ΌΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
Από την παγωνιά της γης στη θαλπωρή του ουρανού
Το μαρτύριο τού ψύχους.
Διηγείται ο όσιος Ανδρέας…………..
Δεν μπορούσα αγαπητέ μου να υποφέρω Το φοβερό κρύο και τον αέρα, πού κι εσύ θα
δοκίμασες, γιατί ήμουν γυμνός, ξυπόλυτος και άστεγος. Κατέφυγα λοιπόν στους φτωχούς, τούς
όμοίους μου, άλλά δεν με δέχονταν. με σιχαίνονταν και μ' έδιωχναν με τά ραβδιά σαν σκύλο.
«Φύγε άπ' εδώ σκύλε, μου έλεγαν, εξαφανίσου»!
Τόπο νά καταφύγω και νά σωθώ δεν εύρισκα. Απελπίστηκα. Φοβήθηκα πώς θα πεθάνω. Ας
είναι δοξασμένο, είπα, Το όνομα του Θεού, γιατί κι αν ακόμα πεθάνω θα μου λογισθεί σαν
μαρτύριο. Ό Θεός δεν είναι άδικος. Αυτός πού έστειλε την παγωνιά, θα μου δώσει και την
υπομονή. Πήγα λοιπόν σε μια γωνιά της στοάς και βρήκα ένα σκυλάκι. Ξάπλωσα δίπλα του με
την ελπίδα πώς θα με ζεστάνει λίγο. Εκείνο όμως, όταν με είδε κοντά του, σηκώθηκε και έφυγε.
Είπα τότε στον εαυτό μου: «Βλέπεις, ταλαίπωρε, πόσο αμαρτωλός είσαι; Ακόμη και τα σκυλιά σε
περιφρονούν και φεύγουν από κοντά σου και δεν σε δέχονται ούτε σαν όμοιο τους. Οί άνθρωποι
σε αποστρέφονται σαν πονηρό δαίμονα. Οί όμοιοί σου φτωχοί σε διώχνουν. Τι απομένει λοιπόν;
Πέθανε, άσωτε, πέθανε! Δεν υπάρχει για σένα σωτηρία σ' αυτόν τον κόσμο».
Ενώ όμως έλεγα αυτά με πολύ πόνο, ήρθα σε κατάνυξη. Κι επειδή με έσφιγγε το κρύο και ο
τρόμος, αναλύθηκα σε δάκρυα, με τα μάτια της ψυχής στραμμένα προς τον Θεό. Τα μέλη μου
όλα πάγωσαν. Νόμισα εκείνη τη στιγμή ότι θα ξεψυχήσω...
Ξαφνικά ένοιωσα ζεστασιά. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω ένα νέο πολύ ωραίο ν' αστράφτει πιο
πολύ άπ' τον ήλιο. Στο χέρι του κρατούσε χρυσό κλαδί. Ήταν πλεγμένο με δροσερά κρίνα και
τριαντάφυλλα πού δεν έμοιαζαν με του κόσμου τούτου, όχι! Είχαν θαυμαστή ποικιλία. Ήσαν
αλλιώτικα στη φύση και στη θωριά τους. Κρατώντας αυτό το ωραίο κλαδί με κοίταξε και μου
είπε: «Ανδρέα, που ήσουν;». «Εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου», αποκρίθηκα. Κι ενώ ακόμη
μιλούσα με χτύπησε στο πρόσωπο με το ανθοστόλιστο κλαρί λέγοντας μου. «Ας πάρει δύναμη το
σώμα σου και ζωή ακατανίκητη».
Αμέσως η ευωδιά εκείνων των λουλουδιών μπήκε στην καρδιά μου και αστραπιαία μου έδωσε
ζωή. Ακούω τότε μια φωνή να λέει: «Πηγαίνετε τον να τον παρηγορήσετε για δύο εβδομάδες και
πάλι να επιστρέψει, γιατί θέλω να αγωνιστή ακόμη». Ενώ κρατούσε ο λόγος, βυθίσθηκα σε
βαθύτατο ύπνο και δεν κατάλαβα Τι μου συνέβη. Ζούσα για δύο εβδομάδες εκεί πού διέταξε ή
βουλή του θεού, σαν να κοιμήθηκα ευχάριστα όλη τη νύχτα και ξύπνησα το πρωί.
Στον κήπο του Θεού
Βλέποντας ότι βρίσκομαι σε πάντερπνο και θαυμαστό παράδεισο σάστισα. Διερωτόμουν Τι να
σήμαινε αυτό. Ήξερα ότι έμενα στην Κωνσταντινούπολη. Τι δουλειά όμως είχα εκεί, δεν
καταλάβαινα. Θαύμαζα και δεν μπορούσα να δώσω κάποια εξηγήσει. «Για δες, είπα στον εαυτό
μου, πραγματικά είμαι παράλογος. Ό Θεός με ευεργέτησε και, ενώ θα έπρεπε να τον δοξάζω και
να τον ευχαριστώ, κάθομαι και πολυεξετάζω αυτό το εξαίσιο θαύμα».
