ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

1
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΚΑΤΗΧΗΣΗ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 18 Μαΐου 2014



Μάθημα 1ον
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)


1. Ἡ νέα σειρά τῶν κηρυγμάτων μας, ἀδελφοί χριστιανοί, θά εἶναι μία ἁπλῆ δογματική διδασκαλία τῆς πίστης μας. Πρέπει νά γνωρίζουμε τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας, ὅπως αὐτή ἀποκαλύφθηκε στούς ἁγίους Προφῆτες καί Ἀποστόλους καί ἔπειτα αὐτοί τήν παρέδωσαν σέ μᾶς. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία φρόντιζε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὕπαρξής της τά παιδιά της νά κατέχουν τήν ἀλήθεια καί νά βρίσκονται στήν ὀρθή πίστη.



Ἡ μεγαλύτερή μου χαρά, λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἶναι νά βλέπω ὅτι τά πνευματικά μου παιδιά πορεύονται στήν «ἀλήθεια», στήν ὀρθή πίστη δηλαδή: «Μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν – λέει –, ἵνα ἀκούω τά ἐμά τέκνα ἐν ἀληθείᾳ περιπατοῦντα» (Γ´ Ἰωάν. 4). Καί πρέπει νά μάθουμε τήν ὀρθή πίστη, γιά νά ἔχουμε ὀρθή ζωή. Γι᾽ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, στό χωρίο πού ἀνέφερα, λέει «περιπατοῦντα», πού σημαίνει τήν πρακτική ἐφαρμογή τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης μας. Ἡ πίστη μας, ἀδελφοί, δέν εἶναι ἕνα θεωρητικό κατασκεύασμα ἄσχετο μέ τήν ζωή, ἀλλά εἶναι ἀλήθειες πού ἀποκαλύφθηκαν γιά νά γίνουν βίωμα, γιά νά γίνουν ζωή. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ ζωή μας! Φροντίζει λοιπόν πολύ ἡ Ἐκκλησία γιά τά παιδιά της νά κατέχουν τήν ἀλήθεια. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος τελειώνοντας τήν πρώτη καθολική του ἐπιστολή,1 δίνει μαρτυρία γι᾽ αὐτά πού ἔγραψε ὅτι εἶναι ἀληθινή πίστη, ὅτι ἔχουν Χάρη, πού τήν δίνει ὁ Θεός, καί βλέπει μέ χαρά τούς χριστιανούς νά «στέκονται», νά εἶναι δηλαδή σταθεροί σ᾽ αὐτή: «Δι᾽ ὀλίγων ἔγραψα – λέγει – παρακαλῶν καί ἐπιμαρτυρῶν ταύτην εἶναι ἀληθῆ χάριν τοῦ Θεοῦ εἰς ἥν ἑστήκατε» (Α´ Πέτρ. 5,12).
Τό πόση σημασία ἔδιναν οἱ ᾽Απόστολοι στό νά κηρύττεται σωστά ἡ πίστη μας, φαίνεται καί ἀπό τό ἑξῆς: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ μέγας αὐτός ἀπόστολος, λέει γιά τόν ἑαυτό του ὅτι, ἀφοῦ εἶχε κηρύξει δέκα τέσσερα χρόνια, πῆγε ἔπειτα μέ τόν Βαρνάβα καί τόν Τίτο στά Ἰεροσόλυμα, γιά νά ἐκθέσει στούς ἐκεῖ Ἀποστόλους, καί μάλιστα στούς ἐπίσημους καί ἐπιφανεῖς ἀπ᾽ αὐτούς, τό κήρυγμά του, «μήπως – ὅπως λέει – κουράζεται ἤ κουράστηκε μάταια» (βλ. Γαλ. 2,1-2). Καί στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, πού εἶναι ἡ πρώτη Ἀκολουθία στήν λατρεία μας, στήν πρώτη κιόλας εὐχή προσευχόμαστε: «Ὁδήγησον ἡμᾶς ἐν τῇ ὁδῷ σου, τοῦ πορεύεσθαι ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου».2



2. Ἡ ἀλήθεια, ἡ ὀρθή πίστη, πού ἀποκαλύφθηκε στήν Ἐκκλησία καί διδάσκεται ἀπ᾽ αὐτήν στά παιδιά της, λέγεται ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. «Ὀρθοδοξία» θά πεῖ «ὀρθή πίστη».3 Ἡ λέξη προέρχεται ἀπο τό «ὀρθός», δηλαδή «ἀληθινός», «σωστός». Στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ λέγονται «εὐθεῖς» (Ψαλμ. 32,1), ὅπως «εὐθύς» εἶναι ὁ Κύριος (Ψαλμ. 24,8) καί ὁ λόγος Του (Ψαλμ. 32,4). Εἶναι ὡραία ἡ προσευχή τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ νά τοῦ διδάξει ὁ Θεός τόν Νόμο Του καί νά τόν ὁδηγεῖ στήν «εὐθεῖα» ὁδό, δηλαδή νά τόν κρατεῖ στήν ἀληθινή πίστη, γιατί ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος τῆς εἰδωλολατρίας: «Νομοθέτησόν με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου καί ὁδήγησόν με ἐν τρίβῳ εὐθείᾳ» (Ψαλμ. 26,11). Αὐτή ἡ «εὐθεῖα ὁδός» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ «Ὀρθοδοξία» γιά μᾶς καί ὁ «εὐθύς» εἶναι ὁ «ὀρθόδοξος». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στόν μαθητή του Τιμόθεο, ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου, νά «ὀρθοτομῇ τόν λόγον τῆς ἀληθείας» (Β´ Τιμ. 2,15), νά διδάσκει δηλαδή ὀρθά τήν πίστη. Ἄς παρατηρήσουμε τήν λέξη «ὀρθοτομοῦντα», πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος· ἀπ᾽ αὐτή τήν ἔκφραση εἶναι ἡ λέξη «ὀρθόδοξος».

Ὁ ὅρος «ὀρθοδοξία» χρησιμοποιεῖται ἀπό παλαιά πρίν ἀκόμα ἀπό τήν ἐποχή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (πρό τοῦ 325 μ.Χ.). Ἔπειτα χρησιμοποιήθηκε στήν ὁρολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπό πατέρες καί τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί καθιερώθηκε λοιπόν ἀπό τήν Παράδοση.

3. Πλάι μέ τήν ἀλήθεια, στήν ὀρθοδοξία δηλαδή, ἐμφανίζεται καί ἡ πλάνη. Ἡ πλάνη ὀνομάστηκε «αἵρεση». Εἶναι ἡ «ἑτεροδοξία», πού λέγει καί διαφορετικά ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.4 Εἴπαμε ὅτι ἡ αἵρεση ἀναπτύχθηκε πλάι μέ τήν ἀλήθεια, γιατί, πραγματικά, ἡ αἵρεση εἶναι καί αὐτή ἀλήθεια, ἀλλά τραβηγμένη στά ἄκρα. Ἀπό ὅλη τήν ἀλήθεια οἱ αἱρετικοί ἐκλέγουν μιά ἤ μερικές μόνο πτυχές, τονίζουν μόνο αὐτές, τίς παρατονίζουν καί γίνεται αἵρεση ἡ διδασκαλία τους. Γι᾽ αὐτό καί λέγεται «αἵρεση» ἀπό τό ρῆμα «αἱροῦμαι», πού σημαίνει «ἐκλέγω», «προτιμῶ». Οἱ αἱρετικοί δέν δέχονται ὅλη τήν ἀληθεια, τό «πλήρωμα» τῆς ἀλήθειας, ἀλλά ἐκλέγουν, προτιμοῦν, «αἱροῦνται» μέρος μόνο ἀπ᾽ αὐτήν καί λέγονται λοιπόν «αἱρετικοί». Ἐπειδή δέ ἀναμιγνύουν καί ἀλήθεια στήν πλάνη τους, ἐπειδή τό πικρό δηλητήριό τους τό προσφέρουν μέ μέλι, γι᾽ αὐτό εἶναι καί πολύ ἐπικίνδυνοι· μέ αὐτόν τόν τρόπο εἶναι πολύ εὔκολο νά παραπλανήσουν τούς ἀστήρικτους χριστιανούς.5 Καί πραγματικά οἱ αἱρέσεις παρέσυραν στήν πλάνη πολλούς ἀδελφούς μας, ἀκατάρτιστους καί γι᾽ αὐτό ἀδύνατους στήν πίστη, καί τούς ἔβγαλαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔξω ὅμως ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ χαμός καί ἡ ἀπώλεια, γιατί «ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία οὐδεμία σωτηρία», λέγει ὁ ἅγιος Κυπριανός ὁ Καρχηδόνος.
Ἄν ἐξετάσουμε τήν ἱστορία τῶν αἱρέσεων θά δοῦμε ὅτι αὐτές δημιουργήθηκαν ἀπό τρεῖς ἐπιδράσεις: (α) Ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν ἄλλων θρησκειῶν· (β) ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς φιλοσοφίας καί (γ) ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν ἀδυναμιῶν καί ἁμαρτωλῶν κλίσεων ἀνθρώπων πού ζητοῦσαν τήν δικαίωση τῶν ἀδυναμιῶν τους καί στήν Ἁγία Γραφή.6


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
29 Ἰουνίου 2014



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
*Περίληψη τοῦ παρόντος μαθήματος ἀναγνώστηκε ὡς κήρυγμα στούς Ἱ. Ναούς τῆς Μητροπόλεώς μας τήν 29η Ἰουνίου 2014.
1. Λέγεται «καθολική» ἐπιστολή, γιατί δέν ἀπευθύνεται σέ ἕνα ἄτομο (ὅπως ἡ πρός Φιλήμονα ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου), οὔτε σέ μία τοπική Ἐκκλησία (ὅπως οἱ ἄλλες ἐπιστολές τοῦ ἰδίου Ἀποστόλου), ἀλλά στήν ὅλη Ἐκκλησία γενικά, σ᾽ ὅλους τούς χριστιανούς. Στήν Καινή Διαθήκη ἔχουμε ἑπτά καθολικές ἐπιστολές: Τοῦ Ἰακώβου, Α´, Β´ τοῦ Πέτρου, Α´, Β´, Γ´ τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Ἰούδα.
2. Πραγματικά ὁ Ἑσπερινός εἶναι ἡ πρώτη λειτουργικά Ἀκολουθία, γιατί ἡ ἡμέρα κατά τήν Ἐκκλησία ἀρχίζει μέ τόν Ἑσπερινό, κατά τό Γραφικό «καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωΐ ἡμέρα μία» (Γεν. 1,5).
3. Ἄλλοι ἑρμηνεύουν τήν λέξη «Ὀρθοδοξία» ὡς «ὀρθή λατρεία» (ὀρθῶς-δοξάζω [= λατρεύω]). Καί πραγματικά, μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λατρεύει σωστά τόν Θεό.
4. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν ὁ δεύτερος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας. Κατά τήν μαρτυρική του πορεία πρός τήν Ρώμη ἔγραψε ἑπτά ἐπιστολές στίς χριστιανικές κοινότητες καί στόν ἅγιο Πολύκαρπο, πού περιέχουν πλοῦτο πληροφοριῶν γιά τό δόγμα, τήν λατρεία καί τήν ὀργάνωση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας· οἱ ἐπιστολές αὐτές ἐπίσης ἔχουν πόθο γιά τό μαρτύριο καί εἶναι ἀπολαυστικά πνευματικά κείμενα. Τήν ἔκφραση «ἑτεροδοξία» βλ. εἰς πρός Τραλλιανούς ἐπιστολή του 8,1.
5. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέει σχετικά περί τῶν αἱρετικῶν: «...Οἵ ἑαυτοῖς παρεμπλέκουσιν Ἰησοῦν Χριστόν καταξιοπιστευόμενοι, ὥσπερ θανάσιμον φάρμακον διδόντες μετά οἰνομέλιτος, ὅπερ ὁ ἀγνοῶν ἡδέως λαμβάνει ἐν ἡδονῇ κακῇ τό ἀποθανεῖν» (Πρός Τραλλιανούς, 6).
6. Γιά παράδειγμα, ὁ Νέπως καί ὁ Κήρινθος ἦταν «πάνυ σαρκικοί» καί ἑρμήνευσαν γι᾽ αὐτό σαρκικά τό 20ό κεφάλ. τῆς Ἀποκάλυψης περί χιλιετοῦς βασιλείας τῶν ἐκλεκτῶν. Γιά τήν ἑρμηνεία τους αὐτή αὐτοί θεωροῦνται πρόδρομοι τῶν Χιλιαστῶν (βλ. Μητροπολίτου Φλωρίνης πατρός Αὐγουστίνου, Τά τέσσερα χρώματα, σελ. 15).

http://katanixis.blogspot.gr/2014/06/bl ... _6872.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

2
Μάθημα 2ον


ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ

1. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀντικρούοντας τίς αἱρέσεις διατύπωσε σέ προτάσεις τίς ἀλήθειες τῆς πίστης μας καί ἔγιναν ἔτσι τά δόγματα. Ἀλλά καί προτοῦ νά διατυπωθοῦν τά δόγματα, ἡ Ἐκκλησία μας τά ζοῦσε, βίωνε τήν πίστη της, πού τῆς εἶχε παραδοθεῖ ἀπό τήν ἀρχή μέ ἀποκάλυψη. Ἁπλᾶ μόνο, ἐπειδή ἐμφανίστηκαν αἱρετικοί καί ἀλλοίωναν τίς ἀλήθειες τῆς πίστης, ἦταν ἀνάγκη νά διατυπωθοῦν σαφῶς οἱ ἀλήθειες αὐτές, νά γραφοῦν τά δόγματα, πού καί χωρίς τήν διατύπωσή τους, ἐπαναλαμβάνουμε, οἱ χριστιανοί τά ζοῦσαν μέσα στήν Ἐκκλησία· δηλαδή ἡ Ἐκκλησία μέ τά δόγματα ὁριοθέτησε αὐτό πού ζοῦσε γιά νά ἀντικρούει τούς αἱρετικούς. Γράψαμε ὁριοθέτησε, γιατί πραγματικά τά δόγματα στήν ἀρχή λέγονταν «ὅροι». Εἴπαμε στό προηγούμενο μάθημα ὅτι οἱ αἱρέσεις ἦταν ἕνα μέρος μόνο τῆς ἀλήθειας καί δημιουργοῦσαν ἔτσι σύγχυση στούς πιστούς. Μέ τήν διατύπωση τώρα τῶν δογμάτων ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε ὅριο, σύνορο τῆς ἀλήθειας· μέχρι ποῦ, δηλαδή, εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐνῶ πέρα ἀπ´ αὐτή εἶναι ἡ πλάνη, εἶναι ἡ αἵρεση.


Θά ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα σχετικά μ᾽ αὐτό: Ἔστω ὅτι ἐμφανίζεται κάποιος πού, θέλοντας νά καθορίσει τί εἶναι μητέρα, λέει ὅτι μητέρα εἶναι ἡ κυρία ἐκείνη πού φέρεται μέ αὐστηρότητα καί ξυλοδαρμούς στό παιδί της. Αὐτό, ἄν τό πεῖ κανείς, εἶναι ὅπως ἡ αἵρεση, πού τραβάει στά ἄκρα ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας· γιατί εἶναι καί ἀλήθεια ὅτι ἡ μητέρα φέρεται καί μέ αὐστηρότητα. Στό ἄκουσμα λοιπόν ὅτι μητέρα σημαίνει αὐστηρότητα καί ξυλοδαρμός, ὅλοι θά ἐξαναστοῦμε, γιατί ὅλοι ζοῦμε διαφορετικά τήν μητέρα. Τέλος, για νά μή γίνει καμμιά παρανόηση, ἐπειδή τό καλεῖ ἡ ἀνάγκη, κάνουν μιά σαφῆ διατύπωση (δόγμα) γιά νά καθορίσουν τί εἶναι μητέρα.


Καί λέγουν ὅτι αὐτή εἶναι ὅλο ἀγάπη καί ἀπό ἀγάπη μερικές φορές ἀναγκάζεται νά φερθεῖ καί μέ αὐστηρότητα. Ἀλλά καί προτοῦ νά γίνει ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας, αὐτοῦ τοῦ δόγματος, ἄς ποῦμε, περί μητέρας, ὅλοι γνώριζαν βιωματικά τι εἶναι μητέρα.Ἔτσι και μέ τά δόγματα: Βιώνονταν στήν Ἐκκλησία καί πρίν ἀκόμη διατυπωθοῦν, γιατί ἀποτελοῦσαν τήν πίστη της, πού εἶχε παραδοθεῖ (παράδοση) σ᾽ αὐτήν κατά ἀποκάλυψη Θεοῦ. Πραγματικά, δέν εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό τούς κυρίους αἱρετικούς γιά νά μᾶς δώσουν ἀφορμή νά μάθουμε τήν πίστη μας καί νά τήν διατυπώσουμε σαφῶς, ἀλλά τήν ζούσαμε ἁπλᾶ καί ζωντανά καί πρίν ἀπό τήν ἐμφάνιση αὐτῶν, καί γι᾽ αὐτό ταραχτήκαμε γιά τά περίεργα (τά αἱρετικά) πού μᾶς εἶπαν.1

2. Καί τώρα, πού ἔχουμε διατυπωμένα τά δόγματα τῆς πίστης μας, δέν ὠφελεῖ νά τά ξέρουμε θεωρητικά, ἀλλά νά τά βιώνουμε. Ἄν δέν τά βιώνουμε καί τά γνωρίζουμε μόνο θεωρητικά, στήν οὐσία δέν τά γνωρίζουμε. Πραγματικά – γιά νά ξαναέλθω στό παράδειγμα πού ἀναφέραμε –, δέν ξέρει τίποτε ἀπό μητέρα ἕνας πού δέν τήν γνώρισε ποτέ στήν ζωή του, λόγω ὀρφάνιας, ἔστω καί ἄν ξέρει τόν ὁρισμό (τό δόγμα), τί εἶναι μητέρα· ἐνῶ ἕνα μικρό παιδάκι, ἄν καί δέν μπορεῖ νά διατυπώσει τόν ὁρισμό περί μητέρας, ξέρει πολύ καλά τί σημαίνει μητρική ἀγάπη, γιατί τήν ζεῖ. Ἔτσι καί μιά ἀγράμματη ἀλλά εὐσεβής γιαγιά, ἐπειδή βιώνει τά δόγματα μέ τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τήν ἐνάρετη ζωή της, τά γνωρίζει πολύ καλά, πολύ καλύτερα ἀπό ἕνα «θεολόγο», πού γνωρίζει μέν νά διατυπώνει τά δόγματα θεωρητικά, ἀλλά εἶναι ξένος πρός αὐτά ὡς πρός τήν ζωή του. Ἄλλωστε οἱ Πατέρες δεν ἔνοιωθαν εὐχάριστα ὅταν ἦταν ἀναγκασμένοι ἀπό τά πράγματα νά ἀσχοληθοῦν ἐξονυχιστικά μέ δογματικές ἀλήθειες ἀποκρούονταςτίς αἱρέσεις. Ὁ ἅγιος Βασίλειος λέει ὅτι ἀρκεῖ ἡ παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί ἡ ἁπλότητα τῆς πίστης· ἀλλά ἐπειδή ὁ αἱρετικός Εὐνόμιος ἀσχολήθηκε μέ ὑψηλά θέματα, σπέρνοντας ζιζάνια, ἀναγκάζεται νά ἀσχοληθεῖ καί ὁ ἴδιος μέ τά θέματα αὐτά.2 Τό πᾶν εἶναι νά ἐκφράζουμε μέ τήν ἐνάρετη ζωή μας τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας, νά ζοῦμε δηλαδή στήν ζωή μας τά δόγματα τῆς πίστης μας μέσα στήν Ἐκκλησία αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν ἐν Τριάδι Θεόν καί μέ ἑνότητα καί ἀγάπη μεταξύ μας.


