μέσα του το Άγιο Πνεύμα και έχει κατοικήσει μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος αισθάνεται ζωντανά μέσα στην καρδιά του την δύναμι, δηλαδή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και έτσι δεν πείθεται ότι έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος από λόγια άλλων ούτε από φιλοσοφικά ή θεολογικά επιχειρήματα άλλων, αλλά γνωρίζει ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος από άμεση και προσωπική του εμπειρία· διότι νιώθει, ακούει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, που κάνει τον παπά και τον ψάλτη μέσα στην καρδιά του. Δηλαδή είναι η συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στο πνεύμα του ανθρώπου εκείνο το πράγμα, που δίνει στον άνθρωπο αυτόν την απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει γίνει το σώμα του ναός του Θεού, αφού το Πνεύμα το Άγιο ήλθε και σκήνωσε στην καρδιά του. Αυτήν την κατάστασι περιγράφει ο απόστολος Παύλος, όταν λέγη: «Το Πνεύμα του Θεού κράζει μέσα στις καρδιές μας το αββά ο Πατήρ»27. Φωνάζει δηλαδή μέσα μας το Άγιο Πνεύμα απευθυνόμενο προς τον Πατέρα και λέγει: «Πατέρα μου»!
Αυτό λοιπόν, που περιγράφει ο απόστολος Παύλος, είναι μία πραγματικότητα ή μία φαντασιοπληξία; Πετούσε στα σύννεφα ο απόστολος Παύλος, όταν το έλεγε αυτό; Αν προσέξετε καλά σε όσα λέει ο απόστολος Παύλος στο κεφ. 8 της προς Ρωμαίους επιστολής του, θα δήτε ότι μιλάει για πραγματική προσευχή στην καρδιά του ανθρώπου. Αλλά δεν είναι μόνο ο απόστολος Παύλος που μιλάει έτσι. Και ο Δαυΐδ στους Ψαλμούς του μιλάει έτσι και η Παλαιά Διαθήκη μιλάει έτσι. Γι’ αυτό βλέπομε εδώ ποιος ήταν ο λόγος που οι αρχαίοι Χριστιανοί, που προητοιμάζοντο για την νοερά προσευχή, πρώτα αποστηθίζανε όλο το Ψαλτήρι. Αυτήν τη μεγάλη σημασία είχε το Ψαλτήρι γι’ αυτούς· στο να τους βοηθήσει να εργασθούν την νοερά προσευχή.
Δεν ξέρω πόσοι Χριστιανοί σήμερα έχουν διαβάσει ολόκληρο το Ψαλτήρι. Τα παληά χρόνια το διάβαζαν επάνω στους πεθαμένους πριν την κηδεία. Ίσως τότε να ήταν η μόνη φορά που διάβαζαν ολόκληρο το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ο παπάς και, αν είχε κοντά του κανένα ψάλτη, έβαζε και τον ψάλτη και το διάβαζε. Τα παληά χρόνια, για να χειροτονηθή κανείς επίσκοπος, έπρεπε να αποδείξη ότι ήξερε το Ψαλτήρι28. Γιατί; Γιατί το Ψαλτήρι είχε τόσο μεγάλη σημασία μέσα στην Εκκλησία; Διότι το Ψαλτήρι έχει προσευχές σχετικές με την νοερά προσευχή. Διότι η νοερά προσευχή στην Εβραϊκή παράδοσι, στην Προφητική παράδοσι, αλλά και στην αρχαία Χριστιανική παράδοσι, γινόταν και με τους Ψαλμούς. Γι’ αυτόν τον λόγο λέει ο απόστολος Παύλος «προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι και τω νοΐ. Ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ και τω νοΐ»29. Οπότε η νοερά προσευχή δεν είναι μόνο προσευχή με λόγια, αλλά είναι και ψαλμωδία, ψαλμός δηλαδή. Γι’ αυτό έχομε και δείγματα από την Παράδοσι ότι η νοερά ευχή γινόταν και με τους Ψαλμούς. Ένα από αυτά τα παραδείγματα είναι εκείνο του Αγίου Ιωάννου του Κασσιανού, ο οποίος διδάσκει νοερά προσευχή με Ψαλμούς. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες γι’ αυτό το πράγμα30.
Οπότε χρειάζεται καμμία φιλοσοφική απόδειξις γι’ αυτά τα θέματα, εφ’ όσον εκείνοι, που πιστεύουν και έχουν φθάσει σ’ αυτήν την κατάσταση της νοεράς προσευχής, έχουν μέσα τους αυτήν την εμπειρία; Και, εφ’ όσον υπάρχη αυτή η εμπειρία, σε τι χρειάζεται η μεταφυσική; Σε τι χρειάζεται η φιλοσοφία; Σε τι βοηθάει η φιλοσοφία; Βοηθήθηκε ποτέ κανείς ουσιαστικά στην ζωή του από καμμία φιλοσοφία στο να αποκτήση αυτήν την κατάστασι της νοεράς προσευχής, που ενεργεί αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά, ώστε να γίνη ναός του Αγίου Πνεύματος;
Όταν κανείς δεν έχη τέτοια εμπειρία, αλλά θέλη να την αποκτήση, τότε πηγαίνει και διδάσκεται από τους έχοντας την εμπειρία αυτή. Η εμπειρία αυτή της νοεράς προσευχής είναι συνήθως - αν και υπάρχουν εξαιρέσεις - απαραίτητη προϋπόθεσις για να φθάση κάποιος στην εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποία αποκτά εμπειρία της ακτίστου δόξης του Θεού. Αυτή η εμπειρία της θεώσεως είναι αποκλειστικά δώρο Θεού, το οποίο ο Θεός χαρίζει σε όποιους θέλει, όταν θέλη και για όσο θέλει και δεν εξαρτάται από την ανθρώπινη προσπάθεια. Προϋπόθεσις όμως υπό συνήθεις συνθήκες είναι το να έχη κανείς την νοερά προσευχή.


Σημειώσεις

24. Αυτό συμβαίνει με τα παραισθησιογόνα, όπως π.χ. το LSD. Βέβαια, παραίσθησι μπορεί να έχη κάποιος και κατά τον υπνωτισμό, όταν εισαχθή από τον υπνωτιστή δαιμονική ενέργεια, οπότε ο υπνωτισμένος έρχεται σε επαφή με πονηρά πνεύματα.
25. Βλ. Ρωμ. 8, 26.
26. Α’ Κορ. 2, 4: «... Και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως».
27. Γαλ. 4, 6. «Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον· αββά ο πατήρ».
28. Κανών β’ της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.
29. Α’ Κορ. 14, 15.
30. Στο «Ρουμανικό Γεροντικό», που έγραψε ο π. Ιωαννίκιος Μπάλαν, (έκδ. «Ορθοδόξου Κυψέλης»), αναφέρεται η περίπτωσις ενός λαϊκού Χριστιανού, ο οποίος είχε αδιάλειπτη την νοερά προσευχή, απαγγέλλοντας διαρκώς του Ψαλμούς.

http://www.oodegr.com/oode/biblia/pater ... gia/12.htm

Re: Πατερική Θεολογία Περί νοεράς προσευχής...

Δημοσιεύτηκε: 31 Ιαν 2013, 21:49
από LAPTONAS
Ας κάνουμε ένα διαχωρισμό όμως μεταξύ φιλοσοφίας και Ορθόδοξης θεολογίας διότι είναι διαφορετικά πράγματα και δεν υπάρχει λόγος να ανταγωνίζεται η μία προσέγγιση της αλήθειας την άλλη.
Όσο αναφορά τη νοερά προσευχή δε μπορώ να καταλάβω γιατί την συγκρίνει ο συγγραφέας με την ύπνωση αφού η πρώτη είναι μια συνειδητή ενέργεια, ενώ στη δεύτερη δε συμμετέχει συνειδητά ο εξεταζόμενος.
Τελικά όμως βλέπω ότι ο συγγραφέας δεν πραγματεύεται το πως επιτυγχάνεται η νοερά προσευχή... αλλά κυρίως.. ασχολείται με τη σύγκριση της πατερικής θεολογίας περί νοεράς προσευχής σε σχέση με άλλες τεχνικές ανάλυσης της ψυχής όπως η ψυχανάλυση και η ύπνωση. Αυτό όμως είναι παράλογο γιατί η νοερά προσευχή δεν είναι μια μέθοδος ανάλυσης της ψυχής επομένως συγκρίνει ανομία πράγματα. Τέλος , η άποψη ότι ο Ορθόδοξος δεν υποχρεούται να επιχειρηματολογήσει γνωστικά την νοερά προσευχή είναι μεν σωστή... αλλά στην αντίπερα όχθη δεν είναι και κακό να μπορεί ένας Ορθόδοξος να τεκμηριώσει τη νοερά προσευχή και Θεολογικά αλλά και γνωστικά αλλά και φιλοσοφικά αν χρειαστεί.
Τελικά πως τεκμηριώνεται η νοερά προσευχή σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία;

Μόνο εμπειρικά, κοντά σε κάποιον πνευματικό ή μετά από πολύ σκληρό προσωπικό αγώνα.

Re: Πατερική Θεολογία Περί νοεράς προσευχής...

Δημοσιεύτηκε: 31 Ιαν 2013, 22:41
από Φιλούμενος
Ίσως επειδή κάποιοι την συγκρίνουν με την ύπνωση,όπως και κάποιοι την συγκρίνουν στις μέρες μας με τον διαλογισμό.
Οι προσπάθειες απαξίωσης ή σύγκρισης ή αμφισβήτησης της νοεράς προσευχής με άλλα είτε ψυχιατρικά ,είτε με ανατολίτικου τύπου πρακτικές , είναι δεδομένες,ασχέτως αν προσπαθούν να ομοιάσουν τα ανόμοια.
Πιστεύω οτι χρειάζονται τέτοια άρθρα για να διαφωτίσουν τις διαφορές.

Re: Πατερική Θεολογία Περί νοεράς προσευχής...

Δημοσιεύτηκε: 31 Ιαν 2013, 22:59
από omg
Παιδια, για την προσευχη, ένα must have βιβλίο ειναι αυτο εδω

http://www.papasotiriou.gr/product/i-noera-a8lisis
Εικόνα

Νοερά Αθλησις
Η νοερά άθλησις Συλλογή διδασκαλιών των αγίων Πατέρων και πεπειραμένων ασκητών περί της προσευχής του Ιησού Χριστού.

[...] Το βιβλίον αυτό, αγαπητέ αναγνώστα, διδάσκει τον Χριστιανόν πως να αγωνίζεται ίνα ο αγών του στέφεται από επιτυχίας και νίκας. Επειδή δε ο Αγωνοθέτης εις τον πνευματικόν αυτόν αγώνα μας είναι Αυτός ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος νικά δι' ημών, και καθώς μας είπε: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», δεν είναι εις ημάς άλλος τρόπος λυτρώσεως παρά η καταφυγή εις Αυτόν.
Το πώς θα καταφύγωμεν και θα ενωθώμεν με τον Χριστόν, που υπάρχει εντός ημών, εις την καρδίαν, αυτό ακριβώς μας διδάσκει η «Νοερά άθλησις». Το βιβλίον αυτό, καθώς και ο ίδιος ο συγγραφεύς εις τον πρόλογόν του μας λέγει, είναι μία συλλογή πνευματικών επιστολών, την οποίαν έχει κάνει ο καθηγούμενος της Ι. Μ. Βαλαάμ παρά την λίμνην Λατόγκα της Φιλλανδίας Χαρίτων. Η συλλογή αυτή είναι το αποστάλαγμα της πείρας παλαιοτέρων, ως επί το πλείστον Ρώσων συγγραφέων επισκόπων, Μητροπολιτών και μοναχών, που εθίωσαν την νοεράν προσευχήν του Ιησού. [...]


(από τον πρόλογο του βιβλίου)


Απλα ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ.
Ψαξτε να το βρειτε κ να το διαβάσετε...!!!

Συμπυκνωμενη πατερικη γνωση.
Εκχυλισμα τεχνικων απο τους πατερες για την νοερα προσευχη του Ιησου....!!!!

Απλα δεν εχω λογια για αυτο το βιβλιο.....

Re: Πατερική Θεολογία Περί νοεράς προσευχής...

Δημοσιεύτηκε: 31 Ιαν 2013, 23:56
από evaggelia
Ψυχή - Νους - Νοερά προσευχή Πνευματικές ανταύγειες από το Άγιον Όρος

Επίσκεψις νοερά, μυστική και ειλικρινής
εις τα βάθη της ψυχής κατευθυνομένη
και ελεγχομένη υπό του φωτός του νοός.

Η ψυχή είναι ζώσα ύπαρξις, απλή και ασώματος, αόρατος με τους σωματικούς οφθαλμούς κατά την φύσιν της, αθάνατος, λογική και πνευματική, άμορφος, που κατοικεί εις οργανικόν σώμα και παρέχει εις αυτό την ζωήν και την αύξησιν και την αίσθησιν. Η ψυχή έχει τον νουν, ο οποίος δεν είναι κάτι διαφορετικόν από τον εαυτόν της, αλλά ωσάν το καθαρώτερον στοιχείον της1. Όπως είναι ο οφθαλμός εις το σώμα, έτσι είναι και ο νους εις την ψυχήν. Είναι η ψυχή ελευθέρα, έχει θέλησιν και ενέργειαν, είναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται κατά την θέλησίν της, διότι είναι κτιστή. Όλα αυτά τα έχει λάβει κατά φυσικήν τάξιν από την Χάριν του δημιουργού της, από την οποίαν έχει λάβη και την ύπαρξιν και την φυσικήν κατάστασιν2.

Ας κατέλθωμεν ψυχή μου εις τα βάθη σου, εις τον οίκον σου, δια να θεωρήσωμεν το κατάλυμά σου. να ίδωμεν πως έχει η κατάστασις αυτού. να επιβλέψωμεν εις την επιμέλειαν και την φροντίδα που επέδειξες δια να αρέσης εις τον Νυμφίον και Κύριόν σου.

Ας κατέλθωμεν και ας εισέλθωμεν δια του καθαρού νοός εις τα βάθη σου ψυχή μου, κατευθυνόμενοι και στηριζόμενοι δια της ευχής και ας γίνωμεν θεωροί των τραυμάτων και του σκότους που υπάρχει εκεί και ας θρηνήσωμεν δια την κατάστασίν σου.

Ο Νυμφίος Σου κρούει την θύραν και θέλει να εισέλθη εντός σου, δια να μείνη μόνος εκεί, δια να ανακλιθή εκεί. δια να δειπνήση μαζί σου. δια να ενωθή πλήρως μαζί σου και να σου χαρίση δια της ενώσεως αυτής την αιώνιαν μακαριότητα και αγάπην. «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω...» (Αποκ. γ' 20).

Αλλά πώς θέλει να εισέλθει; Θέλει να είναι εκεί αυτός μόνος. Να μη μολύνη άλλος τον τόπον σου. Εάν δεν εύρη έτσι την ψυχήν σου, ο Άγιος Κύριος ο δορυφορούμενος και ανυμνούμενος υπό των Χερουβείμ, δεν εισέρχεται.