Ένοιωθα σαν άσαρκος. Φορούσα χιτώνα χιονάτο, αστραφτερό, στολισμένο με πολύτιμα
πετράδια και με ευχαριστούσε πολύ ή ομορφιά του. Στο κεφάλι φορούσα στεφάνι ολόχρυσο και
λαμπρό, στα πόδια σανδάλια, και ήμουν ζωσμένος με κόκκινη αστραφτερή ζώνη. Ό παράδεισος
ήταν όλο φως, αλλά φως πρωτόγνωρο και πολύ λαμπρό πού, καθώς ακτινοβολούσαν τα
λουλούδια, έπαιρνε ένα απαλό ρόδινο χρώμα. Μια θεϊκή εύωδία με διαδοχικές παραλλαγές
πλησίαζε την όσφρηση μου και με μεθούσε. Πίστεψε με, σου λέω αυτά και φρίττω.
Μέσα στον κήπο του θεού ήμουν σαν βασιλιάς. Χαιρόμουν πολύ να βλέπω τον εαυτό μου να
κατοικεί σε τέτοιο παράδεισο. Εκεί ο Θεός έκανε να φυτρώνουν πολλά δένδρα. Δεν έμοιαζαν
όμως με του φθαρτού κόσμου. Ήσαν πάντοτε θαλερά, ευωδιαστά και φουντωτά. Ήσαν ψηλά,
πολύφυλλα και απολαυστικά. Τα κλαδιά τους έγερναν και, καθώς κυμάτιζαν μεταξύ τους,
γέμιζαν εύωδία την ατμόσφαιρα και σχημάτιζαν ουράνιο τόξο. Όλα αυτά τά απολαμβάνουν οι
μακάριοι, και ή ψυχή τους αλλοιώνεται από την ηδονή εκείνη, την ευφροσύνη και την
αγαλλίαση.
Παράδοξο επίσης ήταν και τούτο: Αλλά δένδρα είχαν μόνο άνθη, αλλά καρπό, άλλα μόνο άνθη
και φύλλα. Πάνω σ' αυτά υπήρχε κάτι πολύ θαυμαστό: Διάφορα ωραία πουλιά, μικρά και
μεγάλα, με χρυσά και χιονάτα φτερά. Μερικά κελαηδούσαν χωμένα στα φύλλα, και το
κελάηδημα τους, ωραίο και τερπνό, ακουγόταν ως την άκρη τ' ουρανού.
Προσπαθούσα να καταλάβω πώς ήσαν εκείνα τα πουλιά, και ή παράδοξη θωριά τους με
μεθούσε. Ήσαν όμορφα σαν τριαντάφυλλα ή κρίνα ή σαν κάποιο άλλο άνθος πού δεν ξέρω πώς
να το ονομάσω. Τόσο ασυνήθιστα και ανάλαφρα ήσαν. Παρατηρούσα με θαυμασμό την ομορφιά
ενός πουλιού. Ό χρωματισμός του είχε μια χάρη αλλιώτικη, μια θέα διαφορετική. Ή μελωδία του
ήταν ασταμάτητη και απολαυστική.
Ποιος μπορεί να διηγηθεί τα παράδοξα και θαυμαστά κάλλη πού έβλεπα; Όλα εκείνα τα ωραία
δένδρα στέκονταν συμμετρικά σε δύο δενδροστοιχίες, σαν δύο αντιμέτωπες παρατάξεις.
Μακάριο το χέρι πού τα φύτεψε! Προχωρούσα στα ενδότερα του τερπνού παραδείσου και νόμιζα
πώς δεν θα ξαναδώ το σκοτάδι αυτού του κόσμου. Συγκριτικά μ' εκείνα, τα εδώ είναι σκοτάδι.
Καθώς βάδιζα χαρούμενος, να! βλέπω ένα μεγάλο ποτάμι να διασχίζει τον παράδεισο και να
ποτίζει όλα εκείνα τα δένδρα περιβρέχοντας αθόρυβα τις ρίζες τους. Εκεί έρχονταν άφοβα να
πιουν τα ωραία πουλιά. Δεξιά και αριστερά άπ' το ποτάμι απλωνόταν ένα αμπέλι με χρυσαφένια,
φύλλα και περιποιημένα κλήματα. Ήταν γεμάτο με πολύ μεγάλα και ωραία σταφύλια, και
απλωνόταν σ' όλο τον παράδεισο, ώστε να στεφανώνονται τα αλλά φυτά και να στολίζονται με
την περιπλοκή των κλημάτων του.
Βλέποντας αυτά χαιρόταν ή καρδιά μου και μεταφερόμουν από φόβο σε θαυμασμό και από
θαυμασμό σε έκπληξη. Για πολλή ώρα στεκόμουν έτσι και άκουγα τον ήχο κάποιου άνεμου πού
ερχόταν από την ανατολή. Καθώς ράπιζε τα δένδρα, τα έκανε να κυματίζουν και να αποπνέουν
ανέκφραστη εύωδία. Απολάμβανα με ευχαρίστηση το άρωμα πού σκόρπιζε εκείνος ο άνεμος.
Νόμιζα πώς θύμιαζαν άγγελοι μπροστά στον Υιό του θεού. Ό άνεμος σταμάτησε και μαζί του ή
εύωδία. Τότε σαν να άκουσα ιό ελαφρό φύσημα άλλου άνεμου πού ερχόταν άπ' τη δύση.
"Έμοιαζε με χιόνι και με γέμιζε γλυκύτητα.
Mεταθανάτιες εμπειρίες
1Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !