Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

10
ΕΝΟΤΗΤΑ 9η



Τμῆμα Δ´

1. Ἀφοῦ δέ ὁ Κάιν “γνώρισε” τή σύζυγό του καί (αὐτή) συνέλαβε καί γέννησε τόν ᾽Ενώχ, οἰκοδόμησε (ὁ Κάιν) πόλι καί κάλεσε τό ὄνομά της ἀπ᾽ τό ὄνομα τοῦ υἱοῦ του ᾽Ενώχ. Καί τό ἔκανε, γιά νά μήν ὀνομασθῆ ἐκείνη ἡ πολιτεία ἀπ᾽ τό ὄνομα τοῦ δικοῦ του τρόμου (nuda) δηλ. πόλι Νud. Καί (εἰπώθηκε): “᾽Απ᾽ τόν ᾽Ενώχ γεννήθηκε ὁ Εdar ὁ ὁποῖος γέννησε τόν Μahauiel, πού γέννησε τό Μαθουσάλα, ὁ ὁποῖος γέννησε τό Λάμεχ. Καί ὁ Λάμεχ νυμφεύθηκε δύο συζύγους· ἀπ᾽ τήν Αda γέννησε τόν Ιubel, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πατήρ τῶν σκηνιτῶν καί κτηνοτρόφων· καί τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του (ἦταν) Ιubal, πού αὐτός ὑπῆρξε πατήρ τῶν κιθαρωδῶν καί τῶν παικτῶν ἐγχόρδων ὀργάνων. Καί ἡ Sella ἔτεκε τόν Τubalcain τόν ἐπιδέξιο σέ ὁποιοδήποτε ἔργο ἀπό χαλκό καί σίδηρο. Καί κόρη τοῦ Τubalcain ὑπῆρξε ἡ Νoema”(Γεν 4, 17-22).

Καί εἶπε ὁ Λάμεχ στίς συζύγους του, “᾽Ακοῦστε με..., διότι σκότωσα νέο ἄνδρα καί αὐτό εἶναι τραῦμα γιά ἐμένα. Διότι θά ζητηθῆ ἑπτά φορές μεγαλύτερη ἐκδίκησι ἀπ᾽ τόν Κάιν, καί ἀπ᾽ τό Λάμεχ ἑβδομῆντα ἑπτά φορές μεγαλύτερη”(Γεν 4, 23-24).

2. Κάποιος δέ σχετικά μέ τούς λόγους τοῦ Λάμεχ πρός τίς συζύγους του παρατηρεῖ ὅτι καί οἱ σύζυγοί του κατάγονταν ἀπ᾽ τίς θυγατέρες τοῦ Σήθ καί ὅτι αὐτός τίς συμβούλευε νά φέρωνται καλά καί εἶπε σ᾽ αὐτές, “Τί μισητό εἴδατε σ᾽ ἐμένα καί τί ὅμοιο μ᾽ ἐκεῖνο πού (ἔπραξε) ὁ πατέρας μου ὁ Κάιν; Μήπως, λοιπόν, φόνευσα ἄνδρα καί ἔχω αὐτές τίς συμφορές, ὅπως ὁ Κάιν; ῎Αλλωστε, ὅπως ἐπέφερε κτυπήματα στόν ῎Αβελ, ὁ ὁποῖος ἦταν νεανίσκος, κι ἔτσι τόν φόνευσε, μήπως ἐγώ φόνευσα νεανίσκο μέ πλήγματά μου; ῎Αν ἔκανα ἔτσι, ὅπως ὁ Κάιν, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἑπταπλάσια ἀνταπόδοσι, ἐγώ, ὅμως, ἐκδίδω ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μου δικαστική ἀπόφασι, νά λάβω ἑβδομηκονταεπταπλῆ (ἀνταπόδοσι)”.

῎Αλλοι δέ, νομίζοντας ὅτι ὁ Κάιν τιμωρήθηκε ἐπί ἑπτά γενεές, λένε ὅτι ὁ Λάμεχ ὑπῆρξε ἀσεβής, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι ὁ Θεός εἶπε: “Κατέφθειρε πᾶσα σάρξ τήν ὁδόν Αὐτοῦ”(Γεν 6, 12)· καί ἐπειδή οἱ σύζυγοί του εἶδαν ὅτι διακόπηκε ἡ διαδοχή τῆς γενεᾶς του ἀπ᾽ τό ὅτι (οἱ σύζυγοί του) δέν γεννοῦσαν ἀρσενικά ἀλλά θηλυκά, κατά τό: “῞Οταν πληθύνθηκαν οἱ ἄνθρωποι πάνω στή γῆ, γέννησαν καί θυγατέρες”(Γεν 6, 1), βλέποντας λοιπόν τήν γενεά τους νά σταματᾶ, φοβήθηκαν, διότι κατανόησαν ὅτι εἶχε ἤδη φθάσει (ὁ καιρός) τῆς ποινῆς τῆς κυρωθείσης κατά τοῦ Κάιν καί τῶν ἑπτά γενεῶν του, ὠθεῖ δέ (ὁ Λάμεχ) αὐτές μέ τή δολιότητά του λέγοντας, “῎Ανδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοί καί νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί”. ῞Οπως δέ ὁ Θεός ἐβράδυνε πρός τόν Κάιν, γιά ν᾽ ἀπολεσθοῦν μαζί του οἱ ἑπτά γενεές του μέχρι ἐμένα, ἐμένα, ὁ ὁποῖος φόνευσα δύο, θά βραδύνη (ὁ Θεός) γιά νά ἀπολεσθοῦν μαζί μου ἑβδομῆντα ἑπτά γενεές ἀκόμα. Πρίν, ὅμως, ἔλθουν οἱ ἑβδομῆντα ἑπτά γενεές, ἐμεῖς θά πεθάνουμε μέ τό ποτήρι τοῦ θανάτου, τό ὁποῖο θά γευθοῦμε, καί (ἔτσι) θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπ᾽ τήν ποινή πού ἐξαιτίας μου, ἰδού, ἐπεκτάθηκε σέ ἑβδομῆντα ἑπτά γενεές.

3. ῎Αλλοι λένε: “᾽Επειδή ὁ Λάμεχ ἦταν δόλιος καί πανοῦργος καί εἶχε δεῖ ὅτι ἡ γενεά του ἔπαυε καί ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ Σήθ, ἡ ὁποία δέν ἤθελε νά ἔλθη σέ ἐπιμειξία μέ τούς (ἀπογόνους) τοῦ Λάμεχ, ἐξαιτίας τῆς διαρκοῦς ἀτιμώσεως τοῦ πατρός του —τοῦ Κάιν— γιά νά μή μένουν ἀκαλλιέργητες οἱ χέρσες γαῖες ἀπό ἔλλειψι καλλιεργητῶν καί γιά νά μήν ἀφανισθῆ ἡ γενεά τους, παρακινηθείς ἀπό ζῆλο φόνευσε τόν Κάιν κι ἕνα γιό τοῦ τελευταίου, τόν ὁποῖο εἶχε γεννήσει καί τοῦ ἔμοιαζε πολύ, γιά νά μή μείνη, ἐξαιτίας αὐτοῦ πού τοῦ ἔμοιαζε, ἐκ νέου στίς μεταγενέστερες γενεές του ἡ ἀνάμνησι τῆς ἀτιμώσεώς του”.

᾽Αφοῦ δέ φονεύθηκε ὁ Κάιν, πού εἶχε τεθῆ σάν μεσαῖος τοῖχος μεταξύ τῶν δύο γενεῶν, γιά νά μήν ἐνισχυθοῦν μεταξύ τους, εἶπε στίς συζύγους του ὡς μυστικό.

῎Ανδρας καί νεανίσκος ἰδού, φονεύθηκαν· ἀλλά πᾶρτε τά κοσμήματα τῶν θυγατέρων σας χάριν τῶν υἱῶν τοῦ Σήθ, γιά νά συγκατατεθοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἐξαιτίας τῶν φόνων πού διέπραξα κι ἐξαιτίας τοῦ στολίσματος καί τῆς ὡραιότητος τῶν θυγατέρων σας, νά ἐπιμειχθοῦν μ᾽ ἐμᾶς σ᾽ αὐτή τήν ἐποχή, αὐτοί οἱ ὁποῖοι στίς ἕξι προηγούμενες γενειές δέν δέχθηκαν νά συζευχθοῦν μαζί μας διά γάμου.

᾽Αφοῦ στολίσθηκαν, λοιπόν, οἱ θυγατέρες τους χάριν τῶν υἱῶν τοῦ Σήθ, ὁ ᾽Ιουβέλ τούς προκάλεσε μέ κτηνώδεις σαρκικές ἡδονές καί ὁ ᾽Ιουβάλ τούς σαγήνευσε μέ τά γλυκά ἄσματα τῆς κιθάρας.

᾽Αναστατώθηκαν οἱ υἱοί τοῦ Σήθ καί γι᾽ αὐτό λησμόνησαν τήν ἄριστη συμφωνία πού εἶχε συνάψει ὁ πατέρας τους. Καί κατηφόρισαν ἀπ᾽ τόν τόπο τους πού βρισκόταν ψηλότερα ἀπ᾽ τόν τόπο τῶν Καϊνιτῶν· καί μέ ἀπάτες ὁ Λάμεχ πέτυχε τή σύμμιξι τῶν οἰκογενειῶν: ῎Ετσι, ὥστε, εἶπε, ὅταν ὁ Θεός ἐλεήση τούς ἀπογόνους τοῦ Σήθ, πού συζεύχθηκαν μαζί μας, ὁ ὁποῖος (Θεός) αὐτούς δέν τούς καταστρέφει, νά δείξη καί σ᾽ ἐμᾶς εὐσπλαχνία καί νά ἐκφύγουμε τῆς ποινῆς γιά φόνο, ἐξαιτίας αὐτῶν, πού, ἄν καί συζεύχθηκαν διά γάμου μαζί μας, (ὅμως) δέν διέπραξαν καί φόνο.


Τμῆμα Ε´

1. Πάλι δέ, ἀφοῦ ἡ Γραφή διεξῆλθε τήν γενεαλογία τῶν Καϊνιτῶν καί τελείωσε τήν ἱστορία τῶν λόγων τοῦ Λάμεχ πρός τίς συζύγους του, ἐκ νέου ἔγραψε, ἀρχίζοντας ἀπ᾽ τόν ᾽Αδάμ, τίς γενεές τοῦ γένους τοῦ Σήθ, καί εἶπε: “῎Εζησε δέ ᾽Αδάμ τριάκοντα καί διακόσια ἔτη, καί ἐγέννησε κατά τήν ἰδέαν (= μορφή) αὐτοῦ καί κατά τήν εἰκόνα αὐτοῦ”(Γεν 5, 3).

῞Ομως στό πρόσωπο τοῦ Σήθ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλόιδιος (στήν ὄψι) μέ τόν ᾽Αδάμ, προεικονίσθηκε ἡ ὁμοιότητα τοῦ Υἱοῦ (τοῦ Θεοῦ), ὁ ὁποῖος σφραγίσθηκε ἀπ᾽ τόν Πατέρα του, τόν γεννήτορά του, ὅπως ὁ Σήθ ἀπ᾽ τόν ᾽Αδάμ, ὁ ὁποῖος τόν γέννησε.

῞Οταν δέ ὁ Σήθ εἶχε γεννήσει τόν ᾽Ενώς, γράφθηκε, “Τότε ἄρχισε νά ἐπικαλῆται τό ὄνομα τοῦ Κυρίου”(Γεν 4, 26). Διότι (οἱ ἀπόγονοι) τοῦ Σήθ, ἐπειδή εἶχε χωρισθῆ ἀπ᾽ τούς γιούς τοῦ Κάιν, ὀνομάσθηκαν μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, δηλ. “ὁ δίκαιος λαός τοῦ Κυρίου”.

2. Ἀφοῦ δέ ὁ ᾽Αδάμ γέννησε τόν Σήθ καί ὁ Σήθ τόν ᾽Ενώς, καί αὐτός τόν Καϊνάν, καί αὐτός τόν Μαλαλεέλ, καί αὐτός τόν ᾽Ιαρέδ, καί ὁ ᾽Ιαρέδ τόν ᾽Ενώχ, γράφθηκε γιά τόν ᾽Ενώχ: “Καί φάνηκε εὐάρεστος στό Θεό καί μετά τό θάνατό του μετετέθη, γι᾽ αὐτό δέν βρέθηκε τό λείψανό του”(Γεν 5, 24).

Λέγεται ὅτι μετετέθη στόν Παράδεισο, τή στιγμή πού τόν κύτταξε ὁ ᾽Αδάμ, γιά νά μή τυχόν πιστεύση (ὁ ᾽Αδάμ) ὅτι ἐκεῖνος (ὁ ᾽Ενώχ) ὅπως ὁ ῎Αβελ φονεύθηκε καί θλιβεῖ· ἀκόμη γιά νά παρηγορῆται αὐτός (ὁ ᾽Αδάμ) μέ τό δίκαιο υἱό πού εἶχε γιά νά ξέρη ὅτι ὅλοι οἱ μιμούμενοι αὐτόν (τόν υἱό του) ἄνθρωποι, εἴτε πρό τοῦ θανάτου τους, εἴτε μετά τήν ἀνάστασι, θά ἔχουν ἐκεῖ τόν τόπο τῆς συναθροίσεώς τους.

Πάλι ὁ ᾽Ενώχ γέννησε τόν Μαθουσάλα καί αὐτός τόν Λάμεχ, ὁ ὁποῖος γέννησε τό Νῶε. Καί ὁ Λάμεχ προφήτευσε γιά τόν υἱό του λέγοντας: “Αὐτός θά μᾶς παρηγορήση”(Γεν 5, 29) μέ τήν προσφορά του, ἡ ὁποία θά ἐξιλεώση τό Θεό, ἀπ᾽ τά ἔργα μας, καί ἀπ᾽ τόν κόπο τῶν χεριῶν μας, καί ἀπ᾽ τή γῆ, τήν ὁποία καταράσθηκε ὁ Κύριος, ἐπειδή, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας τῶν κατοίκων της, τά οἰκοδομήματα πού κάνουμε καί τά φυτά, πού γι᾽ αὐτά κοπίασαν τά χέρια μας, θά τά κάνη ὁ Θεός νά χαθοῦν μέσα σέ ὕδατα ὀργῆς.

Τμῆμα ΣΤ´

1. Ἀφοῦ ὑπολόγισε (ἡ Γραφή) ἀπ᾽ τόν ᾽Αδάμ μέχρι τό Νῶε δέκα γενεές, λέει γιά τό Νῶε: “῞Οταν ἔγινε πενῆντα ἐτῶν γέννησε τόν Σήμ, τόν Χάμ (Ηeim) καί τόν ᾽Ιάφεθ”(Γεν 5, 32). Σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα ὁ Νῶε ὑπῆρξε σ᾽ αὐτούς παράδειγμα εὐπρεπείας, ἠθικῆς, διότι ἐπί πεντακόσια ἔτη τήρησε τήν παρθενία, μεταξύ αὐτῶν γιά τούς ὁποίους λέγεται (στή Γραφή), “Κατέφθειρε πᾶσα σάρξ τήν ὁδόν Αὐτοῦ”(Γεν 6, 12).

2. Ἀφοῦ εἶπε (ἡ Γραφή) γιά τήν εὐπρέπεια τῶν ἠθῶν τοῦ Νῶε, στρέφεται πρός διήγησι περί τῆς αἰσχρῆς ἐπιθυμίας, ἡ ὁποία παρεῖχε ἐκδούλευσι στούς συγχρόνους του, λέγοντας (ἡ Γραφή) τά ἑξῆς: “᾽Εγένετο δέ, ὅτε ἐπληθύνοντο οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων καί θυγατέραι ἐγεννήθησαν αὐτοῖς...”. Υἱούς δέ τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζει τούς ἀπογόνους τοῦ Κάιν καί θυγατέρες, αὐτές πού γέννησαν αὐτοί, γιά νά δείξη ὅτι διακόπηκε ἡ διαδοχή τῶν γενεῶν αὐτῶν, καθώς εἴπαμε παραπάνω.

3. “Βλέποντας οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ ὅτι οἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὡραῖες, διάλεξαν ἀπ᾽ ὅλες αὐτές κι ἔλαβαν γυναῖκες ὡς συζύγους τους”(Γεν 6, 2). Υἱούς θεῶν δέ ὀνόμασε τούς υἱούς τοῦ Σήθ, ἐκεῖνοι βέβαια πού ἦταν ἀπόγονοι τοῦ δικαίου Σήθ ὀνομάζονταν “λαός τοῦ Θεοῦ”· θυγατέρες δέ τῶν ἀνθρώπων, τίς ὁποῖες βρῆκαν ὡραῖες, εἶναι οἱ θυγατέρες τοῦ Κάιν, πού κοσμήθηκαν κι ἔγιναν παγίδα γιά τούς ὀφθαλμούς τῶν υἱῶν τοῦ Σήθ. Καί τό: “διάλεξαν ἀπ᾽ ὅλες αὐτές κι ἔλαβαν γυναῖκες ὡς συζύγους τους” εἰπώθηκε διότι, ὅταν τίς διάλεγαν, ἐκαυχῶντο γι᾽ αὐτές. Διότι ὁ πτωχός ὑπερηφανευόταν γιά τήν δεῖνα πλούσια, καί ὁ γέρων φερόταν πρός τό νεώτερο μέ ὑπερηφάνεια καί ὁ ἀσχημότερος ἀπ᾽ ὅλους. ᾽Εκαυχᾶτο γιά τήν ὁποιαδήποτε καλλονή ἀπ᾽ ὅλες αὐτές. Οἱ Καϊνίτες δέν μεριμνοῦσαν γιά πλοῦτο καί ὀμορφιά προσώπου, διότι ἐκεῖνοι, πού ἦταν γεωργοί, ζητοῦσαν γαῖες πού μέχρι τότε δέν ἦταν σπαρμένες. ῞Οταν δέ ἔγινε ἡ ἀρχή αὐτῆς τῆς συναλλαγῆς ἀπ᾽ τούς ἀσελγεῖς καί πτωχούς —διότι οἱ ἀσελγεῖς προσανατολίζονταν πρός τήν ὡραιότητα, καί οἱ πτωχοί ἐφέροντο πρός τά πλούτη δελεαζόμενοι— διαταράχθηκε μετά ἀπ᾽ αὐτούς ὅλη ἡ γενεά τῶν υἱῶν Σήθ.

Διότι καί οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ προσερχόμενοι πρός τίς θυγατέρες τοῦ Κάιν, παραμέλησαν τίς συζύγους τους, τίς ὁποῖες εἶχαν προηγουμένως λάβει γιά τούς ἑαυτούς τους· καί αὐτές ἐπιπλέον παραμέλησαν τή φροντίδα τοῦ ἑαυτοῦ τους, κι ἔσπευσαν ν᾽ ἀποβάλουν τήν κοσμιότητα, πού, χάρι τῶν ἀνδρῶν τους καί μαζί τους, μέχρι ἐκείνο τό χρόνο, τηροῦσαν.

᾽Εξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀσελγείας, πού διείσδυσε στούς ἄνδρες καί στίς γυναῖκες ἐκείνων, εἶπε ἡ Γραφή: “Κατέφθειρε πᾶσα σάρξ τήν ὁδόν Αὐτοῦ”.

4. Καί εἶπε ὁ Κύριος: “Δέν θά παραμείνη τό πνεῦμα μου στούς ἀνθρώπους αὐτούς διά παντός, διότι αὐτοί εἶναι σάρκες (= ἔχουν τελείως σαρκικό φρόνημα)· καί οἱ ἡμέρες τους θά εἶναι ἑκατόν εἴκοσι χρόνια”(Γεν 6, 3). Δέν θά ζήση, λέει αὐτός (αὐτή ἡ γενεά) ἐννιακόσια χρόνια, ὅπως ζοῦσαν οἱ προγενέστερές του γενεές, διότι (αὐτός) εἶναι σάρκα κι ἐξαιτίας τῶν ἔργων τῆς σαρκός κατανάλωσε τίς ἡμέρες του· ἀλλά, οἱ ἡμέρες του θά εἶναι ἑκατόν εἴκοσι ἔτη· διότι, ἄν εἶχαν μετανοήσει (οἱ ἄνθρωποι) σ᾽ ἐκεῖνα (τά χρόνια), ἰδού, θά εἶχαν διασωθῆ ἀπ᾽ τήν ὀργή, ἡ ὁποία ἐρχόταν καταπάνω τους· καί, ἄν δέν μετανοήσουν, οἱ ἴδιοι, ἐξαιτίας τῶν ἔργων τους, ἐπισποῦν αὐτή (τήν ὀργή) κατά τοῦ ἴδιου τους τοῦ ἑαυτοῦ. Γιατί, ἡ χάρι τούς ἔδωσε, γιά νά μετανοήσουν ἑκατόν εἴκοσι ἔτη, σ᾽ ἐκείνη (δηλ.) τή γενεά, πού, σύμφωνα μέ τή δικαιοσύνη, δέν ἄξιζαν μετάνοια.

5. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἔγραψε (ὁ Μωϋσῆς) γιά τούς ἀπογόνους πού ἀπέκτησαν οἱ θυγατέρες τοῦ Κάιν ἀπ᾽ τούς υἱούς τοῦ Σήθ, λέγοντας τά ἑξῆς: “᾽Εκεῖνες τίς ἡμέρες ἔζησαν στή γῆ οἱ γίγαντες· ὅταν οἱ κριτές ῆλθαν σέ επαφή μέ τίς θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων, γεννήθηκαν οἱ ὀνομαστοί γίγαντες”(Γεν 6, 4). Οἱ γίγαντες δέ, πού γεννήθηκαν, γεννήθηκαν γιά τή βραχύβια ρίζα τῶν Καϊνιτῶν καί ὄχι γιά τήν ἰσχυρή οἰκογένεια τοῦ Σήθ. Διότι, ἡ γῆ, ἐπειδή ἦταν καταραμένη —ἐξαιτίας τῶν Καϊνιτῶν— νά μή δίνη τή δική της γονιμότητα, τούς ἔδινε λίγα γεννήματα χωρίς ἀκμή, ὅπως καί σήμερα (συμβαίνει) ἀνάμεσα στούς σπόρους, τούς καρπούς καί τά χόρτα, μερικά δίδουν ἀκμή, μερικά, ὅμως, ὄχι. ᾽Επειδή, λοιπόν, ἐκεῖνο τόν καιρό, πράγματι, οἱ καταραμένοι καί οἱ ἀπόγονοί τους πού κατοικοῦσαν στή γῆ τῆς κατάρας, συνέλεγαν καί παρῆγαν γεννήματα ἄνευ ἀκμῆς, ἔγιναν χωρίς δύναμι ὅσοι παρῆγαν τέτοια τρόφιμα καί τά ἔτρωγαν. Οἱ ἀπόγονοι, ὅμως, τοῦ Σήθ, ἐπειδή ἦταν ἀπόγονοι τοῦ εὐλογηθέντος (πατρός) καί κατοικοῦσαν τή γῆ πού ἦταν κοντά στόν περίβολο τοῦ παραδείσου, ὅπως τά γεννήματά τους (τῆς γῆς), ἄφθονα καί ἰσχυρά, τά ἔτρωγαν, ἔτσι ἔγιναν τά σώματά τους ρωμαλαῖα καί ἰσχυρά. Αὐτοί, λοιπόν, οἱ ρωμαλέοι ἀπόγονοι τοῦ Σήθ (ἦταν, πού) εἰσῆλθαν στίς θυγατέρες τοῦ τρέμοντος Κάιν καί γέννησαν χάριν τῶν Καϊνιτῶν τούς περίφημους γίγαντες. ᾽Επίσης ἐκεῖνο τό, “ἀπ᾽ αἰῶνος”, λέγεται, ἐπειδή οἱ σύγχρονοι τοῦ Σήθ καί τοῦ ᾽Ενώς, ἀπ᾽ τούς προηγουμένους καί φημισμένους γίγαντες, ἔτσι γεννήθηκαν χάριν τῶν Καϊνιτῶν.


6. Ἀφοῦ ἔγινε ἡ διήγησι περί τῶν γιγάντων, πού γεννήθηκαν ἀπ᾽ τή ρίζα Κάιν, ὅτι οἱ σύζυγοί τους, ἄν καί ἦταν ὡραῖες, ἀλλά ὑπῆρξαν μικροτέρου ἀναστήματος (ἐκείνου) τῶν υἱῶν Σήθ, πάλι εἰπώθηκε: “Εἶδε ὁ Κύριος ὅτι πληθύνθηκε ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων πάνω στή γῆ καί ὅτι κάθε μέρα χειροτερεύει ὅλη ἡ ροπή τῆς γνώμης τῆς καρδιᾶς τους”(Γεν 6, 5). Κατά δέ τά ἔτη πού (τούς) εἶχαν δοθῆ γιά μετάνοια, αὐτοί πολλαπλασίασαν τά ἁμαρτήματά τους, “πληθύνθηκε ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων πάνω στή γῆ”, δηλ. ἐπεκτάθηκε καί αὐξήθηκε ἡ κακία ἐξ ὁλοκλήρου καί στίς δύο γενεαλογικές ρίζες. Ἡ κλίσι δέ τῆς γνώμης τῆς καρδιᾶς τους γίνεται κάθε ἡμέρα καί χειρότερη, ἐπειδή τά ἁμαρτήματα δέν διαπράττονταν σέ μερικές μόνο ἡμέρες· ἀλλά ἦταν συνεχῆ καί ὁποιασδήποτε ὥρας, τή νύκτα καί τήν ἡμέρα δέν ἀπομακρύνονταν ἀπ᾽ τήν κακογνωμία τους μέ κανένα τρόπο.

7. Ἐπειδή συμπεριφέρονταν μέ τόση ἀδικία, εἶπε ὁ Κύριος, “Θά καταστρέψω... ἀπ᾽ τόν ἄνθρωπο μέχρι τά κτήνη καί τά ἑρπετά καί τά πτηνά, διότι μετάνοιωσα πού τούς ἔκανα”(Γεν 6, 7). (Λέγεται) δέ (ὅτι) μετεμελήθη (ὁ Κύριος), ὄχι σάν νά ἦταν σέ ἄγνοια γιά τό ὅτι θά ἔφθαναν (οἱ ἄνθρωποι) σ᾽ αὐτό (τό σημεῖο)· θέλησε ν᾽ ἀποκαλύψη στίς μέλλουσες γενεές τή μεγάλη ἀσέβεια ἐκείνων· διότι τόση ὑπῆρξε ἡ ἀκολασία τους, ὥστε εἶχαν φέρει τόν ἴδιο τό Θεό —ὁ ὁποῖος δέν μετανοεῖ— σέ σημεῖο νά μεταμεληθῆ.

Καί πάλι προσέφερε τή συγγνώμη τῆς δικαιοσύνης του, ἐπειδή τούς ἔπνιξε ὄχι μέ κατακλυσμό πού νά μήν τόν ἀξίζουν. Διότι, (ἡ θεία) Φύσι, ἡ ὁποία δέν μετανοεῖ, κατῆλθε μέχρι τοῦ σημείου νά πῆ, “Μεταμελήθηκα”, οὕτως ὥστε, ἀκούγοντάς το, ἡ ἐπαναστατημένη γενεά νά συγκινηθῆ καί γιά νά σπαρθῆ μετάνοια σ᾽ ἐκείνους πού ἡ καρδιά τους ἀντιστεκόταν στή μετάνοια.