Μπορείς να ειπής μαζί με τον προφήτην Δαβίδ: «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον και, πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλ. 102, 1). Ανταποκρίνεσαι εις την αγάπην του Κυρίου, όπως ο ίδιος παραγγέλει: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ. κβ' 37). Αγαπάς και αναζητείς τον Νυμφίον σου Χριστόν όπως η ασματίζουσα Νύμφη, η οποία διακαώς επιποθεί αυτόν και λέγει: «εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου. εκράτησα αυτόν και ουκ αφήκα αυτόν, έως ου εισήγαγον αυτόν εις τον οίκον μητρός μου και εις ταμείον συλλαβούσης με» ('Ασμα γ' 4) 3.

Ψάλλε τον αναβαθμόν και σκίρτα από χαρά: «Η καρδία μου προς σε Λόγε υψωθήτω. και ουδέν θέλξει με των του κόσμου τερπνών, προς χαμαιζηλίαν» (αντίφωνον γ' του δ' ήχου). Ω ενυπόστατε Λόγε και Υιέ του Θεού, εις εσένα ας υψωθή η καρδία μου. Τούτο θα γίνη όταν μελετάς το άπειρον ύψος της μεγαλειότητος του Θεού, το ακατάληπτον της σοφίας του, το μέγεθος της δυνάμεώς του, το απεριόριστον της αγαθότητός του, την υπέρ νουν ωραιότητά του και το γλυκύτατον και υπερούσιον φως του. Εάν τούτο πράξης δεν θα γλυκαίνεται η επιθυμία σου εις τα τερπνά του κόσμου τούτου, ούτε θα αγαπάς την ματαιότητα, αλλά θα ανάψης από τον πόθον και την αγάπην του θεού. Ποίος το βεβαιοί αυτό; Ο Μέγας Βασίλειος. «Μακάριοι οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες» (Ερμηνεία εις τον μδ' Ψαλμόν).

Όσον περισσότερον αγαπάς τον Άγιον Θεόν, τόσον περισσότερον γνωρίζεις αυτόν, και τότε ψυχή μου, ελκομένη εκ της θεϊκής αυτής ηδονής, θα αποστρέφεσαι ευκόλως και θα καταφρονής κάθε ηδονήν του κόσμου τούτου. Δια τούτο και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είπε: «Ο γευσάμενος των άνω, ευχερώς των κάτω καταφρονεί, ο δε εκείνων άγευστος, επί προσκαίροις αγάλλεται» (Λόγος ιστ' 15). Δια τούτο φρόντιζε να εξαλείψης από την φαντασίαν σου τις εικόνες και τα είδωλα του κόσμου τούτου. να εκριζώσης από τα βάθη σου τις προλήψεις και τις αμαρτωλές επιθυμίες και δια της επιστροφής του νοός σου εις τον οίκον σου και της λειτουργίας της νοεράς και αδιαλείπτου προσευχής να αρχίζης να τρέφεσαι από τα κάλλη του ουρανού.

Καθώς τώρα παρατηρώ τα βάθη σου ψυχή μου, βλέπω ότι πολύ απέχεις από την πρώτη εικόνα σου που σου εδώρησε ο Τριαδικός Θεός και εμόλυνες την καλλονήν σου. Σπεύσον τώρα να ευπρεπίσης και να καλλωπίσης αυτήν. Ετοιμάσου λοιπόν και λέγε μαζί με την Νύμφην: «Έχω βγάλει τον χιτώνα της αμαρτίας, πώς να τον φορέσω πάλιν; Έπλυνα τους πόδας μου, πώς να τους λερώσω πάλιν;» (Άσμα ε' 3).

Γνωρίζεις, ψυχή μου, ποίος είναι ο καλύτερος στολισμός σου; Μη νομίσης πως είναι άλλος από την ελευθερία του νοός σου. Όταν αυτός είναι ελεύθερος, τότε αποφασίζει μόνος του και ελέγχει τον οίκον σου και δεν αφήνει να εισέλθη κανείς εις αυτόν.

Τί σημαίνει ελευθερία του νοός;

Σημαίνει την απομάκρυνσιν εξ αυτού παντός νοήματος. Τότε μόνον ο νούς είναι ελεύθερος, όταν δεν έχει κανένα λογισμό και κατευθύνεται ορμητικά προς τον θεό και προσκυνεί και δοξολογεί το Άγιον Όνομα Αυτού. Αποτέλεσμα της ελευθερίας του νοός είναι η κάλυψις της ψυχής υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο πραγματικός στολισμός της ψυχής.
Όταν όμως υπάρχουν άλλοι ένοικοι μέσα σου ψυχή μου, τότε αυτοί αποκτούν δικαιώματα και σε αποσπούν από την ενότητά σου και σε κατευθύνουν όπου θέλουν. Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Νικήτας ο Στηθάτος λέγων: «Έως ότου η ψυχή στασιάζει κατά του εαυτού της και κινούνται άτακτα οι δυνάμεις της και δεν έγινε ακόμη δεκτική των θεϊκών ακτίνων, ούτε αξιώθηκε να ελευθερωθή από την δουλεία του σαρκικού φρονήματος, ούτε απόλαυσε την ειρήνη» (Φιλ. Τόμος Γ', Β' εκατοντάδα των φυσικών κεφαλαίων, 65).

Τί πρέπει να επιδιώκουμε κατά την ώραν της προσευχής;

Τούτο άριστα μας το υποδεικνύει ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος λέγων: «Αν θέλωμε πραγματικά να ευαρεστήσωμεν εις τον Θεόν και να συνάψωμεν μαζί του την τρισμακάριστη φιλία, ας παρουσιάσουμε τον νουν μας γυμνόν εις αυτόν, χωρίς να σέρνουμε μαζί μας κανένα πράγμα του αιώνος τούτου, ούτε τέχνη, ούτε νόημα, ούτε δικαιολογία, ακόμη και αν γνωρίζουμε όλην την σοφίαν του κόσμου» (Φιλοκ. Τόμ. Α', σελ. 286, μθ').

Κατά τον Άγιο Νείλο, είναι μακάριος ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής έχει αποδιώξει τις μορφές και τα σχήματα. «Μακάριος είναι ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής απέκτησε τελείαν αμορφίαν» (Φιλοκ. Τόμος Α', σελ. 187).

Αυτή η γυμνότης του νοός ή η αμορφία είναι η πραγματική ελευθερία του νοός και δια εσένα ψυχή μου είναι ο ωραιότερος στολισμός και αγιασμός. Όταν το επιτύχη αυτό ο νους τότε κατατρυφά απερισπάστως και ακορέστως το θείον κάλλος. «Μακάριος ο νους, ο πάντα τα όντα περάσας και της αιωνίου μακαριότητος κατατρυφών» (Φιλ. Τόμος Β', σελ. 5. Μαξίμου του Ομολογητού, περί αγάπης κεφάλαια, Εκατοντάς Πρώτη, ιθ').

Ποίον είναι το άριστον φάρμακον δια να επιτύχη
κανείς αυτήν την κατάστασιν;


Είναι ο εγκλεισμός του νοός εις το βάθος της ψυχής. Ποίοι μας το εδίδαξαν και το εφήρμοσαν αυτό;

Πρώτον μας το εδίδαξεν ο Κύριος: «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου» (Ματθ. στ' 6). Ταμείον βέβαια εδώ εννοεί ο Κύριος το δωμάτιον, αλλά πολύ περισσότερον και το ενδότερον της καρδίας.

Την επιστροφήν αυτήν του νοός την διδάσκουν όλοι οι Νηπτικοί Πατέρες και λέγουν ότι πρέπει να γίνεται με την κλίσιν της κεφαλής και την κάμψιν του σώματος προς τα εμπρός. Ονομάζεται δε η επιστροφή αυτή υπό του Διονυσίου του Αεροπαγίτου κυκλική και απλανής κίνησις του νοός4.

Όπως η περιφέρεια του κύκλου έχει μια αρχή, αλλά επιστρέφει πάλι εις τον εαυτό της και ενώνεται, έτσι και ο νους, λέγοντας την ευχήν νοερώς, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, δια της κυκλικής αυτής κινήσεως ο νους επιστρέφει εις την καρδίαν και ενώνεται μετ' αυτής5. Δια τούτο και ο εξοχώτατος Διονύσιος είπε: «Ψυχής δε κίνησις εστι κυκλική, η εις εαυτήν είσοδος από των έξω και των νοερών αυτής δυνάμεων η ενοειδής συνέλιξις ώσπερ εν τινι κύκλω το απλανές αυτή δωρουμένη» (Κεφ. δ' περί θείων ονομάτων).

Και ο Μέγας Βασίλειος δια την επιστροφήν αυτήν του νοός και τον εγκλεισμόν εις τα βάθη της ψυχής λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα λόγια: «Νους ο οποίος δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται από τας αισθήσεις εις τον κόσμο, επιστρέφει προς τον εαυτόν του και δια του εαυτού του αναβαίνει εις την έννοιαν του Θεού. και με εκείνο το κάλλος περιλαμπόμενος και ελλαμπόμενος, λησμονεί ακόμη και την ίδια του την φύσι, δίχως να σύρεται η ψυχή του ούτε εις φροντίδα τροφής μήτε εις μέριμνα ενδυμάτων, αλλά, αφού παύση να ασχολήται με τις γήινες φροντίδες, όλην του την σπουδήν την μεταθέτει εις την απόκτησι των αιωνίων αγαθών» (Μ. Βασιλείου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1, σελ. 67 - Επιστολή προς τον φίλον του Γρηγόριον).

Ο Αββάς Ισαάκ διδακτικώτατα προτρέπει: «Καταδίωξον τον εαυτόν σου και θέλει καταδιωχθή ο εχθρός σου από πλησίον σου. Ειρήνευσον μετά σου και έσεταί σοι ειρηνικός ο ουρανός και η γη. Σπούδασον να εισέλθης εντός του ταμείου της καρδίας σου και θέλεις ιδή το ταμείον το ουράνιον. διότι ένα είναι και τα δύο και δια μιας εισόδου συγχρόνως βλέπονται. επειδή η κλίμαξ εκείνης της Βασιλείας είναι εντός σου κεκρυμμένη» (Ασκητικοί Λόγοι, Αββά Ισαάκ, Λόγος Α', σελ. 110).

Εις αυτήν την επιστροφήν του νοός εις την καρδίαν χρειάζεται πολλή επιμονή και προσοχή, διότι ο νους καθώς είναι αγύμναστος, αποφεύγει αυτόν τον εγκλεισμόν και συνεχώς αποπηδά, επειδή είναι λεπτώτατος και ευκίνητος: «Ο νους εκείνων που μόλις πριν από λίγο μπήκαν εις αυτόν τον αγώνα και όταν συγκεντρώνεται, δραπετεύει συνεχώς και πρέπει αυτοί να προσπαθούν συνεχώς να τον επαναφέρουν. Τους διαφεύγει όμως καθώς είναι αγύμναστοι, διότι είναι πάρα πολύ δυσκολοπαρατήρητος και πιο ευκίνητος από οτιδήποτε άλλο» (Γρηγ. Παλαμά, Τόμος Δ', σελ. 127, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων). Και συνεχίζει ο Άγιος Γρηγόριος:

«Ο εσωτερικός άνθρωπος, μετά την παράβασι του Αδάμ, συνηθίζει να εξωμοιώνεται με τα εξωτερικά σχήματα, δια τούτο πως δεν θα βοηθήση πολύ εκείνον που καταγίνεται με προθυμία να στρέψη τον νουν του εις τον εαυτόν του, έτσι που να μην ακολουθή την «κατ' ευθείαν», αλλά την κυκλική κίνησι που είναι απλανής, το να μην περιφέρει τα μάτια του εδώ και εκεί, αλλά και να στηρίζει όπως σε κάποιο στήριγμα εις το στήθος του. Συστρέφοντας δηλαδή όσο μπορεί εξωτερικά τον εαυτόν του σαν κύκλο, παρόμοια με την κυκλική κίνησι του νοός του που επιδιώκει μέσα του, με το σχήμα αυτό του σώματος θα στείλη μέσα εις την καρδιά και την δύναμι του νου που διαχέεται έξω με την όρασι».

Η επιστροφή αυτή προς τον εαυτόν του είναι πάρα πολύ δύσκολο και κοπιαστικό έργο. Αν όμως υπομείνη με πολύ ταπείνωσι εις την επιστροφή αυτή του νοός του εις την καρδίαν και τον εγκλεισμόν επί πολύν χρόνον εντός της καρδίας και επιτύχει την ανύψωσίν του προς τον Θεόν, εμποδίζοντας με ισχυρή βία την τάσι της διανοίας να ασχολήται με πολλά θέματα, τότε πλησιάζει προς τον Άγιο Θεό νοερά και γεύεται από τώρα την αιώνιο ζωή και τα αγαθά που χαρίζει ο Κύριος, όπως λέγει ο ιερός ψαλμωδός «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλ. 33, 9).
Την δυσκολίαν του έργου αυτού, αλλά και τα αγαθά που αναμένουν όσους υπομείνουν αυτόν τον κόπον υπογραμμίζει σαφέστατα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο καθηγητής της νοεράς προσευχής, λέγων: «Οποιοσδήποτε κόπος άλλης αρετής είναι μικρός και ευκολότατος, αν συγκριθή με αυτόν. Δια τούτο και πολλοί που αφήνουν την προσπάθεια εξ αιτίας της στενοχώριας της προσευχητικής αρετής, δεν αξιώνονται να φθάσουν τον πλούτο των θείων χαρισμάτων. Εκείνοι όμως που υπομένουν, τους περιμένουν μεγαλύτερες εκδηλώσεις της θείας βοηθείας, σύμφωνα με τον λόγο του προφήτου: «Όσοι υπομένουν, θα βγάλουν φτερά. θα ανανεωθή η ισχύς τους» (Ησαΐας 40, 31)» (Γρηγορίου Παλαμά, Τόμος Δ' Περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, σελ. 133).

Μεγαλύτερος εργάτης του εγκλεισμού του νοός εις την καρδίαν και εκφραστής όλων των καταστάσεων της νοεράς προσευχής κατά τους νεωτέρους χρόνους, νομίζω, πως δεν είναι άλλος, παρά ο παππούς Ιωσήφ. Περιγράφει πολύ παραστατικά τον κόπον, αλλά και τον πόλεμον που εδέχετο από τα φοβερά δαιμόνια, επειδή ασκούσε αυτό το ιερό έργον: «Έκτοτε λοιπόν ήρχισαν οι άγριοι πόλεμοι, όπου δεν με άφηναν ησυχίαν ημέραν και νύκτα. Άγριοι πόλεμοι! Μήτε ώρα να ησυχάσω. Επίσης και εγώ μανίαν εις αυτούς. Εξ ώρας καθήμενος εις προσευχήν τον νουν δεν εσυγχώρουν να βγη από την καρδίαν. Από το σώμα μου ο ιδρώτας έτρεχεν ωσάν βρύσι. Ξύλον αλύπητα. Πόνος και δάκρυα. Νηστεία και ολονύκτιος αργυπνία. Και επί τέλους κατέπεσα.

Όλα οκτώ έτη κάθε νύκτα μαρτύριον. Έφευγαν οι δαίμονες και εφώναξαν. Μας έκαψε! Μας έκαψε! Όπου έτυχε μίαν νύκτα και τους ήκουσε και ο πλησίον μου αδελφός ξενιζόμενος, ποίοι ήσαν αυτοί όπου εφώναζαν» (Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας, έκδοσις Ι. Μονής Φιλοθέου, σελ. 210).

