ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ «ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ»

1
[img]hΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ

«ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ»

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΛΟΥΚΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ

(Επιστολή προς Ορθόδοξο αμερικανό ιερέα)



Το έτος 2009 συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την γέννησι του Κα­ρόλου Δαρβίνου και 150 χρόνια από την δημοσίευσι του έργου του «Η κατα­γωγή των ειδών». Με την ευκαιρία αυτή γίνονται εκδηλώσεις, εκδόσεις και ε­νέρ­γειες για να τιμηθή ο πατέρας της «Θεωρίας της Εξελίξεως». Μεταξύ άλ­λων επλήθυνε και η δημοσιογραφική παραγωγή (έντυπη, ηλεκτρονική και τη­λε­οπτική), η οποία προβάλλει την «Θεω­ρία της Εξελίξεως», και συχνά εις βά­ρος της «Δημιουργίας». Ο προβλημα­τι­σμός που δη­μι­ουρ­γεί­ται δεν έχει βεβαί­ως την έκτασι ούτε την έντασι του αντίστοιχου (με πολιτικές προεκτάσεις) προβληματισμού στην Αμερική, ούτε την οξύτητα που παρατηρείται σε άλλες χώρες η κοινωνίες. Εν τούτοις το θέ­μα έχει επιστη­μονικό, θεολογικό και παι­δα­γωγικό ενδιαφέρον, και βεβαίως σωτηριολογική διάστασι. Με την ευλογία του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής μας, του Οσίου Γρηγο­ρί­ου Αγίου Όρους, Αρχι­μανδρίτου Γεωργίου, δημοσιεύου­με την επιστολή που ακολουθεί. Σε αυ­τήν αντι­με­τωπίζεται το ζήτημα της «Θεωρίας της Εξελίξεως» από μία άποψι που συνή­θως την ξεχνά­με. Η επιστολή εγράφη και απεστάλη σε ένα ευλαβή Ορθόδοξο ιερέα στην Αμε­ρική, ο οποίος ως εκ­παι­δευτικός και ως ποιμένας ψυχών ερώ­τησε με αί­σθη­μα ευθύνης για το πολύκροτο θέμα.



Αγαπητέ μου πάτερ Π.,


Με ερωτάτε περί της «θεωρίας της εξε­λίξεως» ως εξής: «Είναι άραγε η Εξέ­λι­ξις μία φιλοσοφία; μήπως είναι επιστημονικώς απο­δε­δει­γμένο γεγονός ή θεμελιωμένη θεωρία; Πως θα σταθούμε μπροστά στο κύμα της συμ­φωνίας των επιστημόνων; Είναι πράγματι μία συμφωνία παγκοσμίως ή μόνο συμφω­νία των φιλελευθέρων αμερικανών; Τι έχετε αποκομίσει από τις με­λέτες σας και τους προβληματισμούς σας γύρω από το θέμα Εξέλιξις; Είναι τεράστια η σύγχυσις σχετικά με το τι θα διδάξουμε τους νέους από Ορθο­δό­ξου επόψεως, ώστε να αντιμετωπίσουν τον κόσμο που είναι πολύ πειστικός, αν εμείς δεν εί­μαστε σαφείς».

Έχοντας λάβει υπ’ όψιν μου ολόκληρη την επιστολή σας, την οποία χαρακτηρίζει και επιστημονικό ενδιαφέρον και ποιμαντική ευαισθησία, καθώς αναφέρεται και στις επικρατέστερες απόψεις για την «θεωρία της εξελίξεως» και αναπτύσσει σοβαρό ποιμαντικό προβληματισμό, καταθέτω με αγάπη τις εξής σκέψεις μου.

1. Η «Εξέλιξις» και οι επιστήμονες.

Κατά τον 19ο και το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, εποχή κατά την ο­ποί­α μεσουρανούσε ο επιστημονισμός1, ωρισμένοι επιστήμονες (Λαμάρκ, Δαρ­βίνος, ντέ Βρίς, Μονό) ανέπτυξαν θεωρίες για να εξηγήσουν την «προέλευσι των ειδών». Οι απόψεις τους χρησιμοποιήθηκαν με θρησκευτικό πάθος για να αποδείξουν ότι όλος αυτός ο κόσμος έγινε χωρίς Δη­μι­ουρ­γό Θεό μέσω μιας βραδύτατης τυφλής (τυχαίας) εξελικτικής διαδικασίας (την «Εξέλιξι»), κατά την οποία από την ανόργανη ύλη ξεπρόβαλε η οργανική και από εκείνην προ­ήλθαν οι απλούστεροι έμβιοι οργανισμοί που εξελίχθηκαν σε πολυπλοκό­τε­ρους. Ο άνθρω­πος θεωρήθηκε α­πο­τέλεσμα εξελίξε­ως και ο Δημιουργός τοπο­θετήθηκε στην σφαί­ρα της θρη­σκοληψίας. Σο­βαροί επιστήμονες όμως, παρότι δέχονται και βεβαιώνουν τις μεταβολές των οργανισμών μέσα στο είδος τους, αμφι­σβή­τησαν τεκμη­ριωμένα την υπόθεσι ότι έγινε εξέλιξις ενός είδους σε άλλο. Η προσαρμογή, η φυσική επιλογή και οι μεταλλάξεις επιφέ­ρουν μετα­βο­λές στους οργανισμούς αλλά πάντοτε εν­τός του αυτού είδους. Εξέλιξις ενός είδους σε άλλο ούτε έχει πιστοποιηθή από την Παλαι­ον­το­λο­γία ούτε τεκμαί­ρεται από την Γενε­τι­κή. Οι νεώ­τερες εξελι­κτικές θεωρίες, βασισμένες στην μο­ρια­κή Βιολογία και την εξελικτική αναπτυ­ξι­ακή Βιο­λο­γία, δεν έχουν προσφέρει πειστικά επιστημονικά επι­χειρήματα. Όσοι έ­χουν την δυ­να­τότητα να κρίνουν τις εκατέ­ρωθεν θέσεις, παραδέχονται ότι με­τά από ένα και πλέον αιώνα αν­τι­παραθέσεων η «Εξέλιξις» δεν μπορεί να βεβαιωθή2. Σύμ­­­φω­­­να με το συμ­πέ­ρα­σμα που συνάγεται από πλούσια και αξιόλογη βιβλιο­γρα­φία, η εξέ­λιξις των ει­δών εί­ναι μία ανα­πό­δει­κτη και μη αποδείξιμη υπό­θεσις και δεν απο­τελεί επι­στημονικά βεβαιωμένο γεγονός. Αυτό το παραδέχονται κορυφαίοι εξε­λι­κτι­κοί επιστήμονες (C. Patterson, P.P. Grassè, R. Da­n­son, R. Lewon­tin, S. Stanley). Επο­μέ­νως, ό,τι συνήθως στα σχο­λι­κά βιβλία ή στην γενικώτερη βιβλιο­γρα­φία ή αρθρο­γρα­φία ονο­μά­ζεται «Εξέ­λιξις», δεν πρέπει να θεωρήται ένα επιστημο­νικά αναμφισβήτητο γε­γονός -όπως ότι η γη περιστρέφεται γύ­ρω από τον ήλιο-, αλλά μία υπόθεσις εργα­σί­ας.