᾽Εάν δέ (στήν ἴδια τή φύσι) τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε σπῖλος, θά εἶχε (ὁ Θεός) δημιουργήσει νέα κτίσι, (καί) δέν θά εἶχε διασώσει μέσα στήν κιβωτό, τό ἔργο πού αὐτός εἶχε κάνει καί γιά τό ὁποῖο εἶχε μετανοήσει. Διότι, συλλογίσου, τό “Μεταμελήθηκα” ἔδειξε ὅτι αὐτός δέν εἶχε μετανοήσει. Διότι, ἄν μετανόησε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν, γιά ποιό λόγο μετανόησε γιά τά κτήνη, καί τά ἑρπετά καί τά πτηνά, τά ὁποῖα δέν ἁμάρτησαν; Καί ἄν (γιά τή δημιουργία) ἐκείνων δέν μετεμελήθη, ἐξαιτίας τίνος πράγματος εἶπε, “Μεταμελήθηκα”, ἐνῶ δέν μεταμελήθηκε; Ἡ μετάνοια πού ἐπεκτάθηκε ἐξαιτίας τῶν ψευδομένων κατηγόρων, σ᾽ ἐκείνους πού δέν ψευδοκατηγόρησαν, εἶναι ἡ ἴδια ἡ συγγνώμη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει, “Μεταμελήθηκα”, ἐπειδή διακηρύσσει ὅτι ἀπό ἀγάπη γιά τούς ἴδιους τούς ἁμαρτωλούς πού καταστρέφονται αὐτός (τό) εἶπε, κι ὄχι λόγῳ ἀγνοίας. Διότι, τό νά καταστραφοῦν αὐτοί ἐξαιτίας τῶν ἔργων τους, ἦταν λυπηρό στήν ἀγαθότητα (τοῦ Θεοῦ), ἡ ὁποία τούς εἶχε δημιουργήσει, ἀλλ᾽ ἐάν αὐτοί δέν καταστρέφονταν, θά εἶχαν ἐξαιτίας τους καταστραφῆ οἱ γενεές πού θά τούς ἀκολουθοῦσαν.

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

11
ΕΝΟΤΗΤΑ 10η



8. Ἐπειδή δέ, οὔτε ἀπ᾽ τούς μόχθους τῆς ζωῆς τους, οὔτε ἐπειδή (ὁ Θεός) τούς ἔλεγε, “Μεταμελήθηκα”, θά εἶχαν συγκινηθῆ καί θά ἀσκοῦσαν μετάνοια, εἶπε (ὁ Θεός) ἐκ νέου πρός τόν Νῶε, “᾽Επειδή ἔφθασε ἐνώπιόν μου τό τέλος ὅλων τῶν ζώντων... κατασκεύασε γιά ἐσένα μιά κιβωτό ἀπό ξύλο κέδρου... τό μήκος της θά εἶναι τριακοσίων πήχεων, τό πλάτος της πενῆντα πήχεων καί τό ὕψος της τριάντα πήχεων..., ἀνύψωσέ την σέ ὕψος ἑνός πήχεως, καί θά τήν κάνης τριώροφη, καί θά τήν ἀλείψης ἐξωτερικά μέ πίσσα”(Γεν 6, 13-16). (Ὁ Θεός) εἶχε παροτρύνει τόν δίκαιο σ᾽ αὐτό τό δύσκολο ἔργο, γιά νά μήν τούς ὁδηγήση στόν κατακλυσμό. ᾽Από ποῦ, λοιπόν, θά ἔφερνε τό ξύλο τοῦ κέδρου; ᾽Από ποῦ τήν πίσσαν καί τόν σίδηρο καί τήν κάνναβι; Μέ ποιούς, ἄραγε, τεχνίτες θά τό συναρμολογοῦσε; ᾽Από ποῦ θ᾽ ἀναζητοῦσε ἐργάτες, γιά νά βοηθήσουν; Διότι σέ μιά ἐποχή, κατά τήν ὁποία “πᾶσα σάρξ κατέφθειρε τήν ὁδόν αὐτοῦ”, ποιός ἄραγε θά ἔδινε σημασία στούς λόγους του; Καί ἐάν ὁ ἴδιος καί οἱ υἱοί τοῦ οἴκου του τήν κατασκεύαζαν, ποιός ἀπ᾽ ὅλους πού τούς ἔβλεπαν δέν θά τήν ἐμυκτήριζε; ῎Αρχισε δέ (ὁ Νῶε) τήν κιβωτό τό πρῶτο ἔτος ἀπ᾽ τά ἔτη, τά ὁποῖα ἔδωσε (ὁ Θεός) γιά μετάνοια, τήν ἀποπεράτωσε δέ τό ἑκατοστό ἔτος.

9. ῞Ομως, παρόλο πού (ὁ Νῶε) τούς εἶχε γίνει ὑπόδειγμα καί γιά τήν ἀθωότητά του, καί τούς προανήγγειλε ἐξαιτίας τῆς δικαιοσύνης του τόν κατακλυσμό κατά τό ἑκατοστό ἔτος τους, δέν μετανόησαν. Τούς εἶπε, “᾽Από κάθε σάρκα (γένος) πρόκειται νά ἔλθουν, γιά νά διασώζωνται μαζί μου στήν κιβωτό”, καί (τόν) περιεγέλασαν, “Πῶς θά ἔλθουν ἀπ᾽ ὁπουδήποτε ζῶα καί πτηνά, τά ὁποῖα εἶναι πανταχοῦ διεσπαρμένα;”. Καί τοῦ εἶπε πάλι ὁ Κύριός του, “Εἰσέλθετε στήν κιβωτό σύ καί ὅλος ὁ οἶκος σου, διότι σέ εἶδα δίκαιο σ᾽ αὐτή τή γενεά· καί ἀπ᾽ τά καθαρά κτήνη πάρε μαζί σου ἑπτά ζεύγη καί ἀπ᾽ τά ἀκάθαρτα δύο ζεύγη”.

᾽Ονόμασε δέ “καθαρά” τά ἥμερα, καί “ἀκάθαρτα” τά βλαβερά. Διότι (ὁ Θεός) πολλαπλασίασε ἀκόμη κι ἀπ᾽ τήν ἀρχή τά καθαρά (ζῶα). Καί, ἰδού, ἡ θέα ἐλέγχει ἐκεῖνο πού ὁ λόγος δέν εἶχε ἐλέγξει. “Σέ ἑπτά ἡμέρες ἀπό σήμερα θά στείλω στή γῆ βροχή γιά σαράντα ἡμέρες καί νύκτες καί θά καταστρέψω ὅτι δημιούργησα”(Γεν 7, 4).

Καί τήν ἴδια ἡμέρα ἔρχονταν ἐλέφαντες ἀπ᾽ τήν ἀνατολή καί συναθροίζονταν πίθηκοι καί παγώνια ἀπ᾽ τό νότο καί ἄλλα (ζῶα) συναθροίζονταν ἀπ᾽ τή δύσι, καί ἀπ᾽ τό βορρᾶ ἔρχονταν βιαστικοί οἱ σύντροφοί τους. Τά λιοντάρια ἔρχονταν ἀπ᾽ τά δάση καί μαζί ἔρχονταν ἀπ᾽ τίς σπηλιές τους τά σαρκοφάγα θηρία. ᾽Απ᾽ τίς ἐρημιές τους ἔφθαναν οἱ δορκάδες καί οἱ ὄναγροι καί ἀπ᾽ τά βουνά τους συναθροίζονταν τά ὀρεσίβια ζῶα.

Οἱ υἱοί, ὅμως, ἐκείνης τῆς γενεᾶς συναθροίζονταν σάν μπροστά ἀπό καινοφανές θέαμα καί ὄχι πρός μετάνοιαν, ἀλλά γιά ψυχαγωγία, διότι τότε μπροστά τους (ἔβλεπαν) τά λιοντάρια νά εἰσδύουν στήν κιβωτό καί τά βόδια ν᾽ ἀκολουθοῦν τά ἴχνη ἐκείνων, σπεύδοντας ἄφοβα καί ζητώντας καταφύγιο μέ τά λιοντάρια. Συγχρόνως εἰσορμοῦσαν οἱ λύκοι καί τά ἀρνιά, τά γεράκια καί οἱ στρουθοκάμηλοι μαζί μέ τά περιστέρια καί τούς ἀετούς.

10. Ἐπειδή, ὅμως, οὔτε ἡ ταυτόχρονη συρροή τους, οὔτε ἡ μεταξύ τους ἀγάπη πού ἐπισυνέβη συγχρόνως, εἶχε πείσει τούς υἱούς (τῶν ἀνθρώπων) τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά ν᾽ ἀσκήσουν μετάνοια, εἶπε ὁ Κύριος στό Νῶε, “Ἑπτά ἡμέρες μετά ἀπό σήμερα θά καταστρέψω κάθε ζωντανή ὕπαρξι πού δημιούργησα”. ᾽Εκεῖνος δέ πού τούς ἔδωσε ἑκατό ἔτη γιά νά μετανοήσουν, (καί) οὔτε (ἄρχισαν) νά μετανοοῦν, καί συγκέντρωσε ἐπίσης ζῶα πού (πολλά ἀπ᾽ αὐτά) αὐτοί οὔτε κἄν εἶχαν δεῖ μέχρι τότε καί οὔτε συνετρίβησαν (ψυχικῶς), καί ἐπέβαλε χαλινό, γιά νά (φέρη) εἰρήνη μεταξύ τῶν βλαβερῶν θηρίων καί ὅσων βλάπτονται ἀπ᾽ αὐτά, καί, ὅμως, δέν φοβήθηκαν· ἀκόμη, μετά τήν εἴσοδο στήν κιβωτό τοῦ Νῶε “ἀπό πάσης σαρκός”, ὑπῆρξε (ὁ Θεός) σ᾽ αὐτούς μακρόθυμος, “ἐπί ἑπτά ἡμέρες ἡ θύρα τῆς κιβωτοῦ ἦταν ἀνοικτή χάριν αὐτῶν καί, τοῦτο εἶναι τό θαυμαστό, οὔτε οἱ λέοντες νοστάλγησαν τά δάση τους, οὔτε κανένα εἶδος ζώων ἤ πτηνῶν ἐπεθύμησαν τίς συνήθειές τους· οὔτε οἱ υἱοί ἐκείνης τῆς γενεᾶς, βλέποντάς τα ἐκτός καί ἐντός τῆς κιβωτοῦ μεταπείσθηκαν ν᾽ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ᾽ τά ἔργα τους”.

Ὁ Θεός δέ τούς ἐπέδειξε μακροθυμία ἑκατόν εἴκοσι ἐτῶν, πρῶτον γιά ν᾽ ἀσκήσουν μετάνοια καί (ἔπειτα) γιά νά ὑφαρπασθοῦν ἀπ᾽ τούς δικαίους (πράγματι) ὅσο οἱ δίκαιοι παρέμεναν ἀνάμεσά τους, καί γιά νά ἔχουν ὡς δίκαιοι πλησμονή τῆς ζωῆς τους· καί ἄς μή λένε μερικοί, “Πῶς δέν συγχώρεσε ὅσους δέν ἁμάρτησαν;”. ᾽Επειδή δέ ὁ Θεός γνώριζε καλά αὐτή ἐδῶ τή γενεά ἐπί εἴκοσι ἔτη, τούς ἀφήρεσε εἴκοσι ἔτη· οἱ ἑπτά δέ ἡμέρες, πού ἐπιπλέον τούς ἔδωσε μετά τήν εἴσοδο τῶν ζώων, εἶναι περισσότερες ἀπ᾽ τά εἴκοσι ἔτη πού τούς ἀφήρεσε, λόγῳ τῶν θαυμαστῶν σημείων του (τά ὁποῖα τίς συνόδευαν).

11. Διότι, ἄν δέν μετανόησαν ἕνεκα τῶν θαυμαστῶν σημείων τῶν ἑπτά ἡμερῶν, εἶναι πρόδηλο, ὅτι αὐτοί οὔτε καί γιά εἴκοσι ἔτη χωρίς σημεῖα θά εἶχαν μετανοήσει. Τά ἐλαφρότερα, λοιπόν, παραπτώματα συγχώρησε σ᾽ αὐτούς, πού τούς ἀφήρεσε εἴκοσι ἔτη.

Γι᾽ αὐτό, κατά τό τέλος τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, “τό ἑξακοσιοστό ἔτος τῆς ζωῆς τοῦ Νῶε, τό δεύτερο μῆνα, τή δέκατη ἕβδομη ἡμέρα ἐρράγησαν οἱ πηγές τῆς μεγάλης ἀβύσσου καί ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ... Καί ἔκλεισε ὁ Κύριος (τή θύρα) ἀπό προσώπου τοῦ Νῶε”(Γεν 7, 11, 16), γιά νά μήν ἔρχωνται (οἱ ἀσεβεῖς) κατά τό χρονικό διάστημα τοῦ κατακλυσμοῦ καί θραύσουν τή θύρα τῆς κιβωτοῦ. “Καί ἔγινε ὁ κατακλυσμός... καί ἀφανίσθηκε κάθε ζωντανή ὕπαρξι..., κι ἐπέζησαν ὁ Νῶε καί ὅσοι ἦταν μαζί του στήν κιβωτό”(Γεν 7, 17)

Οἱ πηγές δέ τῶν ἀβύσσων καί οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν ἐπί σαράντα ἡμερόνυκτα καί ἡ κιβωτός ἐκυμαίνετο ἐπί ἑκατόν πενῆντα ἡμέρες.

12. “Μετά δέ ἑκατόν πενῆντα ἡμέρες τά ὕδατα ἄρχισαν νά κατεβαίνουν καί ἡ κιβωτός κάθισε πάνω στά ὄρη Qardu... Τόν δέ δέκατο μῆνα φάνηκαν οἱ κορυφές τῶν βουνῶν... Καί κατά τό ἑξακοσιοστό πρῶτο ἔτος, τήν πρώτη (ἡμέρα) τοῦ πρώτου μηνός, ἀποξηράνθηκαν τά ὕδατα ἀπ᾽ τή γῆ... Καί τό δεύτερο μῆνα, δηλ. τόν Υar, κατά τήν εἰκοστή ἕβδομη (ἡμέρα) τοῦ μηνός, ἀποξηράνθηκε ἡ γῆ”(Γεν 8, 3-7, 14).

Ὁ Νῶε ἑπομένως καί ὅσοι (ἦταν) μαζί του ἔμειναν στήν κιβωτό ἐπί τριακόσιες ἑξῆντα πέντε ἡμέρες. Γιατί ἀπ᾽ τή δέκατη ἕβδομη μέρα τοῦ δευτέρου μηνός, δηλ. τοῦ Υar, καί μέχρι τήν εἰκοστή ἕβδομη (ἡμέρα) αὐτοῦ τοῦ μηνός τοῦ ἑπομένου ἔτους, κατά τό σεληνιακό ὑπολογισμό, εἶναι τριακόσιες ἑξῆντα πέντε ἡμέρες.

Παρατηρῆστε, λοιπόν, ὅτι καί ἡ γενεά τοῦ Νῶε χρησιμοποιοῦσε αὐτό τόν ὑπολογισμό τῶν τριακοσίων ἑξῆντα πέντε ἡμερῶν τοῦ ἔτους. Καί γιατί λές ὅτι οἱ Χαλδαῖοι καί οἱ Αἰγύπτιοι συνέθεσαν κι ἐπινόησαν τήν τάξι αὐτοῦ τοῦ (ἔτους);

“Καί εἶπε ὁ Θεός πρός τό Νῶε: Νά βγῆτε ἀπ᾽ τήν κιβωτό, σύ καί ἡ σύζυγός σου, οἱ υἱοί σου καί οἱ σύζυγοί τους”(Γεν 8, 15). Αὐτός πού τούς εἰσήγαγε καθένα χωριστά, γιά νά τηρήσουν τήν ἁγιότητα στήν κιβωτό, τούς ἐξήγαγε κατά ζεύγη, γιά νά γίνουν γόνιμοι καί νά πολλαπλασιασθοῦν μέ ἀναπαραγωγή. ᾽Επίσης γιά τά ζῶα, πού τήρησαν ἁγνότητα μέσα στήν κιβωτό, εἰπώθηκε, “῞Ολα τά ζῶα πού εἶναι μαζί σου νά τά βγάλης καί θά γεννήσουν πάνω στή γῆ· καί ἄς γίνουν γόνιμα καί ἄς πολλαπλασιάζωνται μεταξύ τους”(Γεν 8, 17).

13. Ἀφοῦ δέ “βγῆκε ὁ Νῶε... καί ὅλα τά ζῶα πού ἦταν μαζί του.... καί προσέφερε ἀπ᾽ ὅλα τά καθαρά κτήνη θυσία πάνω στό βωμό”(Γεν 8, 18-20).

Μέ (μεγάλη) ὑπακοή, λοιπόν, ὑπήκουσαν σ᾽ αὐτόν ὅλα τά καθαρά πτηνά καί ζῶα. Μόλις βγῆκε ὁ Νῶε, εἴτε τήν ἡμέρα πού βγῆκαν ἀπ᾽ τήν κιβωτό, πῆρε ἀπό κάθε καθαρό ζῶο καί προσέφερε θυσία, πού ἔγινε δεκτή ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ, κι ἔκανε νά σταματήση ὁ κατακλυσμός ἀπ᾽ τή γῆ.

Καί ὀσφράνθηκε ὁ Κύριος, ὄχι βέβαια τήν ὀσμή τῆς σαρκός τῶν ζώων οὔτε τόν καπνό τῶν ξύλων, ἀλλά προσέβλεψε καί εἶδε τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς (τοῦ Νῶε), ὁ ὁποῖος προσέφερε θυσία ἀπό ὅλα καί ὑπέρ ὅλων. Καί τοῦ λέει ὁ Κύριός του, ὅπως (ὁ Νῶε) ἤθελε νά τόν ἀκούη, ἐξαιτίας τῆς δικαιοσύνης σου διασώθηκε τό “λεῖμμα” καί δέν καταστράφηκε μέ τόν κατακλυσμό πού ἔγινε· καί πάλι λόγῳ τῆς θυσίας πού θυσίασες ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα καί χάριν “πάσης σαρκός”, δέν θά κάνω (στό μέλλον) ἄλλο κατακλυσμό πάνω στή γῆ. Διότι ὁ Θεός ἐκ τῶν προτέρων αὐτοδεσμεύθηκε μέ ὑπόσχεσι, γιά νά μή τυχόν, ἐπειδή παρακολουθεῖ τούς καθημερινούς κακούς διαλογισμούς τῆς θελήσεώς μας, κάνει ἐκ νέου κατακλυσμό ἐναντίον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων. Καί ἐπειδή σημειώθηκε ἔλλειψι σ᾽ αὐτό τό χρόνο τῆς σπορᾶς καί τοῦ θερισμοῦ καί, ἀκόμη, ἡ τάξι του διαταράχθηκε, ἀντικατέστησε ὁ Θεός στή γῆ, ὅ,τι μέ τήν ὀργή του τῆς εἶχε ἀφαιρέσει καί εἶπε, “Στό ἑξῆς ἀπ᾽ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς γῆς, τῆς σπορᾶς καί τοῦ θερισμοῦ, δέν θά λείψουν τό ψῦχος, τό θέρος, τό καῦμα, ὁ χειμώνας, ἡμέρα καί νύκτα”(Γεν 8, 22).

Διότι κατά τή διάρκεια τῶν σαράντα ἡμερῶν τῆς βροχῆς ἁπλώθηκε νύκτα καί καθόλο τό ἔτος μέχρι ν᾽ ἀποξηρανθῆ ἡ γῆ, ἐπικράτησε πάνω τους χειμώνας χωρίς θέρος.

14. “Κι εὐλόγησε ὁ Θεός τό Νῶε καί τούς υἱούς του”(Γεν 9, 1), γιά νά γονιμοποιηθοῦν καί πολλαπλασιασθοῦν, καί γιά νά ἐπιπίπτη ὁ τρόμος (πού θά προκαλοῦν αὐτοί) σέ κάθε σάρκα, εἴτε στή θάλασσα εἴτε στήν ἔρημο. “Τόσο”, λέει, “δέν θά φᾶτε τή σάρκα, στή ὁποία βρίσκεται ἡ ψυχή της, δηλ. τή σάρκα πού δέν ἐσφάγη καί τῆς ὁποίας τό αἷμα —πού εἶναι ἡ ψυχή της— δέν χύθηκε”.

Διότι τρεῖς συνθῆκες συνῆψε (ὁ Θεός) μέ τό Νῶε, μία, νά μήν τρῶνε αἷμα καί μία, τή συνθήκη τῆς ἀναστάσεως, ἐπειδή ἀπαιτεῖ τό αἷμα (τῶν ἀνθρώπων πού κατασπαράχθηκαν) ἀπ᾽ τά ζῶα, καί μία, νά φονεύεται ὁ φονιᾶς.

15. Εἶπε, “Θά ζητήσω τό αἷμα σας ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα καί ἀπ᾽ τά (δολοφονικά) χέρια τοῦ (φονιᾶ) ἀνθρώπου”(Γεν 9, 5). Θά ζητήση αὐτόν καί τώρα καί στό μέλλον, διότι θά ζητήση τώρα διά τοῦ φόνου, τόν ὁποῖο θέσπισε κατά τοῦ φονιᾶ καί διά τοῦ λιθοβολισμοῦ, διά τοῦ ὁποίου ἐλιθοβολεῖτο ὁ κερατιστής βοῦς· καί θά ζητήση τελικά ἀπ᾽ τά ζῶα, κατά τό χρόνο τῆς ἀναστάσεως (τῶν νεκρῶν), νά ἐπιστρέψουν ὅ,τι ἔφαγαν ἀπό ἀνθρώπινα σώματα.

Καί τό “ἀπ᾽ τό χέρι ἀδελφοῦ ἀνθρώπου θά ζητήσω τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου”(Γεν 9, 5) καθώς καί τό “Θά ζητήσω ἀπ᾽ τόν Κάιν ἐκδίκησι γιά τό αἷμα τοῦ ῎Αβελ”, δηλ. “῞Οποιος ἔχυσε αἷμα ἀνθρώπου, θά ἐκχυθῆ τό αἷμα του ἀπό ἀνθρώπους”. Καί τό “Κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν...” εἰπώθηκε γιά τήν ἐξουσία, τήν ὁποία ἔχει, ὡς Θεός, νά ζωοποιῆ καί νά θανατώνη.

Μετά ἀπ᾽ αὐτά ὁ Θεός συνῆψε συνθήκη μέ τό Νῶε καί μέ ὅλους, ὅσοι βγῆκαν μαζί του ἀπ᾽ τήν κιβωτό, καί εἶπε, “Σέ καμμία περίπτωσι δέν θά καταστραφῆ (ζωντανή ὕπαρξι) ἀπό ὕδατα κατακλυσμοῦ... ἰδού, ἔδωσα τό οὐράνιο τόξο στά σύννεφα ὡς σημεῖο αἰωνίας συνθήκης ἀνάμεσα στό Θεό καί σέ κάθε ζωντανή ὕπαρξι, πού βρίσκεται πάνω στή γῆ”(Γεν 9, 11-13).

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

12
ΕΝΟΤΗΤΑ 11η



Τμῆμα Ζ´

1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά, πάλι ἔγραψε γιά τό Νῶε, ὁ ὁποῖος “φύτευσε ἀμπέλι καί ἤπιε ἀπ᾽ τό κρασί του καί μέθυσε· καί κοιμήθηκε καί γυμνώθηκε μέσα στή σκηνή του· ὁ δέ Χάμ εἶδε τή γυμνότητα τοῦ πατέρα του καί τήν ἔδειξε φανερά στούς δύο ἀδελφούς του”(Γεν 9, 20-22).

Ἡ μέθη του δέ δέν προῆλθε ἀπ᾽ τόν πολύ οἶνο, ἀλλ᾽ ἐπειδή τόν ἤπιε πολύ ὕστερα. Διότι μέσα στήν κιβωτό δέν ἔπινε οἶνο, ἐπειδή ἐπιπλέον κατά τίς ἡμέρες τῆς καταστροφῆς κάθε ζῶντος, δέν τοῦ ἐπέτρεψε (ὁ Θεός) νά εἰσαγάγη οἶνο στήν κιβωτό.

᾽Επειδή, βέβαια, κατ᾽ ἐκεῖνο τό ἔτος τοῦ κατακλυσμοῦ δέν ἤπιε καί ἐπειδή τό ἔτος πού βγῆκε (ἀπ᾽ τήν κιβωτό) δέν φύτευσε ἀμπέλι —διότι κατά τήν εἰκοστή ἕβδομη ἡμέρα τοῦ (μηνός) Υar, κατά τήν ὁποία εἶχε βγεῖ (ἀπ᾽ τήν κιβωτό) ἡ ἐποχή τῶν στυφῶν σταφυλιῶν δέν [ὑπ.: ἀμφίβολη ἄρνησι, προστεθεῖσα μεταξύ τῶν γραμμῶν] ἦταν, οὔτε ἦταν ἡ ἐποχή τῆς φυτεύσεως ἀμπελιοῦ—, ὅταν δέ κατά τό τρίτο ἔτος φύτευσε ἀμπέλι, {ἤπιε οἶνο} ἀπό σταφίδες πού εἶχε εἰσαγάγη μαζί του στήν κιβωτό, μέχρι πού νά γίνη τό ἀμπέλι κατά τή διάρκεια τριῶν ἤ καί τεσσάρων χρόνων, παρεμβάλλεται διάστημα ἕξι ἐτῶν, κατά τό ὁποῖο ὁ δίκαιος δέν γεύθηκε οἶνο.

2. Καί γιά νά δηλωθῆ ὅτι μετά πολύ χρόνο ἤπιε αὐτός ἐκεῖνο (τόν οἶνο) καί ὅτι γι᾽ αὐτό μέθυσε, εἰπώθηκε “Βγῆκε ὁ Χάμ κι ἔδειξε στούς ἀδελφούς του στήν ἀγορά”(Γεν 9, 22). ᾽Από ποῦ ἄραγε ἐκεῖνοι εἶχαν ἀγορά, παρά ἐπειδή αὐτοί ἔκτισαν πολιτεία; Καί, ἄν εἶχαν κτίση πολιτεία, τήν οἰκοδόμησαν μετά ἀπό πολλά ἔτη. ᾽Ιδού, ἐπιπλέον, ἡ οἰκοδόμησι τῆς πολιτείας καί ἡ διευθέτησι τῶν χώρων τῆς ἀγορᾶς της μαρτυροῦν ὅτι μετά ἀπό ἔτη, ὅπως εἴπαμε, ὁ γέροντας ἤπιε οἶνο καί ὅτι γι᾽ αὐτό μέθυσε. ᾽Επίσης οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ (τοῦ Χάμ), γνωρίζοντας τήν ἁγνότητα τοῦ πατέρα τους καί ὅτι αὐτός καί ξύπνιος καί στόν ὕπνο φυλάγεται ἀπό ἀγγέλους, ὅπως ὁ ᾽Ιακώβ, κάλυψαν μέ τρόμο τήν ἀσχημοσύνη του, χωρίς τά βλέμματά τους νά τή δοῦν.