Δια να έχη καρπόν αυτή η κατάστασις της νοεράς προσευχής χρειάζεται πολύ προσοχή και νήψι, δια τούτο και επισημαίνει: «Θα κουρασθής πολύ, έως ότου καταλάβης ότι προσευχή χωρίς προσοχή και νήψι είναι απώλεια χρόνου. κόπος χωρίς πληρωμήν. Πρέπει εις όλας τας αισθήσεις μέσα και έξω να στήσης φύλακα την προσοχήν. Διότι χωρίς αυτής ο νους και αι δυνάμεις της ψυχής διαχέονται εις τα μάταια και συνήθη, ωσάν, το άχρηστο νερό που τρέχει στους δρόμους» (Ενθ' ανωτέρω, σελ. 42).

Και ο Γέροντας Εφραίμ μας συμβουλεύει: «Τον νουν μας να τον τοποθετήσωμεν ωσάν φρουρόν, ωσάν επιστάτην, να παρακολουθή τον ενδιάθετον λόγον που λέγει την ευχή. επίσης να προσέχη την φαντασία, να μη δεχθή καμμία εικόνα» (Γέροντος Εφραίμ: Πατρικαί Νουθεσίαι, έκδοσις Ι. Μονής Φιλοθέου, σελ. 115).

Ο Γέροντας Εφραίμ επεξέτεινε και ανέλυσε περισσότερον την περιεκτικήν διδασκαλίαν του Γέροντός του Ιωσήφ και θεωρείται και πράγματι είναι σήμερα ο κυριώτερος διδάσκαλος της νοεράς προσευχής. Κατόρθωσε να μεταφέρη το έργον της Νηπτικής παραδόσεως του Αγίου Όρους εις πολλά του πνευματικά παιδιά εις τον κόσμον και κυρίως εις τα νέα φυτώρια των μοναστηριών που εφύτευσε εις Καναδά και Αμερικήν. Η Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου εις την Αριζόνα, την οποίαν έχει καταστήση κέντρον του πνευματικού του έργου, μέλλει να αναδειχθή εις μια μεγάλη Λαύρα, της οποίας η προσφορά εις τον σύγχρονον κόσμον θα είναι ανυπολόγιστη.

Πατρικά, ο Γέροντας Εφραίμ μας νουθετεί: «Βιάζεσθε, παιδιά μου, εις την ευχήν του Ιησού μας. Αυτή θα γίνη τα πάντα. και τροφή και πόμα, και ένδυμα και φως και παρηγοριά και ζωή πνευματική. Τα πάντα γίνεται εις τον κατέχοντα ταύτην. Χωρίς αυτήν το κενόν της ψυχής δεν ικανοποιείται. Τον Χριστόν θέλετε να αγαπήσετε; Την ευχήν νοσταλγήσατε και την ταπείνωσιν εγκολπώσασθε και τότε θα γνωρίσητε ότι η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» (Γέροντος Εφραίμ, Ενθ' ανωτέρω, σελ. 108).

Επίλογος

Ο νους εκ νεότητος είχε συνηθίσει να διασκορπίζεται εις τα πράγματα του κόσμου και οι φαντασίες και οι πονηροί λογισμοί ευρήκαν έτσι τη ευκαιρίαν να εισέλθουν εις την καρδίαν, με την αδράνειαν αυτήν του νοός. Δια τούτο ο άνθρωπος γίνεται όχι ναός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, αλλά εργαστήριον της ανομίας και καταγώγιον των πονηρών πνευμάτων.

Ο νους τώρα δια της νοεράς προσευχής εισέρχεται εις την καρδίαν. Δια της επιστασίας του κλείεται η θύρα του ενδιαθέτου λόγου6 και δεν αφήνει τα πονηρά πνεύματα να λέγουν δι' αυτού τους πονηρούς λογισμούς τους οποίους θέλουν. Δια τούτο είπε ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Να κλείνης την θύρα του κελλιού σου για να μην εξέρχεται το σώμα σου, την θύρα της γλώσσης σου για να μην εξέρχωνται λόγια, και την εσωτερική πύλη της ψυχής σου για να μην εισέρχωνται τα πονηρά πνεύματα» (Ιωάννου του Σιναΐτου: Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ', Περί ησυχίας, 17).
Η επιστροφή αυτή του νοός εις την καρδίαν και η επιμονή εις αυτήν την εργασίαν και η φυλακή και η τήρησις της νοεράς προσευχής καθιστούν τον νουν ικανόν να βλέπη τας κακάς κλίσεις της καρδίας του, τας πονηράς κινήσεις των λογισμών του, τας επιβουλάς και τας κλοπάς των πονηρών πνευμάτων.

Βλέπει εκεί εις το βάθος της καρδίας, όλα τα σφάλματά του καθαρά και επικαλείται τον Ιησούν εις βοήθειαν και πενθεί και μετανοεί και λυπείται και αποκτά ταπείνωσιν αληθινήν. Δια τούτο πάλι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είπε: «Την πνευματικήν σου κατάστασι θα σου την φανερώση η προσευχή σου. Οι θεολόγοι άλλωστε εχαρακτήρισαν την προσευχή καθρέπτη του μοναχού» (Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ', 38).

Την σπουδαιότητα της νοεράς προσευχής τονίζει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης με τα εξής γλαφυρά λόγια: «Παρακαλώ λοιπόν θερμώς, να καταγίνησαι και εις την καρδιακήν ταύτην και νοεράν προσευχήν. Και ταύτην έχε έργον αδιάλειπτον και παντοτινόν, λαλών εν τη καρδία σου, δια του ενδιαθέτου λόγου το γλυκύ και κοσμοπόθητον και παντοπόθητον όνομα του Ιησού. τον Ιησούν νοών δια του νοός σου. τον Ιησούν ποθών και ακολουθών (κυνηγών) δια της θελήσεώς σου. προς τον Ιησούν επιστρέφων όλας τας δυνάμεις της ψυχής σου. και το παρά του Ιησού εκζητών έλεος μετά συντριβής και ταπεινώσεως» (Νικοδήμου του Αγιορείτου: Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, σελ. 121).

Ο διάλογος αυτός της μετανοίας, ο οποίος έχει Γραφικήν και Πατερικήν κατοχύρωσιν, εγράφη δια την αμαρτωλήν μου ψυχήν, όπως έλθη εις αίσθησιν και ίδη την ιδίαν αυτής γύμνωσιν και τα τραύματα αυτής και τακτοποιήση τα του οίκου αυτής, δια να μη αισχυνθή εν ώρα της εξόδου και της μελλούσης κρίσεως.

Η εμή αδυναμία ταύτα εσημείωσε μ.
21η Ιανουαρ. 2002 του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού.

Επίμετρον

Πώς θεραπεύεται ο μετεωρισμός;

Δια του εγκλεισμού του νοός εις τα βάθη της ψυχής. Όταν εισέλθη εκεί ο νους απεργάζεται το πνευματικό μέλι. Όπως η μέλισσα μέσα στην κυψέλη εγκλείεται και παρασκευάζει το μέλι, έτσι και ο νους.
Εγκλειόμενος εκεί ο νους, δίδει χαράν και δύναμιν εις την ψυχήν, διότι γίνεται μία σύναξις των δυνάμεων της ψυχής.
Ο νους πολλές φορές βλέπει εκεί το σκότος της ψυχής και την ασθένειαν αυτής. Η όρασις αυτή του νοός φέρει πένθος εις την ψυχήν εκ του οποίου προκαλούνται δάκρυα δια των οποίων καθαρίζεται η ψυχή. Έτσι ολίγον κατ' ολίγον αρχίζει να καθαρίζεται και να αποκτά αυτογνωσίαν και αληθινήν ταπείνωσιν.

Διατί αμαρτάνομεν;

Διότι αγνοούμεν την αξίαν και το κάλλος της ψυχής. Όταν η ψυχή διατηρή την τάξιν αυτής και δεν εκπίπτει εκ της αξίας όπου την έθεσε ο ποιητής, απολαμβάνει όλες τις δωρεές του Ουρανίου Πατρός και δεν έχει ουδεμίαν άλλην ανάγκην. Έχει εσωτερικήν παρηγορίαν και παράκλησιν.
Όταν όμως αποκόπτεται από την επικοινωνίαν μετά του Ουρανίου Πατρός, αρχίζει να στρέφεται προς τα κτίσματα και δια των αισθήσεων να απολαμβάνη αυτά. Η στροφή και η επιθυμία προς τα κτίσματα εμπεριέχει πολλάκις την αμαρτία και τον εξ αυτής θάνατον.
Η ψυχή ελησμόνησε το θείον κάλλος και την θείαν αυτής ευγένειαν και στρέφεται προς τα κτίσματα να παρηγορηθή. Από το σημείον αυτό αρχίζει η εκτροπή της ψυχής εκ της αληθείας και γίνεται η αρχή της αμαρτίας.

* * *

1. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ». Δηλαδή, ούτε τα δικά σου, ούτε τα γύρω από εσέ, αλλά πρόσεχε μόνον τον εαυτόν σου. Διότι άλλο πράγμα είμεθα ημείς οι ίδιοι και άλλο πράγμα τα δικά μας και άλλο τα γύρω από εμάς. Ημείς είμεθα η ψυχή και ο νους, διότι έχομεν πλασθή σύμφωνα με την εικόνα του κτίστου μας. Μ. Βασιλείου Έργα, Τόμος 6ος, σελ. 223. «Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός. Εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται...» (Ματθ. στ' 22).

2. Ι. Δαμασκηνού έργα, Ε.Π.Ε. Τόμος 1, σελ. 213.

3. Οίκος και ταμείον είναι η καρδία του ανθρώπου. Μήτηρ και συλλαβούσα είναι η Σοφία του Θεού, η οποία τα πάντα εποίησε, καθώς και την καρδίαν.

4. Μόνον η κυκλική αυτή κίνησις του νοός είναι απλανής, επειδή εις αυτήν δεν μπορεί να εισέλθη η πλάνη του διαβόλου. Εις τας δύο άλλας κινήσεις του νοός, την ευθείαν και ελικοειδή προχωρεί η πλάνη και η απάτη του διαβόλου. Κατά τον Διονύσιον Αεροπαγίτην.

Ευθεία κίνησις του νοός είναι: όταν ο νους από τις εικόνες των αισθητών πραγμάτων αναβιβάζεται εις την νοητήν αυτών θεωρίαν.

Ελικοειδής δε κίνησις του νοός είναι: όταν ο νους φωτίζεται τας θείας γνώσεις όχι νοερώς, αλλά συλλογιστικώς και μεταβατικώς. Αποτελεί δηλ. μικτήν κίνησιν κυκλικής και ευθείας.

Δια τούτο ασφαλεστέρα είναι η κυκλική κίνησις του νοός, η οποία επιτυγχάνεται δια της επιστροφής του νοός εις την καρδίαν και της νοεράς προσευχής που λέγεται ταυτοχρόνως.

5. Δια της προσευχής αυτής το σώμα λαμβάνει τρόπον τινά σχήμα κυκλικόν. Και ο προφήτης Ηλίας, όταν έλυσε εκείνην την πολυχρόνιον ξηρασίαν (Βλέπε Γ' Βασιλειών, ιη', 42) ανέβη εις το Καρμήλιον όρος, έσκυψε επί την γην και έθεσε το πρόσωπον αυτού ανάμεσα εις τα γόνατα αυτού. Δια ποίον λόγον; Δια να συγκεντρώση δια του τρόπου αυτού περισσότερον τον νουν του και φιλοπονώτερον να προσευχηθή προς τον Θεόν. (Φιλοκαλία τόμος Δ' Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων σελ.127).

6. Ενδιάθετος λόγος είναι: Ο νους χρησιμοποιεί το λογιστικόν, δηλαδή τον ενδιάθετον λόγον της καρδίας, δια του οποίου σκεπτόμεθα, κρίνομεν και αποφασίζωμεν, χωρίς να λαλή το στόμα. Αυτόν τον ενδιάθετον λόγον χρησιμοποιεί τώρα ο νους και λέγει την ευχήν: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.

Περιοδικόν Ο Όσιος Φίλοθεος της Πάρου
Τεύχος 5 Μάιος - Αύγουστος 2002
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

http://www.impantokratoros.gr/30533E78.el.aspx

Re: Πατερική Θεολογία Περί νοεράς προσευχής...

Δημοσιεύτηκε: 03 Φεβ 2013, 14:07
από LAPTONAS
Φαίνεται λοιπόν .... ότι βάσει του αρχικού κειμένου :

Η νοερά προσευχή είναι μία καθαρά εμπειρική κατάστασις. Ένας, που έχει νοερά προσευχή μέσα του, «ακούει» ο ίδιος την προσευχή αυτή να λέγεται μέσα στην καρδιά του. Επομένως ο "ήχος" εντός της καρδιάς είναι μια βιωματική κατάσταση που σηματοδοτεί την επίτευξη της νοερής προσευχής.

Έτσι λοιπόν επειδή σε αυτό το θέμα το ενδιαφέρον είναι η προσευχή , νοερά , και η επίτευξης της, ας προσπαθήσουμε να το αναλύσουμε λίγο... σαν να είχαμε πλήρη άγνοια επί του θέματος και θέλαμε να αποκτήσουμε αυτή την δυνατότητα.