2. Το πρόβλημα.

Η «Εξέλιξις» δεν είναι ζήτημα μόνο επιστημονικό. Στην περίπτωσί της η επιστημονική σκέψις αγγίζει την «αρχή του όντος». Επιστήμονες και μη, σε αντιπαραθέσεις γύρω από την «Εξέλιξι» συχνά κάνουν παρεκβάσεις από το πεδίο της επιστήμης σε μεταφυσικές συζητήσεις. Χαρακτηριστικά η «Εξέλιξις» υποστηρίζεται σε αντιδιαστολή και ενίοτε με εχθρότητα προς την «Δημιουρ­γία»3, όχι τόσο γιατί η «Δημιουργία» δεν έχει επιστημονική (με την τρέχουσα έννοια) τεκμηρίωσι, όσο γιατί προϋποθέτει Δημιουργό Θεό, ούτε πάλι επειδή βασί­ζε­ται σε αναμ­φι­σβήτητα επι­στη­μο­νι­κά δε­δομέ­να, όπως δείχνουν οι ατέ­λειω­τες τροποποιή­σεις και μεταλλάξεις της «εξε­λικτικής θεωρίας» και όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι «εξελικτικοί», αλ­λά ε­πει­δή οι υποστηρικταί της συν­ειδητά η μη θέλουν να αρνούνται ένα Δη­μι­ουρ­γό Θεό και ό,τι συνε­πάγεται το να πιστεύ­ουν σε Αυτόν4. Εάν δεν ισχύη η «Εξέ­λιξις», λένε, εί­ναι υποχρεω­μέ­νοι να δε­χθούν την δημιουργία μη εξε­λί­ξι­μων ει­δών και κυρίως του ανθρώ­που από τον ίδιο τον Θεό. Αλλά η ύπαρξις του Θεού είναι λιγότερο πι­θα­νή από το να έγινε η «Εξέ­λι­ξις», συμπληρώνουν. Και κατα­λή­γουν σε αφο­ρισμούς: «Όχι στο δό­γμα της Δημιουργίας: ‘‘Μακρυά από τα σχο­λεία, είναι επι­κίνδυνο’’, αποφάσισε το Συμβούλιο της Ευ­ρώ­πης»5.

Εδώ λοιπόν δεν υφίσταται πρωτογενώς πρόβλημα επιστη­μονικό αλλά πρόβλημα πίστεως σε παντοδύναμο Δημιουργό Θεό. Όσοι αμφισβητούν την ύπαρξί Του, αναζητούν εναλλακτικούς τρό­πους προελεύσεως του κόσμου χω­ρίς Δημιουργό. Όσοι ολιγοπιστούν για την παντοδυναμία Του, αναζητούν τρό­πους να συμβιβάσουν και να συγκεράσουν την «Εξέλιξι» με την «Δημι­ουρ­γία». Όσοι πιστεύουμε σε Δημιουργό Θεό, αμφισβητούμε αφ’ ενός την «Εξέ­λιξι», επειδή την απορρίπτουν σειρά επιστημόνων τόσο για τις ‘‘επιστημονι­κές’’ απάτες του παρελ­θόντος (ο Archaeopteryx, τα φωτογραφικά κλισέ του Χαίκελ, ο πιθηκάνθρωπος του Dubois, ο άνθρωπος του Πιλντάουν κ.α.) και την μέχρι σήμερα αμφίβολη ερ­μη­νευτική ισχύ της «θεωρίας της Εξελίξεως» όσο και για τις προβληματικές κοινωνικοπολιτικές της προ­εκτάσεις (ευγονική η η περίπτωσις Λυσένκο)6, πιστεύουμε όμως στην «Δημιουργία» επειδή σε αυ­τήν βλέπουμε μία θεο­φάνεια (τρόπος που ο Θεός φανερώνεται στον άν­θρω­πο) και στην βι­βλική αφήγησι περί της Δημιουργίας μία μαρτυρία θεο­γνωσίας (ο Μω­υσής είχε προσωπική γνώσι του Θεού).

3. Η Δημιουργία, ως θεοφάνεια και ως «σημείον» θεογνωσίας.

Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε στον παντοδύναμο και αγαθό Θεό, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός («εκ μη όντων»): «Πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι Θεού, εις το μη εκ φαινομένων τα βλε­πόμενα γεγονέναι» (Εβρ. 11, 3). Υπό την προϋπόθεσι αυτή -αδιαπραγμά­τευ­τη πραγματικά, όχι ως αναπόδεικτο αυθαίρετο αξίωμα αλλά ως προϊόν γνώσεως του Θεού- η αφήγησις της Δημιουργίας από τον προφή­τη Μωυσή στην Γένεσι (κεφ. 1) δεν είναι επιστημονική (με την δυτική έννοια) πρα­γμα­τεία αλλά μαρ­τυρία θεο­γνωσίας. Χωρίς να στερήται και επιστημονικών στοι­χείων, άλλων μεν απλοϊκών της εποχής εκείνης και άλλων διαχρονικώς πα­ρα­δεκτών, η αφήγησις του Μωυσέως είναι κατεξοχήν μαρτυρία ότι ο Θεός δη­μιούργησε τον σύμπαντα κόσμο. Ο θεόπτης Μωυσής, δηλαδή, μας διεβε­βαίω­σε ότι ο Δημιουρ­γός Λόγος δημιούργησε τα πάντα, ότι όλα όσα ήλ­θαν στην ύ­παρξι έ­χουν ως αιτία της υπάρξεώς τους το δημιουρ­γικό θέλημα του Θε­ού. Όταν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης είχαν θεοποιήσει τα κτί­σμα­τα, ο Μωυ­σής με την Χάρι και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύ­μα­τος έδινε την μαρ­τυ­ρία ότι τα πάντα πλην του Θεού είναι κτιστά και ότι η αιτία τους, το νόημά τους και ο σκοπός τους βρίσκονται στον Θεό. Είπε αυτό που με μεγαλύτερη σαφήνεια έ­γρα­ψε αργότερα ο απόστολος Παύλος: «τα πάντα δι αυτού και εις αυτόν έ­κτι­σται, και αυτός εστιν προ πάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστη­κεν» (Κολ. 1, 16-17).

Παρατηρείτε λοιπόν ότι, για εμάς που ξέρουμε να διαβάζουμε σω­στά την Γένεσι, η Μωσαϊκή «Δημιουργία» δεν είναι τόσο σύνολο επιστη­μονι­κών γνώσεων όσο είναι τρόπος θεοφάνειας και «σημείον» θεο­γνωσίας. Την ίδια στιγμή που οι επιστήμονες συζητούν απεριόριστα για το αν υπήρξε «Εξέ­λιξις» και οι θρησκείες και η φιλοσοφία ασχολούνται ήδη αιώνες τώρα με το ερώ­τη­μα αν υπάρχη Δη­μιουργός, η Εκ­κλησία γνω­ρίζει τον Δημι­ουργό.

Όσοι λοιπόν με την παραδοχή της «Εξελίξεως» αρνούνται τον Δημι­ουργό Θεό, προφανώς δεν τον γνωρίζουν. Όσοι όμως με την Χάρι του Αγίου Πνεύ­ματος και με την πνευ­ματική ζωή διατηρούμε καθα­ρούς τους νοερούς οφθαλ­μούς μας, μπορού­με στην α­φή­γησι της Αγίας Γρα­φής να βλέ­πουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και διαρκώς ενεργεί μέ­σα σε αυτόν, ότι ο Δη­μι­ουργός Θεός Λόγος δημι­ουρ­γεί τον άνθρωπο, και επι­πλέ­ον να δι­εισ­δύ­ου­με στο γιατί (τον λόγο)7 της δη­μι­ουργίας του. Μπορούμε να επα­να­λαμ­βά­νου­με τους λόγους του θεοφάντο­ρος Μεγάλου Βασιλείου: «πλά­σας γαρ τον άν­θρωπον, χουν λα­βών από της γης, και εικόνι τη ση, ο Θεός, τι­μή­σας, τέ­θει­κας αυτόν εν τω Πα­ραδείσω της τρυ­φής, αθανασίαν ζωής, και απόλαυσιν αιω­νί­ων αγαθών, εν τη τη­ρή­σει των εν­το­λών σου, επαγ­γει­λάμενος αυτώ» (ευχή Θείας Λει­τουρ­γίας).

4. Οι «λόγοι των όντων» ερμηνεύουν την Δημιουργία.

Προσεγγίζοντας την Δημι­ουρ­γία ως τρόπο φανερώσεως του Θεού και κατανοώντας την αφήγησι περί της Δημιουργίας ως σημείον θεογνωσίας, έχουμε την δυνατότητα να ανιχνεύουμε σε αυτήν τους λό­γους των όντων, όπως χα­ρα­κτηριστικά ονο­μά­ζον­ται στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολο­γη­τού τα αγαθά θε­λή­μα­τα του Θεού (PG 90, 296). Και εί­ναι πολύ ση­μαντικό, κα­τά τον άγιο Μάξιμο, να γνω­ρίζη ο άνθρωπος τους λόγους των όντων και να α­νά­γεται δι’ αυ­τών στον Θεό (βλ. PG 90, 276, πρβλ. Ρωμ. 1, 20). Εάν δεν βλέ­πουμε την Δη­μι­ουρ­γία (αν δηλαδή δεν κατανοούμε τα πάντα ως αποτελέσματα της δημιουργικής ενεργείας του Θεού), σημαίνει ότι αποτυγ­χάνουμε δρα­ματικά να γνω­ρί­σου­με τους λό­γους των όντων. Δεν σημαίνει ότι χάνουμε ένα ιδεο­λο­γικό ό­πλο κατά των δήθεν αντιπάλων μας «εξελικτικών», όχι. Χάνουμε μία από τις ομορ­φό­τερες σελίδες, μέσα στις ο­ποί­ες ο Πατέρας μας αποτυπώνει τα ίχνη της πατρικής Του αγάπης. Οι λόγοι των όντων είναι αυτά ακριβώς τα ίχνη. Γι’ αυτό με τον Ψαλμωδό αναφωνούμε καθημερινά: «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον ... πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 103).