3. Ὁ Νῶε δέ, “ἀμέσως, μόλις ἀνένηψε, ἀντιλήφθηκε τί τοῦ εἶχε κάνει ὁ μικρότερός του υἱός”. Καί μάλιστα ὁ Νῶε (ταυτοχρόνως) καί κοιμόταν καί ἦταν ξύπνιος. Βέβαια, ἐπειδή κοιμόταν, δέν ἀντιλήφθηκε τή γύμνια του. ᾽Επειδή (ὅμως καί) ἀγρυπνοῦσε, ἀντιλήφθηκε βέβαια τί τοῦ εἶχε κάνει ὁ μικρότερός του υἱός. Τόν καταράσθηκε λέγοντας, “Καταραμένος νά εἶναι ὁ Χαναάν· νά εἶναι στούς ἀδελφούς του δοῦλος τῶν δούλων”(Γεν 9, 25). ᾽Αλλά τί ἀξιόμεμπτο ἔπραξε ὁ Χαναάν ἀκόμη κι ἄν ἦταν ἐν τῇ ὀσφύι τοῦ πατέρα του, ὁπότε, σ᾽ αὐτή τήν περίπτωσι ἔβλεπε τή γυμνότητα τοῦ πατέρα του; Ὑπάρχουν (μερικοί) πού λένε, “᾽Επειδή ὁ Χάμ εἶχε εὐλογηθῆ μαζί μ᾽ ἐκείνους πού εἶχαν εἰσέλθη στήν κιβωτό καί μ᾽ ἐκείνους πού εἶχαν βγῆ ἀπό ἐκεῖ, γι᾽ αὐτό (ὁ Νῶε) δέν τόν καταράσθηκε τόν ἴδιο, κι, ὅμως, ὁ καταραμένος υἱός του τόν λύπησε”. ῎Αλλοι πάλι λένε, “᾽Αντιλήφθηκε ὁ Νῶε ὅ,τι τοῦ ἔκανε ὁ μικρότερος υἱός του, εἶναι βέβαιο ὅτι δέν ἦταν ὁ Χάμ. Διότι ὁ Χάμ ἦταν ὁ μεσαῖος, ὄχι ὁ μικρότερος. Καί γι᾽ αὐτό λένε ὅτι ὁ μικρότερος υἱός του ἦταν ὁ Χαναάν”. Ἑπομένως, ὁ μικρός Χαναάν, βέβαια, γέλασε γιά τή γύμνια τοῦ γέροντος καί βγῆκε ὁ Χάμ φαιδρός καί διηγήθηκε στούς ἀδελφούς του στήν ἀγορά. Καί γι᾽ αὐτή τήν αἰτία, κι ἄν φαίνεται ὅτι ἄδικα ὑπέστη τήν κατάρα (ὁ Χαναάν), ὁ ὁποῖος στήν παιδική του ἡλικία ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, ἀλλ᾽ ὅμως δίκαια πῆρε τήν κατάρα, ὁ ὁποῖος δέν τήν πῆρε στή θέσι ἄλλου. Διότι προγνώρισε ὁ Νῶε ὅτι ἡ νεότητα τοῦ Χαναάν σέ καμμία περιπτώσι δέν θά τόν εἶχε ὁδηγήσει σ᾽ αὐτή τήν καταραμένη πρᾶξι, ἐάν δέν ἐπρόκειτο νά εἶναι (στό μέλλον) τά γηρατειά του ἄξια κατάρας.

Ὁ Χάμ δέ χάριν δικαιοσύνης ἀποκλείσθηκε ἀπ᾽ τήν εὐλογία καί ἀπ᾽ τήν κατάρα. Διότι, ἄν ἐλάμβανε κατάρα, καί, ἄν ἐξαιτίας τοῦ γέλοιου του ἐλάμβανε δικαίως κατάρα, ἀλλ᾽ ὅμως, ὄντας ὁ Χάμ καταραμένος θά λάβαιναν κατάρα μαζί του καί οἱ υἱοί του (τοῦ Χάμ), οἱ ὁποῖοι δέν πῆραν καθόλου μέρος στούς χλευασμούς καί στούς γέλωτες. ῎Εγινε, λοιπόν, ὁ Χαναάν καταραμένος ἐξαιτίας τῶν χλευασμῶν του· ἐνῶ ὁ Χάμ ἀποκλείσθηκε ἀπ᾽ τήν εὐλογία λόγῳ τοῦ γέλωτός του.

4. Ἀφοῦ δέ ὁ Χάμ ἔλαβε κατάρα ἐν τῷ προσώπῳ ἑνός τῶν υἱῶν του, (ὁ Νῶε) εὐλόγησε τόν Σήμ καί τόν ᾽Ιάφεθ, λέγοντας, “Νά πληθύνη ὁ Θεός τόν ᾽Ιάφεθ καί νά κατοικῆ (ὁ Θεός) στά σκηνώματα τοῦ Σήμ· καί ὁ Χαναάν νά γίνη δοῦλος τους”(Γεν 9, 27).

Πληθύνθηκε δέ καί ὑπερίσχυσε ὁ ᾽Ιάφεθ ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ἀπογόνων του, (οἱ ὁποῖοι μετανάστευσαν) πρός τό βορρᾶ καί πρός τή Δύσι. Καί ὁ Θεός κατοίκησε στή σκηνή τοῦ ᾽Αβραάμ, ἀπογόνου τοῦ Σήμ, καί δοῦλος τους ἔγινε ὁ Χαναάν· διότι (οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήμ) στίς μέρες τοῦ ᾽Ιησοῦ, υἱοῦ τοῦ Ναυῆ ἐρήμωσαν τίς κατοικίες τῶν (ἀπογόνων τοῦ Χαναάν) καί κατέστησαν δούλους τούς ἀρχηγούς τους.

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

13
ΕΝΟΤΗΤΑ 12η





Τμῆμα Η´

1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά γράφθηκε (στήν Ἁγία Γραφή) σχετικά μέ τίς γενεές πού κατάγονται ἀπ᾽ τό Νῶε, “᾽Απ᾽ αὐτόν τόν ἴδιο τόν ᾽Ιάφεθ, μαζί μέ τόν ᾽Ιάφεθ, προῆλθαν δέκα πέντε γενεές. Κι ἀπ᾽ τόν ἴδιο τόν Χάμ, μαζί μέ τόν Χάμ, ὑπῆρξαν τριάντα γενεές, ἐκτός ἀπ᾽ τούς Φιλισταίους καί τούς Καππαδόκες, οἱ ὁποῖοι προῆλθαν ἀπ᾽ αὐτούς κατόπιν. Καί ἐκ δευτέρου ἀπ᾽ τόν Σήμ, μαζί μέ τόν Σήμ, ὑπῆρξαν εἴκοσι ἑπτά γενεές· συνολικῶς ὑπῆρξαν ἑξῆντα δύο γενεές. Καθεμιά δέ ἀπ᾽ αὐτές διακρίνεται ὡς πρός τό λαό, τή γλῶσσα, τή χώρα· ᾽Απ᾽ τόν Νεβρώδ δέ, γιά τόν ὁποῖο εἰπώθηκε, “Ὑπῆρξε ρωμαλαῖος γίγαντας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου”(Γεν 10, 9), ὁ ὁποῖος πράγματι ἔκανε, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, πόλεμο ἐναντίον καθεμιᾶς φυλῆς καί τίς ἐκδίωξε ἀπό ἐδῶ, γιά νά πᾶνε καί νά συναθροίζωνται σέ περιοχές πού διαμοίρασε σ᾽ αὐτές ὁ Θεός. Γι᾽ αὐτό καί λέγεται (στή Γραφή), “῞Οπως ὁ Νεβρώδ, ὁ ρωμαλαῖος γίγαντας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου”(Γεν 10, 9).

Περί τοῦ εὐλογητοῦ, ἐάν κάποιος εὐλογοῦσε εἴτε μεγιστάνα εἴτε πρίγκηπα, ἔλεγε, “εἴθε νά γινόσουν ὅπως ὁ Νεβρώδ ὁ ρωμαλέος γίγαντας, πού θριαμβεύει στούς πολέμους τοῦ Κυρίου. Βασίλευσε δέ στήν (πόλι) Αrach, δηλ. στήν ῎Εδεσσα καί στήν Αchar, δηλ. στήν Νισίβιν, καί στήν Chalaye, δηλ. τήν Κτησιφώντα. Στήν Rahbot, τήν Ηadiab, στήν Chalia, δηλ. τήν Ηatra, στήν Rasau, δηλ. τήν Resh-Α¨na, πολιτεία δηλ. μεγάλη κατ᾽ ἐκεῖνο τόν καιρό”.

2. Καί πάλι εἰπώθηκε (στή Γραφή): “Σέ ὁλόκληρη τή γῆ ὡμιλεῖτο μία γλῶσσα... καί εἶπαν: ἄς οἰκοδομήσουμε πολιτεία καί πύργο πού ἡ κορυφή του νά ἀγγίζη τόν οὐρανό καί ἄς ἀποκτήσουμε διασημότητα, γιά νά μήν τυχόν διασκορπισθοῦμε σέ ὁλόκληρη τή γῆ”(Γεν 11, 1, 4). Γιατί, ὅμως, (νά κτίσουν) πολιτεία ὀχυρωμένη, ἐνῶ δέν ἀπειλοῦνται ἀπό τίποτε καί κανένα. Πρός τί δέ πύργος πού νά ἐγγίζη τόν οὐρανό, ἀφοῦ αὐτοί οἱ ἴδιοι ἔχουν συνάψει σταθερή συνθήκη (μέ τό Θεό) ὅτι δέν θά συμβῆ (στό μέλλον) κατακλυσμός; Καί τό “γιά νά μήν τυχόν διασκορπισθοῦμε σέ ὁλόκληρη τή γῆ”, ποιός ἄλλος ἄραγε (ὑπῆρχε) ἐκτός ἀπ᾽ αὐτούς, ὁ ὁποῖος νά τούς διασπείρη; Καί μέ τό “ἄς ἀποκτήσουμε διασημότητα”, εἶναι βέβαιο ὅτι (αὐτό πού) οἰκοδόμησε πολιτεία καί πύργο ἦταν ἡ ὁμόψυχη ὑπεροψία τους, γι᾽ αὐτό καί συνέβη νά διασκορπισθοῦν ἐξαιτίας δηλ. τῆς διαφωνίας, ἡ ὁποία προέκυψε μεταξύ τους.

3. Καί κατέβηκε, λέει ἡ Γραφή, ὁ Κύριος, γιά νά δῆ τήν πολιτεία, δηλ. ὁ Κύριος εἶδε τό ἔργο τῆς ἀνοησίας τους καί εἶπε, “῎Ας μή παραλείψουν αὐτοί τίποτε, ἀπ᾽ αὐτά πού πρότειναν μεταξύ τους, πρᾶγμα πού σημαίνει, ἄς μή ἐκφύγωσιν τῆς ποινῆς. Διότι βέβαια θά τούς συμβῆ τό ἀντίθετο ἀπ᾽ ὅ,τι εἶπαν, ῎Ας μή διασκορπισθοῦμε”.

Λέει (ὁ Θεός), “᾽Ελᾶτε, ἄς κατεβοῦμε κι ἄς προκαλέσουμε ἐκεῖ σύγχυσι στίς γλῶσσες τους”.

Τότε δέ δέν τό ἔλεγαν πρός κάποιον (ἄνθρωπο), διότι τό “᾽Ελᾶτε, ἄς κατεβοῦμε” εἶναι περιττό (λεγόμενο) σχετικά μέ κάποιο ἄνθρωπο. Διότι τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα προσαγόρευε ἔτσι, ὥστε (νά γνωρίζης) ὅτι χωρίς τόν Υἱό καί χωρίς τό Πνεῦμα δέν παραχωρήθηκαν οὔτε οἱ προηγούμενες γλῶσσες οὔτε οἱ ἔσχατες. “῎Ας συγχέουμε ἐδῶ τίς γλῶσσες, ὥστε νά μήν ἀκούη (καταλαβαίνη) ὁ ἕνας τή φωνή τοῦ ἄλλου”(Γεν 11, 7).

Φαίνεται ὅτι ἐκεῖνοι (οἱ οἰκοδομοῦντες) ἔχασαν τήν κοινή γλῶσσα (τους) καί εἰς ἀντικατάστασί της ἀπέκτησαν (ἄλλες) γλῶσσες. Διότι, ἄν δέν εἶχε χαθῆ ἡ προηγούμενη γλῶσσα τους, δέν θά ἐρημωνόταν τό προηγούμενο ἔργο τους. Διότι, ἐπειδή ἀπολέσθηκε ἡ προηγούμενη γλῶσσα τους, —ἡ ὁποία χάθηκε ἀπ᾽ ὅλα τά ἔθνη καί διατηρήθηκε σ᾽ ἕνα μόνο (ἔθνος)—, ἐρημώθηκε τό μέχρι τότε οἰκοδομικό τους ἔργο. Καί πάλι, ἐξαιτίας τῶν νέων αὐτῶν γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες τούς ἔκαναν νά εἶναι μεταξύ τους ἀλλοεθνεῖς καί νά μήν καταλαβαίνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔγινε μεταξύ τους πόλεμος, ἐξαιτίας τῆς διαιρέσεως πού εἰσήγαγαν οἱ γλῶσσες μεταξύ ἐκείνων.

4. Γι᾽ αὐτές δέ τίς αἰτίες ἔγινε πόλεμος μεταξύ αὐτῶν, πού εἶχαν οἰκοδομήσει ὀχυρωμένη πόλι ἀπό φόβο πρός τούς ἄλλους καί διασκορπίσθηκαν μεταξύ τους ἀνά σύμπασα τή γῆ, αὐτοί πού αὐτό ἀκριβῶς φοβοῦνταν. Ὁ διασπείρας αὐτούς ὑπῆρξε ὁ Νεβρώδ· ἐκεῖνος ἀκόμη κυρίευσε τή Βαβέλ καί βασίλευσε σ᾽ αὐτή ὡς ὁ προγενέστερος (ἀπ᾽ τούς βασιλεῖς της)· διότι, ἄν ὁ ἴδιος δέν εἶχε διασπείρει ὅλους ἐκείνους, ὥστε νά τούς ἀπομονώση μεταξύ τους, δέν θά εἶχε ὑπάρξει τόπος, πού νά τούς συγκρατῆ ὅλους αὐτούς.

Read more: http://www.egolpion.com/efraim_genesis_ ... z3DPXz2xlC

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

14
ΕΝΟΤΗΤΑ 13η



Τμῆμα Θ´

1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἄρχισε (ὁ Μωϋσῆς) ν᾽ ἀπαριθμῆ ὅσες γενεές ὑπῆρξαν ἀπ᾽ τό Νῶε μέχρι τόν ᾽Αβραάμ, λέγοντας, “ὁ Νῶε γέννησε τόν Σήμ καί τούς ἀδελφούς του· καί αὐτός τόν ᾽Αρφαξάδ”(Γεν 11, 10). Καί ὁ ᾽Αρφαξάδ γέννησε τόν Σαλά, αὐτός τόν ᾽Εβέρ, αὐτός τόν Φαλέκ, αὐτός τόν ᾽Ερού, κι αὐτός τόν Σερούχ, ὁ Σερούχ τό Ναχώρ κι αὐτός τόν Θάρα καί ὁ Θάρα τόν ᾽Αβραάμ καί τόν Ναχώρ καί τόν ᾽Αρράν· και ὁ ᾽Αρράν γέννησε τόν Λώτ καί τήν Μελχά καί τήν ᾽Ιεσχά, δηλ. τή Σάρα. Αὐτή χάρις στήν ὡραιότητά της ὀνομάσθηκε ᾽Ιεσχά· καί οἱ δύο παντρεύθηκαν τούς θείους τους.

2. “Καί ὁ Θάρα ἐξήγαγε ἀπ᾽ τήν Οὔρ τῶν Χαλδαίων τόν υἱό του ῎Αβραμ καί τόν Λώτ τόν υἱό τοῦ υἱοῦ του, καί τή Σάρα τή νύμφη του καί ἦλθε καί κατοίκησε στή Χαρράν... καί φανερώθηκε ὁ Θεός στόν ῎Αβραμ καί τοῦ εἶπε: Νά ἐξέλθης ἀπ᾽ τόν οἶκο τοῦ πατρός σέ γῆ, πού θά σοῦ δείξω· καί θά σέ ἀναδείξω ἔθνος μέγα”(Γεν 11, 31· 12, 2). ῎Αφησε δέ τούς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι δέν θέλησαν νά ἐξέλθουν μαζί του, καί ἐξήγαγε τόν Λώτ, ὁ ὁποῖος πίστευσε στήν ὑπόσχεσί του. ῎Αν καί ὁ Θεός δέν τόν ἔκανε συγκληρονόμο τοῦ ᾽Αβραάμ, ὅμως, δέν ἐπέτρεψε νά εἰσέλθουν οἱ υἱοί τοῦ ᾽Αβραάμ στήν κληρονομία τῶν υἱῶν τοῦ Λώτ, “πράγματι, ὁ ῎Αβραμ πῆρε τή Σάρα καί τό Λώτ... καί ἦλθε στή Χαναάν”(Γεν 12, 5).

3. “Καί ἔπεσε λιμός πάνω στή γῆ καί ὁ ᾽Αβραάμ κατέβηκε στήν Αἴγυπτο... καί εἶπε στή Σάρα, “ὅταν σέ δοῦν οἱ Αἰγύπτιοι θά ποῦν, (Αὐτή) εἶναι σύζυγός του. Πές (τους), ἐγώ εἶμαι ἀδελφή του, καί ἡ ψυχή μου θά ζήση χάρι σ᾽ ἐσένα”(Γεν 12, 10). Καί, ἄν ὁ κύριός μου ᾽Αβραάμ, ὡς ἄνθρωπος, εἶπε λόγο ἀνθρώπινο, ὅμως, ἡ Σάρα, ἐπειδή πίστευε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αβραάμ ἦταν στεῖρος, ὁδηγήθηκε πρός τόν οἶκο τοῦ βασιλέως, πρῶτον γιά νά μάθη (ἄν) ἡ ἴδια ἦταν στεῖρα· δεύτερον, γιά νά φανερωθῆ ἡ ἀγάπη της πρός τό σύζυγό της, (ἡ Σάρα), ἡ ὁποία δέν δέχθηκε νά γίνη (σύζυγος) τοῦ βασιλέως, χάριν τοῦ ἐξορίστου (᾽Αβραάμ) καί (τέλος) γιά νά προεικονίζεται στό πρόσωπό της ὁ τύπος χάριν τῶν ἀπογόνων της, διότι, ὅπως ἀκριβῶς δέν ἀγάπησε τήν αἰγυπτιακή βασιλική ἐξουσία, ἔτσι γιά νά μήν ἀγαποῦν οἱ ἴδιοι τά εἴδωλα καί τό σκόρδο καί τά κρεμμύδια τῆς Αἰγύπτου. Καί, ὅπως τιμωρήθηκε ὁ οἶκος Φαραώ, χάριν τῆς δικῆς της ἐλευθερίας, ἔτσι ὅλη ἡ Αἴγυπτος ἔπρεπε νά τιμωρηθῆ, γιά ν᾽ ἀπελευθερωθοῦν οἱ υἱοί της.

Τιμωρήθηκαν δέ οἱ ὑπηρέτες τοῦ Φαραώ, διότι τήν ἐπαίνεσαν ἐνώπιον (τοῦ βασιλέως) καί τόν παρότρυναν νά τήν ἁρπάση. Καί πάλι τιμωρήθηκε ὁ ἴδιος, διότι τήν ἀπήγαγε μέ βία, γιά νά περιέλθη σ᾽ αὐτόν καί παρά τή θέλησί της. Γιατί, ἄν αὐτή δέν φοβόταν μήπως τή φονεύσουν αὐτή καί τό σύζυγό της, δέν θά εἶχε παραδώση ἡ ἴδια τόν ἑαυτό της.

Τμῆμα Ι´

1. Καί “ξέσπασε φιλονικία ἀνάμεσα στούς ποιμένες τοῦ ῎Αβραμ καί στούς βοσκούς τοῦ Λώτ”(Γεν 13, 7). Ἡ Δικαιοσύνη δέ ἀπέστειλε τούς ὑπηρέτες τοῦ Λώτ, (ἐπειδή ἦταν) φιλόνικοι μεταξύ τῶν ἐριστικῶν Σοδομιτῶν, γιά νά τιμωροῦνται (ζῶντας) μαζί μ᾽ αὐτούς· καί ὁ Λώτ σώθηκε ἀνάμεσά σ᾽ αὐτούς. ᾽Επειδή, ὅμως, ἡ γῆ εἶχε δοθῆ στόν ᾽Αβραάμ ὡς ὑπόσχεσι, παραχώρησε στόν ἴδιο τόν Λώτ, νά διαλέξη γιά τόν ἑαυτό του τήν περιοχή τοῦ ᾽Ιορδάνου, δηλ. ὅλη τήν περιοχή τῶν Σοδόμων, ἡ ὁποία διαβρέχεται ἀπ᾽ τόν ᾽Ιορδάνη.

2. Ἀφοῦ ὁ Λώτ χωρίσθηκε ἀπ᾽ αὐτόν, φανερώθηκε ὁ Κύριος στόν ᾽Αβραάμ καί τοῦ εἶπε, “Νά σηκωθῆς καί νά περπατήσης, διασχίζοντας τή γῆ κατά μῆκος της καί κατά πλάτος της, διότι αὐτή θά σοῦ τή δωρίσω”(Γεν 13, 14-15). ᾽Εδῶ σαφῶς ὑποδηλώνεται ὁ Σταυρός. Ἡ γῆ δέ, ἡ ὁποία μέ τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ δόθηκε στούς προηγουμένες πατέρες μέ ὑπόσχεσι, ἔκανε ἐξαιτίας τοῦ Σταυροῦ ἐξορίστους τούς ἄλλους κατοίκους.

Τμῆμα ΙΑ´

1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἦλθε ὁ Χαρεντλααμάρ (Χοδολογόμωρ), βασιλιᾶς τῆς ᾽Ελάμ, μαζί μέ τρεῖς συμμάχους του, γιά νά διεξαγάγουν πόλεμο κατά τοῦ βασιλέως τῶν Σοδόμων καί τῶν τεσσάρων συμμάχων του καί ὁ βασιλιάς τῶν Σοδόμων τράπηκε σέ φυγή μαζί μέ τούς συμμάχους του· καί πῆραν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Χαρεντλααμάρ ὅλα τά ὑπάρχοντα τῶν Σοδόμων καί τόν Λώτ μέ τά ὑπάρχοντά του κι ἔφυγαν. Ὁ δέ ᾽Αβραάμ ὁδήγησε τριακόσιους δέκα ὀκτώ ὑπηρέτες του μαζί μέ τόν ᾽Ανίρ καί μέ δύο φίλους αὐτοῦ, συμμάχους του (᾽Αβραάμ) καί τούς πρόφθασε καί τούς ἔπληξε κι ἐπέστρεψε τούς αἰχμαλώτους καί τά ὑπάρχοντα καί τόν Λώτ, τόν υἱό τοῦ ἀδελφοῦ του καί τά ὑπάρχοντά του· χάριν, ὅμως, τῶν ὑπαρχόντων τῶν Σοδομιτῶν, ἐπειδή αὐτά ἦταν ἀναμεμιγμένα μέ (ἐκεῖνα) τῶν βασιλέων, κράτησε τόν ἑαυτό του μακρυά ἀπ᾽ τή λεία τῶν βασιλέων.

2. “Καί ὁ Μελχισεδέκ, βασιλιάς Σαλήμ, προσέφερε ἄρτο καί οἶνο καί ὁ ἴδιος ἦταν ἀρχιερέας τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου· καί εὐλόγησε ὁ Μελχισεδέκ τόν ᾽Αβραάμ λέγοντας, εὐλογημένος εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος παρέδωσε τούς ἐχθρούς σου στά χέρια σου. Ὁ ᾽Αβραάμ τοῦ ἔδωσε τό δέκατο ἀπ᾽ ὅλα τά λάφυρα”(Γεν 14, 18-20).

Αὐτός δέ ὁ Μελχισεδέκ εἶναι ὁ Σήμ, ὁ ὁποῖος ἔγινε βασιλιᾶς λόγιω τῆς μεγαλειότητός του, ὁ ὁποῖος, βέβαια, ἦταν ἀρχηγός δεκατεσσάρων γενεῶν, καί, ἐπιπλέον, ἦταν ἀρχιερέας, κάτι πού εἶχε παραλάβει ἐκ διαδοχῆς ἀπ᾽ τόν πατέρα του, τό Νῶε. ᾽Εκεῖνος δέ (ὁ Μελχισεδέκ), ὄχι μόνο ἐπέζησε στίς ἡμέρες τοῦ ᾽Αβραάμ, ὅπως λέει ἡ Γραφή, ἀλλά ἀκόμη κάι μέχρι (τήν ἐποχή) τοῦ ᾽Ιακώβ καί ᾽Ησαῦ, υἱῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ᾽Αβραάμ· καί σ᾽ αὐτόν ἀπευθύνθηκε ἡ Ρεβέκκα, γιά νά ζητήση συμβουλή καί τῆς λέχθηκε “Δύο γόνοι εἶναι στήν κοιλία σου καί ὁ μεγαλύτερος θά ὑπηρετήση τό νεώτερο”(Γεν 25, 23). Διότι ἡ Ρεβέκκα δέν θά εἶχε ἐγκαταλείψη τό σύζυγό της, ὁ ὁποῖος εἶχε διασωθῆ ἀπ᾽ τήν ὁλοκαύτωσί του, οὔτε τόν πεθερό της, πού εἶχε καθημερινές ὁράσεις τῆς θεότητος καί δέν θά εἶχε πάει γιά αἴτησι συμβουλῆς (στόν Μελχισεδέκ), ἄν δέν εἶχε μάθει τή μεγαλειότητά του ἀπ᾽ τόν ἴδιο τόν ᾽Αβραάμ ἤ ἀπ᾽ τόν υἱό τοῦ ᾽Αβραάμ.

Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αβραάμ θά εἶχε δώσει τίς δεκάτες (στόν Μελχισεδέκ), ἄν δέν γνώριζε ὅτι αὐτός εἶναι ἀπείρως ἀνώτερός του. Κανένα, βέβαια, ἀπ᾽ τούς Χαναανῖτες ἤ ἀπ᾽ τούς Σοδομῖτες δέν θά εἶχε συμβουλευθῆ ἡ Ρεβέκκα, οὔτε ὁ ᾽Αβραάμ θά εἶχε δώσει σέ κανένα ἀπ᾽ αὐτούς δεκάτες ἀπ᾽ τά ὑπάρχοντά του. Αὐτό, βέβαια, δέν πρέπει νά τό βάλετε στό νοῦ σας. ᾽Επειδή δέ τά ἔτη ζωῆς τοῦ Μελχισεδέκ ἐπεκτάθηκαν μέχρι τά χρόνια τοῦ ᾽Ιακώβ καί τοῦ ᾽Ησαῦ, λέχθηκε, μέ μεγάλη πιθανότητα ἀληθείας, ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Σήμ. Διότι ὁ πατέρας του, ὁ Νῶε, κατοικοῦσε πρός τά ἀνατολικά καί ὁ ἴδιος κατοικοῦσε ἀνάμεσα στίς δύο φυλές, δηλ. μεταξύ τῶν ἀπογόνων τοῦ Χάμ και τῶν δικῶν του ἀπογόνων· διότι αὐτός σάν μεσότειχος βρισκόταν στή μέση, φοβούμενος μήπως οἱ ἀπόγονοι τοῦ Χάμ εἰσαγάγουν τούς δικούς του υἱούς στήν εἰδωλολατρία.

Τμῆμα ΙΒ´

1) “Μετά ἀπ᾽ αὐτά ὁ Θεός φανερώθηκε στόν ᾽Αβραάμ σέ ὅραμα καί τοῦ λέει: ῾Ὁ μισθός σου (θά εἶναι) πάρα πολύ ἱκανοποιητικός ἐξαιτίας τῆς δικαιοσύνης πού ἐπέδειξες πρός τούς αἰχμαλώτους πού ἀπελευθέρωσες᾽. Καί ὁ ᾽Αβραάμ εἶπε: ῾Τί θά μοῦ δώσης; Διότι ἐγώ θά συνεχίσω τήν πορεία (τῆς ζωῆς μου) χωρίς (νά ἔχω ἀποκτήση) τέκνα... καί κληρονόμοι μου θά εἶναι τό οἰκιακό προσωπικό μου᾽.