3. Ὁ ὅρος δόγμα χρησιμοποιεῖται στήν Καινή Διαθήκη μέ τήν ἔννοια πού δώσαμε στό κεφάλαιο αὐτό, ὡς διατύπωση ἀληθειῶν τῆς πίστης μας: Τό 15ο κεφ. τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων μιλάει γιά τήν Ἀποστολική Σύνοδο, πού συγκλήθηκε στά Ἰεροσόλυμα γιά τό θέμα τῶν χριστιανῶν πού προέρχονταν ἀπό τά εἰδωλολατρικά ἔθνη (οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί), ἄν θά πρέπει δηλαδή αὐτοί ἐρχόμενοι στόν χριστιανισμό νά ὑποβάλλονται σέ περιτομή καί νά τηροῦν τόν Μωσαϊκό νόμο. Καί ἡ συγκληθεῖσα Σύνοδος τῶν Ἀποστόλων διατύπωσε δόγμα, πῆρε ἀποφάσεις γιά τό θέμα αὐτό. Καί στό ἑπόμενο κεφάλαιο τῶν Πράξεων διαβάζουμε γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο μέ τόν μαθητή του Τιμόθεο ὅτι περιόδευαν τίς πόλεις καί παρήγγελλαν «φυλάσσειν τά δόγματα τά κεκριμένα ὑπό τῶν ἀποστόλων καί τῶν πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Πραξ. 16,4). – Ἀκόμη ἡ λέξη «δόγμα» χρησιμοποιεῖται ἀπό παλαιά καί ἀπό ἐθνικούς συγγραφεῖς. Σ᾽ αὐτούς ἡ ἑλληνική αὐτή λέξη δόγμα δηλώνει μία φιλοσοφική ἰδέα ἤ ἕνα διάταγμα, πού ἔπρεπε ἀκριβῶς νά τηρηθεῖ. Σε μᾶς τούς χριστιανούς, ὅπως φαίνεται ἀπό ὅσα εἴπαμε παραπάνω, δόγμα σημαίνει μία ἀλήθεια τῆς πίστεως μας, πού δέν δέχεται ἀμφισβήτηση, γιατί κηρύττεται ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία καί δέν εἶναι μιά προσωπική γμώμη· δηλαδή ἡ λέξη δόγμα εἶναι ἀντίθετη τῆς λέξης γνώμη.


ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ


1. Ὅπως εἴπαμε, τά ἱερά δόγματα ἐκφράζουν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στά θέματα πού ἀναφέρονται καί πού ἀμφισβητήθηκαν ἀπό αἱρετικούς.

Ὅλη ἡ πίστη μας παραδόθηκε (Ἱερή Παράδοση) στήν Ἐκκλησία μας ἀπό τούς ἁγίους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τούς ἁγίους Ἀποστόλους τῆς Καινῆς Διαθήκης καί βιώνεται ἀπό τούς πιστούς. Μέρος ἀπό αὐτή τήν Ἱερή Παράδοση, ἀπό τήν ἀλήθεια δηλαδή πού ἀποκαλύφθηκε καί παραδόθηκε στήν Ἐκκλησία, κατεγράφη στήν Ἁγία Γραφή, γιατί δόθηκαν ὁρισμένες ἀφορμές γι᾽ αὐτό. Γενικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πηγή τῶν δογμάτων εἶναι ἡ ἀποκαλυφθεῖσα, ἡ παραδοθεῖσα στή Ἐκκλησία πίστη μας, πού βιωνόταν ἀπό τούς πιστούς, ἡ Ἱερή Παράδοση, καί ἀσφαλῶς ἡ Ἁγία Γραφή, πού ἀποτελεῖ μέρος τῆς Ἱερῆς Παράδοσης, ὅπως εἴπαμε. Γιά τό δόγμα τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, πού εἴδαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, ἡ μόνη πηγή ἦταν αὐτή ἡ δοθεῖσα ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, τά μέλη τῆς Συνόδου, Ἱερά Παράδοση καί ἡ οποία δέν εἶχε καθόλου ἀκόμη καταγραφεῖ, γιατί δέν εἶχε γραφεῖ ἀκόμη ἡ Καινή Διαθήκη.

2. Οἱ ἀλήθειες τῆς πίστης μας πού περιέχονται στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ἀποστολική Ἱερή Παράδοση δίνουν τήν πληρότητα τῆς διδασκαλίας τῆς πίστης μας, ἡ ὁποία καλεῖται ἀπό παλαιά ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ «καθολική πίστις», ἡ «καθολική διδασκαλία» τῆς Ἐκκλησίας.3 Αὐτές οἱ ἀλήθειες τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἐναρμονίζονται πλήρως σέ ἕνα σύνολο καί ἀποτελοῦν τήν «καθολική συνείδηση» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί αὐτή ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τήν πηγή τῶν δογμάτων Της.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


6 Ἰουλίου 2014



YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Παραθέτουμε ἐδῶ περικοπάς τινάς ἐκ τῶν ὅσων σχετικῶν γράφει ὁ μακαριστός Καθηγητής μας Ἰωάννης Καρμίρης: «Ὀρθόδοξα δόγματα ἐν τῇ εὐρείᾳ καί πραγματικῇ μέν σημασίᾳ τῆς λέξεως εἶναι πᾶσαι αἱ θεόθεν ἀποκεκαλυμμέναι θεωρητικαί τῆς πίστεως ἀλήθειαι, αἱ ὑπό τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως διδασκόμεναι καί ἔκπαλαι κηρυσσόμεναι ὑπό τῆς διδασκούσης Ἐκκλησίας καί πιστευόμεναι καί βιούμεναι ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἐν στενῇ δέ καί εἰδικῇ θεολογικῇ ἐννοίᾳ εἶναι αἱ ἀλήθειαι, αἱ ὁποῖαι, διδασκόμεναι ὑπό τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, καθωρίσθησαν καί διευπώθησαν ἐπισήμως καί πανηγυρικῶς ὑπό τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Αὐτονόητον δ᾽ ὅτι καί αὗται καί ἐκεῖναι αἱ θεῖαι ἀλήθειαι τῆς πίστεως εἶναι ἐξ ἴσου ὑποχρεωτικαί διά πάντας τούς πιστούς, ὡς ἀπολύτως ἀναγκαῖαι διά τήν σωτηρίαν αὐτῶν. Ἑπομένως ἡ ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διατύπωσις τῶν δογμάτων δέν ἀποτελεῖ οὐσιώδη χαρακτῆρα καί κύριον καί ἀπαραίτητον γνώρισμα αὐτῶν, ἀλλά τι ἐξωτερικόν καί ἐξ ἱστορικῶν καί τυχαίων, ὡς τά πολλά, αἰτίων προκαλούμενον, δυνάμενον ἐξ ὁλοκλήρου ν᾽ ἀναπληρωθῇ διά τῆς διδασκαλίας τῶν δογμάτων ὑπό τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, τῶν δύο τούτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως πηγῶν, τοῦθ᾽ ὅπερ ἀποτελεῖ τόν πρῶτον καί οὐσιώδη καί ἀπαραίτητον χαρακτῆρα παντός ὀρθοδόξου δόγματος. Τοῦτο ἐν πρώτοις ἰσχύει ἀπολύτως διά τήν πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρχαιοτάτην ἐποχήν τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων... Ἡ Ἐκκλησία δέν ἦτο δυνατόν νά ἀρκῆται εἰς τάς καθυστερημένως διατυπωθείσας ὑπό τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀλίγας μόνον δογματικάς ἀληθείας, ἀλλ᾽ ἀμφισβητήτως ὡς δόγματα ἴσχυον ἀρχαιόθεν ἐν αὐτῇ καί πᾶσαι αἱ ἄλλαι θεωρητικαί ἀλήθειαι τῆς πίστεως, οἷον περί Ἐκκλησίας, μυστηρίων, θείας Χάριτος, δικαιώσεως κλπ., αἱ διδασκόμεναι ὑπό τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως καί προβαλλόμεναι ἀρχῆθεν τοῖς πιστοῖς ὑπό τῆς Ἐκλησίας πρός προσδοχήν, αἵτινες ἰσχύουσιν ὁμοίως καί μέχρι σήμερον ὡς δόγματα ἐν αὐτῇ, ἔστω καί ἄν δέν ἐδόθη ἀφορμή τις ἵνα διατυπωθῶσιν ἐπισήμως ὑπό Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διότι ἡ διδάσκουσα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς φύλαξ καί ἑρμηνεύς τῆς θείας Ἀποκαλυψεως, εἰδοποιεῖ καί διατυποῖ τό περιεχόμενον τῆς πίστεως εἰς δόγματα διττῶς, ἤτοι ἤ διά τοῦ συνεχοῦς πρός τούς πιστούς κηρύγματος τῶν θείων ἀληθειῶν ἤ διά τῆς ἐν Συνόδοις πανηγυρικῆς ἀνακηρύξεώς τινων ἐξ αὐτῶν...». Καί γράφει στήν συνέχεια σέ ὑποσημείωση ὁ μακαριστός Καθηγητής μας: «Τούτων οὕτως ἐχόντων δέον ν᾽ ἀπορρίπτηται πᾶσα ἀντίθετος γνώμη, ἐκφερομένη ὑπό θεολόγων ἀγνοούντων ἤ παρεξηγούντων τά ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ κρατοῦντα, καί πειρωμένων νά περιορίσωσι τά ὀρθόδοξα δόγματα μόνον εἰς τά ὑπό τῶν ἀρχαίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπισθέντα ἤ νά διακρίνωσιν αὐτά εἰς κύρια καί δευτερεύοντα ἤ οὐσιώδη καί ἐπουσιώδη ἤ μεγάλα καί μικρά, καθ᾽ ὅσον πάντα ἀνεξαιρέτως τά ὀρθόδοξα δόγματα εἶναι ἰσόκυρα καί ἰσοστάσια, ὡς “δόγματα Θεοῦ”. “Τό γάρ ἐπί δόγμασιν, εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις, ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστιν· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται” (Ταράσιος Κων/πόλεως, εἰς Πρακτικά Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

2. Βλ. Κατ᾽ Εὐνομίου, MPG 29,500 ΑΒ, Εἰς τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν. Βλ. καί 31,1473C. Ἐνῶ πρέπει νά εἴμαστε ἀγωνιστές μέχρι μαρτυρικοῦ θανάτου γιά τά δόγματα τῆς πίστης μας, ὅμως πρέπει νά ἀποφεύγουμε τούς διαπληκτισμούς γιά τούς «δογματισμούς». Ἐννοῶ τίς διενέξεις πού γίνονται ὄχι γιά τίς ἀλήθειες τῆς πίστης, πού εἶναι θέμα ζωῆς ἤ θανάτου, ἀλλά τίς διενέξεις γιά διευκρινίσεις ἄλλων περιθωριακῶν ἐννοιῶν, στίς ὁποῖες διενέξεις ἐκτοπίζεται τό δόγμα ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί θραύεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν. Γι᾽ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος μᾶς λέγει νά ἀποφεύγουμε τόν δογματισμό, ὡσάν αὐτός νά εἶναι ἕνα ἐξαγριωμένο λιοντάρι. Ὄχι λοιπόν διαπληκτισμούς γιά «δογματισμούς», εἴτε αὐτοί γίνονται μέ μέλη τῆς ᾽Εκκλησίας εἴτε μέ ὁποιουσδήποτε ἄλλους ξένους. Λέγει ἐπί λέξει ὁ ἅγιος Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Φεῦγε τοῦ δογματίσαι, ὡς ἀπό λέοντος ἀτάκτου· μήτε μήν μετά τῶν τροφίμων τῆς Ἐκκλησίας εἰς τοῦτο συνεισέλθῃς, μήτε μετά τῶν ἀλλοτρίων» (Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά, ἐν Ἀθήναις 1895, σελ. 35).

3. Σε τέτοιες φράσεις ὁ ὅρος «καθολική» σημαίνει «παγκόσμια», ὡς ἀναφερόμενος στήν Ἐκκλησία ὅλων τῶν χρόνων, τῶν λαῶν καί τῶν τόπων, «ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11). Ἕνας περίφημος ὁρισμός τοῦ ὅρου «καθολική» στήν πρώτη Ἐκκλησία δόθηκε ἀπό τόν ἅγιο Βικέντιο τόν ἐκ Λειρίνης, ὁ ὁποῖος στό Communitorium του λέει: «Πρέπει νά ληφθεῖ κάθε φροντίδα νά κρατήσουμε σταθερά ὅ,τι πιστεύθηκε πάντοτε, παντοῦ καί ἀπό ὅλους («quod semper, quod ubique, quod ab omnibus creditum est»). Ἐκεῖνο εἶναι πραγματικά καί κυρίως καθολικό, ὅπως ὑποδηλώνεται ἀπό τήν δύναμη καί ἐτυμολογία τοῦ ἴδιου τοῦ ὀνόματος, τό ὁποῖο περιλαμβάνει κάθε τι πραγματικά παγκόσμιο». Τό ὄνομα «καθολική» κρατήθηκε ἀπό νωρίς στήν «Ρωμαϊκή Καθολική» ἐκκλησία, ἀλλά ἡ διδασκαλία τῆς πρῶτης Ἐκκλησίας διατηρήθηκε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μόνο μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ «καθολική». Σέ πολλά σημεῖα τῆς δογματικῆς αὐτῆς σειρᾶς θά δοῦμε τήν διαφορά τῆς διδασκαλίας τοῦ Ρωμαιο-καθολικισμοῦ καί τῆς ἀληθινά καθολικῆς ἤ ὀρθόδοξης διδασκαλίας.


http://aktines.blogspot.gr/2014/07/blog-post_6966.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

3
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

Μάθημα 3ον


1. Λέγοντας Ἁγία Γραφή ἐννοοῦμε ἐκεῖνα τά βιβλία πού γράφτηκαν ἀπό τούς ἁγίους Προφῆτες καί Ἀποστόλους μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πεύματος, γι᾽ αὐτό καί λέγονται «θεόπνευστα». Διαιροῦνται σέ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί σέ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη ὁμιλοῦν γιά τόν Χριστό. Καί τίς δύο Διαθῆκες τίς ἑνώνει τό Πρόσωπο τοῦ Μεσσία, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ μέν Παλαιά Διαθήκη προφητεύει γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία καί προετοιμάζει τόν κόσμο γιά τήν ὑποδοχή Του, ἡ δέ Καινή Διαθήκη μᾶς λέει γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Μεσσίου. Ὅτι ὅλες οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Μεσσίου ἐφαρμόζονται στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ υἱοῦ τῆς παρθένου Μαρίας. Τήν στενή σχέση τῶν δύο Διαθηκῶν μέ τήν σύνδεσή τους στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τήν ἐκφράζουν τά ὡραῖα αὐτά λόγια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἑν τῇ Καινῇ»

1 Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος εἶπε αὐτόν τόν ὡραῖο λόγο: «Ἡ Καινή Διαθήκη κρύβεται στήν Παλαιά καί ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀνοίγεται στήν Καινή».2

2. Οἱ ὅροι «Παλαιά» καί «Καινή» Διαθήκη βρίσκονται σ᾽ αὐτήν τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας προφητεύει γιά «Καινή Διαθήκη», ἡ ὁποία πρόκειται νά συναφθεῖ μέ τόν Θεό (Ἰερ. 38,31), καί ὡς «Καινή» προϋποθέτει ὑπάρχουσα «Παλαιά» Διαθήκη. Καί ὁ Κύριός μας μίλησε γιά τήν «Καινή» Διαθήκη, ἡ ὁποία θά συναφθεῖ μέ τό αἷμα Του (Ματθ. 26, 28). Μέ βάση τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει στό Β´ Κορ. 3,6 γιά «Καινή Διαθήκη» καί στόν στίχ. 14 γιά «Παλαιά Διαθήκη» (βλ. Γαλ. 4,24. Ἑβρ. 8,7.9.15. 13,20).
Περί Παλαιᾶς Διαθήκης3

1. Ἡ Παλαιά Διαθήκη πρέπει νά ἑρμηνεύεται χριστολογικά. Ἔτσι τήν ἑρμήνευσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Πραγματικά ἡ Παλαιά Διαθήκη χωρίς τήν χριστολογική της ἑρμηνεία ἔχει «κάλυμμα», εἶναι ἀκατανόητη (βλ. Β´ Κορ. 3,12-6). Ὅλη τήν Παλαιά Διαθήκη τήν βλέπουμε σάν μία προφητεία περί τοῦ Χριστοῦ, προφητεία εἴτε μέ λόγια εἴτε μέ τύπους. Προλαμβάνουν οἱ τύποι, γιά νά μᾶς γίνει πιστευτή ἡ ἀλήθεια· ἄς ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα: Γιά νά μήν «ξαφνιαστοῦμε» ἀπό τό φοβερό γεγονός τῆς Καινῆς Διαθήκης, τό μέγα γεγονός τῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί μᾶς γίνει, λοιπόν, δυσπαράδεκτο, προλαμβάνουν οἱ τύποι του στήν Παλαιά Διαθήκη, πού μᾶς προετοιμάζουν νά τό δεχτοῦμε εὔκολα· ἕνας τέτοιος τύπος εἶναι ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ ἀπό τόν πατέρα του Ἀβραάμ. Ὁ Θεός σάν νά λέει: Ἔδωσα τόν Υἱό μου νά θυσιαστεῖ· ἀλλά πρίν ἀπό Μένα τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Ἀβραάμ!!!4

Τό θέμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λοιπόν, ὅπως καί τῆς Καινῆς, εἶναι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ. Μέ τήν διαφορά ὅτι ἐνῶ στήν Νέα Διαθήκη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι σαρκωμένος στήν Παλαιά εἶναι ἄσαρκος.

2. Πρέπει νά μελετοῦμε τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ θεία ἀποκάλυψη πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή δόθηκε προοδευτικά. Γιά νά σπουδάσουμε, λοιπόν, τήν ἀποκάλυψη αὐτή, θά πρέπει νά ἀρχίσουμε ἀπό τά πρῶτα μαθήματά της, πού περιέχονται στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἔπειτα νά προχωρήσουμε στά ὑψηλά της μαθήματα, πού περιέχονται στήν Καινή Διαθήκη· γιατί, διαφορετικά, θά μᾶς εἶναι ἀκατανόητη ἡ ὑψηλή διδασκαλία τῆς Καινῆς καί δέν θά μπορέσουμε νά συλλάβουμε τό σχέδιο πού ἔκανε γιά τήν σωτηρία μας καί πού ἀρχίζει ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Ἑβρ. 1,1). Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ βάση τῆς Καινῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, στήν Παλαιά δηλαδή καί στήν Καινή Διαθήκη. Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (Α´ Κυριακή Νηστειῶν) διακηρύσσουμε:.«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν... οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν».

