Κυριακή της Πεντηκοστής - Έχουμε Πνεύμα Άγιο;

1
(+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


Ἔχουμε Πνεῦμα Άγιο;
Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἑορτὲς τῆς πίστεώς μας, ἡ Πεντηκοστή· γιορτάζουμε τὰ γενέθλια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Εἶνε ἡ ἐκπλήρωσι τῆς ὑποσχέσεως ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅτι θὰ στείλῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ὅλα σήμερα (ἀπόστολος, εὐαγγέλιο, τροπάρια, πρὸπαντὸς οἱ εὐχές) μιλοῦν γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
Γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ μιλήσουμε. Σὲ ποιόν ὅμως; ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν, καρδιὲς νὰ αἰσθανθοῦν; Ὁ σημερινὸς κόσμος γιὰ ἄλλα πράγματα συζητεῖ· ἂν τοῦ μιλήσῃς γιὰ Πνεῦμα ἅγιο, μένει ψυχρός «Ὦ γενεὰ ἄπιστος» τοῦ αἰῶνος μας! (πρβλ. Ματθ.17,17. Μᾶρκ. 9,19. Λουκ. 9,41).
Ξέρετε πῶς μοιάζουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι; σὰν τυφλοπόντικες . Ὁ τυφλοπόντικας δὲν βγαίνει ἀπ᾽ τὸ λαγούμι του· ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε, ἐκεῖ καὶ θὰ πεθάνῃ. Κ᾽ ἐμεῖς τυφλοπόντικες εἴμαστε. Ὅσα γράμματα κι ἂν ξέρουμε, ζοῦμε μέσ᾽στὰ λαγούμια τῆς ὕλης καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τὴ σημερινὴ γιορτή, ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη, ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἐνδιαφέροντα, ὑπάρχει κάτι ἄλλο.