Καί τόν ὁδήγησε (ὁ Θεός) ἔξω (ἀπ᾽ τή σκηνή) καί τοῦ εἶπε: ῾Κοίταξε τόν οὐρανό καί ἄν μπορῆς μέτρησε τ᾽ ἀστέρια. Καί συμπλήρωσε τά λόγια του (ὁ Θεός). ῎Ετσι θά συμβῆ μέ τούς ἀπογόνους σου᾽. Καί ὁ ᾽Αβραάμ πίστευσε καί ὁ Θεός τοῦ τό ὑπολόγισε αὐτό σάν (νά εἶχε ἀσκήση ὁ ᾽Αβραάμ) μεγάλη δικαιοσύνη”(Γεν 15, 1-6). ᾽Επειδή βέβαια (ὁ ᾽Αβραάμ) πίστευσε σ᾽ αὐτό πού ἦταν δύσκολο (νά τό πιστεύση κανείς) καί τό ὁποῖο κανείς ἄλλος δέν θά (τό πίστευε), (γι᾽ αὐτό) ὁ Θεός τοῦ τό ὑπολόγισε σάν (ἔργο) δικαιοσύνης. Γιά τήν πίστι του κατά τήν ἴδια ὥρα τῆς μεταναστεύσεως τοῦ ᾽Αβραάμ, εἶπε (ὁ Θεός): “᾽Εγώ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος σέ ἐξήγαγα ἀπ᾽ τήν Οὔρ τῶν Χαλδαίων, γιά νά σοῦ δώσω σάν κληρονομιά αὐτή τή γῆ”. Καί ὁ ᾽Αβραάμ εἶπε: “Ἀπό τί θά γνωρίζω, ὅτι θά κληρονομήσω καί θά κατοικήσω σ᾽ αὐτή τή γῆ;”

2) Ὑπάρχουν ὅμως (κάποιοι) πού λένε, ὅτι λόγῳ ἀμφιβολίας (τοῦ ᾽Αβραάμ) γι᾽ αὐτό τό πρᾶγμα τοῦ εἰπώθηκε: “Νά γνωρίζης καλά, ὅτι οἱ ἀπόγονοί σου θά κατοικήσουν σέ χώρα, πού δέν θά εἶναι ἡ δική σου”(Γεν 15, 13). ᾽Αλλ᾽ ἄς γνωρίζη ὅποιος λέει τέτοιο πρᾶγμα, ὅτι (ὁ ᾽Αβραάμ) τή στιγμή ἐκείνη εἶχε πιστεύσει, ὅτι θ᾽ ἀποκτήση ἀπογόνους (πολυπληθεῖς) σάν τήν ἄμμο. ᾽Εάν πίστευσε ἕνα τόσο ἀπίστευτο μέ τήν πίστι καί μόνο, καί μόνο ἀπό γυναῖκα στεῖρα καί γερασμένη ὅτι δηλ. οἱ ἀπόγονοί του θά πληθυνθοῦν ὅπως ἡ ἄμμος, ἄραγε ἀμφέβαλε γι᾽ αὐτή τή μικρή χώρα (ὅτι θά τήν κληρονομοῦσε) ἐκεῖνος πού γιά τόσο ἀπίστευτο πρᾶγμα (ὅπως τό πλῆθος τῶν ἀπογόνων του) δέν εἶχε ἀμφιβάλει;

῞Ομως, κι ἄν εἶχε ἀμφιβάλει, γιά ποιό λόγο τοῦ λέει (ὁ Θεός): “Πάρε μαζί σου τριετῆ κατσίκα καί τριετές κριάρι καί τρυγόνι καί περιστέρι; Διότι ἰδού, νύκτα τοῦ εἰπώθηκαν αὐτά καί κατά τήν ἡμέρα τά προσέφερε σάν θυσία· καί ἀπ᾽ τό πρωΐ μέχρι τήν ἑσπέρα στεκόταν ὄρθιος μπροστά στήν προσφορά του αὐτή κι ἔδιωχνε ὁποιοδήποτε πτηνό ἤθελε νά κατεβῆ πάνω στά θυσιαζόμενα· καί ἰδού, ἀφοῦ κατέβηκε πῦρ πάνω στά προσφερόμενα (δεῖγμα τοῦ ὅτι ἔγιναν) δεκτά (ἀπ᾽ τό Θεό), κατά τήν ἑσπέρα, τότε τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός καί τοῦ εἶπε τά λόγια ἐκεῖνα. ᾽Εάν, ὅμως, αὐτά πού τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Θεός εἶχαν χαρακτῆρα ποινῆς, δέν θά εἶχε δεχθῆ οὔτε τήν προσφορά του. Καί δέν θά εἶχε συνάψει ὁ Θεός τή συνθήκη του μ᾽ ἐκεῖνον κατ᾽ αὐτή τήν ἴδια ἡμέρα. Κατά τήν ἴδια αὐτή ἡμέρα δέν θά τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Θεός ὅτι δέκα ἔθνη πρέπει νά ὑποταχθοῦν στούς ἀπογόνους του· οὔτε θά τοῦ εἶχε λεχθῆ ὅτι αὐτός (ὁ ᾽Αβραάμ) θά πρέπη νά ταφῆ ἔχοντας εὐτυχισμένα γηρατειά. (῎Αν) ὅλες αὐτές οἱ εὐεργεσίες τοῦ δόθηκαν ὡς ὑπόσχεσι τήν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα αὐτά αἰτία ἦταν τό ὅτι πίστευσε (ὁ ᾽Αβραάμ) καί τοῦ ὑπολόγισε (ὁ Θεός τήν πίστι του) σάν δικαιοσύνη. Καί πῶς λένε μερικοί ὅτι ὁ ἄνδρας πού ἔγινε ἄξιος μεγαλυτέρων ἀνταμοιβῶν κατ᾽ ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐξαιτίας τῆς πίστεώς του τιμωρήθηκε στό πρόσωπο τῶν ἀπογόνων του, ἐξαιτίας τῆς (δῆθεν) ἀπιστίας του τήν ἴδια ἡμέρα;

3) Ὁ δέ ᾽Αβραάμ πίστευσε σέ κάτι δύσκολο, ὅτι δηλ. ἀπ᾽ τή νεκρωμένη μήτρα τῆς Σάρας θά ἀνατείλη καί θά βλαστήση ἕνας κόσμος ἀνθρώπων· αὐτό δέν πού ρώτησε γιά τή γῆ (πού θά κληρονομοῦσαν οἱ ἀπόγονοί του), δέν (ρώτησε) βέβαια ἐάν θά γίνη, ἀλλά μέ ποιό τρόπο θά γίνη. Γιατί ἀμέσως μόλις εἶδε τή χώρα Χαναάν μέ τούς βασιλιάδες καί τά στρατεύματά της καί παρατήρησε τήν ἀφθονία της καί ὅτι ἦταν πλήρης κατοίκων, καί κατά τόν ἴδιο χρόνο ἄκουσε ὅτι αὐτή ἡ χώρα ἔπρεπε νά (τοῦ) δοθῆ, ὄχι βέβαια στόν ἴδιο προσωπικά, ἀλλά στούς ἀπογόνους του, θέλησε —ἐπειδή αὐτό δέν θά γινόταν στίς δικές του ἡμέρες— νά μάθη πῶς θά γινόταν αὐτό, πότε οἱ ἀπόγονοί του θά εἰσέβαλλαν (σ᾽ αὐτή τή χώρα) καί θά τήν κυρίευαν ὡς κληρονομιά (τους). Ὁ ᾽Αβραάμ δηλ. σκέφθηκε μόνος του: ῎Αραγε αὐτοί οἱ βασιλιάδες θά ἀλληλοκαταστραφοῦν, ἤ ἐχθρικοί λαοί θά κατεβοῦν καί θά τούς ἐρημώσουν καί θ᾽ ἀδειάσουν γιά χάρι δική μας τή χώρα; ῎Αραγε οἱ ἀπόγονοι πού θά ἀποκτήσω θά αὐξηθοῦν καί θά ἔλθουν καί θά ἐρημώσουν τούς κατοίκους της καί θά τήν κληρονομήσουν; ῎Η ἡ γῆ θά τούς καταπιῆ (τούς κατοίκους της) ἐξαιτίας τῶν ἔργων τους; ῎Η αὐτοί (οἱ κάτοικοι) λόγῳ λιμοῦ ἤ κακῆς φήμης ἤ γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία θά μεταναστεύσουν σέ ἄλλη χώρα; Ὁ ᾽Αβραάμ ζητοῦσε νά μάθη ποιά θά ἦταν (ἡ αἰτία) μεταξύ τῶν παραπάνω (αἰτιῶν), ἀλλά οὔτε καί ἀμφέβαλλε μέ κανένα τρόπο. Ὁ Θεός δέ, γνωρίζοντας τί ζητοῦσε (νά μάθη) ὁ ᾽Αβραάμ, τοῦ ἔδειξε ἐπιπλέον πράγματα, ἀλλά ὄχι τά ἐρωτηθέντα. Διότι, ἀφοῦ τέθηκε ἡ προσφορά (στό βωμό), πάνω στήν ὁποία κατέβηκε ἕνα πτηνό, τό ὁποῖο ἔδιωξε (ὁ ᾽Αβραάμ), ἔδειξε ὁ (Θεός) σ᾽ αὐτόν ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θά ἁμαρτήσουν καί ὅτι (αὐτοί) πρέπει νά σωθοῦν διά τῆς προσευχῆς τῶν δικαίων· κι ἐπειδή κατέβαινε ἡ πύρινη κάμινος, καί δέν ὑπῆρχαν ἀνάμεσά τους δίκαιοι, τόν πληροφόρησε (ὁ Θεός), ὅτι ἡ σωτηρία θά προέλθη ἀπ᾽ τόν οὐρανό. Μέ τό τριετές δέ μοσχάρι καί μέ τό τριετές κριάρι καί μέ τήν τριετῆ κατσίκα (τόν πληροφόρησε): εἴτε ὅτι πρέπει νά σωθοῦν μετά ἀπό τρεῖς γενεές· εἴτε ὅτι ἀπ᾽ αὐτούς θά προέλθουν βασιλεῖς, ἱερεῖς καί προφῆτες. Μέ τά διαμελισθέντα μέλη τῶν ζώων ὑποτύπωσε τίς φυλές τους καί μέ τά μή ἀνατμηθέντα πτηνά ἐξεικόνισε τήν ἑνότητά τους.

4) Ἀφοῦ δέ (ὁ Θεός) τοῦ τά ἔδειξε, τοῦ εἶπε: “Γνώριζε καλά τί θά ἔχης θελήση νά γνωρίσης: Οἱ ἀπόγονοί σου θά κατοικήσουν χώρα ὄχι δική τους”. Δέν θά κατέλθουν δέ ὡς αἰχμάλωτοι, ἀλλά μέ ὑποζύγια καί ἅρματα πού θά τούς ἀκολουθοῦν, καί θά τούς κάμψουν, ὥστε νά τούς ὑποδουλώσουν γιά τετρακόσια ἔτη, διότι δέν θά τούς ἀφήσουν νά ἐξέλθουν παρά ἀφοῦ παραδοθοῦν (στούς ἀπογόνους σου).

“᾽Αλλά τό ἔθνος πού θά τούς ξαναϋποδουλώση, ἐγώ θά τό κρίνω καί αὐτοί οἱ ἴδιοι θά ἐξέλθουν μέ μεγάλη περιουσία, κι ἐσύ θά ἑνωθῆς μέ τούς προγόνους σου (δηλ. θά πεθάνης) μέ εὐτυχισμένα γηρατειά· θά ἐπιστρέψουν δέ ἐδῶ κατά τήν τετάρτη γενεά”(Γεν, 15, 14-16).

Αὐτό δέ πού γράφει: “Δέν συμπληρώθηκαν οἱ ἀδικίες τῶν ᾽Αμοραίων”, τό γράφη γιά νά δείξη ὅτι δέν εἶχαν ἀκόμη πλῆρες τό μέτρο τῶν ἁμαρτιῶν τους, προκειμένου δικαίως νά τιμωρηθοῦν μέ θάνατο διά ξίφους.

5) Καί αὐτό τό ὁποῖο εἶπε: “Λήθαργος κατέλαβε τόν ᾽Αβραάμ, δηλ. ὅπως τό θάμβος πού κατέλαβε τόν ᾽Αβιμέλεχ”(Γεν, 20, 3), τό ὁποῖο τόν κατέλαβε ὅταν τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός· καί συνῆψε μέ τόν ᾽Αβραάμ συνθήκη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέκα ἔθνη θά ὑπηρετοῦν τούς ἀπογόνους του καί ὅτι θά δώση κληρονομιά στούς ἀπογόνους του τή γῆ ἀπ᾽ τόν ποταμό τῆς Αἰγύπτου μέχρι τόν Εὐφράτη.



Read more: http://www.egolpion.com/efraim_genesis_ ... z3DPY5qSbZ

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

15
ΕΝΟΤΗΤΑ 14η



Τμῆμα ΙΓ´

1) Κατά τό ἴδιο δέ ἔτος, ἐπειδή ἡ Σάρα εἶχε δεῖ ὅτι εἶναι στείρα, εἶπε στόν ᾽Αβραάμ: “᾽Ιδού ὁ Θεός μέ ἀπέκλεισε, γιά νά μή γεννήσω. Πήγαινε μέ τή θεραπαινίδα σου, μήπως καί βρῶ παρηγοριά ἀπό ἐκείνη”(Γεν 16, 2). ᾽Αφοῦ δέ ὁ ᾽Αβραάμ τήν παρότρυνε νά κάνη ὑπομονή καί δέν τήν ἔπεισε, γράφθηκε: “Ὑπάκουσε στά λόγια τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε τήν ῎Αγαρ τήν Αἰγύπτια, τήν ὁποία τῆς εἶχε δώσει ὁ Φαραώ μέ ἄλλα (δῶρα) τήν ἡμέρα πού τήν πῆρε κοντά του ὡς σύζυγο”(Γεν 16, 2-3).

2) Ἀφοῦ δέ ἐκείνη (ἡ ῎Αγαρ) συνέλαβε, ἔδειξε περιφρόνησι στήν κυρία της, ἡ ὁποία ὑποτιμήθηκε στά μάτια τῆς ῎Αγαρ διότι πίστευσε ὅτι ὁ γόνος της θά εἰσέλθη καί θά κληρονομήση τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Καί ὅταν μπόρεσε ἡ Σάρα, τήν ἅρπαξε καί τήν ἐπέπληξε τότε δηλ. πού θεώρησε ὅτι, ἄν καί αὐτή (ἡ ῎Αγαρ) ἦταν θεραπαίνιδα τῆς (Σάρας) πρίν δοθῆ στό σύζυγό της, σήμερα ἔγινε σύννυμφός της· περιφρονώντας, λοιπόν, ἡ ῎Αγαρ τή σύζυγο τοῦ ᾽Αβραάμ γιά νά μήν καταφρονήση καί τόν ᾽Αβραάμ, τοῦ εἶπε (ἡ Σάρα): “᾽Εγώ σέ πίεσα, ἐπειδή δέν σέ ἀντάλλαξα μέ τό βασιλιά, ἐσύ, ὅμως, σήμερα προτίμησες τή θεραπαίνιδα ἀπό ἐμένα”.

᾽Εφόσον ὄφειλε ἡ ῎Αγαρ νά μοῦ κάνη γνωστό ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή μου καί ὅτι αὐτή συνέλαβε· διότι σοῦ τήν ἔδωσα γιά νά μοῦ ἔλθη ἀπ᾽ αὐτή παρηγοριά· κακό μοῦ ἀπέδωσε (αὐτή), ἀντί τοῦ καλοῦ πού τῆς ἔκανα. Διότι αὐτή μοῦ ἔδωσε πικρή προσβολή μπροστά στά μάτια ὅλων τῶν συνυπηρετῶν της.

3) Ἡ ῎Αγαρ, ὅμως, ἡ ὁποία εἶχε στηριχθῆ στόν ᾽Αβραάμ, βλέποντας ὅτι αὐτός τήν κατηγοροῦσε καί τήν παρέδωσε στήν κυρία της προσβεβλημένη, φοβήθηκε κι ἔφυγε. “Καί τή βρῆκε ἄγγελος... καί τῆς εἶπε. Γύρισε πίσω καί νά ὑπηρετῆς τήν κυρία σου, διότι ὁ Θεός θά πληθύνη τούς ἀπογόνους σου ὥστε θά γίνουν ἀναρίθμητοι... ἐπειδή ὁ Θεός ἄκουσε τήν ὑπόθεσι σου”(Γεν 16, 7-10), ἐπειδή προσέφερες τόν ἑαυτό σου γιά νά πᾶς καί νά ἐξυπηρετήσης τήν κυρία σου. Διότι θά γεννήσης υἱό καί θά τόν ὀνομάσης ᾽Ισμαήλ... καί θά εἶναι (ὡς) ὄναγρος ἀνάμεσα στούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή θά κατοικήση στήν ἔρημο καί, ὡς ὄναγρος, δέν θά εἰσέλθη σέ γῆ καλλιεργημένη. Τό χέρι του θά ἁπλώνεται ἐναντίον ὅλων, γιά νά ἁρπάξη ἀπό ὅλους καί τά χέρια ὅλων (θά στρέφωνται) ἐναντίον του, ἐπειδή αὐτός θά ἀνταγωνίζεται ὅλα τά ἔθνη καί ὅλα τά ἔθνη θά τόν ἀνταγωνίζωνται. Καί θά κατοικήση στά σύνορα ὅλων τῶν ἀδελφῶν του, δηλ. τῶν υἱῶν τῆς Σάρας καί τῆς Χεττούρα. Διότι διαμοιράσθηκαν οἱ κληρονομιές μεταξύ τῶν ἀπογόνων τοῦ Σήμ.

4) Ἡ ῎Αγαρ ἄκουσε ὅτι ὁ ᾽Αβραάμ θά ἔχη πολλούς υἱούς, ὄχι ὅμως ἀπ᾽ τήν ἴδια τήν ῎Αγαρ, ἡ ὁποία τόν ἔπεισε νά μήν κοιμηθῆ πιά μαζί της. Αὐτή διαπίστωσε ὅτι ἐκεῖνος, κοιμόταν μαζί της μέχρι πού νά μάθη ὅτι ἡ ἴδια εἶχε συλλάβει, (ὁπότε) ἔπαυσε πιά νά κοιμᾶται μαζί της.

Διότι γιά νά ἐκπληρώση τήν ἐπιθυμία τῆς Σάρας κοιμήθηκε μ᾽ ἐκείνην (τήν ῎Αγαρ), γιά νά ἔχη ἡ (Σάρα) μικρή παρηγοριά ἀπ᾽ τήν ῎Αγαρ, μέχρις ὅτου ὁ Θεός τόν καταστήση μακάριο ἐξαιτίας τῆς κοιλίας της.

Καί εἶπε ἡ ῎Αγαρ: “Σύ εἶσαι ὁ Θεός τῶν ὁράσεων, ὁ ὁποῖος κατέρχεσαι γιά νά φανερωθῆς ἀληθινά σ᾽ αὐτούς πού σέ λατρεύουν”. Τοῦτο δέ τό προσέθεσε λέγοντας: “Εἶδα ὅραμα ἀφότου ἐπέβλεψες σ᾽ ἐμένα· διότι προηγουμένως τῆς φανερώθηκε ἄγγελος σιωπηλά γιά νά μή φοβηθῆ· ἐνῶ ὅπου μίλησε μ᾽ αὐτή, (αὐτή) εἶδε ὅραμα, δηλ. (τῆς φανερώθηκε) ὁ Θεός μέ μορφή ἀγγέλου. Γι᾽ αὐτό τό λόγο ὀνόμασε τό φρέαρ, φρέαρ τοῦ Ὁρῶντος, ὁ ὁποῖος δηλ. “ἐπέβλεψε ἐπ᾽ ἐμέ”.

5) Εἰσῆλθε, λοιπόν, ἡ ῎Αγαρ καί ζήτησε (ἄδεια) ἀπ᾽ τήν κυρία της, καί ἀφοῦ διηγήθηκε καί στούς δύο τήν ὅρασι πού εἶδε καί τί εἶπε ὁ ἄγγελος γιά τόν υἱό της, ὅτι δηλ. αὐτός θά κατοικήση στά σύνορα τῶν ἀδελφῶν του, μέ τήν ἀγγελία (αὐτή) πού ἔφερε στή Σάρα ἀφανίσθηκε ἡ θλῖψι πού εἶχε κυριεύσει τή Σάρα. “Γέννησε δέ ἡ ῎Αγαρ, καί ὁ ᾽Αβραάμ κάλεσε τό ὄνομα τοῦ υἱοῦ του ᾽Ισμαήλ”(Γεν 16, 15), ὅπως εἶχε μάθει ἀπ᾽ τήν ῎Αγαρ.

Τμῆμα ΙΔ´

1) “Ἀφοῦ δέ (ὁ ᾽Αβραάμ) ἔγινε ἐνενῆντα ἐννέα ἐτῶν, τοῦ φανερώθηκε ὁ Κύριος καί τοῦ εἶπε: Νά εἶσαι ἄψογος στή συνθήκη, πού θά συνάψω μαζί σου, καί θά σέ πληθύνω, καί θά σοῦ δώσω λαούς, δηλ. φυλές”(Γεν 17, 1-4). ᾽Αλλά τοῦτο ἐκπληρώθηκε ἐπιπλέον περί τῶν υἱῶν του ᾽Ησαῦ καί τῶν υἱῶν τῆς Χεττούρα καί τοῦ ᾽Ισμαήλ, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν λαοί. Καί ἀπό ἐσένα θά ἐξέλθουν βασιλιάδες, ἀπ᾽ τόν οἶκο τοῦ ᾽Ιοῦδα καί τοῦ ᾽Εφραίμ καί τῶν ᾽Εδωμαίων. Διότι αὐτή εἶναι ἡ διαθήκη μου, νά περιτέμνης κάθε ἀρσενικό, “τή σάρκα τῆς ἀκροβυστίας σας”(Γεν 17, 10).

2) “Καί εἶπε ὁ Θεός στόν ᾽Αβραάμ: Θά σοῦ δώσω υἱό ἀπ᾽ τή Σάρα καί θά τόν εὐλογήσω καί θά γίνη (πολλαπλασιασθῆ) σέ ἔθνη. Κι ἔπεσε (ὁ ᾽Αβραάμ) μέ τό πρόσωπο στό ἔδαφος καί γέλασε καί εἶπε μέ τήν καρδιά του: Μήπως ἀπό ἑκατονταετῆ θά γεννηθῆ υἱός, ἤ ἡ ἐννενηκονταετής Σάρα θά γεννήση; Καί εἶπε: Εἴθε ὁ ᾽Ισμαήλ νά ζήση ἐνώπιόν σου”(Γεν 17, 15-18).

῞Ομως, κάθε ἄλλο παρά ἀπό ἀμφιβολία γέλασε, ἀλλά οἱ λόγοι του δείχνουν τήν ἀγάπη του πρός τόν ᾽Ισμαήλ. Διότι, ὅταν ἐπί εἴκοσι πέντε ἔτη (ὁ Θεός) τόν εἶχε κρατήσει μετέωρο μ᾽ αὐτή τήν ἐλπίδα, ἐκεῖνος φανέρωσε τήν πίστι του σ᾽ αὐτά, μέ ὅλα ὅσα τοῦ συνέβησαν·
ὁσάκις δηλ. πάλευε κατά τῆς στειρότητος φανέρωνε τό θρίαμβο τῆς πίστεώς του· ὅταν δέ στή στειρότητα προστέθηκε καί τό γῆρας, γέλασε μέσα ἀπ᾽ τήν καρδιά του, δηλ. θαύμασε πῶς ὁ Κύριός του θά τοῦ ἐκπληρώση αὐτά τά δύο. Γι᾽ αὐτά τοῦ εἶπε (ὁ Θεός): “εἶναι ἀλήθεια, ἡ σύζυγός σου ἡ Σάρα θά σοῦ γεννήση υἱό, οὔτε δοκιμάζοντάς σε διερευνῶ, ἐάν δηλ. ἐξακολουθῆς νά πιστεύης ἀκόμα σ᾽ αὐτό πού δέν σοῦ πραγματοποίησα (ἀλλ᾽ ἁπλῶς σοῦ ὑποσχέθηκα), καί γιά τόν ᾽Ισμαήλ σέ εἰσάκουσα. ᾽Ιδού θά τόν εὐλογήσω καί θά τόν πληθύνω”(Γεν 17, 19-20).

3) ῎Αν, ὅμως, εἶχε (ὁ ᾽Αβραάμ) κάποια ἀμφιβολία, ὁ Θεός κάθε ἄλλο παρά θά τοῦ εἶχε ὁρκισθῆ διά τῆς ἀληθείας Του, οὔτε γιά τόν ᾽Ισμαήλ θά τόν εἶχε εἰσακούσει καί οὔτε θά τοῦ εἶχε ἀναγγείλη ὅτι κατά τό ἑπόμενο ἔτος θά γεννήση υἱό, (ἀντίθετα) θά τόν εἶχε ἐπιπλήξη κι ἐπιτιμήση. ῞Ο,τι δέ εἶπε γιά τόν ᾽Ισμαήλ ὅτι θά γεννήση δώδεκα μεγιστάνες, ἀντί τοῦ ὑπολογισμοῦ ὅτι ἔγινε (ὁ ᾽Ισμαήλ) εἰς δώδεκα στίφη, ὅπως ὁ ᾽Ιακώβ, ὁ ὁποῖος ἔγινε σέ δώδεκα φυλές. Αὐτή, λοιπόν, τήν ἡμέρα ὁ ᾽Αβραάμ περιέτμησε τόν ἑαυτό του καί τόν ᾽Ισμαήλ, τόν υἱό του καί ὅλη τήν οἰκογένειά του (Γεν 17, 23). ᾽Επειδή, λοιπόν, ὁ Δωρητής (Θεός) εἶχε αὐτοδεσμευθῆ, τήν ἑπόμενη χρονιά, συλλογιζόταν (ὁ ᾽Αβραάμ) προσφέροντας δῶρο (στό Θεό): ῞Οταν ἡ κλειστή μήτρα τῆς Σάρας εὐλογηθῆ καί ἀνοιχθῆ, αὐτό θά γίνη μέ ἀποκάλυψι (ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ), ἤ χωρίς ἀποκάλυψι; “Κι ἐνῶ αὐτός συλλογιζόταν αὐτά, ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος στόν ᾽Αβραάμ, πού καθόταν κοντά στήν εἴσοδο τῆς σκηνῆς του κατά τή διάρκεια τοῦ καύσωνος τῆς ἡμέρας”(Γεν 18, 1).

᾽Ενῶ, ὅμως, ἤθελε νά γεμίση τά μάτια τῆς ψυχῆς του μ᾽ (αὐτή) τήν ἀποκάλυψι, ὁ Θεός ἐξαφανίσθηκε ἀπό μπροστά του.

4) Κι ἐνῶ συλλογιζόταν ὁ ᾽Αβραάμ γιά ποιό σκοπό τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ (ὁ Κύριος) κι ἐξαφανίσθηκε χωρίς νά τοῦ μιλήση τοῦ ἴδιου (τοῦ ᾽Αβραάμ), εἶδε τρεῖς ἄνδρες νά στέκωνται κοντά του: ἄφησε τό διαλογισμό του καί προσέτρεξε νά τούς προϋπαντήση ἀπ᾽ τήν εἴσοδο τῆς σκηνῆς.