Εδώ θα αναφέρω ένα μόνο στοιχείο γύρω από την δημιουργία του αν­θρώ­που, για να φανή πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε τον λόγο της πλά­σεως του ανθρώπου «από τα ίδια τα χέρια του Θεού». Ο Δημιουργός Θεός έπλασε τον Αδάμ κατά τον μο­να­δικά ιδιαίτερο τρόπο «κατ’ εικόνα» Του, ώστε η ανθρωπίνη φύσις να μπορή στους ε­σχάτους χρόνους να προσληφθή από τον Λόγο και να θεωθή. Ο Χρι­στός προσέλαβε ανθρώπινο σώμα και ανθρώ­πινη νοερή και λογική ψυχή. Τα εθέωσε, όταν τα ένωσε υπο­στα­τι­κώς με την θεό­τητά Του. Και σε εμάς, τα μέλη του Σώματός Του, προσφέρει την θέωσι χαρι­τώ­νοντας το σώμα και την ψυχή μας. Αυτή η θέωσις είναι γεγονός αναν­τίρ­ρητο για τους Ορθο­δό­ξους Χριστιανούς, οι οποίοι μετέχουμε κάπως στην εμ­πει­ρία των Αγίων μας, στην ζωή και τα βιώματα της Εκκλησίας8. Επειδή βλέ­που­με λοιπόν αυτόν τον λόγο της πλάσεως του αν­θρώπου, δηλαδή την δυνα­τότητα να μετάσχωμε στην ζωή της Α­γίας Τριάδος δια της Οι­κο­νο­μίας του Μο­νο­γενούς Λόγου του Θε­ού, και επειδή έχουμε επιπλέον προ οφθαλμών μας ανθρώπους που έφθασαν στην θέωσι, διακρίνουμε και κατανοούμε ότι δεν εί­ναι κάποια «εξε­λι­κτι­κή» μεταβολή στην φύσι (το DNA;) ενός δή­θεν προ­γόνου μας, μετρή­σι­μη και υπολογίσιμη πειραματικά, που έδωσε μεν σε εμάς την δυνατότητα μετοχής στην άκτιστη Χάρι του Θεού, την Χάριτι αθανασία και την θέωσι, άφησε δε τις παράλ­λη­λες γενε­α­λο­γικές δια­κλα­δώ­σεις του ζωώ­δεις μόνο και θνητές και αμέτοχες θεώσεως. Η «εξελικτική» με­τα­βο­λή, αν υ­πο­­­τε­θή ότι υ­πήρξε, θα ήταν φυσική διαδικασία. Η φύσις όμως δεν γεννά ά­κτιστα απο­τε­λέ­σμα­τα. Το άκτιστο είναι δωρεά του ακτίστου Θεού. Η α­θα­να­σία και η θέ­ω­σις δεν είναι φυσικό προσόν (ιδιότης) του ανθρώπου αλλά άκτιστη δωρεά του Θεού σε αυτόν.

Έχοντας πνευ­μα­τι­κή αί­σθησι του εί­δους και του μεγέθους της ακτίστου δωρεάς του Θεού οι Ορ­θόδοξοι δια­βά­ζουμε με έκπληξι, θαυμασμό, προσοχή και ευλάβεια το κεί­μενο της Γενέσεως: «έπλασεν ο Θεός τον άν­θρω­πον χουν από της γης και ε­νε­φύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. 2, 7). Επειδή γνωρίζουμε τον Θεό, κα­τα­νοούμε την «Δημιουργία». Βλέπουμε δηλαδή ότι ο άν­θρω­πος πλάσθηκε με ιδι­αί­τερη φροντίδα του Δημιουργού Θεού μία πνευματέμφορη ψυχοβιο­λο­γική ύπαρξις, υλικό σώμα και ασώματη ψυχή προικισμένα με την θεία Χάρι Του. Γρά­φει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Τι εστι [ψυχήν] ζώσαν; Αείζωον, αθά­νατον, ταυ­τόν δ’ ειπείν λο­γι­κήν∙ η γαρ αθάνατος λογική –και ουκ αυτό μόνον αλλά και κεχαριτωμένην θεί­ως. Τοιαύτη γαρ όντως ζώσα ψυχή. Αυτό δε τω κατ’ εικόνα ταυτόν, ει δε βού­λει και καθ’ ομοίωσιν»9.

5. Η επιστήμη, αφορμή δοξολογίας.