Μέσα στὸν κόσμο αὐτὸ τῆς φθορᾶς καὶ παροδικότητος, ἀγαπητοί μου, ἔρχεται ἡ σημερινὴ ἑορτὴ νὰ ὑπενθυμίσῃ, ὅτι ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ κόσμος τοῦ Πνεύματος.Ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι, ἂς λένε ὅ,τι θέλουν.Ἐμεῖς δὲν ἀρνούμεθα τὴν ὕλη· ἀλλ᾽ ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει ἡ ὕλη, ποὺ τὴν πιάνεις τὴ ζυγίζεις τὴ μετρᾷς, ἄλλο τόσο βέβαιο εἶνεὅτι ὑπάρχει πνεῦμα, ὅτι ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο.
Ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο . Ἀπόδειξις σήμερα οἱ ἀπόστολοι. Τί ἦταν οἱ ἀπόστολοι τὸ ἀκούσαμε. Δὲν βγῆκαν ἀπὸ γυμνάσια καὶ σχολές,δὲν ἔμαθαν γλῶσσες. Καὶ βλέπεις, αὐτοὶ οἱ ἀγράμματοι, ἔγιναν πάνσοφοι. Ἐὰν σᾶς ἔλεγαν, ὅτι ἕνα μικρὸ παιδί, ἕνας πιτσιρίκος τοῦνηπιαγωγείου, κατώρθωσε νὰ λύσῃ ἕνα δύσκολο πρόβλημα ἀριθμητικῆς ἢ ἀλγέβρας, τί θὰλέγατε· Εἶνε δ νατόν; αὐτὸ εἶνε θαῦμα. Ἔ, πιὸ μεγάλο θαῦμα ἔχουμε ἐδῶ. Αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι, ποὺ σὰν ψαρᾶδες μόνη δουλειά τους ἦταν νὰ ῥίχνουν τὰ δίχτυα, ξαφνικὰ ἀνέβηκαν τόσο ψηλά, ποὺ μποροῦσαν ν᾽ ἀπαντοῦν σὲ φιλοσόφους· ἀνέβη καν πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ Σωκράτη καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, ἐκεῖ ποὺ «ἰλιγγιᾷ νοῦς» ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία (θ΄ ᾠδὴ καταβασ. Φώτων καὶ Σαβ. πρὸ Πεντηκοστῆς) , σὲ τέτοιο ὕψος θεωρίας. Ποιός τοὺς φώτισε; ρωτᾶμε τοὺς ἀπίστους· ἐλᾶτε νὰ μᾶς ἐξηγήσετε πῶς ἀπέκτησαν τέτοια σοφία καὶ δύναμι, καὶ ὄχιμόνο τὸ μυαλὸ ἀλλὰ καὶ ἡ καρδιά τους πῆρε τέ τοια φτερά; «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15).
Τί ἦταν λοιπὸν οἱ ἀπόστολοι; Θυμηθῆτε· ὁ ἀπόστολος Πέτρος μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια,μὲ ὅρκο μία καὶ δύο καὶ τρεῖς φορὲς λέει «Οὐκ οἶδα τὸν ἄν θρωπον», δὲν τὸν γνωρίζω (Ματθ. 26,74. Μᾶρκ.14,71). Αὐτὸς λοιπόν, ποὺ σὰν λαγὸς εἶχε χαθῆ, τώρα μπροστὰ ὄχι σ᾽ ἕνα δουλικὸ ἀλλὰ σὲ πλῆθος κόσμου, μπροστὰ στοὺς φονιᾶδες καὶ σταυρω-τάς, αὐτοὺς ποὺ φώναζαν «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,15), μὲ θάρρος λέει· Πιστεύω καὶ λατρεύω τὸ Χριστό, αὐτὸς εἶνε ἡ σωτηρία τοῦκόσμου, κ᾽ ἐσεῖς εἶστε οἱ σταυρωταί του. Τὸν βλέπετε σήμερα καὶ μιλάει μπροστὰ σὲ τρεῖς χιλιάδες· θὰ τὸν δῆτε αὔριο νὰ παίρνῃ ἕνα ῥαβδί, νὰ γυρίζῃ βουνὰ - λαγκάδια, χῶρες καὶπολιτεῖες, ἕως ὅτου φτάσῃ στὴ ῾Ρώμη, κ᾽ ἐκεῖ μπροστὰ στοὺς τυράννους, μπροστὰ στὸ Νέρωνα, νὰ κηρύττῃ καὶ νὰ μαρτυρῇ γιὰ τὸ Χριστό. Ρωτᾶμε λοιπόν· ἀπὸ ποῦ πῆρε αὐτὸ τὸθάρρος ὁ Πέτρος καὶ ὅλοι οἱ ἀπόστολοι; Κάτι μεγάλο, ὅπως εἶνε τὸ σημερινὸ γεγονός,ἦταν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴ δύναμι.
Ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο, ἀπόδειξις τὰ θαύματα τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων. –Μὰ θὰ πῆτε, δὲν τὸ βλέπουμε … Δὲν τὸ βλέπεις; Κι ὅμως ὑπάρχουν καὶ πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπειςμὰ τὰ αἰσθάνεσαι . Σὲ ρωτῶ, βλέπεις τὸν ἀέρα;
Κι ὅμως τὸν αἰσθάνεσαι ἀπὸ τὶς ἐνέργειες, τ᾽ ἀποτελέσματά του· ὅταν σὰν αὔρα μᾶς δροσίζει, ὅταν κάνει τὴ θάλασσα νὰ ὑψώνῃ κύματα, ὅταν σείει τὰ δέντρα, ὅταν ξερριζώνει ὁλόκληρα πλατάνια…. Ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἀκούσατε τὸν ἀπόστολο; «Ἐγένετο …ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας» (Πράξ. 2,2) · τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦρθε σὰν ἄνεμος, λέει· ἄνεμος ποὺ φύσηξε ὄχιἀπὸ τὰ δάση ἢ τὰ πελάγη, ἀλλὰ ψηλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Αὐτὸς ὁ πνευματικὸς ἄνεμος ἀλλοῦ δροσίζει τὶς ψυχές, ἀλλοῦ τὶς κάνει νὰ φρικιοῦν καὶ νὰ ταράζωνται μπροστὰ στὸ ἐρώτημα τῆς συνειδήσεως, κι ἀλλοῦ σὰν θύελλα σείει ἁμαρτωλὰ καθεστῶτα, ξερριζώνει τὰ πάθη ποὺ εἶνε ῥιζωμένα μέσα μας σὰν τὰ πλατάνια.Ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο. Θέλεις νὰ τὸ καταλάβῃς; Θὰ πῶ κάτι μὰ δὲν ξέρω ἂν θὰ τὸ ἐφαρμόσετε. Θὰ σᾶς πῶ δύο τρόπους , μὲ τοὺς ὁποίουςμπορεῖ ὁ καθένας νὰ αἰσθανθῇ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.
Πρῶτος τρόπος . Σήμερα, τέτοια ἅγια ἡμέρα, μὴν τρέχετε δεξιὰ κι ἀριστερά· καθίστε στὸ σπιτάκι σας καὶ ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὰ περασμένα .
Πόσων χρονῶν εἶστε; 20, 30, 40, 50, 60…; ῾Ρῖ -ξτε μιὰ ματιὰ στὸ παρελθόν. Σᾶς ἐρωτῶ· δὲν ὑπάρχουν στὴ ζωή σας στιγμὲς κακές; Πόσες φορὲς κ᾽ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν ποτίσαμε ὄξος καὶ χολὴ τὸν Κύριό μας! Γιά σκέψου τὰ μικρά σου χρόνια, τὰ χρόνια τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, τὰ χρόνια ποὺ ἤσουν ἔφηβος, ὅταν ἔγινες ὥριμος, ὅλα ὅσα πέρασες στὴ ζωὴ αὐτή.
Μέτρα σὰν μαῦρες χάντρες τ᾽ ἁμαρτήματά σου· σκέψεις πονηρές, ἐπιθυμίες ἀκάθαρτες, λόγια ἄπρεπα καὶ βλάσφημα, πράξεις καὶ ἐνέργειεςἀντίθετες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά, ἂν τὰ ζυγίσῃς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δῇς ὅτι στὴ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καὶ μιὰ σκέψι πο-νηρὴ ποὺ περνάει ἀπ᾽ τὸ μυαλό, τί εἶνε, ἀδέρ-φια μου; ἕνα καρφὶ στὴν καρδιὰ τοῦ Χριστοῦ.
Νὰ συναισθανθοῦμε λοιπὸν τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ μετὰ νὰ πᾶμε στὸν Ἰορδάνη ποταμό, στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως · νὰ πᾶμε στὸν πνευματικό, νὰ ποῦμε τ᾽ ἁμαρτήματά μας ὅλα. Καὶ σᾶς τὸ δίνω γραπτῶς· τὴν ὥραποὺ θὰ λὲς τ᾽ ἁμαρτήματά σου, ἀπ᾽ τὰ μεγαλύτερα ὣς τὰ μικρότερα, θὰ νιώθῃς νὰ φεύγῃ ἀ-πὸ πάνω σου βουνὸ ὁλόκληρο· κι ὅταν βγῇς ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι θὰ εἶσαι ἀνάλαφρος, θὰ πετᾷς· θὰ αἰσθάνεσαι τὴ χαρὰ ποὺ δίνει τὸΠνεῦμα τὸ ἅγιο. Θέλεις λοιπὸν νὰ αἰσθανθῇςτὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο; ἄντε νὰ ἐξομολογηθῇς.
Δεύτερος τρόπος νὰ αἰσθανθῆτε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ποιός εἶνε; Τὴν Κυριακή, ὅταν χτυπάει ἡ καμπάνα, προτοῦ ἀκόμη ν᾽ ἀρχίσῃ ἡ θεία λειτουργία –γιατὶ εἶνε ἁμαρτία νά ᾽ρχεσαι μετὰ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς…» –, τρέξε στὸ ναὸ καὶ πές· Ἐγώ, Κύριε, δὲν εἶμια ἄξιος νὰ μπῶ στὸ παλάτι σου, νὰ βλέπω τὶς εἰκόνες καὶ ν᾽ ἀκούω τὰ θεῖα σου λόγια· Θεέ μου, ἐλέησέ με… Ἂν μπῇς μέσα σὰν τὸ λῃστή, σὰν τὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία· ἂν μπῇς μὲ ταπείνωσι καὶ δάκρυα κ᾽ ἔχῃς τεντωμένο τὸ αὐ-τί σου σ᾽ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ παπᾶς κι ὁ ψάλτης,ἂν ἀκούσῃς τὴ λειτουργία ὅπως τὴν ἄκουγανοἱ πατέρες μας, ποὺ ἔκλαιγαν καὶ μού σκευαντὰ πλακάκια κάτω· ἂν χτυπήσουμε τ᾽ ἁμαρτωλά μας στήθη καὶ ποῦμε Θεέ μου «ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13) , τότε, ὅταν φτάσουμε στὸ τέλος, θὰ δοῦμε τὸ θαῦμα καὶ θὰ ποῦμε· «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον · εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες· αὕτη γὰρ ἡ μᾶς ἔσωσε» (θ. Λειτ) . Μέσα στὴ λατρεία , ἀδελφοί μου, ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο. Κάθε φορὰ ποὺ ἐκκλησιάζεσαι, θὰ μπαίνῃς λυπημένος καὶ θὰ βγαίνῃς διαφορε-τικός· κοράκι θὰ μπαίνῃς, περιστέρι θὰ βγαίνῃς. Ὦ Ἐκκλησία, ὦ μάνα μας, ὦ Πνεῦμα ἅγιο!
Πιστέψτε , ἀδελφοί μου! Αὐτὸ εἶνε τὸ Πνεῦ-μα τὸ ἅγιο. Κλεῖστα τὰ μάτια καὶ τ᾽ αὐτιά σαςστὸν κόσμο αὐτὸν τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἀ-πάτης κι ἀνοῖξτε τα στὸ Θεό. Ἐὰν ὅμως ἀντιθέτως κλείσουμε τ᾽ αὐτιά μας στὸ Θεό, προσέξατε τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο; Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, βγῆκε· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ εἶνε «ὥσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε» , ὅπως ἦταν στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε (ἔ.ἀ. 24,37) · γλέντια, διασκεδάσεις, παντρειές, ξεπαντρέματα, διαζύγια, ὄργια . Τότε ὁ Θεὸς ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὸν κόσμο καὶ εἶπε· « Δὲν θὰ μείνῃ τὸ Πνεῦμα μου σ᾽ αὐτούς, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας» (Γέν. 6,3). Τὸ περιστέρι δὲν μένει σὲ ἀκάθαρτη φωλιά, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο θέλει καθαρὴ καρδιά , μιὰ καρδιὰἁγίου. Αὐτὴ ἡ καρδιὰ θὰ αἰσθανθῇ τὸ Πνεῦματὸ ἅγιο. Ἂν ὅμως ἐμεῖς εἴμαστε ἀκάθαρτοι,τότε θ᾽ ἀνοίξουν τὰ οὐράνια ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἔρθῃ Πνεῦμα ἅγιο, οὔτε πλέον γιὰ νὰ πέσῃ νεράκι ὅπως ἐπὶ Νῶε, ἀλλὰ –ἀλλοίμονο–γιὰ νὰ πέσῃ φωτιὰ τῆς Ἀποκαλύψεως· καὶ τότε…γῆ Μαδιάμ, Ἁρμαγεδών, καταστροφή!
Ὦ ἀδέρφια μου, τί λένε οἱ καρδιές μας, ποια εἶνε τὰ ἐνδιαφέροντά μας; Σήμερα, τέτοια ἅγια μέρα, ἂς γονατίσουμε κι ἂς παρακαλέσουμε , νὰ ἔρθῃ Πνεῦμα ἅγιο · Πνεῦμα ἅγιο στοὺς ἄρχοντές μας, στοὺς δεσποτάδες μας, στοὺς ἄντρες, στὶς γυναῖκες , στὰ παιδιά, στὸν κόσμο ὅλο· νὰ γίνουμε μιὰ οἰκογένεια καὶ νὰ ὑμνοῦμε Πατέρα Υἱὸν καὶ Πνεῦμα ἅγιον εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργοῦ - Ἀθηνῶν τὴν 17-6-1962 πρωί.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Κυριακή της Πεντηκοστής - Έχουμε Πνεύμα Άγιο;