Τμῆμα ΙΕ´

1) ῞Οταν δέ (ὁ ᾽Αβραάμ) κατευθυνόταν ἀπ᾽ τή σκηνή πρός ἐκείνους, γιά νά τούς ὑποδεχθῆ ὡς φιλοξενουμένους μέ ἀγάπη, ἔτρεχε γρήγορα. ᾽Επειδή μέ τήν ταχύτητα πού ἔτρεξε πρός προϋπάντησι τῶν ξένων, δοκιμάσθηκε ἡ ἀγάπη του πρός αὐτούς, ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος τήν ἴδια ὥρα τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ κοντά στήν εἴσοδο τῆς σκηνῆς, τοῦ φανερώθηκε καθαρά στό πρόσωπο ἑνός ἀπ᾽ τούς τρεῖς (ἄνδρες). “῎Επεσε, λοιπόν, ὁ ᾽Αβραάμ καί προσκύνησε”(Γεν 18, 2), ζητῶντας ἀπό ᾽Εκεῖνον, μέσα στόν ὁποῖο κατοικεῖ ἡ μεγαλειότητα, νά καταδεχθῆ νά μπῆ στήν κατοικία του καί νά εὐλογήση τή σκηνή του. ῎Αν βρῆκα χάρι στούς ὀφθαλμούς σου, μήν προσπεράσης τό δοῦλο σου. Καί δέν τοῦ ἔφερε δυσκολίες (ὁ Κύριος), διότι (τοῦ) εἶπε: “῎Ετσι νά κάνης, ὅπως εἶπες. ῎Εσπευσε δέ ὁ ᾽Αβραάμ στή Σάρα, γιά νά κάνη (αὐτή) τρία μέτρα σεμιδάλεως (ψωμιά). Ὁ ἴδιος ἔτρεξε πρός τήν ἀγέλη γιά νά φέρη ἕνα τρυφερό μοσχαράκι”(Γεν 18, 6-7).

2) Προσέφερε ὁ ᾽Αβραάμ ἄρτο καί κρέας ἄφθονα, κάθε ἄλλο βέβαια παρά γιά νά κάνη τούς ἀγγέλους νά χορτάσουν, ἀλλά γιά νά διανείμη τήν εὐλογία σέ ὅλους τούς οἰκιακούς του. ᾽Αφοῦ δέ νίφθηκαν (οἱ ξένοι) καί κάθησαν κάτω ἀπ᾽ τό δένδρο, ὁ ᾽Αβραάμ τούς προσέφερε ὅ,τι εἶχε προετοιμάσει. Ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν τόλμησε νά ἀνακλιθῆ μαζί τους, ἀλλά στεκόταν δίπλα τους σάν ὑπηρέτης. ᾽Αφοῦ ἔφαγαν, ζήτησαν τή Σάρα. ᾽Εκείνη, ὅμως, ἡ ὁποία ἀκόμα καί στά γηρατειά της τηροῦσε σεμνότητα, ἀπ᾽ τόν ἐσωτερικό θάλαμο βγῆκε πρός τή θύρα. ᾽Απ᾽ τήν ταχύτητα δέ τοῦ ᾽Αβραάμ, καί ἀπ᾽ τή σιωπή πού μέ νεῦμα του πέτυχε ἀπ᾽ ὅλους καταλάβαν οἱ οἰκιακοί του ὅτι δέν ἦταν ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού (ἔγιναν) σάν ἄνθρωποι πρός χάριν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καί οἱ ὁποῖοι πρότειναν τά πόδια τους πρός νίψι.

3) Εἶπε δέ ὁ Κύριος στή Σάρα: “Αὐτό τό χρόνο θά ἐπιστρέψω σ᾽ ἐσένα. Καί ἡ Σάρα θά ἔχη υἱό. Ἡ Σάρα, ὅμως, ἐνῶ ἀκόμη στεκόταν ὁ ᾽Αβραάμ πίσω της γιά νά τή στηρίξη, γέλασε μέ τήν καρδιά της καί εἶπε: “Μήπως ἀφοῦ ἔφθασα στά γηρατειά θά μοῦ ἔλθη ἡ νεανικότητα, καί (ἀφοῦ) ὁ κύριός μου γέρασε;”(Γεν 18, 12).

Σ᾽ ἐκείνη δέ, πού ἄν εἶχε ζητήση θά τῆς εἶχε δοθῆ σημεῖο —πρῶτον ἐπειδή ἦταν στεῖρα γυναῖκα καί γριά, δεύτερον ἐπειδή δέν ἔγινε κάτι, οὕτως ὥστε βλέποντάς το ἤ ἀκούοντάς το νά πιστεύη— σ᾽ ἐκείνη, λοιπόν, ἡ ὁποία δέν ζήτησε σημεῖο, δόθηκε σημεῖο ἀπ᾽ αὐτή τήν ἴδια καί σ᾽ αὐτή τήν ἴδια.

Καί εἶπε: “Γιατί γέλασε ἡ Σάρα, λέγοντας: ἄραγε ἐγώ ἡ ὁποία γέρασα θά γεννήσω;”

Ἡ Σάρα δέ, ἡ ὁποία ὄφειλε νά δεχθῆ τό σημεῖο πού τῆς δόθηκε μέσα της ἔσπευσε ψευδῶς νά ἑρμηνεύση ὡς ψευδές τό ἀληθές σημεῖο, πού τῆς δόθηκε. Καί μολονότι δέ αὐτή ἀπό φόβο ἀρνήθηκε, ὁ ἄγγελος —γιά νά δηλώση ὅτι αὐτός δέν θεωρῆ πρόφασι τό ψεῦδος— τῆς εἶπε: “᾽Αλλά γέλασες μέσα στήν καρδιά σου, καί ἰδού ἀκόμα καί ἡ καρδιά σου διαψεύδει τή ματαιολογία τῆς γλώσσας σου”.

Τμῆμα ΙΣΤ´

1. Ἀφοῦ ὑποσχέθηκαν στή Σάρα καρπό, “σηκώθηκαν καί προσανατολίσθηκαν πρός τά Σόδομα”(Γεν 18, 16), καί παρόλο πού δέν φανερώθηκε στή Σάρα ἡ ἀναχώρησί τουςς γιά τά Σόδομα, ἀπό φόβου μήπως τήν ἴδια ἡμέρα πού τήν χαροποίησαν μέ τήν ὑπόσχεσι γιά τό μέλλοντα υἱό της, ἀπό θλῖψι κατατρύχεται ἐξαιτίας τοῦ ἀδελφοῦ της, λόγῳ τῆς ἀποφάσεως ὀργῆς πού πάρθηκε κατά τῶν Σοδόμων καί τῶν συμμάχων τους.

᾽Απέκρυψαν, λοιπόν, ἀπ᾽ τή Σάρα, γιά νά μήν περιπέση σέ ἀτέρμονη θλῖψι, φανέρωσαν δέ στόν ᾽Αβραάμ, γιά νά μή σταματήση νά προσεύχεται καί γιά νά διακηρύττη στόν κόσμο, ὅτι ἀπ᾽ αὐτή τήν ἴδια (πολιτεία) τῶν Σοδόμων, δέν βρέθηκε κανένας δίκαιος, πού γιά χάρι τοῦ ὁποίου νά σωθῆ ἡ πολιτεία.

“Ἡ κραυγή”, λέει, “τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας πληθύνθηκε καί οἱ ἁμαρτίες τους ἐπιδεινώθηκαν στό ἔπακρον”(Γεν 18, 20).

Ἡ ἐν λόγῳ κραυγή ἐκτίθεται μέ τίς παρακάτω ἀναφερόμενες ἁμαρτίες. Κι αὐτό τό “Κατέβηκα γιά νά δῶ τί ἀπ᾽ τά δύο (συμβαίνει), ἐκτέλεσαν ναί ἤ ὄχι μέ πράξεις αὐτά πού λέει ἡ κραυγή πού ἔφθασε στ᾽ αὐτιά μου;”. ᾽Εάν, ὅμως, γνωρίζω, —δέν λέχθηκε σάν νά ἀγνοοῦσε (ὁ Θεός)—, ὅτι ἐκεῖνοι ἁμάρτησαν· τό εἶπε αὐτός, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶπε ὅτι τά ἁμαρτήματα ἐπιδεινώθηκαν στό ἔπακρο. Τά λόγια δέ αὐτά προσφέρουν παράδειγμα στούς δικαστές, γιά νά μήν κρίνουν βέβαια προτοῦ ἀκούσουν. Διότι καί ἄν ἐκεῖνος, πού γνωρίζει τά πάντα, παραιτήθηκε ἀπ᾽ τή γνῶσι του, γιά νά μή λάβη ἐκδίκησι πρό τῆς κρίσεως, πόσο μᾶλλον ἁρμόζει οἱ δικαστές, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν νά παραιτοῦνται ἀπ᾽ τήν ἄγνοιά τους, καί νά μήν ἐκφέρουν κρίσι, προτοῦ ἀκουσθῆ ἡ αἰτία.

2. Ἀναχώρησαν δέ οἱ δύο ἄγγελοι πρός Σόδομα κατευθυνόμενοι πρός τίς πύλες τῆς πόλεως “ὅπου καθόταν ὁ Λώτ”, γιά νά ὑποδέχεται τούς ξένους του καθώς εἰσέρχονταν ἐκεῖ. “Σηκώθηκε δέ ὁ Λώτ καί ἔσπευσε νά τούς προϋπαντήση”, γιά νά τούς φιλοξενήση. ᾽Ενῶ, ὅμως, τούς πλησίαζε, τοῦ φάνηκε σέ δύο μορφές ἡ ὅρασι, πού εἶχε δεῖ ὁ ᾽Αβραάμ σέ τρεῖς μορφές: “Καί προσκύνησε”, λέει, “γέρνωντας μέχρι τό ἔδαφος ὁ Λώτ”(Γεν 19, 1).

᾽Αλλά φάνηκε καί στούς ἴδιους τούς Σοδομῖτες, διότι εἰπώθηκε: “Κατέβηκα γιά νά δῶ”, μέ λαμπρή μορφή φάνηκαν οἱ ἄγγελοι. Διότι τό “Κατέβηκα γιά νά δῶ”, εἶναι τό ἑξῆς, Κατέβηκα γιά νά τούς δοκιμάσω. Διότι, ἄν μετά ἀπ᾽ αὐτή τήν ὅρασι, τήν ὁποία εἶδαν δέν ἦταν (σάν λυσσῶντες), ἀκόμη κι ἄν δέν θά εἶχε ὑπάρξει ἄφεσι τῶν προηγουμένων παραπτωμάτων τους, ὅμως οὔτε ἐπιπλέον θά εἶχαν εἰσπράξει τή δικαστική ἀπόφασι, πού ἔλαβαν.

3. Ὁ Λώτ, λοιπόν, τούς εἰσήγαγε βιαστικά, πρίν συγκεντρωθοῦν οἱ Σοδομῖτες καί τούς ἐνοχλήσουν· καί οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι καθυστέρησαν μέ τό πρόσχημα νά ἔλθουν νά τούς ἐξετάσουν οἱ Σοδομῖτες. Διότι οἱ ἄγγελοι ἐκούσια δέχθηκαν (τή φιλοξενία) τοῦ ᾽Αβραάμ, τόν ὁποῖο δέν τόν ἔκριναν βέβαια, διότι αὐτοί εἶχαν κατεβεῖ, γιά νά τοῦ προσφέρουν ἀνταμοιβή, διότι τόν ἐπιδοκίμασαν. Σχετικά, ὅμως, μέ τούς Σοδομῖτες, ἐπειδή οἱ ἄγγελοι εἶχαν κατεβεῖ πρός κρίσι τῶν Σοδομιτῶν, λένε στόν Λώτ, ὁ ὁποῖος τούς καλοῦσε νά εἰσέλθουν (στό σπίτι του), “Μέ κανένα τρόπο, ἀλλά θά διανυκτερεύσουμε ἐδῶ στήν ἀγορά”.

4. Ἐπειδή δέ ἐκεῖνος τούς καλοῦσε μέ ὑπερβολική ἐπιμονή, εἰσῆλθαν... καί ἔφαγαν.

᾽Αφετέρου, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν κοιμοῦνταν ἀκόμη, περικύκλωσαν οἱ Σοδομῖτες τήν οἰκία, λέγοντας στό Λώτ, “Βγάλε τους ἔξω γιά χατίρι δικό μας, τούς ἄνδρες πού μπῆκαν σπίτι σου τή νύκτα, γιά νά συνουσιασθοῦμε μαζί τους”(Γεν 19, 3-5).

Νά παρατηρήσης δέ, ὅτι ἐκεῖνοι (οἱ ἄγγελοι) κατά τή νύκτα, ἡ ὁποία καί τούς ἀπέκρυπτε τήν ὄψι, μπῆκαν, κι ὄχι μέ τό φῶς (τῆς ἡμέρας), τό ὁποῖο θά εἶχε φανερώσει τήν ὡραιότητά τους, ἀλλά εἶχαν ἁπλώσει κάτι σάν παραπέτασμα πάνω στό πρόσωπό τους, καθώς τό σκότος περιέβαλλε τήν ὄψι τους.

῎Αν καί οἱ ἴδιοι τή νύκτα εἰσῆλθαν, γιά νά γίνη ἐλαφρότερη ἡ δοκιμασία στό δοκιμαζόμενο λόγῳ τῆς ἀορασίας τους, ὅμως οἱ Σοδομῖτες καμμία βοήθεια δέν πῆραν ἀπ᾽ αὐτό (τό γεγονός), ἐπειδή ἦταν ἕτοιμοι πρός ἀδικία καί κατά τήν ἡμέρα καί κατά τή νύκτα ἀκόμη.

5. Ἀφοῦ δέ ὁ Λώτ παρακάλεσε τούς Σοδομῖτες καί αὐτοί δέν συμφώνησαν, καί (ἀφοῦ) τούς ὑποσχέθηκε τίς δύο θυγατέρες του καί οὔτε αὐτό τό δέχθηκαν, ἀλλ᾽ ἀπείλησαν, “ὅτι θά πλήξουν μᾶλλον αὐτόν (τό Λώτ) παρά ἐκείνους (τούς ἀγγέλους), καί ἐνῶ ἤδη κόντευε ἡ στιγμή, γιά νά θραύσουν ἀκόμη καί τίς θύρες (του), τότε οἱ ἄνδρες εἰσήγαγαν τό Λώτ κοντά τους καί οἱ Σοδομῖτες, οἱ ὁποῖοι ἦταν μπροστά στή θύρα, ἐπλήγησαν μέ παραισθήσεις”. Δέν διορθώθηκαν, ὅμως, μ᾽ αὐτό (πού ἔπαθαν), καί μετά ἀπ᾽ αὐτό προσπαθοῦσαν νά βροῦν τίς θύρες.

“Εἶπαν δέ οἱ ἄνδρες στό Λώτ, Τούς γαμπρούς σου καί τούς υἱούς σου καί τίς θυγατέρες σου καί ὅ,τι ἔχεις βγάλε τους ἔξω ἀπ᾽ αὐτό τόν τόπο, ἐπειδή θά τόν καταστρέψουμε”(Γεν 19, 12-13). ᾽Ονομάζει δέ τούς γαμπρούς του υἱούς, διότι (ὡς) υἱούς σχεδίαζε νά τούς εἰσαγάγη πρός τίς θυγατέρες του.

6. Βγῆκε δέ ὁ Λώτ καί μίλησε στούς γαμπρούς του, καί, ἐνόσῳ ἦταν συγκεντρωμένοι οἱ Σοδομῖτες, δέν τόν εἶδαν οὔτε ὅταν ἐξερχέτον, οὔτε ὅταν, ἐπιστρέφοντας, εἰσερχόταν. ᾽Επειδή οἱ ἴδιοι οἱ γαμπροί τόν περιέπαιξαν, ἐπέστρεψε (ὁ Λώτ). “῎Επιασαν δέ οἱ ἄνδρες (ἄγγελοι) τό χέρι του καί τό χέρι τῆς συζύγου του καί τῶν δύο θυγατέρων του καί τούς ἔβγαλαν ἔξω· οὔτε πού τούς εἶδαν οἱ Σοδομῖτες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐξέρχονταν ὁμαδικῶς ἀνάμεσά τους”(Γεν 19, 16-17).

Οἱ γυναῖκες δέ, πού δέν δοκιμάσθηκαν μέσα στά Σόδομα, δοκιμάσθηκαν μέ τό νόμο, ὁ ὁποῖος κυρώθηκε σ᾽ αὐτές, ἐνῶ ἐξέρχονταν ἀπ᾽ τά Σόδομα.

Ὁ δέ Λώτ παρακάλεσε γιά τή σωτηρία τῆς (πόλεως) Σαάρ (Segor), γιά νά μπορέση νά εἰσέλθη ὁ Λώτ ἐκεῖ, διότι ἦταν πλησιέστατη. Καί τοῦ εἰπώθηκε, “᾽Ιδού, σοῦ δείχνω σεβασμό καί μ᾽ αὐτό τό λόγο, γιά νά μήν καταστραφῆ ἡ πόλι Σαάρ (Segor)”(Γεν 19, 21-22), ἡ ὁποία σοῦ παραχωρήθηκε γιά τό ὄνειδος (saara) τῶν θυγατέρων σου.

7. Ἀφοῦ δέ πρῶτα εἰσῆλθε ὁ Λώτ στήν (πόλι) Σαάρ, ἔβρεξε ὁ Κύριος πάνω στά Σόδομα θειάφι καί φωτιά ἐκ προσώπου τοῦ Κυρίου ἀπ᾽ τόν Οὐρανό, δηλ. ὁ ἄγγελος στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου εἶχε φανῆ ὁ Κύριος ἔκανε νά κατεβῆ ἐξ ἐνώπιον Κυρίου τοῦ ἐν οὐρανῷ κατά τῶν Σοδόμων θειάφι καί φωτιά. ῞Ομως ἡ σύζυγος τοῦ Λώτ περιφρόνησε τήν ἐντολή, πού σέ διάστημα ὥρας τῆς εἶχε δοθῆ γιά δοκιμασία, κι “ἔγινε στήλη ἅλατος” καί μέ τό πού ἔμεινε ἐκεῖ διπλασίασε τή δοκιμασία τοῦ Λώτ καί τῶν θυγατέρων του. ᾽Επιπλέον δέ ἀναδείχθηκαν νικητές μέ τό νά μήν παραβιάσουν τήν ἐντολή τοῦ ἀγγέλου.

8. Ἐπειδή, ὅμως, οἱ κόρες φοβοῦνταν νά κατοικήσουν πόλι πού ἐρημώθηκε στά ὀρεινά κι ἐπειδή νόμιζαν ὅτι ὅλη ἡ δημιουργία καταστράφηκε μέ πύρινο κατακλυσμό, ὅπως μέ ὑδάτινο κατακλυσμό ἡ γενεά τῶν Νοαχιτῶν, εἶπε ἡ μεγαλύτερη κόρη στή μικρότερη, “᾽Ιδού ὁ πατέρας μας γέρασε, καί δέν ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἄνδρας, γιά νά κοιμηθῆ μαζί μας. ῎Ας προσφέρουμε στόν πατέρα μας ὡς ποτό οἶνο καί ἄς κάνουμε νά προέλθουν ἀπ᾽ τόν πατέρα μας ἀπόγονοι”(Γεν 19, 31-32), καί θά προέλθη ἀπό ἐμᾶς ἕνας τρίτος κόσμος, ὅπως δεύτερος ἀπ᾽ τούς Νοαχίτες καί πρῶτος ἀπ᾽ τούς ᾽Αδάμ καί Εὔα. ῞Ομως, ἄν καί ἔπιναν οἶνο, ἐπειδή ὅ,τι (ἦταν) στή Σαάρ εἶχε ὑπολειφθῆ, γιά νά τό κληρονομήσουν αὐτοί, ἀλλά δέν ὑπῆρχε ἄνδρας στή Σαάρ· διότι ὅταν τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος, “῎Εστρεψα σ᾽ ἐσένα εὐμενές βλέμμα, γιά νά μήν ἀνατρέψω τήν πόλι”, τήν ἴδια στιγμή ἡ Σαάρ κατάπιε τούς κατοίκους της καί ἄφησε τίς κληρονομιές τους, γιά νά ἐξιλεώση ὑπέρ τῶν καταποθέντων ἀπ᾽ αὐτή κατοίκων της τό δίκαιο (Θεό), τόν ὁποῖο τά ἔργα τους εἶχαν ἐξοργίσει· καί γιά νά παρηγορῆ μέ τά ὑπολειφθέντα ὑπάρχοντά της, τό δίκαιο Λώτ, πού εἶχε χάσει ὅλα τά ὑπάρχοντά του στά Σόδομα.

9. Οἱ κόρες δέ προφασίσθηκαν (τά ἑξῆς): Φοβόμαστε νά κοιμηθοῦμε λόγῳ τῶν ἐφιαλτικῶν ὀνείρων. Διότι ἔρχεται (στόν ὕπνο μας) ἡ μητέρα μας σάν στήλη ἅλατος καί στέκεται μπροστά μας. Καί Σοδομῖτες βλέπουμε νά καίγωνται. ᾽Ακοῦμε τή φωνή τῶν γυναικῶν πού κραυγάζουν περιτριγυρισμένες ἀπ᾽ τό πῦρ, καί μᾶς ἐμφανίζονται παιδιά καταφαγομένα ἀπ᾽ τό πῦρ. Νά μήν κοιμᾶσαι, λοιπόν, γιά νά ἔχουν ἡσυχία οἱ θυγατέρες σου· καί μέ τόν εὑρεθέντα οἶκο ἄς φωτίζεται ἡ νύκτα ἡ ὁποία (ἔτσι) ἄς προστατεύεται ἀπ᾽ τόν τρόμο. ᾽Αφοῦ δέ οἱ θυγατέρες εἶδαν ὅτι ἀπ᾽ τό κρασί ὁ πατέρας τους ἔχασε τίς αἰσθήσεις του, καί ὅτι τά μέλη του τά διεπέρασε βαθύς ὕπνος, εἰσῆλθε ἡ μεγαλύτερη καί ὑπέκλεψε σπέρμα ἀπ᾽ τόν σπορέα, ἐνῶ αὐτός κοιμόταν, καί γι᾽ αὐτό δέν τό ἀντιλήφθηκε.

Ἡ μεγαλύτερη δέ θυγατέρα του, ἐπινοοῦσα ὅτι αὐτό ἔγινε τήν προηγούμενη ἡμέρα, εἰσήγαγε τήν ἀδελφή της, γιά νά γίνη κι ἐκείνη πρός καιρό νύμφη, καί γιά νά μείνη χήρα γιά πάντα.

10. “Ἀφοῦ συγκατατέθηκε δέ ἡ νεώτερη, κοιμήθηκε κι ἐκείνη καί μετά ἀπομακρύνθηκε καί δέν τήν ἀντιλήφθηκε ὁ Λώτ”(Γεν 19, 35).

Τότε, ἀφοῦ δηλ. ἔγινε γνωστή ἡ σύλληψι στά σπλάχνα τους, ἡ νεώτερη κατηγοροῦσε βαρειά τή μεγαλύτερη λέγοντας: “Καλύτερο θά ἦταν γιά ἐμᾶς νά ἤμαστε στεῖρες παρά ἐξαιτίας τῆς ἀνηθικότητός μας ἐπονείδιστες, κι ἄς ἐξακολουθούσαμε νά μένουμε μαζί μέ τόν πατέρα μας χωρίς ὑιούς, παρά νά εἶναι ὁ πατέρας μας μόνος χωρίς θυγατέρες. Γιατί ποιά συγγνώμη ἄραγε θά ζητήσουμε ἀπ᾽ αὐτόν, τήν ὥρα πού θά μᾶς κρίνη, καί τί ἀπάντησι νά δώσουμε τήν ὥρα πού θά μᾶς φονεύη;”.

Θά πῆ ὁ πατέρας μας: “Ποιός ἄραγε γνώρισε ἐδῶ πάνω στό βουνό τίς θυγατέρες, γιά τίς ὁποῖες εἶπα (ὅταν ἤμαστε) στά Σόδομα ὅτι δέν γνώρισαν ἄνδρα; Μήπως θά δικαιολογηθοῦμε ὅτι συλλάβαμε μέ τόν ἀέρα; Κι ὅταν ἤδη ὁ καιρός τοῦ τοκετοῦ μας πλησιάζη, τί θά πράξουμε;”.

11. Κι ἐνῶ αὐτές ἔκαναν τέτοιες σκέψεις ἀμηχανίας, τίς κάλεσε ὁ πατέρας τους καί εἶπε: “Συχνά μοῦ συμβαίνει ἀφότου κρυφοπαρατηρῶ τίς κοιλιές σας καί ἀπό ἡμέρα σέ ἡμέρα μοῦ ἑδραιώνετε τήν ἐναντίον σας ἄποψι γιά μοιχεία. Πέστε μου, λοιπόν, ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ σύλληψι στήν κοιλιά σας καί πότε καί ποῦ καί ἀπό ποιόν παρασυρθήκατε;

᾽Απάντησε ἡ μεγαλύτερη καί ἄρχισε νά λέη στόν πατέρα, “Οἱ μνηστῆρες μας ἀπείλησαν τή μητέρα μας νά σοῦ ἀποκρύψη τό ζήτημα καί νά μᾶς ἐπιδείξη σ᾽ ἐκείνους. Γιατί, ἄν ἡ φύσι μᾶς εἶχε κάνει συζύγους ἐκείνων, ἡ δική σου ἔλλειψι μᾶς ἔκανε ἀδελφές τῶν τέκνων μας σ᾽ αὐτούς.

᾽Εκεῖνοι δέ, ἀφοῦ σάν ἀδελφοί εἰσῆλθαν πρός ἐμᾶς, ἐπειδή γιά κάποια αἰτία ἡ μητέρα μας ἀναγκάσθηκε νά ἐξέλθη, σηκώθηκαν ἐναντίον μας καί μᾶς βίασαν σάν τύραννοι. ᾽Αμέσως δέ μόλις ἐπέστρεψε ἡ μητέρα μας καί μᾶς εἶδε, ἐκεῖνος, μαζί μέ τή μοιχεία τῶν ἀσελγῶν, τούς ἔδιωξε ἀμέσως ἀπ᾽ τό σπίτι. Ἡ δέ καρδιά μας ἐπαρηγορεῖτο λέγοντας: ῾ἐπειδή εἶναι μνηστῆρες σας καί ὄχι πόρνοι τό σπέρμα εἶναι δικῶν σας σπορέων, ὁ γόνος πού δεχθήκατε καί ἐπειδή μέ βία τό πάθατε᾽”.

12. Δέχθηκε δέ ὁ πατέρας τά ἐπιχειρήματά τους, γιατί αὐτά πού ἀνέφεραν (οἱ κόρες) ἦταν ἐλάχιστα (μπροστά στά ἔργα) τῶν Σοδομιτῶν· (διότι) αὐτοί καί μεταξύ τους καί πρός τούς ἀνωτέρους φύλακες (δηλ. τούς ἀγγέλους) ἐπιτέθηκαν· δέν ἦταν τόσο βαρύ, (τό) ἐάν σ᾽ ἐκεῖνες πού ἦταν μνηστές τους, πρίν τόν καιρό (τοῦ γάμου) βιαίως εἰσέβαλαν καί τίς διέφθειραν.