Αυτή η θεώρησις της Δημιουργίας δεν αποκλείει το επιστημονικό ενδια­φέρον. Εάν με την ανθρώπινη σο­φία που μας έχει προικίσει ο Θεός μάθουμε και το πως της δημιουρ­γίας, χαιρόμαστε δοξολογικά και ευ­χα­ρι­στι­ακά το δώρο της Δημι­ουρ­γίας χωρίς να εκπίπτουμε στην (αρχαιοελληνική) ύβριν, δη­λαδή την αλαζονεία. Ο Μέγας Βα­σί­λειος στην Ερμηνεία στην Εξαήμερο αναλύει επιστημο­νι­κά (με τις δυνατότη­τες της εποχής του) την δημιουργία του κό­σμου. Βλέπει κα­νείς ότι με την επι­στή­μη του δεν προσβάλλει την πίστι στον Δημιουργό Θεό, αλλά μάλλον την ενισχύει. Θεοφόρος και θεόπτης ο ίδιος (είναι γνωστό το περι­στα­τικό που ανα­φέρει ο αδελφός του άγιος Γρη­γόριος Νύσσης, ότι τον είδε προσευχόμενο μέ­σα στην δόξα του ακτίστου Φω­τός), αν­τα­ποκρινόμενος στην ανάγκη των αν­θρώ­πων προσφέρει την επι­στη­μονική ανάλυσι της Εξαημέρου ως δοξολογία στον αρι­στο­τέ­χνη Δημιουργό Λό­γο και ως σωτήρια διδασκαλία στους ανθρώ­πους. Μόνο ένας θεοφόρος άνθρω­πος σαν τον Μ. Βασίλειο μπορεί να γράψη για τον Δημιουργό Θεό τα ακό­λουθα: «Εν αρχή εποί­η­σεν ο Θεός. Η μακαρία φύσις, η άφθονος αγαθό­της, το αγα­πη­τόν πάσι τοις λό­γου μετειληφόσι, το πολυπόθητον κάλλος, η αρ­χή των όντων, η πηγή της ζωής, το νοερόν φως, η απρόσιτος σοφία, ούτος ε­ποίησεν εν αρχή τον ου­ρα­νόν και την γην»10. Και αυτά από προσωπική εμπει­ρία Θεού!

Η επιστήμη λοιπόν, όταν σέβεται τον εαυτό της, δεν εμποδίζει την πίστι στον Δημιουργό Θεό. Όταν π.χ. εγώ ο άνθρωπος νόμιζα ότι ο ήλιος γυρίζει γύ­ρω από την γη, πίστευα ότι έτσι είχε τάξει ο Δημιουργός Θεός να λειτουρ­γούν τα ουράνια σώματα. Τώρα που με την επιστήμη έμαθα ότι συμβαίνει το αντίθετο, πιστεύω ότι ο Θεός είχε τάξει σωστά την λειτουργία τους αλλά εγώ την αγνο­ούσα. Τώρα που έμαθα το σωστό, χάρηκα περισσότερο και Τον δο­ξά­ζω για την καινούργια και πιο σωστή γνώσι μου. Το επιστημονικό λάθος μου (έστω και αν ήταν ενός Πτολεμαίου) δεν με εμπόδιζε να πιστεύω στον Δημι­ουρ­­γό. Η διόρθωσίς του (από τον Κοπέρνικο και τον Γαλιλαίο) δεν με εξωθεί να Τον αρνηθώ. Αντίθετα, ψηλαφώ τώρα πιο πολύ και πιο καλά τα ίχνη Του πάνω στην Δημι­ουρ­γία Του: «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοού­μενα καθο­ρά­ται, η τε αίδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ. 1, 20). Η επι­στή­μη, όταν δεν ξεφεύγει από τα όριά της, δεν με εμ­πο­δί­ζει να πιστεύω στον Δημιουργό. Αντίθετα, με βοηθεί να ανιχνεύσω την πα­ρου­σία Του μέσα στα έργα Του.

6. Πίστις και θεογνωσία.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο, αν δεν πιστεύω σε Δημιουργό Θεό. Αν προ­σέ­ξη κανείς, θα παρατηρήσει ότι το να βλέπω την παρουσία του Δημιουρ­γού στην κτίσι και στην λειτουργία της σημαίνει ότι Τον γνωρίζω, και βέβαια επειδή Αυτός υπάρ­χει. Το να πιστεύω ή να μη πιστεύω στον Θεό, ση­μαί­νει ότι έχω γνώσι του Θεού ή πάσχω από αγνωσία Του. Αυτό πρέπει να το προσέ­ξου­με ιδιαίτερα. Η πίστις ή η απιστία μου δεν είναι απλώς μία προτί­μη­σις ή ιδεο­λο­γική τοπο­θέτησις, ένα είδος ψυχολογικής ανάγκης ή πολιτιστικής ταυ­τό­τη­τος, όπως θα το έβλεπαν πολλοί, αλλά στην πραγματικότητα είναι βα­θμός με­τοχής ή μη μετοχής μου στην ζωή του Θεού και επομένως ένα πρώτο στάδιο επι­γνώσεως του Θεού. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη γνωσιολογία, η πί­στις είναι άκτιστος θεία Χάρις που προσφέρεται στον άνθρωπο, ο οποίος, αν την απο­δε­χθή και την καλλιεργήση, ει­σά­γεται στην πορεία της επιγνώσεως του Θεού11.

Οι Ορθόδοξοι τονί­ζου­με ιδι­αίτερα αυτό το θέμα, επειδή συχνά μία «πίστις σε Θεό» ενδέχεται να μη συν­ιστά μετοχή στην ζωή του Θεού, όταν δηλαδή είναι μία διανοητική πίστις σε άγνω­στο, απρόσωπο και απρόσιτο Θεό ή όταν συνι­στά ιδεολογία και δεν εισάγει τον άνθρωπο στον χώρο της θείας ζωής. Η «πίστις» σε άγνωστο και απρόσωπο νοήμονα Νού, δεν είναι α­πα­ραιτήτως και θεογνωσία. Η θεο­γνωσία εί­ναι ασυγκρίτως πιο ουσιαστική από την πίστι σε άγνωστο ανώτερο Ον, το οποίο έφερε στην ύπαρξι τον κόσμο, έ­θε­σε τους νόμους της λειτουργίας του και σχεδίασε την διαδικασία της εξελίξεώς του, αλλά συνεχίζει να μας είναι άγνωστο και απρόσιτο. Η πίστις στον Δημιουργό Θεό, Αυτόν που αναδημιούργησε τον άνθρωπο με την Οικο­νομία Του και του προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του για να τον οδηγήση στην θέωσι, αυτή η πίστις εισάγει στην οδό της θεογνωσίας, επειδή είναι πράξις προσωπικής μετο­χής στην ζωή ενός γνωστού σε εμάς τρισυποστάτου προσωπικού Θεού.

