Σελίδα 1 από 1

Η αρετή της Μετάνοιας

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:30
από LAPTONAS
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Α΄. Ορισμός μετανοίας.

ΠΡΙΝ δούμε τη διδασκαλία του ι. Χρυσοστόμου για την μετάνοια, ας παραθέσουμε ένα ορισμό της μετάνοιας που δίδει σε σχετική ομιλία του. «Η μετάνοια είναι», λέγει ο ιερός πατήρ, «θεραπευτικό ιατρείο της αμαρτίας· είναι δώρο ουράνιο, δύναμη θαυμαστή, χάρη που νικά τις συνέπειες των νόμων. Γι’ αυτό δεν απορρίπτει τον πόρνο, δεν διώχνει το μοιχό, δεν αποστρέφεται τον μέθυσο, δεν σιχαίνεται τον ειδωλολάτρη, δεν απομακρύνει τον κακολόγο, δεν διώχνει τον βλάσφημο, ούτε τον αλαζόνα, αλλ’ όλους τους μεταβάλλει· γιατί η μετάνοια είναι χωνευτήρι της αμαρτίας»1.

Β΄. Αποτελεσματικότητα της μετανοίας.

Από τον ορισμό που παραθέσαμε φαίνεται η αξία και η αποτελεσματικότητα της μετανοίας. Η μετάνοια αφ’ ενός εξαφανίζει τις παρανομίες, τα δάκρυα, τις ενοχές, τον φόβο, την απόγνωση, και μας δίδει παρρησία προς τον Θεό, αφ’ ετέρου αλλάζει οντολογικά την μεταπτωτική φύση μας. Η Εκκλησία, μέσα στην οποία ανθεί και αξιοποιείται η μετάνοια, είναι ανώτερη και από την κιβωτό του Νώε. Διότι η κιβωτός εκείνη δέχθηκε ζώα και τα διατήρησε σώα από τον κατακλυσμό, δεν άλλαξε όμως την φύση τους. Ο λύκος παρέμεινε λύκος και το γεράκι το ίδιο. Ενώ εδώ η μετάνοια δίνει την δυνατότητα στον λύκο να γίνει πρόβατο και στο φίδι αρνί. Όχι βέβαια ότι ο άνθρωπος παίρνει κάτι που δεν είχε, αλλά με την απομάκρυνσή του από την αμαρτία ξαναγυρίζει στο αρχαίο κάλλος, ξαναγίνεται εικόνα Θεού2.

Ρωτούσαν οι ακροατές τον Χρυσόστομο· «Είναι δυνατό να μετανοήσει κανείς και να σωθεί;». «Όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και σώζομαι εάν μετανοήσω;»3. Και απαντούσε ο ι. πατήρ· «Ασφαλώς. Βεβαιότατα. Ο Κύριός μας έχει την δύναμη να εξαλείφει τα αμαρτήματα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ούτε ίχνος να μη μείνει. Στην περίπτωση των ιατρών του σώματος αυτό μερικές φορές είναι αδύνατο. Γι’ αυτό, ενώ το τραύμα θεραπεύεται, η ουλή μένει. Ο Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, ούτε ουλή αφήνει ούτε ίχνος επιτρέπει να μείνει, αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά, μαζί με την απαλλαγή της τιμωρίας δίνει και τη δικαιοσύνη, και κάνει εκείνον που έχει αμαρτήσει ίσον με εκείνον που δεν έχει αμαρτήσει. Γιατί εξαλείφει το αμάρτημα και το κάνει ούτε καν να υπάρχει και σαν να μη έγινε. Τόσο πολύ τέλεια το εξαλείφει, χωρίς να μένει ούτε ουλή ούτε ίχνος ούτε σημάδι αποδεικτικό ούτε δείγμα»4. Γι’ αυτό ο Ησαΐας βροντοφωνάζει· «Και δεύτε διαλεχθώμεν, λέγει Κύριος· και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, εάν δε ώσιν ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ»5. Βλέπετε, αναφωνεί ο ι. πατήρ σχολιάζοντας το χωρίο του Ησαΐα, βλέπετε, εάν κάπου υπάρχει ουλή ή ρυτίδα μαζί με το χρώμα της καθαρότητας; Μήπως υπάρχουν κάπου μαυράδια ή λεκέδες; Πουθενά δεν φαίνονται. Η παντοδυναμία του Θεού, όταν το ζητήσει ο άνθρωπος, εξαλείφει τα πάντα6.

Γ΄. Έμπρακτη και ουσιαστική μετάνοια.

Αλλά ενώ η μετάνοια έχει τόση αξία και αποτελεσματικότητα, για να δρέψουμε τους καρπούς της πρέπει η προσωπική μας μετάνοια να είναι έμπρακτη και ουσιαστική. Διότι «μετάνοια είναι όχι εκείνη που διακηρύσσεται με λόγια, αλλ’ εκείνη που διαβεβαιώνεται από τα ίδια τα πράγματα»7. Ο Ησαΐας λέγει· «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τάς πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου»8. Και σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης· Αφού λέγει «αφέλετε τας πονηρίας από των καρδιών υμών», γιατί προσθέτει και « απέναντι των οφθαλμών μου»; Δεν ήταν αρκετό το πρώτο μέρος της προτάσεως; Γιατί διαφορετικά βλέπουν τα μάτια των ανθρώπων και διαφορετικά ο οφθαλμός του Θεού. «Ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ενώ ο Θεός στην καρδιά»9. Είναι σαν να λέγει ο Θεός στους ανθρώπους, που μετά την πτώση υποκρίνονται και παίζουν συνεχώς θέατρο ακόμη και μπροστά στα μάτια του Θεού, ότι προσέξτε, μη νοθεύετε τη μετάνοια με προσχήματα, αλλά δείξτε τους καρπούς της μετανοίας10.

Πολύ σοφά και αξιοπρόσεκτα λόγια. Διότι οι άνθρωποι ρέπουν σε μια τυπική μετάνοια. Ακόμη και οι ευσεβέστεροι εφησυχάζουν απλώς σε κάποια σωματική άσκηση, συνήθως νηστεία, την οποία χρησιμοποιούν και ως μόνη προετοιμασία για τη θεία κοινωνία. Γι’ αυτό ο ι. πατήρ σε ομιλία του λεχθείσα κατά την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, την κατ’ εξοχήν περίοδο μετανοίας, λέγει τα εξής. «Είναι δυνατό να υποστούμε τον κόπο της νηστείας, αλλά να μη λάβουμε το μισθό της νηστείας. Πως; Όταν απέχουμε βέβαια από τις τροφές, δεν απέχουμε όμως από τα αμαρτήματα· όταν δεν τρώμε κρέατα, κατατρώμε όμως τα σπίτια των πτωχών· όταν δεν μεθάμε βέβαια με κρασί, μεθάμε όμως με την πονηρή επιθυμία· όταν μένουμε όλη τη μέρα νηστικοί, αλλά περνούμε όλη τη την ημέρα με ακόλαστα θεάματα. Να, και κόπος νηστείας, και μισθός νηστείας κανένας, όταν πηγαίνουμε στα θέατρα παρανομίας»11. Τι θα έλεγε ο ι. πατήρ σήμερα, εάν έβλεπε ότι το θέατρο της εποχής του, που το θεωρούσε «καθέδρα της διαφθοράς, γυμναστήριο της ακολασίας, διδασκαλείο της ασελγείας και όλων των κακών»12, μπήκε μέσω της τηλεοράσεως σε κάθε σπίτι, σε κάθε γωνιά της γης, και οι χριστιανοί ξοδεύουν ώρες ολόκληρες για να παρακολουθούν πιστεύοντας συγχρόνως ότι είναι ιδεώδεις πιστοί; Κι όμως «μοιχεία είναι όχι μόνο η ένωση, ούτε μόνο η σαρκική μείξη, αλλά και το ακόλαστο βλέμμα»13, και οι πνευματικοί οφείλουν να τονίζουν, ότι δεν νοείται μετάνοια εάν συνυπάρχει παρακολούθηση αισχρών θεαμάτων.

Περισσότερα εδώ : http://pmeletios.com/ar_meletios/metano ... stomo.html

Re: Η Μετάνοια στην Ορθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:31
από LAPTONAS
Δ΄. Εμπόδια μετανοίας.

α΄) Ο νόμος είναι κοπιαστικός. Ο Θεός μας ζητά αδύνατα.

Αυτή είναι μια απάντηση που έδιναν οι ακροατές του ι. Χρυσοστόμου στις ζωηρές προτροπές του για μετάνοια. Και απαντούσε ο άγιος πατήρ· Κλείσε το στόμα σου, μη κατηγορείς τον Κύριο· γιατί δεν αποτελεί αυτό δικαιολογία, αλλά προσθήκη της αμαρτίας πολύ πιο χειρότερη από την προηγούμενη. Αυτοί που λένε παρόμοιες δήθεν δικαιολογίες μοιάζουν με το δούλο που πήρε ένα τάλαντο χωρίς να το αξιοποιήσει και, όταν θέλησε να δικαιολογηθεί, είπε· «Ήξερα ότι είσαι σκληρός· θερίζεις όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις απ’ όπου δεν σκόρπισες»14. Μη κατηγορείς τον Κύριο· δεν πρόσταξε αδύνατα. Κι αυτό φαίνεται απ’ το ότι υπάρχουν άνθρωποι που όχι απλώς τα τηρούν αλλά και τα υπερβαίνουν. Π.χ. υπάρχουν άνθρωποι όχι απλώς ηθικοί αλλά και παρθένοι εντελώς. Υπάρχουν άνθρωποι όχι απλώς ελεήμονες αλλά εντελώς ακτήμονες. Όλα αυτά δείχνουν την ευκολία των προσταγμάτων του Θεού. Δεν θα τα υπερέβαιναν αυτά, αν δεν ήταν εύκολα. Εύκολα λοιπόν τα προστάγματα του Θεού και όχι δύσκολα15. Τώρα, αν σε πολλούς φαίνονται δύσκολα τα προστάγματα του ευαγγελίου, είναι δύσκολα όχι από τη φύση τους αλλ’ εξ αιτίας της ραθυμίας των ακροατών. Η δυσκολία δεν βρίσκεται στη φύση των πραγμάτων, αλλά στην προαίρεση των ανθρώπων. Και ότι αυτό είναι αληθινό γίνεται φανερό από το εξής· το μέλι έχει φύση γλυκιά και ευχάριστη, αλλά στους ασθενείς είναι πικρό και αηδιαστικό· όχι όμως από τη φύση του αλλά εξ αιτίας της ασθένειας εκείνων. Έτσι και ο νόμος, αν φαίνεται ότι είναι βαρύς, αυτό προέρχεται όχι από τη φύση του, αλλ’ από τη ραθυμία μας16.

β΄) Απόγνωση και αδιαφορία.

Δύο βασικά και δυσυπέρβλητα εμπόδια για να δεχθούμε την ωφέλεια της σωστής μετανοίας είναι η απόγνωση και η αδιαφορία.

Η απόγνωση δεν αφήνει τον πεσμένο να σηκωθεί, ενώ η αδιαφορία οδηγεί στην πτώση εκείνον που είναι όρθιος. Η δύναμη της απογνώσεως και της αδιαφορίας φαίνεται σε πολλά βιβλικά παραδείγματα. Ο διάβολος πριν την πτώση του ήταν αγαθός· έδειξε αδιαφορία, έπεσε, και μετά κυριεύθηκε από απόγνωση και χάθηκε. Ο Παύλος ήταν βλάσφημος και διώκτης της Εκκλησίας· έδειξε όμως προθυμία, δεν κυριεύθηκε από απόγνωση, και έγινε ίσος με τους αγγέλους. Ο Ιούδας ήταν απόστολος· αλλ’ επειδή έδειξε ραθυμία, έγινε προδότης. Ο ληστής μετά από τόση κακία, επειδή δεν κυριεύθηκε από απόγνωση, έγινε πρώτος πολίτης του παραδείσου· το ίδιο και ο τελώνης. Ενώ ο Φαρισαίος από εγωισμό και αφοβία για τους κινδύνους της πνευματικής ζωής κατρακύλησε από το ύψος της αρετής. Και δεν είναι μόνο άτομα που καταστράφηκαν ή σώθηκαν, αναλόγως της στάσεώς τους, αλλά και ολόκληρες πόλεις. Τα Σόδομα και η Γομόρα καταστράφηκαν από την αδιαφορία τους. Είναι χαρακτηριστική η στάση των γαμβρών του Λώτ, όταν τους ειδοποίησε ότι θα καταστρέψει ο Θεός την πόλη τους. «Έδοξε γελοιάζειν εναντίον των γαμβρών αυτού»17, λέει η αγία Γραφή. Τους φάνηκε ότι τους κοροϊδεύει και ότι τους λέει αστεία πράγματα. Και όχι μόνο πόλεις αλλά ολόκληρη η οικουμένη καταστράφηκε από την αδιαφορία της την εποχή του Νώε. Αντιθέτως η πόλη της Νινευή, επειδή δεν έπεσε στην απόγνωση αλλά έδειξε συγκλονιστική μετάνοια, σε τρεις μέρες σώθηκε18.

«Κανείς λοιπόν ας μην απελπίζεται για την σωτηρία του.Δεν είναι φυσική η κακία· έχουμε τιμηθεί με προαίρεση και ελευθερία. Είσαι τελώνης; Μπορείς να γίνεις ευαγγελιστής. Είσαι βλάσφημος; Μπορείς να γίνεις απόστολος. Είσαι ληστής; Μπορείς να λεηλατήσεις τον παράδεισο. Είσαι μάγος; Μπορείς να προσκυνήσεις τον Κύριο. Δεν υπάρχει καμμία αμαρτία που να μην σβήνεται με την μετάνοια. Γι’ αυτό ο Κύριος διάλεξε τους πιο καλούς καρπούς της πονηρίας, για να μη μπορεί κανείς στο τέλος ν’ απαλλαγεί από τη κατηγορία»19. Μόνο ας προσέχουμε τη ραθυμία και τη αδιαφορία.

γ΄) Η ντροπή

Τρίτο βασικό και ουσιαστικό εμπόδιο για τη μετάνοια είναι η ντροπή. Πολύ μεγάλο εμπόδιο. Η ντροπή δόθηκε από τον Θεό για να μας συγκρατεί από τον κατήφορο της αμαρτίας. Κι όμως το δώρο του Θεού το πήρε ο σατανάς και το έκανε εμπόδιο για τη μετάνοια.

«Πρόσεχε τι σου έκανε ο διάβολος», αναφωνεί ο ι. πατήρ. «Δύο είναι αυτά· η αμαρτία είναι τραύμα, η μετάνοια φάρμακο. Η αμαρτία έχει ντροπή, ενώ η μετάνοια έχει την παρρησία· η αμαρτία προκαλεί το σάπισμα, η μετάνοια προκαλεί την θεραπεία. Την τάξη αυτή αντέστρεψε ο σατανάς, και έδωσε την παρρησία στην αμαρτία και τη ντροπή στη μετάνοια»28.

Γιατί όμως να το δεχόμαστε αυτό, τη δαιμονική αυτή ανατροπή των πραγμάτων; «Μήπως το φάρμακο προξενεί τη σαπίλα; Μήπως το τραύμα παρέχει τη θεραπεία»21. Δεν λέει η αγία Γραφή «Λέγε γαρ τάς ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθής»22, και «δίκαιος εαυτού κατήγορος εν πρωτολογία»23; Δεν καταλαβαίνουμε ότι μ’ αυτή την ανατροπή των πραγμάτων ο σατανάς και στην αμαρτία μας σέρνει και από τη μετάνοια μας αποτρέπει;

«Τι ντρέπεσαι τώρα; Όταν πόρνευες δεν ντρεπόσουν, όταν παίρνεις το φάρμακο ντρέπεσαι; Όταν απαλλάσσεις τον εαυτό σου από την αμαρτία ντρέπεσαι; Τότε όφειλες να ντρέπεσαι, όταν αμάρτανες· τώρα που γίνεσαι δίκαιος όχι»24.



Ε΄. Μετάνοια και χρόνος.

Για την μετάνοια δεν χρειάζεται μεγάλο διάστημα χρόνου. Εάν υπάρχει ζήλος και ορμή, αρκεί και μία στιγμή.

Ο Πέτρος αρνήθηκε τον Χριστό τρεις φορές. Έφθασε στο κατάντημα να φοβηθεί μια υπηρετριούλα. Κι όμως, την ίδια νύχτα που έπεσε, την ίδια και σηκώθηκε. Την ίδια νύχτα και την πληγή δέχτηκε και το φάρμακο. Και αρρώστησε και επανεύρε την υγεία του. Η πτώση του φοβερή· κανένα κακό δεν είναι ίσο με την άρνηση. Το αξίωμά του μεγάλο· ήταν απόστολος. Με ανθρώπινα κριτήρια συγγνώμη γι’ αυτόν δεν υπήρχε. Κι όμως μέσα σε μία νύχτα βρήκε την θεραπεία. Οι Νινευΐτες καταδικάσθηκαν αμετάκλητα από τον Θεό να καταστραφούν εντός τριών ημερών. Κι όμως μέσα σε τρεις μέρες κατόρθωσαν να εξαλείψουν τόσων αμαρτημάτων οργή23.

«Δεν περιμένει ο Θεός να περάσει χρόνος από τη μετάνοια· είπες την αμαρτία σου, δικαιώθηκες· μετανόησες, ελεήθηκες. Δεν απομακρύνει την αμαρτία ο χρόνος, αλλ’ ο τρόπος εκείνου που μετανοεί σβήνει την αμαρτία· είναι δυνατό να περάσει πολύς χρόνος και να μη επιτύχει κάποιος την σωτηρία· και άλλος πάλι μέσα σε λίγο χρόνο, αφού εξομολογηθεί ειλικρινά, ν’ απαλλαχθεί από την αμαρτία»26. Έτσι ο μακάριος Σαμουήλ, αν και ανάλωσε πολύ χρόνο για να προσεύχεται να σωθεί ο Σαούλ, δεν πέτυχε τίποτα, διότι δεν τον βοήθησε ο τρόπος του Σαούλ. Ενώ ο μακάριος Δαυίδ, που μετά τον έλεγχο του Νάθαν έδειξε ειλικρινή μετάνοια, σώθηκε. Ένας λόγος ειλικρινής, που λέχθηκε μέσα σε μια στιγμή, πρόσφερε αμέσως τη σωτηρία27. Διότι μόλις είπε ο Δαυίδ «Ήμαρτον τω Κυρίω» αμέσως του είπε ο Νάθαν· «Και Κύριος παρεβίβασε το αμάρτημά σου, ου μη αποθάνης»28.

Λοιπόν δεν χρειάζεται χρόνος για τη μετάνοια αλλά διάθεση. Το μόνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι «ο τωρινός καιρός είναι καιρός μετανοίας· γιατί είναι μεγάλος ο φόβος για τα αμαρτήματα που διαπράξαμε, αν δεν προλάβει η μετάνοια τη τιμωρία»29. «Προφθάσωμεν το πρόσωπο αυτού εν εξομολογήσει»30. Κάποτε θα έλθει η ώρα που θα διαλυθεί το θέατρο του κόσμου αυτού, ή θα τελειώσει η ζωή μας. Τότε πλέον θα αρχίσει ο χρόνος της κρίσεως. Ας εκμεταλλευθούμε τον τωρινό χρόνο της μετανοίας. Μέχρι τώρα φροντίζαμε να ζούμε για την σάρκα, τις ηδονές, τη δόξα. Ας φροντίσουμε πλέον για το πνεύμα, για τις αρετές, για τη μετάνοια. Μια επίσκεψη στους τάφους αρκεί να μας συνετίσει. Δεν υπάρχει εκεί πλέον η ομορφιά της νεότητας, το χαρούμενο πρόσωπο, τα όμορφα μάτια, τα φλογερά χείλη, το λαμπερό μέτωπο, η καλοκαμωμένη μύτη. Δεν ξεχωρίζει ο σοφός από τον αγράμματο, ο ιδιώτης από τον βασιλιά, ο ευγενής από τον δούλο. Αυτά αν σκεφθούμε, όσο ακόμη έχουμε καιρό, ας επιστρέψουμε από τον πλανεμένο δρόμο μας31.

Και αφού αναγκαστικά θα λυπηθούμε για τα αμαρτήματά μας, είτε εδώ είτε εκεί, είναι προτιμότερο να λυπηθούμε εδώ, παρά εκεί. Και στην άλλη ζωή θα υπάρχει λύπη για τις αμαρτίες, αλλά δεν θα υπάρχει λύτρωση και βελτίωση της καταστάσεως. Διότι λέγει ο ψαλμωδός· «Εν τω Άδη τις εξομολογήσεταί σοι;»32. Όχι ότι δεν θα εξομολογούμεθα, αλλά ότι θα αποβαίνει μάταιο. Παράδειγμα η περίπτωση του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Ο πλούσιος υποφέροντας στην κόλαση βελτιώνεται και ενδιαφέρεται για τα πέντε αδέλφια του -αν και δεν τα βλέπει, όπως έβλεπε χρόνια τον Λάζαρο- να μη καταντήσουν όπως κι αυτός. Αφού απέτυχε ο ίδιος να ευεργετηθεί, στη συνέχεια φροντίζει για την σωτηρία των άλλων. Πόσο σκληρός ήταν πριν, και πόσο φιλάνθρωπος έγινε μετά! Κι όμως δεν ωφελήθηκε σε τίποτα από τη μετάνοια και βελτίωσή του αυτή. Διότι η μετάνοιά ήταν άκαιρος33.

http://pmeletios.com/ar_meletios/metano ... stomo.html

Re: Η Μετάνοια στην Ορθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:31
από LAPTONAS
ΣΤ΄. Ιδιότητες Θεού και μετάνοια.

Για να συνειδητοποιήσουμε πόσο εύκολα μας δέχεται ο Θεός και πόσο επιθυμεί την επιστροφή μας, ο ι. Χρυσόστομος, ευκαίρως–ακαίρως, αναφέρεται στις ιδιότητες και τα γνωρίσματα του Θεού. Έτσι ο Θεός είναι·

α΄) Ήμερος Δεσπότης.

Ο Θεός είναι ήμερος Δεσπότης. Θέλει μια αιτία να βρει και αμέσως να επιδείξει όλη τη φιλανθρωπία του. Ο Θεός, εάν αμαρτάνοντας και μένοντες ατιμώρητοι δεν γινόμασταν χειρότεροι, θα παρέβλεπε την τιμωρία μας. Αλλά ξέρει ότι η ζημιά που υφιστάμεθα, εάν αμαρτάνοντας δεν τιμωρηθούμε, δεν είναι λιγώτερη από τη ζημιά που υφιστάμεθα από τα ίδια τα αμαρτήματα. Επειδή λοιπόν θέλει να διορθώσει τιμωρεί, και όχι για να πάρει ικανοποίηση.