Ἡ Καινή Διαθήκη δέν κατήργησε τήν Παλαιά, ἀλλά τήν συμπλήρωσε. Ὁ Κύριός μας εἶπε: «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τόν νόμον ἤ τούς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλά πληρῶσαι» (Ματθ. 5,17). Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη περιέχονται γενικά τρία πράγματα, τά ὁποῖα ἡ Καινή Διαθήκη ἀντιμετωπίζει μέ τρεῖς διαφορετικούς τρόπους: α) Τό τελετουργικό μέρος (Λεϋιτικό). Τό μέρος αὐτό καταργήθηκε τελείως καί δέν ἔχει καμμία ἰσχύ. β) Ὅ,τι ἀφορᾶ τήν πίστη καί τήν ἠθική. Τό μέρος αὐτό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὄχι μόνο δέν καταργεῖται στήν Καινή, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί τελειοποιεῖται· γιατί στήν Καινή Διαθήκη ἔχουμε τήν τέλεια Ἀποκάλυψη πού κήρυξε ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἠθικός τρόπος ζωῆς τελειοποιεῖται καί αὐτός, γιατί ἡ πολυγαμία γίνεται μονογαμία καί ἰσόβια παρθενία καί ἡ ἀντιδικία γίνεται ἀπόλυτη ἀγάπη. Καί γ) ἡ προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πραγματοποιεῖται στήν Καινή καί παραμένει. – Δέν εἶναι ἄχρηστη, λοιπόν, ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἐπειδή ἦρθε ἡ Καινή. Ὁ Χριστός δέν κατήργησε τήν Παλαιά, ἀλλά τήν συμπλήρωσε: «Τοσοῦτον οὖν κέρδος (τῆς Π.Δ.) φησίν, ἔλυσεν ὁ Χριστός; Μή γένοιτο· ἀλλά καί σφόδρα ἐπέτεινε» (Χρυσόστομος).5


3. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη λέει πολλά πού φαίνονται σκανδαλώδη· πρέπει ὅμως νά λάβουμε ὑπόψη ὅτι αὐτή παραλαμβάνει τόν ἄνθρωπο στήν πεσμένη του, τήν ἀσθενική του κατάσταση καί τοῦ μιλάει τήν γλώσσα του, νά τό πεῖ κανείς ἔτσι, γιά νά τόν ἀνορθώσει σταδιακά. «Τῆς ἀσθενείας τῶν δεχομένων τούς νόμους ἦν τά λεγόμενα τότε», λέει κάπου ὁ Χρυσόστομος.6 Ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων εἶχε τά ὀδυνηρά της ἀποτελέσματα, ἡ ἁμαρτία ἔγινε «καθ᾽ ὑπερβολήν ἁμαρτωλός» κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Ρωμ. 7,13). Καί αὐτά τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς πτώσης, αὐτή τήν ὑπερβολικά ἁμαρτωλή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μᾶς παρουσιάζει ἡ Παλαιά Διαθήκη, γι᾽ αὐτό καί φαίνονται ὡς σκανδαλώδεις οἱ περικοπές της.

Σκάνδαλο, πάλι, προκαλεῖ τό πλῆθος τῶν νόμων, τῶν ἐντολῶν καί διατάξεων στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἔχει καί ἡ πληθύς αὐτή τῶν νόμων τόν σκοπό της: Ἡ Παλαιά Διαθήκη σκοπό ἔχει νά πείσει τούς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί· νά κάνει στενό τό πέρασμα γιά τήν σωτηρία, ὥστε οἱ ἄνθρωποι, μή δυνάμενοι νά σωθοῦν ἀπό τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, νά ζητήσουν ἀπό ἀλλοῦ τήν σωτηρία τους. Στόν νόμο τοῦ Μωυσῆ ἦταν γραμμένο ὅτι ὅποιος ἐφήρμοζε ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς διατάξεις του θά σωζόταν: «Ὁ ποιήσας αὐτά ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς» (Λευιτ. 18,5, βλ. καί Ρωμ. 10,5). Ἀλλά δέν ἦταν δυνατόν νά ἐφαρμόσει κανείς ὅλες τίς διατάξεις τοῦ νόμου, τίς τόσες πολλές. Ἑπομένως δέν μποροῦσαν νά δικαιωθοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί σέ κάποια ἐντολή του θά γίνονταν ὁπωσδήποτε παραβάτες. Ἀπό κάπου ἀλλοῦ, λοιπόν, ἔπρεπε νά ζητήσουν τήν σωτηρία τους: Ἀπό τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἡ ἴδια ἡ Παλαιά Διαθήκη προφήτευε.

Ὁ σκοπός τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι νά κάνει τούς ἀναγνῶστες του νά νοήσουν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί μέ τίς παραβάσεις τῶν ἐντολῶν του· καί ἔνοχοι γιά τίς παραβάσεις τους αὐτές νά κραυγάσει ὁ καθένας: «Ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Καί ἐπειδή ἡ σωτηρία, ὅπως ἡ ἴδια ἡ παλαιά Διαθήκη τό λέει, θά ἐρχόταν ἀπό τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὑπόβαθα ἡ προσευχή καί τοῦ κόσμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν αὐτή: ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ (ἔλα νά μέ σώσεις) ΤΟΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΝ.

4. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς νά βλέπουμε τόν Θεό νά καλλιεργεῖ τό κηπάριό Του, τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ· καί ὅταν τό κηπάριό Του αὐτό δίνει τόν πιό γλυκό καρπό, τότε ὁ Θεός τόν κόβει, τόν παραλαμβάνει καί ἐργάζεται ἀπό τόν καρπό αὐτό τοῦ Ἰσραήλ τήν σωτηρία γιά ὅλο τόν κόσμο. Ὁ καρπός αὐτός εἶναι ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ!

Πράγματι, «ἡ Παναγία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί τήν Ὀρθόδοξο πίστη, εἶναι ἡ κορυφή καί τό τέλος ὅλης τῆς Π. Διαθήκης, καί εἰς αὐτήν ἀναφέρονται ὅλαι αἱ προεικονίσεις καί προτυπώσεις καί προφητεῖαι της (Β´ 9-10). Εἶναι ἡ ἀποκορύφωσις καί ὁ καρπός ὅλης τῆς παλαιοδιαθηκικῆς «παιδαγωγικῆς» προετοιμασίας τῆς ἀνθρωπότητος διά τήν ὑποδοχήν τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Σωτῆρος, καί διά τοῦτο εἶναι ἀδύνατον νά γίνη ὁ χωρισμός της ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος τοῦ Ἀδάμ.
Διά τοῦτο τήν ὀνομάζει ὁ ἱερός πατήρ «θυγατέρα τοῦ Ἀδάμ» (Γ´,2. Α´,6), ἐνῶ τόν Δαυίδ ὀνομάζει «προπάτορα καί θεοπάτορα» (Γ´,2) ἀπό τήν ρίζα τοῦ ὁποίου «κατ᾽ ἐπαγγελίαν» (Β´ 7· Ἔκδ. ΙV, 14) ἐγεννήθη ἡ Παναγία, συνενοῦσα ἐν ἑαυτῇ τήν ἱερατικήν καί βασιλικήν ρίζαν (Α´ 6)».7

Ὁ Θεός θέλει νά μή μολυνθεῖ τό κηπάριό Του, νά παραμείνει ὁ λαός Του ἀνέπαφος ἀπό κάθε ξένο στοιχεῖο· θέλει ἡ δική Του γενεά νά μείνει καθαρή, τά τέκνα Του νά ἀγωνίζονται ἐνάντια πρός τό σπέρμα τοῦ ὄφεως καί ποτέ νά μή συνθηκολογήσουν μέ αὐτό. Ἀπό τήν ἀρχή ὁ Θεός κήρυξε ἔχθρα τῶν δύο γενεῶν, τῆς καλῆς καί τῆς κακῆς (βλ. Γεν. 3,15). Ὅταν ἔγινε ἡ μείξη τῶν δύο αὐτῶν γενεῶν (Γένεσις κεφ. 6) ἔγινε ὁ φοβερός κατακλυσμός. Ποτέ, λοιπόν, φιλία, ποτέ συνθηκολόγηση μέ τούς ἀλλοτρίους. Πολεμική κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστης, γιά νά παραμείνει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καθαρός ἀπό τήν πλάνη τους καί τήν διαφθορά τους καί νά πετύχει τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἐξελέγη. Σ᾽ αὐτή περίπου τήν βάση θά πρέπει νά ἑρμηνευτοῦν οἱ πόλεμοι τοῦ Ἰσραήλ, πού διεξάγει μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ κατά τῶν ἀλλοτρίων πρός τήν πίστη του ἐθνῶν.

Μέ ὅσα εἴπαμε παραπάνω θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη πρέπει νά ἑρμηνεύεται θεολογικά· ἄν δέν σπουδάσουμε νά βροῦμε τήν θεολογία της, δέν θά τήν κατανοήσουμε καί θά τήν θεωροῦμε ἕνα ἄνοστο καί σκανδαλῶδες ἴσως ἀνάγνωσμα. Καί ἔτσι θά τήν περιφρονοῦν οἱ πολλοί, ὅπως καί πραγματικά συμβαίνει.

5. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, κατά τήν μετάφραση τῶν Ο´ πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας,8 χωρίζεται σέ 49 βιβλία. Περιλαμβάνει ὅμως ἡ μετάφραση αὐτή καί τά «δευτεροκανονικά» ἤ «ἀναγιγνωσκόμενα» λεγόμενα βιβλία καί ὄχι μόνο τά βιβλία τοῦ στενοῦ Ἰουδαϊκοῦ Κανόνα,9 τά «πρωτοκανονικά» ἤ ἁπλῶς «κανονικά» λεγόμενα.10 Ἡ Ἐκκλησία μας δηλαδή δέχεται τόν εὐρύ Κανόνα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού, ὅπως παραδέχονται πολλοί,11 ἴσχυε στήν ἀρχή σ᾽ ὅλους τούς Ἰουδαίους, ἀλλά ἀργότερα, γιά διαφόρους λόγους, ἀποκλείστηκαν τά λεγόμενα «δευτεροκανονικά» καί στένεψε ὁ Κανόνας.12

Ἡ ἀδιαίρετη, λοιπόν, παλαιά χριστιανική Ἐκκλησία παρέλαβε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης13 τόν Κανόνα της μέ τήν εὐρύτερη μορφή του, πού περιλαμβάνει καί τά δευτεροκανονικά βιβλία μαζί μέ τά πρωτοκανονικά.

Ὁ στενός Ἰουδαϊκός Κανόνας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιλαμβάνει 38 βιβλία· αὐτά εἶναι τά λεγόμενα «πρωτοκανονικά». Ἐπειδή ὅμως τά γράμματα τῆς ἑβραϊκῆς ἀλφαβήτου εἶναι 22, γι᾽ αὐτό καί ἕνωσαν μερικά βιβλία, ἔχοντα σχέση κατά τό περιεχόμενο, σέ ἕνα βιβλίο καί ἔτσι τά βιβλία ἀριθμοῦνται σέ 22. «Ἰστέον δέ, ὡς εἴκοσι δύο βίβλοι εἰσί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατά τά στοιχεῖα τῆς Ἑβραΐδος φωνῆς» (Δαμασκηνός).14 Γράφουμε τά 38 πρωτοκανονικά βιβλία κατά τήν σύμπτυξή τους αὐτή σέ 22: 1. Γένεσις· 2. Ἔξοδος· 3. Λευιτικόν· 4. Ἀριθμοί· 5. Δευτερονόμιον· 6. Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ· 7. Κριταί καί Ρούθ· 8. Πρῶτον καί Δεύτερον Βασιλειῶν (καλοῦνται καί, Πρῶτον καί Δεύτερον Σαμουήλ)· 9. Τρίτον καί Τέταρτον Βασιλειῶν (καλοῦνται καί Πρῶτον καί Δεύτερον Βασιλειῶν)· 10. Πρῶτον καί Δεύτερον Παραλειπομένων (καλοῦνται καί Πρῶτον καί Δεύτερον Χρονικῶν)· 11. Ἔσδρας (Εἶναι τό Δεύτερο Ἔσδρας) καί Νεεμίας· 12. Ἐσθήρ· 13. Ἰώβ· 14. Ψαλμοί· 15. Παροιμίαι· 16. Ἐκκλησιαστής· 17. Ἆσμα Ἀσμάτων· 18. Ἡσαΐας· 19. Ἰερεμίας· 20. Ἰεζεκιήλ· 21. Δανιήλ· 22. Οἱ δώδεκα Προφῆτες (Ὠσηέ, Ἰωήλ, Ἀμώς, Ὀβδιού, Ἰωνᾶς, Μιχαίας, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας, Μαλαχίας).


Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅλα αὐτά τά βιβλία τά συμπτύσσει σέ 4 πεντατεύχους καί προσθέτει καί τά ὑπόλοιπα δύο βιβλία.15
Τά δευτεροκανονικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού περιλαμβάνονται, μαζί μέ τά πρωτοκανονικά, στήν μετάφραση τῶν Ο´, εἶναι τά ἑξῆς: Τωβίτ· Ἰουδίθ· Πρῶτον Ἔσδρας· Πρῶτον, Δεύτερον καί Τρίτον Μακκαβαίων· Σοφία Σολομῶντος· Σοφία Σειράχ· Βαρούχ· Ἐπιστολή Ἰερεμίου καί τά δευτεροκανονικά τεμάχια τῆς Ἐσθήρ καί τοῦ Δανιήλ. – Τά βιβλία αὐτά ἡ Ἐκκλησία μας τά θεωρεῖ κανονικά, ἰσόκυρα πρός τά ἄλλα, τά πρωτοκανονικά βιβλία· ἐπίσημοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν Ἀνατολή (ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωαν. Χρυσόστομος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, κ.ἄ.) καί στήν Δύση (ὅπως οἱ Λακτάντιος, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος, κ.ἄ.) δέν κάνουν καμμία διάκριση μεταξύ τῶν πρωτοκανονικῶν βιβλίων καί χρησιμοποιοῦν καί ἀπό τά δύο χωρία στούς λόγους τους καί τά συγγράμματά τους.

Καί ὁ 85ος Κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων16 πού ἀριθμεῖ τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατά τόν στενό Ἰουδαϊκό Κανόνα συμπεριλαμβάνει σ᾽ αὐτά καί τά τρία βιβλία τῶν Μακκαβαίων καί τήν Σοφία Σειράχ, πού εἶναι δευτεροκανονικά, καί τά θεωρεῖ ὅλα τά βιβλία «σεβάσμια καί ἅγια». Καλόν ὅμως εἶναι νά γίνεται ἡ διάκριση τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σέ κανονικά καί ἀναγιγνωσκόμενα, ὅπως κάνουν ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.17