Πληροφορούμαι για την δυσκολία που έχουν οι επώνυμοι αρνηταί του Θε­ού να δεχθούν την ύπαρξι ενός προσωπικού Θεού, παρότι δεν δυσκο­λεύ­ον­ται να θρησκεύουν σε πάσης φύσεως εγκόσμιους θεούς12. Είναι μία τραγική πρα­γματικότης! Ενώ υπάρχει ο προσω­πι­κός Θεός, αδυνατούμε να Τον ιδούμε, να Τον αισθανθούμε, να Τον γευ­θούμε. Τον αγνοούμε!

Το τι σημαίνει να έχουμε γνώ­σι Θεού και τι σημαίνει να πά­σχουμε από αγνωσία Θεού το γνωρίζουμε εκ πείρας οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Έχουμε την ευλογία να ζούμε κοντά σε συγχρόνους Αγίους, εφά­μιλ­λους των παλαιών, οι ο­ποίοι έχουν την εμπειρία του Θεού. Συγ­κρίνοντας την αγνωσία που έχει ο κόσμος με την γνώσι που έχουν αυτοί οι Άγιοι, κα­τα­λα­βαίνουμε την διαφορά. Την γνώσι αυτή την περιγράφει ο ευ­αγ­γε­λιστής Ιωάννης: «Ό ην απ αρχής, ό ακη­κό­α­μεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χεί­ρες ημών εψη­λά­φη­σαν, περί του λόγου της ζωής —και η ζωή ε­φα­νε­ρώθη, και εω­ρά­κα­μεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλ­λο­μεν υμίν την ζωήν την αι­ώ­νι­ον ήτις ην προς τον πατέρα και εφα­νε­ρώθη ημίν— ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν απαγ­γέλλομεν και υμίν, ίνα και υμείς κοινωνίαν έχη­τε μεθ ημών· και η κοινωνία δε η η­με­τέρα μετά του Πατρός και με­τά του Υιού αυτού Ιησού Χριστού» (Α΄ Ιω. 1, 1-3).

Μπορούμε από τα λόγια του Ευαγγελιστού να αν­τι­λη­φθού­με ότι οι μάρ­τυρες της παρουσίας του Ενανθρωπήσαντος Θεού στον κόσμο μας, οι Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέχρι σήμερα αδιαλείπτως παρόντες ανάμεσά μας, έχουν βιωματική γνώσι της αιω­νίας ζωής του Θεού, η οποία γίνεται και δική τους αιωνία ζωή χάρις στην κοινωνία τους μαζί Του. Η αγνωσία του Θεού αντι­θέτως, την οποία δυστυχώς πολλοί πάσχουμε σε βαθμούς διαφόρους, ση­μαί­νει και ακοινωνησία μαζί Του σε βαθμούς αναλόγους.

7. Η μέθοδος της θεογνωσίας.

Για να έχουμε την εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό (τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα), πρέπει να έχουμε καθαρό το ο­πτι­κό όργανο της ψυχής: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5, 8). Όταν ο νους (το οπτικό όργανο) δεν είναι καθαρός, δεν μπορεί να βλέ­πη τις άκτιστες ενέργειες του Θεού μέσα στην κτίσι και επομένως δεν μπορεί να βλέπη τον Θεό, ούτε ως δημιουργό, ού­τε ως προνοητή των κτισμάτων, ούτε ως θεούντα τα λογικά κτί­σματα δια της θείας Χάριτος. Δεν είναι αυτο­νό­η­τη η καθαρότης του νού. Υπάρχει μία σειρά και μία μέθοδος για την κάθαρσι του τριμερούς της ψυχής. Πρώτα κα­θαί­ρεται το επι­θυμητικόν, έπειτα το θυμο­ειδές και τέλος το λογιστικόν (ο νους): «ουκ αν ποθ’ υγιές οφθείη, ούτε το της ψυχής θυ­μού­μενον, μη της επιθυμί­ας ιαθείσης˙ ούτε το λο­γιζόμενον, μη άμ­φω τούτων προτεθεραπευμέ­νων»13.

Η τελεία γνώσις του Θεού προ­ϋ­ποθέτει και τελεία κάθαρσι της ψυχής. Πιστεύω ότι υπάρχει ο Δη­μι­ουργός Θεός, αλλά αυ­τό είναι ατελής θεογνωσία. Καθαίρω τον εαυτό μου και μπορώ να βλέπω τις ενέργειες του Θεού στην κα­θημερινότητά μου, και αυτό είναι τελειότερη θεο­γνω­σί­α. Η εμ­πει­ρική γνώσις του Θεού «πρόσωπον προς πρόσωπον» εί­ναι η τελεία θεογνωσία. Ένας θεοφόρος άνδρας είπε: «Εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού, εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν» (Ψαλμ. 138). Είναι τόσο ισχυρή η θεία εμπειρία που έχουν οι θεο­φό­ροι άνδρες, ώστε εκπλήττονται και γονατίζουν από το μέγεθος, από τον πλού­το, της γνώσεως του Θεού: «φο­βε­ρώς εθαυμαστώθην... και η ψυχή μου γινώ­σκει σφόδρα» (Ψαλμ. 138). Αλλά και εμείς οι υπόλοιποι στεκόμαστε με τόση σι­γουριά κοντά τους, ώστε βι­βλιο­θήκες ολόκληρες με αντίθεες απόψεις δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το βάρος της εμπιστοσύνης μας στην γνώσι τους. Είναι το δικό μας μερίδιο στην γνώσι του Θεού, η δική μας μετοχή σε αυτήν. Έτσι και εμείς οι νήπιοι «εκ μέ­ρους γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν» (Α΄ Κορ. 13, 9).