Φαίνεται λοιπόν από τη τελευταία ανάρτηση , ότι παίζει ρόλο μεγάλο στη προσευχή ο νους. Διότι
evaggelia έγραψε:Ψυχή - Νους - Νοερά προσευχή Πνευματικές ανταύγειες από το Άγιον Όρος

Επίσκεψις νοερά, μυστική και ειλικρινής
εις τα βάθη της ψυχής κατευθυνομένη
και ελεγχομένη υπό του φωτός του νοός.
έπειτα βέβαια κάνει ανάλυση για τη ψυχή...και τι σχέση της με το νου που είναι όμοια με τη σχέση οφθαλμού και εγκεφάλου.
Λέει ότι είναι κτιστή , όμως αν είναι κτιστή τότε πως είναι αθάνατη, αόρατη; είναι αέριο η ψυχή; Μάλλον άκτιστη θα έλεγα πως είναι μέχρι κάποιος να δικαιολογήσει το αντίθετο. Διότι αν ανήκει στην φυσική κατάσταση τότε μπορεί να μετρηθεί από τη φυσική.
evaggelia έγραψε: Η ψυχή είναι ζώσα ύπαρξις, απλή και ασώματος, αόρατος με τους σωματικούς οφθαλμούς κατά την φύσιν της, αθάνατος, λογική και πνευματική, άμορφος, που κατοικεί εις οργανικόν σώμα και παρέχει εις αυτό την ζωήν και την αύξησιν και την αίσθησιν. Η ψυχή έχει τον νουν, ο οποίος δεν είναι κάτι διαφορετικόν από τον εαυτόν της, αλλά ωσάν το καθαρώτερον στοιχείον της1. Όπως είναι ο οφθαλμός εις το σώμα, έτσι είναι και ο νους εις την ψυχήν. Είναι η ψυχή ελευθέρα, έχει θέλησιν και ενέργειαν, είναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται κατά την θέλησίν της, διότι είναι κτιστή. Όλα αυτά τα έχει λάβει κατά φυσικήν τάξιν από την Χάριν του δημιουργού της, από την οποίαν έχει λάβη και την ύπαρξιν και την φυσικήν κατάστασιν2.
Έπειτα λέει πως είναι ορθό και επιθυμητό να επιμελείς την ψυχή σου. Αυτό αρέσει στον Κύριο, είναι όμως και καλό για εσένα.
evaggelia έγραψε: Ας κατέλθωμεν ψυχή μου εις τα βάθη σου, εις τον οίκον σου, δια να θεωρήσωμεν το κατάλυμά σου. να ίδωμεν πως έχει η κατάστασις αυτού. να επιβλέψωμεν εις την επιμέλειαν και την φροντίδα που επέδειξες δια να αρέσης εις τον Νυμφίον και Κύριόν σου.
Και λέει λοιπόν πως για να μπορέσουμε να δούμε στη ψυχή μας πρέπει να έχουμε καθαρό νου. Μπορεί δηλαδή ένας μεθυσμένος να δει μέσα του; μάλλον όχι. ... και η μέθη είναι πολλών ειδών. Αν όμως μπορέσουμε τότε θα δούμε τα τραύματα της ψυχής. Κάτι δηλαδή σαν αυτό-ψυχανάλυση ή αυοεκτίμηση της κατάστασης μας. Αφού λέει :
evaggelia έγραψε: Ας κατέλθωμεν και ας εισέλθωμεν δια του καθαρού νοός εις τα βάθη σου ψυχή μου, κατευθυνόμενοι και στηριζόμενοι δια της ευχής και ας γίνωμεν θεωροί των τραυμάτων και του σκότους που υπάρχει εκεί και ας θρηνήσωμεν δια την κατάστασίν σου.
έπειτα μας λέει πως αυτή η κατάσταση είναι κατάλληλη για να έλθει μέσα μας ο Νυμφίος, ο οποίος όμως επειδή είναι καθαρός πρέπει να είναι μόνος εκεί , για να μην μολυνθεί, αλλιώς δεν έρχεται. Ουσιαστικά μας λέει ότι πρέπει να έχουμε επιτύχει τη λεγόμενη Κάθαρση (που κατά τους πατέρες είναι απαραίτητη κατάσταση για να πετύχουμε τον Φωτισμό)... κι αυτό φαίνεται εδώ :
evaggelia έγραψε: Ο Νυμφίος Σου κρούει την θύραν και θέλει να εισέλθη εντός σου, δια να μείνη μόνος εκεί, δια να ανακλιθή εκεί. δια να δειπνήση μαζί σου. δια να ενωθή πλήρως μαζί σου και να σου χαρίση δια της ενώσεως αυτής την αιώνιαν μακαριότητα και αγάπην. «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω...» (Αποκ. γ' 20).

Αλλά πώς θέλει να εισέλθει; Θέλει να είναι εκεί αυτός μόνος. Να μη μολύνη άλλος τον τόπον σου. Εάν δεν εύρη έτσι την ψυχήν σου, ο Άγιος Κύριος ο δορυφορούμενος και ανυμνούμενος υπό των Χερουβείμ, δεν εισέρχεται.
Είναι μεγάλη η ανάλυση και απαιτεί χρόνο και συγκέντρωση επομένως εδώ θα σταματήσω. Εν κατακλείδι τα συμπεράσματα είναι πως

η νοερά προσευχή είναι μια διαδικασία ενεργητική που απαιτεί συμμετοχή του νου, και αποσκοπεί στην καθαριότητα της ψυχής ώστε να μπορέσει να έρθει ο Κύριος μέσα μας. Λαμβάνει δεδομένο ότι αυτό είναι απαραίτητο όταν η ψυχή έχει τραύματα... πως όμως μπορεί να μετρήσει κανείς τα τραύματα της ψυχής του ή του συνανθρώπου του; Διότι στο γιατρό πάμε όταν δούμε πως έχουμε κάποια λοίμωξη στο σώμα ή πονάμε. Κι αυτός κάνει τη δουλειά του μετά. Πως όμως διακρίνουμε τα τραύματα της ψυχής? Μόνο αν εισέλθουμε δια του καθαρού νου; και αν δεν είναι καθαρός ο νους; Μήπως λοιπόν κάποιοι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να θεραπεύουν τους άλλους και να τους δείχνουν πως έχουν τραύματα; ή μήπως είναι θέμα παιδείας .. δηλαδή μπορείς να είσαι ενήμερος από πριν για τα σημεία εκείνα που δείχνουν πως η ψυχή σου είναι άρρωστη;

Αυτά για τώρα, όποιος μπορεί να συμμετέχει θα είναι καλό. Θα συνεχίσω πάλι μόλις μπορέσω.

Re: Πατερική Θεολογία Περί νοεράς προσευχής...

Δημοσιεύτηκε: 03 Φεβ 2013, 20:14
από dominique
έπειτα βέβαια κάνει ανάλυση για τη ψυχή...και τι σχέση της με το νου που είναι όμοια με τη σχέση οφθαλμού και εγκεφάλου.
Λέει ότι είναι κτιστή , όμως αν είναι κτιστή τότε πως είναι αθάνατη, αόρατη; είναι αέριο η ψυχή; Μάλλον άκτιστη θα έλεγα πως είναι μέχρι κάποιος να δικαιολογήσει το αντίθετο. Διότι αν ανήκει στην φυσική κατάσταση τότε μπορεί να μετρηθεί από τη φυσική.
Όπως λέγεται από τους Πατέρες, οι άγγελοι και οι ψυχές είναι πνεύματα νοερά, εν σχέσει με το υλικό σώμα, αλλά εν σχέσει με τον Θεό έχουν κάτι υλικό. Γι’ αυτό οι άγγελοι λέγονται αιθέρια όντα και δεν είναι καθ’ ολοκληρίαν άϋλα. Άλλωστε, η ψυχή είναι κτιστή, δηλαδή, δημιουργημένη από τον Θεό. Είναι αθάνατη κατά Χάριν, αφού η αθανασία είναι δώρο του Θεού σε αυτήν. Κάθε κτιστό έχει αρχή και τέλος. Η ψυχή, ως κτιστή, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατι έτσι το θέλησε ο Θεός.(Απο το βιβλίο η ζωή μετα θάνατον)

Δες και σχετικό θέμα εδω
http://www.filoumenos.com/forum/viewtop ... 88&t=11041

Re: Πατερική Θεολογία Περί νοεράς προσευχής...

Δημοσιεύτηκε: 04 Φεβ 2013, 00:32
από LAPTONAS
dominique έγραψε:
έπειτα βέβαια κάνει ανάλυση για τη ψυχή...και τι σχέση της με το νου που είναι όμοια με τη σχέση οφθαλμού και εγκεφάλου.
Λέει ότι είναι κτιστή , όμως αν είναι κτιστή τότε πως είναι αθάνατη, αόρατη; είναι αέριο η ψυχή; Μάλλον άκτιστη θα έλεγα πως είναι μέχρι κάποιος να δικαιολογήσει το αντίθετο. Διότι αν ανήκει στην φυσική κατάσταση τότε μπορεί να μετρηθεί από τη φυσική.
Όπως λέγεται από τους Πατέρες, οι άγγελοι και οι ψυχές είναι πνεύματα νοερά, εν σχέσει με το υλικό σώμα, αλλά εν σχέσει με τον Θεό έχουν κάτι υλικό. Γι’ αυτό οι άγγελοι λέγονται αιθέρια όντα και δεν είναι καθ’ ολοκληρίαν άϋλα. Άλλωστε, η ψυχή είναι κτιστή, δηλαδή, δημιουργημένη από τον Θεό. Είναι αθάνατη κατά Χάριν, αφού η αθανασία είναι δώρο του Θεού σε αυτήν. Κάθε κτιστό έχει αρχή και τέλος. Η ψυχή, ως κτιστή, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατι έτσι το θέλησε ο Θεός.(Απο το βιβλίο η ζωή μετα θάνατον)

Δες και σχετικό θέμα εδω
http://www.filoumenos.com/forum/viewtop ... 88&t=11041
Πράγματι η ψυχή λοιπόν για τους πατέρες ανήκει στο κτιστό κόσμο, όπου ανήκουν όλα τα δημιουργήματα του Θεού, άγγελοι και ψυχές.
evaggelia έγραψε: Μπορείς να ειπής μαζί με τον προφήτην Δαβίδ: «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον και, πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλ. 102, 1). Ανταποκρίνεσαι εις την αγάπην του Κυρίου, όπως ο ίδιος παραγγέλει: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ. κβ' 37). Αγαπάς και αναζητείς τον Νυμφίον σου Χριστόν όπως η ασματίζουσα Νύμφη, η οποία διακαώς επιποθεί αυτόν και λέγει: «εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου. εκράτησα αυτόν και ουκ αφήκα αυτόν, έως ου εισήγαγον αυτόν εις τον οίκον μητρός μου και εις ταμείον συλλαβούσης με» ('Ασμα γ' 4) 3.
Μας προτρέπει να αγαπήσουμε με όλη τη δύναμη μας το Κύριο, με όλη τη καρδία, ψυχή και διάνοια (νου) άρα να εκφραζόμαστε και συναισθηματικά όταν προσευχόμαστε. Με αγάπη... και με χαρά... αφού :
evaggelia έγραψε: Ψάλλε τον αναβαθμόν και σκίρτα από χαρά: «Η καρδία μου προς σε Λόγε υψωθήτω. και ουδέν θέλξει με των του κόσμου τερπνών, προς χαμαιζηλίαν» (αντίφωνον γ' του δ' ήχου). Ω ενυπόστατε Λόγε και Υιέ του Θεού, εις εσένα ας υψωθή η καρδία μου. Τούτο θα γίνη όταν μελετάς το άπειρον ύψος της μεγαλειότητος του Θεού, το ακατάληπτον της σοφίας του, το μέγεθος της δυνάμεώς του, το απεριόριστον της αγαθότητός του, την υπέρ νουν ωραιότητά του και το γλυκύτατον και υπερούσιον φως του. Εάν τούτο πράξης δεν θα γλυκαίνεται η επιθυμία σου εις τα τερπνά του κόσμου τούτου, ούτε θα αγαπάς την ματαιότητα, αλλά θα ανάψης από τον πόθον και την αγάπην του θεού. Ποίος το βεβαιοί αυτό; Ο Μέγας Βασίλειος. «Μακάριοι οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες» (Ερμηνεία εις τον μδ' Ψαλμόν).


έτσι λοιπόν μας προτρέπει να αγαπήσουμε το Κύριο ώστε να υψωθούμε πνευματικά και να φτάσουμε την μεγαλειότητα, σοφία, δύναμη, υπέρ νου ωραιότητα και γλυκύτητα του υπερούσιου φωτός Του. Και μέσα από αυτή τη σχέση αγάπης γνωρίζεις τον Άγιο Θεό, και τότε η ψυχή αποδεσμεύεται του του υλικού κόσμου... με αποτέλεσμα να γεύεται τα άνω και να καταφρονεί τα υλικά. Γιαυτό και είναι αναγκαίο να μην έχεις στο νου σου είδωλα του κόσμου αυτού.
evaggelia έγραψε: Όσον περισσότερον αγαπάς τον Άγιον Θεόν, τόσον περισσότερον γνωρίζεις αυτόν, και τότε ψυχή μου, ελκομένη εκ της θεϊκής αυτής ηδονής, θα αποστρέφεσαι ευκόλως και θα καταφρονής κάθε ηδονήν του κόσμου τούτου. Δια τούτο και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είπε: «Ο γευσάμενος των άνω, ευχερώς των κάτω καταφρονεί, ο δε εκείνων άγευστος, επί προσκαίροις αγάλλεται» (Λόγος ιστ' 15). Δια τούτο φρόντιζε να εξαλείψης από την φαντασίαν σου τις εικόνες και τα είδωλα του κόσμου τούτου.
έτσι με τη "Κάθαρση" από τα διαβλητά πάθη και με την αδιάλειπτο νοερά προσευχή αρχίζει κάποιος να φωτίζεται και να τρέφεται απο τα κάλλη του ουρανού ...μας λέει πολύ χαρακτηριστικά... :
evaggelia έγραψε: να εκριζώσης από τα βάθη σου τις προλήψεις και τις αμαρτωλές επιθυμίες και δια της επιστροφής του νοός σου εις τον οίκον σου και της λειτουργίας της νοεράς και αδιαλείπτου προσευχής να αρχίζης να τρέφεσαι από τα κάλλη του ουρανού.
έπειτα κάνει λόγο για τη ψυχή που έχει μολυνθεί (προφανώς από τα υλικά ) ... και προτρέπει να σπεύσουμε να επιμεληθούμε τη ψυχή μας ... και γενικά να αποκτήσουμε μια στάση καθαρότητας ... :
evaggelia έγραψε: Καθώς τώρα παρατηρώ τα βάθη σου ψυχή μου, βλέπω ότι πολύ απέχεις από την πρώτη εικόνα σου που σου εδώρησε ο Τριαδικός Θεός και εμόλυνες την καλλονήν σου. Σπεύσον τώρα να ευπρεπίσης και να καλλωπίσης αυτήν. Ετοιμάσου λοιπόν και λέγε μαζί με την Νύμφην: «Έχω βγάλει τον χιτώνα της αμαρτίας, πώς να τον φορέσω πάλιν; Έπλυνα τους πόδας μου, πώς να τους λερώσω πάλιν;» (Άσμα ε' 3).
Όμως εδώ μας λέει ακριβώς ποιο είναι το επιθυμητό για το Κύριο:
evaggelia έγραψε: Γνωρίζεις, ψυχή μου, ποίος είναι ο καλύτερος στολισμός σου; Μη νομίσης πως είναι άλλος από την ελευθερία του νοός σου. Όταν αυτός είναι ελεύθερος, τότε αποφασίζει μόνος του και ελέγχει τον οίκον σου και δεν αφήνει να εισέλθη κανείς εις αυτόν.
Είναι λέει η ελευθερία του νου. :cooll Τί σημαίνει ελευθερία του νοός;

evaggelia έγραψε: Σημαίνει την απομάκρυνσιν εξ αυτού παντός νοήματος. Τότε μόνον ο νούς είναι ελεύθερος, όταν δεν έχει κανένα λογισμό και κατευθύνεται ορμητικά προς τον θεό και προσκυνεί και δοξολογεί το Άγιον Όνομα Αυτού. Αποτέλεσμα της ελευθερίας του νοός είναι η κάλυψις της ψυχής υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο πραγματικός στολισμός της ψυχής.
Όταν όμως υπάρχουν άλλοι ένοικοι μέσα σου ψυχή μου, τότε αυτοί αποκτούν δικαιώματα και σε αποσπούν από την ενότητά σου και σε κατευθύνουν όπου θέλουν. Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Νικήτας ο Στηθάτος λέγων: «Έως ότου η ψυχή στασιάζει κατά του εαυτού της και κινούνται άτακτα οι δυνάμεις της και δεν έγινε ακόμη δεκτική των θεϊκών ακτίνων, ούτε αξιώθηκε να ελευθερωθή από την δουλεία του σαρκικού φρονήματος, ούτε απόλαυσε την ειρήνη» (Φιλ. Τόμος Γ', Β' εκατοντάδα των φυσικών κεφαλαίων, 65).
Ελευθερία νου = η απομάκρυνση κάθε νοήματος, κάθε λογισμού που έχει σαν αποτέλεσμα να χρωματίζεται η ψυχή από το Άγιο Πνεύμα. Και ως ένοικους εννοεί τους λογισμούς, τους φόβους, τις ανθρώπινες αδυναμίες και τους πόνους, κάθε λογής σκέψεις που μας δεσμεύουν στον υλικό κόσμο και μας απομακρύνουν από το πνευματικό. Πολύ ενδιαφέρον ..

Έτσι λοιπόν αφού έγινε η ανάλυση της Κάθαρσης και του Φωτισμού της ψυχής από το Άγιο Πνεύμα... μας λέει πως επιτυγχάνεται αυτό με τη νοερά προσευχή :

evaggelia έγραψε: Τί πρέπει να επιδιώκουμε κατά την ώραν της προσευχής;

Τούτο άριστα μας το υποδεικνύει ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος λέγων: «Αν θέλωμε πραγματικά να ευαρεστήσωμεν εις τον Θεόν και να συνάψωμεν μαζί του την τρισμακάριστη φιλία, ας παρουσιάσουμε τον νουν μας γυμνόν εις αυτόν, χωρίς να σέρνουμε μαζί μας κανένα πράγμα του αιώνος τούτου, ούτε τέχνη, ούτε νόημα, ούτε δικαιολογία, ακόμη και αν γνωρίζουμε όλην την σοφίαν του κόσμου» (Φιλοκ. Τόμ. Α', σελ. 286, μθ').

Κατά τον Άγιο Νείλο, είναι μακάριος ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής έχει αποδιώξει τις μορφές και τα σχήματα. «Μακάριος είναι ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής απέκτησε τελείαν αμορφίαν» (Φιλοκ. Τόμος Α', σελ. 187).
.... και ξεκινάει μιλώντας για απομάκρυνση όλων των εικόνων και λογισμών καλών και κακών ....που αποκαλεί γυμνότητα του νου....
evaggelia έγραψε: Αυτή η γυμνότης του νοός ή η αμορφία είναι η πραγματική ελευθερία του νοός και δια εσένα ψυχή μου είναι ο ωραιότερος στολισμός και αγιασμός. Όταν το επιτύχη αυτό ο νους τότε κατατρυφά απερισπάστως και ακορέστως το θείον κάλλος. «Μακάριος ο νους, ο πάντα τα όντα περάσας και της αιωνίου μακαριότητος κατατρυφών» (Φιλ. Τόμος Β', σελ. 5. Μαξίμου του Ομολογητού, περί αγάπης κεφάλαια, Εκατοντάς Πρώτη, ιθ').
....με αυτοσυγκέντρωση στα ενδότερα της ψυχής/καρδιάς μας ........
evaggelia έγραψε: Ποίον είναι το άριστον φάρμακον δια να επιτύχη
κανείς αυτήν την κατάστασιν;


Είναι ο εγκλεισμός του νοός εις το βάθος της ψυχής. Ποίοι μας το εδίδαξαν και το εφήρμοσαν αυτό;

Πρώτον μας το εδίδαξεν ο Κύριος: «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου» (Ματθ. στ' 6). Ταμείον βέβαια εδώ εννοεί ο Κύριος το δωμάτιον, αλλά πολύ περισσότερον και το ενδότερον της καρδίας.
.... ώστε να επιστραφεί η ενέργεια του νου ... και αυτό γίνεται με συγκεκριμένη λέει στάση σώματος ... (αλλά και των χεριών από όσο ξέρω) ...... που σημαίνει ότι το κεφάλι να κάμπτεται ελαφρά εμπρός ... (όρθια στάση;; καθισμένος ;;;) ....

Κάπως έτσι δηλαδή :
πάντως σε αυτή τη στάση η ενέργεια πλέον του νου γυρίζει κυκλικά (κυκλικό γύρω από το κεφάλι θυμίζει το φωτοστέφανο...) ...κατά τους Νηπτικούς Πατέρες ...
evaggelia έγραψε: Την επιστροφήν αυτήν του νοός την διδάσκουν όλοι οι Νηπτικοί Πατέρες και λέγουν ότι πρέπει να γίνεται με την κλίσιν της κεφαλής και την κάμψιν του σώματος προς τα εμπρός. Ονομάζεται δε η επιστροφή αυτή υπό του Διονυσίου του Αεροπαγίτου κυκλική και απλανής κίνησις του νοός4
....
έτσι θα συμπεραίναμε ως εδώ ... ότι η προσευχή δεν είναι απλά λόγια... αλλά υπάρχει μια ολοκληρωμένη Πατερική διδασκαλία για την Προσευχή η οποία περιλαμβάνει
α. κατάλληλη στάση σώματος...
β. κατάσταση καθαρού νου απαλλαγμένου από λογισμούς ώστε να είναι απογυμνωμένος και ελεύθερος ...ενώ ταυτόχρονα να υπάρχει
γ. συγκέντρωση του νου στα ενδότερα της ψυχής συνοδευόμενη από μια
δ. βαθιά συναισθηματική σχέση αγάπης με το Θεό... και όλο αυτό θα οδηγήσει στην πνευματική ανύψωση και στην πρόσβαση της ψυχής στα θεία κάλλη... που είναι μακράν ανώτερα ... των υλικών ηδονών.

Re: Πατερική Θεολογία Περί νοεράς προσευχής...

Δημοσιεύτηκε: 04 Φεβ 2013, 15:41
από evaggelia

Αντώνιος του Σουρόζ

Λόγοι για την προσευχή


Μετάφραση από τα αγγλικά: Δημήτριος Κ. Κόκκινος Από το βιβλίο Αντωνίου του Σουρόζ Θέλει τόλμη η προσευχή, εκδόσεις Ακρίτας



MIA ANAKAΛΥΨΗ

Προσευχή σημαίνει αναζήτηση του Θεού, συνάντηση με τον Θεό, και προώθηση πιο πέρα από τη συνάντηση, στην κοινωνία μαζί Του. Η προσευχή είναι λοιπόν μια πράξη, ένα βίωμα, μία στάση.

Μια στάση όχι μόνο σε σχέση με τον Θεό αλλά και σε σχέση με τον κόσμο της δημιουργίας. Προκύπτει από τη συναίσθηση ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι απλώς δυσδιάστατος, φυλακισμένος στις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου -ένας κόσμος επίπεδος στον οποίο συναντούμε την επιφανειακή όψη των πραγμάτων, μια θαμπή επιφάνεια που σκεπάζει το κενό...

Η προσευχή προκύπτει από την ανακάλυψη ότι ο κόσμος έχει βάθος, και ότι δεν περιστοιχειζόμαστε μόνο από ορατά πράγματα, αλλά ότι είμαστε βουτηγμένοι μέσα σε αόρατα πράγματα και διαποτισμένοι απ’ αυτά.

Κι αυτός ο αόρατος κόσμος είναι συγχρόνως η παρουσία του Θεού, η ύψιστη και κορυφαία πραγματικότητα, και η εσώτατη μας αλήθεια.

Το ορατό και το αόρατο δε βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους ούτε μπορούν να αντιπαρατεθούν σαν ποσά προς άθροιση· είναι παρόντα συγχρόνως, όπως η φωτιά μέσα στο πυρωμένο σίδερο.

Το ένα συμπληρώνει το άλλο κατά ένα μυστηριώδη τρόπο που ο Άγγλος συγγραφέας Charles Williams περιγράφει ως «συν-ενύπαρξη»: Η παρουσία της αιωνιότητος στο χρόνο, το μέλλον μέσα στο παρόν και επίσης η παρουσία κάθε εφήμερης στιγμής μέσα στην αιωνιότητα, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, όλα μαζί εσχατολογικά, το ένα μέσα στο άλλο όπως το δέντρο μέσα στο σπόρο!

Το να ζει κανείς μόνο μέσα στον ορατό κόσμο είναι σαν να ζει στην επιφάνεια, αγνοεί ή παραγκωνίζει όχι μόνο την ύπαρξη του Θεού, αλλά και το βάθος των δημιουργημάτων.

Σημαίνει καταδίκη του εαυτού μας σε μια επιφανειακή μόνο αντίληψη του κόσμου. Όταν όμως δούμε βαθύτερα τότε ανακαλύπτουμε στην καρδιά των πραγμάτων ένα σημείο ισορροπίας που αποτελεί την τελείωσή τους.

Στα γεωμετρικά μεγέθη δεν υπάρχει εσωτερικότητα. Τα όριά τους είναι πεπερασμένα. Ο κόσμος τέτοιων μορφών είναι δυνατό να πολλαπλασιαστεί, αλλά δεν μπορεί να επεκταθεί σε βάθος.

Η καρδιά όμως του ανθρώπου διαθέτει βάθος. Όταν προσεγγίσουμε την απαρχή της ζωής μέσα στον άνθρωπο, ανακαλύπτουμε πως η ίδια αυτή η ζωή πηγάζει από πιο πέρα.

Η καρδιά του ανθρώπου είναι ανοιχτή στο μη ορατό. Όχι στο μη ορατό της ψυχολογίας του βάθους, αλλά στο άπειρο μη ορατό, στο δημιουργικό Λόγο του Θεού στον Θεό τον ίδιο.

Έτσι η επιστροφή στον εαυτό μας δεν είναι συνώνυμη με την ενδοστρέφεια, αλλά με την ανάδυσή μας πέρα από τα όρια του πεπερασμένου εαυτού μας.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είπε: «Όταν ανακαλύπτεις την πόρτα της καρδιάς σου, ανακαλύπτεις την πύλη τ' ουρανού». Η ανακάλυψη τώρα του δικού μας εσωτερικού βάθους συμβαδίζει με την αναγνώριση του βάθους των άλλων. Καθένας μας έχει τη δική του απεραντοσύνη. Χρησιμοποιώ τη λέξη «απεραντοσύνη» σκόπιμα. Σημαίνει πως το βάθος δε μετριέται, όχι γιατί είναι τόσο μεγάλο που να μην το φτάνουν τα μέτρα μας, αλλά διότι η ποιότητα του δεν υπόκειται καθόλου σε μετρήσεις.

Η απεραντοσύνη της προσωπικής μας κλήσεως είναι ότι μετέχουμε στη θεία φύση, και ότι ανακαλύπτοντας το προσωπικό μας βάθος ανακαλύπτουμε τον Θεό τον οποίο μπορούμε να ονομάσουμε αθέατο πλησίον μας, Άγιον Πνεύμα, Χριστό, Πατέρα.

Επίσης ανακαλύπτουμε την απεραντοσύνη και την αιωνιότητα του Θεού στο γύρω κόσμο μας. Και αυτή είναι η απαρχή της προσευχής: η αναγνώριση ενός τρισδιάστατου κόσμου σε χρόνο, χώρο και σε ένα μόνιμο αλλά συνεχώς εναλλασσόμενο βάθος.



ΜΙΑ ΤΡΙΠΛΗ ΣΧΕΣΗ

Η προσευχή είναι η σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο, τον ορατό κόσμο και το αόρατο άγνωστο. Γι' αυτό και είπα πως η προσευχή είναι μία αναζήτηση, μια εξερεύνηση στον αόρατο κόσμο του προσωπικού μας βάθους που μόνο ο Θεός γνωρίζει και που μόνο Αυτός μπορεί να μας αποκαλύψει.

Και είναι δια της προσευχής που, ψηλαφητά στη αρχή, και μέσα στο φέγγος μιας νέας όρασης, ζητάμε και βρίσκουμε το Θεό και τον εαυτό μας με κάποιο τρόπο συσχετισμού. Και όταν αργότερα ένα δυνατότερο φως μας επιτρέψει να δούμε ό,τι μπορέσουμε από το αόρατο και από το ορατό το οποίο έχει μεταμορφωθεί μέσα στο φως της δικής του απεραντοσύνης και της αιωνιότητος του Θεού, τότε η προσευχή γίνεται βίωμα, και ταυτόχρονα μια διαρκής στάση, όπως είπα στην αρχή.

Καθώς ψάχνουμε μισότυφλοι, με την όρασή μας μερικώς αποκατεστημένη, τα πρώτα βήματά μας στην προσευχή παίρνουν τη μορφή έκπληξης, ευλαβούς φόβου και μιας αίσθησης μελαγχολίας: Εκπλησσόμαστε ανακαλύπτοντας τον εαυτό μας, πράγμα που αποτελεί και την αρχή της γνώσεως του Θεού, εκπλησσόμαστε βλέποντας τον κόσμο ανοιχτό απέναντι στην απεραντοσύνη του Θεού. Νοιώθουμε φόβο και χαρά και δέος καθώς εισερχόμαστε στην παρουσία της θεϊκής αγιότητος και ομορφιάς. Και συνάμα θλιβόμαστε για τον εαυτό μας και για τον κόσμο.

Γιατί είναι θλιβερό να είμαστε τυφλοί, είναι θλιβερό να μην μπορούμε να ζήσουμε την πληρότητα της κλήσης μας, να παγιδευόμαστε κάθε φορά μέσα στα στενά όριά μας. Είναι θλιβερό να βλέπουμε τον κόσμο χωρίς Θεό, αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ ζωής και θανάτου, ανίκανοι να επιλέξουμε τη ζωή μια για πάντα ή να γλιτώσουμε μια για πάντα από το θάνατο.

Έτσι η κατάπληξη και η θλίψη είναι δύο πηγές της προσευχής μας. Και οι δύο απορρέουν από τη συνάντηση μας με το βάθος του κόσμου, που τώρα αρχίζει να μας αποκαλύπτεται στην πληρότητά του. Χωρίς αυτή τη συνάντηση, ο κόσμος μας και οι δυνάμεις που ενεργούν μέσα του μας είναι ακατανόητες και συχνά τερατώδεις, μένουμε κατάπληκτοι και φοβισμένοι.



Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ετσι η έννοια της συνάντησης είναι κάτι το θεμελιακό στην προσευχή. Είναι το βασικό στοιχείο της αποκάλυψης, διότι η ίδια η αποκάλυψη είναι μία συνάντηση με τον Θεό που μας χαρίζει μια νέα θεώρηση του κόσμου.

Το καθετί είναι συνάντηση, όπως στην Αγία Γραφή έτσι και στη ζωή. Προσωπική μαζί και πανανθρώπινη, μοναδική και υποδειγματική. Και έχει πάντοτε δύο πόλους: συνάντηση με τον Θεό και εν Αυτώ με τη δημιουργία· μια συνάντηση με τον άνθρωπο μέσα στο εσώτατό του είναι, το ριζωμένο στη δημιουργική βούληση του Θεού, καθώς ο άνθρωπος προσπαθεί να ολοκληρωθεί μέχρι που ο Θεός θα είναι τα πάντα τοις πάσι.

Η συνάντηση είναι προσωπική, αφού ο καθένας μας πρέπει να τη βιώσει ο ίδιος προσωπικά χωρίς τη μεσολάβηση κανενός. Είναι δική μας, μα συγχρόνως έχει μια πανανθρώπινη σημασία, διότι υπερβαίνει το επιφανειακό και περιορισμένο εγώ μας.