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἰωάν. Χρυσοστόμου ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG. 50,796.
2. «Novum Testamentum in Vetere latet. Vetus Testamentum in Novo patet» (Αὐγουστίνου ἐρωτ. 73 στήν Ἔξοδο).
3. Περί τῆς θεολογικῆς σημασίας καί γενικῶν γνώσεων τῆς Π.Δ. βλέπε τήν εἰσαγωγή τοῦ ὑπομνήματος μας στήν Γένεση (Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Ἰανουάριος 2014).
4. Παραθέτουμε αὐτήν τήν ὡραία περικοπή τοῦ ἱεροῦ Χρυστοστόμου: «Καθάπερ βασιλέως εἰσιόντος, προτρέχουσι στρατιῶται, ὥστε μή ἀθρόον ἀπαρασκευάστως δέξασθαι τόν βασιλέα· οὕτω καί θαύματος μέλλοντος γίνεσθαι παραδόξου, προτρέχουσι τύποι, ὥστε ἡμᾶς προμελετήσαντας μή καταπλαγῆναι ἀθρόον, μηδέ ἐκστῆναι τῷ παραδόξῳ τοῦ γινομένου. Τοῦτο καί ἐπί τοῦ θανάτου» (τοῦ Χριστοῦ) (Εἰς τήν ὁμιλία «Περί μή ἀπογνώσεως καί προσευχῆς κατά ἐχθρῶν». Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων τ. 20,357ΑΒ).
5. Εἰς τό κατά Ματθαῖον ὁμιλία ΛΘ´ (Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων τ. 66 σ. 267).
6. Εἰς τό Κατά Ματθαῖον ὁμιλία ΙΖ´, ΕΠΕ 9, 606.25. Καί ἀλλοῦ λέει γιά τούς νόμους τῆς Παλ. Διαθήκης:«Οὐ πολλή ἀρίστης πολιτείας ἡ ἀκρίβεια, ὅτε εἰσαγωγή τοῦ θείου ἦν, ὅτε παιδικά τά παραγγέλματα, ὅτε τό γάλα, ὅτε ὁ παιδαγωγός, ὅτε ὁ λύχνος, ὅτε ὁ τύπος καί σκιά» (Ὁμιλία, Περί εἱμαρμένης καί προνοίας Β´. Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 39, σ.121-122).
7. π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ, σ. 244. Οἱ σημειούμενες στήν ἀνωτέρω περικοπή παραπομπές Β, Γ ἀναφέρονται σέ θεομητορικές ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Βλ. Βιβλίον Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ἔκδοσις ἱδρύματος «ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΣΟΣ»).
8. Μετάφραση τῶν Ο´ (Ἑβδομήκοντα) ἤ κατά τούς Ο´ καλεῖται ἡ γνωστή σέ μᾶς μετάφραση τῆς Π.Δ., ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Λέγεται Ο´ ἀντί ΟΒ´ γιά τό στρογγυλό τοῦ ἀριθμοῦ, γιατί κατά τήν παράδοση ἡ μετάφραση αὐτή ἔγινε ἀπό ἑβδομήντα δύο (ΟΒ´) ἑρμηνευτές. Κατά τήν παράδοση αὐτή, ἡ ὁποία γιά πρώτη φορά ἀναφέρεται στήν ψευδεπίγραφη ἐπιστολή τοῦ Ἀριστέου, ὁ βασιλιάς τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαῖος ὁ Β´, ὁ Φιλάδελφος, θέλοντας νά πλουτίσει τήν βιβλιοθήκη του μέ τήν νομοθεσία τῶν Ἑβραίων, ἔστειλε πρεσβεία στόν Ἰουδαῖο ἀρχιερέα Ἐλεάζαρο παρακαλώντας τον νά στείλει στήν Ἀλεξάνδρεια ἀντίγραφο τῆς θείας νομοθεσίας μαζί δέ καί ἱκανούς ἄνδρες νά τήν μεταφράσουν στήν ἑλληνική. Ὁ ἀρχιερέας Ἐλεάζαρος ἔστειλε στήν Αἴγυπτο ἐπιτροπή ἀπό ΟΒ´ (ἑβδομήντα δύο) πρεσβυτέρους (ἕξι ἀπό κάθε φυλή) ἀντίγραφα τῆς βίβλου τοῦ «Νόμου». Αὐτοί μετέφρασαν τόν «Νόμο» μέ πολλή ἀκρίβεια σέ 72 (ΟΒ´) ἡμέρες σέ κάποιο οἴκημα τῆς νήσου Φάρου, πού βρίσκεται κοντά στήν Ἀλεξάνδρεια. ῾Η ἰουδαϊκή κοινότητα τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπεδοκίμασε τήν μετάφραση αὐτή καί ζήτησε ἀντίγραφό της, ὁ δέ βασιλεύς ἐξέφρασε τόν θαυμασμό του γι᾽ αὐτή. Οἱ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες καί συγγραφεῖς δέχονται τήν γνησιότητα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀριστέου. Ἀργότερα ὅμως διατυπώθηκαν ἀμφιβολίες περί αὐτῆς. Ἐναντίον τῶν ἀμφιβολιῶν αὐτῶν ἐπιτίθεται τό γιγάντιο τετράτομο ἔργο τοῦ σοφοῦ διδασκάλου τοῦ Γένους Κ. Οἰκονόμου «Περί τῶν Ο´ ἑρμηνευτῶν». Γενικά σήμερα πιστεύεται ὅτι ἡ μετάφραση τῶν Ο´ ἔγινε ἐπί Πτολεμαίου Β´ τοῦ Φιλαδέλφου (285-246) ἀπό ἑλληνιστές Ἰουδαίους στήν Ἀλεξάνδρεια γιά τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν πολυαρίθμων Ἰουδαίων τῆς Αἰγύπτου, πού μιλοῦσαν τήν ἑλληνική ὡς μητρική γλώσσα. Τό ἔργο τῆς μετάφρασης ἄρχισε πρίν ἀπό τά μέσα τοῦ γ´ π.Χ. αἰώνα καί τελείωσε καί κατά τά τρία μέρη τῆς Π.Δ. μετά τά μισά τοῦ β´ π.Χ. αἰώνα. Ἡ γλώσσα τῆς μετάφρασης τῶν Ο´ εἶναι ἡ λεγόμενη ἑλληνιστική κοινή καί μᾶλλον ἡ δημώδης κοινή, περιέχει ὅμως καί πολυάριθμους σημιτισμούς (ἑβραϊσμούς καί ἀραμαϊσμούς). Παρά τό ὅτι τά βιβλία τῆς μετάφρασης αὐτῆς δέν μεταφράστηκαν κατά τόν ἴδιο χρόνο, ἀλλά σέ διάστημα περίπου 150 ἐτῶν, καί παρά τό ὅτι ἡ μετάφραση ἔγινε ἀπό πολλούς μεταφραστές μέ διάφορη μόρφωση, ὅμως τό ἔργο παρουσιάζει γλωσσική ἑνότητα, ἄν καί ὄχι ἀπόλυτη. Γιά νά κατανοήσουμε τήν ἀξία τῆς μετάφρασης τῶς Ο´ πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη ὅτι πρόκειται γιά μετάφραση στήν ἑλληνική ἀπό νεκρή γλώσσα καί μάλιστα σημιτική. Γιά τίς δυσχέρειες τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἔχουμε σαφῆ μαρτυρία ἀπό ἄνδρα πού τίς δοκίμασε, τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου τῆς Σοφίας Σειράχ. ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ ὅτι «οὐκ ἰσοδυναμεῖ αὐτά ἐν ἑαυτοῖς ἑβραϊστί λεγόμενα κάι ὅταν μεταχθῇ εἰς ἑτέραν γλῶσσαν» (Πρόλογος Σοφίας Σειράχ). Ἐπίσης πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη ὅτι οἱ φιλοπονήσαντες τήν μετάφραση αὐτή στηρίχτηκαν σέ ἑβραϊκά πρωτότυπα ἄστικτα (τοῦ γ´ καί β´ π.Χ. αἰώνα), πολύ παλαιότερα ἀπό τά πρωτότυπα ἐκεῖνα πού χρησιμοποίησαν οἱ Μασορῖτες.
Τήν μετάφραση τῆς Π.Δ. τῶν Ο´ χρησιμοποίησε ἀπό τήν ἀρχή ἡ χριστιανική Ἐκκλησία, ὅπως βλέπουμε στήν Κ.Δ., ὅπου τά πιό πολλά ἀπό τήν Π.Δ. χωρία της παρατίθενται κατά τούς Ο´. Καί στούς μετέπειτα χρόνους τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας ἡ μετάφραση αὐτή ἀναγιγνωσκόταν στήν λατρεία καί χρησιμοποιόταν γιά τήν χριστιανική μόρφωση καί τίς θεολογικές συζητήσεις. Ἡ μετάφραση τῶν Ο´ παρέμεινε στήν οὐσία ὡς ἡ ἐπίσημη Βίβλος ὁλοκλήρου γενικά τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνατολή καί στήν δύση. Καί οἱ ἀλλόγλωσσες μεταφράσεις, πού ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται ἀπό τόν β´ μ.Χ. αἰώνα, στηρίχτηκαν στήν μετάφραση τῶν Ο´ ἤ τοὐλάχιστον δέχτηκαν τήν ἐπίδρασή της. Ἡ ἀρχή αὐτή ἰσχύει καί γιά τήν Βουλγάτα, τήν Βίβλο Ρωμαιοκαθολικῶν. Στήν Ὀρθόδοξη ἀνατολική Ἐκκλησία μας ἡ μετάφραση τῶν Ο´ παραμένει ὡς ἡ ἐπίσημη ἐκκλησιαστική Βίβλος καί αὐτή χρησιμοποιεῖται στήν δημόσια λατρεία. Δέν δέχεται ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας τήν μετάφραση αὐτή ὡς θεόπνευστη, γιατί θεοπνευστία σέ μετάφραση δέν νοεῖται. Τήν θεωρεῖ ὅμως «ὡς θεόθεν οἰκονομηθεῖσαν», ὅπως λέει ὁ Εὐσέβιος, ὅτι ἔγινε μέ τό δάκτυλο τῆς Θείας Προνοίας. Ἡ Κ.Δ. παραθέτει χωρία καί ἀπό τό Ἑβραϊκό κείμενο, οὐδέποτε δέ ἀποδοκιμάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἡ διόρθωση τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´ ἀπό ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες βάσει τοῦ Ἑβραϊκοῦ. Ἐπειδή τήν μετάφραση τῶν Ο´ τήν χρησιμοποίησαν οἱ χριστιανοί στίς χριστολογικές συζητήσεις τους μέ τούς Ἰουδαίους, οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχισαν νά δυσπιστοῦν πρός αὐτή καί νά τήν διαβάλλουν ὡς «μή οὖσα ἔν τισιν ἀληθής» (Ἰουστ. Διάλ. πρός Τρύφ. 68). Γι᾽ αὐτό καί κατά τόν β´ αἰώνα ἄρχισαν στήν ἑλληνική Διασπορά νά ἐμφανίζονται νέες ἑλληνικές μεταφράσεις, τοῦ Ἀκύλα, τοῦ Συμμάχου καί τοῦ Θεοδοτίωνα. Ἀπό αὐτές στήν παλαιά Ἐκκλησία ἔγινε περισσότερο δεκτή ἡ μετάφραση τοῦ Θεοδοτίωνα, ὅπως ἀποδεικνύει ἠ ἀντικατάσταση τῆς μετάφρασης τῶν Ο´ στόν Δανιήλ ἀπό τήν σχετικά ἀκριβέστερη στό βιβλίο αὐτό μετάφραση τοῦ Θεοδοτίωνα.
9. Ἡ λέξη «κανόνας» σημαίνει κυρίως τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο μετριέται ἡ εὐθεῖα σέ μία οἰκοδομή· μεταφορικῶς ὅμως σημαίνει τό μέτρο πού θά ρυθμιστεῖ ἡ «εὐθεῖα», τό τί πρέπει δηλαδή νά κάνουμε. Μέ ἀνάλογη μεταφορική ἔννοια χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη ἤδη στήν Κ.Δ. (Γαλ. 6,16. Φιλ. 3,16) Σύμφωνα μ᾽ αὐτή τήν χρήση τῆς λέξης στήν Κ.Δ. χρησιμοποιήθηκε πολύ νωρίς στήν Ἐκκλησιαστική γραμματεία, γιά νά δηλωθεῖ ἡ ἐπίσημη ἐκκλησιαστική διδασκαλία, πού ρύθμιζε τόν βίο τῶν χριστιανῶν. Ἀπό τόν 4ο δέ αἰώνα ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται γιά νά δηλωθεῖ ὁ «κατάλογος» τῶν Ἁγίων Γραφῶν, στόν ὁποῖο συμπεριελήφθησαν τά ἱερά βιβλία, πού ἡ Ἐκκλησία ἔκρινε ὡς θεόπνευστα. – Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐπίσης ὁ ὅρος «κανόνες» χρησιμοποιεῖται γιά νά δηλωθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. «Κανονικό» στήν Ἐκκλησία μας σημαίνει τό σύμφωνο μέ τούς ἱερούς Κανόνες Της, ἐνῶ «μή κανονικό» σημαίνει τό μή σύμφωνο μέ τούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρχικά ὅμως «κανονικό» ἐσήμαινε τό βιβλίο τό περιλαμβανόμενο στόν Κανόνα αὐτό. Στούς Προτεστάντες τά «μή κανονικά» βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὀνομάζονται «ἀπόκρυφα»· μέ τόν ὅρο αὐτό ἐννοοῦν τά «δευτεροκανονικά» βιβλία.
10. Ἄστοχες εἶναι οἱ ἐκφράσεις «πρωτοκανονκά» καί «δευτεροκανονικά», σάν δηλαδή ὡρισμένα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νά εἶναι κατώτερης σημασίας. Καί τίς ἐκφράσεις αὐτές μᾶς τίς εἰσήγαγαν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί συγκεκριμένα ὁ καθολικός θεολόγος Σῆξτος ὁ ἐκ Σιέννης (1520-1569). Μπορεῖ ὅμως νά πεῖ κανείς ὅτι ὁ ὅρος «δεύτερος Κανών» καί ἑπομένως «δευτεροκανονικά» ἔχει τήν ρίζα στήν ἑξῆς φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τοῦ Ἱεροσολύμων: «Τά δέ λοιπά ἔξω κείσθω ἐν δευτέρῳ», Δ´ Κατηχ. 36. Καταχρηστικά, λοιπόν, χρησιμοποιοῦμε τούς ὅρους «πρωτοκανονικά» καί «δευτεροκανονικά».
11. Ἀπό τούς δικούς μας ὁ K. Οἰκονόμος· ἀπό τούς ξένους πολλοί ρωμαιοκαθολικοί (Kaulen, Hoberg, Nikel, Scholz κ.ἄ.) καί μερικοί διαμαρτυρόμενοι (De Lagarde).
12. Ὑπάρχει καί ἄλλη γνώμη ὅτι ὑπῆρχαν δύο Κανόνες, ὁ ἕνας στενός, πού ἴσχυε στήν Παλαιστίνη (Παλαιστινός) καί ὁ ἄλλος εὐρύς, πού ἴσχυε στήν Αἴγυπτο (Ἀλεξανδρινός). Ἡ γνώμη αὐτή δέν φαίνεται πιθανή, γιατί δέν συμφωνεῖ μέ τό γεγονός τῆς θρησκευτικῆς ἐξάρτησης τοῦ αἰγυπτιακοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἀπό τόν παλαιστινό. (Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Ἐπίτομος εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1955, σ. 242).
13. Ἄν καί ἡ Ἐκκλησία μέ τήν αὐστηρή ἔννοια τοῦ ὅρου ἱδρύθηκε μόνο μέ τό ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 16,18), ὅμως, κατά κάποια ἔννοια, μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο καί γιά τούς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού λαχταροῦσαν τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Μετά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στόν Σταυρό, ὅταν Αύτός κατέβηκε στόν Ἅδη καί «τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασιν ἐκήρυξεν» (Α´ Πέτρ. 3,19), ἔφερε τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μαζί του στόν Παράδεισο καί τότε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας γιορτάζει τούς Προπάτορες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τούς Πατριάρχες καί Προφῆτες ὡς ἁγίους, ἴσους μέ τούς ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης. Περί τῆς Ἐκκλησίας γενικά θά γράψουμε στό οἰκεῖο κεφάλαιο στήν σειρά τῶν δογματικῶν μας ἐδῶ μελετῶν.
14. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κ. 90 περί Γραφῆς.
15. Α´ Πεντάτευχος (ἤ νομοθεσία): Γένεσις, Ἔξοδος, Λευϊτικόν, Ἀριθμοί, Δευτερονόμιον. Β´ Πεντάτευχος (τά καλούμενα Γραφεῖα ἤ ἀπό ἄλλους Ἁγιόγραφα): Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, Κριταί - Ρούθ, Α´ Β´ Βασιλειῶν, Γ´-Δ´ Βασιλειῶν, Α´-Β´Παραλειπομένων. Γ´ Πεντάτευχος (Στιχήρεις βίβλοι): Ἰωβ, Ψαλτήριον, Παροιμίαι Σολομῶντος, Ἐκκλησιαστής, Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων. Δ´ Πεντάτευχος (ἡ προφητική): Τό δωδεκαπρόφητον, Ἡσαΐας, Ἰερεμίας, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ. – Σ᾽ αὐτά τά εἴκοσι βιβλία κατά τήν παραπάνω σύμπτυξή τους (4Χ5) προστίθενται καί δύο: Τοῦ ῎Εσδρα (Α´-Β´) καί τῆς Ἐσθήρ. Σύνολον: 22 (Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, στό κεφ. 90 περί Γραφῆς).
16. «Ἀποστολικοί Κανόνες» ἤ «Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων» εἶναι μιά συλλογή ἀπό 85 ἐκκλησιαστικούς Κανόνες πού παραδόθηκαν ἀπό τούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους. Ἐπικυρώθηκαν ἀπό τόν β´ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐν Τρούλλῳ, 692) καί τόν α´ Κανόνα τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅλη ἡ συλλογή ὅμως τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων δέν ἔγινε πρίν ἀπό τόν 4ο αἰώνα. Ὁ ὅρος «Ἀποστολικοί» δέν σημαίνει ἀναγκαίως ὅτι ὅλοι οἱ Κανόνες ἤ ἡ συλλογή τους ἔγινε ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀλλά ὅτι περιέχουν τήν παράδοση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
17. Βλ. Χρήστου Ἀνδρούτσου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σ. 6.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

4
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
(Γιά τόν λαό)

Μάθημα 4ον


Περί τῆς Καινῆς Διαθήκης


1. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, εἴπαμε, προφητεύει τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Ἀπ᾽ ὅλα της τά βιβλία ἀκούεται ὅτι «θά ἔλθει ὁ Μεσσίας», ὁ Χριστός. Καί ἡ Καινή Διαθήκη βεβαιώνει ὅτι ἦρθε ὁ Μεσσίας! Καί τό τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἀποκάλυψη, λέει ὅτι «θά ξαναέρθει ὁ Χριστός» μέ τήν δεύτερή Του Παρουσία. Θά λέγαμε, λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι προφητική, ἀφοῦ ἀρχίζει καί τελειώνει μέ προφητεῖες.

Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναζητάει τόν Μεσσία· ψάχνει νά Τόν βρεῖ· αὐτό ἀποτελεῖ τό «τέλος», τόν σκοπό δηλαδή τοῦ κόσμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Ἰώβ λέει μέ λαχτάρα: «Εἴθε νά ἤξερα ποῦ νά Τόν βρῶ» (Ἰώβ 23,3).1 Στήν ἀναζήτηση αὐτή ἀπαντάει ἡ Καινή Διαθήκη καί λέγει: «Εὑρήκαμεν»! (Ἰωάν. 1,46).

2. Ἡ Καινή Διαθήκη ἀποτελεῖται ἀπό 27 βιβλία: Τά τέσσερα Εὐαγγέλια (κατά Ματθαῖον, κατά Μᾶρκον, κατά Λουκᾶν, κατά Ἰωάννην), τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τίς δεκατέσσερις ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου (πρός Ρωμαίους, πρός Κορινθίους Α´, Β´, πρός Γαλάτας, πρός Ἐφεσίους, πρός Φιλιππησίους, πρός Κολασσαεῖς, πρός Θεσσαλονικεῖς Α´, Β´, πρός Τιμόθεον Α´, Β´, πρός Τίτον, πρός Φιλήμονα, πρός Ἑβραίους), τίς ἑπτά Καθολικές ἐπιστολές (Ἰακώβου, Πέτρου Α´, Β´, Ἰωάννου Α´, Β´, Γ´, Ἰούδα) καί τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. – Τά βιβλία αὐτά εἶναι μαρτυρικές καταθέσεις τῶν Ἀποστόλων καί ἄλλων μαθητῶν περί τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς διαθήκης Του, πού συνήφθη μέ τό Αἷμα Του γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου· δέν ἀποτελοῦν τά βιβλία αὐτά συστηματική ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλά εἶναι κείμενα πού γράφτηκαν κατά διαφόρους καιρούς γιά ἕνα ὁρισμένο σκοπό· εἶναι δηλαδή περιστασιακά κείμενα. Δυό λόγοι κυρίως ἀνάγκασαν τούς ἱερούς συγγραφεῖς νά γράψουν τά βιβλία αὐτά. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ κίνδυνος γιά διαστρέβλωση τῆς διδαχῆς τῶν Ἀποστόλων, πού ἤδη ἄρχισε νά γίνεται, καί ὁ ἄλλος λόγος εἶναι ἡ ἀνάγκη γιά ἐπικοινωνία ἀπό μακρυά μέ τίς διάφορες ἐκκλησιαστικές κοινότητες. Καί ἐχρησιμοποιοῦντο ἀπό παλαιά τά ἱερά αὐτά βιβλία γιά ὁρισμένους σκοπούς τῆς Ἐκκλησίας. Τά τρία πρῶτα Εὐαγγέλια, γιά παράδειγμα, τά καλούμενα «Συνοπτικά», μαζί μέ κείμενα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, χρησίμευαν γιά τήν διδασκαλία τῶν Κατηχουμένων πρίν ἀπό τό βάπτισμά τους· καί τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο χρησίμευε γιά ὑψηλότερη διδασκαλία τῶν ἤδη βαπτισθέντων, γιά περισσότερη κατάρτιση τῶν πιστῶν. Γι᾽ αὐτό καί σήμερα ἀκόμη στήν Ἐκκλησία μας μετά τό Πάσχα, κατά τό ὁποῖο γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, τά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα εἶναι ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καί κατά τό πλεῖστον εἶναι σχετικά μέ νερό (βάπτισμα). Καί οἱ ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου γράφτηκαν γιά νά ἐπιλύσουν σοβαρά θέματα πού ἀπασχολοῦσαν διάφορες ἐκκλησιαστικές κοινότητες. Δέν ἀποτελοῦν, λοιπόν, ξαναλέμε, τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, συστηματική ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι κείμενα περιστασιακά. Ὅπως λέει ὁ Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου κ.Ἱερόθεος, οἱ Ἀπόστολοι «δέν εἶχαν πρόθεση νά παρουσιάσουν συστηματικά τήν διδασκαλία, τήν ὁποία παρέλαβαν ἀπό τόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἀποκάλυψη δέν ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ὑπάρχουν θέματα τά ὁποῖα, λόγω τοῦ ὅτι δέν ἀντιμετωπίστηκαν ὡς προβλήματα, δέν γράφονται μέσα στήν Καινή Διαθήκη».2


Κανονικά καί ἀπόκρυφα βιβλία

1. Τά 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού ἀναφέραμε, εἶναι τά κανονικά βιβλία, πού περιλαμβάνονται στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως τόν καθόρισε ἡ Ἐκκλησία. Τά κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς λέγονται καί «ἐνδιάθετα» ἤ «ἐνδιάθηκα», γιατί περιλαμβάνονται στήν Διαθήκη· ἀκόμη λέγονται καί «γνήσια». Ἀντίθετα τά μή γνήσια λέγονται «νόθα» ἤ «ἀπόκρυφα».3 Ἀπόκρυφα βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, καλοῦνται τά βιβλία ἐκεῖνα πού γράφτηκαν ἀπό τόν Β´ π.Χ. μέχρι τόν Ε´ μ.Χ. αἰώνα, εἴτε ἀπό Ἰουδαίους εἴτε ἀπό χριστιανούς συγγραφεῖς, καί στά ὁποῖα οἱ συγγραφεῖς τους, μιμούμενοι τά κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προσπαθοῦσαν νά δώσουν κανονικό κύρος. Τά ἀπόκρυφα βιβλία εἶναι πολυάριθμα· πολλά διασώθηκαν στά συγγράμματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων κατά τούς τίτλους τους μόνο, ἄλλα δέ καί κατά τό περιεχόμενό τους. Ὡς πρός τήν ὀνομασία τους τά ἀπόκρυφα βιβλία στρέφονται γύρω ἀπό τήν ὀνομασία τῶν κανονικῶν βιβλίων.

2. Τά κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀλάθητα, δέν περιέχουν δηλαδή καμμία ἀνακρίβεια καί κανένα λάθος ἤ ψέμα σχετικά μέ τήν σωτήρια ἀλήθεια. Καί ἀκόμη τά κανονικά αὐτά βιβλία εἶναι θεόπνευστα. Γράφτηκαν ἀπό ἱερούς ἄνδρες μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι κατ᾽ οὐσίαν ὁ συγγραφεύς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί πού χρησιμοποίησε τούς ἱερούς συγγραφεῖς ὡς ὄργανα· συμμετεῖχαν ὅμως οἱ ἱεροί συγγραφεῖς στά νοήματα πού ἔγραφαν καί δέν ἔγραφαν σάν μέντιουμ, γιατί ἔγραφαν μέ τόν προσωπικό τους γλωσσικό καί συγγραφικό χαρακτήρα. Τά ἀπόκρυφα βιβλία, ἀντίθετα πρός τά κανονικά, ἔχουν πλάνες, γιατί γράφονταν ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀπό αἱρετικούς κύκλους.