13. Γέννησε δέ ἡ μεγαλύτερη υἱό καί τόν ὀνόμασε Μωάβ· καί (μέ τόν πολλαπλασιασμό τῶν ἀπογόνων του) ἀνεδείχθη σέ λαό, γιά τό λόγο ὅτι ὑπῆρξε υἱός τοῦ Λώτ· “γέννησε καί ἡ μικρότερη υἱό καί τόν ὀνόμασε Υἱό τοῦ λαοῦ μου”(Γεν 19, 37-38) δηλ. γενεά τοῦ πατέρα μου, ἐπειδή προέρχεται ἀπ᾽ αὐτόν. ᾽Επειδή, ὅμως, καί οἱ δύο δόθηκαν στούς δύο διαφθορεῖς, οἱ δύο υἱοί τους ἀναδείχθηκαν σέ δύο λαούς· ἐπειδή, ὅμως, προσφέρθηκαν οἱ δύο (θυγατέρες) ἀντί τῶν ἀγγέλων (Γεν 19, 8) και στίς δύο συγχωρέθηκαν τά ἁμαρτήματά τους. Οἱ θυγατέρες, ὅμως, δέν συνευρέθηκαν πλέον μέ τόν Λώτ, ἐπειδή ἦταν πατέρας τους· οὔτε μέ ἄλλους συνευρέθηκαν, γιά τό λόγο ὅτι ὁ σύζυγος τῆς νεότητός τους ἦταν ἐν ζωῇ· ἀλλά ἀπό μόνες τους ἀποφάσισαν καί ἀπεῖχαν ἀπ᾽ ὁποιονδήποτε δεσμό ἀκόμη κι εὐπρεπῆ, ἐπειδή ἕνεκα πτώσεως εἶχαν κάνει κάτι ἀνάρμοστο, ἀλλά διά τῆς ὕστερης ἐντιμότητος, ἡ προηγούμενη πτῶσι ἐξαγνίσθηκε σέ μεγάλο βαθμό.



Read more: http://www.egolpion.com/efraim_genesis_ ... z3DPYHNBJv

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

16
ΕΝΟΤΗΤΑ 15η



Τμῆμα ΙΖ´

1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά μετέβη ὁ ᾽Αβραάμ στούς Φιλισταίους κι ἐπειδή φοβόταν εἶπε γιά τή Σάρα, “᾽Αδελφή μου εἶναι. Καί ἀπέστειλε ὁ ᾽Αβιμέλεχ, βασιλιάς τῶν Γεράρων, ἀπεσταλμένους, καί πῆρε τή Σάρα”(Γεν 20, 2). Κι ἐπειδή εἶχε δοκιμασθῆ ἀπ᾽ τό Φαραώ κυρίως ἐπειδή ἔφερε τόν ᾽Ισαάκ στή γαστέρα της, καί ἡ προσευχή τοῦ ᾽Αβραάμ πίεζε, μέχρις ὅτου (ὁ ᾽Αβιμέλεχ) ἔπεσε στήν κλίνη (ἀσθενείας), ξαφνικά ἔπεσε σέ λήθαργο ὅπως (τό λήθαργο) τοῦ ᾽Αδάμ, καί στό ὄνειρό του τοῦ εἶπε ὁ Θεός, “Θά πεθάνης ἐξαιτίας τῆς γυναικός πού ἔλαβες, διότι εἶναι σύζυγος ἀνδρός. Καί εἶπε ὁ ᾽Αβιμέλεχ, ἄραγε δίκαιο γένος φονεύεις; ᾽Ιδού, μέ τήν ἀφέλεια τῆς καρδιᾶς μου καί μέ καθαρά τά χέρια μου τό ἔκανα. Καί τοῦ εἶπε ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό δέν σέ ἄφησα νά τήν πλησιάσης, γιά νά μήν ἁμαρτήσης σ᾽ ἐμένα”(Γεν 20, 3-6).

2. Τό πρωΐ δέ σηκώθηκε ὁ ᾽Αβιμέλεχ... καί κάλεσε τόν ᾽Αβραάμ καί τόν κατηγόρησε, ἐπειδή τόν εἰσήγαγε σ᾽ αὐτό τό ἁμάρτημα. Καί τοῦ εἶπε ὁ ᾽Αβραάμ, “Πολύ φοβήθηκα καί εἶπα ὅτι εἶναι ἀδελφή μου, ἀλλ᾽ οὔτε καί στό σημεῖο αὐτό εἶπα ψέματα, γιατί εἶναι ἀδελφή μου· θυγατέρα τοῦ πατέρα μου, ὄχι, ὅμως, τῆς μητέρας μου”. Ἦταν ἀδελφή του ἀπ᾽ τόν πατέρα, ἐπειδή ἦταν κόρη τοῦ ἀδελφοῦ (τοῦ πατέρα) του· ὄχι δέ ἀπ᾽ τή μητέρα, διότι ὁ ᾽Αράν, υἱός τοῦ Τάρεχ, δέν πῆρε (ὡς σύζυγό του) τήν ἀδελφή του, ἐπειδή εἶχε λάβει ἄλλη, θυγατέρα ἀλλοεθνῶν, ἡ ὁποία ἀγάπησε τή φυλή της περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο τούς υἱούς της καί παρέμεινε στή φυλή της καί δέν θέλησε νά ἐξέλθη καί ν᾽ ἀκολουθήση τόν υἱό της Λώτ, καί τίς θυγατέρες της Σάρα καί Μελχάμ.

3. Καί εἶπε ὁ ᾽Αβιμέλεχ... στή Σάρα: “῎Εδωσα στόν ἀδελφό σου χίλια ἀργυρά (νομίσματα) καί σέ ἀποκαθιστῶ στόν ἀδελφό σου μέ δῶρα, γιατί ἔκλεισες τούς ὀφθαλμούς ὅλων ὅσοι εἶναι μαζί μου καί ἐνώπιον ὅλων μέ ἐπέπληξες”(Γεν 20, 16), γιατί ἡ Σάρα περιῆψε ὄνειδος σέ ὅλους, ὅσοι ἦταν μαζί του, μέ δημόσια ἐπιτίμησι τόν ἐπιτίμησε μπροστά σέ ὅλους τούς δικούς του. Διότι, ἀφοῦ εἶδε (ἡ Σάρα) ὅτι ὁ Θεός τῆς προσφέρει βοήθεια παρασχεθεῖσα μέ τήν καθ᾽ ὕπνον μετάνοια τοῦ βασιλέως, τοῦ εἶπε μέ ὑψωμένη τή φωνή μπροστά σέ ὅλους: “Δέν ἅρμοζε μέ μοιχεία νά παραβῶ τήν ὁδό (καθῆκον) ἔναντι τῆς συζύγου σου, οὔτε ἐπιπλέον μέ τό νά λάβω ἄλλη σύζυγο”.

Πάντως, ἄν ἡ Σάρα δέν εἶχε προσλάβει ἄλλη νεανικότητα ἐξαιτίας τοῦ γόνου πού εἶχε συλλάβει, ὁ ᾽Αβιμέλεχ δέν θά τήν εἶχε ἐπιθυμήσει στά ἐνενῆντα της. ᾽Επειδή δέ ὁ ᾽Αβραάμ προσευχήθηκε, ὁ Θεός ἀποκατέστησε τήν ὑγεία τοῦ ᾽Αβιμέλεχ καί τή σύζυγό του καί τίς θεραπαινίδες του καί γέννησαν (Γεν 20, 17). ᾽Επειδή, ἀφότου ἦλθε στό νοῦ του νά λάβη τή Σάρα (σύζυγο) καί μέχρι νά τήν ἐπιστρέψη, πόνοι τοκετοῦ κατέλαβαν τίς γυναῖκες τοῦ οἴκου του καί στριφογυρνοῦσαν, ὅμως, δέν γεννοῦσαν.

Τμῆμα ΙΗ´

1. Ἦλθε δέ ὁ καιρός καί γεννήθηκε ὁ ᾽Ισαάκ καί ἀπό γεροντικούς μαστούς ἔρρευσε γάλα. Μετά δέ τήν περιτομή του καί τόν ἀπογαλακτισμό του, εἶδε ἡ Σάρα τόν ᾽Ισμαήλ νά γελᾶ τήν ἡμέρα τοῦ μεγάλου συμποσίου (Γεν 21, 8), πού ἔκανε ὁ ᾽Αβραάμ γιά τόν ἀπογαλακτισμό τοῦ ᾽Ισαάκ. Ἡ Σάρα δέ, πού εἶδε πόσο ὁ ᾽Ισμαήλ ἔμοιαζε μέ τή μητερά του, ἐπειδή, ὅπως ἡ ἴδια εἶχε ὑποτιμηθῆ στά μάτια τῆς ῎Αγαρ, ἔτσι καί ὁ ἴδιος ὁ ᾽Ισμαήλ περιγελοῦσε τόν υἱό της τῆς Σάρας, —ἐσκέπτετο ἐάν ἐνῶ ἐγώ ἀκόμη ζῶ φέρεται ἔτσι στόν υἱό μου, ὅταν πεθάνω—, ἰδού δέν θά τόν κάνη ὁ ᾽Αβραάμ συγκληρονόμο τοῦ υἱοῦ μου; Κι ἐπιπλέον, ἴσως τοῦ δώση δύο μερίδια, διότι βέβαια αὐτός (ὁ ᾽Ισμαήλ) εἶναι μεγαλύτερος στήν ἡλικία. ᾽Από ζῆλο, λοιπόν, ἄναψε ἡ Σάρα γιά τό συμφέρον τοῦ υἱοῦ της, ἡ ὁποία δέν φθόνησε γιά δικό της συμφέρον· διότι οὔτε τήν ῎Αγαρ —τήν ὁποία ἡ ἴδια εἶχε παραχωρήσει στό σύζυγό της— φθόνησε· ἐπειδή, ὅμως, ὑπῆρχε ἡ ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ καί νόμισε ὅτι ὁ υἱός τῆς παλλακίδος θά εἶναι συγκληρονόμος τῆς ἐλεύθερης, εἶπε ἡ Σάρα: “Διῶξε τή θεραπαινίδα καί τόν υἱό της”(Γεν 21, 10), γιατί δέν εἶναι δίκαιο νά κληρονομῆ ὁ υἱός τῆς θεραπαινίδος μαζί μέ τόν υἱό τῆς ἐπαγγελίας, στόν ὁποῖο δηλ. δόθηκε ἡ ὑπόσχεσι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Διότι δέν ἁρμόζει νά εἶσαι ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ καί νά καθιστᾶς κληρονόμο, ἐκεῖνο πού δέν τόν κατέστησε (κληρονόμο) ὁ Θεός.

2. Ὁ δέ ᾽Αβραάμ —στόν ὁποῖο ἀσκήθηκε πίεσι νά πράξη ἔτσι, διότι γι᾽ αὐτόν τόν ἴδιο καμμία διάκρισι δέν ὑπῆρχε ἀνάμεσα στούς υἱούς του— γράφθηκε: “῞Οτι μέ μεγάλη πικρία ἔβγαλε αὐτή τήν ἀπόφασι σχετικά μέ τόν υἱό του. Καί τοῦ εἶπε ὁ Θεός· ἄκουσε τή φωνή τῆς Σάρας γιά ὅλα ὅσα τυχόν ἔχει νά σοῦ πεῖ, ἐπειδή στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ισαάκ θά κληθῆ σ᾽ ἐσένα σπέρμα, καί ἀκόμη θά κάνω τόν υἱό τῆς θεραπαινίδος ἔθνος μέγα, ἐπειδή εἶναι γόνος σου”(Γεν 21, 11-13).

3. Καί τό πρωΐ σηκώθηκε ὁ ᾽Αβραάμ κι ἔδωσε στήν ῎Αγαρ ἄρτο, ὕδωρ καί τόν υἱό καί τήν ἀπέλυσε. Καί αὐτή πῆγε καί περιπλανήθηκε μέσα στήν ἔρημο... καί ἄγγελος ἀπ᾽ τόν οὐρανό κάλεσε τήν ῎Αγαρ καί τῆς εἶπε, “Ὁ Θεός ἄκουσε τή φωνή τοῦ υἱοῦ... στερέωσε δέ τά χέρια σου πάνω του, διότι θά τόν κάνω μεγάλο ἔθνος. Καί ἄνοιξε ὁ Θεός τούς ὀφθαλμούς της καί εἶδε φρέαρ μέ νερό καί γέμισε ἀσκό κι ἔδωσε στό παιδί νά πιῆ”(Γεν 21, 17-19).

Τμῆμα ΙΘ´

“Μετά ἀπ᾽ αὐτά, εἶπε ὁ ᾽Αβιμέλεχ καί ὁ Φιχόλ, ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ στρατοῦ του πρός τόν ᾽Αβραάμ”(Γεν 21, 22)... ᾽Επειδή ἔβλεπε ὁ ᾽Αβιμέλεχ τό Θεό νά εἶναι μαζί του (μέ τόν ᾽Αβραάμ) καί νά τόν βοηθᾶ στούς πολέμους τῶν βασιλέων καί ἐπιπλέον νά τοῦ ὑπόσχεται τή γῆ Χαναάν, φοβήθηκε ὁ ᾽Αβιμέλεχ μήπως μετά τήν καταστροφή τῶν Χαναανιτῶν καταστρέψει καί τή γῆ του (τοῦ ᾽Αβιμέλεχ), ἀμέσως ζήτησε νά συνάψη μαζί του συνθήκη. Καί συνῆψαν συνθήκη, αὐτός μέ τόν ᾽Αβραάμ.

Τμῆμα Κ´

1. Ὁ Θεός δοκίμασε ἐκ νέου τόν ᾽Αβραάμ λέγοντάς του, “Πάρε τόν υἱό σου καί πορεύσου στήν περιοχή τῶν ᾽Αμορραίων καί νά τόν προσφέρης σάν ὁλοκαύτωμα πάνω στό λόφο πού θά σοῦ ὑποδείξω”(Γεν 22, 2). ῎Ας μή λένε (μερικοί), ὅτι ἐπειδή (ὁ ᾽Αβραάμ) θαμπώθηκε ἀπ᾽ τή λάμψι, ἀνέβαλε ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Τό πρωΐ σηκώθηκε ὁ ᾽Αβραάμ κι ἔκοψε ξύλα καί πῆρε δύο ὑπηρέτες του καί τόν ᾽Ισαάκ καί ἀνεχώρησε. Στή Σάρα, ὅμως, δέν τό φανέρωσε, ἐπειδή ἀκόμη δέν τοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐντολή νά τῆς τό ἀποκαλύψη· ἀλλά ἐκείνη τοῦ ζήτησε νά τόν συνοδεύση καί νά συμμετάσχη στή θυσία του, ὅπως ἦταν κοινωνός καί στήν ὑπόσχεσι γιά τή γέννησι τοῦ υἱοῦ της. Πάλι δέν τό ἀπεκάλυψε ὁ ᾽Αβραάμ, γιά νά μήν ξεσηκωθοῦν ἐναντίον τοῦ ἰδίου οἱ ὑπηρέτες του καί ξεσπάσουν σέ θρήνους μέσα στή σκηνή του καί συναθροίσουν τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς καί τοῦ ἁρπάσουν τό παιδί, εἴτε τόν ἀναγκάσουν ν᾽ ἀναβάλη τήν ἡμέρα τῆς θυσίας. Διότι, ἐάν οὔτε τούς δύο (ὑπηρέτες) πού πῆρε μαζί του τούς πῆρε πάνω στό ὄρος ἀπό φόβου, πόσο μᾶλλον φοβόταν τούς πολλούς, αὐτός πού ἀπό φόβο δέν θέλησε ν᾽ ἀποκαλύψη οὔτε στούς δύο;

2. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ἀνέβαιναν, ρώτησε ὁ ᾽Ισαάκ γιά τό θῦμα καί (ὁ ᾽Αβραάμ) προφήτευσε ἀνεβαίνοντας στό βουνό, ὅπως προφήτευσε στούς ὑπηρέτες, πού εἶχε ἀφήσει στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ. “᾽Αφοῦ δέ προσέδεσε τόν ᾽Ισαάκ, τόν ἔθεσε πάνω στό βωμό”(Γεν 22, 9) κι ἔβγαλε ἀπ᾽ τή θήκη τό ξίφος (καί τό ἔφερε) ἀπό πάνω του. Καί ἄγγελος Κυρίου τόν ἐμπόδισε· γιά νά μή νομίση ὁ ᾽Αβραάμ ὅτι ἀπό κάποια παράλειψι δέν ἔγινε δεκτή ἡ θυσία του, τοῦ εἶπε: “Τώρα μέ βεβαίωσες ὅτι φοβᾶσαι τό Θεό”. Διότι μέσῳ αὐτοῦ πού σοῦ εἶναι ὁ προσφιλέστατος πάντων, ἔγινε γνωστή ἡ ἀγάπη σου πρός τόν Κύριο τῶν πάντων. ῾Ο Ἀβραάμ, λοιπόν, διακρίθηκε γιά δύο πράγματα, γιά τό φόνο τοῦ υἱοῦ, πού, σημειωτέον, δέν τόν φονεύει (τελικά), καί γιά τήν πίστι ὅτι μετά τό θάνατό του ἐκεῖνος θ᾽ ἀναστηθῆ καί θά κατέλθη μαζί του. Διότι βέβαιο ἦταν σ᾽ αὐτόν καί ὅτι δέν ψεύδεται ᾽Εκεῖνος πού εἶχε πεῖ, “᾽Εν ᾽Ισαάκ κληθήσεταί σοι σπέρμα” (᾽Απ᾽ τόν ᾽Ισαάκ θά ὀνομασθοῦν οἱ ἀπόγονοί σου).

3. “Εἶδε δέ ὁ ᾽Αβραάμ τό κριάρι δεμένο στό δένδρο, τό ὁποῖο τό πῆρε καί τό προσέφερε σάν ὁλοκαύτωμα στή θέσι τοῦ υἱοῦ του”(Γεν 22, 13). ῞Οτι δέ δέν εἶχε ὑπάρξει ἐκεῖ (προηγουμένως) κριάρι, εἶναι μάρτυρας ὁ ᾽Ισαάκ μέ τό νά ρωτᾶ περί ἀμνοῦ· τό ὅτι δέ οὔτε καί δένδρο (προηγουμένως) ὑπῆρξε ἐκεῖ, βεβαιώνεται ἀσφαλῶς ἀπ᾽ τά ξύλα πάνω στούς ὤμους τοῦ ᾽Ισαάκ. Τό ὄρος βλάστησε δένδρο καί τό δένδρο κριάρι· γιά νά εἰκονίζεται μέ τόν Κριό, πού κρεμόταν ἀπ᾽ τό δένδρο κι ἔγινε πρός θυσία ἀντί τοῦ υἱοῦ τοῦ ᾽Αβραάμ, ἡ ἡμέρα ᾽Εκείνου, ὁ ὁποῖος —ὅπως ὁ κριός— κρεμάσθηκε ἀπ᾽ τό ξύλο, καί ἐπρόκειτο νά γευθῆ θάνατο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Καί τοῦ εἶπε γιά δεύτερη φορά (ὁ ἄγγελος): “Ὁρκίσθηκα στόν ἑαυτό μου, λέει ὁ Θεός, ὅτι θά πληθύνω τό σπέρμα σου... καί θά εὐλογηθοῦν ἐν τῷ σπέρματί σου, τό ὁποῖο εἶναι ὁ Χριστός, ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς”.

Τμῆμα ΚΑ´

1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά πέθανε ἡ Σάρα στή Χεβρών, σέ ἡλικία ἑκατόν εἴκοσι ἑπτά ἐτῶν καί τήν ἐνταφίασε ὁ ᾽Αβραάμ σέ σπήλαιο, τό ὁποῖο εἶχε ἀγοράσει ἀπ᾽ τούς υἱούς Χέθ (Γεν 23).

2. Καί μετά τρία ἔτη εἶπε ὁ ᾽Αβραάμ στόν πρεσβύτερο δοῦλο του, “Βάλε τό χέρι σου κάτω ἀπ᾽ τό μηρό μου καί θά σέ δεσμεύσω μέ ὅρκο, νά μή διαλέξης γιά τόν υἱό μου σύζυγο ἀπ᾽ τίς θυγατέρες τῶν Χαναναίων”(Γεν 24, 2-3). ᾽Εξαιτίας δέ τῆς συνθήκης τῆς περιτομῆς τόν δέσμευσε μέ ὅρκο· διότι καί, ἐπειδή ὁ Θεός εἶχε δεῖ ὅτι τό μέλος αὐτό (τοῦ σώματος) εἶχε διαφθείρει καί τούς δύο ἀρχηγέτες τῆς ἀνθρωπότητος (τόν ᾽Αδάμ καί τήν Εὔα), ἔθεσε πάνω σ᾽ αὐτό νά εἶναι σημεῖο συνθήκης, γιά νά τιμᾶται περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα τά μέλη, ὅ,τι κατεφρονεῖτο περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα τά μέλη.

Διότι τό σημεῖο τῆς συνθήκης, τό τεθέν σ᾽ αὐτό τό μέλος, τόσο μεγάλη τιμή προσφέρει σ᾽ αὐτό τό μέλος, ὥστε σ᾽ ἐκεῖνο νά ὁρκίζωνται ὅσοι δίνουν ὅρκο, καί σ᾽ ἐκεῖνο νά κάνουν τούς ἄλλους νά ὁρκίζωνται, ὅσοι ἀπαιτοῦν (ἀπ᾽ τούς ἄλλους) ὅρκο.

3. Ὁρκίσθηκε δέ ὁ ὑπηρέτης στόν κύριό του καί ξεκίνησε νά φύγη μέ ὅλα τά καλά καί ξαπόστασε κοντά στό φρέαρ καί προσευχήθηκε καί ζήτησε ἀπ᾽ τό Θεό σημεῖο. ᾽Αλλά, ἄν καί χαιρόταν γιά τό δοθέν σημεῖο, ἔκρινε σκόπιμο νά δῆ ποιό ἀπ᾽ τά δύο συνέβαινε, ἦταν ἤ ὄχι ἐκείνη ἀπ᾽ τήν ἴδια γενεά τοῦ ᾽Αβραάμ;

Μόλις δέ ἄκουσε ὅτι ἐκείνη ἦταν κόρη τῆς Βαθουέλ, υἱοῦ τοῦ Ναχώρ, εὐχαρίστησε τό Θεό καί μπῆκε καί ἀναπαύθηκε στό σπίτι τους.

4. Ἀφοῦ δέ εἶχε διηγηθῆ τόν ὅρκο, μέ τόν ὁποῖο τόν δέσμευσε ὁ ἀφέντης του καί μέ ποιό τρόπο ἐκπληρώθηκε πράγματι ἡ προσευχή, πού ἔκανε κοντά τό φρέαρ, τοῦ εἶπαν ὁ Βαθουέλ καί ὁ Λάβαν, “Ὁ δικός σου λόγος καί ἐκεῖνος τοῦ κυρίου σου ἐξῆλθε ἀπ᾽ τόν Κύριο... ᾽Ιδού ἡ Ρεβέκκα (Rapqa) μπροστά σου εἶναι, πάρε την καί πήγαινε”(Γεν 24, 50-51). Κάλεσαν δέ τήν κόρη, γιά νά μάθουν ἀπ᾽ αὐτή (τή θέλησί της), κι ἐπειδή δέν εἶχε ἀκούσει γιά τόν ὅρκο, μέ τόν ὁποῖο ὁ ᾽Αβραάμ τόν (δοῦλο) εἶχε δεσμεύσει, καί γιά τήν προσευχή, τήν ὁποία ἔκανε κοντά στό φρέαρ ὁ ὑπηρέτης, καί γιά τό σημεῖο πού ζήτησε καί τοῦ δόθηκε, φοβήθηκε νά πῆ “Δέν θά πάω”, ἐπειδή γνώριζε ὅτι ἡ θέλησι τοῦ Θεοῦ εἶναι νά πάη.

Πορεύθηκε κι ἔφθασε στόν ᾽Ισαάκ καί ἀπ᾽ τή χαρά (πού τοῦ προξενήθηκε) ἀπ᾽ τόν ἐρχομό τῆς Ρεβέκκας, παρηγορήθηκε ὁ ᾽Ισαάκ ἀπ᾽ τό πένθος γιά τό θάνατο τῆς μητέρας του (Γεν 24, 67), τό ὁποῖο (πένθος) τό κράτησε ἐπί τρία ἔτη.

Τμῆμα ΚΒ´

1. Ἐπειδή, ὅμως, δέν εἶχε δοθῆ κανένας νόμος περί παρθενίας καί ἀφιερώσεως, γιά νά μή δημιουργῆ ποτέ κηλίδα μέσα στήν ψυχή τοῦ δικαίου ἡ ἔνοχη ἐπιθυμία, κι ἐπειδή τοῦ εἰπώθηκε, “᾽Από ἐσένα θά ἐξέλθουν βασιλεῖς ἐθνῶν”(Γεν 17, 6)· καί ἐπειδή ὁ Θεός εἶπε περί ἐκείνου, “᾽Εγώ γνωρίζω τόν ᾽Αβραάμ, ἐπειδή θά παραινέση τούς υἱούς του καί τούς υἱούς τῶν υἱῶν του, νά τηροῦν τίς ἐντολές μου”(Γεν 18, 19), γι᾽ αὐτό προσέλαβε γιά τόν ἑαυτό του παλλακίδα, μετά τό θάνατο τῆς Σάρας ἔτσι, ὥστε μέ τήν πιστότητα τῶν πολλῶν του υἱῶν, πού εἶχαν διασπαρῆ σέ ὁλόκληρη τή γῆ, νά ἐξαπλώνεται ἡ γνῶσι τοῦ ἑνός Θεοῦ καί ἡ λατρεία Του. ᾽Εκεῖνος, λοιπόν, ἀπέκτησε υἱούς ἀπ᾽ τή Χεττούρα (Γεν 25, 1-4) καί τούς ἔστειλε μέ δῶρα στήν ἀνατολή. Καί πέθανε (ὁ ᾽Αβραάμ) σέ ἡλικία ἑκατόν ἑβδομῆντα πέντε ἐτῶν καί ἐνταφιάσθηκε δίπλα στή Σάρα, τή σύζυγό του (Γεν 25, 7, 9-10).

Τμῆμα ΚΓ´

1. “Καί ὁ Θεός εὐλόγησε τόν ᾽Ισαάκ”(Γεν 25, 11). “Καί ἱκέτευσε ὁ ᾽Ισαάκ τόν Κύριο ὑπέρ τῆς Ρεβέκκας, διότι αὐτή ἦταν στεῖρα”(Γεν 25, 21). Καί μετά εἴκοσι ἔτη “ὁ Θεός εἰσήκουσε αὐτόν καί ἡ Ρεβέκκα συνέλαβε καί οἱ υἱοί της μέσα στή μήτρα της συνεστάλησαν· καί πῆγε ἡ Ρεβέκκα νά συμβουλευθῆ τόν Κύριο καί τῆς εἰπώθηκε, δύο λαοί εἶναι στή μήτρα σου”(Γεν 25, 23). Εἶναι δέ οἱ λαοί τῶν ᾽Ιδουμαίων καί τῶν Ἑβραίων. ῎Αραγε σέ ποιόν πῆγε γιά νά τόν συμβουλευθῆ; Τό εἴπαμε παραπάνω, πραγματευόμενοι περί τοῦ Μελχισεδέκ· πρός τό Μελχισεδέκ πορευόταν γιά συμβουλή. ᾽Αμέσως, ὅμως, ἐπέστρεψε ἐξαιτίας τῶν πόνων πού τήν ἔπιασαν καί γέννησε τόν ᾽Ησαῦ καί τόν ᾽Ιακώβ.