Αυτή η συνάντηση είναι μοναδική διότι και για τον Θεό όπως και για το συνάνθρωπο ο καθένας μας, όταν το δούμε σωστά, είναι αναντικατάστατος και μοναδικός.

Κάθε όν γνωρίζει τον Θεό με το δικό του τρόπο. Καθένας μας γνωρίζει τον Θεό με έναν ιδιαίτερο τρόπο, τον οποίον κανένας άλλος δεν είναι σε θέση να ξέρει εκτός και αν του το πούμε. Και ταυτόχρονα επειδή η ανθρώπινη φύση είναι κοινή παντού, κάθε τέτοια συνάντηση επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Είναι μια αποκάλυψη προς όλους αυτού που ο καθένας γνωρίζει χωριστά.



Η ΦΥΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

Στην αρχή πάντως κάθε άνθρωπος που επιζητεί αυτή τη συνάντηση είναι μόνος και πρέπει να μάθει να αναγνωρίζει την ύπαρξη του άλλου. Η αναγνώριση αυτή πρέπει να συντελεστεί σε σχέση με τον πλησίον και όχι σε απομόνωση. Αυτό είναι σημαντικό. Δεν γνωρίζουμε τίποτε και κανέναν παρά μόνο μέσα από μια σχέση. Όταν μένουμε ασύνδετοι, τίποτε δεν υπάρχει για μας. Δημιουργείται εν τούτοις κάποιος κίνδυνος από το να μη γνωρίζουμε τίποτε και κανένα, παρά μόνο σε σχέση με τον εαυτό μας. Γιατί έτσι μεταθέτουμε το κέντρο του κόσμου πάνω μα;. Σχετίζοντας το κάθε τι με τον εαυτό μας, το παραμορφώνουμε και το κάνουμε μικρό και άθλιο όπως είμαστε εμείς, με τις δικές μας τιποτένιες, άθλιες επιθυμίες.

Όταν λοιπόν αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη του άλλου, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να παραμερίσουμε τον εαυτό μας σε κάποιο βαθμό, να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας και να παραδεχτούμε τις ανάγκες του άλλου και το δικαίωμά του να είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος, πέραν από μας. Πρέπει να αποδεχτούμε την απόλυτη ιδιαιτερότητά του. Ό,τι κι αν κάνουμε, οσοδήποτε καλά κι αν τον γνωρίζουμε, όσο κοντά του κι αν είμαστε -κι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού παρά ανθρώπου προς άνθρωπο- παραμένει κάποιο βασικό μυστήριο που δε θα μπορέσουμε ποτέ να λύσουμε.

Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως υπάρχει ένα υπέροχο χωρίο όπου ο Ιωάννης λέει ότι όσοι εισέρχονται στη Βασιλεία τους προσφέρεται μια λευκή πέτρα με κάποιο όνομα χαραγμένο πάνω της που μόνο αυτοί και ο Θεός γνωρίζουν. Αυτό το όνομα δεν είναι η επωνυμία που μας έχει δοθεί και με την οποία μας φωνάζουν σ' αυτό τον κόσμο. Είναι το αληθινό μας όνομα, το αιώνιό μας όνομα που μας ταιριάζει απόλυτα -η ύπαρξή μας ολόκληρη... Μας περιγράφει και μας εκφράζει απόλυτασ. Μόνο ο Θεός το ξέρει κι Εκείνος μας λέει τι είναι. Κανένας άλλος δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει γιατί αυτό εκφράζει την αποκλειστική σχέση μας μετο δημιουργό μας.

Πόσο συχνά δε συμβαίνει να ναυαγούν οι ανθρώπινες σχέσεις γιατί ο ένας από τους δύο θέλησε να αποκαλύψει τον εαυτό του πέραν απ' όσο είναι δυνατό ή ο άλλος θέλησε να εισχωρήσει σε μια περιοχή που είναι ιερή μόνο στον Θεό: μάταιη επιθυμία που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Είναι όπως ένα παιδί που προσπαθεί να βρει την πηγή ενός ρυακιού, το σημείο απ' όπου ξεκινά το νερό. Στην περίπτωση αυτή μόνο να καταστρέψει μπορεί, όχι ν' ανακαλύψει.

Δεν αρκεί εν τούτοις να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα του άλλου να υπάρχει, να δεχτούμε την απόλυτη ιδιαιτερότητά του. Πρέπει να 'μαστε σε θέση να βλέπουμε, να ακούμε, να διακρίνουμε. Διαφορετικά η συνάντηση θα μείονει άκαρπη.



ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Μια δεύτερη μορφή συναντήσεως είναι η συνάντηση «εν αληθεία». Μια συνάντηση είναι αληθινή, μόνον εφόσον τα συναντώμενα πρόσωπα είναι αληθινά. Υπ’ αυτή την άποψη εμείς συνεχώς νοθεύουμε αυτή τη συνάντηση. Όχι μόνο στον εαυτό μας αλλά και στην εικόνα που έχουμε για τον Θεό, μας είναι δύσκολο να είμαστε αληθινοί. Μέσα στη μέρα αλλάζουμε συνεχώς το κοινωνικό μας πρόσωπο έτσι, που να καταντά αγνώριστο στους άλλους, αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό.

Κι όταν έρθει η ώρα να προσευχηθούμε και θελήσουμε να παρουσιαστούμε ενώπιον του Θεού, νιώθουμε συχνά χαμένοι γιατί δεν ξέρουμε ποιο απ’ αυτά τα κοινωνικά προσωπεία είναι το αληθινό ανθρώπινο πρόσωπό μας, ούτε έχουμε την αίσθηση της αληθινής μας ταυτότητας.

Τα ποικίλα εναλλασσόμενα προσωπεία που παρουσιάζουμε στον Θεό δεν είναι ο εαυτός μας. Υπάρχει κάτι από τον εαυτό μας μέσα στο καθένα, αλλά λείπει το συνολικό πρόσωπο. Γι’ αυτό το λόγο μια προσευχή που θα μπορούσε να βγει δυναμικά μέσα απ’ την καρδιά του αληθινού προσώπου, χάνεται ανάμεσα στα εναλλασσόμενα σκιάχτρα του εαυτού μας που προσφέρουμε στον Θεό.

Καθένα απ’ αυτά προφέρει κάποιο λόγο που είναι αληθινός με το δικό του αποσπασματικό τρόπο, μα δεν εκφράζει τα άλλα κομματιασμένα προσωπεία που υπήρξαμε κατά τη διάρκεια της μέρας. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να βρούμε την προσωπική ενότητα μας, τη βασική μας ταυτότητα. Διαφορετικά δεν μπορούμε να συναντήσουμε το Θεό «εν αληθεία».

Η αναζήτηση αυτής της προσωπικής ενότητας μπορεί να πάρει καιρό. Πρέπει να επαγρυπνούμε συνεχώς ώστε κανένας λόγος ή πράξη μας να μην είναι ασυμβίβαστα με τη βασική προσωπική ακεραιότητα που επιδιώκουμε.

Πρέπει να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε το αληθινό μας πρόσωπο, το μυστικό πρόσωπο, τον πυρήνα του προσώπου προς τον οποίο οδεύουμε, και τη μοναδική αιώνια αλήθεια που ενυπάρχει μέσα μας. Η ανακάλυψη αυτή είναι δύσκολη γιατί χρειάζεται να πετάξουμε στην άκρη όλα τα ψεύτικα ομοιώματά μας.

Από καιρό σε καιρό ξεπηδά από μέσα μας κάτι γνήσιο, όταν ξεχνιόμαστε, και ο αληθινός βαθύτερος εαυτός μας βγαίνει στην επιφάνεια· σε στιγμές που μας συμπαρασύρει η χαρά, έτσι που να αδιαφορούμε αν κάποιος μας παρακολουθεί, και δεν βλέπουμε αντικειμενικά τον εαυτό μας· ή όταν πάλι ξεχνάμε τον εαυτό μας, σε στιγμές μεγάλου πόνου, σε στιγμές που μας καταλαμβάνει βαθιά θλίψη ή δέος.

Σε όλες αυτές τις ευκαιρίες βλέπουμε κάποιο μέρος του πραγματικού μας εαυτού. Δεν περνάει όμως λίγη ώρα και το αποστρεφόμαστε γιατί δεν θέλουμε να 'ρθουμε αντιμέτωποι μ' αυτό μας το πρόσωπο. Το φοβόμαστε, μας αποπροσανατολίζει.

Εν τούτοις αυτό είναι το πραγματικό πρόσωπο που υπάρχει μέσα μας. Και ο Θεός μπορεί να το σώσει αυτό το πρόσωπο, όσο αποκρουστικό και αν φαίνεται, επειδή είναι αληθινό. Ο Θεός δεν μπορεί να σώσει το φανταστικό πρόσωπο που προσπαθούμε να Του δείξουμε ή να δείξουμε στους άλλους και στον εαυτό μας.

Όπως ψάχνουμε, με τις ευκαιρίες που προαναφέραμε, να βρούμε το πραγματικό μας πρόσωπο, έτσι πρέπει να αναζητούμε συνεχώς το πρόσωπο που είμαστε απέναντι στον Θεό. Πρέπει να ζητούμε τον Θεό μέσα μας και τον εαυτό μας μέσα στον Θεό. Τούτο είναι έργο πνευματικής ενδοσκοπήσεως που πρέπει να μας απασχολεί κάθε μέρα της ζωής μας.

Αρχίζουμε απλά: Όταν διαβάζουμε την Αγία Γραφή, πρέπει να παραδεχτούμε ειλικρινά πως μερικά χωρία δεν μας πολυσυγκινούν. Συμφωνούμε με αυτά που λέει ο Θεός γιατί δεν έχουμε κανένα λόγο να διαφωνήσουμε. Μπορούμε να αποδεχόμαστε τούτη ή εκείνη την εντολή ή θεία ενέργεια γιατί δε μας αγγίζει προσωπικά, γιατί δεν συνειδητοποιούμε ακόμη τι είναι επόμενο να απαιτηθεί από μας. Και άλλα χωρία πραγματικά μας απωθούν. Αν είχαμε το κουράγιο, θα λέγαμε «όχι» στον Θεό. Θα πρέπει να σημειώσουμε προσεκτικά αυτά τα χωρία: Είναι το μέτρο της απόστασης που μας χωρίζει από το Θεό και επίσης, ίσως το πιο σημαντικό για την παρούσα μας κατάσταση, είναι το μέτρο της απόστασης που χωρίζει το σημερινό μας εαυτό από τον εν δυνάμει οριστικό εαυτό μας. Γιατί το Ευαγγέλιο δεν είναι μία αλληλουχία εξωτερικών εντολών, είναι μία σειρά εσωτερικών προσωπογραφιών. Και κάθε φορά που λέμε «όχι» στο Ευαγγέλιο, αρνούμαστε να γίνουμε πρόσωπα με όλη τη βαθιά σημασία της λέξης.

Υπάρχουν πάλι χωρία του Ευαγγελίου που φλέγουν τις καρδιές μας, δίνουν φως στο νου μας και δονούν τη θέλησή μας. Δίνουν ζωή και δύναμη σε όλο το υλικό και ηθικό είναι μας. Τα χωρία αυτά αποκαλύπτουν τα σημεία όπου ο Θεός και η εικόνα Του ήδη συμπίπτουν μέσα μας, το στάδιο που έχουμε ήδη φθάσει, προσωρινά ή έστω φευγαλέα καθώς εξελισσόμαστε σε αυτό που καλούμαστε να γίνουμε. Αυτά τα χωρία πρέπει να τα σημειώσουμε ακόμη πιο προσεκτικά από τα άλλα που προαναφέραμε. Είναι τα σημεία στα οποία η εικόνα του Θεού είναι ήδη παρούσα μέσα σε μας, τους πεπτωκότες ανθρώπους.

Έτσι ξεκινώντας μπορούμε να αγωνιστούμε για να συνεχίσουμε τη μεταμόρφωσή μας στο πρόσωπο που νοιώθουμε ότι θέλουμε και καλούμαστε να γίνουμε. Πρέπει να δείξουμε πίστη σε αυτά τα αποκαλυπτικά σημεία. Σε αυτά τουλάχιστον πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι. Εάν το κάνουμε αυτό, τα χωρία αυτά θα πληθύνουν, οι απαιτήσεις του Ευαγγελίου θα συμπληρωθούν, θα γίνουν πιο συγκεκριμένες. Σιγά σιγά η ομίχλη θα διαλυθεί και θα δούμε την εικόνα του προσώπου που πρέπει να γίνουμε. Τότε θα μπορέσουμε να σταθούμε ενώπιον του Θεού «εν αληθεία». Εν πάση περιπτώσει ας σημειωθεί ότι πέραν από αυτή τη βασική, ουσιώδη αλήθεια υπάρχει επίσης και η μερική αλήθεια της κάθε στιγμής.

Πόσο συχνά η προσευχή μας δεν είναι κίβδηλη επειδή προσπαθούμε να παρουσιαστούμε στο Θεό όχι όπως είμαστε, αλλά όπως φανταζόμαστε ότι Εκείνος θα ήθελε να είμαστε: Βάζουμε τα καλά μας ή δανειζόμαστε μπιχλιμπίδια... Γι' αυτό είναι σημαντικό πριν αρχίσουμε να προσευχόμαστε να αφιερώνουμε κάποιο χρόνο σε αυτοσυγκέντρωση, να σκεπτόμαστε και να συνειδητοποιούμε την πραγματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε όταν παρουσιαζόμαστε στο Θεό.

«Η καρδιά είναι έτοιμη, Κύριε, η καρδιά μου είναι έτοιμη» θα πρέπει να μπορούμε να πούμε. «Όπως ποθεί το ελάφι το δροσερό ρυάκι, έτσι ποθεί και η καρδιά μου εσένα, Θεέ μου».

Συχνά εν τούτοις σύρουμε τον εαυτό μας μπροστά στον Θεό, πιέζοντάς τον ασφυκτικά. Κάνουμε κάποιο καθήκον χωρίς καρδιά. Πιέζουμε τον εαυτό μας να εμφανιστούμε όπως ξέρουμε ότι είμαστε κατά βάθος, αλλά χωρίς εκείνη τη στιγμή να το νοιώθουμε. Το ζωογόνο νερό το έχει ρουφήξει η στεγνή άμμος...

Αυτό θα πρέπει, όμως, να το ομολογήσουμε στον Θεό, ο Οποίος είναι η αλήθεια. «Κύριε, Σε πλησιάζω με άδεια καρδιά, όμως πιέζω τον εαυτό μου να σταθώ ενώπιον Σου, από βαθύτερη πίστη. Σ’αγαπώ και Σε λατρεύω από τα βάθη του είναι μου, όμως σήμερα αυτό το είναι δεν μπόρεσε να βγει στη επιφάνεια».

Ενίοτε ανακαλύπτουμε πως δεν είναι από βαθύτερη πίστη που παρουσιαζόμαστε μπροστά στο Θεό, αλλά από ένα δεισιδαίμονα φόβο, «αν δεν προσευχηθώ, ίσως ο Θεός αποσύρει την προστασία Του», σκεπτόμαστε. Θα πρέπει να παραδεχτούμε αυτή την επιφύλαξη και την έλλειψη πίστης και να ελπίσουμε στην αγάπη και στην εμπιστοσύνη του Θεού.

Υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι με τους οποίους παρουσιαζόμαστε ενώπιον του Θεού. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλες αυτές τις ποικίλες περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσευχόμαστε. Αλλιώς η προσευχή μας δε θα περιλαμβάνει ούτε καν την αλήθεια εκείνης της στιγμής. Θα είναι ένα τέλειο ψέμα, μια προδοσία του αρχαίου και του νέου Αδάμ που υπάρχει μέσα μας. Δε θα είναι αληθινή ούτε προς αυτό που είναι σταθερό και αιώνιο μέσα μας, ούτε προς τις προσωρινές μας διαθέσεις.



Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μ' αυτή την έννοια της αλήθειας πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Θεός μπορεί και να είναι απών. Αυτή η απουσία φυσικά είναι υποκειμενική, αφού ο Θεός είναι πάντα παρών για τον καθένα μας. Μπορεί εν τούτοις να μείνει αόρατος και δυσνόητος, να μας διαφεύγει. Όσα είπαμε πιο πάνω για την ταπείνωση θα πρέπει να μας φανούν χρήσιμα εδώ. Όταν ο Θεός δε μας προσφέρεται, όταν δεν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε την παρουσία Του, τότε πρέπει να βρούμε τη δύναμη να περιμένουμε με δέος και σεβασμό.

Υπάρχει όμως κι άλλο ένα στοιχείο σ' αυτή την υποκειμενική απουσία του Θεού. Μια σχέση τότε μόνο μπορεί να είναι αληθινή όταν συντελείται σε κλίμα αμοιβαίας ελευθερίας.

Συχνά νοιώθουμε πως δεν έχουμε παρά να αρχίσουμε να προσευχόμαστε, για να υποχρεώσουμε τον Θεό να μας φανερωθεί· να Τον αναγκάσουμε να μας ακούσει, να μας επιτρέψει να νιώσουμε την παρουσία Του, να μας βεβαιώσει ότι μας ακούει. Αν ήταν έτσι, η σχέση δε θα ήταν ελεύθερη, θα ήταν μηχανική, δε θα 'χε χαρά και αυθορμητισμό. Θα προϋπέθετε επιπλέον ότι βρισκόμαστε πάντοτε στην κατάλληλη φόρμα να δούμε τον Θεό.

Ο Αλφόνσος Σατωμπριάν σε ένα σημαντικό βιβλίο του περί προσευχής με τίτλο La Réponse du Seigneur (Η απάντηση του Κυρίου), μας λέγει πως η αισθητή απουσία του Θεού προέρχεται συνήθως από τη δική μας τύφλωση. Θα ήθελα να εξηγήσω αυτή τη φράση με ένα παράδειγμα.

Ήρθε μια μέρα να με δει κάποιος, ένας άνθρωπος που έψαχνε να βρει τον Θεό επί χρόνια. Μου είπε κλαίγοντας: «Πάτερ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον Θεό. Δείξε μου τον Θεό!». Του απάντησα πως δεν ήμουν σε θέση να του Τον δείξω, όμως δε νομίζω πως και ο ίδιος ήταν σε κατάσταση να Τον βρει έτσι κι αλλιώς. Απορημένος με ρώτησε γιατί. Και εγώ τότε του έθεσα ένα ερώτημα που συχνά θέτω σε όσους έρχονται να με συμβουλευτούν: «Υπάρχει κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής που μιλάει στην καρδιά σου -το πιο πολύτιμο χωρίο που έχεις βρει;». «Ναι -μου απάντησε-, η ιστορία της πόρνης στο 8ο κεφάλαιο του Ιωάννη».Τον ξαναρώτησα: «Πού τοποθετείς τον εαυτό σου σε αυτή την ιστορία; αισθάνεσαι σαν να είσαι η γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει το αμάρτημά της και βρίσκεται ενώπιον της κρίσης των ανθρώπων, εν γνώσει της ότι η κρίση τους θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για αυτήν; Ή ταυτίζεσαι με τον Χριστό που τα καταλαβαίνει όλα και θα τη συγχωρήσει, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να ζήσει από εδώ και μπρος μια νέα ζωή; Ή σαν τους Αποστόλους, περιμένεις και ελπίζεις σε κάποια απάντηση που θα είναι απαλλακτική; Μήπως είσαι ένας από το πλήθος, ένας από τους γέροντες που γνώριζαν ότι οι ίδιοι δεν ήταν αναμάρτητοι, και γι’ αυτό αποσύρθηκαν πρώτοι από το λιθοβολισμό; Ή από τους νεότερους που κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι και αυτοί δεν ήταν αναμάρτητοι και πέταξαν κατά μέρος τις πέτρες του λιθοβολισμού; Εσύ με ποιον ταυτίζεσαι μέσα σε αυτήν τη δραματική σκηνή;

Σκέφτηκε για λίγο και μετά μου απάντησε: «Είμαι ο μόνος Ιουδαίος που δε θα έφευγα χωρίς να λιθοβολήσω τη γυναίκα». «Να, λοιπόν», του είπα, «έχεις την απάντησή σου. Δεν μπορείς να δεις τον Θεό, ο οποίος για σένα είναι ένας τέλειος άγνωστος».

Δεν υπάρχει εδώ, αλήθεια, κάποια ομοιότητα με όσα ο καθένας μας έχει γνωρίσει; Δεν υπάρχει μέσα στον καθένα μας μια αντίσταση κατά του Θεού, μια άρνηση του Θεού; Ζητώντας Τον δε ζητούμε στην πραγματικότητα ένα Θεό όμοιο με μας, ένα Θεό που να μας βολεύει; Και δεν είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε τον αληθινό Θεό μόλις τον βρούμε;

Είμαστε προετοιμασμένοι να βρούμε τον Θεό όπως είναι, ακόμα και αν η συνάντηση καταλήξει σε καταδίκη μας και η ανατροπή όλων των αξιών που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε σε υπόληψη; Μήπως η απουσία του Θεού από τη ζωή μας και από τις προσευχές μας δεν οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι εμφανιζόμαστε σαν άγνωστοι συχνά σε Αυτόν, που αν κάποτε βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του δε θα Τον προσέχαμε ή δε θα Τον αναγνωρίζαμε; Κάτι τέτοιο δε συνέβαινε και όταν ο Χριστός περπατούσε στους δρόμους της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας; Πόσοι από τους σύγχρονούς Του δεν Τον συνάντησαν, δεν πέρασαν από δίπλα Του χωρίς να Τον γνωρίσουν ή ακόμα να υποπτευθούν ότι είχε κάτι ξεχωριστό επάνω Του; Κάπως έτσι δεν Τον είδαν τα πλήθη στο δρόμο προς τον Γολγοθά; Σαν έναν εγκληματία, σαν κάποιο που είχε ταράξει τη δημόσια τάξη και τίποτε άλλο; Κάπως έτσι δε σκεπτόμαστε τον Θεό, ακόμα και είμαστε σε θέση να νιώσουμε κάπως την παρουσία Του; Και μήπως δεν τον αποφεύγουμε γιατί καταλαβαίνουμε πως θα ταράξει και τις δικές μας ζωές, θα κλονίσει τις αξίες μας;

Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να περιμένουμε να Τον συναντήσουμε στην προσευχή μας. Για να το θέσω πιο ωμά, θα έπρεπε να ευχαριστούμε το Θεό με όλη μας την καρδιά που δεν μας παρουσιάζεται σε κάτι τέτοιες στιγμές, που δεν είμαστε έτοιμοι, αφού Τον αμφισβητούμε όχι όπως ο Ιώβ, αλλά όπως ο κακός ληστής στο σταυρό. Μια τέτοια συνάντηση θα ήταν δικαστήριο και καταδίκη για μας. Πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε αυτή Του την απουσία και να κρίνουμε τους εαυτούς μας, μια και δε μας κρίνει ο Θεός.

Άλλη μια ιστορία θα μας ερμηνεύσει μια άλλη πλευρά της απουσίας του Θεού. Πριν λίγα χρόνια μια νέα κοπέλα που έπασχε από ανίατη ασθένεια μου έγραφε: «Πόσο ευγνώμων είμαι στο Θεό για την αρρώστια μου. Καθώς αδυνατίζει το σώμα μου, το νιώθω να γίνεται όλο και πιο διάφανο στις ενέργειες του Θεού». Της απάντησα: «Να ευχαριστείς τον Θεό γι' αυτό που σου έχει δώσει, αλλά μην περιμένεις να κρατήσει αυτή η κατάσταση. Θα έρθει η ώρα που αυτό το αδυνάτισμα του κορμιού σου θα πάψει να σε κάνει να αισθάνεσαι πνευματική. Και τότε θα πρέπει να εξαρτάσαι από τη Χάρη και μόνο».

Λίγους μήνες αργότερα μου ξανάγραψε: «Έχω τόσο εξασθενήσει, που δεν έχω πια τη δύναμη να τρέξω να ακουμπήσω στο Θεό. Το μόνο που μου μένει είναι να σιωπώ, να παραδίδω τον εαυτό μου ελπίζοντας ότι ο Θεός θα έρθει προς εμένα». Και πρόσθεσε αυτό που πρέπει να προσέξουμε από όλη αυτή την ιστορία: «Προσευχηθείτε στον Θεό να μου χαρίσει το κουράγιο να μην προσπαθήσω ποτέ να κατασκευάσω μια ψεύτικη παρουσία για να γεμίσω το τρομερό κενό που αφήνει η απουσία Του».

Νομίζω πως οι δύο αυτές ιστορίες δεν χρειάζονται σχόλια. Είναι βασικό να στηριζόμαστε στον Θεό. Δεν πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις, ούτε πάλι να στηριζόμαστε στις αδυναμίες μας. Μια συνάντηση με το Θεό είναι μια πράξη ελευθερίας στην οποία ο Θεός έχει τον έλεγχο. Και μόνο όταν είμαστε ταπεινοί, και συγχρόνως αρχίζουμε να αγαπάμε τον Θεό, είναι που μπορούμε να υπομένουμε ή ακόμα και να επωφελούμαστε από την απουσία Του.



Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Αυτή η συνάντηση του Θεού μαζί μας μέσα σε επίμονη προσευχή, πάντα οδηγεί στη σιωπή. Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε δυο ειδών σιωπές. Τη σιωπή του Θεού και τη δική μας εσωτερική σιωπή: Πρώτα η σιωπή του Θεού, συχνά πιο δυσβάσταχτη και από την άρνησή Του -η σιωπή της απουσίας για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Ύστερα, η σιωπή του ανθρώπου, πιο βαθιά και από την ομιλία, και σε πιο στενή επικοινωνία με το Θεό από κάθε λόγο. Η σιωπή του Θεού στις προσευχές μας μπορεί να διαρκέσει πολύ λίγο ή να μας φαίνεται πως διαρκεί μια αιωνιότητα. Ο Χριστός έμεινε σιωπηλός στις προσευχές της Χαναναίας και αυτό την έκανε να συγκεντρώσει όλη την πίστη της, όλη την ελπίδα και την ανθρώπινη αγάπη και να τις προσφέρει στο Θεό για να τον μεταπείσει να επεκτείνει τα προνόμια του Βασιλείου Του και πιο πέρα από τον εκλεκτό Λαό... Η σιωπή του Χριστού την προκάλεσε να ανταποκριθεί, να σταθεί στο ύψος της.

Ο Θεός μπορεί να κάνει το ίδιο και σε μας με πιο σύντομη η πιο παρατεταμένη σιωπή, για να προκαλέσει τη δύναμη και την πίστη μας και να μας οδηγήσει σε μια βαθύτερη σχέση μαζί Του απ’ ό,τι θά 'ταν δυνατό αν τα πράγματα μας έρχονταν όπως τα θέλαμε. Καμιά φορά, όμως, η σιωπή μας φαίνεται απελπιστικά τελεσίδικη. Όπως εξηγεί ο Alfred de Vigny:



Εάν, όπως διαβάζουμε, ο Υιός του Ανθρώπου

στον αγιασμένο κήπο έκλαψε

χωρίς να εισακουστεί.

Κι αν μας εγκαταλείπει ο Θεός

σα νά 'μαστε νεκροί,

αρμόζει η καταφρόνια μας στη άδικη θεϊκή απουσία

και με σιωπή ν' απαντήσουμε τη σιωπή.



Μια όμοια αντιμετώπιση δεν αποκομίζουν πολλοί χριστιανοί διαβάζοντας τη διήγηση της αγωνίας του Χριστού στον Κήπο της Γεσθημανής; Αυτή η σιωπή είναι πρόβλημα για μας που πρέπει να το λύσουμε -το πρόβλημα μιας προσευχής που μένει φανερά αναπάντητη. Διαβάζοντας το Ευαγγέλιο βλέπουμε πως η μόνη προσευχή προς τον Θεό που δεν εισακούεται είναι η προσευχή του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή. Αξίζει να το θυμόμαστε αυτό διότι πολύ συχνά προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τη σιωπή του Θεού ως αδυναμία του ανθρώπου ή του ίδιου του Θεού. Θέλοντας να υπερασπιστούμε την τιμή Του, λέμε πως η πίστη μας δεν ήταν τόσο δυνατή, ώστε να απαντηθεί με θαύμα. Όταν πάλι η πίστη μας υστερεί, λέμε πως ίσως ο Θεός δεν μπόρεσε να την απαντήσει είτε από αδυναμία είτε από αδιαφορία. Τι να πούμε τότε για την ίδια την προσευχή του Χριστού που μένει αναπάντητη; Η πίστη του Χριστού, του Υιού του Θεού, είναι δίχως άλλο τέλεια, ούτε μπορούμε να αμφισβητήσουμε την αγάπη του Θεού για Εκείνον, αφού ο ίδιος ο Χριστός μας λέει ότι ο Πατέρας Του θα μπορούσε να στείλει 12 λεγεώνες αγγέλων προκειμένου να Τον σώσει.

Αν ο Χριστός εγκαταλείπεται, αυτό συμβαίνει γιατί ο Θεός έχει σχεδιάσει να βγει κάτι καλύτερο για μας -θυσιάζοντας τη ζωή του Υιού Του. Με αυτό και με τα παραδείγματα άλλων προσευχών στο Ευαγγέλιο βλέπουμε πως η προσευχή μένει άκαρπη χωρίς τη στήριξη της πίστης. Θυμόσαστε το χωρίο όπου ο Χριστός δεν μπορούσε να κάνει θαύματα στη Ναζαρέτ εξαιτίας της απιστίας των κατοίκων; Μόλις έρθει η πίστη, τότε εμφανίζονται και οι συνθήκες για ένα θαύμα, που είναι η Βασιλεία του Θεού σε όλη της τη δύναμη. Και χωρίς άλλη παρέμβαση, απλώς μια και είναι ο Κύριος του Βασιλείου Του, ο Χριστός δρα σαν Παντοκράτωρ, απαντά στις προσευχές μας, μας βοηθά και μας σώζει.

Όταν η πίστη μας έχει αγκιστρωθεί γερά σε Αυτόν, γινόμαστε ικανοί να μοιραστούμε τη φροντίδα Του για τον κόσμο -μοιραζόμαστε τη μοναξιά Του εμπρός στη σιωπή του Θεού-Πατέρα. Πρέπει να το καταλάβουμε ότι η σιωπή του Θεού ή είναι μια πρόκληση σε δυνάμεις που υπνώττουν μέσα μας, ή πάλι τις έχει μετρήσει καλά αυτές τις δυνάμεις και μας προσφέρει ένα μερίδιο του λυτρωτικού έργου του Χριστού.