2
«Ἐάν τις διψᾷ…» (Ἰωάν. 7,37)
ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, ἀγαπητοί μου.


Ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πανηγυρίζει ἕνα κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ποὺ μετέβα­λε τὴν ὄψι τῆς ἀνθρωπότητος· πῆρε τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας καὶ τοὺς ἔκανε παγ­κοσμίους διδασκάλους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ἀρ­χαία ἑλ­ληνικὴ ποὺ δυστυχῶς τὴ λησμονήσαμε, λέγεται ἐπιδημία ἢ ἐπιφοίτησις ἢ κάθοδος ἢ ἁ­πλούστερα
ἐρχομὸς τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος. Τὰ νο­ήματα εἶνε ὑψηλά· ἴλιγγος καταλαμβάνει ὅ­ποιον μελετᾷ τὸ ὑπερφυσικὸ γεγονός.

Σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτὴ εἶνε τὸ σημερινὸ ὑ­πέ­­ροχο εὐαγ­γέλιο (Ἰωάν. 7,37-52· 8,12). Δεκαεπτὰ στίχοι, δεκαεπτὰ διαμάντια. Ἂς ῥίξουμε ἕνα βλέμμα στὸν πρῶτο στίχο, ὁ ὁποῖος λέει· «Ἐ­άν τις δι­ψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ. 7,37).

Πότε εἶπε αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Χριστός; Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ὄχι μόνο τότε ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμε­ρα τηροῦν τὶς παραδόσεις των. Ἀκόμη καὶ τώρα, μετὰ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, ἑ­ορτάζουν μία ἑορτὴ ποὺ ὀνομάζεται ἑορτὴ τῆς σκη­νοπη­γί­ας.

Ποιό ἱστορικὸ γεγονὸς ὑπενθυμίζει ἡ σκηνοπηγία; Οἱ πρόγονοί τους ἦ­ταν σκλάβοι στὸ φαραώ, καὶ ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ τοὺς ἐ­­λευθε­ρώσῃ. Ἐξῆλθαν λοιπὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐ­­πέ­στρεφαν χαρούμενοι στὴ χώρα τους, τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλὰ δὲν ἐπέστρεψαν σύντομα. Μέχρι νὰ φθάσουν περιπλανήθηκαν σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶχαν σπίτια· ζοῦσαν ὅλοι ὑπὸ σκηνάς, ὅπως οἱ τσιγγάνοι στὰ τσαντίρια. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑώρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τὴν ἡμέρα αὐτὴ μεγαλοπρεπῶς. Ἡ ἑορτὴ διαρκοῦσε ἑπτὰ ἡ­μέρες. Ἡ τελευταία ἡμέρα ἦταν ἡ πιὸ ἐπίσημη. Τότε ὁ ἀρχιερεὺς μὲ χρυσὸ κανάτι γεμᾶτο νερὸ ῥάν­τιζε τὸ θυσιαστήριο καὶ ὅλο τὸ λαό.