3. Ὑπάρχουν καί μερικά ἄλλα βιβλία, τά ὁποῖα δέν εἶναι μέν κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά δέν εἶναι καί ἀπόκρυφα, πονηρά δηλαδή πλαστογραφήματα. Εἶναι γνήσια βιβλία ὁρισμένων ἀποστολικῶν πατέρων ἀλλά ὄχι θεόπνευστα μέ τό κύρος τῶν κανονικῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τέτοια βιβλία εἶναι οἱ Ἐπιστολές τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ἡ Διδαχή τῶν Ἀποστόλων κ.ἄ. Ἀπό μερικούς παλαιούς τά βιβλία αὐτά κρίθηκαν καί ὡς κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό. Τά βιβλία αὐτά εἶναι καλά καί ὠφέλιμα καί ἀναγκαῖα πρός μελέτη, εἶναι «ἀναγνώσιμα», ὄχι ὅμως θεόπνευστα μέ τήν ἰδιαίτερη ἔννοια, ὅπως τά κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.4

4. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας συχνά ἔκαναν καταλόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά πρέπει ἰδιαίτερα νά παρατηρήσουμε ὅτι τούς ἄφηναν ἀτελεῖς, γιατί περίμεναν τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν αὐθεντικό καθορισμό τῶν κανονικῶν βιβλίων. Ὅπως εἴπαμε, τά κανονικά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι 27. Λέγεται πολλές φορές ὅτι τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι 27, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ἔκρινε αὐτά ὡς γνήσια μετά ἀπό προσεκτική μελέτη, ἤ λέγεται ὅτι αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης συμπεριλήφθηκε στόν Κανόνα, ἐπειδή μετά ἀπό καιρό διαπιστώθηκε ἡ γνησιότητά του. «Αὐτό εἶνε ἕνα λάθος καί μάλιστα σοβαρόν. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἔκρινε τό περιεχόμενον ἑνός κανονικοῦ βιβλίου, διά νά ἀποφασίσῃ ἄν πρέπῃ ἤ δέν πρέπῃ νά γίνῃ δεκτόν εἰς τόν Κανόνα. Ἡ Ἐκκλησία παρέλαβεν. Ἡ ἠγγυημένη παραλαβή εἶνε τό κριτήριον τοῦ κανονικοῦ καί ὄχι ἡ ἐκ τῆς μελέτης διαπίστωσις τῆς ἀξιοπιστίας. Κριτήριον εἶνε ἡ ἱστορική πληροφορία καί ὄχι ἡ κριτική ἐργασία. Καί τά κανονικά βιβλία ἦσαν εἰς τόν Κανόνα ἐξ ἀρχῆς, δέν προεκρίθησαν διά νά εἰσέλθουν. Διά τοῦτο καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέγει “περί ἧς ἐπληροφορήθημεν, καθώς παρέδοσαν τοῖς πατράσι” καί ὄχι “ἅτινα προεκρίναμεν κατόπιν ἐμβριθοῦς ἐξετάσεως”. Τά κανονικά εἶναι διά τόν Ἀθανάσιον τά “παραδοθέντα, πιστευθέντα τε θεῖα εἶναι”, καί ὄχι τά προφανῶς ὑπερέχοντα τῶν ἄλλων ἤ τά ἐκ τῆς κριτικῆς βασάνου γνήσια ἀποδεικνυόμενα. Δηλαδή οἱ πατέρες δέν ἐξήταζον τίποτε ἄλλο, εἰ μή πῶς καί ὑπό τινων μαρτυροῦνται τά βιβλία, καί μέχρι ποῦ ἀνέρχεται ἡ μαρτυρία των καί ἄν εἶνε συνεχής καί ἀδιάκοπος καί ἠγγυημένη» (Σάκκος).5


Ἔγκυρος ἐκκλησιαστικός κατάλογος τῶν κανονικῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ὁλοκλήρου τοῦ Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ὁ κατάλογος τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Ὁ κατάλογος αὐτός περιλαμβάνεται στήν ΛΘ´ ἑορταστική ἐπιστολή του, πού ἀπεστάλη ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Πάσχα ὡς ἐγκύκλιος σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τῆς Οἰκουμένης.6 Ἀπό τήν ἐπιστολή σώθηκε μόνο τό κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τόν κατάλογο τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ἀναφέρεται στήν ἐπιστολή αὐτή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, αὐτόν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, αὐτός εἶναι ἐκκλησιαστικός Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς.7



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στό κείμενο τῶν Ο´ ὁ στίχος ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τίς ἄρα γνοίη ὅτι εὕροιμι αὐτόν καί ἔλθοιμι εἰς τέλος;».
2. Βλ. τό βιβλίου του, Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σ. 21.
3. Πλαστό καί νόθο κείμενο εἶναι καί ἡ λεγόμενη «Ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ», πού εἶναι ἀκόμη καί τώρα πολυφίλητο ἀνάγνωσμα στούς ἁπλοϊκούς πιστούς, ἀλλά πρέπει μέ καλό τρόπο νά τούς βοηθοῦμε νά μήν τό διαβάζουν. Εἴπαμε μέ «καλό τρόπο», γιατί δέν εἶναι καθόλου συνετή ἡ ἄγρια ἐπίθεση πολλῶν μορφωμένων (!) θεολόγων κατά τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν μας, πού διαβάζουν τήν «Ἐπιστολή», καί ἡ ἀπότομη συμβουλή τους νά τήν σχίσουν καί νά τήν κάψουν. Κάνουμε ζημιά πράγματι μέ αὐτόν τόν τρόπο στήν ἀσθενική ψυχή, πού, πολύ πιθανόν, ἀπό αὐτό τό πλαστό ἀνάγνωσμα νά ἄρχισε νά ζεῖ τήν μετάνοια καί μάλιστα νά ἀπόκτησε καί πνευματικά βιώματα. Ὄχι ἔτσι! Ἀλλά σ᾽ ἐκείνους πού διαβάζουν τήν «Ἐπιστολή» μποροῦμε νά τούς δίνουμε ἄλλα πνευματικά βιβλία, καταληπτά καί κατάλληλα γι᾽ αὐτούς, ὅπως εἶναι, γιά παράδειγμα, οἱ βίοι τῶν ἁγίων, ἔπειτα νά τούς ὠθοῦμε νά διαβάσουν τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί ἔτσι προοδεύοντας αὐτοί θά καταλάβουν μόνοι τους ὅτι ἡ «Ἐπιστολή» εἶναι νόθο κείμενο, γιατί δέν εἶναι ὁ Πατέρας μας Θεός ὅπως τόν παριστάνει τό κείμενο αὐτό, καί ὅτι μέχρι τώρα τούς ἦταν ἕνα «μπιμπερό» καί αὐτοί, σάν τά βρέφη, νόμιζαν ὅτι ἔχει τροφή, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι πλαστό ἀντικείμενο.
4. Βλ. Σ. Σάκκου, Μαθήματα εἰσαγωγῆς εἰς τήν Καινήν Διαθήκην σ. 15.
5. Μνημ. ἔργ. σ. 33.
6. Ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπιφόρτισε ἀποκλειστικά τόν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας νά ὑπενθυμίζει μέ ἐγκύκλιο σ᾽ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τίς ἐντολές τῆς Συνόδου, νά καθορίζει τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα καί νά ἐκφράζει τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.
7. Καταλόγους, ὅπως εἴπαμε, συνέταξαν καί ἄλλοι Πατέρες, ὅπως καί ἡ σύγχρονος πρός τόν Ἀθανάσιο Σύνοδος τῆς Λαοδικείας. Μερικοί ἀπό τούς καταλόγους αὐτούς ἀριθμοῦν 26 μόνο βιβλία, μή δεχόμενοι τήν Ἀποκάλυψη (ὅπως οἱ κατάλογοι Κυρίλλου Ἰεροσολύμων, Ἀμφιλοχίου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀργότερα ἄλλαξε γνώμη καί δέχθηκε τήν Ἀποκάλυψη κ.ἄ.), ἐνῶ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός δεχόταν 28 βιβλία προσθέτοντας καί τούς Κανόνες τῶν Ἀποστόλων. Ὅπως φαίνεται, περί τῆς Ἀποκαλύψεως ταλαντευόταν καί ὁ Χρυσόστομος, γι᾽ αὐτό καί δέν ἔχει καμμιά παραπομπή ἀπ᾽ αὐτήν, οὔτε ἐξέφερε γνώμη περί αὐτῆς. «Ὅσοι ἐταλαντεύθησαν περί τήν Ἀποκάλυψιν ἤ ἀπέρριψαν αὐτήν, παρεσύρθησαν ἐκ τοῦ καταλόγου τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, ὅστις ὅμως δέν εἶναι ἔγκυρος καί ὑπάρχουν ἱκανά περί τούτου τεκμήρια» (Σάκκος).
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

5
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
(Γιά τόν λαό)

Μάθημα 5ον


Ὀρθόδοξη μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς


1. Γιά νά ἑρμηνεύσουμε σωστά τήν Ἁγία Γραφή χρειάζεται ὁ φωτισμός τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀποκτᾶμε μέ τήν προσευχή καί τήν καθαρότητα τοῦ βίου. Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστο κείμενο, ἑρμηνεύεται σωστά, θεολογικά, μόνον ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὄχι μόνο ὁ γράφων ἀλλά καί ὁ διαβάζων πρέπει νά γνωρίζῃ γράμματα. Ὄχι μόνον ὁ γράφων περί μαθηματικῆς πρέπει νά γνωρίζῃ τήν μαθηματικήν, ἀλλά καί ὁ διαβάζων καί ὁ ἑρμηνεύων τά γραφόμενα τοῦ μαθηματικοῦ πρέπει νά γνωρίζῃ τήν μαθηματικήν. Τό ἴδιον ἀκριβῶς ἰσχύει διά τήν διά κειμένων μετάδοσιν οἱασδήποτε ἐπιστήμης. Καί διά ποῖον λόγον νά ἐξαιρῆται ἡ Ἁγία Γραφή; Ἐν αὐτῇ ἀναγράφεται ἡ περί Θεοῦ καί τῆς βασιλείας καί δόξης Αὐτοῦ ἐμπειρία τῶν θεουμένων προφητῶν καί ἀποστόλων. Πῶς δέν ἰσχύει ὁ γενικός ἐπιστημονικός κανών καί εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν; Ὅτι δηλαδή οἱ ὀρθῶς ἀναγινώσκοντες καί ἑρμηνεύοντες τήν ἐμπειρίαν ταύτην τῶν θεουμένων εἶναι οἱ ἀνήκοντες εἰς τήν ἐν Χριστῷ κοινωνίαν τῶν θεουμένων;».1

Πρέπει, λοιπόν, νά προσευχόμαστε νά μᾶς στείλει ὁ Χριστός τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά ἑρμηνεύσουμε σωστά τόν λόγο Του. Πόσο ὡραῖο εἶναι ἐκεῖνο πού γράφει τό Γεροντικό, ὅτι πῆγαν κάποιοι ἀδελφοί στόν ἀββᾶ Ἀντώνιο νά τόν ρωτήσουν πῶς ἑρμηνεύεται ἕνα χωρίο τοῦ Λευιτικοῦ.2 Καί ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἔκανε προσευχή στόν Θεό νά στείλει τόν Μωυσῆ, πού ἔγραψε τό Λευιτικό, νά τούς ἑρμηνεύσει τό δύσκολο χωρίο!3


Τόν σωστό τρόπο ἀνάγνωσης τῆς Ἁγίας Γραφῆς τόν συνιστᾶ ἡ λατρεία μας. Γιά νά παρουσιαστεῖ τό ἱερό Εὐαγγέλιο στούς πιστούς (παλαιότερα καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου), γίνεται ὁλόκληρη λιτανεία· καί φτάνοντας ὁ ἱερέας στό κέντρο τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ὑψώνει τήν ἱερά Βίβλο, τήν «Σοφία» τοῦ Θεοῦ καί ὁ λαός τήν ὑποδέχεται μέ προσκυνήματα λέγοντας «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν...». Καί δέν γίνεται ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν κειμένων, ἄν δέν γίνει ἡ δέουσα προετοιμασία τῶν πιστῶν μέ τό ἐπανειλημμένως «Πρόσχωμεν»· διαβάζεται δέ καί εἰδική εὐχή ἀπό τόν ἱερέα γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων.4 Τήν ὡραία αὐτή λειτουργική τάξη τήν διατηροῦσαν πρίν ἀπό μερικά χρόνια εὐσεβεῖς οἰκογένειες, ἰδιαίτερα τῶν χωριῶν μας, πού τοποθετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή στό εἰκόνισμα, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τήν εἶχε στό ἱερό Σκευοφυλάκιο πρῶτα ἤ σήμερα στήν ἁγία Τράπεζα. Ἀλλά ἦρθαν στήν πατρίδα μας μερικοί θεολόγοι ἀπό τήν Δύση, μέ κολοκυθόσπορο στά κρανία τους, καί κορόϊδευαν τήν εὐσέβεια αὐτή τοῦ γνήσια ὀρθόδοξου λαοῦ μας, λέγοντας: «Γιά τό εἰκόνισμα εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή;». Καί βέβαια γιά τό εἰκόνισμα εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί δέν εἶναι γιά τήν τσέπη σου! Καί ὅταν ἡ εὐσεβής οἰκογένεια ἔπρεπε νά ἀναγνώσει τήν ἱερά Βίβλο, θυμίαζε πρῶτα καί ὕψωνε ἔπειτα τό μικρό, τό ἁγνό παιδί νά τήν φτάσει ἀπό τό εἰκόνισμα, γιά νά τήν ἀναγνώσουν. Διάβαζε ὁ ἕνας καί οἱ ἄλλοι ἄκουγαν· καί ὅταν τελείωναν τήν ἱερή ἀνάγνωση πάλι κατά τόν ἴδιο τρόπο τοποθετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή στήν θέση της, στό Εἰκόνισμα. Αὐτή τήν ὡραία τάξη, πού ἀναδεικνύει τήν ἱερότητα τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μᾶς τήν κατάργησαν μερικοί δυτικίζοντες θεολόγοι κοπτόμενοι τάχα γιά τήν ἄγνοια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπό τόν λαό μας.5


Τέλος, σχετικά μέ τήν Ἁγία Γραφή, ἔχουμε νά παραθέσουμε μιά ὡραία, ὅσο καί περίεργη ἰδέα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τοῦ καλύτερου ἑρμηνευτῆ τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Ἀρχίζοντας ὁ ἱερός πατέρας τήν ἑρμηνεία στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο λέει ὅτι ἔπρεπε νά εἴχαμε τόσο καθαρό βίο, ὥστε νά μήν εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά νά μιλοῦσε κατ᾽ εὐθεῖαν στήν καρδιά μας τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι ἐπικοινωνοῦσε ὁ Θεός μέ τήν πρώτη γενεά τῶν ἀνθρώπων, μέ τούς πρωτοπλάστους πρίν ἀπό τήν πτώση τους, μέ τόν Νῶε ἔπειτα, μέ τόν Ἀβραάμ, μέ τόν Ἰώβ καί μέ τόν Μωυσῆ. Δέν ἐπικοινωνοῦσε μέ γράμματα, ἀλλά, ἐπειδή εὕρισκε καθαρή τήν ψυχή τους, τούς μιλοῦσε προσωπικά ὁ Ἴδιος. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἐξώκειλε ἡ γενεά τῶν ἀνθρώπων, ὁ Θεός σύναψε μέ αὐτούς συμβόλαιο (αὐτό εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή), γιά νά θυμοῦνται τήν σχέση τους μέ τόν Θεό. Αὐτό δέν εἶναι πρός «κατηγορία» τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά, ὅπως λέει στό τέλος τῆς περικοπῆς του ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὑποδηλώνει πόσο μεγάλο εἶναι τό «ἔγκλημά» μας καί πόσο μεγαλύτερη κόλαση ἐπισύρουμε ἐναντίον μας, ὅταν περιφρονοῦμε καί αὐτόν τόν τρόπο τοῦ Θεοῦ πού μεταχειρίστηκε γιά τήν σωτηρία μας, τήν παράδοση δηλαδή τοῦ θελήματός Του γραπτῶς (Ἁγία Γραφή).6


Κατά τήν παραπάνω πατερική ἰδέα ἑρμηνεύεται τό παρατηρούμενο φαινόμενο ἁπλοϊκῶν εὐσεβῶν πιστῶν, πού, ἐνῶ δέν ἔχουν διαβάσει τήν Ἁγία Γραφή καί ἔχουν τελεία ἄγνοια τοῦ περιεχομένου της, ὅμως, ἐπειδή ἔχουν καθαρή καρδιά, ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐκφράζουν μέ τά λόγια τους καί μέ τήν ζωή τους τήν Ἁγία Γραφή καλύτερα ἀπό κάθε ἐπιστήμονα μελετητή της.7