Αυτή η γνώσις είναι ένα δεδομένο, ένα αναντίρρητο δεδομένο, όχι γιατί είναι μετρημένο η ζυγισμένο επιστημονικά, αλλά γιατί είναι χιλιομαρτυρημένο. Ο κάθε Άγιος, ο κάθε θεωμένος άνθρωπος, όπως αυτοί που γνωρίσαμε στις μέ­ρες μας και αυτοί που διαβάζουμε στα συναξάρια, είναι μία ξεχωριστή μαρ­τυ­ρία θεώ­σε­ως και μία διαχρονική επιβεβαίωσις ότι είναι δυνατή η γνώσις του Θεού.

8. Η ποιμαντική της θεογνωσίας.

Η εκκοσμικευμένη παιδεία, με την οποία έχουν γα­λου­γηθή πολλές γε­νιές μέχρι τις ημέρες μας, συνετέλεσε ώστε πολλοί να νομίζουν ότι η «Δημι­ουργία» είναι απορριπτέα, επειδή δήθεν είναι αντιεπι­στη­μο­νική. Αυτή είναι μία ψευ­δαί­σθησις. Στην πραγματικότητα την θεωρούν απορριπτέα, επειδή δεν έχουν μάθει την οδό της θεογνωσίας. Ε­μείς πιστεύουμε στην Μωσαϊκή «Δημι­ουρ­γία», επειδή σε αυτήν αναγνωρίζουμε πρω­τίστως μία θε­ο­φάνεια, την κα­τανοούμε ως μαρτυρία θεο­γνωσίας, ως φανέρωσι των ακτίστων ενεργειών του Θε­ού. Τα παιδιά μας εμποδίζονται σήμερα με χίλιους δυο τρό­πους από το να βαδίσουν την πορεία της θεώσεως και της θεογνωσίας. Έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν τις προκλήσεις της ε­πο­χής, οι οποίες σκοτίζουν το σύνολο των ψυχι­κών δυ­νάμεων και όχι μόνο το «οπτικόν» (τον νού). Θεωρώ ότι ο κύριος ποι­μαν­τικός και εκπαιδευτικός στόχος μας πρέπει να είναι να βοηθή­σουμε τα παιδιά μας να βα­δί­σουν τον δρόμο της αληθούς θεογνωσίας, να αγω­νισθούν δηλαδή στην ζωή τους να διατηρήσουν καθαρό το τριμερές της ψυχής (επι­θυ­μητικόν, θυμοειδές και λογιστικόν), όπως το παρέλαβαν στο Άγι­ον Βάπτισμα. Χρειάζονται καλ­λι­έρ­γει­α σε επίπεδο Ορθοδόξου θεο­λο­γί­ας, Ορ­θο­δόξου ασκή­σε­ως και Ορθοδόξου πνευματικής ζωής με στόχο την θεο­γνω­σία. Έτσι θα αποκτήσουν τα απα­ραί­τη­τα βιώματα, χάρις στα οποία θα αι­σθάνονται ασφαλή μπροστά στις προ­κλή­σεις που αντιμετωπίζουν στο σχολείο και στον κόσμο. Θα αποκτήσουν συν τω χρόνω την α­πα­ραί­τητη διάκρισι, ώστε και τις αληθινά επι­στη­μο­νικές γνώσεις να προσλαμβάνουν και στην επί­γνωσι του Θεού να προο­δεύ­ουν. Μέχρι τότε όμως θα έχουν την συμ­παρά­στασι των καλών πνευμα­τι­κών τους πατέρων, η πείρα των οποίων θα τους είναι πολύτιμη και θα τα προ­φυλάξη από τις ποικίλες συνέπειες της εκκο­σμι­κεύσεως, μεταξύ των οποίων και η αμφισβήτησις της «Δημιουργίας».

Ένας νέος, μοναχός τώρα στο Άγιον Όρος, στην ηλικία των 20 ετών κατά την δεκα­ετία του ’80 ξεπέρασε οριστικά τον θορυβώδη προβληματισμό γύ­ρω από το θέμα Επιστήμη–Θρησκεία, όχι όταν εξοπλίσθηκε με ‘‘αδιάσειστα’’ επιχειρήματα κατά των αθεϊστικών προ­κλή­σεων αλλά όταν διά­βασε τον Βίο και τις συγ­γρα­φές του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, γραμμένα από τον μα­κα­ριστό Γέρον­τα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, και εν­τρύφησε στους λό­γους του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Την αδιέξοδη νοησιαρχική πα­ρά­θεσι αντε­πι­χει­ρη­μά­των στα αθεϊστικά επιχειρήματα υπερ­κέ­ρα­σε η βιω­μα­τι­κή βεβαιότητα που σκόρ­πιζαν γύρω τους αγιασμένα πρόσωπα, όπως ο ά­γιος Σιλουανός και ο άγιος Συμεών. Αργότερα βρήκε πολύ πειστική την πρότασι του αγίου Γρη­γο­ρίου του Θεολό­γου, την οποία επαναλαμβάνει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλα­μάς: «Λό­γω πα­λαί­ει πας λόγος, βίω δε τις;» (PG 37, 929). Πραγματικά, φαίνονται τό­σο φτω­χές οι ‘‘λογικές’’ αντιπαραθέσεις, όταν στα­θούν μπροστά στο πρόσ­ω­πο, στην ζωή, στην άσκησι, στο μαρτύριο, στον θάνατο, στην Χάρι, στα θαύ­ματα ενός Αγίου!