Λέει λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι τὴν τελευταία ἡμέρα, τὴν πιὸ ἐπίσημη, ὁ Χριστὸς ἦταν στὰ Ἰεροσόλυμα. Στάθηκε στὰ προπύλαια τοῦ μεγάλου ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, κ’ ἐκεῖ μί­­λησε. Μίλησε; Κάτι ἄλλο λέει τὸ εὐαγγέλιο· «ἔ­κρα­ξε» (ἐ.ἄ). Τί σημαίνει «ἔκραξε»; Ὅλες οἱ λέξεις τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν σημα­σία. Ἔβγα­λε ὅλη τὴ φωνή του, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ ὅλος ὁ λαός. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ ἅ­μα ὁ δεσπότης ἢ ὁ ἱεροκήρυκας ὑψώνῃ τὴ φω­νή του λένε· «Δὲν ὑποφέρεται· πολὺ φωνά­ζει». Ὅποιος πονεῖ, φωνάζει. Ἡ μάνα, ποὺ βλέπει τὸ παι­δί της νὰ κινδυνεύῃ, φωνάζει. Ἡ κλῶσ­σα, ὅ­ταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ πέφτῃ στὸν ὀρ­νιθῶ­να, βγάζει φωνὴ σπαρακτική. Κ’ ἐμεῖς οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, ἂν πονοῦμε τὸ ποίμνιό μας, πρέπει ὄχι ἁπλῶς νὰ λέμε, ἀλλὰ νὰ κράζουμε μεγάλῃ τῇ φωνῇ, γιὰ ν’ ἀκούσουν ὅλοι.
Ἔκραξε ὁ Χριστός. Τί ἔκραξε; Λόγια ἀνεκ­τίμητα, αἰώνια. Ἔλαβε ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ ῥάντιζε ὁ ἀρχιερεύς, καὶ εἶπε· «Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέ­τω»· ὅποιος δι­ψᾷ, νὰ ἔρχεται σ’ ἐμένα καὶ νὰ πίνῃ.

Τί νερὸ ἐν­νοεῖ; γιὰ ποιά δίψα ὁμιλεῖ σήμερα ὁ Χριστός;


Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε διπλός· ἔ­­χει ὁρατὸ καὶ ἀόρατο μέρος. Τὸ ὁρατὸ εἶνε τὸ σῶμα του· τὸ ἀόρατο, ποὺ εἶνε ἕνα ὁλόκλη­ρο σύμπαν, μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμ­παν, εἶνε ἡ ψυχή του. Διπλὸς ὁ ἄνθρωπος, διπλὲς καὶ οἱ ἀνάγκες του. Συνεπῶς ἔχει καὶ ἀνάγ­κες πνευματικές. Καὶ ὅποιος δὲ νιώθει ἀνάγ­κες πνευματικές, δὲν εἶνε ἀληθινὸς ἄν­θρωπος, καταντᾷ κτηνώδης. Καὶ τέτοιος εἶνε ὁ ὑ­λιστὴς ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μας.


Μία ὑλικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος εἶνε ἡ δίψα. Θέλει νερό. Ἰδίως ἐν καιρῷ καύσωνος εἴδατε μὲ πόση βουλιμία ἁρπάζει τὸ ποτήρι μὲ τὸ δροσερὸ νερὸ καὶ πίνει; Οἱ πατέρες μας ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία τοῦ 1922, ὅταν πέρασαν τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο, δίψασαν πολύ. Κι ὅταν εἶ­δαν τὸν Σαγγάριο, ἔπεσαν στὰ νερά του καὶ ἔπιναν ἀχόρταγα.
Ἡ δίψα εἶνε φυσικὴ ἀνάγκη. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὁ πανάγαθος, ποὺ φύτευσε στὸ σῶ­μα τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς δίψης, ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ ὑ­πάρχῃ καὶ τὸ μέσον ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ τὴν ἀνάγκη αὐ­τή. Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ σοφία του. Καμμία ἀνάγκη ποὺ ἐφύτευσε μέσα μας δὲν στερεῖται τὸ ἀντίστοιχο μέσον πρὸς ἱκανοποί­ησίν της. Ὑπάρχει δίψα, ὑπάρχουν ὅμως καὶ βροχὴ καὶ χιόνι καὶ πηγὲς καὶ ποταμοὶ καὶ λίμνες. Ὑπάρχει ἄφθονο νερό. Κάθε σταλα­γματιὰ εἶνε καὶ μιὰ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀχάριστοι εἴμεθα ἐμεῖς! Θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγὲς καὶ τὰ νερά…

Ἀλλ’ ἐκτὸς τοῦ σώματος διψᾷ καὶ ἡ ψυχή. Τί διψᾷ;


Ὅπως ὁ μαγνήτης στρέφεται πρὸς τὸν βορρᾶ, ἔτσι καὶ ἡ ἀν­θρώπινη ψυχὴ εἶνε πλασμένη νὰ στρέφεται πάντοτε πρὸς τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια. Διψᾷ ἡ ψυχὴ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑ­ψηλό. Εἶνε θεοειδής, ὅ­πως τὴν χαρακτήρισε ὁ Πλάτων. Μοιάζει μὲ τὸ Θεό, θέλει νὰ τοῦ μοιάσῃ. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ ἠρεμεῖ. Μὲ ἄλλα λόγια ἐκεῖ βρίσκει τὴν εὐ­τυχία ποὺ διψᾷ. Παγ­κόσμιος αὐτὸς ὁ πόθος. Ὅπου νὰ πᾶμε, εἴτε στοὺς Ἐσκιμώους εἴτε στοὺς ἀγρίους, σὲ ὁ­ποιοδήποτε σημεῖο τῆς γῆς, οἱ ἄνθρωποι, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους ὅλοι ἀνεξαιρέτως ζητοῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία.