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α´ σ. 174.175. Καί γιά τήν μετάφραση τῶν Ο´, ἡ ὁποία εἶναι ἑρμηνεία καί ὄχι ξηρή μετάφραση τοῦ Ἑβραϊκοῦ πρωτοτύπου, ἑρμηνεία «θεόθεν οἰκονομηθεῖσα» κατά τόν Εὐσέβιο, ὁ ἴδιος καθηγητής γράφει: «...Πάντως ἀκριβῶς διά τούς ἰδίους λόγους οὐδέποτε ἠδυνήθησαν νά καταλάβουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀλλά καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί (ἄν καί ἀπέδιδον μεγάλην σημασίαν εἰς τήν βουλγάταν), πῶς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐθεώρουν ἐξ ἴσου θεόπνευστον μετά τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου καί τήν μετάφρασιν τῶν Ο´.
Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως ἐκεῖνο τό ὁποῖον κάμνει τό κείμενον θεόπνευστον δέν εἶναι αἱ ἀρχικαί λέξεις καθ᾽ ἑαυτάς, ἀλλά ἡ ὑπό τῶν θεουμένων ἑρμηνεία τοῦ κειμένου, διότι ὅσον ἀκριβές πρός τό πρωτότυπον καί ἄν εἶναι τό κείμενον, εἰς χεῖρας μή θεουμένων καί ἐκτός τῆς κοινωνίας αὐτῶν εὑρισκομένων δέν ὠφελεῖ. Καί τά ἴδια τά ὑπό προφητῶν καί ἀποστόλων ἰδιοχείρως γραφόμενα καί ἄν εἶχον οὗτοι ἵνα διαβάσουν καί μελετήσουν πάλιν κεκρυμμένον ἀπό αὐτούς θά εἶναι τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον. Καί τοῦτο, διότι θεόπνευστον δέν εἶναι τό κείμενον καθ᾽ ἑαυτό, ἀλλά θεόπνευστος εἶναι ὁ γράφων αὐτό θεούμενος, ἤ Θεόπνευστα τά περί θεουμένου γραφόμενα, ἀλλά μόνον, ὅταν ὑπό θεουμένου ἑρμηνεύονται» (αὐτόθι σ. 174).
2. Πολύ ὡραῖο καί πολύ ἐλεγκτικό αὐτό γιά μᾶς! Φανταστεῖτε το· διάβαζαν τήν Παλαιά Διαθήκη, τό βιβλίο τοῦ Λευιτικοῦ· κάτι δέν κατάλαβαν καί δέν τό προσπέρασαν ἀδιάφορα, ἀλλά πῆγαν μακρυά νά βροῦν τόν ἅγιο Ἀντώνιο νά τούς τό ἑρμηνεύσει!
3. «Ἀδελφοί παρέβαλον τῷ ἀββᾷ Ἀντωνίῳ καί εἶπον αὐτῷ ρῆμα τοῦ Λευιτικοῦ. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ γέρων εἰς τήν ἔρημον, καί ἠκολούθησεν αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς κρυφῇ, εἰδώς τήν συνήθειαν αὐτοῦ. Καί μακρύνας πολύ ὁ γέρων, στάς εἰς προσευχήν, ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· “Ὁ Θεός, ἀπόστειλον τόν Μωυσῆν, καί διδάξει με τό ρῆμα τοῦτο”. Καί ἦλθεν αὐτῷ φωνή λαλοῦσα μετ᾽ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς ὅτι, “τήν μέν φωνήν ἤκουσα τήν λαλοῦσαν μετ᾽ αὐτοῦ, τήν δέ δύναμιν τοῦ λόγου οὐκ ἔμαθον”» (ΕΠΕ Φιλοκαλία Α´, 58.26).
4. Ἡ εὐχή «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Κύριε, τό τῆς Σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμούς διάνοιξον εἰς τήν τῶν Εὐαγγελικῶν Σου κηρυγμάτων κατανόησιν...».
5. Δέν ἀντέχουμε παρά νά παραθέσουμε ἐδῶ, ἔστω καί σέ ὑποσημείωση, μιά ὡραία σχετική περικοπή τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτη Σερβίων καί Κοζάνης κυροῦ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ἀπό ἕνα γραπτό του κήρυγμα στό ποίμνιό του: «Ἄς τό ποῦμε καθαρά, παντοῦ πνέει στήν Ἐκκλησία μας προτεσταντικός ἀέρας. Ὄχι πώς οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι ἕτοιμοι νά γίνουν προτεστάντες, μά φοβοῦνται πώς ἡ Ἐκκλησία μένει πίσω καί πώς εἶναι ἀνάγκη πολλά παληά νά λείψουν κι ἄλλα πάλι ν᾽ ἀνανεωθοῦν, ἡ γλώσσα τῶν Γραφῶν καί τῆς Λατρείας, ἡ διοίκηση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ κι ἄλλα. Ὅλα ἐτοῦτα εἶν᾽ ἕνας ἀέρας ἐπαναστατικός πού ἔρχεται ἀπό τόν προτεσταντισμό, σάν μιά διάθεση στό βάθος νά λυτρωθοῦμε ἀπό τά δῆθεν δεσμά τῆς παραδόσεως... Οἱ πιό πολλοί ἀπό κείνους πού κρατοῦν μιά Καινή Διαθήκη στήν τσέπη τους καί τήν ἀνοίγουν εὔκαιρα καί ἄκαιρα ὅπου βρεθοῦν, τάχα πώς διαβάζουν καί μελετοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, αὐτοί λοιπόν ἐκεῖνο μᾶλλον πού κερδίζουν εἶναι ὅτι ἐξοικειώνονται μέ τό ἱερό κείμενο καί στό τέλος κρατοῦν στά χέρια τους τήν Καινή Διαθήκη σάν ἕνα κοινό βιβλίο. Κάποιοι τώρα θά γελάσουν καί θά ποῦν· “Νά βάλουμε λοιπόν τήν Ἁγία Γραφή στά εἰκονίσματα, νά τήν προσκυνοῦμε καί νά μήν τήν ἀνοίγουμε”. Κι ὅμως αὐτή εἶναι ἡ ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας· ἡ Ἁγία Γραφή δέν κουβαλιέται στήν τσέπη, εἶναι στά εἰκονίσματα τοῦ σπιτιοῦ καί στήν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὅταν εἶναι νά διαβάση ἡ οἰκογένεια, κάνουν τό σταυρό τους γιά νά κατεβάσουν τό Εὐαγγέλιο (ὅλη τήν Ἁγία Γραφή Εὐαγγέλιο τή λένε οἱ Ὀρθόδοξοι) ἀπό τά εἰκονίσματα· κι ὅταν εἶναι νά διαβαστοῦν οἱ Γραφές στήν Ἐκκλησία γίνεται πρῶτα ἐπίσημη λιτανεία (ἡ μικρά Εἴσοδος) κι ὕστερα ὁ λειτουργός φωνάζει: «Σοφία· Ὀρθοί». Κι ὁ λαός κάνει τό σταυρό του καί λέει· «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι». Ὅλα ἐτοῦτα δείχνουν πώς οἱ ὀρθόδοξοι τό θεῖο λόγο δέν τόν διαβάζουν μόνο, μά τόν προσκυνοῦν καί τόν λατρεύουν» (Ἱερά Μητρόπολις Σερβίων καί Κοζάνης, Λόγος Παρακλήσεως (ἤτοι γραπτό κήρυγμα στούς Ἀποστόλους καί στά Εὐαγγέλια ὅλου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Κοζάνῃ, 1967), Προλεγόμενα· σ. 8.).
6. Παραθέτουμε ὅλη τήν ὡραία περικοπή τοῦ ἱεροῦ πατέρα: «Ἔδει μέν ἡμᾶς μηδέ δεῖσθαι τῆς ἀπό τῶν γραμμάτων βοηθείας, ἀλλ᾽ οὕτω βίον παρέχεσθαι καθαρόν, ὡς τοῦ Πνεύματος τήν χάριν ἀντί βιβλίων γίνεσθαι ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς, καί καθάπερ ταῦτα διά μέλανος, οὕτω τάς καρδίας τάς ἡμετέρας διά Πνεύματος ἐγγεγράφθαι. Ἐπειδή δέ ταύτην διεκρουσάμεθα τήν χάριν, φέρε κἄν τόν δεύτερον ἀσπασώμεθα πλοῦν. Ἐπεί ὅτι τό πρότερον ἄμεινον ἦν, καί δι᾽ ὧν εἶπε, καί δι᾽ ὧν ἐποίησεν, ἐδήλωσεν ὁ Θεός. Καί γάρ τῷ Νῶε καί τῷ Ἀβραάμ καί τοῖς ἐγγόνοις τοῖς ἐκείνου, καί τῷ Ἰώβ καί τῷ Μωυσεῖ δέ, οὐ διά γραμμάτων διελέγετο, ἀλλ᾽ αὐτός δι᾽ ἑαυτοῦ, καθαράν εὑρίσκων αὐτῶν τήν διάνοιαν. Ἐπειδή δέ εἰς αὐτόν τῆς κακίας ἐνέπεσε τόν πυθμένα ἅπας τῶν Ἑβραίων ὁ δῆμος, τότε λοιπόν γράμματα καί πλάκες καί ἡ διά τούτων ὑπόμνησις. Καί τοῦτο οὐκ ἐπί τῶν ἐν τῇ Παλαιᾷ ἁγίων, ἀλλά καί ἐπί τῶν ἐν τῇ Καινῇ συμβάν ἴδοι τις ἄν. Οὐδέ γάρ τοῖς ἀποστόλοις ἔδωκέ τι γραπτόν ὁ Θεός, ἀλλ᾽ ἀντί γραμμάτων τήν τοῦ Πνεύματος ἐπηγγείλατο δώσειν χάριν. “Ἐκεῖνος γάρ ὑμᾶς ἀναμνήσει”, φησί, “πάντα”. Καί ἵνα μάθῃς ὅτι τοῦτο πολύ ἄμεινον ἦν, ἄκουσον διά τοῦ προφήτου τί φησι. “Διαθήσομαι ὑμῖν διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εἰς διάνοιαν αὐτῶν, καί ἐπί καρδίας γράψω αὐτούς, καί ἔσονται πάντες διδακτοί Θεοῦ”. Καί ὁ Παῦλος δέ ταύτην ἐνδεικνύμενος τήν ὑπεροχήν, ἔλεγεν εἰληφέναι νόμον, “οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλ᾽ ἐν πλαξί καρδίας σαρκίναις”. Ἐπειδή δέ τοῦ χρόνου προϊόντος ἐξώκειλαν, οἱ μέν δογμάτων ἕνεκεν, οἱ δέ βίου καί τρόπων, ἐδέησε πάλιν τῆς ἀπό τῶν γραμμάτων ὑπομνήσεως. Ἐννόησον οὖν ἡλίκον ἐστί κακόν, τούς οὕτως ὀφείλοντας ζῆν καθαρῶς, ὡς μηδέ δεῖσθαι γραμμάτων, ἀλλ᾽ ἀντί βιβλίων παρέχειν τάς καρδίας τῷ Πνεύματι, ἐπειδή τήν τιμήν ἀπωλέσαμεν ἐκείνην, καί κατέστημεν εἰς τήν τούτων χρείαν, μηδέ τῷ δευτέρῳ πάλιν κεχρῆσθαι φαρμάκῳ εἰς δέον. Εἰ γάρ ἔγκλημα τό γραμμάτων δεηθῆναι, καί μή τήν τοῦ Πνεύματος ἐπισπάσασθαι χάριν, σκόπησον ἡλίκη κατηγορία, τό μηδέ μετά τήν βοήθειαν ταύτην ἐθέλειν κερδαίνειν, ἀλλ᾽ ὡς εἰκῇ καί μάτην κείμενα τά γράμματα περιορᾶν, καί μείζονα ἐπισπάσθαι τήν κόλασιν» (ΕΠΕ 9,16.1-18,1-14).
7. Κάποτε ὁ μακαριστός ἅγιος ἀρχιμανδρίτης πατήρ Δανιήλ Γούβαλης εἶπε ἔκπληκτος σέ μιά ἀγράμματη, ἀλλά εὐσεβῆ γιαγιά γιά ἕνα φωτισμένο της λογάκι: «Γιαγιά, αὐτό πού εἶπες τό λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή». Ἀκούοντας ἡ γιαγιά «ἁγία» νόμισε ὅτι ἡ «Γραφή» ἦταν πρόσωπο πού ἁγίασε καί λέει: «Μεγάλ᾽ ἡ χάρη της»!!!
Καί ὅμως αὐτή ἡ ἀγράμματη γιαγιά, πού εἶχε τόση ἄγνοια γιά τήν Ἁγία Γραφή, ὥστε νά τήν νομίζει ἄνθρωπο (!), μέ τόν ἁπλοϊκό της λόγο εἶπε χωρίο ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὥστε νά προκαλέσει τήν ἔκπληξη τοῦ θεολόγου ἀρχιμανδρίτου.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

6
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
(Γιά τόν λαό)



Μάθημα 6ον


ΙΕΡΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


1. Σάν νά μήν ἔχουμε σωστή ἔννοια γιά τήν ἱερή Παράδοση· σάν νά νομίζουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ ἱερή Παράδοση ἀποτελοῦν δυό διαφορετικά πράγματα, δυό ξέχωρες πηγές τῶν δογμάτων τῆς πίστης μας. Καί ὅπως λέει ὁ Ἐπίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ, ὄχι μόνο μή Ὀρθόδοξοι ἀλλά καί πολλοί Ὀρθόδοξοι υἱοθετοῦν αὐτήν τήν ἄποψη, ὁρίζοντες τήν Παράδοση ὡς τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ πού δέν καταγράφηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους καί ὁμιλοῦντες περί δύο διαφορετικῶν πηγῶν τῆς χριστιανικῆς πίστης, τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως.1

Ἡ τοποθέτηση αὐτή δέν εἶναι ὀρθόδοξη. Ὁ Θεός ἀποκάλυψε, «παρέδωκε» στήν Ἐκκλησία Του τήν Ἀλήθεια. Αὐτή εἶναι ἡ ἱερή Παράδοση: Εἶναι ὅλη ἡ ἀλήθεια τῆς πίστης μας. Ἕνα ὅμως μέρος ἀπό αὐτή τήν Παράδοση, λόγω ὁρισμένων περιστάσεων, καταγράφηκε καί ἀποτέλεσε τήν Ἁγία Γραφή. Ὥστε ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι μόνο ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς Παράδοσης, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς πίστης μας.2 Kαί δέν καταγράφηκε μόνο στήν Ἁγία Γραφή ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς Παράδοσης, δηλαδή τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί σέ ἄλλα μνημεῖα τῆς Ἐκκλησίας μας. «Παράδοση εἶναι ἡ ὀρθή πίστη, πού ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν Θεό στούς θεουμένους καί οἱ ὁποῖοι στήν συνέχεια τήν παραδίδουν στόν λαό τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τήν ἁγία Γραφή, τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων, τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, τά μυστήρια καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας» (Ἀρχιεπίσκοπος Σινᾶ, Φαράν καί Ραϊθώ κ. Δαμιανός).3 Δέν εἶναι λοιπόν τό πᾶν ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως λέγουν οἱ Προτεστάντες, ἀλλά τό πᾶν εἶναι ὅλη ἡ ἱερή Παράδοση, ὅπως βιώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἄς φανταστοῦμε τήν πρώτη ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας μας, πού δέν εἶχε γραφεῖ ἀκόμα κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης.


Ἡ Ἐκκλησία καί τότε ἀσφαλῶς γνώριζε, κήρυττε καί βίωνε τήν διά τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια καί δέν ἀποκαλύφθηκε αὐτή ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία ἀργότερα μέ τήν συγγραφή τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐπειδή φατρίαζαν οἱ Χριστιανοί στήν Κόρινθο καί γιά διάφορα ἄλλα θέματα, ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του· ἐπειδή δέν μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος νά ἐπικοινωνήσει μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης μέ ἄλλο τρόπο καί νά συμβουλεύσει τούς χριστιανούς γιά ὁρισμένα θέματα, ἔγραψε σ᾽ αὐτούς τήν πρώτη του ἐπιστολή· καί ἐπειδή παρεξήγησαν τήν ἐπιστολή του αὐτή ἔγραψε σ᾽ αὐτούς καί δεύτερη ἐπιστολή, ὅπου πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι παραπέμπει τούς ἀναγνῶστες του στό προφορικό κήρυγμα σ᾽ αὐτούς (βλ. Β´ Θεσ. 2,5.15).


Δηλαδή ἄν δέν συνέβαιναν αὐτές οἱ παρεξηγήσεις καί ἀταξίες στίς τοπικές αὐτές Ἐκκλησίες, δέν θά γράφονταν οἱ ἐπιστολές αὐτές. Τό ἴδιο ἰσχύει περίπου καί μέ τίς ἄλλες ἐπιστολές καί τά ἄλλα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γι᾽ αὐτό καί γράψαμε παραπάνω ὅτι δέν εἶναι τό πᾶν ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Προτεστάντες, ἀλλά ὅλη ἡ ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού τήν λέμε «ἱερή Παράδοση» καί πού βιώνεται ἀπό τήν ἀρχή στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, πολλές ἀλήθειες τῆς πίστης μας, πού βιώνουμε σάν χριστιανοί, πιθανόν νά μήν ἀναπτύσσονται διά πολλῶν στήν Καινή Διαθήκη, ἀκριβῶς γιατί δέν τίς ἀμφισβήτησαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἀδελφοί μας, ὥστε νά ἀναγκαστοῦν οἱ Ἀπόστολοι νά γράψουν εἰδικό κείμενο γι᾽ αὐτές.

Ἔτσι δέν λέγεται στήν Καινή Διαθήκη καθαρά ὅτι πρέπει νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιατί αὐτό ἦταν γνωστό στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἔτσι γινόταν καί δέν τό ἀμφισβήτησε κανείς· καί ἀσφαλῶς, ἄν σέ μιά τοπική Ἐκκλησία γινόταν ἀπό μερικούς αὐτή ἡ ἀμφισβήτηση, οἱ Ἀπόστολοι θά ἔγραφαν πρός τήν Ἐκκλησία αὐτή γιά τό θέμα αὐτό. Τό ἴδιο ἔχουμε νά ποῦμε γιά τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Οἱ Προτεστάντες καί Χιλιαστές τό ἀμφισβητοῦν, γιατί νομίζουν ὅτι δέν ὁμιλεῖ ἡ Καινή Διαθήκη γι᾽ αὐτό.4 Ἀλλά δέν ἦταν ἀνάγκη νά γραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη, ἀφοῦ ἦταν πίστη τῶν χριστιανῶν ἡ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. – Εἶναι πολύ ἀνόητο αὐτό πού μᾶς ρωτοῦν οἱ αἱρετικοί, «ποῦ τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή αὐτό πού κάνετε οἱ Ὀρθόδοξοι;». Ἀλλά δέν εἶναι ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή ἡ θεία Ἀποκάλυψη. Ἡ Γραφή εἶναι τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν αὐθεντική, τήν γνήσια Ἀποκάλυψη, ἀλλά ὄχι ἡ θεία Ἀποκάλυψη: «Ἡ ἰδέα ὅτι ἡ Γραφή δύναται νά ταυτισθῇ πρός τήν Ἀποκάλυψιν εἶναι οὐ μόνον γελοία ἀπό πατερικῆς ἀπόψεως, ἀλλά καί καθαρά αἵρεσις. Ἡ Γραφή δέν εἶναι Ἀποκάλυψις, ἀλλά λόγος περί Ἀποκαλύψεως» (πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης).5


Κλείνουμε τήν παράγραφο αὐτή μέ τά ὅσα ὡραῖα λέει ὁ Ἀρχιμ. Σωφρόνιος, συγγραφέας τοῦ βιβλίου ὁ Γέροντας Σιλουανός: «Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι βαθύτερη ἤ σπουδαιότερη ἀπό τήν Ἱερή Παράδοση, ἀλλά μιά ἀπό τίς μορφές της. Ἡ μορφή αὐτή εἶναι ἡ πιό πολύτιμη, γιατί εὔκολα διαφυλάσσεται καί εὔκολα χρησιμοποιεῖται. Ἄν ὅμως ἡ Γραφή ἀπομονωθεῖ ἀπό τό ρεῦμα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, δέν μπορεῖ νά γίνη κατανοητή. Ἐνεργοῦν λανθασμένα ὅσοι, ἀφοῦ ἀποκόψουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πορεύονται – ἔτσι νομίζουν – πρός τίς πηγές της, δηλαδή πρός τήν Ἁγία Γραφή. Πηγή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλά ἡ Ἱερή Παράδοση. Τίς πρῶτες δεκαετίες τῆς ἱστορίας της ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε τίς Γραφές τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ζοῦσε μόνο μέ τήν Παράδοση, κι αὐτήν καλοῦνται οἱ πιστοί νά τηρήσουν, ὅπως ξέρουμε ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου (Β´ Θεσ. β´ 15).


Εἶναι πασίγνωστο πώς ὅλοι οἱ αἱρεσιάρχες στηρίζονταν στήν Ἁγία Γραφή, μέ τήν μόνη διαφορά πώς τήν ἐξηγοῦσαν κατά τήν γνώμη τους. Γιά μιά τέτοια διαστρέβλωση τῆς ἔννοιας τῆς Ἁγίας Γραφῆς κατά τήν αὐθαίρετη ἐξήγησή της μίλησε ἤδη ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (Β´ Πέτρ. γ´ 16)».6

2. Ἡ ἱερή Παράδοση, ἡ ἀποκαλυφθεῖσα δηλαδή Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, δόθηκε στούς Ἀποστόλους καί κηρύχθηκε ἀπ᾽ αὐτούς στούς πιστούς. Γι᾽ αὐτό καί λέγοντας ἱερή Παράδοση νοοῦμε τήν διδασκαλία πού ἔρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν ἀποστολικῶν χρόνων· καί γι᾽ αὐτό στόν δεύτερο μέχρι τόν τέταρτο αἰώνα καλεῖται «ἡ Ἀποστολική Παράδοση».

Πρέπει νά λάβουμε καλά ὑπόψη ὅτι ἡ παλαιά Ἐκκλησία πρόσεχε τήν ἐσωτερική ζωή της ἀπό τούς ἐκτός αὐτῆς· τά ἅγιά της Μυστήρια γίνονταν μυστικά, φυλάσσονταν ἀπό τούς μή χριστιανούς. Ὅταν τελοῦνταν τά Μυστήριά της – τό Βάπτισμα ἤ ἡ θεία Εὐχαριστία – δέν ἦταν παρόντες οἱ μή χριστιανοί. Ἡ τάξη τῆς τελετῆς τῶν Μυστηρίων δέν ἦταν καταγραμμένη, ἀλλά μεταδιδόταν προφορικά· καί ὅ,τι γινόταν μυστικά ἀποτελοῦσε τό οὐσιαστικό μέρος τῆς πίστης.

Ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἰεροσολύμων (4ος αἰώνας) μᾶς τό παρουσιάζει αὐτό πολύ καθαρά. Ἀναλαμβάνοντας τήν κατήχηση ἐκείνων πού εἶχαν ἀποφασίσει νά γίνουν χριστιανοί, λέει ὁ ἱεράρχης πρός αὐτούς στήν προκατήχησή του:

Ἄν σέ ρωτήσουν αὐτοί πού δέν ἔχουν ἀποφασίσει ἀκόμη νά γίνουν χριστιανοί τί σοῦ διδάξαμε, νά μήν πεῖς τίποτα σ᾽ αὐτούς πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γιατί αὐτό πού σοῦ παραδίδουμε εἶναι Μυστήριο καί τήρησε αὐτό τό Μυστήριο γιά Ἐκεῖνον πού εἶναι μισθαποδότης. Καί ἄν σέ ρωτήσει αὐτός πού εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, «τί πειράζει νά τό μάθω καί ἐγώ τό Μυστήριο αὐτό;», σκέψου ὅτι καί ὁ ἄρρωστος ζητᾶ νά πιεῖ κρασί· ἀλλά ἄν τοῦ δοθεῖ σέ ἀκατάλληλο καιρό τοῦ κάνει ζημιά· καί δέν γίνεται μόνο ζημιά στόν ἄρρωστο, ἀλλά συκοφαντεῖται καί ὁ ἰατρός. Ἔτσι αὐτός πού δέν πῆρε ἀκόμη τήν ἀπόφαση νά γίνει χριστιανός: Ἄν ἀκούσει ἀπό τόν πιστό τό Μυστήριο καί ὁ ἴδιος αὐτός βλάπτεται, γιατί θά μυκτηρίσει τό ἱερό Μυστήριο, καί ὁ πιστός θά κατακριθεῖ ὡς προδότης.7

Σέ μιά ἄλλη ἀπό τίς μετέπειτα ὁμιλίες του ὁ ἅγιος Κύριλλος πάλι λέει στούς πορευομένους γιά τό βάπτισμα ὅτι τούς παραδίδει τήν πίστη σέ λίγους στίχους, γιά νά τούς ἀπομνημονεύσουν καί ὄχι νά τούς καταγράψουν καί φανερωθεῖ στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.8 Καί τελειώνοντας τήν προκατήχησή του ὁ ἅγιος Ἱεράρχης λέει καθαρά σ᾽ αὐτούς πού τήν ἄκουσαν, νά μήν τήν ἀνακοινώνουν σέ ἀνθρώπους πού δέν εἶναι χριστιανοί.9

Τόσο πολύ πρόσεχε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία νά μήν γίνονται γνωστά τά Μυστήριά της στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένους.10

3. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ἔχει μιά πολύ ὡραία περικοπή στήν ὁμιλία του περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου μιλάει γιά πολλά πού ἔχουμε παραλάβει ἀπό τήν ἱερή Παράδοση καί τά ὁποῖα δέν ἀναφέρονται στήν Ἁγία Γραφή: Τό νά κάνουμε τόν σταυρό μας, τό νά στρεφόμαστε πρός ἀνατολάς ὅταν κάνουμε τήν προσευχή μας, τά λόγια πού λέμε κατά τόν καθαγιασμό τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου στήν θεία Λειτουργία, ἡ εὐλογία τοῦ ὕδατος τῆς κολυμβήθρας, τό νά βυθίζεται ὁ βαπτιζόμενος τρεῖς φορές σ᾽ αὐτήν καί τόσα ἄλλα ἀκόμη τά ἔχουμε παραλάβει ἀπό τήν ἱερή Παράδοση.11

3. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἄν καί δεχόμαστε μέ ἀπόλυτο σεβασμό τήν αὐθεντικότητα τῆς ἱερῆς Παράδοσης, πού ἔρχεται ὡς ἱερή κληρονομιά ἀπό τό παρελθόν, ὅμως γνωρίζουμε ὅτι δέν ἔχει τήν ἴδια ἰσχύ μέ αὐτήν κάθε τι πού ἔρχεται ἀπό τό παρελθόν. Κάθε τι πού ἔρχεται ἀπό τό παρελθόν δέν ἔχει πράγματι τήν ἴδια ἀξία μέ τήν ἱερή Παράδοση, οὔτε κάθε τι πού λαμβάνουμε ἀπό τό παρελθόν εἶναι ἀναγκαίως καί ἀληθινό. Ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῆς «ἱερῆς Παράδοσης» καί τῶν «παραδόσεων». Πολλές τέτοιες παραδόσεις, πού παραδόθηκαν ἀπό τό παρελθόν, δέν ἀποτελοῦν μέρος τῆς μιᾶς ἀληθινῆς Παράδοσης, τῆς θείας Ἀποκάλυψης.

4. Τήν ἀποκαλυφθεῖσα πίστη μας, δηλαδή τήν ἱερή Παράδοση, ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία Γραφή τήν βρίσκουμε:

α) Σέ πολλά παλαιά ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας, στούς Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων,12 στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.13
β) Στά Σύμβολα τῆς πίστης μας τῶν παλαιῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
γ) Στίς λειτουργικές δέλτους καί σέ ἄλλα παλαιά κείμενα τελετῶν καί προσευχῶν.
δ) Στά παλαιά μαρτυρολόγια. Τά κείμενα τῶν πράξεων τῶν Μαρτύρων δόθηκαν πρός χρήση τῶν πιστῶν, ὅταν ἐξετάστηκαν πρῶτα ἀπό τούς κατά τόπους Ἐπισκόπους· καί τά κείμενα αὐτά, ὅπως καί γενικά οἱ βίοι ὅλων τῶν ἁγίων ἀναγινώσκονταν ἀπό τούς χριστιανούς ὑπό τήν ἐπίβλεψη τῶν Πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή αὐτά τά βιβλία, πού περιέχουν τούς βίους τῶν ἁγίων, ἀναγινώσκονταν στίς συνάξεις τῶν πιστῶν λέγονται «Συναξάρια».14 Σ᾽ αὐτά βλέπουμε ὁμολογίες τῶν ἁγίων στήν Ἁγία Τριάδα, στήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν πόθο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν σωστή κατά Χριστόν ζωή τους κ.ἄ.
ε) Στά παλαιά κείμενα τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα στό σχετικό βιβλίο τοῦ Εὐσεβίου Παμφίλου, Ἐπισκόπου Καισαρείας,15 ὅπου βρίσκονται συγκεντρωμένες πολλές παλαιές ἱεροτελεστίες καί δόγματα, ὅπου δίνεται ὁ κανόνας τῶν ἱερῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.
στ) Στά ἔργα Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας.16
ζ) Τελικά, ἡ ἱερή Παράδοση βρίσκεται κυρίως στό πνεῦμα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.17


5. Ἡ ἱερή Παράδοσή μας, αὐτή μαρτυρεῖ γιά τήν ἀλήθεια καί ἐγκυρότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί αὐτή μᾶς βοηθεῖ γιά τήν ὀρθή της ἑρμηνεία, γιά νά ἀποφεύγουμε τίς μονόπλευρες καί ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες. Ἀλλά καί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν αὐθεντική Παράδοση καί τήν ἀπόρριψη τῶν ἄλλων παραδόσεων, πού δέν ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἱερῆς Παράδοσης· γιατί, ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ, ὅπως ἤδη γράψαμε, μέρος τῆς ἱερῆς Παράδοσης, συμφωνεῖ μέ τό ὅλο πνεῦμα αὐτῆς. Παράδοση, λοιπόν, πού φαίνεται ὅτι ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τήν Ἁγία Γραφή δέν ἀποτελεῖ ἱερή Παράδοση.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. τό βιβλίο του στήν ἀγγλική γλώσσα THE ORTHODOX CHURCH σ. 204-205. Καί ὁ π. Γεώργιος Φλορόφσκυ λέει: «Εἶναι τελείως ἐσφαλμένον νά περιορίζωμεν τάς “πηγάς τῆς διδασκαλίας” εἰς τήν Γραφήν καί τήν Παράδοσιν καί νά διαχωρίζωμεν τήν Παράδοσιν ἀπό τήν Γραφήν ὡς ἁπλῆν προφορικήν μαρτυρίαν ἤ διδασκαλίαν τῶν Ἀποστόλων» (Γεωργίου Φλορόφσκυ, ἔργα 1: Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ἔκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, σ. 65).
2. Στό μνημονευθέν βιβλίο του ὁ πατήρ Κάλλιστος Γουέαρ λέει ἀκριβῶς: «Παρατήρησε ὅτι ἡ ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ ἕνα μέρος τῆς Παράδοσης» (“Νote that the Bible forms a part of Tradition”)·«... Ἀλλά στήν πραγματικότητα ὑπάρχει μόνο μία πηγή, ἀφοῦ ἡ Γραφή ὑπάρχει στήν Παράδοση» (“... But in reality there is only one source, since Scripture exists within Tradition”).
3. Παράθεση ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σ. 165.
4. Καί ὅμως πολλά χωρία της τό κηρύττουν. Βλ. Ν. Σωτηροπούλου, Ἀντιχιλιαστικόν ἐγχειρίδιον, σ. 175 ἑξ. Στό εἰδικό κεφάλαιο τῆς δογματικῆς μας σειρᾶς, θά ἀναπτύξουμε διά πολλῶν τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας περί τῆς Θεοτόκου.
5. Κριτική θεώρησις τῶν ἐφαρμοστῶν τῆς θεολογίας εἰς Πρακτικά τοῦ Β´ Συνεδρίου Ὀρθ. Θεολογίας, σ. 419-420. Βλ. μνημονευθέν βιβλίο Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου σ. 26.27.
6. Ἀρχιμ. Σωφρονίου ο Γέροντας Σιλουανός σ. 92 ἑξ.
7. Ἀποδώσαμε γενικά τό νόημα τῆς περικοπῆς, πού στό κείμενό της ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὅτε τοίνυν κατήχησις λέγηται, ἐάν σε κατηχούμενος ἐξετάσῃ, τί εἰρήκασιν οἱ διδάσκοντες, μηδέν λέγε τῷ ἔξω. Μυστήριον γάρ σοι παραδίδομεν καί ἐλπίδα μέλλοντος αἰῶνος. Τήρησον τό μυστήριον τῷ μισθαποδότῃ. Μή ποτέ σοί τις εἴπῃ· Τί βλάπτῃ, ἐάν κἀγώ μάθω; Καί οἱ νοσοῦντες τόν οἶνον ζητοῦσιν· ἀλλ᾽ ἐάν ἀκαίρως δοθῇ, φρενῖτιν ἐργάζεται· καί δύο κακά γίνεται, καί ὁ νοσῶν ἀπόλλυται, καί ὁ ἰατρός διαβάλλεται· οὕτως καί ὁ κατηχούμενος, ἐάν ἀκούσῃ παρά πιστοῦ, καί ὁ κατηχούμενος φρενιτιᾷ (οὐκ οἶδε γάρ τί ἤκουσε, καί ἐλέγχει τό πρᾶγμα, καί ἐκμυκτηρίζει τό λεγόμενον), καί ὁ πιστός ὡς προδότης κατακρίνεται. Ἤδη δέ σύ ἐν μεθορίῳ στήκεις, βλέπε μοι μή ἐκλαλήσῃς· οὐχ ὅτι οὐκ ἄξια λαλιᾶς τά λεγόμενα, ἀλλ᾽ ὅτι ἡ ἀκοή ἀναξία τοῦ δέξασθαι· ἧς ποτε καί σύ κατηχούμενος, οὐ διηγησάμην σοι τά προκείμενα· ὅταν τῇ πείρᾳ λάβῃς τό ὕψωμα τῶν διδασκομένων, τότε ἄν γνώσῃ, ὅτι ἀνάξιοι οἱ κατηχούμενοι τῆς ἀκοῆς» (MPG 33,352.353).
8. Τό κείμενο: «Ἐν ὀλίγοις τοῖς στίχοις τό πᾶν δόγμα τῆς πίστεως περιλαμβάνομεν. Ὅπερ καί ἐπ᾽ αὐτῆς τῆς λέξεως μνημονεῦσαι ὑμᾶς βούλομαι, καί παρ᾽ ἑαυτοῖς μετά πάσης σπουδῆς ἀπαγγεῖλαι, οὐκ εἰς χάρτας ἀπογραφομένους, ἀλλ᾽ ἐν καρδίῃ τῇ μνήμῃ στηλογραφοῦντας· φυλαττομένους ἐν τῷ μελετᾷν, μή πού τις κατηχούμενος ἐπακούσῃ τῶν παραδεδομένων» (Κατήχησις 5 κ. 12. MPG 33,521).
9. Τό κείμενο: «Τάς τῶν φωτιζομένων κατηχήσεις ταύτας, τοῖς μέν τῷ βαπτίσματι προσερχομένοις, καί τοῖς τό λουτρόν ἔχουσιν ἤδη πιστοῖς, εἰς ἀνάγνωσιν παρεχόμενος, μή δός τό σύνολον μήτε κατηχουμένοις, μήτε ἄλλοις τισί τοῖς μή οὖσι Χριστιανοῖς· ἐπί τῷ Κυρίῳ λόγον δώσεις. Καί ἐάν ποιῇς ἀντίγραφον, ὡς ἐπί Κυρίου ταῦτα πρόγραψον» (Τέλος τῆς Προκατηχήσεως. MPG 33,365).
10. Σήμερα δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ αὐστηρότητα ὡς πρός τήν μή ἀποκάλυψη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων στούς μή χριστιανούς. Δέν ἀκούεται ἡ κραυγή πρίν ἀπό τήν Λειτουργία τῶν πιστῶν, «οἱ κατηχούμενοι προέλθετε», οὔτε προσέχουμε ἄν μή χριστιανοί παρακολουθοῦν τήν θεία Λειτουργία (σέ μερικές ὅμως Ἐκκλησίες παρακαλοῦνται οἱ μή βαπτισμένοι νά σταθοῦν στόν Νάρθηκα, ἀλλά καί ἀπό ἐκεῖ μποροῦν αὐτοί νά παρακολουθοῦν τήν θεία Λειτουργία). Αὐτή ἡ προσεκτικότης γιά τήν μή γνώση τῶν Μυστηρίων στούς μή χριστιανούς, ὅπως μᾶς τήν λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος, χάθηκε στά χρόνια μας, ἀφοῦ καθένας μπορεῖ νά ἀναγνώσει τίς ἀκολουθίες τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί οἱ Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου δημοσιεύθηκαν σέ πολλές γλῶσσες καί ἐκδόσεις. Παρά ταῦτα ὅμως καί σήμερα προσέχουμε να μή δώσουμε «τά ἅγια τοῖς κυσί» καί νά μή βάλουμε τούς «μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» καί γι᾽ αὐτό δέν λέμε πολλά περί τῶν Μυστηρίων τῆς πίστεώς μας σέ ἀνθρώπους μή χριστιανούς, πού ρωτοῦν ἀπό περιέργεια καί ὄχι ἀπό ἐνδιαφέρον καί πόθο νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας.
11. Τό κείμενο ὅλης τῆς περικοπῆς: «Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καί κηρυγμάτων τά μέν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τά δέ ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα· ἅπερ ἀμφότερα τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέβειαν. Καί τούτοις οὐδείς ἀντερεῖ, οὐκοῦν ὅστις γε κατά μικρόν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν πεπείραται. Εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον·μᾶλλον δέ εἰς ὄνομα ψιλόν περιιστῶντες τό κήρυγμα. Οἷον (ἵνα τοῦ πρώτου καί κοινοτάτου πρῶτον μνησθῶ) τῷ τύπῳ τοῦ σταυροῦ τούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἠλπικότας κατασημαίνεσθαι τίς ὁ διά γράμματος διδάξας; Τό πρός ἀνατολάς τετράφθαι κατά τήν προσευχήν ποῖον ἐδίδαξεν ἡμᾶς γράμμα; Τά τῆς ἐπικλήσεως ρήματα ἐπί τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας καί τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τίς τῶν ἁγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπεν; Οὐ γάρ δή τούτοις ἀρκούμεθα ὧν ὁ Ἀπόστολος ἤ τό Εὐαγγέλιον ἐπεμνήσθη, ἀλλά καί προλέγομεν καί ἐπιλέγομεν ἕτερα, ὡς μεγάλην ἔχοντα πρός τό μυστήριον τήν ἰσχύν, ἐκ τῆς ἀγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες. Εὐλογοῦμεν δέ τό τε ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος, καί τό ἔλαιον τῆς χρίσεως, καί προσέτι αὐτόν τόν βαπτιζόμενον. Ἀπό ποίων ἐγγράφων; Οὐκ ἀπό τῆς σιωπωμένης καί μυστικῆς παραδόσεως; Τί δέ; Αὐτήν τοῦ ἐλαίου τήν χρίσιν τίς λόγος γεγραμμένος ἐδίδαξε· Τό δέ τρίς βαπτίζεσθαι τόν ἄνθρωπον πόθεν; Ἄλλα δέ ὅσα περί τό βάπτισμα, ἀποτάσσεσθαι τῷ Σατανᾷ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ, ἐκ ποίας ἐστί γραφῆς; Οὐκ ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καί ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἥν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καί ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνο δεδιδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τό σεμνόν σιωπῇ διασώζεσθαι; Ἅ γάρ οὐδέ ἐποπτεύειν ἔξεστι τοῖς ἀμυήτοις, τούτων πῶς ἄν ἦν εἰκός τήν διδασκαλίαν ἐκθριαμβεύειν ἐν γράμμασιν;» (MPG 32,188.189).
12. Βλ. ὑποσημείωση 16 τοῦ 3ου δογματικοῦ μαθήματος.
13. Τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ὅπως καί Κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων βρίσκουμε στό ΠΗΔΑΛΙΟΝ. Γιατί ἐγκαταλείψαμε τήν ἀνάγνωση τοῦ Πηδαλίου; Τό ἱερό αὐτό βιβλίο, μέ τά σχόλια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, ἔχει ὅλη τήν πίστη μας, εἶναι μιά ὡραία δογματική καί λειτουργική Κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄς βάλουμε κανόνα στόν ἑαυτό μας, προπαντός ἐμεῖς οἱ κληρικοί, νά διαβάζουμε τό Πηδάλιο, τοὐλάχιστον τρεῖς ἱερούς Κανόνες κάθε μέρα μέ τίς ὑποσημειώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Ἡ ἀνάγνωση αὐτή θά μᾶς ὠφελήσει πολύ, θά μᾶς ξαναφέρει στήν πατερική γραμμή τῶν θεοφόρων ἁγίων Πατέρων μας, ἀπό τήν ὁποία, ἄς ὁμολογήσουμε μέ ταπείνωση, ἔχουμε ξεφύγει καί κατά τήν ἀτομική μας πνευματική πορεία καί κατά τήν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ μας ἔργου.
14. Θά ἦταν μεγάλη μας πνευματική βοήθεια, ἄν μπορούσαμε – καί μποροῦμε ἄν θέλουμε – νά διαβάζουμε τούς βίους τῶν ἁγίων κάθε μέρας. Σ᾽ αὐτό διευκολύνει ὁ σύντομος Συναξαριστής τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Ὅπως ἀκούσαμε, ὁ μακαριστός πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος – πνευματικό τέκνο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου – ἔδινε αὐτήν τήν συμβουλή, νά διαβάζουν οἱ πιστοί τούς βίους τῶν ἁγίων κάθε μέρας. – Οἱ βίοι τῶν ἁγίων εἶναι τό «ἐφηρμοσμένο Εὐαγγέλιο». Προσωπικά συνηθίζω σέ ἕνα ἀδιάφορο χριστιανό, ἤ καί σέ λεγόμενο ἄθεο, νά μή συνιστῶ πρῶτα τήν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά τήν ἀνάγνωση τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων, τῶν ἱερῶν Συναξαρίων μας. Γιατί τό Εὐαγγέλιο σέ ἕναν ἄθεο θά φανεῖ σάν μιά θεωρία ἀνεφάρμοστη· ἡ ζωή ὅμως τῶν ἁγίων εἶναι τό «ἐφηρμοσμένο Εὐαγγέλιο». Πραγματικά, τό πρόβλημα τῶν ἀθέων δέν εἶναι ὁ Θεός, πού ἐπιπόλαια καί εὔκολα, θά ἔλεγα, μποροῦν νά ποῦν ὅτι ἀρνοῦνται. Τό πρόβλημά τους εἶναι οἱ ἅγιοι καί οἱ κεκοιμημένοι καί οἱ ζῶντες ἅγιοι.
Συναντήθηκα μέ ἕνα παλαιό καθηγητή μου (μαθηματικό), προβληματισμένο, ὅταν ἤμουν μαθητής του, φοβερά περί τήν πίστη, ἀλλά τώρα εὐσεβέστατο χριστιανό, μέ συνειδητή πνευματική ζωή (προσευχή – ἐξομολόγηση – θεία Κοινωνία)· καί μέ συνεβούλευσε ὁ καθηγητής μου αὐτός, ὅταν ἀντιμετωπίζω ἀνθρώπους κλονισμένους στήν πίστη νά τούς δίνω νά διαβάσουν βίους ἁγίων.
15. Βλ. εἰς MPG τόμ. 20.
16. Μεγάλος ὀργασμός πατερικῶν ἐκδόσεων περί τά τελευταῖα ἔτη στήν πατρίδα μας. Μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ αὐτό. Τά πατερικά ὅμως κείμενα, ὅπως ἐκδίδονται, σέ μορφή συγγραμμάτων καί μέ ἀκριβή τιμή, εἶναι ἀπροσπέλαστα στόν λαό. Πρέπει νά σκεφτοῦμε νά βροῦμε τρόπο νά δώσουμε τούς ἁγίους Πατέρες (τήν ζωή τους καί τήν διδασκαλία τους) ὡς προσιτό πνευματικό ἀνάγνωσμα στόν λαό. Αὐτή θά εἶναι καλή τροφή γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ· γιατί εἶναι ἔλλειψη, εἶναι μεγάλη ἔλλειψη, τό νά μήν ἐκδίδεται μιά σειρά πατερικῶν ἀναγνωσμάτων γιά τόν λαό. Καί εἶναι πολύ εὔκολο νά θεραπευτεῖ ἡ ἔλλειψη αὐτή: Νά ἀρχίσει νά ἐκδίδεται μιά σειρά τευχῶν, μέ μία πατερική ὁμιλία κατ᾽ ἐκλογήν τό κάθε τεῦχος, σέ ἁπλῆ στρωτή μετάφραση στήν δημοτική γλώσσα – τό τονίζουμε αὐτό – ἤ ἀπόδοση τῆς ὁμιλίας σέ κηρυκτική μορφή μέ τό κείμενο στό πόδι, ἤ δέν ξέρω μέ ποιόν ἄλλο τρόπο. Ἄς ἀφήσουν μερικές ἐνορίες τά περιοδικά, μέ τά ὁποῖα θέλουν νά διατυμπανίσουν τήν δράση τους (!), καί ἄς ἐπιστρατεύσουν δυό-τρία πρόσωπα τῆς ἐνορίας πού ξέρουν γράμματα καί νά ἀρχίσουν τήν εὐλογημένη αὐτή προσπάθεια τῆς πατερικῆς τροφῆς γιά τόν λαό. Ἡ μιά ἐνορία θά ἐκδίδει ὁμιλίες ἑνός πατρός, ἡ ἄλλη ἐνορία ἄλλου καί ἡ τρίτη ἄλλου πατρός καί ἔτσι σέ χαμηλή τιμή ἑνός μικροῦ τεύχους ὁ λαός τοῦ Θεοῦ θά μελετᾶ τούς ἁγίους Πατέρες. Κατά τόν τρόπο αὐτό ἡ Σεβασμία Ἱερά Μονή τοῦ Παρακλήτου (Ὠρωπός) προσφέρει δωρεάν σειρά τευχῶν πατερικῶν ὁμιλιῶν. Τήν εὐχαριστοῦμε καί εὐχόμαστε πλούσια τήν εὐλογία τοῦ Παρακλήτου Ἁγίου Πνεύματος ἐπ᾽ αὐτήν.
17. Ἡ ζωή μας σάν χριστιανῶν πρέπει νά ἐκφράζει τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ζωή μας καί ἡ διακονία μας σάν κληρικῶν πρέπει νά ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας. Ἄς προσέχουμε μήν κάνουμε τήν μεγάλη ἁμαρτία καί ἀλλοιώσουμε τήν ἱερή Ὀρθόδοξη Παράδοση μέ ποιμαντικές ἐκδηλώσεις ξένες πρός τό πνεῦμα αὐτῆς.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