26 Ιουλίου 2009



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Επιστημονισμός: θεωρία κατά την οποία η επιστήμη οδηγεί στην πλήρη αλήθεια και επαρκεί σ’ όλες τις ανάγκες της ανθρώπινης νοήσεως (Τεγόπουλος-Φυτράκης, Μείζον Ελληνικό Λεξικό, βλ. λήμμα).

2 Βλ. πλούσια επιχειρηματολογία και βιβλιογραφία στα βιβλία (επιλεκτικά): Αποστόλου Χρ. Φράγκου, Η συνωμοσία της σιωπής, 1993. Αποστόλου Παπαδημητρίου, Επιστήμη, υλισμός και πίστη, Θεσ/νίκη, τόμ. Α’ 1984 και τόμ. Β’ 1990. Ιω­άν­νου Κωστώφ, Συμ­βολή στην τελετή λήξεως της θεω­ρί­ας της ε­ξε­λίξεως, Αθήνα 1996. Αθαν. Αβραμίδη, Η προέλευση του κόσμου και της ζωής και οι θεωρίες της εξελίξεως, 2006. Του ιδίου, Η θεωρία της εξελίξεως του Δαρβίνου 150 χρόνια μετά την δημοσίευσίν της (άρθρο στην εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, 13/3/2009).

3 Καθεστωτικός θρησκευτικός ανορθολογισμός, περιοδ. Νέμεσις, τεύχ. 82 (Δεκέμβριος 2007)

4 Κωστώφ Ιωάννου, Αθεϊσμός (τίνος είναι η αυταπάτη;), Αθήνα 2007, σελ. 230-237.

5 Εφημ. Καθημερινή, 13/10/2007 (άρθρο της Μαρίας Δεληθανάση). Επίσης εφημ. Καθημερι­νή, 23/11/2007 (άρθρο αναδημοσιευόμενο από την International Herald Tribune).

6 Αθανασίου Β. Αβραμίδη, Η προέλευση..., ένθ’ ανωτ., σελ. 30-34 και 40-42.

7 Ένας σύγχρονος αθεϊστής, ο Richard Dawkins, χαρακτηρίζει «κουραστικό κλισέ» τον ι­σχυ­ρι­σμό ότι η θεολογία απαντά στο γιατί ενώ η επιστήμη στο πως (βλ. Ιωάννου Κωστώφ, Αθεϊ­σμός..., ένθ’ ανωτ. σελ. 207-209). Είναι φανερό όμως ότι δεν αντιλαμβάνεται το γιατί ως αναψηλάφησι των λόγων των όντων, τους οποίους ο Θεός έχει εναποθέσει στην ίδια την φύσι των κτισμάτων και οι οποίοι ανακεφαλαιώνονται στον Θεό Λόγο (Κολ. 1, 16-18). Μάλλον αν­τι­λαμβάνεται το γιατί ως αναζήτησι ανθρωπίνων ερμηνειών των φυσικών φαινομένων (των κβαν­τικών π.χ.), γεγονός που φανερώνει αφ’ ενός άγνοια της Ορθοδόξου αισθήσεως για τον κόσμο και παραπέμπει αφ’ ετέρου στην γνωστή σύγκρουσι της ‘θεολογίας’ με την ‘αθεία’ στους κόλπους της δυτικής Χριστιανοσύνης. Η αντιπαράθεσις δυτικής ‘θεολογίας’ και ‘αθείας’ γίνεται πράγματι «κουραστική», επειδή στην ‘θεολογία’ εκείνη δεν υπάρ­χει η παρήγορη «λε­πτή αύρα» του Παρακλήτου Πνεύματος, που πηγάζει από τα πρόσωπα των θεοφόρων θεο­λό­γων Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά κυριαρχεί μία γυμνή, κουραστική και απαράκλητη νοησιαρχία η το πολύ μία συναισθηματική η ψυχολογικού επιπέδου πνευματική ζωή (βλ. πε­ρισσότερα στο βιβλίο του Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Ορ­θοδοξία και Ουμανισμός - Ορθοδοξία και Παπισμός, 4η έκδ., Άγιον Όρος 1998, σελ. 19-24).

8 Αγνοούν τα Ορθόδοξα βιώματα αθεϊστές, όπως ο Richard Dawkins, για τον οποίον η θεο­λογία εξαντλείται στα θεολογικά συστήματα του Θωμά Ακινάτου, του Ντούνς Σκότους, του Ράνερ και του Μόλτμαν (βλ. Κωστώφ Ιωάννου, Αθεϊσμός..., ένθ’ ανωτ. σελ. 42). Θα ήταν διαφορετική η θέσις τους, αν εγνώριζαν την εμπειρική, υπό Ορθόδοξη έννοια, θεολογία.

9 Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, έκδ. Παν. Χρήστου, Θεσ­σα­λο­νίκη, 1, 85.

10 Μεγ. Βασιλείου, Ομιλία α΄ Εις την Εξαήμερον, 1, 2.

11 π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η γνωσιολογία του αγίου Ισαάκ του Σύρου, Θεσσαλονίκη 1980.

12 Κωστώφ Ιωάννου, Αθεϊσμός..., ένθ’ ανωτ. σελ. 112-115.

13 Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Επιστολή προς την σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην.

ttp://www.egolpion.com/img/newage/creation-11.jpg[/img]
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>
Απάντηση

Επιστροφή στο “Γενικά θέματα”