Ἀλλ’ ἐνῷ ὅλοι συμφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, διαφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ μέσον μὲ τὸ ὁποῖο θὰ φθάσουν σ’ αὐτό. Ἄλ­λοι λένε ὅτι ἡ εὐτυχία εἶνε στὸ χρῆμα, ἄλλοι στὴ δόξα, ἄλλοι στὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις, ἄλ­λοι στὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη, ἄλλοι στὸν τεχνι­κὸ πολιτισμό. Ἀλλὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ―δὲν τὰ περιφρονοῦμε, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ τὴν ὕλη―, ὅση ἀξία κι ἂν ἔχουν, χρειά­ζεται νὰ τὸ ποῦμε ὅτι ἀδυνατοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς βαθυτέρους πόθους τῆς ψυ­χῆς; Ἂν ἀμφιβάλ­λετε, ρωτῆστε τοὺς πλουσίους· θὰ δῆτε ὅτι ἀ­ναστενάζουν. Ρωτῆστε τοὺς ἐνδόξους τῆς γῆς· θὰ σᾶς ποῦν, ὅτι ὅλα εἶνε ἕνα ψέμα. Ρωτῆστε κ’ ἐκείνους ποὺ δοκίμασαν ἡδονὲς καὶ διασκεδά­σεις, τὸν πανσεξουαλισμὸ καὶ τὰ ναρκωτικά (ποὺ ἔχουν τεραστία διάδο­σι, μέχρι καὶ τὰ σχο­λεῖα)· ὅλοι θὰ σᾶς ἀπαντή­σουν, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἕνας προσωρινὸς παράδεισ­ος, μετὰ τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ κόλασις. Ρώτησαν μία διάσημη ἠθο­ποιό· ―Εἶσαι εὐτυχισμένη; ―Αἰσθάνομαι κενό, ἀπήντησε, νιώθω μελαγχολία. Καὶ ἕνας νέ­ος ποὺ ἔπασχε ἀπὸ μελαγχολία πῆγε σ’ ἕνα μεγάλο ψυχίατρο τῆς Εὐρώπης καὶ τὸν ρώτησε· ―Πῶς θὰ βρῶ τὴ χαρά; ―Ἦρθε σήμερα ἐδῶ στὴν πόλι μας ἕνα τσίρκο, εἶπε ὁ γιατρός, κ’ ἐ­κεῖ ἐμ­φανίζεται ἕνας γελοτοποιός, ποὺ κάνει καὶ τὸν πιὸ ἄκεφο νὰ γελάσῃ· πήγαινε νὰ τὸν ἀ­κούσῃς καὶ θὰ ξεσκάσῃς. Καὶ τί τοῦ ἀπαντᾷ ὁ νέος· ―Ἐγὼ εἶμαι ὁ γελοτοποιός… Καταλάβατε; Αὐτός, ποὺ ἔκανε τοὺς ἄλλος νὰ σκᾶνε στὰ γέλια, ὁ ἴδιος μέσα του εἶχε πένθος καὶ νέφος μελαγχολίας. Ρωτῆστε τέλος, ἂν θέλε­τε, καὶ τὸν σοφὸ Σολομῶντα, ποὺ συγκέν­τρω­σε στὸν ἑαυτό του καὶ πλοῦτο καὶ ἡδονὲς καὶ δόξα καὶ γυναῖκες, ρωτῆστε αὐτὸν ποὺ ἀπήλαυσε τὰ πάν­τα στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ καὶ πέστε του· Τί κατάλαβες, ποιό εἶνε τὸ συμπέρα­σμα τῆς ζωῆς σου; Τί ἀπαντᾷ· «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ.1,2). Ματαιότης ἡ δόξα, ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης τὰ πάντα.
* * *
Ο ΚΥΡΙΟΣ

Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν τίποτε;

Ἔτσι μᾶς ἔρριξε ὁ Θεὸς ἐδῶ στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ τὸ ἀντίστοιχο μέσο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βροῦμε τὴν εὐτυχία;

Ὄχι, ἀδελφοί μου· εὐλογητὸς ὁ Θεός! Μέσα στὴ Σαχάρα αὐτὴ τοῦ βίου ἀκούγεται φωνὴ γλυκειά. Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ τί λέει· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Κανένα δὲν βιάζει ὁ Χριστός· καλεῖ ὅλους ἐλευθέρως. Ἡ διδασκαλία του εἶνε ὑπέροχη· αὐτὴ εἶνε τὸ ἀθάνατο νερὸ ποὺ δροσίζει τὸν ἄνθρωπο. Κι ὅποιος ζήσῃ τὸν χριστιανικὸ βίο, τὴν χριστιανικὴ ζωή, ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε γεγονός― θὰ αἰσθανθῇ στὰ βά­θη του τὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδία τοῦ συνειδητοῦ, ὄχι τοῦ τυπικοῦ Χριστιανοῦ, μεταβάλλεται σὲ κῆπο μὲ ὡραῖα ἄνθη. Λόγια εἶν’ αὐτά; Ὄχι, εἶνε πραγματικότης. Δὲν ἔχω γλῶσσα Χρυσοστόμου καὶ Βασιλείου, οὔτε γλῶσσα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, νὰ σᾶς περιγράψω τὴν εὐτυχία ποὺ αἰσθάνονται μέσα τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἑκατομμύρια ἁ­γίων, ποὺ πέρασαν μαρτύρια σκληρά, δοκίμα­σαν τὴ χαρά. «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολ. 1,24).


Ὅποιος λοιπὸν ἀμφιβάλλει ἂς δοκιμάσῃ. Διψᾷ; ἂς πλησιάσῃ τὸν ποταμό. Ὁ δὲ ποταμός, ποὺ ῥέει ἀστείρευτος διὰ μέσου τῶν αἰώνων, εἶνε ὁ ποταμὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ποταμὸς αὐτὸς δὲ θὰ στερέψῃ ποτέ· θὰ ῥέῃ ἀενάως στὸν κόσμο, θὰ δροσίζῃ καὶ θὰ ποτίζῃ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ θὰ δημιουργῇ παραδεί­σους πνευματικούς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.


† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 10-6-1984

Re: Κυριακή της Πεντηκοστής - Έχουμε Πνεύμα Άγιο;

3
Ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής της Πεντηκοστής


Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 30η Μαΐου 2015.
(16ον)


Συνεχίζοντες τα ερμηνευτικά σχόλια στις Πράξεις, προχωρούμε στην ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής της Πεντηκοστής. Είναι μια περικοπή από το 2ο κεφάλαιο των Πράξεων, στίχοι 1-11. Στην περικοπή αυτή ο ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της επελεύσεως του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, στους αγίους αποστόλους και σε όλους τους μαθητάς, που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώον την ημέρα εκείνη.Στις γραμμές που ακολουθούν προχωρούμε σε σύντομη ερμηνευτική ανάλυση της περικοπής.

1. «Και εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της πεντηκοστής ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό». Ο Λουκάς προκειμένου να μας περιγράψει το μεγάλο γεγονός της ελεύσεως του αγίου Πνεύματος, που αποτελεί και την γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας, αλλά και την αφετηρία του ιεραποστολικού της έργου, θεωρεί καθήκον του, ως άριστος ιστορικός, να μας δώσει τις τοπικές και χρονικές συντεταγμένες του κοσμοϊστορικού αυτού γεγονότος. Όχι μια φορά και έναν καιρό, κάποτε, κάποιος, κάπου, αλλά τότε, εκεί, και έτσι. Το γεγονός που θα περιγράψει έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής και στο ανώγαιο, στο τόπο όπου έγινε ο μυστικός δείπνος. Η Πεντηκοστή ήταν μια από τις τρεις μεγάλες εορτές των Ιουδαίων: Η πρώτη ήταν το Πάσχα, (16η Νισάν), η δεύτερη η Πεντηκοστή, 50 μέρες μετά το Πάσχα, και η τρίτη η εορτή της Σκηνοπηγίας, (Σεπτέμβριος- Οκτώβριος). Ήταν μια γεωργική εορτή, που λεγόταν και εορτή των πρωτογεννημάτων, διότι τότε οι Εβραίοι θέριζαν τα σπαρτά τους. Επί πλέον εόρταζαν το μεγάλο γεγονός, κατά το οποίο ο Μωϋσής έλαβε τις πλάκες του Νόμου από τον Θεό στο όρος Σινά, διότι το γεγονός αυτό έγινε 50 μέρες μετά την διάβαση των Εβραίων από την Ερυθρά Θάλασσα.