Γι’ αυτό λέει στο Μωυσή· «Άφες με, και θυμωθείς εκτρίψω αυτούς»34. Όχι ότι ο Μωυσής τον κρατούσε, διότι παρευρισκόταν σιωπών, αλλά επειδή οι Ισραηλίτες έκαναν πράξεις άξιες τιμωρίας, και ήταν αναγκαία η τιμωρία, ο Θεός όμως δεν ήθελε να τους τιμωρήσει, ούτε όμως και να τους κάνει οκνηρούς, γι’ αυτό παρουσιάζεται ότι δήθεν ο Μωυσής δεν τον αφήνει να τους τιμωρήσει.

Επίσης στον Ιεζεκιήλ λέει· «Περιδράμετε και ίδετε εν τοις οδοίς Ιερουσαλήμ, ει έστι τις ποιών κρίμα και δικαιοσύνην· ίλεως έσομαι αυτοίς»35. Δηλαδή, από την αρετή του ενός συναπολαμβάνουν και πολλοί από τους πονηρούς. Όταν όμως είναι πολλοί οι πονηροί και ένας ο δίκαιος, τότε αυτός δεν καταστρέφεται μαζί τους. Έτσι ο Μωυσής σώζει τους Ισραηλίτες αλλά και ο Νώε δεν χάνεται μαζί με τους άλλους.

Αλλά έχουμε και τρίτο παράδειγμα που δείχνει πόσο ήμερος είναι ο Δεσπότης. Όταν δεν βρει ζώντες ανθρώπους να έχουν παρρησία για να ικετεύσουν, καταφεύγει σ’ εκείνους που έχουν πεθάνει και ότι συγχωρεί τα αμαρτήματα εξ αιτίας εκείνων. Έτσι στον Εζεκία λέει· «Υπερασπιώ της πόλεως ταύτης δι’ εμέ, και δια Δαυίδ τον παίδα μου»36τον ήδη τετελευτηκότα.

Να λοιπόν ότι τα πάντα μετέρχεται ο Θεός, ώστε να μας απαλλάξει από την κόλαση και την τιμωρία37.

β΄) Ο Θεός είναι βραδύς για τιμωρία, γρήγορος για σωτηρία.

Βλέπουμε ότι στην περίπτωση του Δαυίδ ο Θεός δεν τον ελέγχει αμέσως όταν αμάρτησε, αλλά αφού κυοφόρησε η γυναίκα και γεννήθηκε το βρέφος, τότε αποστέλλεται ο Νάθαν. Γιατί γνωρίζει ο Θεός ότι στην έξαψη του πάθους δεν προσφέρει τίποτα ο έλεγχος. Αλλά ενώ άργησε να τον ελέγξει ο Θεός, μόλις ο Δαυίδ είπε «ημάρτησα τω Κυρίω»38, σε μια στιγμή του δόθηκε η μετάνοια και η άφεση.

Εμείς οι άνθρωποι κάνουμε πολύ χρόνο να κτίσουμε ένα σπίτι, αλλά το γκρεμίζουμε γρήγορα. Ο Θεός κάνει το αντίθετο· καταστρέφει αργά, αλλά κτίζει πολύ γρήγορα. Το πρώτο δείχνει την αγαθότητά του, το δεύτερο την δύναμή του. Έτσι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο σε έξη ημέρες· για να καταστρέψει όμως την Ιεριχώ καθυστερεί επτά ολόκληρες μέρες. Όχι διότι ατονεί η δύναμή του, αλλά μακροθυμεί η φιλανθρωπία του. Η πολιορκία των επτά ημερών είναι κήρυγμα μετανοίας για την Ιεριχώ. Γι’ αυτό αργεί ο Θεός 39.

γ΄) Η φιλανθρωπία του Θεού μέτρο δεν έχει.

Πολύ συχνά στις ομιλίες του ο ι. Χρυσόστομος τόνιζε· «Κι αν ακόμη κάθε μέρα αμαρτάνεις, κάθε μέρα μετανόει». Και απαντούσαν οι ακροατές του· «Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι δυνατόν να μετανοήσει κανείς και να σωθεί;». Και ερχόταν η παρήγορη απάντηση του ι. πατρός· «Ασφαλώς ναι. Από πού είναι φανερό; Από την φιλανθρωπία του Κυρίου σου. Μόνη η μετάνοιά σου δεν αρκούσε. Επειδή όμως με τη μετάνοια αναμιγνύεται και η φιλανθρωπία του Θεού, έχε θάρρος. Μέτρο στη φιλανθρωπία του Θεού δεν υπάρχει. Η δική σου κακία έχει μέτρο. Σκέψου ένα σπινθήρα που έπεσε στο πέλαγος· μήπως μπορεί να μείνει εκεί ή να φανεί; Έτσι είναι και φιλανθρωπία του Θεού απέναντι στην αμαρτία. Ή καλύτερα ούτε τόσο, αλλά πολύ περισσότερο. Γιατί το πέλαγος, κι αν ακόμη είναι μεγάλο, έχει όρια, ενώ η φιλανθρωπία του Θεού είναι απεριόριστη»40.

δ΄) Σκοπός της μακροθυμίας του Θεού.

Αλλά γιατί ο Θεός είναι τόσο φιλάνθρωπος και τόσο πολύ μακροθυμεί; Γιατί ενδιαφέρεται και για την σωτηρία των αμαρτωλών αλλά και για το μέλλον των απογόνων του. Και αν ακόμη αυτός που αμαρτάνει δεν πρόκειται να μετανοήσει, ευσπλαχνίζεται πολλές φορές τη ρίζα, για να φυλάξει τους καρπούς. Έτσι ανέχεται τον ειδωλολάτρη Θάρα χάριν του απογόνου Αβραάμ. Ανέχεται τον «πόρνο και βέβηλο»41 Ησαύ χάριν του δικαίου Ιώβ. Διότι λέγει η Γραφή· «Ησαύ εγέννησε τον Ραγουήλ, Ραγουήλ τον Ζάρα, Ζάρα τον Ιώβ»42. Οι νόμοι των Ρωμαίων λένε να μη θανατώνεται έγκυος γυναίκα, που έπεσε σε θανάσιμο παράπτωμα, εάν δεν γεννήσει πρώτα. Εάν οι ανθρώπινοι νόμοι δείχνουν τόση ευσπλαχνία, δεν είναι εύλογο ο Θεός, πολύ περισσότερο, να κάνει το ίδιο;

Αλλά και για τους ίδιους τους αμαρτωλούς συμβαίνει αυτό. Διότι αν προλάβαινε η τιμωρία την διόρθωση, ο κόσμος θα χανόταν κυριολεκτικά. Έτσι ο Παύλος από διώκτης έγινε απόστολος, ο Ματθαίος από τελώνης ευαγγελιστής, ο Πέτρος από αρνητής πρωτοκορυφαίος των αποστόλων κ.ο.κ.42.

ε΄) Ο Θεός είναι σκληρός στους δικαίους, ελεήμων στους αμαρτωλούς.

Μια άλλη περίεργη ιδιότητα του Θεού είναι ότι φαίνεται σκληρός στους δικαίους, ελεήμων στους αμαρτωλούς. Έτσι ενώ στους αμαρτωλούς λέει «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; ή ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει;»43 και «Επιστράφητε προς με και επιστραφήσομαι προς υμάς»44 και πάλι «Ζω γαρ εγώ, λέγει Κύριος· ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν»45,στούς δικαίους όμως αλλάζει τον τόνο της φωνής του και τους υπενθυμίζει ότι· «Εάν ποίηση άνθρωπος πάσα δικαιοσύνη και πάσα αλήθεια και στραφείς αμάρτη, ου μη μνησθώ της δικαιοσύνης αυτού, αλλ’ εν τη αμαρτία αυτού αποθανείται».

Βλέποντας τα χωρία αυτά της αγίας Γραφής ο ι. πατήρ αναφωνεί· «Πω πω, πόση ακριβολογία για τον δίκαιο· πω πω, πόση μεγαλοδωρία προς τον αμαρτωλό! Τόσους ποικίλους και διαφόρους τρόπους επινοεί, χωρίς αυτός να αλλάξει, αλλά μοιράζοντας χρήσιμα τη μεγάλη του αγαθότητα· και άκου πώς. Τον αμαρτωλό κ’ εκείνον που επιμένει στις αμαρτίες, αν τον φοβίσει, τον οδηγεί στην απόγνωση και στη στέρηση της ελπίδας, ενώ τον δίκαιο, αν τον μακαρίσει, χαλαρώνει τον τόνο της αρετής του. Επειδή μακαρίσθηκε ήδη, τον κάνει αδιάφορο στην προθυμία προς την αρετή. Γι’ αυτό τον αμαρτωλό τον ελεεί, ενώ τον δίκαιο τον φοβίζει»48. Έτσι στην αμαρτωλή γυναίκα που τον συνάντησε στο σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου, μόλις είδε τα δάκρυά της, την συγχώρησε47, ενώ την Μαριάμ την αδελφή του Μωυσέως, εξ αιτίας μικρού γογγυσμού, την τιμώρησε με λέπρα48.

Και υπάρχει και κάτι άλλο παράξενο και παράδοξο· επειδή τα αμαρτήματα θεωρούνται σαν χρέη, στους αμαρτωλούς που μετανοούν χαρίζει και το κεφάλαιο, ενώ από τους δικαίους απαιτεί και τους τόκους. Έτσι ο δούλος που χρωστούσε μύρια τάλαντα, μόλις είπε «Κύριε μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα αποδώσω»49, ο Κύριος δεν περίμενε να τον εξοφλήσει, αλλά θεώρησε την εξομολόγηση εξόφληση του χρέους. Ενώ στην παραβολή των ταλάντων από τους δικαίους απαιτεί και τόκους. «Δια τι γαρ ουκ εδώκατε το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, καγώ ελθών συν τόκοις απήτησα;»50. Όπως εμείς απαιτούμε από τους πλουσίους πολλά και δεν τους χαρίζουμε τίποτα, ενώ τους φτωχούς τους λυπούμαστε και τους ελεούμε, έτσι και ο Θεός. Διότι θεωρεί τον δίκαιο πλούσιο και τον αμαρτωλό πτωχό51.



Ζ΄. Μετάνοια και μνήμη.

Ο Θεός συγχωρεί βέβαια όλες τις αμαρτίες μας και δεν τις θυμάται μετά την εξομολόγηση, εμείς όμως θα πρέπει να τις έχουμε συνέχεια μπροστά μας. Γιατί η ανάμνηση των αμαρτιών που διαπράχθηκαν γίνεται αιτία αποφυγής άλλων μελλοντικών αμαρτιών· και εκείνος που υποφέρει για τα προηγούμενα αμαρτήματα, δείχνει τη γνώμη πιο ασφαλή για τα επόμενα. Γι’ αυτό ο Δαυίδ δεν ξεχνά τι έκανε, αλλά όλο συντριβή αναφωνεί «και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός»52. Και ότι ο Θεός απαιτεί από μας αυτή την κατάσταση, άκουσε τον ίδιο που λέει· «Εγώ ειμί, εγώ ειμί ο εξαλείφων τας ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθείς»53. Να λοιπόν που είναι απαραίτητη η μνήμη των αμαρτημάτων μας, άσχετα αν έχουμε λάβει την άφεση 54. Γι’ αυτό ο Παύλος δεν παύει να λέει· «Ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, ότι εδίωξα την εκκλησίαν»55 και «Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτος ειμί εγώ»56. Δεν είπε ήμουν, αλλά είμαι. Η συγχώρηση των αμαρτημάτων έγινε από τον Θεό, αλλά η ενθύμησή τους δεν εξαφανιζόταν από την σκέψη του Παύλου57.

Πρέπει όμως να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας όχι μόνο για να έχουμε ασφάλεια στο μέλλον αλλά και για να γίνουμε ένδοξοι μπροστά στα μάτια του Θεού. Διότι η ενθύμηση των αμαρτιών δεν μας ντροπιάζει· το αντίθετο, μας κάνει λαμπρούς. Μάλιστα δεν μας κάνει τόσο λαμπρούς η μνημόνευση των κατορθωμάτων όσο η μνημόνευση των αμαρτημάτων. Ας έχουμε υπ’ όψη μας αυτό όσοι από ντροπή ή μια κακώς νοούμενη αξιοπρέπεια δεν λέμε τα αμαρτήματά μας και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε ώστε να μη νιώθουμε τον έλεγχο της συνειδήσεως. Στην παραβολή του φαρισαίου και του τελώνη, τον Φαρισαίο, αφού είπε τα κατορθώματά του, τον σιχάθηκε ο Θεός, ενώ τον τελώνη τον αγάπησε και τον δόξασε. Η ενθύμηση των κατορθωμάτων μας οδηγεί στην υπερηφάνεια και τον κομπασμό, στην δήθεν αγιότητα. Η ενθύμηση όμως των αμαρτημάτων συγκρατεί τη διάνοια, την κάνει να σκέπτεται ταπεινά, να είναι επιεικής στα λάθη των άλλων αδελφών, και ελκύει την εύνοια του Θεού58. Γι’ αυτό ο Χριστός κελεύει· « Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν»59.

Και κάτι άλλο που πρέπει να διευκρινίσουμε. Πολλοί χριστιανοί λένε στον πνευματικό ή στους γνωστούς· Είμαι αμαρτωλός· γενικά και αόριστα. Όχι, αυτό είναι λάθος. «Δεν είναι αρκετό»,λέει ο ι. Χρυσόστομος, «μόνο το να πούμε ότι είμαι αμαρτωλός, αλλά πρέπει να ενθυμούμεθα τα πλημμελήματά μας χωριστά και κατ’ είδος. Διότι τότε μόνο βρίσκουμε ίαση»60. Στο γιατρό δεν λέμε γενικά ότι είμαστε άρρωστοι, αλλά κάνουμε λεπτομερείς διευκρινήσεις για το μέλος του σώματος που πάσχει και για το είδος του πόνου και των διαφόρων συμπτωμάτων. Εκτός τούτου ο Χρυσόστομος συνιστά να λέμε «τα πλημμελήματα κατ’ είδος» ώστε να συνειδητοποιήσουμε τη χάρη που λαμβάνουμε με την άφεση και να γίνουμε ευγνώμονες στον ευεργέτη61. Πράγματι, αν πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για ό,τι καλό μας δίνει ο Θεός, τόσο πρέπει να ξεχειλίζει η καρδιά μας από ευγνωμοσύνη, όταν ενθυμούμεθα την άφεση των αμαρτιών; Λέμε άραγε ένα ευχαριστώ μετά από κάθε εξομολόγησή μας;

http://pmeletios.com/ar_meletios/metano ... stomo.html

Re: Η Μετάνοια στην Ορθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:32
από LAPTONAS
Η΄. Οδοί μετανοίας

Πολλοί και ποικίλοι είναι οι δρόμοι της μετανοίας για να καταστεί εύκολη η σωτηρία μας. Εάν ο Θεός μας έδιδε μια οδό μετανοίας, θα αναβάλλαμε και θα λέγαμε· Δεν μπορούμε να τη βαδίσουμε δεν μπορούμε να σωθούμε. Τώρα όμως δεν μας δίνει μία οδό ούτε δύο, αλλά πολλές και διάφορες, για να μας κάνει εύκολη την ανάβαση στον ουρανό62.

1η οδός μετανοίας· η αυτοκατάκριση.

Αμάρτησες; Πες στο Θεό· «Αμάρτησα». Αν δεν το πεις εσύ, θα σε κατηγορήσει ο διάβολος. Και τότε ουδέν το όφελος. Πρόλαβε και άρπαξε το αξίωμα αυτού και τότε σώζεσαι. Η Γραφή λέει· «Λέγε συ τάς ανομίας σου πρώτος ίνα δικαιωθείς»63. Πες την αμαρτία, για ν’ απαλλαγείς από την αμαρτία. Δεν υπάρχει σ’ αυτό κόπος, ούτε δαπάνη χρημάτων, ούτε κάτι το επώδυνο. Ο Κάιν, ενώ μετανόησε64 αργότερα για τον φόνο του αδελφού του, επειδή δεν είπε πρώτος την αμαρτία αλλά περίμενε να τον ελέγξει ο Θεός, τιμωρείται να στενάζει και να τρέμει διαρκώς πάνω στη γή65. Ο Δαυίδ όμως, όταν έπεσε στο αμάρτημα της μοιχείας και τον ήλεγξε ο Νάθαν με πλάγιο τρόπο, αμέσως ομολόγησε· « Ήμάρτηκα τω Κυρίω»66. Και έτσι δικαιώθηκε67.

2α οδός μετανοίας· το πένθος.

Το πένθος είναι μια άλλη οδός μετανοίας. Ο βασιλιάς Αχαάβ πένθησε για το έγκλημα κατά του Ναβουθαί68, ο Πέτρος «έκλαυσε πικρώς»69 για την άρνησή του, ο Δαυίδ έλουζε με δάκρυ κάθε νύχτα το κρεβάτι του70· και έτσι ο Θεός τους δέχθηκε όλους, αν και είχαν φοβερά αμαρτήματα. Αν και είναι μεγάλη η φωτιά της αμαρτίας, εν τούτοις λίγα δάκρυα αρκούν να την σβήσουν. Αν και είναι μεγάλη η δυσωδία της, το δάκρυ τη διώχνει μακριά. Τα δάκρυα είναι το λουτρό και το καθάρσιο των αμαρτημάτων. Χύσε λοιπόν δάκρυα, κι αυτός σου δίνει τη συγχωρηση71. Μάλιστα πρέπει να πενθούμε όχι μόνο για τα αμαρτήματα τα δικά μας αλλά και για τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι είμαστε ένα σώμα. Το πρόβλημα του ενός μέλους είναι πρόβλημα όλου του σώματος. Έπειτα, όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, αν δεν φροντίσω να σβήσω τη φωτιά, θα καεί και το δικό μου72. Γι’ αυτό ο Παύλος μαλώνει τους Κορινθίους, γιατί δεν πένθησαν για το σφάλμα του αιμομίκτη. «Και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέσου υμών ο το έργον τούτο ποιήσας»73.

3η οδός μετανοίας η ταπεινοφροσύνη.

Δείξε ταπεινοφροσύνη, κι αμέσως εξαλείφεις το πλήθος των αμαρτιών σου. Φαίνεται ξεκάθαρα στην παραβολή του τελώνου και του φαρισαίου, Εκεί τα γεμάτα ταπείνωση λόγια του τελώνη νίκησαν τα’ αμαρτωλά έργα του. Αν και βέβαια ούτε ταπεινοφροσύνη ήταν εκείνο. Γιατί ταπεινοφροσύνη είναι όταν κανείς είναι μεγάλος και ταπεινώνει τον εαυτό του. Ο τελώνης απλώς αισθάνθηκε τα’ αμαρτήματά του και είπε την αλήθεια. Αληθινά ταπεινός είναι ο Παύλος. Αυτός, που ήταν ουρανοπολίτης, που απλώς έφερνε το σώμα, ο στύλος των εκκλησιών, ο επίγειος άγγελος, ο επουράνιος άνθρωπος. Εκείνος που υπέμεινε φυλακές και πληγές και μαστιγώματα, εκείνος που σαγήνευε μ’ επιστολές την οικουμένη, εκείνος ταπεινοφρονεί όταν λέει· « Εγώ γαρ ειμί ο ελάχιστος των αποστόλων, ός ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος»74. Αυτή η ταπεινοφροσύνη είναι πολύ δύσκολη και κατόρθωμα των μεγάλων αγίων. Τουλάχιστον ας αποκτήσουμε την ταπείνωση του τελώνου, ο οποίος αισθάνθηκε την αμαρτωλότητά του και αναγνώρισε το χάλι του 75.

4η οδός μετανοίας· η ελεημοσύνη.

Όσες αμαρτίες κι αν έχεις, η ελεημοσύνη σου τις ισοζυγίζει όλες. Αυτή φθάνει στον θρόνο του Θεού και γίνεται συνήγορός σου. Γι’ αυτό λέει ο Θεός στον Κορνήλιο· «Κορνήλιε αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν ενώπιον του Θεού»76. Στις 10 παρθένες όμως, που, ενώ κατόρθωσαν την δύσκολη αρετή της παρθενίας, δεν φρόντισαν να αποκτήσουν το έλαιον της ελεημοσύνης, έκλεισε την πόρτα του παραδείσου. Συνεπώς, ακόμη και η υπερφυσική αρετή της παρθενίας τότε μόνο έχει αξία όταν μαζί της έχει την αδελφή της την ελεημοσύνη. Φθάνει ο ι. πατήρ στο σημείο να πει ότι, εάν επιθυμήσει άνδρα η παρθένος, δεν είναι τόσο μεγάλο έγκλημα, γιατί επιθυμεί ομοούσια ύλη· στην περίπτωση όμως της ασπλαχνίας η κατηγορία είναι μεγάλη, γιατί επιθυμεί ξένη ύλη77. Στην παραβολή της κρίσεως78 το κριτήριο διαχωρισμού δικαίων και αδίκων είναι η ελεημοσύνη. Στην παραβολή αυτή ο Χριστός δεν κρίνει την αμαρτία, αλλά την απανθρωπιά και την αδιαφορία των ανθρώπων να τους συγχωρηθούν οι αμαρτίες μέσω της ελεημοσύνης79. Είναι τόση η αδυναμία του Θεού προς την ελεημοσύνη, που αυτός ο αδέκαστος κριτής δέχεται να «δωροδοκηθεί» χάριν των πενήτων80.

5η οδός μετανοίας· η προσευχή.

Άλλη οδός μετανοίας, πολύ εύκολη, είναι η προσευχή. «Να προσεύχεσαι κάθε ώρα», συνιστά ο ι. πατήρ, «και μη λιποψυχήσεις προσευχόμενος, ούτε να ζητάς με αδιαφορία τη φιλανθρωπία του Θεού· και να είσαι σίγουρος, ότι δεν θ’ αποστραφεί την επιμονή σου, αλλά θα συγχωρήσει τις αμαρτίες σου και θα σου δώσει αυτά που ζητάς»81. Ας μη προσευχόμαστε ούτε για υγεία ούτε για χρήματα ούτε για ο,τιδήποτε άλλο82. Η μόνη μας επιδίωξη, ο μόνος μας πόθος να είναι η σωστή σχέση της ψυχής μας με τον Θεό. Και όχι μόνο όταν έχουμε θλίψεις, αλλά και όταν ζούμε ευτυχείς83.

6η οδός μετανοίας· η νηστεία.

Όταν ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, αμέσως ο Θεός τον παρέδωσε στη νηστεία84, διότι τη θεώρησε φιλόστοργη και άριστη δασκάλα για την σωτηρία του. Όταν ο άνθρωπος την αρίστη αυτή παιδαγωγό την περιφρόνησε, τιμωρήθηκε με θάνατο85. Και μετά την πτώση του, όμως, έχει τόση δύναμη η νηστεία, ώστε να καταργεί το θάνατο και να δίνει ζωή86. Έτσι σώζει την Νινευΐ87, όπου νήστεψαν ακόμη και τα ζώα, τον Δανιήλ88 μέσα στον λάκκο των λιονταριών, τους τρεις παίδες89 μέσα στο καμίνι, εκδιώκει τους δαίμονες90, ανακαινίζει τον έσω άνθρωπο91, ξηραίνει νόσους92, μας καθιστά αξίους για θεοπτία93.



Επίλογος

Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην συνταράξασα το Βυζάντιο έριδα περί του ποιος είναι υπέρτερος μεταξύ των τριών ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, οι οπαδοί του Μ. Βασιλείου τον εξυμνούσαν ως «ταις αρεταίς μικρού τοις αγγέλοις παραμιλλώμενον, και μη δ’ εκ του προχείρου συγχωρούντα», υποβίβαζαν δε τον ι. Χρυσόστομο, «ως εναντίως δήθεν εκείνω διακείμενον, κατά το πρόχειρον είναι και ελκτικόν εις μετάνοιαν»94.

Πολύ νωρίτερα, την εποχή που ζούσε ακόμη ο ι. πατήρ, η σύνοδος -που συνεστήθη παρανόμως εναντίον του- του απέδωσε εικοσιεννέα κατηγορίες. Ανάμεσα σ’ αυτές η έκτη τον κατηγορούσε· «ότι άδειαν παρέχει τοις αμαρτάνουσι, διδάσκων, ‘εάν πάλι αμάρτης, πάλιν μετανόησον, και οσάκις αν αμάρτης, ελθέ προς με, και εγώ σε θεραπεύσω’»95.

Αυτές, οι δήθεν μειωτικές για τον Χρυσόστομο κρίσεις, αποδίδουν, νομίζουμε, το μεράκι, τον πόθο, την ασίγαστη έφεση και επιθυμία που φλόγιζε συνεχώς την καρδιά του ι. πατρός να σπεύσουν όλοι οι χριστιανοί προς το μυστήριον της μετανοίας, χωρίς να απελπισθούν για την κατάστασή τους ή ν’ αποθαρρυνθούν από τις συνεχείς πτώσεις τους. Ο ι. Χρυσόστομος όπως τονίζει σύγχρονος ερευνητής96, υπερέβαλε όλους τους πατέρες στην ανάπτυξη του κηρύγματος της μετανοίας. Κ’ ενώ δεν θυσιάζει ούτε «ιώτα» από την ακρίβεια του ευαγγελικού νόμου, βρίσκει τρόπο να μιλά συνεχώς για την γλυκύτητα και την φιλανθρωπία του Θεού, για το απέραντο έλεός του, που δεν μπορεί να το εξαντλήσει τίποτα και ποτέ.



1. Ε.Π.Ε. Έργα Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 241.
2. Ένθ’ ανωτ., σ. 287.
3. Αυτόθι.
4. Ένθ’ ανωτ., σ. 297.
5. Ησ. 1,18.
6. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 309, 311.
7. Ένθ’ ανωτ., σ. 253.
8. Ησ. 1,16.
9. Α΄ Βασ. 16,7.
10. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σ. 255.
11. Ένθ’ ανωτ., σ. 211.
12. Ένθ’ ανωτ., σ. 213.
13. Ένθ’ ανωτ., σ. 215.
14. Ματθ. 25,4.
15. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 221, 223.
16. Ένθ’ ανωτ., σ. 233.
17. Γεν. 19,14.
18. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 95, 97.
19. Χρυσοστόμου, τομ. 33, σ. 445.
20. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 291, 293.
21. Αυτόθι.
22. Ησ. 43,26.
23. Παρ. 18,17.
24. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 295.
25. Ένθ’ ανωτ., σ. 191.
26. Ένθ’ ανωτ., σ. 255.
27. Ένθ’ ανωτ., σ. 257.
28. Β΄ Βασ. 12,13.
29. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 267.
30. Ψαλμ. 94,2.
31. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 319.
32. Ψαλμ. 6,6.
33. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σσ. 147, 149, 151.
34. Έξ. 32,10.
35. Ιεζ. 5,1.
36. Δ΄ Βασ. 20,6.
37. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σσ. 163, 165, 167.
38. Β΄ Βασ. 12,13.
39. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 257, 259.
40. Ένθ’ ανωτ., σσ. 287, 289.
41. Εβρ. 12,16.
42. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 241, 243, 245.
43. Ιερ. 8,4.
44. Ζαχ. 1,3.
45. Ιεζ. 33,11.
46. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 245, 247.
47. Λουκ. 7,47.
48. Αριθ. 12,10.
49. Ματθ. 18,26.
50. Ματθ. 25,27· Λουκ. 19,23.
51. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 249.
52. Ψαλμ. 50,55.
53. Ησ. 43,25-26.
54. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 255.
55. Α΄ Κορ. 15,9.
56. Α΄ Τιμ. 1,15.
57. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σ. 155.
58. Ένθ’ ανωτ., σ. 157
59. Λουκ. 17,10.
60. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σ. 167.
61. Χρυσοστόμου, τομ. 9, σ. 455.
62. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 137.
63. Ησ. 43,26.
64. Γεν. 4,13.
65. Γεν. 4,12.
66. Β΄ Βασ. 12,13.
67. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 113-121.
68. Γ΄ Βασ. 20,27.
69. Ματθ. 26,75.
70. Ψαλμ. 6,7.
71. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 121, 155, 266.
72. Ένθ’ ανωτ., σσ. 99, 101.
73. Α΄ Κορ. 5,2.
74. Α΄ Κορ. 15,9
75. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 129, 131.
76. Πραξ. 10,4.
77. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ.139, 141, 149, 151.
78. Ματθ. 25,41.
79. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 279.
80. Ένθ’ ανωτ., σ. 269
81. Ένθ’ ανωτ., σ. 151.
82. Ένθ’ ανωτ., σ. 177.
83. Ένθ’ ανωτ., σ. 171.
84. Γεν. 2,16.
85. Γεν. 3,19.
86. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 187, 189.
87. Ιων. 3,7-10.
88. Δαν. 6,18-22.
89. Δαν. 3,27 και 1,5-15.
90. Ματθ. 17,21· Χρυσοστόμου. τομ. 30, σ. 185.
91. Β΄ Κορ. 4,16.
92. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 203.
93. Ένθ’ ανωτ., σ. 187.
94. Συναξάρι εορτής Τριών Ιεραρχών, Μηναίο Ιανουαρίου Λ΄.
95. Φωτίου πατριάρχου, Βιβλιοθήκη ΝΘ΄, P.G. 103, 112Α.
96. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 7.



ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

http://pmeletios.com/ar_meletios/metano ... stomo.html

Re: Η Μετάνοια στην Ορθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:33
από LAPTONAS
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
εκ της Ι. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ή μετάνοια είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πνευματικής ζωής. Η αναγνώρισης της αμαρτωλότητος μας, ο πόνος επειδή πικράναμε τον θεό, η απόφασης για μια αλλαγή και ή καταφυγή στην εξομολόγηση αποτελούν την απαρχή της σωτηρίας μας.
Ό Τ. Πρόδρομος και ο ίδιος ο Κύριος άρχισαν την διδασκαλία τους καλώντας σε μετάνοια. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί, αν δεν μετανοήσει. Ενώ μόνο με την μετάνοια ένας μεγάλος ληστής λήστεψε ακόμη και τον παράδεισο.
Είναι λοιπόν δαιμονική πλάνη να παραμελούν οι χριστιανοί την μετάνοια και την εξομολόγηση. Βέβαια δεν αναφερόμαστε στην περίπτωση των πωρωμένων πού Ισχυρίζονται ότι δεν έκαναν τίποτε το αμαρτωλό, ή εκείνων πού αυτοσχεδιάζουν τρόπους εξομολογήσεως, επειδή δεν θέλουν να ταπεινωθούν και να σκύψουν στο πετραχήλι του Πνευματικού, όπως ή θεόπνευστη εκκλησιαστική τάξις ορίζει. Αναφερόμαστε κυρίως στην περίπτωση πολλών χριστιανών, πού αρκούνται σε άλλα θρησκευτικά καθήκοντα ή σε μια συμμετοχή στο Ιεραποστολικό έργο ή σε νεφελώδεις συζητήσεις με πνευματικούς Γέροντες, χωρίς καμμιά διάθεση να «φυλάξουν οδούς σκληρός». Έτσι πιστεύουν δη κατακτούν κορυφές, ενώ πλανώνται σε θανατηφόρα τέλματα αμετανοησίας, αναισθησίας και ναρκισσισμού.
Η αδιαφορία μας για μια αποφασιστική μετάνοια αποδεικνύεται ολοφάνερα από την ενασχόληση με την ζωή και τα σφάλματα των άλλων.
Είθε τα πολλά παραδείγματα μετανοίας, πού αναφέρει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, να μας ανανεώσουν τον ζήλο για μια πραγματική μετάνοια. Είθε να μας βοηθήσουν στο να επισημαίνουμε και να εξομολογούμεθα χωρίς καμμιά επιφύλαξη ή συγκάλυψη ή δικαιολογία όλες τις μυστικές αρρώστιες, τις πληγές και τα πάθη πού λυμαίνονται την ψυχή μας, για την καθαρότητα της οποίας έχυσε το αίμα του ο Κύριος. Είθε τέλος η μικρή ντροπή πού δοκιμάζουμε μπροστά στον Πνευματικό, να μας απαλλάξει από την απέραντη ντροπή μπροστά σε ανθρώπους και αγγέλους την φοβερή ώρα της Κρίσεως.

Η μετάνοια

Α. Φοβερό κακό και επικίνδυνη αρρώστια της ψυχής είναι ή αμαρτία. Την απονευρώνει με δολιότητα και παράλυτη την παραδίνει ατό αιώνιο πυρ. Είναι όμως κακό πού εξαρτάται από την δική μας θέληση. Είναι καρπός της δικής μας προαιρέσεως.
Φοβερό κακό είναι η αμαρτία, αλλά όχι και αθεράπευτο. Το θεραπεύει εύκολα η μετάνοια. Όση ώρα κρατά κανείς στο χέρι του την φωτιά, οπωσδήποτε καίγεται. Μόλις όμως την τινάξει, παύει να καίγεται. Το ίδιο συμβαίνει με την αμαρτία, πού είναι κι αυτή μια φωτιά πού κατακαίει τον άνθρωπο. Για όσους μάλιστα δεν αισθάνονται αυτό το κάψιμο λέει ή Αγ. Γραφή: «θα αγκαλιάσει κανείς την φωτιά και δεν θα κάψει τα ρούχα του;» (Παροιμ. ς' 27).

Β. Η αμαρτία δεν είναι κανένας εχθρός πού σε πολεμά άπ' έξω, αλλά κακό πού φυτρώνει και αναπτύσσεται μέσα σου. «Βλέπε με σωφροσύνη» (Παροιμ. δ' 25) και δεν θα νιώσεις αισχρή επιθυμία. Να θυμάσαι την μέλλουσα κρίση, και ούτε πορνεία, ούτε μοιχεία, ούτε φόνος, ούτε παρανομία θα σε κυρίευση. Όταν όμως ξεχάσεις τον Θεό, τότε θ' αρχίσεις να σκέπτεσαι πονηρά και να ενεργής παράνομα.
Γ. Στην αμαρτία σε σπρώχνει ο παγκάκιστος διάβολος. Σε σπρώχνει, αλλά δεν μπορεί να σε κάνη να αμαρτήσεις, εάν αντίδρασης. Δεν μπορεί να σε βλάψει, ακόμη κι αν χρόνια σε σκανδαλίζει, εάν έχεις την καρδιά σου κλειστή. Εάν όμως χωρίς αντίδραση δεχθείς κάποια κακή επιθυμία, πού σου σπέρνει, θα σε αιχμαλώτιση και θα σε ρίξει σε βόθρο αμαρτιών.
'Αλλ' ίσως να πεις: «Είμαι δυνατός στην πίστη και δεν θα με κυρίευση ή αισχρή επιθυμία, όσο συχνά κι αν την δεχθώ». Αγνοείς, φαίνεται, ότι και την πέτρα ακόμη κομματιάσει πολλές φορές μια ρίζα πού παραμένει. Μη δέχεσαι λοιπόν τον σπόρο της αμαρτίας γιατί θα σου διάλυση την πίστη. Ξερίζωσε το κακό, πριν άνθηση, μήπως δείχνοντας στην αρχή ραθυμία, αργότερα τιμωρηθείς και δοκιμάσεις το τσεκούρι και την φωτιά. Φρόντισε να θεραπευθείς εγκαίρως, όταν βρίσκεται στην αρχή η βλάβη του ματιού, για να μη γυρεύεις άσκοπα γιατρούς, όταν πλέον έχεις τυφλωθεί.
Δ. Ό διάβολος αμάρτησε πρώτος και δημιουργεί όλα τα κακά. Αυτό δεν το λέω εγώ, άλλ' ο Κύριος: «'Απ' αρχής ο διάβολος αμαρτάνει» (Α' Ίωαν. γ' 8). Κανείς δεν είχε αμαρτήσει πριν άπ' αυτόν. Αμάρτησε ο διάβολος, χωρίς τίποτε να τον εξαναγκάσει, γιατί τότε υπεύθυνος για την αμαρτία θα ήταν ο θεός. Πλάσθηκε αγαθός άπ' Αυτόν. Αμάρτησε όμως με την δική του προαίρεση και από το έργο του ονομάσθηκε διάβολος. Ενώ ήταν αρχάγγελος κατάντησε να διαβάλει, δηλαδή να συκοφαντήσει τον Θεό στους πρωτοπλάστους, και γι' αυτό ονομάσθηκε διάβολος. Ενώ ακόμη ήταν πιστός υπηρέτης του Θεού, έγινε Σατανάς, δηλαδή έχθρός και άντίπαλος του Θεού. Διότι ή λέξης Σατανάς ερμηνεύεται αντικείμενος, εκείνος πού βρίσκεται αντίθετα, δηλαδή ο αντίπαλος.
Ο διάβολος μετά την πτώση του οδήγησε πολλούς στην αποστασία. Αυτός σπέρνει τις αμαρτωλές επιθυμίες σε όσους τον ακολουθούν. Άπ' αυτόν προέρχεται η μοιχεία, η πορνεία και κάθε άλλο κακό. Αυτός οδήγησε τον προπάτορα Αδάμ στην παρακοή και στην εξορία. Έξ αίτιας του, ο Αδάμ αντί για τον παράδεισο, πού καρποφορούσε άκοπα θαυμάσιους καρπούς, κληρονόμησε την γη, πού έβγαζε αγκάθια.
Ε. Τι θα γίνει τώρα; Απατηθήκαμε και χάσαμε τον παράδεισο. Δεν υπάρχει άραγε σωτηρία; Τυφλωθήκαμε. Άραγε δεν θα ξαναδούμε το φως; Γίναμε ανάπηροι. Άραγε δεν θα ορθοποδήσουμε πλέον; Με μια λέξη: πεθάναμε. Άραγε δεν θ' αναστηθούμε;
Αδελφέ μου, Αυτός πού ανέστησε από τον τάφο τετραήμερο τον Λάζαρο, δεν έχει την δύναμη ν' αναστήσει πολύ ευκολότερα εσένα, πού είσαι ακόμη ζωντανός; Αυτός πού έχυσε το αίμα Του για μας, δεν θα μας σώσει από την αμαρτία; "Ας μην απελπισθούμε. "Ας μη βυθισθούμε στην απόγνωση. Είναι φοβερό να χάσουμε την ελπίδα της συγχωρήσεως. Όποιος δεν προσδοκά την σωτηρία, αμαρτάνει ασυλλόγιστα. Όποιος όμως ελπίζει σ' αυτήν, σπεύδει να μετανοήσει. Το φίδι εγκαταλείπει το παλαιό δέρμα. Εμείς δεν θα εγκαταλείψουμε την αμαρτία; Ή γη πού είναι γεμάτη αγκάθια, εάν καλλιεργηθεί με επιμέλεια, μεταβάλλεται σε καρποφόρα. Εμείς δεν μπορούμε να διορθωθούμε;
ΣΤ. Ό Θεός είναι φιλάνθρωπος, υπερβολικά φιλάνθρωπος. Γι΄ αυτό μη λες: «Επόρνευσα, εμοίχευσα, αμάρτησα. Και μάλιστα όχι μία φορά, αλλά πολλές. Άραγε θα με συγχώρηση; Άραγε θα με απαλλάξει από την καταδίκη;». Άκουσε τι λέει ο ψαλμωδός: «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητας σου, Κύριε» (Ψαλμ. λ' 20).
Τα αμαρτήματα σου δεν νικούν το πλήθος των οικτιρμών του Θ ε ο ύ. Τα τραύματα σου ποτέ δεν ξεπερνούν την θεραπευτική Του δύναμη. Μόνο παραδόσου σ' Αυτόν με πίστη. Εξομολογήσου το πάθος σου. Πες και συ μαζί με τον Δαβίδ: «Εξαγορεύσω κατ' εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω» (Ψαλμ. λα' 5). Θα ακολουθήσει τότε αυτό πού αναφέρει ή συνέχεια του στίχου: «Και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. λα' 5).
Ζ. Θέλεις να γνωρίσεις την φιλανθρωπία του Θεού και το μέγεθος της μακροθυμίας του; Άκουσε τι συνέβη στον Αδάμ. Παρήκουσε ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος. Δεν μπορούσε ο Θεός να τον παραδώσει αμέσως στον θάνατο; Ασφαλώς μπορούσε. Τι κάνει όμως ο Φιλάνθρωπος; Τον εξορίζει από τον παράδεισο, (αφού ήταν ανάξιος πλέον να παραμένει εκεί). Τον βάζει όμως να κατοίκηση απέναντι, για να βλέπει από που εξέπεσε και τι έχασε και που κατάντησε, ώστε να μετανοήσει και να σωθεί.
Ό Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος πού γεννήθηκε, έγινε αδελφοκτόνος, εφευρέτης κακών, αρχηγός των φθονερών και των ανθρωποκτόνων. Άλλα ενώ σκότωσε τον αδελφό του σε τι καταδικάσθηκε; «Θα ζεις πλέον στενάζοντας και τρέμοντας» (Γεν. δ' 12). Φοβερό το έγκλημα. Μικρή όμως ή καταδίκη.
Η. Πραγματικά μεγάλη είναι ή φιλανθρωπία πού έδειξε ο Θεός στον Κάιν. Μεγαλύτερη όμως είναι αυτή πού ακολουθεί: Θυμήσου την εποχή του Νώε. Αμάρτησαν οι γίγαντες και απλώθηκε στην γη υπερβολική παρανομία. Τιμωρία της θα ήταν ο κατακλυσμός. Μ' αυτόν απειλεί ο Θεός. Τον εξαπολύει όμως έπειτα από εκατό ολόκληρα χρόνια!
Βλέπεις το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού; Αυτό πού πραγματοποίησε έπειτα από εκατό χρόνια, δεν μπορούσε να το πραγματοποίηση αμέσως; Παράτεινε όμως τόσο πολύ τον καιρό της τιμωρίας για να δώσει χρόνο μετανοίας. Εάν μετανοούσαν οι αμαρτωλοί, ο Θεός δεν θα εξαπέλυε την τρομερή δίκαιη τιμωρία.
Θ. Ας έλθουμε τώρα και σε παραδείγματα αμαρτωλών, πού σώθηκαν με την μετάνοια.
Ίσως κάποια από τις γυναίκες να πει: «Εμόλυνα την ψυχή και το σώμα με κάθε είδους ακολασίες. Άραγε μπορώ να σωθώ;» Θυμήσου, γυναίκα, την Ραάθ την πόρνη, και προσδόκησε κι εσύ την σωτηρία. Διότι εάν εκείνη, πού αμάρτανε φανερά και ενώπιον όλων, σώθηκε με την μετάνοια, εσύ δεν θα σωθείς με τον ίδιο τρόπο;
Ζήτησε να μάθεις πώς σώθηκε εκείνη. Αυτό μόνο είπε: «Ό Θεός σας είναι ο μόνος αληθινός στον ουρανό και στην γη» (Ίησ. Ν. β' 11). Από την Βαθειά συναίσθηση της ακολασίας της δεν τόλμησε να πει «Ό Θεός μου», αλλά είπε «ο Θεός σ α ς». "Ολοφάνερη έχεις την έγγραπτη μαρτυρία της σωτηρίας της στον στίχο των Ψαλμών: «Μνησθήσομαι Ραάβ και Βαβυλώνος, τοις γινώσκουσί με» (Ψαλμ. πς' 4).
Πόσο μεγάλη είναι ή φιλανθρωπία του Θεού! Μνημονεύει και την πόρνη μέσα στην Αγ. Γραφή. Και μάλιστα δεν λέει απλώς: «Μνησθήσομαι Ραάβ και Βαβυλώνος», αλλά προσθέτει: «τοις γινώσκουσί με (οι όποιες με γνωρίσουν και με λατρεύουν)».
Υπάρχει λοιπόν σωτηρία και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Σωτηρία, την οποία προκαλεί ή μετάνοια.
Ι. Άλλα και αν ένας ολόκληρος λαός αμαρτήσει, ή αμαρτωλότητά του δεν ξεπερνά την φιλανθρωπία του Θεού. Ό ισραηλιτικός λαός στην έρημο του Σ ίνα λάτρεψε το χρυσό μοσχάρι. Ό Θεός όμως δεν έπαψε τις εκδηλώσεις της φιλανθρωπίας Του. ΟΙ άνθρωποι Τον αρνήθηκαν. Ό Ίδιος όμως δεν αρνήθηκε τον εαυτό Του. Ενώ λάτρεψαν το είδωλο, δεν σταμάτησε να τους σώζει.
Και δεν αμάρτησε τότε μόνο ο λαός. Αμάρτησε μαζί του και ο Ααρών ο άρχιερεύς! Καθώς αναφέρει ο Μωϋσής: «Και έπ' Ααρών έγένετο οργή Κυρίου* και έδεήθην υπέρ αυτού και συνεχώρησεν αύτω ο Θεός» (πρβλ. Δευτ. θ' 20).
ΙΑ. Έσφαλε ο Δαβίδ. Καθώς σηκώθηκε το δειλινό από το κρεβάτι και βημάτιζε στο δωμάτιο, κοίταζε απρόσεκτα και έπεσε στην αμαρτία. Δεν νεκρώθηκε όμως ή καλή του διάθεσης να αναγνώριση το σφάλμα του.
Ήλθε ο προφήτης Νάθαν για να τον ελέγξει και να θεραπεύσει το τραύμα. Ό υπήκοος είπε στον βασιλιά: «Αμάρτησες και οργίστηκε ο Θεός εναντίον σου». Ό πορφυροφόρος Δαβίδ δεν αγανάκτησε. Δεν έδωσε προσοχή στο πρόσωπο του προφήτου, άλλ' ύψωσε την σκέψη σ' Αυτόν πού τον έστειλε. Δεν τον σκλήρυνε ο εγωισμός της εξουσίας σε τόσο πλήθος στρατιωτών πού είχε γύρω του, διότι έφερε στον νου του τον αγγελικό στρατό του Κυρίου. Δοκίμασε αγωνία νοιώθοντας σαν ορατό τον Αόρατο. Και απάντησε στον προφήτη, μάλλον όμως στον Θεό πού τον έστειλε: «Αμάρτησα ενώπιον του Κυρίου».
Βλέπεις την ταπεινοφροσύνη του βασιλέως; Βλέπεις την εξομολόγηση του; Μήπως είχε προηγουμένως ελεγχθεί από κανένα; Μήπως είχαν μάθει την αμαρτία του πολλοί; Σε σύντομο χρονικό διάστημα αμάρτησε και αμέσως ο προφήτης παρουσιάσθηκε. Μόλις του απηύθυνε την κατηγορία, ο φταίχτης ομολόγησε το σφάλμα. Και επειδή το ομολόγησε με ειλικρινή μετάνοια, γρήγορα εκδηλώθηκε και η θεραπεία, η συγχώρησης.
ΙΒ. Ό προφήτης Νόθαν παρηγόρησε τον Δαβίδ με την αναγγελία της συγχωρήσεως του Θεού. Εκείνος όμως δεν εγκατέλειψε την μετάνοια. Αντί βασιλική πορφύρα, ντύθηκε πένθιμο δουλικό σάκκο. Αντί σε χρυσοστόλιστο θρόνο, κάθησε σε χώμα και στάκτη. Και δεν κάθησε μόνο πάνω σε στάκτη, αλλά και έφαγε στάκτη, καθώς ο ίδιος λέει: «Σ π ο δ ό ν ώσει άρτον έ φ α γ ο ν και το πόμα μου μετά κλαυθμού ε κ ί ρ ν ω ν» (Ψαλμ. ρα' 10).
Έλιωσε με τα δάκρυα τα μάτια, πού έγιναν αφορμή να συλλαβή την αισχρή επιθυμία: «Λούσω καθ' έκάστην νύκτα την κλίνην μου εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. ς' 7).
Άρχοντες τον παρακαλούσαν να διακόψει την νηστεία. Αυτός όμως δεν υποχωρούσε. Ολόκληρη εβδομάδα νήστεψε από κάθε τροφή. Εάν λοιπόν ένας βασιλιάς με τέτοιο τρόπο εκδήλωσε την μετάνοια του, εσύ ο απλός άνθρωπος δεν θα εξομολογηθείς;
Αργότερα πάλι, όταν επαναστάτησε ο Αβεσαλώμ, ενώ υπήρχαν πολλοί άλλοι δρόμοι διαφυγής, ο Δαβίδ προτίμησε να γλιτώσει φεύγοντας προς το Όρος των Ελαίων, σαν να προσευχόταν στον Λυτρωτή, πού έμελλε από εκεί να αναληφθεί στους ουρανούς. Στην δύσκολη μάλιστα αυτή περίσταση ο Σεμεΐ του ξεστόμιζε υβριστικά λόγια. Ό Δαβίδ όμως τον αντιμετώπισε με ταπείνωση και καρτερία λέγοντας: «Ά φ ή σ τ ε τον. Ό Θεός του επιτρέπει να με υ β ρ ί ζ η». Γνώριζε ότι συγχωρούνται ο! αμαρτίες εκείνου πού συγχωρεί τους άλλους.
ΙΓ. Βλέπεις την ωφέλεια της εξομολογήσεως; βλέπεις ότι σώζονται όσοι μετανοούν;
Ο Άχαάβ, ο βασιλιάς της Σαμαρείας, υπήρξε υπερβολικά παράνομος ειδωλολάτρης, προφητοκτόνος, ασεβής και άδικος. Όταν όμως με την βασίλισσα Ιεζάβελ σκότωσε τον Ναβουθαί και ήλθε ο προφήτης Ηλίας και τον απείλησε, αμέσως έδειξε μετάνοια. Ξέσχισε τα βασιλικά ενδύματα και φόρεσε τον πένθιμο σάκκο. Τί είπε τότε ό φιλάνθρωπος θεός στον Ηλία; «Βλέπεις την μετάνοια του Άχαάβ; Δεν θα τον τιμωρήσω!».
Συγχωρεί ο φιλάνθρωπος Θεός τον Άχαάβ, καίτοι έμελλε εκείνος να συνέχιση τις αμαρτίες του. Ασφαλώς δεν αγνοούσε το μέλλον του. αλλά τώρα, στον καιρό της μετανοίας, του χαρίζει την ανάλογη συγχώρηση. Είναι χαρακτηριστικό του δικαίου δικαστού να ανταποκρίνεται κατάλληλα σε κάθε εκδήλωση πού παρουσιάζεται.
ΙΔ. Ό βασιλιάς Ίεροβοάμ τελούσε θυσίες στο βωμό των ειδώλων. Επειδή διάταξε να συλλάβουν τον προφήτη, πού τον κατέκρινε για την ειδωλολατρία, το χέρι του έμεινε ξερό. Μόλις δοκίμασε την τιμωρία του Θεού παρακάλεσε τον προφήτη: «Προσευχήσου για μένα». Αποτέλεσμα της μετανοίας ήταν να θεραπευθεί το χέρι. Εάν ο προφήτης θεράπευσε τον Ιεροβοάμ, άραγε ο Χριστός δεν μπορεί να σε σώσει συγχωρώντας τις αμαρτίες σου;
Υπερβολικά αμαρτωλός υπήρξε και ο Μανασσής. Διάταξε και πριόνισαν τον Ησαία. Μολύνθηκε με την ειδωλολατρία. Πλημμύρισε την Ιερουσαλήμ με αίματα αθώων. Όταν Όμως (οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Βαβυλώνα και δοκίμασε την τιμωρία, έσπευσε να θεραπευθεί με την μετάνοια. Λέει ή Αγ. Γραφή: «Ταπεινώθηκε ο Μανασσής ενώπιον του Κυρίου και προσευχήθηκε. Ό Κύριος δέχθηκε την προσευχή του και του ξαναχάρισε τον θρόνο του». Εάν σώθηκε με την μετάνοια αυτός πού πριόνισε τον προφήτη, εσύ, που ασφαλώς δεν αμάρτησες τόσο φρικτά, δεν θα σωθείς; Πρόσεξε, να μην αμφιβάλλεις για την δύναμη της μετανοίας.
ΙΕ. Ή εξομολόγησης μπορεί και την φωτιά να σβήσει και τα θηρία να εξημέρωση. Εάν αμφιβάλλεις, θυμήσου τι συνέβη με τον Άνανία, τον Άζαρϊα και τον Μισαήλ μέσα στην κάμινο της Βαβυλώνας.
Πόσες βρύσες θα μπορούσαν να σβήσουν την φλόγα πού ανέβαινε σε ύψος σαρανταεννέα πήχεων; Εκεί όμως πού υψωνόταν ή τεράστια φλόγα, εκεί σαν ποτάμι ξεχύθηκε ή πίστης των τριών νέων, εκεί ακούσθηκε ή προσευχή της μετανοίας: «Δίκαιος είσαι, Κύριε, για όλα όσα επιτρέπεις να παθαίνουμε, γιατί αμαρτήσαμε και ανομήσαμε» (Δαν. γ' 27,29).
Ή μετάνοια διέλυσε την φλόγα! Βεβαιώσου άπ' αυτό για την δύναμη της να σβήνει την φλόγα της κολάσεως.
Άλλ' ίσως πει κανείς προσεκτικός αναγνώστης: «Ό Θεός έσωσε τους τρεις νέους όχι για την μετάνοια τους. αλλά για την πίστη τους». Έφ' όσον υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, θα σας παρουσιάσω και μια άλλη περίπτωση.
ΙΣΤ. Τι γνώμη έχετε για τον Ναβουχοδονόσορα; Δεν ακούσατε από την Αγ. Γραφή ότι ήταν άγριος, αιμοβόρος, σκληρόκαρδος; Δεν ακούσατε ότι κατάστρεψε τάφους και ξέθαψε οστά βασιλέων; Δεν ακούσατε ότι ολόκληρο λαό έσυρε στην αιχμαλωσία; Δεν ακούσατε ότι τύφλωσε τον βασιλέα, αφού προηγουμένως τον υποχρέωσε να δη την σφαγή των παιδιών του; Δεν ακούσατε ότι συνέτριψε τα Χερουβείμ; (Δεν εννοώ βέβαια τους αγγέλους, μη σκεφθεί κανείς τίποτα τέτοιο. Εννοώ τα γλυπτά, πού κάλυπταν την Κιβωτό της Διαθήκης, άπ' όπου ακουγόταν ή φωνή του Θεού). Ό Ναβουχοδονόσορ βεβήλωσε ακόμη και το καταπέτασμα του ναού. Πήρε το άγιο θυμιατήρι και το έστειλε σε είδωλεΐο. Άρπαξε όλες τις ιερές προσφορές. Έβαλε φωτιά και έκαψε τον ναό από τα θεμέλια.
Με πόσες τιμωρίες άξιζε να τιμωρηθεί αυτός πού σκότωσε βασιλείς, πού έκαψε ιερά, πού αιχμαλώτισε τον λαό, πού τοποθέτησε άγια σκεύη του ναού μεταξύ των ειδώλων; Δεν θα ήταν άξιος να θανατωθεί χίλιες φορές;
ΙΖ. Γνωρίσατε έως εδώ το πλήθος των εγκλημάτων του Ναβουχοδονόσορος. Ελάτε τώρα να μάθετε και του Θεού την φιλανθρωπία. Τιμωρήθηκε ο θηριώδης βασιλιάς να ζει σαν άγριο θηρίο μέσα στην έρημο. Τιμωρήθηκε όμως για να σωθεί. Έβγαλε νύχια και τρίχες σαν αυτά πού έχει το λιοντάρι, γιατί πριν σαν λιοντάρι άρπαζε τα άγια και ούρλιαζε. Έτρωγε χόρτα σαν το βώδι, γιατί πριν ζούσε σαν κτήνος, έφ' όσον αγνοούσε τον αληθινό θεό πού του εμπιστεύθηκε το βασιλικό αξίωμα.
Όταν όμως με τις παιδαγωγικές αυτές τιμωρίες αναγνώρισε τον ύψιστο Θεό και προσευχήθηκε και μετανόησε, τότε ο Θεός του χάρισε πάλι το βασιλικό αξίωμα
ΙΗ. Στον Ναβουχοδονόσορα, πού αμάρτησε τόσο φοβερά και μετανόησε, χάρισε ο Θεός την συγχώρηση και την βασιλεία. Εάν λοιπόν και συ μετανοήσεις και ζήσης χριστιανικά, δεν θα σου χαρίσει άφεση των αμαρτιών και την βασιλεία των ουρανών;
Φιλάνθρωπος είναι ο Κύριος. Γρήγορος στην συγχώρηση. Αργός στην τιμωρία. Κανείς λοιπόν ας μην απελπίζεται για την σωτηρία του.
Ό Πέτρος, ο κορυφαίος και ο αρχηγός των αποστόλων, φοβήθηκε μια παιδίσκη και αρνήθηκε τρεις φορές τον Χριστό. Μεταμελήθηκε όμως και έκλαψε πικρά. Το κλάμα φανέρωνε την ολόψυχη του μετάνοια. Γι΄ αυτό δεν έλαβε μόνο την συγχώρηση για την άρνηση, αλλά και την αποκατάσταση στο αποστολικό αξίωμα.
Ιθ. Έχοντας λοιπόν, αδελφοί, τόσα παραδείγματα ανθρώπων που αμάρτησαν και μετανόησαν και σώθηκαν, πρόθυμα και σεις να μετανοείτε και να εξομολογείστε. " Έτσι θα λάβετε την συγχώρηση των αμαρτιών σας και θ' αξιωθείτε να κληρονομήσετε την βασιλεία των ουρανών μαζί με όλους τους αγίους «εν Χριστώ Ιησού, ω εστίν ή δόξα εις τους αιώνας των αιώνων» Αμήν.

Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.

http://www.pigizois.net/I.M.paraklytoy/metanoia.htm

Re: Η Μετάνοια στην Ορθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:39
από LAPTONAS
Μετάνοια

Τι σημαίνει μετάνοια; Συνήθως θεωρείται ως θλίψη για την αμαρτία, ένα αίσθημα ενοχής, μια αίσθηση στενοχώριας και τρόμου για τις πληγές που προκαλέσαμε στους άλλους και τον εαυτό μας. Μια τέτοια άποψη όμως είναι επικίνδυνα ατελής. Η στενοχώρια και ο τρόμος υπάρχουν πράγματι συχνά στη βίωση της μετάνοιας, αλλά δεν είναι ολόκληρη η μετάνοια, δεν αποτελεί καν το σπουδαιότερο τμήμα της. Αν θεωρήσουμε όμως κατά τρόπο κυριολεκτικό τον όρο «μετάνοια», τότε θα βρεθούμε πιο κοντά στην καρδιά του ζητήματος. Μετάνοια σημαίνει «αλλαγή του νου»: όχι απλώς λύπη για το παρελθόν, αλλά μια θεμελιώδης μεταμόρφωση της όρασής μας, ένας νέος τρόπος να βλέπουμε τον εαυτό μας, τους άλλους και τον Θεό – σύμφωνα με τον Ποιμένα του Ερμά, είναι «μια μεγάλη κατανόηση». Μια μεγάλη κατανόηση και όχι, αναγκαστικά, μια συναισθηματική κρίση. Η μετάνοια δεν είναι ένας παροξυσμός τύψεων και αυτό-οικτιρμού, αλλά μεταστροφή, επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής μας στην Αγία Τριάδα.

Ως «νέος νους», ως μεταστροφή και επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής, η μετάνοια είναι κάτι το θετικό, και όχι αρνητικό. «Μετάνοια εστί θυγάτηρ ελπίδος, και άρνησις ανελπισίας», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Δεν είναι απελπισία, αλλά σφοδρή αναμονή∙ δεν είναι το αίσθημα πως κάποιος έφτασε σε αδιέξοδο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα βγει απ’ αυτό. Δεν είναι αυτομίσος, αλλά επιβεβαίωση του αληθινού μου εαυτού, του δημιουργημένου κατ’ εικόνα Θεού. Μετάνοια σημαίνει πως κοιτάζω, όχι προς τα κάτω, στις δικές μου ελλείψεις, αλλά προς τα πάνω, στην αγάπη του Θεού∙ όχι προς τα πίσω αυτομεμφόμενος, αλλά προς τα εμπρός με εμπιστοσύνη. Μετάνοια είναι να βλέπω όχι το γιατί απέτυχα να γίνω κάτι, αλλά τι ακόμη μπορώ να γίνω με τη Χάρη του Χριστού.

Όταν η μετάνοια ερμηνευτεί μ’ αυτήν την θετική έννοια, δεν θεωρείται πλέον μια απλή πράξη, αλλά μια συνεχής στάση.



Ο θετικός χαρακτήρας της μετάνοιας γίνεται προφανής όταν σκεφτούμε τι προηγείται των λόγων του Χριστού «μετανοείτε∙ ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Στον προηγούμενο στίχο ο ευαγγελιστής παραθέτει τον στίχο 9,2 του Ησαΐα: «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς». Αυτό είναι το άμεσο πλαίσιο της εντολής του Κυρίου για μετάνοια: προηγείται η αναφορά στο «μέγα φως» που ανέτειλε γι’ αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι, και ακολουθείται από μια άλλη αναφορά για την εγγύτητα της Βασιλείας του Θεού. Η μετάνοια, λοιπόν, είναι μια φώτιση, μια μετάβαση από το σκότος στο φως∙ μετάνοια σημαίνει να ανοίξουμε τα μάτια μας στην Θεϊκή ακτινοβολία∙ όχι να καθόμσατε θλιμμένοι στο λυκόφως, αλλά να χαιρετούμε την αυγή που έρχεται. Η μετάνοια έχει επίσης εσχατολογικό χαρακτήρα, είναι ένα άνοιγμα προς τα Έσχατα, που δεν βρίσκονται απλώς στο μέλλον, αλλά είναι ήδη παρόντα∙ το να μετανοούμε σημαίνει να αναγνωρίζουμε πως η Βασιλεία των Ουρανών βρίσκεται ανάμεσά μας, και ότι αν αποδεχτούμε τον ερχομό της Βασιλείας, όλα τα πράγματα θα γίνουν καινούρια για μας.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Kallistos Ware - Bishop of Diokleia


«Η ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ»

http://www.paterikiorthodoxia.com/2012/10/2407.html

Re: Η Μετάνοια στην Ορθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:41
από LAPTONAS
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Η αληθινή μετάνοια



Συμβαίνει, αγαπητοί μου, λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, συχνά ο άνθρωπος στον κόσμο να φοβάται πολύ. Φοβάται μη αρρωστήσει, μη πάθει κάτι άσχημο, μη του κάνουν κακό, μη δεν επιτύχει, μη δεν προοδεύσει, μη εκτεθεί, μη δεν τιμηθεί, μη δεν αναγνωρισθεί. Για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής του δεν πολυνοιάζεται, δεν φοβάται, δεν αγωνιά, μόνο ελπίζει στον Πολυεύσπλαχνο Θεό, αν βέβαια πάλι νοιάζεται και ενδιαφέρεται. Δεν αγαπά πολύ τη σωτηρία του φαίνεται σήμερα ο άνθρωπος. Γιατί άραγε; Τί είναι αυτό που τον κάνει ν' αμαρτάνει εύκολα και να μετανοεί δύσκολα; Είναι τόσο δύσκολο ν' αλλάξει ο άνθρωπος; Είναι υποτιμητικό να ζητήσει συγχώρεση; Είναι αναξιοπρεπές να ταπεινωθεί; Τον ομιλητή παρακαλώ καλείσθε ν' ακούσετε ως αδελφό σας, ως συναγωνιστή και όχι σαν αυστηρό δάσκαλο. Θα προσπαθήσει ν' απαντήσει στα βασικά και καίρια παραπάνω ερωτήματα. Θα χρησιμοποιήσει προς τούτο την απαράμιλλη Αγία Γραφή, τη θεοκίνητη Πατρολογία και τον μυροβόλο Συναξαριστή.
Το κήρυγμα της Εκκλησίας είναι, θα πρέπει πάντα να είναι, περί μετανοίας. Αυτό ήταν το κήρυγμα όλων των προφητών της Π. Διαθήκης έως του Τιμίου Προδρόμου, αυτό ήταν και του Χριστού. Η μετάνοια δημιουργεί το κατανυκτικό κλίμα της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, της θεωρίας του Θεού, της συναντήσεως με Αυτόν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο Αγιορείτης, ο διαπρύσιος κήρυκας της χάριτος και του φωτός, λέγει χαρακτηριστικά πως η αληθινή μετάνοια είναι αρχή, μέση και τέλος της εν Χριστώ πνευματικής ζωής. Όλοι μα όλοι έχουμε ανάγκη μετανοίας, γιατί ουδείς αναμάρτητος. Η πνευματική ζωή αρχίζει οπωσδήποτε με τη μετάνοια. Το έργο της δεν παύει ποτέ. Ο Μ. Βασίλειος λέγει πως όλος ο ανθρώπινος βίος είναι προς μετάνοια. Ο ατελής άνθρωπος θέλει συνεχή αγώνα για να πλησιάσει τον Παντέλειο Θεό. Ατέλεστος η τελειότητα θα πει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Δεν υπάρχουν νιρβάνα στην Ορθοδοξία, όπου παύεις τον αγώνα και επαναπαύεσαι μακάρια. Ο αγώνας είναι έως του τάφου, ασταμάτητος, αδιάκοπος.
Ο μεγάλος δογματικός πατήρ της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει πως μετάνοια σημαίνει επάνοδο από το παρά φύση στο κατά φύση και όδευση προς το υπέρ φύση. Είναι πορεία από το κατ' εικόνα στο καθ' ομοίωση.
Ο Αδάμ πλάσθηκε από τον Πανάγαθο Θεό κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσή Του. Το κατ' εικόνα του δόθηκε αμέσως. Το καθ' ομοίωση θάπρεπε όμως να το καλλιεργήσει ελεύθερα και φιλότιμα ο ίδιος με τη συνεργία βέβαια της Θείας Χάριτος. Η κατάκτηση του καθ' ομοίωση αποτελεί τον αγιασμό, τη χαρίτωση, την τελείωση, τη θέωση. Ο Αδάμ πριν την πτώση είχε την άνεση να συνομιλεί με τον Θεό συνέχεια. Είχε καθαρότητα, φωτεινότητα, απλότητα, ταπεινότητα. Μετά την πτώση διαταράχθηκε αυτή η σχέση η ωραία. Σκοτείνιασε ο νους του, θόλωσε, αμαυρώθηκε. Ο ακάθαρτος νους δεν μπορεί να είναι δεκτικός της θείας Χάριτος.
Η αμαρτία αποτελεί παρά φύση κίνηση, που δεν επιφέρει απλά στον Αδάμ τη στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό, αλλά δεν μπορεί τώρα πλέον η θεία ενέργεια νάναι καθαρτική, φωτιστική και θεοπτική. Ο παρασυρμός του Αδάμ από την Εύα και της Εύας από τον δαίμονα επέφερε τη στέρηση της θείας Χάριτος. Πώς θα επανέλθουν στο πρωτόκτιστο κάλλος; Μόνο διά της μετανοίας. Η μετάνοια η αληθινή είναι δυνατή να θεραπεύσει, να καθαρίσει, να επαναφέρει στην προπτωτική κατάσταση. Η θεόσδοτη και θεοδώρητη μετάνοια είναι ικανή να ξεσκοτεινιάσει τον νου, να καθαρίσει την καρδιά και την πνευματική όραση. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος τονίζει πως η μετάνοια δύναται να επαναφέρει τον μετανοούντα σε μεγαλύτερη καθαρότητα και από την πριν της αμαρτίας κατάσταση.

Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο ο Αδάμ με το να υπακούσει στον δαίμονα, αποδυναμώθηκε αλλά δεν καταστράφηκε τελείως. Κέντρο του τώρα γίνεται ο εαυτός του κι όχι ο Θεός του. Η βάση της αμαρτίας κατά τον μακαριστό Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς είναι να γίνουμε θεοί δίχως Θεό, μόνοι μας. Η αυτοθέωση αυτή είναι αντίθεη, αντίχριστη, δαιμονιώδης. Πουλήθηκε στον δαίμονα ο Αδάμ, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, και ο δαίμονας τώρα τον κάνει ότι θέλει. Τάχασε ο Θεός με τον άνθρωπο, λέγει κάπου ο Μ. Αθανάσιος, δεν περίμενε ότι θα βγούμε τόσο σκάρτοι. Ο άγιος Μακάριος συνεχίζει: Τη μέρα που ο Αδάμ έπεσε, ήλθε ο Θεός στον Παράδεισο και έκλαψε για το κατάντημά του. Προτίμησε το κακό αντί του αγαθού, τη ντροπή από τη δόξα, το σκοτάδι από το φως. Ο Αδάμ παρέσυρε όλο το ανθρώπινο γένος στην κακία.
Η συνάντηση της ψυχής με την αμαρτία γεννά τα πάθη. Η τροπή αυτή δεν έχει επιβληθεί, είναι εντελώς εκούσια, αποτέλεσμα της πλήρους ελευθερίας. Η κακία είναι ξένη στη φύση της ψυχής. Η αμαρτία διάβρωσε την ψυχή, την αποδυνάμωσε. Η συνήθεια της αμαρτίας είναι ως πορνεία με τον δαίμονα κατά τον έξοχο όσιο Μακάριο. Τα πάθη κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι δαιμονοκίνητα. Η παραμονή της αμαρτίας τυφλώνει την ψυχή, τη σκοτεινιάζει, την αρρωσταίνει, την τραυματίζει, τη θανατώνει. Στην κατάσταση αυτή εμπαίζεται από τους μισάνθρωπους δαίμονες. Ο αμαρτωλός, κατά τον άγιο Γρηγό­ριο τον Παλαμά, είναι κατά ένα τρόπο δαιμονισμένος. Η ψυχή δεν ταυτίζεται με την αμαρτία και ποτέ δεν γίνεται ένα με αυτή. Η παράβαση του Αδάμ έδωσε δικαίωμα στον δαίμονα να κτυπήσει και να σκοτίσει το νου του ανθρώπου, που είναι το βασιλικό μέρος της ψυχής, ο ηγεμόνας νους που ορά τον Θεό κατά τους αγίους πατέρες.
Έτσι ο ηγεμόνας νους γίνεται δούλος της αμαρτίας. Τον κυριεύουν τότε άτοποι, ακάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ασχολείται μόνο με τα κοσμικά, τα γήινα, τα φθαρτά. Λησμονά να προσεύχεται. Δεν αισθάνεται την ανάγκη. Ενίοτε τον ελέγχει η μνήμη ή η παρου­σία του Θεού τον αμαρτωλό άνθρωπο. Σκανδαλίζεται με την Εκκλησία, αγαπά πιο πολύ τον κόσμο. Τον αιχμαλωτίζει το κακό. Τότε νομίζει πως ζει. Κυκλοφορεί νεκρός, νεκρός ψυχικά.
Το κακό είναι ηθελημένο, επιλεγμένο και πραγματούμενο εκούσια από τον άνθρωπο. Η βούληση του ανθρώπου είναι κύρια υπεύθυνη για κάθε αμαρτία. Αναίτιος του κακού η θεία αυτοαγαθότητα λέγει ο Μ. Βασίλειος. Κανένα κακό έξω από την προαίρεση του ανθρώπου δεν υπάρχει, λέγει ο αββάς Ισαάκ. Ο Αδάμ είναι ο κύριος υπεύθυνος για την παράβαση ως αυτεξούσιος και τέλεια ελεύθερος. Η πτώση μόλυνε τον Αδάμ. Ο Χριστός λέγει ν' αρνηθούμε το θέλημά μας, να το υποτάξουμε, να το νεκρώσουμε και έτσι αυξάνουμε στην αρετή.
Η αμαρτία είναι παράλογη, αφύσικη, αντίθεη και δημιουργεί αποσύνθεση της ανθρώπινης προσωπικότητος και αποσύνδεση από τον Θεό. Η αμαρτία είναι θα λέγαμε η λογική του δαίμονα, που είναι ιδιαίτερα ύποπτος, ύπουλος, πονηρός, πανούργος, τεχνίτης, πλάνος, ευφυής, έμπειρος και μεγάλος απατεώνας. Με την πτώση του ο Αδάμ παρέλαβε τη φθαρτότητα και τη θνητότητα.
Η Ενανθρώπηση του Χριστού θέωσε την ανθρώπινη φύση. Με τον Σταυρό και την Ανάσταση νίκησε τον θάνατο. Τ' άγια Μυστήρια και ιδιαίτερα η θεία Ευχαριστία μας αθανατίζει. Από τα παραπάνω νομίζουμε πως διαφάνηκε πως η μετάνοια δεν είναι απόφαση στιγμής, προσωρινή αλλαγή δοκιμαστική, ψυχολογική ανανέωση, απλή νομική πράξη, ηθικιστική διόρθωση και επιπόλαιο πείραμα, αλλά πράξη γενναία ζωής, ακολούθηση ορθού βίου, ήθους και ύφους, εκκλησιολογικής, υγιούς, γνήσιας, ανόθευτης, ιερής και ωραίας νοηματισμένης βιοτής. Η αποτυχία του Αδάμ είναι διδακτική. Η ακραιφνής οδός της μετανοίας στηρίζεται στ' απαραίτητα στάδια: κάθαρσης, φωτισμού και θέωσης.
Μετάνοια αληθινή σημαίνει όχι απλά απομάκρυνση της αμαρτίας αλλά μίσος της αμαρτίας και τρυφερή αγάπηση των ένθεων αρετών. Μόνος ο άνθρωπος είναι αδύναμος να το καταφέρει. Έτσι συνδράμει ουσιαστικά ο ίδιος ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος. Όσο αγαπάμε τον Χριστό τόσο βοηθούμεθα να μισούμε την αμαρτία. Η σύνδεση του ανθρώπου με τον Χριστό δημιουργεί προσωπική αναγέννηση, απαλλαγή από τη ρίζα του κάκου, την εωσφορική υπερηφάνεια, και στολισμό της ψυχής από την υψοποιό ταπείνωση. Ο μετανοημένος πιστεύει, αγαπά και ελπίζει.
Η μετάνοια είναι βασική και μεγάλη αρετή, πάνω στην οποία οικοδομείται η πνευματική ζωή του πιστού. Ο μετανοημένος μόνο μπορεί να επικοινωνεί με τον Θεό. Πρόκειται για μεγάλο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Του Θεού που δεν παύει ποτέ ν' αγαπά, να εμπνέει, να μη ξεσυνερίζεται τον αγνώμονα αμαρτωλό. Είναι μια τρανή ακόμη απόδειξη της άφατης και φιλόστοργης φιλανθρωπίας του Παναγάθου Θεού Πατέρα και Πλάστη. Δεν απομένει από το ν' αποδεχθεί αυτόβουλα την πρόκληση και πρόσκληση προς απόλαυση των πολλών αγαθών της μετάνοιας. Η αντίδραση, η αντίθεση και η απόδραση του ανθρώπου από το ευγενές αυτό προσκλητήριο τον καταταλαιπωρεί.
Καρποί άξιοι της μετανοίας κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι η εξομολόγηση, η ελεημοσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη, η ταπείνωση. Οι αρετές αποτελούν αναμφισβήτητα σημαντικό έργο της εν Χριστώ ζωής και συνδράμουν στη σωτηρία του ανθρώπου. Δίχως μετάνοια κανείς δεν μπορεί να σωθεί. Ο καταπληκτικός όσιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει πως αρχή μετάνοιας είναι η αποχή του κακού και η αρχή της μετάνοιας είναι αρχή της σωτηρίας μας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πάλι λέγει πως η μετάνοια αρχίζει με την αυτομεμψία, την εξομολόγηση, την απομάκρυνση από τις κακίες. Δεν μπορεί ποτέ κανείς, λέγει, να προχωρήσει και προοδεύσει πνευματικά στα υψηλά και τέλεια αν δεν αγγίξει την αρχή των αρετών. τη μετάνοια.
Μετά τη Σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και το Θείο βάπτισμα ο πιστός είναι υπεύθυνος ο ίδιος αν θ' ακολουθήσει τον Χριστό ή τον δαίμονα. Ο Αδάμ προσκλήθηκε και παρακλήθηκε από τον Θεό επίμονα να μετανοήσει και να παραμείνει οικήτορας του έξοχου κήπου της Εδέμ. Δεν θέλησε όμως να πει το «ήμαρτον» καθόλου, λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο ειλικρινά μετανοών παρουσιάζει λοιπόν διάθεση και στάση εντελώς αντίθετη από αυτή του αμετανόητου και τελικά δυστυχισμένου Αδάμ. Ο μετανοών θα πρέπει να πιστεύει στον Θεό, να έχει φόβο Θεού, ν' απαρνηθεί ότι τον χωρίζει από τον Θεό εκούσια και να λυπηθεί για την πρότερη κατάσταση που λύπησε και τον Θεό. Λυπάται λοιπόν ο μετανοημένος ειλικρινά. Δεν άγχεται, δεν φοβάται, δεν είναι τρομοκρατημένος, θυμωμένος με τον εαυτό του, δεν είναι ταραγμένος, δεν έχει ενοχές, δεν τον κυνηγούν Ερινύες. Αν είναι έτσι δεν είναι σωστή η μετάνοιά του. Παρουσιάζεται να είναι θιγμένος ο εγωισμός του, να έχει εκτεθεί, ρεζιλευθεί και ντροπιασθεί ανεπανόρθωτα. Δεν αισθάνεται διόλου έτσι ο πραγματικά μετανοημέ­νος.
Η μετάνοια είναι βάπτισμα μετά το βάπτισμα, χάρη μετά τη χάρη. Η μετάνοια συνυφαίνεται με την εξομολόγηση και απαλλάσσεται ο εξομολογούμενος από το βάρος το κουραστικό των αμαρτιών. Η εμμονή στη μετάνοια θερμαίνει την πίστη και αυξάνει την ταπείνωση, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Τότε, λέγει, αληθινά ευτυχούμε γινόμενοι θεοχαρίτωτοι, αγιοπνευματικοί. Είμασθε με τον Θεό, όπως ήταν ο Αδάμ στον παράδεισο της τρυφής, προγευόμαστε την ανεκλάλητη χαρά της βασιλείας των ουρανών, διατηρώντας γνήσιο ταπεινό φρόνημα, κατάνυξη, κατά Θεόν πένθος, καρδία καθαρή, πράττοντας πρόθυμα έργα μετανοίας, ευάρεστα στον Θεό.
Είπαμε πως η μετάνοια είναι διαρκής. Ο άγιος Συμεών μάλιστα λέγει πως και αν χίλια χρόνια ζήσουμε στη γη, ποτέ δεν θα μπορέσουμε τέλεια να κατανοήσουμε τη μετάνοια, αλλά καθημερινά να βάζουμε αρχή σε αυτή και ν' αγωνιζόμεθα. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος τη θεωρεί αναβαπτισμό, νέα συνθήκη με τον Θεό, ενδυνάμωση κατά της απελπισίας, λογισμός αυτοκριτικής και αυτοκατάκρισης, εμπιστοσύνη στον Θεό και απόλυτη ελπίδα, συνδιαλλαγή και αγαθοεργία, καθαρή συνείδηση, υπομονή στις θλίψεις, αντοχή στη νηστεία, νέκρωση του παλαιού εαυτού. Η μετάνοια κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά δεν εξαντλείται στο μίσος της αμαρτίας αλλά και στην αγάπη της αρετής.
Πώς θα μετανοήσει κανείς; Πώς θ' αρχίσει; Χρειάζεται να ξαποστάσει κατ' αρχάς, να ξελαχανιάσει από το καθημερινό τρεχαλητό, το κυνηγητό της ηδονής, να στραφεί προς τα μέσα του, να κινηθεί από τη συνεχή ετεροπαρατήρηση στην αυτοπαρατήρηση, από το κουτσομπολιό των πάντων στη συνομιλία με τον άγνωστο εαυτό του. Να σκύψει λίγο μέσα του, να σκάψει εντός του, να δει τις δυνάμεις, τις δυνατότητες, τα όρια, τις αντοχές, τα δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αυστηρός αυτοέλεγχος, επιείκεια και κατανόηση των άλλων. Να βρούμε τα ποσοστά της προσωπικής μας ευθύνης. Να μη τα ρίχνουμε εύκολα και γρήγορα πάντα μόνο στους άλλους. Απλά και ειλικρινά, τίμια και δίκαια πρέπει και αξίζει να οδηγηθεί ο εαυτός μας, που συνηθίζει να ξεγλυστράει σαν χέλι, να παραδεχθεί την αμαρτωλότητά του. Να θελήσει γενναία, ηρωικά και παλληκαρίσια ν' αναχωρήσει ανεπίστροφα από την αμαρτία. Να μη επωάζει πια μνήμες και φιλεπίστροφους λογισμούς στα πρότερα, τ' άχαρα, τ' αμαρτωλά, τ' ανέντιμα της προηγούμενης ζωής.
Όλ' αυτά φυσικά γίνονται ελεύθερα και αυτοπροαίρετα και δεν υπάρχει κανένα νόημα σε κανενός είδους εξαναγκασμό. Ποτέ δεν επιτρέπεται να εκβιάσουμε κάποιον να εξομολογηθεί. Η εξομολόγηση εμπνέεται και είναι ιερό μυστήριο και πράξη ελευθερίας. Προηγείται της μετάνοιας η επίγνωση της αμαρτίας, η συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητος. Ακο­λουθεί η λύπη για την αμαρτία. Έπεται η εξομολόγηση, με καρδιά συντετριμμένη και πνεύμα τεταπεινωμένο, δέηση για συγχώρεση και άφεση και απόφαση υποσχετική για μόνιμη αποχή από το κακό. Ελεύθερα και αυτόβουλα επιλέγει ο αμαρτωλός τη μετάνοια και πλουτίζει από τ' αγαθά της ειρήνης. Πάντα ιδιαίτερα με προβληματίζει ο λόγος ενός σύγχρονου, σοφού κι ενάρετου Αγιορείτου: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν!
Η μετάνοια έχει οπωσδήποτε καθαρά προσωπικό χαρακτήρα. Ο καθένας μετανοεί για τον εαυτό του. Στην εξομολόγηση ο εξομολογούμενος καταθέτει την προσωπική του ευθύνη. Δεν αναλύει πόσο κακοί είναι οι άλλοι που δεν τον καταλαβαίνουν και πόσο άστατος ο κόσμος που τον κουράζει. Η μετάνοια δεν έχει σχέση με την επιφάνεια αλλά με το βάθος. Δεν στηρίζεται τόσο στα λόγια αλλά στις πράξεις. Η ευσέβειά μας, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δεν μένει στα λόγια αλλά στα πράγματα. Η μετάνοια ελευθερώνει και δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο. Όσο ο πιστός βαθαίνει στη μετάνοια τόσο περισσότερο αισθάνεται την αγάπη του Θεού και βιώνει την ελευθερία.
Μετανοεί ο χριστιανός γιατί ελπίζει ότι θα λάβει από τον Θεό τη συγχώρηση κι έτσι είναι στην πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ειλικρινά την αμαρτωλότητά του ο άνθρωπος αναγνωρίζει και ομολογεί την αδυναμία του. Η γνώση της αδυναμίας είναι δύναμη. Η παραδοχή της ήττας είναι νίκη. Η δίχως δικαιολογίες συναίσθηση της παραβατικότητος, ανυπακοής και καταχρήσεως της ελευθερίας οδηγεί στη μετάνοια. Η έξοδος του Αδάμ από τον παράδεισο επήλθε λόγω της αμετανοησίας του. Φθάνουν μάλιστα οι άγιοι πατέρες να λέγουν ότι ο Αδάμ έχασε τον παράδεισο όχι λόγω της συγκεκριμένης αμαρτίας του αλλά λόγω των δικαιολογιών του. Αν απροφάσιστα και ντόμπρα παραδεχόταν το σφάλμα του θα τον συγχωρούσε ο Θεός και θα παρέμενε στον παράδεισο. Έτσι φθάνει ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης να λέγει τον φοβερό λόγο: Όποιος συνέχεια δικαιολογείται έχει Γέροντά του τον δαίμονα!
Ελπίζοντας στην αγάπη του Θεού ο πιστός και πιστεύοντας στη συγχώρεση αναγνωρίζει ότι ο Παντοδύναμος Θεός μπορεί να τον ελεήσει και να τον δε­χθεί ως τον άσωτο της παραβολής. Η μετάνοια όμως θα πρέπει να υπάρξει σε αυτή τη ζωή. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας». Η αναβλητικότητα είναι ένα από τα πιο πονηρά παιχνίδια του δαίμονα. Ο Γέροντας Τύχων ο Ρώσος, ο Αγιορείτης, έλεγε πολύ χαριτωμένα: Η κόλαση είναι καλά στρωμένη από «θα»! Κατοικείται από ανθρώπους καλών προθέσεων και ωραίων, μακρυνών σχεδίων. Η μετάνοια επαναφέρει, επανορθώνει, ανορθώνει. Αν επιτρέπεται, όλα επιτρέπονται εκτός από την απελπισία. Ο δαίμονας επισταμένως εργάζεται να μας οδηγήσει στην απόγνωση. Αφού συνέχεια πέφτουμε στα ίδια και τα ίδια, ποιος ο λόγος να συνεχίσουμε ν' αγωνιζόμαστε; Ο θεοφόρος άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει: Η αμαρτία μαυρίζει, η μετάνοια ασπρίζει. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη της αγάπης του Θεού. Όλα συγχωρούνται αρκεί ο άνθρωπος έγκαιρα και έγκυρα να μετανοήσει. Ο μετανοών αμαρτωλός είναι πάντοτε συμπαθής, ο αμετανόητος πεισματάρης και θεληματάρης απομακρύνει τη θεία χάρη και βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Οι νηπτικοί πατέρες συνδυάζουν πάντοτε με τη μετάνοια την κατάνυξη, την οποία θεωρούν απαραίτητη όσο τ' οξυγόνο. Ο άγιος Συμεών συνδυάζει την κατάνυξη με τα θερμά δάκρυα και την αγαθοεργία, διά των οποίων καθαίρεται ο άνθρωπος. Η κατανυκτική προσευχή έχει δάκρυα, αυτά όμως είναι άκοπα, θερμά και γλυκά. Δεν είναι αποτέλεσμα συναισθηματικών καταστάσεων και νοσηρών φαντασιών ενός στραπατσαρισμένου εγωισμού και μιας κακομοίρικης ψευδοαμαρτωλότητος και νόθας μηδαμινότητος. Όσο ο άνθρωπος αμαρτάνει σκληραίνει, πωρώνεται, δεν δακρύζει εύκολα. Όσο ο άνθρωπος μετανοεί, χύνει δάκρυα, σπάει ο πάγος, φανερώνεται η επίσκεψη της θείας χάριτος. Τέλος, δακρύζει ενθυμούμενος την αγάπη του Θεού, τις πρεσβείες των αγίων, ιδιαίτερα της Θεοτόκου. Τα δάκρυα της χάριτος καμιά σχέση δεν έχουν με τα φυσικά δάκρυα λέγει ο πάντοτε ευκατάνυκτος όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει η σκληροκαρδία θα μαλαχθεί με δάκρυα, η καρδιά θα ταπεινωθεί με δάκρυα, η ένωση με τον Θεό θα γίνει με δάκρυα, η γνώση του Θεού είναι αδύνατον να επιτευχθεί δίχως δάκρυα.
Ο πρώτος Αδάμ, κατά τον αββά Δωρόθεο, απογύμνωσε τον άνθρωπο από τις πνευματικές δυνατότητες της «κατ' εικόνα» Θεού υπάρξεώς του, γιατί επέλεξε την υπερηφάνεια και όχι τη μετάνοια. Ο τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ, κάλυψε τη γύμνωσή του, τούδωσε τη δύναμη ν' ανθίσταται στην αμαρτία και ν' αγαπά την αρετή. Η μετάνοια συνδράμει σημαντικά να γνωρίσουμε τον πραγματικό εαυτό μας με την όλη νηπτική εργασία και όχι να θεωρούμε, να νομίζουμε ή να φανταζόμαστε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα. Η βίωση της μετάνοιας διασφαλίζει την αυθεντικότητα των αρετών του ανθρώπου, τις οποίες αρμολογεί, συνέχει και συντηρεί η πάντα απαραίτητη, γνήσια ταπείνωση.
Οι κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως κανόνες - επιτίμια, όταν τίθενται από τον πνευματικό, δεν έχουν ποτέ τον νομικό χαρακτήρα, εκδικήσεως του παραβάτη, τιμωρίας του αμαρτωλού, εξιλεώσεώς του προς ικανοποίηση του προσβληθέντος Θεού, όπως θεωρούν οι Λατίνοι. Τα επιτίμια είναι φάρμακα προς θεραπεία. Χρειάζεται μεγάλη διάκριση, γνώση, σοφία, τέχνη, προσοχή, προσευχή. Χρειάζεται ανάλογα η αυστηρότητα ή η επιείκεια και η κατάλληλη οικονομία. Όχι πάντα αυστηρότητα, όχι πάντα οικονομία. Ο κύριος θεραπευτής είναι ο Χριστός. Ο ιερεύς είναι διάκονος των μυστηρίων του Χριστού. Η άφεση όμως των αμαρτιών γίνεται διά του πετραχηλιού του έγκυρου, κανονικού ιερέως, που θα πρέπει να στολίζεται από εμπειρία, προς διάκριση των πνευμάτων. Θα πρέπει νάχει ο πνευματικός κοινωνία με τον Θεό ο ίδιος, για να οδηγήσει και αυτούς που τον πλησιάζουν σε Αυτόν.
Είναι σημαντική οπωσδήποτε η συνδρομή του πνευματικού πατέρα στην ανόρθωση του πνευματικού τέκνου. Η μεγάλη μάχη όμως πρέπει να πούμε δίνεται εντός του ίδιου του ανθρώπου. Θα πρέπει ν' απομακρυνθεί από τη δουλεία των παθών, να ενισχυθεί από τις ευχές της Εκκλησίας και ν' αγωνισθεί υπομονετικά και επίμονα για την απαλλαγή από τις αμαρτωλές ενθυμήσεις, μνήμες και προσβολές, αγαπώντας όλο και πιο πολύ τον Χριστό. Θα πρέπει να φτιάξουμε, κατά τον Γέροντα Παΐσιο, ένα εργοστάσιο καλών λογισμών. Ο πνευματικός συνδέει το τέκνο του πιο πολύ με τον Χριστό και λιγώτερο με τον εαυτό του. Προσεύχεται γι' αυτό, ακόμη και όταν παρακούει, ίσως τότε πιο πολύ. Η υπακοή εμπνέεται, δεν επιβάλλεται. Η υπακοή δεν έχει σχέση με τη στρατιωτική πειθαρχία. Η υπακοή βοηθά στην ταπείνωση, στην εκκοπή του νοσηρού ιδίου θελήματος.
Ο ανυπάκουος, ο αυθαιρετών, αυτός που πράττει ό,τι νομίζει, ό,τι τον συμφέρει, ό,τι τον αναπαύει, έχει πρόβλημα, πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Έχει αρχίσει να χάνει τον προσανατολισμό του, νάχει μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, νάναι ένας μικρός ή μεγάλος Φαρισαίος. Η υπακοή στον πνευματικό πρέπει νά­ναι αβίαστη, ελεύθερη, πρόθυμη, φιλότιμη, ευχάριστη. Χρειάζεται αγώνας για νάναι έτσι. Η υπακοή από μόνη της δεν λέει πολλά πράγματα. Θα πρέπει να συνδυάζεται με την καθαρή προσευχή και τη συνειδητή και εμπροϋπόθετη συμμετοχή στ' άγια μυστήρια και ιδιαίτερα της θείας Ευχαριστίας. Η υπομονή στους πειρασμούς ενδυναμώνει τον αγώνα, ωριμάζει πνευματικά και καλλιεργεί ψυχικά τον ταπεινό αγωνιστή.
Ο άνθρωπος της μετανοίας αγαπά την άσκηση, αντιμετωπίζει μ' εγρήγορση και γνώση τις παραχωρούμενες για καλό δοκιμασίες. Ο ειλικρινά μετανοημένος δεν έχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιών, διχασμών, ανικανοποίητων και ανολοκλήρωτων καταστάσεων, συναισθηματικών ασταθειών, φοβιών, καχυποψιών και λοιπών κουραστικών παρόμοιων πραγμάτων. Ο μετανοημένος άνθρωπος του Θεού αγαπά τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ταπεινώνεται, χαίρεται μυστικά, δοξολογεί, ευχαριστεί και ευγνωμονεί τον Θεό.
Ο πνευματικός πατέρας μπορεί να μη είναι άγιος και τέλειος και κάπου να σφάλλει κιόλας, όμως πρέπει να γνωρίζει τις θεραπευτικές μεθόδους των παθών καλά, ώστε να μη ταλαιπωρεί τους προσερχόμενους με λαθεμένες διαγνώσεις και οδηγίες. Συντείνει βεβαίως ιδιαίτερα στη βοήθειά του η ειλικρίνεια και η μετάνοια του εξομολογούμενου. Έτσι πνευματικός κανείς καθίσταται κυρίως όταν τον διακρίνει αυτή η εμπειρία, που πάντοτε δεν υπάρχει με τη μεγάλη ηλικία. Ο επίσκοπος θα πρέπει να γνωρίζει επίσης πολύ καλά ποιους τοποθετεί σε αυτή τη διακονία και να είναι βαθύς γνώστης των διαχρονικής αξίας Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας.
Ο επιφανής π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, κάτοχος άριστος του Πηδαλίου, έλεγε: Οι Ιεροί Κανόνες δεν είναι κανόνια! Και ο σοφός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, έλεγε: Μαχαίρι κρατά και ο ιατρός και ο κρεοπώλης... Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων, κατά τον μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο, είναι η βίωση της αποκαλυπτικής αλήθειας της πίστεως και η πνευματική αναγέννηση των ανθρώπων. Πνευματική αναγέννηση δεν σημαίνει απλά προσωπική πρόοδο του χαρακτήρα μας, αλλά εκκλησιοποίηση του ανθρώπου.
Οι Ιεροί Κανόνες συνδράμουν στην επαναφορά του μετανοούντος αμαρτωλού στην ευθεία, τη μεσότητα, την Ορθόδοξη πλεύση.
Το Πηδάλιο στα χέρια ενός αδιάκριτου πνευματικού πατέρα θα μπορεί να δημιουργήσει και συντρίμια. Ο προσευχόμενος, δηλαδή θεολόγος, και με διάκριση πνευματικός είναι απαραίτητο να μπορεί να διακρίνει το θεϊκό από το δαιμονικό, το αγγελικό από το ανθρώπινο, το πνευματικό από το υλικό, το ψυχικό από το σωματικό, το ψυχολογικό από το νευρολογικό, το ψυχιατρικό από το νευρικό, το αγχωτικό από το ανυπόμονο και πολλά άλλα παρόμοια. Η αδιακρισία θα δημιουργήσει σύγχυση και αυτή σοβαρή πνευματική ζημιά, που μπορεί πολύ να ταλαιπωρήσει και τον εξομολόγο και τον εξομολογούμενο.
Ο πνευματικός πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό του, τις δυνατότητές του, τις αρμοδιότητές του και το μέτρο των καθηκόντων του. Να μη θέτει δυσβάστακτα φορτία στους ανθρώπους και λυγίσουν και αποθαρρυνθούν και απογοητευθούν. Δεν είναι για όλους πάντοτε όλα. Ιδιαίτερα εδώ χρειάζεται μία εξατομικευμένη ποιμαντική. Ακόμη σ' ένα αρχάριο δεν πρέπει να παρουσιάζονται υψηλές καταστάσεις, που αδυνατεί τώρα ν' ανέλθει. Η σύγχυση της ακριβούς διαγνώσεως, π.χ. ένα πρόβλημα ψυχολογικό να θεωρηθεί ως δαιμονισμός, μπορεί όπως είπαμε να δημιουργήσει μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις και ταλαιπωρίες. Καλό θα ήταν ο κάθε εξομολόγος να ήταν και Γέροντας, δηλαδή πνευματικός καθοδηγητής. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι στον κόσμο μπορούν απόλυτα να μεταφερθούν τα μοναχικά πράγματα και οι νέοι ή οι οικογενειάρχες ν' ακολουθούν ένα απαράβατο κανόνα υπακοής και στις λεπτομέρειες κατά τις προτιμήσεις του πνευματικού. Ή να χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται κατά διάφορους γνωστούς τρόπους ο πνευματικός τα πρόσωπα που η χάρη του Θεού φέρνει στο άγιο πετραχήλι του. Ο πνευματικός οπωσδήποτε και ποτέ δεν είναι παντογνώστης και αλάθητος. Γι' αυτό δεν θα πρέπει νάχει γνώμη επί παντός επιστητού. Θα πρέπει να περιορίζεται στο καθαρά πνευματικό του έργο. να μορφώσει Χριστό στις καρδιές των τέκνων του. Ο πνευματικός ο καλός σέβεται πάντοτε την ελευθερία του τέκνου του, ακόμη και όταν ελεύθερα του την προσφέρει εκείνο. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αγωνίζεται να θεραπεύσει τον μετανοημένο και όχι να τον κάνει οπαδό, που θα τον φοβάται, θα τον κολακεύει, θα τον χειροκροτεί, θα τον ακολουθεί παντού και πάντοτε.
Αντιλαμβάνεσθε πόσο σπουδαία είναι η εξεύρεση ενός διακριτικού πνευματικού προς ορθή καθοδήγηση μακρυά από υπερβολές, ακρότητες, συναισθηματισμούς και νοσηρότητες. Η αγωγή που δίδει ο πνευματικός συνδράμει στο ξεκαθάρισμα πολλών πραγμάτων, στην είσοδο στην ουσία της πνευματικής ζωής, στη γνώση ότι η Εκκλησία μας δεν είναι ένας ωραίος και ιερός έστω θρησκευτικός οργανισμός, ένα σωματείο κοινωνικής αλληλεγγύης, ένας χώρος όπου περνάμε ευχάριστα, αποδεχόμενοι, συζητώντας και χαμογελώντας συνέχεια, όπου ικανοποιούνται συναισθήματα και καταξιωνόμαστε. Η Εκκλησία είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, η κοινωνία των αγίων, η μόνη οδός θεώσεως των μετανοούντων.
Οπωσδήποτε η Εκκλησία είναι και πνευματικό θεραπευτήριο και πνευματική οικογένεια και ο σημερινός κυνηγημένος και ανέραστος άνθρωπος μέσα στις δύσκολες και μαζοποιημένες κοινωνίες έχει ανάγκη από την ανεύρεση της μοναδικότητος του ιερού προσώπου του και την αληθινή επικοινωνία. Ο πνευματικός πατέρας είναι απαραίτητος. Την ανάγκη του κόσμου θα εκπληρώσουμε όταν είμεθα καθαροί, τίμιοι, αγαθοί και ταπεινοί. Δεν μπορεί ένας να είναι πνευματικός και να μη έχει πνευματικό.
Το θαυματουργό και ιαματικό μυστήριο της μετανοίας πολλοί άνθρωποι, ακόμη και πιστοί εξομολογούμενοι, συχνά δεν το μεταχειρίζονται σωστά, ώστε τελικά να μένουν αθεράπευτοι. Η κάθε αμαρτία είναι μία μικρή επανάσταση του ανθρώπου κατά του Θεού, διαχωρίζεται από Αυτόν, απομακρύνεται, φεύγει από τη χάρη της Εκκλησίας, αποξενώνεται, τελικά νεκρώνεται. Η αμαρτία αυτοκαταστρέφει, απομονώνει και στενοχωρεί τον άνθρωπο. Η μετάνοια, όπως είπαμε, είναι μία διορθωτική πράξη, επαναφέρει, αποκαθιστά στην αρχαία ωραιότητα. Μερικοί δεν γνωρίζουν, λένε, γιατί να μετανοήσουν. Το πρόβλημα είναι σοβαρό. Έχουν αμβλυνθεί φοβερά τα κριτήρια. Η θεωρούμενη ελευθερία έχει εξασθενήσει ηθικά, τρομερά τον σύγχρονο άνθρωπο. Η μετάνοια δεν μπορεί να εξαντλείται σε μία εντελώς τυπική εξομολόγηση πριν τις μεγάλες εορτές, με το ξεμπέρδεμα των θρησκευτικών μας καθηκόντων και την κατάθεση του βάρους μας για να ξαλαφρώσουμε ψυχικά. Η μετάνοια είναι ριζική αλλαγή όλης της ζωής, αναποδογύρισμα, επανατοποθέτηση, επαναπροσανατολισμός, άρνηση και μίσος του κακού, πλήρης αλλαγή νοοτροπίας, αγάπη ολοκάρδια του αγαθού και πιστή και υπομονετική ακολούθησή του.
Η μετάνοια δεν τελειώνει σε μία εξομολόγηση με λίγα έστω δάκρυα. Η μετάνοια δεν είναι αστραπή ή φωτοβολίδα, αλλά συνεχές, επίπονο έργο ζωής. Η εξομολόγηση δεν είναι πάλι απλή διαλογική συζήτηση, λύση αποριών, τυπική εξαγόρευση δυσκολιών που έχουμε με τους άλλους, που δεν μας καταλαβαίνουν και δεν μας αγαπούν τόσο. Η εξομολόγηση δεν γίνεται από καλή συνήθεια, για το καλό, για το έθιμο, από φόβο μη μας τιμωρήσει ο Θεός και λοιπά. Η εξομολόγηση είναι βαθειά ανάγκη της μετανοημένης ψυχής, ταπεινή κατάθεση του βάρους των πλημμελημάτων.
Δεν είναι σωστό ν' αλλάζει κανείς συνέχεια πνευματικούς. Να έχει συγχρόνως δύο πνευματικούς. Να λέγει λίγα εδώ και λίγα εκεί. Τούτο φανερώνει μεγάλη πνευματική ανωριμότητα, επιπολαιότητα και αστάθεια. Θέλει μια κάποια προετοιμασία η εξομολόγηση. Μη ζητώντας τον τέλειο και άγιο πνευματικό δεν πάμε καθόλου. Η αγιότητα δεν είναι μεταδοτική. Ο πιο άγιος πνευματικός δεν μπορεί να μας κάνει τίποτε αν δεν αγωνισθούμε. Μη νομίζουμε ότι ανεβαίνουν οι πνευματικές μετοχές μας με το να έχουμε ονομαστούς πνευματικούς, μάλλον αυξάνονται οι υποχρεώσεις μας και θα πρέπει να ελεγχόμεθα. Καλό είναι να ζητάμε το καλό και το τέλειο, όχι όμως να πάσχουμε ως ατελείς και δεινοί ευσεβιστές. Μη φοβόμαστε να παραδεχθούμε την ήττα μας, την αδυναμία μας, την αμέλειά μας.
Δεν θα κατακριθούμε γιατί πέσαμε, αλλά γιατί δεν σηκωθήκαμε. Μόνο ο δαίμονας έπεσε και δεν σηκώθηκε ποτέ. Δεν θα κολασθούμε, αδελφοί μου, γιατί αμαρτήσαμε, αλλά γιατί δεν μετανοήσαμε. Η υγιής παραδοχή της αμαρτωλότητός μας είναι πολύ σημαντική. Όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας αυτή την παραδοχή είχαν μόνιμα. Αυτό το συντετριμμένο πνεύμα πρέπει πάντοτε να υπάρχει στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού, πολύ περισσότερο κατά την ώρα της εξομολογήσεως. Μη αναμένουμε ανακριτικές ερωτήσεις, μη φοβόμαστε, μη δειλιάζουμε, μη ντρεπόμαστε, μη αναβάλλουμε, μη θεωρούμε αμαρτίες μόνο τον φόνο και την κλοπή. Ούτε αδιάφοροι ούτε σχολαστικοί, ούτε φοβισμένοι ούτε ξεθαρρεμένοι. Θα μπορούσε κανείς πολλά να πει επί του σοβαρού αυτού θέματος. Ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας φωτίζει ν' αναχωρούμε από το εξομολογητήριο όχι με πρόσθετες αμαρτίες. Παρουσιάζοντας ακόμη και εκεί προφάσεις και δικαιολογίες για τον καλό εαυτό μας και τον κακό κόσμο....
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης στον ωραιότατο λόγο του περί μετανοίας μεταξύ άλλων γράφει χαρακτηριστικά, εμπνευσμένα και θεοχαρίτωτα: Γνωρίζω ότι εις όσους παλαίουν κατά της αμαρτίας, ο Κύριος χαρίζει όχι μόνον την άφεσιν αλλά και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, η οποία χαροποιεί και πληροί την ψυχήν με βαθείαν και γλυκείαν ειρήνην... Δεν υπάρχει μεγαλύτερον θαύμα από το να αγαπά τις τον αμαρτωλόν εις την πτώσιν του. Τον άγιον είναι εύκολον να αγαπάς - είναι άξιος... Χαίρει ο Κύριος επί τη μετανοία των ανθρώπων. Και όλαι αι ουράνιαι δυνάμεις αναμένουν, όπως και ημείς απολαύσωμεν της γλυκύτητος της αγάπης του Θεού και ίδωμεν το κάλλος του προσώπου Αυτού... Δόξα τω Κυρίω, ότι έδωκεν εις ημάς την μετάνοιαν, και διά της μετανοίας σωζόμεθα πάντες ημείς, άνευ εξαιρέσεως. Δεν θα σωθούν μόνο οι μη μετανοούντες... Σημείον της αφέσεως των αμαρτιών είναι ότι εμίσησαν την αμαρτίαν... Ας ταπεινωθώμεν, ίνα διά της μετανοίας αποκτήσωμεν ελεητικήν καρδίαν και τότε θα ίδωμεν την δόξαν του Κυρίου... Όστις μετανοεί αληθώς, ούτος είναι έτοιμος να υπομένη κάθε θλίψιν... Εις τον ελεήμονα ο Κύριος παρευθύς συγχωρεί τα αμαρτήματα... Θα ηυχόμην να μάθω μόνον την ταπείνωσιν και την αγάπην του Χριστού, ώστε ουδένα να προσβάλλω, αλλά να προσεύχωμαι δι' όλους, ως δι' εμαυτόν....
Ταπεινώς φρονώ ότι οι λόγοι αυτοί του αγίου Σιλουανού είναι συμπύκνωση όλων των προηγουμένων. Λησμονήστε, λοιπόν, αν θέλετε τα παραπάνω. Να θυμάσθε πάντα όμως ότι όποιος παλεύει κατά της αμαρτίας χαριτώνεται και ευλογείται από τον Θεό. Ν' αγαπάμε τον αμαρτωλό και να μισούμε την αμαρτία, όπως λέγει και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Χαρά λαμβάνει ο Θεός από τη μετάνοιά μας, χαρά αληθινή αισθανόμεθα τότε κι εμείς. Απόδειξη ότι μας συγχώρεσε ο Θεός είναι το μίσος κατά της αμαρτίας. Η συγχωρητικότητα είναι χαρακτηριστικό του αληθινά μετανοημένου.
Εύχεσθε να συνεχίζουμε ελπιδοφόρα το ωραίο ταξείδι στα βαθειά νερά της μετανοίας, οδηγούμενοι στον εύδιο λιμένα της σωτηρίας μας από τον Σωτήρα και Λυτρωτή Κύριο, διά πρεσβειών πάντων των αγίων και της Θεοτόκου.





«ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

http://www.impantokratoros.gr/FF22B859.el.aspx

Re: Η Μετάνοια στην Ορθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:42
από LAPTONAS
Βικιφθέγματα


Αν προχωράς σε λάθος κατεύθυνση ο Θεός επιτρέπει στροφές 180 μοιρών. - Μπράουν Τζ.
Ανεύθυνο να θεωρείς αρετή τη μετάνοια μετά από σφάλματα, παρά τη θέληση να τα αποφεύγεις. - Λίχτενμπεργκ Γκ.
Δεν πρέπει ο φρόνιμος άνθρωπος να μετανοεί, αλλά να προνοεί. - Στοβαίος
Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, επιτίμησον αυτώ. Και εάν μετανοήση, άφες αυτώ. Και εάν επτάκις της ημέρας αμαρτήση εις σε και επτάκις της ημέρας επιστρέψη προς σε λέγων, μετανοώ, αφήσεις αυτώ. - Λουκ. ιζ’ 3-4
Είναι ευκολότερο να μην κάνεις σφάλματα, παρά να τα διορθώσεις. - Ναπολέων Βοναπάρτης
Ευτυχία είναι απόλαυση χωρίς μετάνοια. - Ανώνυμος
Η αρχή της μετανοίας είναι η αρχή της σωτηρίας. - Σιναιτός Ι.
Η αρχή της σωτηρίας της ψυχής αρχίζει από την ομολογία των αμαρτιών.
Η ελπίδα, οδηγεί στη μετάνοια και τη σωτηρία. - Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Η μεγαλύτερη νίκη μας δεν είναι πως δεν πέφτουμε ποτέ, αλλά πως κάθε φορά που πέφτουμε, σηκωνόμαστε και πάλι. - Κομφούκιος
Η μετάνοια δεν διορθώνει το λάθος, κάποτε όμως διορθώνει εκείνον που το διέπραξε. - Επίχαρμος
Η μετάνοια είναι η παραδεδεγμένη τύψη.
Η μετάνοια είναι η τιμωρία που γίνεται για κάτι που δεν έπρεπε να κάνεις.
Η μετάνοια είναι ωραίο πράγμα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκληματείς για να αποκτήσεις την ικανοποίηση ότι μετενόησες. - Μαρτίνος Λούθηρος
Η μετάνοια χωρίς ελεημοσύνη είναι νεκρή και χωρίς φτερά. - Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Κλαύσον τους αμετανοήτους, κλαύσον τους μηδέποτε μετανοήσαντες. - Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Με τη μετάνοια σβήνουμε κάθε αμαρτία στο άπειρο πέλαγος της φιλανθρωπίας του Θεού. - Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Μετάνοια είναι η δεύτερη αθωότητα. - Τζόνσον
Μετάνοια: συνήθως, όχι τόσο η λύπη για το κακό που κάναμε, αλλά φόβος για το κακό που μπορούν να μας κάνουν. - Φρανσουά Ντε Λα Ροσφουκώ
Μεταρρύθμιση της εξομολόγησης: προσπαθήστε να θυμηθείτε μόνο τις καλές σας πράξεις. - Ιζικόφσκι Κ.
Ο Θεός έκανε τη μετάνοια αρετή των ανθρώπων. - Βολταίρος
Ο συνετός οφείλει να προνοεί παρά να μετανοεί. - Επίκτητος
Ό,τι και να κάνεις στη ζωή σου, θα έρθει η μέρα που θα το μετανοιώσεις. - Θωμάς Ακινάτης
Όταν αισθανόμαστε τύψεις για μια κακή πράξη, δεν μας δυσαρεστεί ο πόνος που προκαλέσαμε στον άλλον, παρά η ταραχή που προξενήσαμε στον εαυτό μας.
Όταν δεν μετανοήσει κανείς, μετά από ένα σφάλμα του, προσθέτει στο πρώτο του και δεύτερο.
Όχι να μετανοεί, αλλά να προνοεί οφείλει ο σοφός άνθρωπος. - Επίχαρμος
Παντρέψου ή μην παντρευτείς. Ό,τι και να κάνεις, θα το μετανιώσεις. - Σωκράτης
Πάσαι αι εντολαί καταλληγουν εις έναν τρόπον, το της μετανοίας τρόπον. - Άγιος Μάρκος ο Ασκητής
Ποιήσατε καρπούς αξίους της μετανοίας. - Λουκ. γ’8
Στα γεράματα μετανιώνουμε για όλες τις αμαρτίες που δεν διαπράξαμε. - Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ

Τα δάκρυα καθαρίζουν το ειδεχθές της ψυχής. - Γρηγόριος Παλαμάς
Τα δάκρυα των μετανοούντων είναι ο αίνος των αγγέλων. - Ζαν ντε λα Φοντέν
Το πίπτειν ανθρώπινον, το εμμένειν εωσφορικόν, το μετανοείν θείον. - Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι. - Λουκ. ιε’10
Χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι ή επί ενενληκοντα εννέα δικαίοις, οίτινες ου χρείαν έχουσι μετανοίας. - Λουκ. ιε’7


https://el.wikiquote.org/wiki/%CE%9C%CE ... E%B9%CE%B1

Re: Η Μετάνοια στην Ορθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 04 Οκτ 2015, 15:47
από LAPTONAS
Κλίμακος Αγίου Ιωάννου Σιναΐτη

ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Περί μετανοίας
(Διά την πραγματικήν και γνησίαν μετάνοια και διά τους αγίους καταδίκους και διά την Φυλακήν)
orthodoxy

1. Ο Ιωάννης κάποτε, (την ημέρα της Αναστάσεως), έτρεξε πρίν από τον Πέτρο (στον τάφο του Κυρίου). Και εμείς ετοποθετήσαμε τον λόγο της υπακοής πρίν από τον λόγο της μετανοίας. Διότι ο Ιωάννης έγινε τύπος υπακοής, ενώ ο Πέτρος μετανοίας.

2. Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως, αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.

Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις με τον Κύριον, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων. Μετανοών σημαίνει επινοητής τιμωριών του εαυτού του. Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία της κοιλίας (με νηστεία) και κτύπημα της ψυχής με υπερβολική συναίσθησι.

3. Τρέξατε και ελάτε. Ελάτε όλοι όσοι παρωργίσατε τον Θεόν, για να ακούσετε αυτά που έχω να σας διηγηθώ. Συγκεντρωθήτε για να ιδήτε αυτά πού μου έδειξε ο Θεός προς οικοδομήν. Ας τοποθετήσωμε πρώτη και ας προτιμήσωμε μια διήγησι πού αναφέρεται σε τιμημένους εργάτες της αρετής πού ζούσαν χωρίς τιμή.

4. Όσοι ανέλπιστα επέσαμε σε κάποια αμαρτία, ας τα ακούσωμε αυτά και ας τα κρατήσωμε και ας τα μιμηθούμε. Σηκωθήτε και καθήσατε (να ακούσετε) εσείς πού είσθε πεσμένοι από τις αμαρτίες. Δώστε προσοχή στον λόγο μου, αδελφοί μου. Ανοίξατε τα αυτιά σας όλοι εσείς πού θέλετε με πραγματική επιστροφή να συμφιλιωθήτε πάλι με τον Θεόν.

5. Όταν άκουσα εγώ ο μικρός και αδύνατος ότι ήταν σπουδαίος και θαυμαστός ο τρόπος της ζωής και η ταπείνωσις αυτών πού έμεναν στην απομονωμένη Μονή, την λεγόμενη Φυλακή, η οποία υπαγόταν στον εξαίρετο εκείνο φωστήρα πού προαναφέραμε, παρεκάλεσα τον όσιο να την επισκεφθώ. Και πράγματι υπεχώρησε στην παράκλησί μου ο μέγας Ποιμήν, μη θέλοντας ποτέ να λυπήση άνθρωπο.

Μόλις έφθασα λοιπόν στη Μονή αυτών πού μετανοούσαν, και στον τόπο αυτών πού αληθινά πενθούσαν, αντίκρυσα πραγματικά, αν μπορούμε να το ειπούμε, πράγματα πού οφθαλμός αμελούς ανθρώπου δεν είδε και αυτί ραθύμου δεν άκουσε και νους ανθρώπου οκνηρού δεν εφαντάσθηκε (πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 9). Είδα και άκουσα πράγματα και λόγια πού έχουν την δύναμι να εκβιάσουν το έλεος του Θεού, τρόπους και μορφές ασκήσεως πού μπορούσαν να κάμψουν σύντομα την φιλανθρωπία Του.

Άλλους από τους ενόχους αυτούς και όχι πλέον ενόχους, τους είδα να ίστανται όλη την νύκτα μέχρι το πρωί στην ύπαιθρο. Να έχουν τα πόδια ακίνητα. Από την πίεσι του ύπνου και την βία πού εξασκούσαν επάνω στην φύσι τους να πηγαίνουν πέρα-δώθε κατά τρόπο αξιολύπητο. Να μη προσφέρουν στον εαυτό τους καμμία ανάπαυσι. Αντίθετα δε να τον επιπλήττουν, να τον ξυπνούν και να του επιτίθενται με «ατιμίες» και ύβρεις. Άλλους τους είδα να ατενίζουν τον ουρανό με ύφος αξιολύπητο, και με οδυρμούς και κραυγές να επικαλούνται από εκεί την βοήθεια.

Άλλους να ίστανται στην προσευχή δένοντας τά χέρια πίσω σαν τους καταδίκους, σκύβοντας το σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας και καταδικάζοντας τον εαυτό τους ανάξιο να ατενίση προς τον ουρανό. Να μην έχουν να ειπούν ή να προσφέρουν κάτι στον Θεόν, από την αμηχανία πού τους προκαλούσε η σκέψις και η συναίσθησις της αμαρτωλότητός των. Να μην ευρίσκουν πώς ή από πού να αρχίσουν την ικεσία. Να παρουσιάζουν μόνο στον Θεό μία ψυχή αμίλητη και έναν νου άφωνο γεμάτο από σκοτισμό και από κάποια απελπισία.

Άλλοι πάλι να κάθωνται στο έδαφος σε σάκκο και σποδό, να έχουν το πρόσωπο χωμένο στα γόνατα και να κτυπούν το μέτωπο στη γη. Άλλοι να κτυπούν συνεχώς το στήθος τους, να καταδικάζουν και να ανακαλούν την αμαρτωλή τους ψυχή και ζωή. Μερικοί από αυτούς έβρεχαν το έδαφος με τα δάκρυά τους. Και μερικοί πού δεν είχαν δάκρυα επλήγωναν το σώμα τους με δυνατά κτυπήματα. Άλλοι, πού δεν μπορούσαν να υποφέρουν την πίεση της καρδιάς, ωλόλυζαν για την ψυχή τους ωσάν για νεκρό. Και άλλοι εβογγούσαν εσωτερικά και εμπόδιζαν να εξέλθη από το στόμα το βογγητό. Μερικές όμως φορές, μη μπορώντας να συγκρατηθούν, αναστέναζαν απότομα.

Είδα εκεί μερικούς που έδειχναν σαν παράφρονες, τόσο με τα φερσίματά τους, όσο και με το κλείσιμο στον εαυτό τους. Έδειχναν σαν αποσβολωμένοι από την πολλή αδημονία, γεμάτοι σκοτισμό και σχεδόν αναίσθητοι για κάθε πράγμα της παρούσης ζωής. Είχαν πλέον βυθίσει τον νους τους στην άβυσσο της ταπεινώσεως, και με το πύρ της θλίψεως είχαν τηγανίσει και καταξηράνει τά δάκρυα των οφθαλμών τους. Άλλους να κάθωνται με σύννοια, να σκύβουν στην γη, να κινούν αδιάκοπα το κεφάλι τους, να αναστενάζουν και να μουγκρίζουν ωσάν λεόντες μέσα από τα βάθη της καρδιάς των, μέσα από τα δόντια τους.

Μερικοί από αυτούς προσεύχονταν γεμάτοι ελπίδα και επιζητούσαν τελεία άφεσι. Άλλοι από ανέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν και έκριναν τον εαυτό τους ανάξιο συγχωρήσες, και έκραζαν πώς δεν μπορούν να απολογηθούν στον Θεόν. Μερικοί εκλιπαρούσαν να τιμωρηθούν εδώ, για να ελεηθούν εκεί. Άλλοι πού ήταν συντετριμμένοι από το βάρος της συνειδήσεως, έλεγαν με ειλικρινή πόθο: «Είμαστε ευχαριστημένοι, εάν ούτε κολασθούμε ούτε αξιωθούμε της επουρανίου βασιλείας».

Είδα εκεί μέσα ψυχές ταπεινές και συντετριμμένες πού ελύγιζαν από το βάρος του φορτίου των αμαρτιών και με τις κραυγές τους προς τον Θεόν μπορούσαν να κάνουν και τις αναίσθητες πέτρες να ραγίσουν. Σκυμμένοι προς την γή εκραύγαζαν: «Το γνωρίζομε. Το γνωρίζομε. Μας αξίζει κάθε τιμωρία και κάθε κόλασις. Και δικαίως. Και αν ακόμη συναθροίζαμε όλη την οικουμένη να πενθή για εμάς, δεν θα ήταν αρκετό να μας δικαιώση για τα τόσα μας χρέη. Ένα όμως μόνο παρακαλούμε, ένα δυσωπούμε, ένα ικετεύουμε: «Μη τώ θυμώ σου ελέγξης ημάς, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης ημάς» (Ψαλμ. στ΄ 2). Μήτε να μας τιμωρήσης με την δικαία κρίσι σου. Αλλά να μας αντιμετωπίσης με την επιείκειά σου και αρκεί αυτή να μας απαλλάξη ολίγο από την βαρειά απειλή σου και από τις κρυφές και άγνωστες τιμωρίες της κολάσεως. Δεν τολμούμε να ζητήσουμε τελεία άφεσι, διότι πώς να το κάνουμε αυτό; Άνθρωποι, πού δεν εφυλάξαμε καθαρό το μοναχικό μας επάγγελμα, αλλά το εμολύναμε και μάλιστα μετά από την φιλανθρωπία και συγχώρησι πού προηγήθηκε, (την συγχώρησι των μετά το βάπτισμα και πρό της κουράς αμαρτιών).

Μπορούσε εκεί, αγαπητοί μου, μπορούσε εκεί να ιδή κανείς να πραγματοποιούνται πλήρως τα λόγια του Δαβίδ. Μπορούμε να ιδή «ανθρώπους πού ήταν ταλαιπωρημένοι και κυρτωμένοι συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής τους, πού όλη την ημέρα περπατούσαν σκυθρωποί, που ανέδιδαν δυσοσμία από τις σαπισμένες πληγές του σώματός τους, ανθρώπους πού δεν εφρόντιζαν τον εαυτόν τους, πού ξεχνούσαν να φάγουν τον άρτο τους, πού έπιναν το ύδωρ αναμεμειγμένο με δάκρυα, και έτρωγαν χώμα και στάχτη μαζί με τον άρτο, πού είχαν τα οστά κολλημένα στο δέρμα και ωμοίαζαν με ξηρό χορτάρι» (Ψαλμ. λζ΄ 7, 6, ρα΄ 5, 10, 6, 12). Τίποτε άλλο δεν μπορούσες να ακούσης από αυτούς, παρά μόνο τούτα τα λόγια: ουαί – ουαί, αλλοίμονο – αλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Άλλοι έλεγαν: ελέησέ μας – ελέησέ μας. Και άλλοι ακόμη πιο λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, εάν είναι δυνατόν.

Μπορούσες να ιδής εκεί φλογισμένες γλώσσες πού εκρέμονταν έξω από το στόμα όπως των σκύλων. Άλλοι ετιμωρούσαν τον εαυτό τους στον καύσωνα, και άλλοι τον εβασάνιζαν στο ψύχος. Μερικοί εδοκίμαζαν από το ύδωρ τόσο, όσο μόνο για να μην αποθάνουν από την δίψα. Και μερικοί αφού έτρωγαν ολίγο από τον άρτο, τον υπόλοιπο τον επετούσαν με το χέρι μακρυά, λέγοντας πώς είναι ανάξιοι να γευθούν την τροφή των λογικών ανθρώπων, αφού διέπραξαν τα έργα των άλογων ζώων.

Πού να εμφανισθή ανάμεσα σ΄αυτούς γέλιο; Πού αργολογία; Πού θυμός; Πού οργή; Αυτοί δεν εγνώριζαν αν υπάρχη ακόμη οργή μεταξύ των ανθρώπων, διότι το πένθος είχε σβήσει τελείως τον θυμό μέσα τους. Πού να συναντήσεις την αντιλογία; Πού εορτή; Πού παρρησία; Πού ευχαρίστησι και περιποίησι του σώματος; Πού ίχνος κενοδοξίας; Πού ελπίδα τρυφής; Πού ενθύμησις οίνου; Πού γεύσι φρούτων; Πού παρηγορία χύτρας; Πού γλύκισμα για τον λάρυγγα; Όλων τούτων η ελπίδα είχε σβήσει γι΄αυτούς. Πού να συναντήσης σ΄αυτούς μέριμνα για επίγεια πράγματα; Πού κατάκρισι κάποιου ανθρώπου; Πουθενά!

Όσα έλεγαν και εκραύγαζαν αυτοί προς τον Κύριον ήταν τα εξής: Μερικοί, ωσάν να ίσταντο εμπρός στην πύλη του ουρανού, εκτυπούσαν δυνατά το στήθος και έλεγαν προς τον Θεόν: «Άνοιξέ μας, άνοιξε, ώ δικαστά, άνοιξέ μας, αφού εμείς με τις αμαρτίες μας εκλείσαμε για τον εαυτό μας την πύλη». Άλλοι έλεγαν: «Επίφανον το πρόσωπόν σου μόνον, και σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ΄ 4). Ένας έλεγε: «Επίφανον τοίς έν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις ταπεινοίς» (Ησ. θ΄ 2). Άλλος πάλι: «Ας μας προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οι οικτιρμοί σου, διότι εχαθήκαμε, διότι απελπισθήκαμε, διότι εσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη΄ 8).

Μερικοί από αυτούς έλεγαν: «Θα φανερωθή άραγε πλέον σ΄εμάς ο Κύριος»; Και άλλοι: «Εξώφλησε άραγε η ψυχή μας το χρέος το ανυπέρβλητο»; Άλλος: «Θα καταπραϋνθή άραγε τώρα πλέον από εμάς ο Κύριος; Θα τον ακούσωμε άραγε να λέγη σ΄εμάς τους δεμένους μ΄άλυτα δεσμά, «εξέλθετε»; Και σ΄εμάς πού ευρισκόμαστε στον άδη της μετανοίας, «είσθε συγχωρημένοι»; Έφθασε άραγε η κραυγή μας στα αυτιά του Κυρίου»;

Όλοι επερνούσαν τον καιρό τους έχοντας συνεχώς εμπρός στους οφθαλμούς των τον θάνατο και λέγοντας:

«Άραγε ποια θα είναι η κατάληξις; Άραγε ποια θα είναι η απόφασις; Άραγε ποιο θα είναι το τέλος μας; Άραγε υπάρχει επαναφορά; Άραγε υπάρχει συγχώρησις σ΄εμάς τους σκοτεινούς, τους ταπεινούς, τους καταδίκους; Άραγε μπόρεσε η δέησίς μας να φθάση ενώπιον του Κυρίου ή εγύρισε πίσω ταπεινωμένη και ντροπιασμένη; Άραγε, αν έφθασε, τι κατώρθωσε; πόσο Τον εξευμένισε; πόσο ωφέλησε; πόσο ενήργησε; διότι εβγήκε από ακάθαρτα στόματα και σώματα και δεν έχει πολλή δύναμι. Άραγε μας συμφιλίωσε τελείως με τον Κριτή; Άραγε έν μέρει; Άραγε για τα μισά τραύματά μας; επειδή είναι πράγματι μεγάλα και χρειάζονται πολλούς ιδρώτες και μόχθους. Άραγε μας επλησίασαν καθόλου οι φύλακές μας (άγγελοι) ή ίστανται ακόμη μακρυά; Εάν εκείνοι δεν μας πλησιάσουν, όλοι μας οι κόποι είναι μάταιοι και ανωφελείς, διότι η προσευχή μας, εάν δεν την πάρουν οι προστάτες μας άγγελοι, ερχόμενοι πλησίον μας, και την προσφέρουν στον Κύριον, δεν έχει δύναμη παρρησίας ούτε φτερά καθαρότητος για να φθάση σ΄Αυτόν».

Γι΄αυτά πολλές φορές και μεταξύ τους απορούσαν και έλεγαν: «Άραγε, αδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; Άραγε επιτυγχάνωμε αυτό πού ζητούμε; Άραγε μας δέχεται πάλι ο Θεός; Άραγε μας ανοίγει την θύρα»;

Και οι άλλοι απαντούσαν:

«Ποιος ξέρει -όπως το είπαν οι αδελφοί μας οι Νινευίτες- μήπως μεταμεληθή ο Κύριος και μας λυτρώση από την μεγάλη έστω τιμωρία; (Ιωνά γ΄ 9). Εμείς όμως ας πράξωμε ό,τι εξαρτάται από εμάς. Και αν μέν μας ανοίξη, πολύ καλά, ειδεμή «ευλογητός Κύριος ο Θεός», ο οποίος δίκαια μας έκλεισε έξω. Πλήν όμως ας επιμείνωμε κτυπώντας μέχρι το τέλος της ζωής μας, και ίσως, βλέποντας την πολλή μας αναίδεια και επιμονή, μας ανοίξη ο Αγαθός».

Γι΄αυτό και έλεγαν παρακινώντας τους εαυτούς των:

« Δράμωμεν, αδελφοί, δράμωμεν. Έχομεν ανάγκη δρόμου και μάλιστα δρόμου σκληρού, διότι έχομε μείνει πίσω από την καλή μας συνοδία. Ας τρέξωμε χωρίς να λογαριάζωμε την ακάθαρτη και ταλαίπωρη σάρκα μας. Αν την φονεύσωμε και εμείς, όπως μας εφόνευσε και αυτή».

Έτσι και έκαναν οι μακάριοι εκείνοι υπόδικοι.

Έβλεπες σ΄αυτούς γόνατα αποσκληρυμένα από τις πολλές μετάνοιες. Οφθαλμούς λυωμένους και βυθισμένους στο βάθος των κόγχων. Απογυμνωμένοι από τρίχες, με μάγουλα πληγωμένα και φλογισμένα από την φλόγα των θερμών δακρύων.

Έβλεπες πρόσωπα ωχρά και καταμαραμένα πού δεν ξεχώριζαν καθόλου από πρόσωπα νεκρών. Στήθη που επονούσαν από τα κτυπήματα και αιματηρά πτύελα που προέρχονταν από τα γρονθοκοπήματα του στήθους.

Πού να ευρεθή εκεί στρώμα; Πού καθαρό ή στερεό ένδυμα; Όλα ήταν σχισμένα, ακάθαρτα και σκεπασμένα με ψείρες. Πού να συγκριθή με την ιδική τους ταλαιπωρία η ταλαιπωρία των δαιμονισμένων; Πού εκείνων που θρηνούν τους νεκρούς; Πού εκείνων πού ζούν εξόριστοι; Πού η τιμωρία των καταδικασμένων για φόνο; Ούτε συγκρίνεται η αθέλητη παίδευσις και τιμωρία αυτών με την ιδική τους την θεληματική.

Και σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη τα θεωρήσετε σαν μύθους όσα σας είπα. Ικέτευαν οι άνθρωποι αυτοί πολλές φορές τον μεγάλο εκείνο δικαστή -τον Ποιμένα τους εννοώ, τον άγγελο πού ζούσε μεταξύ των ανθρώπων- να περισφίγξη τα χέρια και τον τράχηλό τους με σιδερένια δεσμά, και να δέση τα πόδια τους στο τιμωρητικό ξύλο, και να μη λυθούν από αυτά πρίν τους δεχθή το μνήμα. Ακόμη δε ούτε και σε μνήμα να τους βάλουν!

Δεν θα κρύψω καθόλου ούτε την ελεημένη ταπείνωσι αυτών των πραγματικά μακαρίων ούτε την συντετριμμένη προς τον Θεόν αγάπη και μετάνοιά τους.

Καθ΄όν χρόνον οι καλοί αυτοί κάτοικοι της χώρας της μετανοίας επρόκειτο να αναχωρήσουν προς τον Κύριον και να παρασταθούν εμπρός στο αδέκαστο βήμα, βλέποντας ότι τελειώνει πλέον η ζωή τους, μέσω του προϊσταμένου τους εκλιπαρούσαν με όρκους τον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή), να μην αξιωθούν ανθρωπίνης ταφής, αλλά να πεταχθούν σαν άλογα ζώα ή στο ρεύμα του ποταμού ή στα θηρία του αγρού.

Και πολλές φορές υπήκουσε και το έκανε ο λύχνος εκείνος της διακρίσεως, δίδοντας εντολή να τους κηδεύσουν χωρίς καμμία τιμή και ψαλμωδία.

Πόσο δε φοβερό και οικτρό ήταν το θέαμα της τελευταίας ώρας τους! Όταν δηλαδή οι συγκατάδικοι αντελαμβάνονταν πώς κάποιος πρίν από αυτούς επρόκειτο να αποθάνη, ενώ ακόμη είχε τις αισθήσεις του, τον περικύκλωναν. Και με δίψα, με πένθος, με επιθυμία, με αξιολύπητο ύφος και λυπητερά λόγια, κουνώντας το κεφάλι, υπέβαλλαν ερωτήσεις σ΄αυτόν πού έφευγε και με θερμή συμπάθεια του έλεγαν:

«Τι γίνεται αδελφέ και συγκατάδικε; Πώς βλέπεις τα πράγματα; Τι λέγεις; Τι ελπίζεις; Τι καταλαβαίνεις; Επέτυχες με τους κόπους σου αυτό πού εζητούσες ή δεν το κατόρθωσες; Άνοιξες ή ακόμη αισθάνεσαι ως ένοχος; Έφθασες ή απέτυχες; Έλαβες κάποια πληροφορία ή έχεις αβεβαία ελπίδα; Έλαβες άνεσι και ελευθερία ή ταλαντεύεται και αμφιβάλλει ακόμη ο λογισμός σου; Αισθάνθηκες μέσα στην καρδιά σου κάποιο φωτισμό ή βλέπεις ότι παραμένει ακόμη στο σκότος και στην ατιμία; Άκουσες μέσα σου καμμία φωνή να σου λέγη: «Ίδε υγιής γέγονας»; (Ιωάν. ε΄ 14) ή «αφέωνταί σοι αί αμαρτίαι»; (Λουκ. ζ΄ 48) ή «η πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ΄ 50). Ή μήπως αισθάνεσαι πώς ακούεις ακόμη την φωνή: «Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί είς τον άδην» (Ψαλμ. θ΄ 18) και «δήσαντες αυτού (=αφού του δέσετε) χείρας και πόδας εμβάλετε είς το σκότος» (Ματθ. κβ΄ 13) και «αρθήτω (=ας εκδιωχθή) ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»; (Ησ. κστ΄ 10). Τι λέγεις, αλήθεια, αδελφέ; Πές μας, σε ικετεύουμε, για να μάθωμε κι εμείς τι πρόκειται να συναντήσωμε. Για σένα πλέον έκλεισε η προθεσμία και δεν θα σου δοθή άλλη είς τον αιώνα».