2. Καί εἶδε ὁ ᾽Ιακώβ ὅτι ὁ πρωτότοκος ᾽Ησαῦ καταφρονεῖ τό δικαίωμα τῆς πρωτοτοκίας κι ἔδειξε φιλότιμη ἐπιμέλεια νά τοῦ τό πάρη, πιστεύοντας στό Θεό, ὁ ὁποῖος εἶχε πεῖ: “Ὁ μεγαλύτερος θά ὑπηρετήση τό μικρότερο”. Καί ἔψησε ὁ ᾽Ιακώβ φακές καί ἦλθε καταπονημένος ἀπ᾽ τό κυνήγι ὁ ᾽Ησαῦ καί εἶπε στόν ᾽Ιακώβ, “Δός μου νά γευθῶ, ἀπ᾽ τό κόκκινο”(Γεν 25, 30), τοῦτο τό κόκκινο, δηλ. Δός μου νά δοκιμάσω ἀπ᾽ τίς φακές σου μία φακή. Καί τοῦ ἀπάντησε ὁ ᾽Ιακώβ, “Δός μου τά πρωτοτόκιά σου καί πάρε ὅλη τή φακή πρός εὐχαρίστησί σου”. “Καί τοῦ ὁρκίσθηκε ὁ ᾽Ησαῦ καί (τοῦ) πούλησε τά πρωτοτόκιά του. Καί τοῦ ἔδωσε ὁ ᾽Ιακώβ καί ἔφαγε”(Γεν 25, 31). Καί γιά νά δείξη ἡ Γραφή ὅτι ὄχι ἐξαιτίας πείνας εἶχε πωλήσει ὁ ᾽Ησαῦ τά πρωτοτόκιά του, εἶπε, “᾽Αφοῦ ἔφαγε ὁ ᾽Ησαῦ, σηκώθηκε κι ἔφυγε καταφρονώντας τά πρωτοτόκια”. Κάθε ἄλλο, λοιπόν, παρά ἐξαιτίας πείνας τά εἶχε πωλήσει, ἐπειδή αὐτός τά θεωροῦσε εὐτελῆ, σάν τιποτένια, πράγματι μέ ἀντίτιμο τιποτένιο πρᾶγμα τά πούλησε.

Τμῆμα ΚΔ´

“῎Επεσε στή γῆ λιμός... καί ὁ ᾽Ισαάκ τήν ἴδια ἐκείνη χρονιά ἔσπειρε καί θέρισε ἑκατονταπλάσια”(Γεν 26, 1, 12).

᾽Επειδή δέ ὁ βασιλιάς ᾽Αβιμέλεχ φοβήθηκε τόν ἐξόριστο, ἦλθε πρός αὐτόν μαζί μέ τόν Φιχόλ, τόν ἀρχιστράτηγό του, καί τοῦ εἶπε, “Εἴδαμε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μέ τό μέρος σου, καθώς ἦταν μαζί μέ τόν πατέρα σου, ἀπ᾽ τό ὅτι θερίζεις ἑκατονταπλάσια καί ἀπό πολλά ἄλλα σημεῖα, καί εἴπαμε, ἄς συνάψουμε συνθήκη μαζί σου, γιά νά μή μᾶς κάνης κακό, ὅταν θά πληθυνθῆτε, ὅπως δέν σέ βλάψαμε, ὅταν ἤσαστε (ἀριθμητικῶς) λίγοι. Καί ἔδωσαν ὅρκο ἀμοιβαίως καί ἀπεχώρησαν εἰρηνικά”(Γεν 26, 28-31).

Τμῆμα ΚΕ´

1. ῞Οταν γέρασε ὁ ᾽Ισαάκ, ἀμβλύνθηκε ἡ ὅρασί του, καί εἶπε στόν ᾽Ησαῦ, “Θήρευσε κυνήγι καί φτιάξε μου φαγητό· καί ἄς φάω καί ἄς σέ εὐλογήση ἡ ψυχή μου προτοῦ πεθάνω”(Γεν 27, 1, 3-4). Καί πῆγε ὁ ᾽Ησαῦ νά θηρεύση κυνήγι. Ἡ δέ Ρεβέκκα πού τό εἶχε ἀκούσει, σκεπτόμενη μήπως τά πρωτοτόκια τοῦ ᾽Ησαῦ ἀκυρώσουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε πεῖ: “Ὁ πρεσβύτερος θά ὑπηρετήση τό νεότερο”, παρακίνησε τόν ᾽Ιακώβ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος δέν συγκατατέθηκε, φοβούμενος μήπως ἀντί τῶν εὐλογιῶν λάβει κατάρες.

2. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ Ρεβέκκα εἶχε λάβει ἐναντίον της τίς κατάρες, δέχθηκε ὁ ᾽Ιακώβ καί προσέφερε τό κυνήγι στόν πατέρα του, καί τοῦ εἶπε ὁ πατέρας του: “Ποιός εἶσαι σύ;”, καί εἶπε: “᾽Εγώ εἶμαι ὁ ᾽Ησαῦ· ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπες. Ὁ ᾽Ισαάκ, ὅμως, ἀμφέβαλλε λόγῳ τῆς φωνῆς, ἐπειδή φοβόταν μήπως τυχόν καί τίς εὐχές του, ὅπως τά πρωτοτόκια, απομακρύνει ἀπ᾽ αὐτόν”. Τοῦ εἶπε: “Πλησίασε, ἔλα, νά σέ ψηλαφήσω”(Γεν 27, 21). Κι ἐπειδή ἡ φωνή θεωρήθηκε ψευδής, εἰλικρινής, ὅμως, ἐξαιτίας τῆς ἀπάτης ὡς πρός τήν ψηλάφησι τῶν χειρῶν, εὐλογήθηκε ὁ ᾽Ιακώβ καί ἔφυγε. Ἦλθε ὁ ᾽Ησαῦ καί ἔψησε ἔδεσμα καί κάλεσε τόν πατέρα του. Θαύμασε δέ ὁ ᾽Ισαάκ, διαπιστώνοντας πῶς ἀπό ἄλλον μέ τό ὄνομα τοῦ ᾽Ησαῦ, ἐξαντλήθηκε ὁ θησαυρός τῶν εὐλογιῶν του· “Ποιός ἄραγε εἶναι ἐκεῖνος, λέει, πού θήρευσε κυνήγι καί μοῦ προσέφερε καί τόν εὐλόγησα καί θά εἶναι εὐλογημένος;”(Γεν 27, 33). Διότι ὁ ᾽Ισαάκ δέν μπόρεσε νά μετατρέψη τίς εὐλογίες του, πρῶτον, ἐπειδή γνώρισε ὅτι ἐκπληρώθηκε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶχε εἰπωθῆ στή Ρεβέκκα· καί δεύτερον, ἐπειδή εἶχε πεῖ στόν ᾽Ιακώβ, “ὅσοι σέ καταράσθηκαν νά εἶναι καταραμένοι”, φοβήθηκε νά τόν καταρασθῆ, γιά νά μή τυχόν μέ τίς δικές του κατάρες δέν βλαφθῆ ὁ ᾽Ιακώβ, ὁ ὁποῖος εὐλογήθηκε, ἀλλά οἱ κατάρες τῶν χειλέων του στραφοῦν κατά τοῦ ἴδιου του τοῦ ἑαυτοῦ.

3. “Ὁ δέ ᾽Ησαῦ βρυχήθηκε μέ μεγάλο βρυχηθμό”, τοῦτο δέ ὄχι ἐπειδή στερήθηκε τίς πνευματικές εὐλογίες, ἀλλά γιατί στερήθηκε τά ἀγαθά γεννήματα τῆς εὐλογημένης γῆς. Οὔτε ὀργίσθηκε ἔτσι ἐπειδή ἐφεξῆς δέν μποροῦσε νά δικαιωθῆ, ἀλλ᾽ ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ὑποτάξη τούς ἀδελφούς του· οὔτε ὑπῆρξε (τέτοιος) ἐπειδή δέν θά κληρονομοῦσε αἰώνια ζωή, ἀλλ᾽ ἐπειδή ἡ γῆ τῶν Χαναναίων δέν ἐπρόκειτο νά εἶναι μελλοντική (δική) του μερίδα.

Καί μίσησε ὁ ᾽Ησαῦ τόν ἀδελφό του καί σχεδίαζε νά τόν φονεύση· καί ἔπεισε ἡ Ρεβέκκα τόν ᾽Ιακώβ ν᾽ ἀναχωρήση γιά τόν οἶκο τοῦ Λάβαν, γιά νά μήν τυχόν ἀλληλοφονευθοῦν μέ τίς μεταξύ τους διαμάχες καί στερηθῆ ἡ ἴδια καί τούς δύο ταυτόχρονα.

Τμῆμα ΚΣΤ´

1. “Εἶπε δέ ἡ Ρεβέκκα στόν ᾽Ισαάκ... καί ὁ ἴδιος εὐλόγησε τόν ᾽Ιακώβ καί τόν ἔστειλε σέ ἀναζήτησι συζύγου στή Χαρράν”(Γεν 27, 46). ῎Εδυσε δέ ὁ ἥλιος καί ὁ ᾽Ιακώβ διανυκτέρευσε ἐκεῖ· καί ἀντί γιά τά προσκεφάλια, πού τοῦ στρώνονταν στή σκηνή τῆς μητέρας του, τοποθέτησε σάν προσκεφάλι ἕνα λίθο, ἀναστενάζοντας “καί κοιμήθηκε καί εἶδε στόν ὕπνο του μία κλίμακα στηριζόμενη στή γῆ καί ἡ κορυφή της ἄγγιζε τόν οὐρανό καί ἀγγέλους νά κατεβαίνουν καί ν᾽ ἀνεβαίνουν δι᾽ αὐτῆς, καί τόν Κύριο νά στέκεται στό πάνω μέρος της”(Γεν 28, 12-13). Τήν κλίμακα δέ πού εἶδε, τήν εἶδε γιά τήν ἄνοδο καί κάθοδο τῶν ἀγγέλων. Πάλι ὁ Κύριος μέ ἀγγέλους, πού κατέβαιναν πρός αὐτόν καί ἀνέβαιναν στή διάρκεια τοῦ ὕπνου του, τοῦ ἔδειξε φανερά πόση μέριμνα ἔχει γι᾽ αὐτόν, ὁ ὁποῖος Κύριος ὄχι μόνο ἀγρυπνοῦσε, ὅταν καί αὐτός ἀγρυπνοῦσε, διότι καί στόν ὕπνο του ἄγγελοι οἱ ὁποῖοι προΐσταντο αὐτοῦ, ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν πρός φύλαξί του. Διότι ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε φανερά, διά τῆς ὁράσεως τῆς κλίμακος, ποιά κρυφή γι᾽ αὐτόν μέριμνα ἔχει. Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος στόν ὕπνο του νόμιζε ὅτι κοιμᾶται σέ περιοχή ἀπομακρυσμένη ἀπ᾽ τό Θεό, ὅταν σηκώθηκε καί εἶδε πόση ἦταν ἡ μέριμνά του μέσα στήν ἔρημο, εἶπε, “Σάν νά κοιμόμουν μέσα στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ καί σάν νά εἶχα κατακλιθῆ μπροστά στήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ”.

2. Καί γιά νά δείξη ὁ Θεός, ὅτι πρός ὑπηρέτησί του ἐκεῖνοι κατέβαιναν καί ἀνέβαιναν, τοῦ εἶπε, “᾽Ιδού, ἐγώ εἶμαι μαζί σου, γιά νά σέ φυλάω, ὅπου κι ἄν πορευθῆς· καί θά σέ ἐπαναφέρω σ᾽ αὐτή τή γῆ, οὔτε θά σέ ἀπολύσω προτοῦ ἐκπληρώσω ὅ,τι σοῦ εἶπα”. Καί εἶπε ὁ ᾽Ιακώβ, “᾽Αλήθεια, ὁ Κύριος εἶναι σ᾽ αὐτή τήν περιοχή, ὁ ὁποῖος μέ φυλᾶ κι ἐγώ τό ἀγνοοῦσα”(Γεν 28, 16). Τό λάδι δέ πού ἔχυσε πάνω στό λίθο, εἴτε τό εἶχε μαζί του εἴτε τό εἶχε φέρει ἀπ᾽ τήν ἴδια τήν πόλι. Μέ τό λάδι δέ, πού ἔχυσε πάνω στήν πέτρα, ἐξεικόνιζε τό σύμβολο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑποσκιάσθηκε μ᾽ ἐκεῖνον τόν ᾽Ιακώβ.

3. “Καί ὀνόμασε τήν περιοχή Μπέθ-῎Ελ, δηλ. Οἶκος Θεοῦ, ὅπως προηγουμένως τήν εἶχε ὀνομάσει. Καί ἔκανε μία εὐχή πάνω στήν πέτρα, διότι, ἄν ὁ Θεός ἦταν μαζί μου καί μοῦ ἔδωσε ἄρτο καί σκέπασμα, αὐτή ἡ πέτρα θά εἶναι γιά μένα οἶκος Θεοῦ καί γιά ὅσα μοῦ ἔδωσες, θά σοῦ δώσω δεκάτες”(Γεν 28, 19-22). Καί πάλι μέ τήν πέτρα ἐσημαίνετο τό μυστήριο τῆς ᾽Εκκλησίας, διά τῆς ὁποίας θά ἔρχονταν εὐχές καί προσφορές ὅλων τῶν ἐθνῶν.

Τμῆμα ΚΖ´

“Αποχώρησε δέ ὁ ᾽Ιακώβ”(Γεν 29, 1) καί παρεξέκλινε πρός τό φρέαρ καί εἶδε τή Ραχήλ νά βόσκη τά ζῶα, ἡ ὁποία μέ τά γυμνά της πόδια, τήν αὐστηρή της ἀμφίεσι καί τήν ἡλιοκαμμένη ὄψι δέν διέφερε ἀπό δαυλό μαυρισμένο πού μόλις βγῆκε ἀπ᾽ τή φωτιά. Γνώρισε (ὁ ᾽Ιακώβ) ὅτι ᾽Εκεῖνος (ὁ Θεός), αὐτός δηλ. πού προετοίμασε τή Ρεβέκκα ὡραῖα κοντά στήν πηγή, ὁ ἴδιος προετοίμασε τή Ραχήλ μέ αὐστηρή σεμνότητα κοντά στό φρέαρ.

᾽Ενώπιόν του κάτι τό μεγάλο ἔκανε αὐτή, ἡ ὁποία δηλ. διά τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος βρισκόταν μέσα της, ἀνεκύλησε λίθο, πού πολλοί μέ δυσκολία θά μποροῦσαν νά ὑποκινήσουν. Καί ἀφοῦ ἔδωσε στό Θεό ὑπόσχεσι γι᾽ αὐτή ἐξαιτίας τοῦ θαύματος, τότε πάλι τήν ἐγγυήθηκε στόν ἑαυτό του, διά φιλήματος.

2. “Γι᾽ αὐτή δέ ὁ ᾽Ιακώβ μόχθησε ἐπί ἑπτά ἔτη”(Γεν 29, 20) καί μόλις συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τόν ἐξαπάτησε ὁ Λάβαν καί τοῦ εἰσήγαγε ἀντί τῆς Ραχήλ τή Λεία. Ὁ Λάβαν —ἄν καί ἐξαιτίας τῆς ἀσχήμιας τῆς Λείας μᾶλλον, παρά γιά τά ἑπτά ἔτη τῆς ἐγγυήσεως γιά τή Ραχήλ κανείς δέν θά τήν νυμφευόταν, τήν ἀρραβώνιασε— τοῦτο δολίως τό ἔπραξε, ἀλλά, ἐπιπλέον, ἐπειδή εἶχε δεῖ πόσο εὐλογήθηκαν τά κτήνη του στή διάρκεια τῶν ἑπτά ἐτῶν, κατά τά ὁποῖα ὁ ᾽Ιακώβ (τά ἔβοσκε)· καί μελέτησε (ὁ Λάβαν) νά ὑπηρετήση ἐκεῖνος (ὁ ᾽Ιακώβ) ὡς ποιμένας αὐτόν ἐκ νέου ἔτσι, ὥστε μέ ἄλλη ἑπταετία, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας θά χρησιμοποιοῦσε αὐτόν ἐξαιτίας τῆς Λείας, διπλασιάσει τά κτήνη ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος τά εἶχε ἀποκτήσει κατά τά ἑπτά προηγούμενα χρόνια.

3. ῎Ελαβε δέ ὡς πρόσχημα τούς κατοίκους τοῦ τόπου καί εἶπε, “Δέν γίνεται ἔτσι στήν περιοχή μας, νά δίνουμε τή νεότερη (κόρη) πρίν τή μεγαλύτερη”. Καί τότε τοῦ πρότεινε ὅ,τι εἶχε ἀποφασίσει, καί τοῦ εἶπε, “Τελείωσε τό συμπόσιο αὐτῆς καί θά σοῦ δώσω καί τή Ραχήλ ἔναντι τῆς ἐργασίας, τήν ὁποία θά κάνης γιά μένα ἄλλα ἑπτά χρόνια”(Γεν 29, 27). Ὁ Λάβαν συγκέντρωσε γύρω του τούς γεωργούς τῆς περιοχῆς καί αὐτοί τόν ἔπεισαν (τόν ᾽Ιακώβ)· καί, ἐπειδή ἔμενε ἡ Λεία στόν οἶκο τοῦ εἰδωλολάτρη Λάβαν, γιά νά μήν ἀσπασθῆ τότε τήν εἰδωλολατρία τό σπέρμα τοῦ δικαίου καί γιά νά μήν ἁρπάση τή Ραχήλ γιά σύζυγό του, διότι αὐτή ἔχουν μόνο ὑποσχεθῆ στόν ἄνδρα ὡς σύζυγό του, ἔλαβε τή μία, γιά νά μή φέρεται ἄπιστα κατ᾽ αὐτῆς, καί τήν ἄλλη γιά νά μήν ἁμαρτάνη κατ᾽ αὐτῆς καί κατά τοῦ ἀπογόνου της. ῎Αν, ὅμως, ὁ Λάβαν δέν τοῦ εἶχε ἀρνηθῆ τή Ραχήλ καί ἄν τοῦ εἶχε πεῖ, “᾽Εργάζου μαζί μου ἑπτά ἔτη γιά τή Λεία”, οὔτε γιά ἑπτά μέρες δέν θά εἶχε συγκατατεθῆ νά ἐργάζεται γιά ἐκείνη, καί ὄχι γιά τό λόγο ὅτι ἡ Λεία ἦταν ἄσχημη, ἀλλά ἐπειδή ἀποστρεφόταν νά νυμφευθῆ δύο γυναῖκες.

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

17
ΕΝΟΤΗΤΑ 16η



Τμῆμα ΚΗ´

Γέννησε δέ ἡ Λεία τόν Ρουβήν καί τόν Συμεών καί τόν Λευΐ καί τόν ᾽Ιούδα “καί ἔπαυσε νά γεννᾶ”(Γεν 29, 35). Ἡ Ραχήλ, ὅμως, (ἡ ὁποία ἦταν) στεῖρα, ἐπειδή ἄκουσε ἀπ᾽ τόν ᾽Ιακώβ ὅτι ὁ ᾽Αβραάμ προσευχήθηκε ὑπέρ τῆς στείρας Σάρας καί εἰσακούσθηκε καί ὅτι ὁ ᾽Ισαάκ ζήτησε ὑπέρ τῆς Ρεβέκκας, καί εἰσακούσθηκε, νόμισε ὅτι, ἐπειδή δέν εἶχε προσευχηθῆ ὁ ᾽Ιακώβ, γι᾽ αὐτό δέν ἄνοιξε ἡ κλειστή μήτρα της καί γι᾽ αὐτό ὀργισμένη τοῦ εἶπε κλαίγοντας: “Δός μου υἱούς, ἀλλοιῶς θά πεθάνω”. ᾽Επειδή δέ ὀργίσθηκε ὁ ᾽Ιακώβ ἐναντίον της γι᾽ αὐτό πού αὐτή εἶπε “Δός μου υἱούς” κι ἐπειδή δέν εἶπε αὐτή, “Προσευχήσου, γιά νά μοῦ δοθοῦν υἱοί”, τή δίδαξε ὡς ἑξῆς, “῎Αν καί οἱ πατέρες μου εἰσακούσθηκαν, ὅμως, ὁ ᾽Αβραάμ εἰσακούσθηκε μετά ἀπό ἑκατό ἔτη, καί ὁ ᾽Ισαάκ μετά ἀπό εἴκοσι”. Καί μόλις ἔμαθε ἀπ᾽ αὐτόν ὅτι θά τῆς εἶναι ἀναγκαία μακροχρόνια ὑπομονή, ἐπειδή καταλήφθηκε ἀπό μέγιστο ἄγχος, τοῦ εἶπε: “Κοιμήσου, λοιπόν, μέ τή θεραπαινίδα μου κι ἄς γεννήση πάνω στά γόνατά μου κι ἄς ἔχω παρηγοριά ἀπ᾽ αὐτή”(Γεν 30, 3).

῞Οταν δέ τῆς εἶχε δώσει ἀπάντησι, “ὁ ᾽Αβραάμ ἔλαβε τήν ῎Αγαρ κι ἔκανε τό θέλημα τῆς Σάρας, ἐπειδή τήν ἀγαποῦσε, σύ, ὅμως, δέν πείσθηκες ἀπό ἐμένα, διότι μέ μίσησες”, γιά νά μή τόν καταπονῆ καθημερινά, ζητώντας του υἱούς, δέχθηκε νά λάβη τήν ἀλλοεθνῆ ἐκεῖνος (ὁ ᾽Ιακώβ), ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσταλῆ ἀπ᾽ τόν οἶκο τῶν πατέρων του, γιά νά λάβη τή θυγατέρα τοῦ Λάβαν· ἀλλά γιά νά κληρονομήσουν καί οἱ υἱοί τῶν θεραπαινίδων μαζί μέ τούς υἱούς τῶν ἐλευθέρων, ἔλαβε θεραπαινίδες καί ἐλεύθερες.

῎Ελαβε, λοιπόν, τήν Βαλάμ, ἡ ὁποία συνέλαβε κι ἔτεκε τόν Δάν καί τόν Νεφθαλείμ.

2. Πάλι ἡ Λεία βλέπωντας ὅτι εἶχε παύσει νά γεννᾶ, παρώθησε καί τόν ᾽Ιακώβ νά εἰσέλθη στή θεραπαινίδα της. ᾽Εκεῖνος δέ προσπαθώντας νά τήν πείση, “Σ᾽ ἐσένα”, λέει, “Εἶναι παρηγοριά, ἐπειδή ἔχεις υἱούς”· αὐτή δέ τοῦ εἶπε, “Δέν εἶναι δίκαιο νά ἐργάζεται ἡ θεραπαινίδα μου τήν ὑπηρεσία τῆς θεραπαινίδος πρός συντήρησι τοῦ ἑαυτοῦ της. ᾽Επειδή μ᾽ ἔκανες συνεγγυήτρια τῆς θεραπαινίδος τῆς Ραχήλ, κάνε καί τή Ραχήλ συνεγγυήτρια τῆς θεραπαινίδος μου”. Γιά νά μή λυπῆ, λοιπόν, τή Λεία, καί πρός ἄρσι τῆς διενέξεως μεταξύ τῶν δύο ἀδελφῶν, συγκατατέθηκε, χάριν τῆς οἰκιακῆς εἰρήνης καί κοιμήθηκε ὁ ᾽Ιακώβ καί μέ τή Ζελφάμ, ἡ ὁποία συνέλαβε καί γέννησε τόν Γάδ καί τόν ᾽Ασήρ.

3. Μετά ἀπ᾽ αὐτά βρῆκε ὁ Ρουβήν στόν ἀγρό μανδραγόρες, τούς ὁποίους προσέφερε στή Λεία. Οἱ μανδραγόρες, λένε, εἶναι φυτά πού βγάζουν καρπούς ὅμοιους μέ μῆλα, εὔοσμους καί φαγώσιμους.

Γιά ἐκείνους δέ τούς μανδραγόρες, ἀπό χαρά βασισμένη στήν πίστι, ἡ Λεία κοιμήθηκε ἐκείνη τή νύκτα μέ τόν ᾽Ιακώβ. Διότι γράφθηκε: “Εἰσάκουσε ὁ Θεός τή Λεία, πού συνέλαβε καί γέννησε τόν ᾽Ισάχαρ, καί εἶπε ἡ Λεία: ῾ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε τό μισθό μου, γιατί ἔδωσα στό σύζυγό μου τή θεραπαινίδα μου᾽”(Γεν 30, 17-18). ᾽Εάν, ὅμως, δέν εἶχε ληφθῆ ἡ Ζέλφα μέ θέλημα Θεοῦ, κανένα μισθό δέν θά ἔδινε ὁ Θεός στή Λεία ὡς ἀνταμοιβή γιά τή Ζέλφα.

Συνέλαβε δέ ἡ Λεία καί ἔτεκε τόν ᾽Ισσάχαρ καί τόν Ζαβουλών καί τήν ἀδελφή τους τή Δείνα.

Ὁ Θεός, ὅμως, δέν λησμόνησε καί τή Ραχήλ, ἡ ὁποία ἔτεκε τόν ᾽Ιωσήφ καί εἶπε: “Εἶμαι πληροφορημένη ὅτι ὁ Κύριος θά μοῦ προσθέση”(Γεν 30, 24) καί ὄχι ὁ σύζυγός μου.

ΤΜΗΜΑ ΚΘ´

1. “Ἀφοῦ γεννήθηκε ὁ ᾽Ιωσήφ, εἶπε ὁ Ἰακώβ στόν Λάβαν: Δῶσε μου τίς συζύγους μου καί τούς υἱούς μου, πού γιά χάρι τους σοῦ δούλευσα, γιά νά φύγω”(Γεν 30, 25-26). Ὁ δέ Λάβαν, ὄχι ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν ᾽Ιακώβ, ἀλλά τόν ἑαυτό του, εἶπε, “᾽Απ᾽ τήν πεῖρα ἔμαθα ὅτι ὁ Κύριος μέ εὐλόγησε ἕνεκά σου, ἀλλά νά καθορίσης σύ γιά τόν ἑαυτό σου τό μισθό σου καί θά σοῦ τόν δώσω”. Συγκατατέθηκε δέ ὁ ᾽Ιακώβ, ἐπειδή δέν τοῦ εἶχε ἀκόμη παραχωρήσει ὁ Θεός τήν ἄδεια ἀναχωρήσεως. Ὁ Θεός, πού εἶχε δεῖ τόν Λάβαν νά ἐξαπατᾶ μέ τό μισθό του ἐκεῖνον, στόν ὁποῖο (ὁ Θεός) εἶχε ὁρκισθῆ, “᾽Εγώ θά κατεβῶ μαζί σου καί θά σέ ἀνεβάσω στό ἑξῆς”, καί μέ τά κτήνη τοῦ ἴδιου τοῦ Λάβαν πλούτισε ὁ ᾽Ιακώβ, ὁ ὁποῖος καθόλου δέν εἶχε ζημιώσει τόν Λάβαν.