2 «και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι». Ξαφνικά εκεί που ήταν όλοι συγκεντρωμένοι και προσηύχοντο, άρχισε να ακούγεται ένα δυνατό βουητό, σαν να φυσούσε ένας πολύ δυνατός άνεμος 10 μποφόρ, που προκαλεί ανεμοθύελλα. Με το ισχυρό λοιπόν αυτό βουητό άρχισε να γίνεται αισθητή η παρουσία του αγίου Πνεύματος. Κατά παρόμοιο τρόπο όπως γνωρίζουμε και ο Μωϋσής έλαβε στο όρος Σινά το Νόμο του Θεού. Δηλαδή με βροντές και αστραπές, που έδειχναν την παρουσία του Θεού και ο λαός που παρακολουθούσε από τους πρόποδες βεβαιωνόταν, ότι κάτι το καταπληκτικό γίνεται εκεί στην κορυφή την ώρα, που ο Μωϋσής παρελάμβανε τις πλάκες από τον Θεό. Και το ισχυρό αυτό βουητό κατέλαβε όλο το σπίτι όπου ήταν συγκεντρωμένοι. Στη συνέχεια απλώθηκε σ’ όλη την πόλη, ώστε να κινήσει την περιέργεια των κατοίκων της πόλης να έρθουν στο σπίτι, όπου ήταν οι μαθητές, για να εξακριβώσουν την αιτία της βοής. Μαζί όμως με αυτό που ακούνε τα αυτιά, την βοή, έχουμε και το θέαμα, αυτό που βλέπουν τα μάτια. Και ποιο είναι αυτό; Το λέγει παρά κάτω.


3 «και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ένα έκαστον αυτών». Και εμφανίσθηκαν σ’ αυτούς πύρινες γλώσσες, που άρχισαν να διαμοιράζονται. Όπως στην αναμένη λαμπάδα βλέπουμε μια πύρινη γλώσσα, έτσι ακριβώς και το Πνεύμα το άγιο, που κατήλθε με την μορφή της βιαίας πνοής, παρουσιάσθηκε κατόπιν με την μορφή των πυρίνων γλωσσών. Οι γλώσσες δεν είχαν την φύση της φωτιάς, αλλά την μορφή της φωτιάς. Η κάθε μια φλόγα κάθισε πάνω στον καθένα από τα μέλη της συνάξεως, δηλαδή όχι μόνον στους αποστόλους αλλά και στους 120, άνδρες και γυναίκες. Οι μαθητές γεμίζουν, βαπτίζονται με Πνεύμα άγιο, όλη η ύπαρξή τους είναι μέσα στο Πνεύμα το άγιο, όπως ακριβώς τους το είχε αναγγείλει ο Κύριος.


4 «και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι».Εγέμισαν με Πνεύμα Άγιο, έγιναν όργανα του Αγίου Πνεύματος. Όπως όταν βυθίζουμε ένα σφουγγάρι στο νερό, ποτίζεται ολόκληρο με νερό και από μέσα και από έξω, έτσι και οι μαθητές διαποτίστηκαν εξ’ ολοκλήρου με Πνεύμα Άγιο. Η δε παρουσία του αγίου Πνεύματος μέσα στις ψυχές των έγινε αισθητή εξωτερικά από το γεγονός ότι άρχισαν να ομιλούν ξένες γλώσσες. Στα αποστολικά χρόνια ήταν πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς. Όσοι βαπτίζονταν δεν ένοιωθαν απλώς, ότι μούσκεψε το κορμί τους από το νερό του αγίου βαπτίσματος, αλλά ένοιωθαν επί πλέον κατά τρόπον αισθητό την παρουσία του αγίου Πνεύματος με τα διάφορα χαρίσματα, τα οποία ελάμβαναν. Προέλεγαν τα μέλλοντα, θεράπευαν ασθενείς, η μιλούσαν ξένες γλώσσες. Αυτό άλλωστε το είχε προαναγγείλει ο Κύριος: «Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσες λαλήσουσι καινές, όφεις αρούσι, καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσι» (Μαρκ.16,17-18). Τα χαρίσματα αυτά σαν εξωτερικά σημεία της παρουσίας του αγίου Πνεύματος έπειθαν τους ανθρώπους, που τα έβλεπαν και δεν είχαν ακόμη πιστεύσει, ώστε να πιστεύσουν και εκείνοι και να βαπτισθούν.

Αργότερα όμως, μετά τους αποστολικούς χρόνους, σιγά-σιγά εξέλιπαν και χάθηκαν, διότι έτσι ηθέλησεν ο Θεός. Ο Θεός έκρινε ότι δεν υπήρχε πια λόγος να υπάρχουν, αφού δεν εξυπηρετούσαν κανένα σκοπό. Αυτοί που πίστευαν, δεν είχαν ανάγκη από κάποιο θαύμα για να πεισθούν και να βαπτισθούν. Από εδώ καταλαβαίνουμε, σε πόση πλάνη βρίσκονται οι Πεντηκοστιανοί, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έρχεται μέσα τους το άγιο Πνεύμα και μιλούν ξένες γλώσσες και δεν καταλαβαίνουν οι ταλαίπωροι ότι γίνονται θύματα του διαβόλου. Ότι εκείνη την ώρα που νομίζουν, ότι βρίσκονται δήθεν κάτω από την ενέργεια του αγίου Πνεύματος, βρίσκονται κάτω από δαιμονική ενέργεια. Ωστόσο το χάρισμα της γλωσσολαλιάς που έλαβαν οι μαθητές εξυπηρετούσε κάποιο πρακτικό σκοπό. Όπως θα δούμε παρά κάτω, σε λίγο θα συγκεντρωθούν άνθρωποι από διάφορες χώρες, που μιλούν ξένες γλώσσες και έπρεπε οι απόστολοι να ευαγγελιστούν και σ’ αυτούς το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Έπρεπε λοιπόν να τους μιλήσουν στη γλώσσα τη δική τους.


5 « Ήσαν δε εν Ιερουσαλὴμ κατοικούντες Ιουδαίοι, άνδρες ευλαβείς από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν». Τότε λοιπόν την ημέρα της Πεντηκοστής που έγινε αυτό το θαυμαστό γεγονός, υπήρχαν στην πόλη της Ιερουσαλήμ εκτός από τους ντόπιους Ιουδαίους και πολλοί άλλοι Ιουδαίοι, που έζησαν για πολλά χρόνια ως μετανάστες, σε διάφορες χώρες, (και αυτοί είναι οι Ιουδαίοι της διαποράς), που γνώριζαν καλά την γλώσσα της χώρας, όπου έζησαν. Αυτοί στη συνέχεια για διάφορους λόγους ήρθαν και εγκαταστάθηκαν πάλι στην πατρίδα τους την Ιερουσαλήμ. Υπήρχαν και άλλοι Ιουδαίοι, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ζουν ως μετανάστες στο εξωτερικό και ήρθαν στην Ιερουσαλήμ προσωρινά για λόγους προσκυνηματικούς, για να συνεορτάσουν με τους συμπατριώτες τους την εορτή του Πάσχα και της Πεντηκοστής και να επιστρέψουν πάλι πίσω στην ξενιτειά. Όλους αυτούς ο Λουκάς τους χαρακτηρίζει ως ευλαβείς, διότι ήταν πιστοί στις πατρικές των παραδόσεις και αγωνίζονταν να τηρούν με ευλάβεια και ακρίβεια τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου.