Σ΄αυτά τα ερωτήματα άλλοι από τους ετοιμοθανάτους απαντούσαν: «Ευλογητός Κύριος, ός ούκ απέστησε (= απεμάκρυνε) την προσευχήν ημών, και το έλεος αυτού άφ΄ ημών» (Ψαλμ. ξε΄ 20). Άλλοι πάλι έλεγαν «Ευλογητός ο Κύριος πού δεν μας παρέδωσε στα δόντια τους να μας φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ΄ 6). Άλλοι γεμάτοι οδύνη έλεγαν: «Άραγε θα κατορθώση η ψυχή μας να περάση το αδιαπέραστο ύδωρ, δηλαδή το πλήθος των πονηρών πνευμάτων του αέρος»; (πρβλ. Ψαλ. ρκγ΄ 5). Δεν ετολμούσαν ακόμη να ξεθαρρέψουν, αλλά εσκέπτονταν συνεχώς τί γίνεται σ΄εκείνο το κριτήριο.

Και άλλοι από αυτούς απαντούσαν με άλλα πιο οδυνηρά λόγια: «Αλλοίμονο στην ψυχή πού δεν εφύλαξε το μοναχικό επάγγελμα άσπιλο. Αυτή και μόνο την ώρα θα καταλάβη τι την περιμένει».

Εγώ δε πού είδα σ΄ αυτούς και άκουσα τούτα, παρ΄ ολίγο θα απελπιζόμουν βλέποντας και συγκρίνοντας την αδιαφορία μου με την ιδική τους κακοπάθεια.

Αλλά και η διαμονή και η διαρρύθμισις του τόπου αυτού ποια ήταν! Ήταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, εντελώς ρυπαρά και ξηρά. Γι΄αυτό και πολύ σωστά ωνομάσθηκε Φυλακή και καταδίκη. Έτσι και μόνη η θέας της τοποθεσίας έφθανε για να διδάσκη την πλήρη μετάνοια και το πένθος.

Αυτά όμως πού για τους άλλους είναι δύσκολα, απαράδεκτα και ανεπιθύμητα, σε αυτούς που εξέπεσαν από την αρετή και τον πνευματικό πλούτο γίνονται ευχάριστα και ευπρόσδεκτα. Διότι η ψυχή πού εστερήθηκε την προηγουμένη παρρησία προς τον Θεόν, πού έχασε την ελπίδα της απαθείας, πού διέρρηξε την σφραγίδα της αγνότητος, πού της έκλεψαν τον πλούτο των χαρισμάτων, πού αποξενώθηκε από την θεία παρηγορία, πού αθέτησε το συμβόλαιό της με τον Κύριον, πού έσβησε μέσα της το χαριτωμένο πύρ των δακρύων, και πού πληγώνεται αναπολώντας αυτά και κεντάται οδυνηρά… όχι μόνο τους προηγουμένους κόπους τους δέχεται ολοπρόθυμα, αλλά, πολύ περισσότερο, επινοεί με ευσεβείς ασκήσεις να οδηγηθή στον θάνατον –εάν βέβαια απέμεινε μέσα της κάποιος σπινθήρ αγάπης ή φόβου του Κυρίου, όπως ακριβώς συνέβαινε σ΄αυτούς τους μακαρίους.

Έχοντας στον νου τους αυτά και αναλογιζόμενοι το ύψος από το οποίο εξέπεσαν, έλεγαν: «Εμνήσθημεν ημερών αρχαίων (Ψαλμ. ρμβ΄ 5), την πρώτη δηλαδή φλόγα του ζήλου μας». Άλλοι εφώναζαν προς τον Θεόν: «Πού είσι τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε, ά έδειξας τη ψυχή ημών έν τη αληθεία σου; Μνήσθητι του ονειδισμού και του μόχθου των δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 50-51).

Άλλος: «Ποιος να με εγύριζε στον παρελθόντα καιρό, στις ημέρες πού με επροστάτευε ο Θεός, τότε πού ο φωτεινός λύχνος Του έφεγγε επάνω από την κεφαλή μου, την κεφαλή της καρδιάς μου»; (Ιώβ κθ΄ 2-3).

Με πόση νοσταλγία ενθυμούντο τα προηγούμενα κατορθώματά τους, και κλαίοντας γι΄ αυτά σαν μικρά παιδιά, έλεγαν:

«Πού είναι η καθαρότης της προσευχής; Πού το θάρρος και η παρρησία της; Πού το γλυκύ δάκρυ αντί του τωρινού πικρού; Πού η ελπίς της τελείας αγνότητος και καθάρσεως; Πού η προσδοκία της μακαρίας απαθείας; Πού η πίστις προς τον Γέροντα; Πού η ενέργεια της προσευχής του σ΄εμάς; Εχάθηκαν όλα αυτά, εξέλιπαν σαν να μην υπήρξαν καθόλου, εξαφανίσθηκαν σαν ανύπαρκτα και διελύθησαν».

Ενώ έλεγαν αυτά και εθρηνούσαν, μερικοί προσεύχονταν να καταληφθούν από δαιμόνιο. Άλλοι ικέτευαν τον Κύριον να αποκτήσουν λέπρα. Άλλοι, να χάσουν την όρασί τους, και να γίνουν σ΄ όλους αξιολύπητο θέαμα. Άλλοι, να πέσουν παράλυτοι στο κρεββάτι, αρκεί μόνο να μη δοκιμάσου τά (μελλοντικά) εκείνα κολαστήρια.

Εγώ τότε, αγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εισήλθα ολόκληρος μέσα στο πένθος τους, και ο νούς μου αιχμαλωτίσθηκε εντελώς, χωρίς να μπορώ να τον επαναφέρω. Ας επιστρέψωμε όμως πάλι στην σειρά του λόγου.

Αφού παρέμεινα τριάντα ημέρες σ΄αυτήν την φυλακή, επιστρέφω ο ανυπομόνητος στο μεγάλο Κοινόβιο, στον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή). Αυτός δε ο πάνσοφος βλέποντάς με σαν να είμαι άλλος άνθρωπος και σαν να τα έχω χαμένα, κατάλαβε την αιτία και μου λέγει: «Τι συμβαίνει, πάτερ Ιωάννη; Είδες τους άθλους των αγωνιζομένων»;

Και εγώ του απήντησα: «Τους είδα, πάτερ μου, και τους εθαύμασα και εμακάρισα αυτούς πού έπεσαν και πενθούν, περισσότερο από εκείνους πού δεν έπεσαν και δεν πενθούν για τον εαυτό τους, διότι με την πτώσι τους εσηκώθηκαν και εστάθηκαν σε μία κατάστασι πού δεν κινδυνεύουν πλέον». Εκείνος δε μου είπε: «Πραγματικά, έτσι είναι».

Και έν συνεχεία με την αψευδή του γλώσσα μου διηγήθηκε: «Πρό δεκαετίας είχα εδώ έναν αδελφό με υπερβολικό ζήλο, αγωνιστή, και τόσο σπουδαίο, ώστε, καθώς τον έβλεπα να καίη μέσα του τέτοια φλόγα, έτρεμα και εφοβόμουν υπερβολικά τον φθόνο του διαβόλου, μήπως με την μεγάλη ταχύτητα που έτρεχε σκοντάψη σε κάποια πέτρα το πόδι του, πράγμα που συμβαίνει συνήθως σ΄αυτούς πού προχωρούν με ταχύτητα. Και αυτό (δυστυχώς) έγινε.

» Και αμέσως μετά την πτώσι του, αργά το βράδυ, έρχεται σε μένα, μου αποκαλύπτει γυμνό το τραύμα του, ζητεί έμπλαστρο, παρακαλείνα το καυτηριάσω, ανησυχεί υπερβολικά. Βλέποντας όμως τον ιατρό να μη θέλη να του φερθή απότομα -εφ΄ όσον άλλωστε άξιζε να τον συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στο έδαφος, αγκαλιάζει τα πόδια μου, τα λούζει με άφθονα δάκρυα και ζητεί να καταδικασθή στην φυλακή αυτή που είδες.

«Είναι αδύνατο, εφώναζε, να μην πάω εκεί».

» Έτσι αναγκάζει να μεταβληθή η ευσπλαγχνία του ιατρού σε σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξύ των αρρώστων και εντελώς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα και παίρνει θέσι ανάμεσα στους μετανοούντας, συμμερίζεται το πένθος τους και συμμετέχει σ΄αυτό πρόθυμα. Πληγώθηκε δε στην καρδιά από την λύπη για την αγάπη του Θεού σαν με ξίφος, με αποτέλεσμα να αποδημήση σε οκτώ ημέρες προς τον Κύριον, αφού προηγουμένως εζήτησε να μην αξιωθή ενταφιασμού. Εγώ όμως αντιθέτως, ως άξιο, και εδώ στο Κοινόβιο τον έφερα, και τον έθαψα μαζί με τους άλλους πατέρας. Έτσι μετά την εβδόμη ημέρα της σκλαβιάς, την ογδόη ημέρα ελύθηκε από τα δεσμά και ελευθερώθηκε [1].

Υπάρχει δε κάποιος [2] που αντελήφθηκε πολύ καλά, πώς ο προηγούμενος μοναχός δεν σηκώθηκε από τα ταπεινά πόδια μου, πρίν εξευμενίση τον Θεόν. Και δεν είναι άξιον απορίας. Διότι μέσα στην καρδιά του έβαλε την πίστι της πόρνης εκείνης του Ευαγγελίου, και με μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε και αυτός με τα δάκρυά του τα δικά μου αχρεία πόδια. Όπως δε είπε ο Κύριος, «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23).

6. Είδα ψυχές πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού. Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.

7. Δεν το αγνοώ, θαυμαστοί μου φίλοι, ότι σε μερικούς τα κατορθώματα των μακαρίων αυτών ανθρώπων πού σας διηγήθηκα θα φανούν απίστευτα, σε άλλους δύσπιστα και σε άλλους ότι δημιουργούν απόγνωσι. Ο γενναίος όμως άνδρας μάλλον θα ωφεληθή. Θα πάρη από αυτά ένα κεντρί και ένα πυρωμένο βέλος και θα φύγη με φλογερό ζήλο στην καρδιά του. Αλλά και αυτός πού έχει ολιγώτερη προθυμία, θα καταλάβη την αδυναμία του, θα αποκτήση εύκολα ταπεινοφροσύνη με την αυτομεμψία και θα τρέξη πίσω από τον προηγούμενο. Δεν γνωρίζω μάλιστα μήπως και τον προφθάση. Αντίθετα ο αμελής άνδρας δεν πρέπει ούτε να πλησιάση (και να ακούση) αυτά που διηγήθηκα, μη τυχόν πέση σε τελεία απόγνωσι και σκορπίση και αυτό (το ολίγο) πού μέχρι τώρα κατορθώνει, και εφαρμοσθή έτσι σ΄ αυτόν ο λόγος της Γραφής: «Από αυτόν πού δεν έχει -προθυμία- και αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθή» (Ματθ. κε΄ 29).

8. Δεν είναι δυνατόν σ΄εμάς πού επέσαμε στον λάκκο των ανομιών, να ανελκυσθούμε από εκεί, εάν δεν καταδυθούμε στην άβυσσο της ταπεινώσεως των μετανοούντων.

9. Διαφορετική είναι η θλιμμένη ταπείνωσις των πενθούντων και διαφορετικός ο έλεγχος και η καταδίκη της συνειδήσεως αυτών πού ακόμη περιπίπτουν σε αμαρτίες. Διαφορετική επίσης είναι «η μακαρία πλουτοταπείνωσις» που αποκτούν με την ενέργεια της θείας χάριτος οι τέλειοι. Ας μη βιασθούμε να γνωρίσωμε την τρίτη κατάστασι με λόγια, διότι αδίκως θα τρέξωμε. Της δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα είναι η πλήρης υποδοχή και υπομονή κάθε ατιμίας. Εκείνον δε (πού ανήκει στην πρώτη περίπτωσι), τον άνθρωπο δηλαδή που πενθεί, τον τυραννούν πολλές φορές οι αμαρτωλές συνήθειες και αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το παράδοξο.

10. Ο λόγος για τις ένοχες πράξεις και για τις πτώσεις είναι σκοτεινός και ακατανόητος για κάθε ψυχή. Είναι δύσκολο να γνωρίζωμε ποιες πτώσεις μας προέρχονται από αμέλεια, ποιες από σκόπιμη εγκατάλειψι του Θεού και ποιές από αποστροφή του Θεού. Το μόνο πού κάποιος μου εξήγησε είναι, ότι όσες μας συμβαίνουν από σκόπιμη παραχώρησι του Θεού έχουν σύντομη επανόρθωσι, διότι ο Θεός πού μας παρέδωσε δεν μας αφίνει επί πολύ αιχμαλώτους σε αυτές.

11. Όσοι επέσαμε, ας πολεμήσωμε πρό πάντων τον δαίμονα της λύπης. Διότι αυτός έρχεται δίπλα μας την ώρα της προσευχής, μας ενθυμίζει την προηγουμένη μας παρρησία και προσπαθεί να αχρηστεύση την προσευχή μας.

12. Μη τρομάξης όταν πέφτης κάθε ημέρα, και μη εγκαταλείψης τον αγώνα. Αντιθέτως να ίστασαι ανδρείως και οπωσδήποτε να ευλαβηθή την υπομονή σου ο φύλαξ άγγελός σου. Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολώτερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα πού εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, και χρειάζονται για να ιατρευθούν πολύ κόπο και νυστέρι και ξυράφι και το εδώ πύρ των καυτηριασμών, (δηλαδή το πύρ των εδώ θλίψεων, έν αντιθέσει με το μελλοντικό πύρ της κολάσεως).

13. Πολλά ψυχικά τραύματα πού εχρόνισαν είναι ανίατα. Στον Θεόν όμως όλα είναι δυνατά.

Πρίν από την πτώσι οι δαίμονες αποκαλούν τον Θεόν φιλάνθρωπο. Μετά όμως από την πτώσι τον αποκαλούν σκληρό.

14. Εάν μετά από την μεγάλη σου πτώσι πέσης και σε κάποιο μικρό αμάρτημα και σου ειπή ο λογισμός, «είθε να μην έπεφτες σ΄εκείνο το μεγάλο, τούτο το μικρό δεν είναι τίποτε το σπουδαίο», μην τον παραδεχθής αυτόν τον λογισμό. (Και τα μικρά πράγματα έχουν την σημασία τους). Πολλές φορές μάλιστα μερικά μικρά δώρα κατεπράϋναν τον μεγάλο θυμό του δικαστού.

15. Όποιος πραγματικά εξοφλεί αμαρτίες, την ημέρα πού δεν επένθησε την θεωρεί χαμένη, έστω και αν έπραξε κατ΄αυτήν μερικά άλλα καλά έργα.

16. Κανείς από τους πενθούντας άς μη περιμένη την πληροφορία της συγχωρήσεως την στιγμή του θανάτου. Διότι κάτι πού είναι άγνωστο είναι και αβέβαιο. Γι΄αυτό και κάποιος έλεγε: «Άφησέ με να αισθανθώ αναψυχή με την πληροφορία της συγχωρήσεως, πρίν αποθάνω και πρίν απέλθω από την ζωή αυτή απληροφόρητος» (πρβλ. Ψαλμ. λη΄ 14).

17. Όπου εμφανισθή το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όπου εμφανισθή απέραντη ταπείνωσις, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όσοι τυχόν (έφυγαν από την ζωή) χωρίς αυτά τα δύο, άς μη πλανώνται. Είναι δεμένοι.

18. Μόνο αυτοί που ζούν στον κόσμο, μένουν ξένοι προς τις πληροφορίες πού ανέφερα, και μάλιστα στην πρώτη, (στην εμφάνισι της χάριτος του Αγίου Πνεύματος). Μερικοί από τους κοσμικούς αγωνίζονται με την ελεημοσύνη, και καταλαβαίνουν την ωφέλειά της την ώρα του θανάτου των.

19. Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώσι ή την επίπληξι του άλλου.

20. Ο σκύλος που εδαγκώθηκε από κάποιο θηρίο, εξαγριώνεται περισσότερο προς αυτό και από τον πόνο της πληγής μαίνεται σφοδρότερα εναντίον του. (Παρόμοια συμπεριφέρεται προς τους δαίμονες ο μοναχός που επληγώθηκε από αυτούς).

21. Όταν η συνείδησις παύση να μας ελέγχη για αμαρτίες, ας προσέξωμε μήπως αυτό δεν οφείλεται στην καθαρότητα, αλλά στην κόπωσι και άμβλυνσι αυτής, της συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.

22. Απόδειξις ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.

23. Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι΄αυτό όποιος απελπίζεται σφάζη ο ίδιος τον εαυτό του.

24. Σημείο της πραγματικής και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις πού μας συμβαίνουν -τις ορατές (που προέρχονται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους) και τις αόρατες (πού προέρχονται από τους δαίμονας) - και για πολύ περισσότερες.

25. Ο Μωϋσής αφού αξιώθηκε να ιδή τον Θεόν στην βάτο, επέστρεψε πάλι στην Αίγυπτο, η οποία υποδηλοί το πνευματικό σκότος, και ίσως υποχρεώθηκε να κατασκευάζη πλίνθους στον Φαραώ, ο οποίος υποδηλοί τον διάβολο. Πλήν όμως πάλι ανέβηκε στην βάτο, και όχι μόνο σ΄αυτήν, αλλά και στο όρος Σινά, (το οποίο υποδηλοί τα ύψη των αρετών). Όποιος εννόησε το παράδειγμα, ποτέ δεν θα απελπισθή για την σωτηρία του. Επτώχευσε και ο μέγας Ιώβ, αλλ΄ έπειτα απέκτησε διπλάσιο πλούτο.

26. Στους ραθύμους οι πτώσεις μετά την μοναχική τους κλήσι είναι πολύ σοβαρές. Διότι πλήττουν την ελπίδα (της πνευματικής προόδου και κατακτήσεως) της απαθείας. Και διότι τους δημιουργούν την ιδέα ότι θα θεωρούνται ευτυχείς, εάν έστω κατορθώσουν και σηκωθούν από τον λάκκο (της αμαρτίας).

27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψωμε από τον ίδιο δρόμο πού επλανηθήκαμε, αλλά από άλλον συντομώτερο, (από τον δρόμο δηλαδή της ταπεινώσεως).

28. Είδα δύο πού εβάδιζαν (πρόν τον Θεόν) καθ΄ όμοιο τρόπο και είς τον ίδιο καιρό. Ο ένας ήταν ηλικιωμένος και με περισσότερους ασκητικούς κόπους. Ο άλλος ήταν ένας νεαρός μαθητής, και «προέδραμε τάχιον» (= έτρεξε γρηγορότερα) από τον ηλικιωμένο, και «ήλθε πρώτος είς το μνημείον» (Ιωάν. κ΄ 4) της ταπεινώσεως.

29. Ας προσέξωμε όλοι, και ιδιαίτερα όσοι εγνωρίσαμε πτώσεις, να μη προσβληθή η καρδιά μας από την νόσο του ασεβούς Ωριγένους[3]. Διότι η βδελυκτή αυτή νόσος, προβάλλοντας την φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται ευπρόσδεκτη στους φιληδόνους.

«Με την μελέτη μου και την περισυλλογή μου θα ανάψη μέσα μου πυρ» (Ψαλμ. λη΄ 4). Μάλλον με την μετάνοιά μου θα ανάψη μέσα μου το πύρ της προσευχής, και αυτό θα κάψη κάθε αμαρτία [4].

30. Όρος για σένα και τύπος και υπογραμμός και παράδειγμα μετανοίας ας είναι οι προηγούμενοι άγιοι κατάδικοι, και δεν θα σου χρειασθή σε όλη την ζωή κανένα άλλο βιβλιο, έως ότου λάμψη εμπρός σου ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και Θεός, κατά την ημέρα της αναστάσεως - εννοώ της πνευματικής αναστάσεως πού θα σου φέρη η πραγματική και επιμελής μετάνοια.

Εσύ πού μετανόησες, ανέβηκες στην Πέμπτη βαθμίδα.

Εκαθάρισες με την μετάνοια τις πέντε αισθήσεις και με την εκουσία τιμωρία και κόλασι εγλύτωσες την ακουσία.


Ι.Μ.Παρακλήτου

[1] Η εβδόμη ημέρα, αντίστοιχη προς το «νομικόν» Σάββατο, συμβολίζει την παρούσα ζωή των πειρασμών και θλίψεων. Η δε ογδόη υπερέχει του Σαββάτου και εικονίζει την μέλλουσα μακαριότητα και αιωνιότητα, εφ΄ όσον ευρίσκεται έξω από τον χρόνο πού ανακυκλείται με τις ημέρες της εβδομάδος και εφ΄ όσον είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.

[2] Κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα είναι ο ίδιος ο Ηγούμενος και το αποκρύπτει από ταπεινοφροσύνη, για να μη φανή ως διορατικός.

[3] Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) υπήρξε σπανία προσωπικότης. Φλογερός στην πίστι, μεγαλοφυής στην διάνοια, βαθύς και συναρπαστικός στην ερμηνεία της Γραφής, πολυμαθέστατος, πολυγραφώτατος και πατήρ της θεολογικής επιστήμης. Οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες πολύ τον εκτιμούσαν. Δυστυχώς όμως περιέπεσε σε ωρισμένες πλάνες (αιωνιότης κόσμου, προΰπαρξις ψυχών, μη αιωνιότης κολάσεως κ.λ.π.) Τον έκτο μ.Χ. αιώνα, στους χρόνους δηλαδή της Κλίμακος, ετάρασσε την Εκκλησία και ιδιαίτερα τον μοναχισμό η λεγομένη Τρίτη φάσις των ωριγενιστικών ερίδων, οπότε η Ε΄Οικουμενική Σύνοδος (553 μ.Χ.) κατεδίκασε επισήμως τις κακοδοξίες του. Έτσι μέσα σ΄ αυτό το δυσμενές κλίμα δικαιολογείται η βαρειά αυτή έκφρασις της Κλίμακος για τον Ωριγένη.

[4] Η έννοια του χωρίου είναι, ότι θα εξαλειφθούν οι αμαρτίες μόνο κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με το πύρ της έν μετανοία προσευχής και όχι στην μέλλουσα ζωή με το πύρ της δικαιοκρισίας του Θεού, όπως εσφαλμένα υπεστήριζε ο Ωριγένης ομιλώντας περί μη αιωνιότητος της κολάσεως και περί αποκαταστάσεως των πάντων.

www.orthodoxfathers.com/On-true-repentance