2. Ὁ ἴδιος ὁ Λάβαν ἔλαβε πεῖρα ὅτι μεταξύ τῶν κτηνῶν του, πολλαπλασιάζονταν πρόβατα στερούμενα κεράτων, εἴτε ὅτι τό μαλλί τους μαδιέται γιά νά διασκορπίζεται, γιά νά μάθη ὅτι ὁ Θεός εἶναι μαζί μέ τόν ᾽Ιακώβ καί γιά ν᾽ ἀπέχη ἀπ᾽ τό νά τόν κακοποιήση (ὁ Λάβαν). ᾽Επειδή, ὅμως, οἱ ἴδιοι οἱ υἱοί τοῦ Λάβαν, ὅπως ὁ Λάβαν, ἀδικοῦσαν τόν ᾽Ιακώβ κι ἔλεγαν γι᾽ αὐτόν, ὁ ὁποῖος τούς πλούτισε: “᾽Απ᾽ τήν περιουσία τοῦ πατέρα μας ἔγινε πλούσιος”. Καί ἐκεῖνος πού εἶχε πεῖ: “᾽Από πεῖρα ἔμαθα ὅτι μέ εὐλόγησε ὁ Κύριος κατά τό παράδειγμά σου”, ἄλλαξε στήν καρδιά καί στήν ὄψι ἔναντι τοῦ ᾽Ιακώβ καί γι᾽ αὐτό ὁ Θεός φανερώθηκε στόν ᾽Ιακώβ καί τοῦ εἶπε νά ἐπιστρέψη στόν οἶκο τοῦ πατέρα του, καί κάλεσε ὁ ᾽Ιακώβ τή Ραχήλ καί τή Λεία και εἶπε σ᾽ αὐτές: “Ὁ πατέρας, στόν ὁποῖο δούλευσα μέ ὅλες τίς δυνάμεις μου, ἄλλαξε τό μισθό μου σέ δέκα ἀμνούς καί δέν τόν ἄφησε ὁ Θεός νά μέ βλάπτη”(Γεν 31, 1), γιατί ὅλες οἱ ἀπάτες του στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του. Διότι, ὅταν μοῦ ὑποσχόταν ὅτι δικοί μου θά εἶναι οἱ ἀμνοί χωρίς κέρατα, διότι πίστευε ὅτι τά πρόβατα δέν θά γεννήσουν ἀμνούς χωρίς κέρατα, οἱ περισσότεροι ἀμνοί ἦταν χωρίς κέρατα, καί πάλι, ὅταν μοῦ ὑποσχόταν ὅτι δικά μου θά εἶναι τά διάστικτα, ἐπειδή νόμιζε ὅτι λίγα θά γεννηθοῦν διάστικτα, ὅλα τά κτήνη γεννοῦσαν διάστικους (ἀμνούς).

3. Καί τοῦ εἶπαν ἡ Ραχήλ καί ἡ Λεία, “Δέν ἔχουμε καμμία θέσι στό σπίτι τοῦ πατέρα μας”(Γεν 31, 14), ὁ ὁποῖος στούς υἱούς του δίνει ὁτιδήποτε ἔχει, “ὁ ὁποῖος μᾶς πούλησε καί καταβρόχθισε τήν ἀξία μας”, καταναλώνοντας (αὐτός) τίς δικές σου δυνάμεις, ἐπί δεκατέσσερα ἔτη, κατά τά ὁποῖα ἐργάσθηκες γιά χάρι μας. “᾽Αλλά νά κάνης ὅ,τι θά σοῦ πῆ ὁ Κύριος”, διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμες νά πᾶμε μαζί σου, ὅταν ὁ Κύριος σέ ἀποστείλη.

4. Ὑπέκλεψε δέ ὁ ᾽Ιακώβ τήν καρδιά τοῦ Λάβαν καί ἡ Ραχήλ τούς θεούς του. Καί ἦλθαν στό ὄρος Γαλαάδ, καί ὁ Λάβαν τόν κατεδίωξε καί τόν ἀκολούθησε. Καί ὁ Κύριος φάνηκε στόν Λάβαν στόν ὕπνο του λέγοντάς του, “Πρόσεχε μή τυχόν πεῖς ὁτιδήποτε κατά τοῦ ᾽Ιακώβ”(Γεν 31, 24) ἀπό μεγάλο μέχρι ἐλάχιστο. Ὁ Λάβαν, ὅμως, δέν μπόρεσε νά κρύψη τή σκληρότητά του καί εἶπε, “῎Ας χαίρη τό χέρι μου νά σᾶς κακοποιήση, ὁ Θεός δέ τῶν πατέρων σου μέ ἐμπόδισε τό βράδυ... ἀλλά γιατί ἔκλεψες τούς θεούς μου μαζί καί τίς θυγατέρες μου καί ἔφυγες;”(Γεν 31, 29-30).

᾽Ορθῶς δέ ὁ ᾽Ιακώβ ἀγάπησε τή Ραχήλ, ἡ ὁποία ἀγάπησε τό Θεό του, καί καταφρόνησε τά εἴδωλα τοῦ πατέρα της· ὄχι δέ μόνο μέ τό νά τά κλέψη, ἐπιπλέον τά καταφρόνησε σάν ἄχρηστα ἀντικείμενα, ἀλλά ὡς ἕδρα τῶν ἐμμήνων τά ἔκανε τήν ἡμέρα πού ρωτήθηκε (γι᾽ αὐτά). Ὁ δέ Λάβαν δέν θεώρησε ἱκανοποιητικό νά παρακαλέση προηγουμένως τούς Θεούς του τό πρωΐ, μετά τή βραδινή ἐμφάνισι τοῦ Θεοῦ τῆς ἀληθείας σ᾽ αὐτόν, ἀλλά, ἐπιπλέον, ἐκεῖνο πού εἶχε πεῖ: “Μέ πλούτισες, ἐπειδή μέ εὐλόγησε ὁ Κύριος μετά τήν ἄφιξί σου”, τό ἀνέτρεψε λέγοντας, “Τά πρόβατα εἶναι δικά μου καί ὁτιδήποτε ἐδῶ διακρίνεις εἶναι δικό μου· ἔλα νά συνάψουμε συνθήκη καί ἄς ὑπάρχη μάρτυρας ἀνάμεσα σ᾽ ἐμένα καί σ᾽ ἐσένα”(Γεν 31, 43-44).

5. Διότι, καί ἐπειδή λοιδωροῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὁ ᾽Ιακώβ πράγματι εἶπε, “Τόν κόπο μου καί τήν κούρασι τῶν χεριῶν μου”, πού ἀπό ἐσένα ἐξαπατήθηκα, “τά εἶδε ὁ Θεός”(Γεν 31, 42), καί ἐκ νέου σοῦ φανερώθηκε τό βράδυ· εἶπε δέ ὁ Λάβαν: “Τά πρόβατα, εἶναι δικά μου, καί ὁτιδήποτε διακρίνεις εἶναι δικό μου”, γι᾽ αὐτό λένε μερικοί “ἀφέθησαν ὅλα ὅσα ἔγιναν μέχρι αὐτή τή συνθήκη”.

“Καί ἔφερε ὁ ᾽Ιακώβ τό λίθο, τόν ὁποῖο ἔκανε ἀναμνηστική στήλη” καί ἔφερε ὁ καθένας τό λίθο του καί σχημάτισαν μεγάλο σωρό. “Γιά νά χρησιμεύση ὁ λίθος, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀπό πολλούς, μάρτυρας ὡς ἐκ στόματος πολλῶν ἐναντίον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος (τυχόν) μεταβάλει κάτι στή συνθήκη, πού συνάψαμε ἐνώπιον πολλῶν”. “᾽Ιδού, τέτοιος μάρτυρας εἶναι ὁ σωρός”, γιά τό ὅτι μαρτυροῦν ἐκεῖνοι πού τόν ἔκαναν: “Οὔτε ἐσύ, οὔτε ἔγώ θά μετατρέψουμε ὁτιδήποτε στή συνθήκη πού συνάψαμε, σχηματίζοντας αὐτό τό σωρό”.

6. Γιά νά εἶναι γνωστό ὅτι αὐτός ὁ σωρός ὑψώθηκε μόνο γιά νά μαρτυρᾶ ὅτι ἀπό τότε καί στό ἑξῆς κανείς δέν θά στρέφεται κατά τοῦ ἑταίρου του λέχθηκε, “Ὁρκίσθηκε ὁ ᾽Ιακώβ ἀπό σεβασμό πρός τόν πατέρα του ᾽Ισαάκ· καί ὁ Λάβαν εἶπε, ὁ Θεός ᾽Αβραάμ καί ὁ Θεός Ναχώρ θά κρίνουν ἀνάμεσα μας”(Γεν 31, 53).

Τμῆμα Λ´

1. Ἀφοῦ, ὅμως, χωρίσθηκαν ὁ ἕνας ἀπ᾽ τόν ἄλλο, ἄγγελοι Θεοῦ πλησίασαν τόν ᾽Ιακώβ γιά νά τόν πληροφορήσουν ἐπιπλέον, ἐπειδή: “ἐάν ὁ Λάβαν δέν εἶχε ὑπακούσει στό Θεό, πού τοῦ φανερώθηκε κατά τήν ἑσπέρα, ἐκεῖνος καί ὁποιοσδήποτε ἦταν μαζί του θά εἶχε φονευθῆ κατά τόν ὄρθρο ἀπ᾽ τά χέρια ἀγγέλων φυλάκων σου. Διότι ὅπως ὁ Θεός ἔδειξε στόν ᾽Ιακώβ, ἐνῶ αὐτός κατέβαινε, ἀγγέλους συνοδούς του, τοῦ ἔδειξε ἀγγέλους καί ἐνῶ αὐτός κατέβαινε, γιά νά τόν πληροφορήση ὅτι ὁ λόγος πού τοῦ εἶπε εἶναι ἀληθής: “᾽Εγώ μαζί σου θά κατεβῶ (σ᾽ ἐκεῖνο τόν τόπο) καί ἐγώ θά σέ ἀνεβάσω ἀπό ἐκεῖ”(Γεν 46, 4). (vice 28, 15).

Τοῦ ἐπιδείχθηκαν δέ τά στρατόπεδα τῶν ἀγγέλων, προκειμένου νά μή φοβᾶται τόν ᾽Ησαῦ, ἐπειδή οἱ συνοδοί ἐκείνου ἦταν περισσότεροι ἀπ᾽ τούς συνοδούς τοῦ ᾽Ησαῦ.

2. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἔστειλε ἀπεσταλμένους στόν ᾽Ησαῦ, τόν ἀδελφό του, καί δικαιολόγησε τόν ἑαυτό του γιά τήν καθυστέρησί του. ᾽Ακούγοντας, ὅμως, ὅτι ἐκεῖνος ἐρχόταν μαζί μέ τετρακόσιους ἄνδρες πρός συνάντησί του, φοβήθηκε. Καί μολονότι παρακάλεσε τό Θεό νά θυμηθῆ τή συνθήκη, πού εἶχε συνάψει μαζί του ὅταν κατέβαινε, ὅμως ἀπέστειλε στόν ἀδελφό του προσφορά συμφιλιώσεως, γιά νά μή θυμηθῆ (ὁ ᾽Ησαῦ) τήν ἀδικία πού τοῦ ἔκανε τήν ἡμέρα πού ὁ ᾽Ιακώβ τοῦ ὑφάρπασε τίς εὐλογίες.

3. Κατά δέ τήν ἴδια αὐτή νύκτα τοῦ φανερώθηκε ἄγγελος καί μαζί του πάλαιψε, νίκησε δέ τόν ἄγγελο καί νικήθηκε ἀπ᾽ αὐτόν, γιά νά μαθαίνη πόσο ἦταν ἀδύναμος καί πόσο ἰσχυρός, ἀδύναμος ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου τό ἰσχίο ἔψαυσε ὁ ἄγγελος καί αὐτό ἐξαρθρώθηκε· ἰσχυρός δέ ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο ὁ ἄγγελος εἶπε, “῎Αφησέ με”. Καί γιά νά δείξη πόσο χρόνο (μεταξύ τους) πάλευαν, τοῦ εἶπε, “᾽Ιδού, ἤδη ἀνατέλλει ἡ αὐγή”(Γεν 32, 26). Ὁ δέ ᾽Ιακώβ ζήτησε νά εὐλογηθῆ ἀπ᾽ αὐτόν, γιά νά δηλώση ὅτι πάλαιψαν μεταξύ τους μέ ἀγάπη. Καί ὁ ἄγγελος ἐπιπλέον τόν εὐλόγησε, γιά νά δείξη ὅτι αὐτός δέν ὀργίσθηκε πού νικήθηκε ἀπό ἕνα γήινο.

4. Ὁ δέ Θεός ἐκπλήρωσε ὁτιδήποτε ὑποσχέθηκε στόν ᾽Ιακώβ. Διότι τόν πλούτισε —ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ— καί κατέβηκε συνοδεύοντάς τον καί τόν ἀνέβασε, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ. Τόν ἐξάρπασε ἀκόμα ἀπ᾽ τόν Λάβαν καί τόν διαφύλαξε ἀπ᾽ τόν ἀδελφό του. Ὁ ᾽Ιακώβ δέ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ κατέβαινε, εἶχε ὑποσχεθῆ ἀφιέρωμα στό Θεό, σ᾽ αὐτό τόν τόπο νά Τοῦ δίνη δεκάτες, ὅπως εἶχε ὑποσχεθῆ, ἀπέστειλε ἀπό φόβο τά συλλεγέντα στόν ᾽Ησαῦ. Γι᾽ αὐτό τό λόγο ἐξαρθρώθηκε τό ἰσχύο του, ἐπειδή εἶχε μεταβάλει τήν ὑπόσχεσί του. Καί ἐκείνος πού τήν ἴδια αὐτή ὥρα εἶχε νικήσει τή δύναμι πύρινου ἀγγέλου, χωρίς νά πονᾶ, στεκόταν κουτσαίνοντας ἐνώπιον τοῦ ᾽Ησαῦ.

Τμῆμα ΛΑ´

Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἦλθαν καί κατασκήνωσαν πλησίον τοῦ Σιχέμ “καί ὁ Σιχέμ, υἱός τοῦ ᾽Εμμώρ, εἶδε τήν Δεῖνα, θυγατέρα τοῦ ᾽Ιακώβ καί τήν ἅρπαξε καί τή διέφθειρε”(Γεν 34)· καί ζήτησε ἀπ᾽ τούς υἱούς τοῦ ᾽Ιακώβ νά τούς τή δώσουν ὡς σύζυγο. Οἱ δέ υἱοί τοῦ ᾽Ιακώβ ἐξαπατώντας τους τούς ζήτησαν νά περιτμηθοῦν (οἱ υἱοί τοῦ Σιχέμ) καί μετά θά τούς τήν ἔδιναν. ᾽Εν ἀγνοίᾳ δέ τοῦ πατρός τους τούς ἐπιτέθηκαν, τήν ἡμέρα πού οἱ πόνοι ἐκείνων ἀπ᾽ τή χειρουργική ἐπέμβασι γιά τήν περιτομή τους ἦταν δριμύτεροι, καί φόνευσαν τούς ἀρσενικούς καί ὁδήγησαν τίς γυναῖκες τους αἰχμάλωτες καί λεηλάτησαν τά ἀγαθά τους.

Τμῆμα ΛΒ´

Μετά ἀπ᾽ αὐτά εἶπε ὁ Θεός στόν ᾽Ιακώβ, “Σήκω, ἀνέβα στή Βαιθήλ καί φτιάξε ἕνα βωμό πρός τιμή τοῦ Θεοῦ, πού σοῦ φανερώθηκε ὅταν ἔφευγες ἀπ᾽ τόν ἀδελφό σου”. Καί εἶπε ὁ ᾽Ιακώβ στούς υἱούς του, “Πετᾶξτε τούς ξένους θεούς”, πού ἁρπάξατε ἀπ᾽ τόν Σιχέμ ὅταν τόν λεηλατήσατε. “Καί τοῦ ἔφεραν εἴδωλα χωνευτά καί χρυσά σκουλαρίκια”, πού κρεμάσθηκαν στ᾽ αὐτιά τῶν εἰδώλων, καί “ἔσκαψαν καί τά ἔκρυψαν κάτω ἀπό μιά τερέβινθο”(Γεν 35, 1-4), γιά νά μή τυχόν γίνουν σκάνδαλο στούς ἀπογόνους τοῦ ᾽Ιακώβ. “Καί ἦλθε ὁ ᾽Ιακώβ στόν ᾽Ισαάκ, τόν πατέρα του... στή Χεβρών. Καί ὁ ᾽Ισαάκ πέθανε μετά εἴκοσι τρία χρόνια σέ ἡλικία ἑκατόν ὀγδόντα ἐτῶν. Καί ὁ ᾽Ιακώβ καί ὁ ᾽Ησαῦ, οἱ υἱοί του, τόν ἐνταφίασαν”(Γεν 35, 27-29).

Τμῆμα ΛΓ´

1. Καί ὁ ᾽Ιωσήφ μαζί μέ τούς υἱούς τῶν παλλακίδων ἔβοσκε τά πρόβατα καί ἀνέφερε στόν πατέρα τους τή φήμη τους, πού ἦταν ἡ χειρίστη”. Καί ἐπειδή φανέρωσε τίς πράξεις τους, “τόν μίσησαν”(Γεν 37, 4). Καί ὀνειρεύθηκε ὅτι βρισκόταν μπροστά ἀπ᾽ τή σπεῖρα καί ὅτι οἱ ἄλλοι ἕνδεκα, ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί οἱ ἀστέρες, τόν λάτρευαν. Κι ἐπιπλέον ἐξαιτίας τῶν ὀνείρων του τόν μισοῦσαν περισσότερο. Περιγέλασαν δέ τά ὄνειρά του καί εἶπαν, “Πῶς ἡ Ραχήλ, πού πέθανε, θά ἔλθη καί θά τόν προσκυνήση; ᾽Επειδή, ὅμως, λέχθηκε ὅτι ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα του ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, ὁ ᾽Ιακώβ, τόν ὁποῖο ὑποδηλώνει ὁ ἥλιος, ὅταν προσκύνησε τήν κεφαλή τοῦ σκήπτρου ἐκείνου, ἐν τῷ σκήπτρῳ προσκύνησε ἡ Ραχήλ, τήν ὁποία ὑποδηλώνει ἡ σελήνη, ἄν καί δέν προσκύνησε ἡ ἴδια ἐν ζωῇ (προσωπικῶς)”.

2. Ὁ δέ ᾽Ιακώβ τόν ἔστειλε στά κτήνη, γιά νά τοῦ ἀναφέρη (ὁ ᾽Ιωσήφ) τόν χαιρετισμό τῶν ἀδελφῶν του.

᾽Εκεῖνοι, ὅμως, μέσῳ τοῦ μολυσμένου ἀπό σφαγή χιτῶνος τοῦ ἔστειλαν ἀπαίσιο ἀγγελιαφόρο περί τοῦ ᾽Ιωσήφ. Καί χωρίς εὐσπλαχνία τόν ἔρριξαν σέ λάκκο τῆς ἐρήμου καί στήν οἰκία ἔκαναν ὅτι χύνουν δάκρυα γι᾽ αὐτόν. Τόν πούλησαν γυμνό σέ ῎Αραβες καί μέ κραυγή ἔκλαψαν γι᾽ αὐτόν μπροστά στά μάτια τῶν Χαναναίων. Καί τοῦ ἔβαλαν σιδερένια δεσμά στά χέρια καί στά πόδια καί τόν ἔστειλαν νά ὁδοιπορήση· καί συνέθεσαν θρήνους γι᾽ αὐτόν ἐν γῇ καλλιεργημένη (εἴτε, “ἐν εἰρήνῃ”).

Κατέβηκε δέ (ὁ ᾽Ιωσήφ) στήν Αἴγυπτο καί τόν πούλησαν καί μέσα σέ λίγες ἡμέρες ἄλλαξε δύο φορές ἀφέντη.

Τμῆμα ΛΔ´

1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ὁ ᾽Ιούδας ἔλαβε σύζυγο καί ἀπ᾽ αὐτή γέννησε τόν ῎Ηρ, τόν Αὐνάν καί τόν Σηλά. Καί ὁ ῎Ηρ, ὁ πρωτότοκός του, πῆρε ὡς σύζυγο τή Θάμαρ (Γεν 38)· καί ἐπειδή ἦταν πονηρός (δηλ. ἄδικος), ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, (ὁ Θεός) τόν θανάτωσε. Πάλι, ὁ ἀδελφός του, ἄν καί ἔλαβε τή Θάμαρ ἐπειδή τήν ἀγαποῦσε, ὅμως ἀπ᾽ τό μῖσος του πρός τόν ἀδελφό του, δέν ἤθελε νά τεκνοποιήση γι᾽ αὐτόν.

᾽Εκ νέου, ἐπειδή (ὁ Θεός) τόν εἶχε φονεύσει ἐξαιτίας πονηροῦ τεχνάσματος, πού ἐπινόησε ὁ δεύτερος αὐτός, θεωρήθηκε ἡ Θάμαρ ὕποπτη ὅτι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων της ὑπῆρξε (ἡ αἰτία) τοῦ θανάτου καί τῶν ἀνδρῶν της καί ὁ ᾽Ιούδας τήν ἔστειλε στόν οἶκο τοῦ πατέρα του, ἡ ὁποία ἀνέμενε νά μεγαλώση ὁ Σηλά, στόν ὁποῖο αὐτή ἐπρόκειτο νά δοθῆ.

2. Ἀφοῦ δέ (ὁ Σηλά) βρισκόταν σέ νεανική ἡλικία, καί ἐπειδή ὁ ᾽Ιούδας δέν εἶχε θελήσει νά ὁδηγήση αὐτή ἐκ νέου στόν οἶκο του, ἡ Θάμαρ σκεπτόταν: “Μέ ποιά ἄραγε συμφωνία νά γίνη γνωστό στούς ἴδιους τούς Ἑβραίους, ὅτι ἐγώ δέν ὀρέγομαι γάμο, ἀλλ᾽ ὅτι ἐπιθυμῶ τήν εὐλογία, πού τούς δόθηκε;”. Μέ τόν Σηλά βέβαια μπορῶ νά τό γνωστοποιήσω, ἀλλά ἐξαιτίας τοῦ πλούτου τοῦ Σηλά δέν μπορῶ νά κάνω νά θριαμβεύση ἡ πιστότητά μου. Μοῦ εἶναι, λοιπόν, ἀναγκαῖο νά τό γνωστοποιήσω μέ τόν ᾽Ιούδα, γιά νά κάνω, μέ τό θησαυρό πού θά κυοφορήσω, πλούσια τή φτώχεια μου καί γιά νά γνωσθῆ, διά τῆς χηρείας πού θά τηρήσω ὅτι δέν ἐπεθύμησα συζυγία.

3. Ἐπειδή, ὅμως, φοβόταν μήπως τυχόν (ὁ ᾽Ιούδας) γνωρίζοντάς τη, τή φόνευε, σέ ἀντεκδίκησι γιά τούς δυό του υἱούς, γιά τό θάνατο τῶν ὁποίων ἐθεωρεῖτο ὕποπτη, ζήτησε —ὅπως ὁ ᾽Ελιέζερ— σημεῖο καί εἶπε· ᾽Επειδή ἡ γνῶσι σου περί τοῦ ἔργου τῆς ἐπιθυμίας δέν μέ καταδικάζει —διότι γνωρίζει ὅτι ὀρέγομαι αὐτό πού στούς Ἑβραίους ἀποκρύπτεται— καί ἐπειδή ἀγνοῶ ἄν ἀπό ἐσένα ἔγινε ἤ ὄχι δεκτό, δός μου νά τοῦ φανῶ σάν ἄλλη, γιά νά μή μέ φονεύση καί νά βρεθῆ στό στόμα του πορνικός λόγος. Θά μοῦ εἶναι ἀρκετό (αὐτό τό σημεῖο), γιά νά γνωρίζω ὅτι σοῦ εἶναι ἀρεστό νά ἐκχύσης καί μέσῳ τῆς θυγατέρας τῶν ἀπεριτμήτων τόν θησαυρό πού εἶναι κρυμμένος μέσα στούς περιτμημένους. ῎Ας γίνη, λοιπόν, ὥστε τή στιγμή πού θά δῆ, νά μοῦ πῆ, Ἦλθα νά κοιμηθῶ μαζί σου.

4. Ἐκείνη δέ αὐτά ζητοῦσε ἀπ᾽ τό Θεό καί ἰδού, ὁ ᾽Ιούδας ἐξερχόμενος τήν εἶδε καί, παρά τή συνήθειά του, ἡ προσευχή τῆς Θάμαρ τόν ὁδήγησε σέ πορνεία. ῎Αν καί ἦταν, ἐκεῖνο τόν καιρό πού τόν εἶδε, συγκαλυμμένη (στό πρόσωπο) ἀπό φόβο, ἀλλά, ἀφοῦ τῆς ἀναγγέλθηκε (ἀπ᾽ αὐτόν) στό αὐτί της, ὁ λόγος τοῦ σημείου πού (αὐτή) εἶχε ζητήσει (ἀπ᾽ τό Θεό), κατάλαβε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός θέλει αὐτό πού αὐτή ἔκανε· ἔδειξε τήν ὄψι της, λοιπόν, ἀπό τότε καί μετά χωρίς φόβο ἔδειξε καί ζήτησε τήν ἀμοιβή της ἀπ᾽ τόν κύριο τοῦ θησαυροῦ.

5. Καί ἀφοῦ γύμνωσε τόν ἄνδρα ἀπ᾽ τό σκῆπτρο του καί ἀπ᾽ τό δακτυλίδι καί ἀπ᾽ τήν ὀθόνη, καί (τά) πῆρε σάν τρεῖς μάρτυρες, γιά νά μαρτυροῦν αὐτοί περί του Ἑνός ἐκ τῶν Τριῶν, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά μεταφερθῆ ἀπ᾽ αὐτή, τόν συνεζεύχθη κι ἐπέστρεψε στόν οἶκο τοῦ πατερά της.

Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες, ὅμως, ἀκούσθηκε ἀπ᾽ τόν ᾽Ιούδα ὅτι ἡ Θάμαρ πόρνευσε, καί, ἰδού, συνέλαβε ἀπό πορνεία. ᾽Αφοῦ δέ ἔστειλε ἀνθρώπους του κι ἔμαθε ὅτι ἐκείνη δέν ἔχει καμμία δικαιολογία, διέταξε νά καῆ ἐκείνη. Μόλις, ὅμως, συγκεντρώθηκαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως Χεβρών, ἀκολουθώντας τά ἴχνη ἐκείνης πού τήν ἐμφάνιζαν ὡς πυρπολητέα, πρότεινε (ἡ Θάμαρ) τούς μάρτυρές της καί μέσῳ τῶν συγγενῶν της ἔστειλε στόν πεθερό της προτείνοντας σ᾽ αὐτόν: “᾽Εγώ συνέλαβα ἀπ᾽ τόν ἄνδρα, στόν ὁποῖο ἀνήκουν αὐτά”. Καί ἀμέσως μόλις εἶδε ὁ ᾽Ιούδας τά δικά του τεκμήρια, θαύμασε τήν πιστότητα τῆς γυναικός, ἁπλώνοντας δέ τό χέρι του γιά νά τά πάρη πίσω, ὑπολόγιζε τό χρόνο πού τά εἶχε δώσει.

6. Εἶπε δέ: “Αὐτή εἶναι ἀθωότερη ἀπό ἐμένα”, διότι ἁμάρτησαν περισσότερο οἱ υἱοί μου· γι᾽ αὐτό δέν τήν παρέδωσα —ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη— στόν Σιλά, τόν ὑιό μου, ἐξαιτίας καχυποψίας πού εἶχα καί τήν ἐμπόδισα ἀπ᾽ τόν Σηλά, τόν υἱό μου, αὐτή, πού τήν ἐξαίρεσα δόλια ἀπ᾽ τό γάμο, ἀποδείχθηκε ἀθώα στήν πορνεία της, καί αὐτή, τήν ὁποία ἀπέρριψε ἐξαιτίας τῶν δύο προηγουμένων υἱῶν του, τήν εἰσήγαγε ἐκ νέου ἐξαιτίας τῶν δύο μεταγενεστέρων υἱῶν του. Δέν συνευρέθη, ὅμως, μ᾽ αὐτή, ἡ ὁποία εἶχε ὑπάρξει σύζυγος τῶν δύο προτέρων υἱῶν του, οὔτε ἐπίσης ἔλαβε ἄλλη μετά ἀπ᾽ αὐτή, ἡ ὁποία ἦταν μητέρα τῶν δύο μεταγενεστέρων υἱῶν του.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ανάγνωση και ερμηνεία της Αγίας Γραφής”

cron