6 «γενομένης δε της φωνής ταύτης συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών».Το καταπληκτικό αυτό βουητό που έμοιαζε με ανεμοθύελλα έγινε αντιληπτό από όλους τους κατοίκους της πόλεως, οι οποίοι έσπευσαν προς το επίκεντρο της βοής δηλαδή προς το υπερώο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι μαθητές, για να δουν τι συμβαίνει. Επί πλέον το βουητό αυτό είχε κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το εντυπωσιακό, το ελκυστικό, το θαυμαστό, που έδινε σε όλους την εντύπωση, ότι δεν πρόκειται για έναν αέρα, για ένα φυσικό γεγονός, αλλά για ένα υπερφυσικό γεγονός. Και έτσι το πλήθος «συνεχύθη», έπαθε σύγχυση, σάστισε. Και άρχισαν να διερωτώνται μεταξύ τους. Τι είναι αυτό που συμβαίνει; Όταν δε έφθασαν στο υπερώο, τους περίμενε άλλη έκπληξη, άλλο καταπληκτικό, που φανέρωνε ακόμηκαθαρώτερα την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Ο καθένας από τους ακροατές άκουγε τους μαθητές να ομιλούν στη γλώσσα τους, που σημαίνει, ότι ο κάθε μαθητής μιλούσε όλες τις γλώσσες. Καθόλου απίθανο οι μαθητές μετά το θαυμαστό αυτό γεγονός να ξεκίνησαν για τον Ναό για να ευχαριστήσουν εκεί τον Κύριο,οπότε τους ακολούθησε όλος ο λαός και στη συνέχεια εκεί στη μεγάλη αίθουσα, στη στοά του Σολομώντος, αλλά και σε άλλες αίθουσες του Ναού σκόρπισαν οι μαθητές και ομιλούσαν εκεί σε διάφορες γλώσσες όλο το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί.


7 «εξίσταντο δε πάντες και εθαύμαζον λέγοντες προς αλλήλους· ουκ ιδού πάντες ούτοί εισίν οι λαλούντες Γαλιλαίοι;» Απορούσαν και θαύμαζαν. Τι είναι αυτό το πράγμα; Όλοι αυτοί που μας μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; Από την ιδιάζουσα προφορά τους καταλάβαιναν, ότι προέρχονταν από την περιοχή της Γαλιλαίας. Πιθανόν και οι ίδιοι οι μαθητές να το έλεγαν: Εμείς είμαστε από την Γαλιλαία και όμως με την δύναμη του Θεού μιλούμε στην γλώσσα σας.

8 «και πως ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών εν η εγεννήθημεν 9 Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν, 10 Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην, και οι επιδημούντες Ρωμαίοι, Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι, 11 Κρήτες και Άραβες, ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραιςγλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού;». Πως συμβαίνει να μιλούν όλες τις ξένες γλώσσες αυτοί οι φτωχοί και αγράμματοι ψαράδες χωρίς να έχουν σπουδάσει σε κάποιο σχολείο ξένων γλωσσών; Και το ακόμη πιο καταπληκτικό: Πως συμβαίνει να ομιλούν όχι ανούσιες φλυαρίες, λόγια του αέρα, αλλά να ομιλούν για τα μεγαλεία του Θεού;

Πως μπορούν να θεολογούν, αφού δεν φοίτησαν σε καμιά θεολογική σχολή; Αυτό σημαίνει ότι τα λόγια των αποστόλων ήταν γεμάτα από θεία σοφία, ήταν λόγια που είχαν θεολογικό βάθος, ήταν λόγια φορτισμένα από την Χάρη του αγίου Πνεύματος, ικανά να μεταστρέφουν ψυχές και να τις οδηγούν στη μετάνοια, να πείθουν τις ψυχές να πιστεύσουνστο Χριστό. Στη συνέχεια ο Λουκάς για να δώσει περισσότερη έμφαση στο θαυμαστό αυτό γεγονός απαριθμεί τους γνωστότερους λαούς της εποχής εκείνης, ο καθένας από τους οποίους ομιλούσε την ιδική του διάλεκτο. Οι γλώσσες που μιλούσαν οι άνθρωποι τότε ήταν κυρίως τέσσερις: Η γλώσσα των ανατολικών λαών, η σημιτική, η ελληνική και η λατινική. Οι τοπικές διάλεκτοι όμως ήταν πολλοί περισσότεροι. Εδώ οι μαθητές ομιλούν όχι μόνον τις τέσσερις γλώσσες, αλλά και όλες τις τοπικές διαλέκτους. Απαριθμεί τους λαούς αρχίζοντας από την ανατολή και φθάνοντας προς την δύση. Όλοι δε αυτοί που προέρχονται από αυτές τις χώρες δεν είναι μόνον Ιουδαίοι, αλλά και προσήλυτοι, δηλαδή εθνικοί που ασπάσθηκαν την θρησκεία των Εβραίων.

http://aktines.blogspot.gr/2015/05/16.html#more

Re: Κυριακή της Πεντηκοστής - Έχουμε Πνεύμα Άγιο;

4
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς διαρκής Πεντηκοστή


Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς


Ποιὸς εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός;

Ποιὸς εἶναι σὲ Αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ ποιὸς ὁ ἄνθρωπος;

Πῶς γνωρίζεται ὁ Θεὸς στὸν Θεάνθρωπο καὶ πῶς ὁ ἄνθρωπος;

Τί ἐδώρησε σέ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεὸς ἐν τῷ Θεανθρώπῳ; Ὅλα αὐτὰ τὰ φανερώνει σέ μᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Μᾶς ἀποκαλύπτει δηλαδὴ ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ Αὐτόν, γιὰ τὸν Θεὸ ἐν Αὐτῷ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸ τί χάρισε σ’ ἐμᾶς μ’ ὅλα αὐτά. Αὐτὸ ἐπίσης ἀπείρως ξεπερνᾷ κάθε τί ποὺ οἱ ἀνθρώπινοι ὀφθαλμοὶ εἶδαν καὶ τοῖς ὠσίν αὐτῶν ἠκούσθη καὶ ἡ καρδία αὐτῶν κάποτε αἰσθάνθηκε.