Η σιωπή και η απουσία του Θεού, αλλά και η σιωπή και η απουσία του ανθρώπου: Μια συνάντηση δε γίνεται ποτέ πλήρης και εις βάθος αν τα δύο μέρη που την πραγματοποιούν δεν είναι σε θέση να παραμείνουν σιωπηλοί μεταξύ τους. Όσο χρειαζόμαστε λόγια και έργα και χειροπιαστές αποδείξεις, σημαίνει ότι δε φτάσαμε στο βάθος και στην πληρότητα που αποζητάμε. Δεν έχουμε βιώσει τη σιωπή που τυλίγει δύο ανθρώπους σε θερμή οικειότητα. Η σιωπή αυτή πάει πολύ βαθιά, πολύ πιο βαθιά απ' ό,τι νομίσαμε ότι είχαμε φθάσει, η εσωτερική μας σιωπή μας οδηγεί στη συνάντηση του Θεού και με τον Θεό και εν τω Θεώ στη συνάντηση του διπλανού μας.

Σ' αυτήν την κατάσταση σιωπής δε χρειάζονται λόγια για να ενωθούμε με το συνάνθρωπό μας, για να επικοινωνήσουμε μαζί του με όλο τον εσωτερικό μας κόσμο, και να προσεγγίσουμε μαζί, και πιο πέρα από τον εαυτό μας Εκείνον που μας ενώνει. Κι όταν η σιωπή βαθύνει αρκετά, τότε θ' αρχίσουμε να μιλάμε από τα βάθη της, φυλάγοντας και προσέχοντας μην τη διακόψουμε με τη θορυβώδη αταξία των λόγων μας. Τότε αρχίζει η περισυλλογή. Το μυαλό μας αντί να προσπαθεί να ξεχωρίσει ανάμεσα σε πλήθος μορφών, όπως κάνει συνήθως, προσπαθεί να ανασύρει απλές φωτεινές μορφές από τα βάθη της καρδιάς. Τότε είναι που το μυαλό κάνει σωστά τη δουλειά του. Γίνεται υπηρέτης σε Εκείνον που εκφράζει κάτι μεγαλύτερο από αυτό. Και τότε βλέπουμε πολύ μακριά, πέρα από τον εαυτό μας και προσπαθούμε να εκφράσουμε μέρος αυτού που βλέπουμε με φόβο και σεβασμό. Τέτοιοι λόγοι, εφόσον δε συντελούν στο να ευτελίσουν ή να εκλογικεύσουν την όλη εμπειρία, δε διασπούν τη σιωπή, αλλά την εκφράζουν. Υπάρχει ένα αξιομνημόνευτο χωρίο κάποιου Καρθουσιανού συγγραφέα του μεσαίωνα που λέει πως αν ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού, ο Πατέρας είναι η δημιουργική σιωπή που δεν μπορεί παρά να παράγει «λόγο» αντάξιό της.

Κάποια γεύση αυτής της καταστάσεως έχουμε στις στιγμές της σιωπής μας. Κάποτε αυτή η σιωπή μας σκεπάζει σαν θαύμα, σαν δώρο Θεού. Πολύ συχνά πρέπει να μάθουμε να της αφήνουμε χώρο μέσα μας. Χρειαζόμαστε πίστη, αντοχή, και ελπίδα και ακόμα εκείνη την εσωτερική ειρήνη που οι Έλληνες Πατέρες ονομάζουν ησυχία. Η προσευχή έχει ανάγκη από αυτή την ησυχία, που δεν ερμηνεύεται ούτε ως δραστηριότητα ούτε ως παθητικότητα. Είναι μια γαλήνια ένταση προσοχής. Πρέπει παράλληλα με την άσκηση του σώματος και του πνεύματος να μάθουμε να φθάνουμε σ' αυτή την τέλεια προσευχή της εσωτερικής σιωπής.



Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ


Κι εδώ ερχόμαστε στην τελική φάση της έρευνάς μας όσον αφορά αυτή τη συνάντηση, ερχόμαστε στη συνάντηση με την ανθρώπινη κοινότητα.

Αυτή η ανθρώπινη κοινότητα μας προσεγγίζει από δύο διαφορετικές σκοπιές. Από τη μια είναι η κοσμική κοινότητα, το σύνολο των ανθρώπων γύρω μας, στο οποίο ανήκουμε. Από την άλλη είναι η κοινότητα της Εκκλησίας, στην οποία επίσης ανήκουμε. Στην κοσμική κοινότητα ο χριστιανόςν πρέπει να είναι η παρουσία του Χριστού. Αυτό σημαίνει ολοκληρωτικό δόσιμο. Η κεντρική πράξη στην οικονομία της σωτηρίας είναι η ενσάρκωση του Λόγου του Θεού, μια πράξη διά της οποίας ο Μεγάλος, ο ελεύθερος Θεός γίνεται ένα με μας, συμμετέχει στα προβλήματά μας αιωνίως. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να συμμετέχει και ο χριστιανός. Δεν το είπε εξάλλου ο Χριστός; «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς...»(Ιωάννης 20,21).Όπως είπε και το ότι σας στέλνω στον κόσμο ως πρόβατα μεταξύ λύκων, και το άλλο, να είμαστε στον κόσμο, αλλά να μην είμαστε «εκ του κόσμου» (Ιωάννης 17,13-21).

Αυτό μας επιφορτίζει να πλησιάσουμε όλο τον κόσμο και κάθε μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας προσωπικά, αλλά και με νέο τρόπο: εν Θεώ και κάτω από το βλέμμα του Θεού. Και επίσης να ζυγίζουμε το καθετί με νέο τρόπο, με τον τρόπο του Θεού που δεν ήρθε να κρίνει τον κόσμο, αλλά να τον σώσει, του Θεού που τόσο αγάπησε τον κόσμο, ώστε να θυσιάσει το μονογενή Του Υιό υπέρ της σωτηρίας μας.

Στο Ευαγγέλιο υπάρχει μια ριζική αλλαγή αξιών όσον αφορά τη συνάντηση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Όχι ότι το καλό και το κακό παύουν να έχουν το ίδιο νόημα, αλλά το κακό αντιμετωπίζεται ως πληγή που απασχολεί τον πλησιόν μας και από την οποία πάσχουμε και εμείς. Μας δίνεται η δυνατότητα να μισούμε το κακό και να αγαπάμε τον πλησίον μας πάρα πολύ, μέχρι θανάτου.

Κάποιος Ρώσος επίσκοπος που μαρτύρησε είχε πει ότι είναι προνόμιο του χριστιανού να πεθάνει ως μάρτυρας γιατί μόνο ένας μάρτυρας μπορεί την ημέρα της κρίσεως να σταθεί ενώπιον του Θεού και να υπερασπιστεί τους διώκτες του: «Κύριε, στο όνομά Σου και σύμφωνα με το παράδειγμά Σου τους συγχωρώ. Μην τους ζητήσεις τίποτε άλλο».

Αυτή η ανατροπή των αξιών κυριαρχείται από το μυστήριο του Σταυρού, από τη θανάτωση του αθώου υπέρ του ενόχου. Βλέπουμε τρεις σταυρούς πάνω στο Γολγοθά: Των δύο ληστών και του σαρκωθέντος Υιού του Θεού. Ο ληστής στα αριστέρα του Χριστού κρίνει σύμφωνα με τις ανθρώπινες αξίες -εάν η ανθρώπινη δικαιοσύνη διέπραξε το έγκλημα να σταυρώσει έναν αθώο, τότε χάνει το δικαίωμα να αποκαλείται δικαιοσύνη. Έτσι ο εγκληματίας μπορεί να την εγκαλέσει, να την βρίσει, να την απορρίψει, να την αρνηθεί. Και πεθαίνει σε κατάσταση επαναστάσεως. Ο ληστής στα δεξιά του Χριστού, βλέπει ότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι δυνατό να διαπράξει αδικία καταδικάζοντας έναν αθώο, όπως και έναν ένοχο. Δέχεται τον πόνο και την καταδίκη του, επειδή ένας αθώος υποφέρει μαζί του. Έτσι βρίσκει την ειρήνη και πάει στον Παράδεισο.

Από τη σταύρωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και μπρος, από τότε που ο ενανθρωπήσας Θεός παρουσιάστηκε σαν εγκληματίας, δεν μπορούμε να κρίνουμε τους εγκληματίες με τον ίδιο τρόπο που τους έκρινε ο αρχαίος κόσμος. Δεν μπορούμε πλέον να έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στη μαρτυρία της λογικής και των αισθήσεών μας.

Τις πράξεις που καταδικάζουμε τις βλέπουμε κάτω από το βλέμμα του Θεού και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τη ζωή μας ακόμα και για τον άνθρωπο που διέπραξε το κακό. Όταν μάλιστα είμαστε εμείς τα θύματα αυτών των πράξεων, τότε παίρνουμε ξεχωριστή δύναμη, τη θεία δύναμη να συγχωρούμε αυτά τα κακά και τώρα και για πάντα. Αυτό σημαίνει πως η προσευχή μας είναι μια κατάσταση δια της οποίας παρουσιάζουμε στον Θεό όλα όσα συμβαίνουν σε έναν κόσμο που αποξενώθηκε από Αυτόν. Η προσευχή μας έχει μια ιερατική λειτουργικότητα. Πρέπει να θυσιάσουμε το εγώ μας. Είμαστε το βασίλειο ιεράτευμα που καλείται να καθαγιάσει τα πάντα. Καταδικάζουμε το κακό που βλέπουμε να γίνεται, αλλά ο δράστης είναι αδελφός μας και πρέπει να προσευχηθούμε και να ζήσουμε και να πεθάνουμε γι’αυτόν. Αυτό είναι και το νόημα της μεσολάβησης που θα εξετάσουμε αργότερα.

Ανακαλύπτουμε το Θεό εν τω Χριστώ μέσα στην κοινωνία της Εκκλησίας. Η γνήσια χριστιανική συνάντηση περιλαμβάνει τον αόρατο κόσμο, στην εξωτερική και εσωτερική του μορφή, και τον Θεό του σύμπαντος σε όλη την αόρατη οντότητα Του. Η χριστιανική συνάντηση πρέπει να περιλαμβάνει το σύμπαν ολόκληρο. Ο μη πιστός δεν αντιλαμβάνεται το μερός του κόσμου που είναι αόρατο.

Δυστυχώς και ο χριστιανός μένει συχνά τυφλός στην παρουσία του ορατού κόσμου, και αυτό το θεωρεί αρετή. Στα ενδιαφέροντα του χριστιανού όμως πρέπει να περιλαμβάνεται ολόκληρη η ανθρώπινη κοινότητα, με όλα της τα προβλήματα και όλο της το μέλλον, το εγγύς και το απώτερο. Η προσευχή του χριστιανού πρέπει να 'ναι τόσο πλατιά, που να τα χωράει όλ' αυτά. Αν φέρναμε πιο συχνά στο νου μας πως το καθετί έχει αξία και τίποτε δεν είναι βέβηλο παρά μόνο όταν εμείς το κάνουμε να είναι, αρνούμενοι την αγιότητά του, θα είχαμε λιγότερες παρεμβολές στην προσευχή μας. Ο κόσμος μπορεί και μας αποσπά από τον Θεό, όταν προσευχόμαστε. Όταν μάλιστα κάτι μας στενοχωρεί και συγχρόνως αισθανόμαστε ανήμποροι να βρούμε τον Θεό με ησυχία, τότε προσπάθουμε -χωρίς αυτό να είναι σωστό- να βγάλουμε από το μυαλό μας αυτή τη στεναχώρια σαν να ήταν εμπόδιο ανάμεσα στον Θεό και σε μας. Θεωρούμε κακό να βρεθεί κάτι άλλο να τραβήξει την προσοχή μας όταν στεκόμαστε μπροστά στο Θεό. Νομίζω πως αντίθετα μπορούμε τις πιο πολλές φορές να πλησιάσουμε τον Θεό μοιράζοντας μαζί Του τη στενοχώρια μας, αντί να προσπαθούμε να την αποδιώξουμε. Πρέπει μάλιστα να Του την παρουσιάσουμε με κάθε λεπτομέρεια, αλλά και με ακρίβεια και νηφαλιότητα, να Του την παρουσιάσουμε όπως η μητέρα φέρνει το παιδί της στο γιατρό που του έχει εμπιστοσύνη. Και να πούμε στο Θεό: «Μόνο γι’ αυτό μπορώ να Σου μιλήσω τούτη τη στιγμή. Συ ως παντογνώστης δες το πρόβλημά μου, κατανόησέ το με τη δική Σου κατανόηση».

Όταν λοιπόν με αυτό τον τρόπο φέρνουμε μπροστά στον Θεό κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση που μας απασχολεί, θα πρέπει να μπορέσουμε να αποδεσμεύτουμε απ’ αυτό. Αλλά τούτο απαιτεί πίστη, όπως και η ευκολία με την οποία μπορούμε να απαλλαγούμε από οποιαδήποτε φροντίδα αποτελεί το μέτρο της πίστης μας. Εάν μπορέσουμε να πούμε: «Κύριε, τώρα Σου τα είπα όλα, η καρδιά μου ειρήνεψε και μπορώ να αφεθώ σε Σένα», εάν η καρδιά μας ειρηνέψει πραγματικά, εάν ο νους μας ελευθερωθεί πραγματικά από τη σταναχώρια, τότε ή πίστη μας είναι πλήρης. Εναποθέσαμε το φορτίο μας στα πόδια του Θεού και Εκείνος το κουβαλάει ήδη στους πλατείς ώμους του.

Ας πάρουμε θάρρος από την ιστορία εκείνου του μοναχού που προσευχόταν για τους γείτονές του, ώσπου, σταδιακά, με το να περιτυλιχθεί τόσο μέσα στην παρουσία του Θεού, έχασε κάθε επαφή με τα γήινα. Τότε ακριβώς, μέσα στον Θεό, ξαναβρήκε τους γείτονες για τους οποίους προσευχόταν.

Έτσι βλέπουμε πόσο εύκολο είναι στη στενοχώρια μας να συναντήσουμε το Θεό, εφόσον φέρουμε εμπρός Του τις στενοχώριες μας με απλοχεριά και χωρίς ιδιοτέλεια. Διότι αυτός είναι ο Θεός της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτός μας δημιούργησε, και έγινε άνθρωπος στην πιο πλήρη, πιο οδυνηρή, πιο πλούσια και πιο ταπεινή έννοια της λέξης, για να μας σώσει και να μας φέρει κοντά Του.

Με την προσευχή της συμπόνοιας πρέπει τόσο να εμπλεκόμαστε μα τα ανθρώπινα όσο και ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του. Χρειάζεται να προβαίνουμε σε δραστηριότητες που ανταποκρίνονται στην προσευχή μας και την καταξιώνουν. Προσευχή χωρίς έργα είναι ένα ψέμα. Αυτή είναι και η ουσιαστική φύση της μεσιτείας στην προσευχή.

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/m ... _suroz.htm