Μὲ τὴν ἔνσαρκη ζωή του στὴ γῆ ὁ Θεάνθρωπος ἐγκαθίδρυσε τὸ Θεανθρώπινό του Σῶμα, τὴν Ἐκκλησία, καὶ μὲ αὐτὴν προετοιμάζει τὸν γήινο κόσμο γιὰ τὴν ἔλευση καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ψυχῆς Αὐτοῦ τοῦ Σώματος.
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε ἐξ οὐρανοῦ στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ πάντα παρέμεινε σὲ Αὐτὸ σὰν Πᾶν-Ζωοποιὸς ψυχὴ Αὐτοῦ. Αὐτὸ τὸ ὁρατὸ θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ τὴν πίστη των στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ ὡς τέλειου Θεοῦ καὶ ὡς τέλειου ἀνθρώπου. Καὶ ἡ κάθοδος καὶ ἡ σύνολη δρατηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο καὶ ἐξαιτίας τοῦ Θεανθρώπου.

Κάθε τί στὴν Θεανθρώπινη Οἰκονομία τῆς σωτηρίας προῆλθε ἀπὸ τὸ Θεανθρώπινο...

πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἀκόμη ὅλα συνοψίζονται καὶ ὑπάρχουν στὴν κατηγορία τῆς θεανθρωπότητας ἀκόμη καὶ ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάθε ἐνεργητικότητα Αὐτοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὸ θεανθρώπινο ἀνδραγάθημα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἡ Πεντηκοστὴ μὲ ὅλες τὶς αἰώνιες δωρεὲς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος καὶ Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσδιόριζε τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δηλαδὴ τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς πίστης, τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς παράδοσης, τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς ἱεραρχίας, ἀκόμη καὶ κάθε τί Ἀποστολικοῦ ποὺ εἶναι θεανθρώπινο.

Ἡ Ἁγία πνευματικὴ ἡμέρα ἡ ὁποία ἄρχισε μὲ τὴν Ἁγία Πεντηκοστὴ ἀδιάκοπα συνεχίζεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἀνείπωτη πληρότητα ὅλων τῶν θεϊκῶν δωρεῶν καὶ ζωοποιῶν δυνάμεων. Κάθε τί στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πολὺ μικρὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὑπερμέγεθες. Ὅταν ὁ ἱερεύς θυμιάζοντας στὴν Ἐκκλησία παρακαλεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ καταπέμψει τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸ ἀνέκφραστο θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἡ Ἁγία Πεντηκοστὴ πρὶν ἀπὸ τὴν χειροτονία τοῦ ἐπισκόπου ἐπαναλαμβάνεται καὶ δίδει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος καὶ μὲ αὐτὸ πασιφανῶς μαρτυρεῖ ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας συγκροτεῖται ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σῶμα της καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἤδη τῆς θεανθρώπινης οἰκονομίας τῆς σωτηρίας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο συνδέθηκε μὲ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας δηλαδὴ μὲ τὸ θεμέλιο τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ « τοῦ Λόγου κτίσας τὴν σάρκωσιν».

Στὴν πραγματικότητα κάθε ἅγιο μυστήριο καὶ ὅλες οἱ θεῖες ἀρετὲς εἶναι μία Ἁγιοπνευματικότης. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο διὰ μέσου αὐτῶν ἔρχεται σὲ ἐμᾶς καὶ ἐντὸς ἡμῶν. Αὐτὸ κατέρχεται οὐσιωδῶς ποὺ σημαίνει ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ μὲ ὅλες τὶς θεϊκές του σημαντικὲς ἐνέργειες. Αὐτὸ – ὁ πλοῦτος τῆς θεότητος. Αὐτὸ – τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος. Αὐτὸ – ἡ χάρις καὶ ἡ ζωὴ κάθε ὑπάρξεως. Εἶναι αἰώνιο καὶ Διαθηκικὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ σέ μᾶς καὶ ἐμεῖς σ’ Αὐτόν. Αὐτὸ καὶ μόνο μαρτυρεῖ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ μᾶς. Ἐμεῖς μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ζοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ Αὐτὸς σέ μᾶς. Μάλιστα αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε « ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν» ( Α΄ Ἰω.3,24).

Μὲ μία λέξη ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλες τὶς δικὲς τις ἀναρίθμητες θεανθρώπινες πραγματικότητες ὁδηγεῖται καὶ χειραγωγεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸ ὁποῖο πάντοτε εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ (Γαλ.4,6). Γι’ αὐτὸ ἔχει γραφτεῖ στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο «εἰ δὲ τὶς Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν Αὐτοῦ» (Ρωμ. 8,9).
Ὁ χερουβικὰ μυηθείς στὸ θεανθρώπινο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας σὰν τὸ πιὸ ἀγαπητὸ πᾶν-μυστήριο τοῦ Θεοῦ ὁ Μέγας Βασίλειος διακηρύσσει τὸ παναληθὲς καὶ χαρμόσυνο μήνυμα «Τὸ πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀρχιτεκτονεῖ Ἐκκλησία Θεοῦ».

agiazoni.gr

Re: Κυριακή της Πεντηκοστής - Έχουμε Πνεύμα Άγιο;

5
Εἰς τήν Πεντηκοστήν Αγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Αγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ.
Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.
Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης
.


Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5)...

Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι,ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).

Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξ εναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικίαἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24).

Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπόὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶνἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´10).

Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου.'


Aλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12).

Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖτήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου.

Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦνηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκόςὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).

Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴ τις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9).

Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του.

Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶνὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´10).

Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ;

Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καίἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳ κατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καίἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τοῦτο καί ὁΠαῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).

Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στερεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα.

Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇπολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶνἸσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμ αεἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκοςἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεοςἸάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δένἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπουἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα.

Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτεἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόνἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησανἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41).

Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καίἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14).

Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καίἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦΣολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι " ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26).

Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁΘεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).

Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καίἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11).

Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα,ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).

Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9)

Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν.

Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖΔανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμονὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖΠαύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).

Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμούς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14).

Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου,
κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷπνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26).

Θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)·" ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα", ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.

Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων,ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷπροφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»·

(ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).


Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δόςἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33).

Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διάὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁ Χριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίανἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖςἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ". (Πράξ. β´ 11).

Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖα του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11).

Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃ γάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2).

Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν·«ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24).

Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱσυνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς.

Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τόἍγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐνἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).

Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιοςἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁἩσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).

Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦστόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴ τις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόνἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤ βλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.

Καί τέλος πάντων, παρακάλεσαι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακώβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δε
ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).



http://kathariotisa.blogspot.gr/2015/05 ... st_86.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Γενικά θέματα”