7
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
(Γιά τόν λαό)

Μάθημα 7ον


Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἕνας πνευματικός ὀργανισμός στόν ὁποῖο Κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει μία κοινή πίστη, μία κοινή καθολική συνείδηση, πού ὁδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Αὐτή ἡ καθολική συνείδηση εἶναι πάντοτε στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἐκφράζεται κατά τρόπο περισσότερο καθορισμένο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Κατά τόν 37ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δηλαδή ἀπό τήν ἀρχαία Ἐκκλησία, δυό φορές τό ἔτος πρέπει νά γίνονται τοπικές Σύνοδοι τῶν διαφόρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.1 Ὁμοίως συχνά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας γίνονταν Σύνοδοι περιφερειακῶν ἐπισκόπων, πού ἀντιπροσώπευαν μιά εὐρύτερη περιοχή ἀπό τήν περιοχή μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, καί ἀκόμη γίνονται Σύνοδοι Ἐπισκόπων ὅλης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι διατυπώνουν μέ ἀκρίβεια ὁρισμένες θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης ὑπερασπίζοντας τήν παλαιά διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν διαστροφῶν τῶν αἱρετικῶν. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπίσης διατυπώνουν ὁρισμένους Νόμους καί Κανόνες πού ρυθμίζουν τήν δημόσια καί ἰδιωτική χριστιανική ζωή, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες καί ἀπαιτεῖται ἀπό ὅλους τούς πιστούς ἡ ὑπακοή σ᾽ αὐτούς. Τέλος, οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπιβεβαίωσαν διατάγματα ὁρισμένων Τοπικῶν Συνόδων καί ἐπίσης τίς δογματικές ἐκθέσεις πού συνέταξαν, ὁρισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γιά παράδειγμα τήν Ἔκθεση τῆς πίστεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας,2 τούς Κανόνες τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου3 καί ἄλλων Πατέρων.


Ὅταν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας συνέβαινε Σύνοδοι Ἐπισκόπων νά ἐκφράζουν αἱρετικές δοξασίες στίς ἀποφάσεις τους, τότε ἡ καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ταρασσόταν καί δέν ἠρεμοῦσε μέχρις ὅτου στερεωνόταν πάλι ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια διά μέσου ἄλλης Συνόδου. Δέν πρέπει δέ νά λησμονοῦμε ὅτι οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν τίς δογματικές διατάξεις τους μετά ἀπό προσεκτική καί πλήρη ἐξέταση ὅλων τῶν χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν σχετικῶν μέ τό θιγόμενο θέμα καί ὅτι ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσε ἡ οἰκουμενική Ἐκκλησία στά χωρία αὐτά, αὐτή εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία τους. Ἔτσι οἱ διατάξεις τῶν Συνόδων οἱ σχετικές μέ τήν πίστη ἐκφράζουν τήν ἁρμονία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς καθολικῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο οἱ διατάξεις αὐτές ἔγιναν αὐθεντικές, ἀπαραβίαστες, ἔγιναν ἡ οἰκουμενική καί ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού στηρίζεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἀποστολική Παράδοση.

Πολλές ἀλήθειες τῆς πίστης μας εἶναι τόσο σαφεῖς ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὥστε δέν μποροῦν νά παρερμηνευθοῦν ἀπό τούς αἱρετικούς· ἔτσι σχετικά μέ τίς ἀλήθειες αὐτές δέν ἔχουμε εἰδικές διατάξεις τῶν Συνόδων. Ἄλλες ὅμως ἀλήθειες, πού τά σχετικά μέ αὐτές χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιδέχονται παρερμηνεῖες ἀπό τούς αἱρετικούς, στερεώνονται ἀπό τίς Συνόδους.
Ὅλες οἱ δογματικές διατάξεις τῶν Συνόδων, ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἀναγνωρίζουν ὡς πρωταρχικό καί θεμελιῶδες τό Σύμβολο πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως4 καί ἀπαγορεύουν ὁποιαδήποτε ἀλλαγή σ᾽ αὐτό, ὄχι μόνο ἀλλαγή στίς ἰδέες, ἀλλά καί στά λόγια, εἴτε προσθέτοντας εἴτε ἀφαιρώντας (διάταξη τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἐπαναλήφθηκε ἀπό τήν Δ´, Ε´, ΣΤ´ καί Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο).
Οἱ ἀποφάσεις οἱ σχετικές μέ τήν πίστη τοπικῶν Συνόδων ἤ μερικές ἐκθέσεις ἁγίων Πατέρων, πού γίνονται παραδεκτές ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀριθμοῦνται στόν δεύτερο Κανόνα τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (τῆς ἐν Τρούλλῳ).5


ΔΟΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Στήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία Δόγματα εἶναι οἱ ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, οἱ ἀλήθειες τῆς πίστης μας καί Κανόνες εἶναι οἱ ἐντολές οἱ σχετικές μέ τήν ἐκκλησιαστική τάξη καί διοίκηση, μέ τίς ὑποχρεώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καί κάθε χριστιανοῦ, πού προέρχονται ἀπό τήν εὐαγγελική καί ἀποστολική διδασκαλία. Γιά τήν ἔννοια τῆς λ. «Κανόνας» βλ. ὑποσ. 9, του 3ου δογμ. μαθήματος.



ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΩΣ ΟΔΗΓΟΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ



Σέ θέματα πίστης, γιά τήν ὀρθή ἔννοια τῶν ἁγίων Γραφῶν καί γιά νά διακρίνουμε τήν αὐθεντική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ψευδεῖς διδασκαλίες, ἐπικαλούμαστε τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί παραδεχόμαστε ὅτι ἡ ὁμοφωνία ὅλων τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας στήν διδασκαλία τῆς πίστης μας εἶναι ἕνα ἀναμφίβολο σημεῖο τῆς ἀλήθειάς της. Οἱ φιλόσοφοι ἔστησαν «πύργο Βαβέλ», γιατί οἱ ἰδέες τους προκαλοῦν σύγχυση. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔστησαν πύργο ὁμοφωνίας! Ἐνῶ ὑπῆρξαν ποικίλοι στούς τρόπους, ὅμως βίωναν ὅλοι καί κήρυτταν τήν ἴδια πίστη. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπεράσπισαν τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας μέ σθένος πολύ, μή φοβούμενοι οὔτε τίς ἀπειλές, οὔτε τούς διωγμούς, οὔτε καί αὐτόν τόν θάνατο.


Μελετώντας τά ἱερά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας μαθαίνουμε τά δόγματα τῆς πίστης μας μέ τίς μαρτυρίες μάλιστα γι᾽ αὐτά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή· καί ἀκόμη ἀπό τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων μαθαίνουμε τήν ἠθική διδασκαλία τῶν δογμάτων, τό πῶς θά μπορέσουμε νά βιώσουμε τά δόγματα στήν ζωή μας. Χρειάζεται ὅμως προσοχή σέ μερικές προσωπικές γνῶμες τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας σέ θέματα πού δέν ἔχουν καθοριστεῖ ἀκριβῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ γνῶμες αὐτές δέν πρέπει νά συγχέονται μέ τά δόγματα, κατά τήν ἀκριβῆ ἔννοια τῆς λέξης· δέν ἀναγνωρίστηκαν ὡς πλήρως σύμφωνες μέ τήν γενική καθολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί γι᾽ αὐτό δέν ἔχουν πλήρη αὐθεντικότητα.6

ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

Ἡ καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας, σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν διδασκαλία τῆς πίστη μας, ἐκφράζεται ἐπίσης στήν ὀρθόδοξη λατρεία μας καί εἶναι καταγραμμένη στά λειτουργικά μας βιβλία. Ὅποιος διαβάζει καί κατανοεῖ τά βιβλία αὐτά γνωρίζει, πραγματικά, τήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Οἱ συνθέτες καί ποιητές τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν μεγάλοι θεολόγοι, ἦταν θεοφόροι ἄνθρωποι. Γιά παράδειγμα ἀναφέρουμε τήν «Παρακλητική» ἤ «Ὀκτώηχο», τό πιό σπουδαῖο βιβλίο τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας μας. Τό βιβλίο αὐτό εἶναι κυρίως ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἁγίου πατέρα τοῦ 8ου αἰώνα, πού ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη θεολογία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία μας ἐκφράζει πολύ πιστά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί σέ δογματικά καί σέ ἠθικά θέματα. Αὐτό ἐκφράζεται καθαρά στό παρακάτω Κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων τριακοσίων δέκα ὀκτώ θεοφόρων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τῶν Ἀποστόλων τό κήρυγμα καί τῶν Πατέρων τά δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ, μίαν τήν πίστιν ἐσφράγισαν· ἥ καί χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τόν ὑφαντόν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καί δοξάζει τῆς εὐσεβείας τό μέγα μυστήριον».


ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

«Σύμβολα» στήν Ἐκκλησία μας καλοῦνται κείμενα, πού ἔχουν διατυπωμένους τούς ὅρους τῆς πίστης μας ἤ καί σημεῖα πού παριστάνουν κάποια ἀλήθεια τῆς πίστης, ὅπως ὁ ἰχθύς (Ἰησοῦς Χριστός Θεοῦ Υἱός Σωτήρ), ὁ Σταυρός κ.ἄ.
Γενικά ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία μας δέν ἔχει συμβολικά βιβλία, πού νά συντάχθηκαν ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο ἤ ἀπό Πατέρες, ἔχουμε ὅμως τά ἑξῆς Σύμβολα:

α) Τό Ἀποστολικό Σύμβολο, πού λέγεται ἔτσι γιατί ἔχει ἀποστολικό περιεχόμενο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἰεροσολύμων,7 καί ὄχι γιατί συντάχθηκε ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ὅπως πιστευόταν παλαιότερα ἀπό λανθασμένη πληροφορία τοῦ Ρουφίνου. Κατά τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας (βλ. Ματθ. 28,19) ὅσοι ἐδέχοντο τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ἔπρεπε νά βαπτίζονται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ἡ ἀνάγκη ἀπό τήν ἀρχή νά γίνει μιά σύντομη ὁμολογία πίστης, πού θά περιελάμβανε τίς γενικώτερες ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ περί Ἁγίας Τριάδος καί Ἐκκλησίας. Ἡ ὁμολογία αὐτή σιγά-σιγά δεχόταν διάφορες προσθῆκες γιά μιά πληρέστερη ἔκθεση, ἀλλά κυρίως γιά τήν ἀντίκρουση τῶν ἀναφανεισῶν αἱρέσεων. Πάντως τό Ἀποστολικό Σύμβολο συντάχθηκε πρό τοῦ 200 π.Χ. καί ἡ ἀρχαιότερη μορφή του πρέπει νά ἀναζητηθεῖ στούς ἀποστολικούς χρόνους, σύμφωνα καί μέ τό ἀποστολικό χωρίο: «Ὡμολόγησας τήν καλήν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων» (Α´ Τιμ. 6,12).

β) Τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί Κωνσταντινουπόλεως, τό λεγόμενο «Σύμβολο τῆς Πίστεως» ἤ κοινῶς «Πιστεύω». Ἀποτελεῖται ἀπό δώδεκα ἄρθρα, ἀπό τά ὁποῖα τά μέν πρῶτα ἑπτά θεσπίστηκαν ἀπό τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325 μ.Χ.) καί τά ὑπόλοιπα πέντε ἀπό τήν Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη (381 μ.Χ.). Δέν πρόκειται γιά δύο διαχωρισμένα μεταξύ τους σύμβολα, ἀλλά γιά ἕνα ἑνιαῖο σύμβολο, τό ὁποῖο ἐξέδωσε ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐνῶ ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος τό ἀνέπτυξε πλατύτερα, γιατί ἐν τῷ μεταξύ ἐμφανίστηκαν νέες αἱρέσεις καί χρειαζόταν ἕνα περισσότερο ἄρτιο δογματικό σύμβολο.

γ) Τό Σύμβολο τοῦ Ἀθανασίου. Ἔτσι καλεῖται μιά ἐκτενής ὁμολογία στήν Ἁγία Τριάδα, πού συντάχθηκε ἀπό τόν Πατέρα τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀθανάσιο γιά βεβαίωση τῆς ὀρθοδοξίας του καί δόθηκε στόν ἐπίσκοπο Ρώμης Ἰούλιο κατά τήν πρώτη ἤ δεύτερη ἐξορία του στήν Δύση. Σήμερα ὅμως πιστεύεται ὅτι ἡ ὁμολογία αὐτή δέν εἶναι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιατί ποτέ αὐτός δέν ἔλαβε ἀφορμή νά συντάξει αὐτήν· ἀντίθετα ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος στόν τόμο του πρός Ἀντιοχεῖς λέει ὅτι μετά τόν καθορισμό τῆς ἐν Νικαίᾳ πίστεως κάθε ἄλλο σύμβολο εἶναι περιττό καί ἐπιβλαβές. Τό Σύμβολο αὐτό ἐμφανίστηκε κατά πρῶτον τόν 5ο αἰώνα χωρίς νά γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ συντάκτης του.
Γενικές ἑρμηνεῖες τοῦ Συμβόλου τῆς πίστης μας καί ὅλης τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκει κανείς στίς ἑρμηνεῖες τῶν Κανόνων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Κανόνων τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο (Πηδάλιο) καί στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ἡ θεολογία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ὡς συμβολικά βιβλία δυό ἐκθέσεις τῆς πίστης πού προεκλήθησαν ἀπό τήν ἀνάγκη νά παρουσιαστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία κατά τῆς διδασκαλίας τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁμολογιῶν τῆς δεύτερης χιλιετηρίδας. Τά βιβλία αὐτά εἶναι:

Ἡ Ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ Δοσιθέου, Πατριάρχου Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία διαβάστηκε καί ἐπιδοκιμάστηκε στήν Σύνοδο τῆς Ἰερουσαλήμ τό 1672. Πέντε χρόνια ἀργότερα ἡ Ὁμολογία αὐτή στάλθηκε ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ὡς ἀπάντηση εἰς ἐρώτημα τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας, καί εἶναι, λοιπόν, ἡ Ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ Δοσιθέου εὐρύτερα γνωστή μέ τό ὄνομα «Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς περί τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως».

Σ᾽ αὐτήν τήν κατηγορία ἐπίσης περιλαμβάνεται καί ἡ Ὀρθόδοξη ὁμολογία τοῦ Πέτρου Μογίλα, Μητροπολίτου Κιέβου, ἡ ὁποία ἐξετάστηκε καί διορθώθηκε σέ δύο τοπικές Συνόδους, τοῦ Κιέβου τό 1640 καί στήν Σύνοδο τοῦ Ἰασίου τό 1643 καί ἔπειτα ἐγκρίθηκε ἀπό τέσσερις οἰκουμενικούς Πατριάρχες καί τούς Ρώσους Πατριάρχες Ἰωακείμ καί Ἀνδριανό.

Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Κατήχηση τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, ἐκδοθεῖσα τό 1870, ἀπολαμβάνει τήν ἴδια τιμή στήν Ρωσική Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τό τμῆμα πού περιέχει τήν ἔκθεση τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως. Ἡ Κατήχηση αὐτή ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων καί δημοσιεύτηκε γιά διδασκαλία στά Σχολεῖα καί γιά μελέτη ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς.8


ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ

Μία διεξοδική ἔκθεση ὅλης τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας γιά τήν πίστη μας τήν λέμε «Σύστημα δογματικῆς θεολογίας», ἤ ἁπλῶς «Δογματική». Ἕνα πλῆρες τέτοιο δογματικό σύστημα, πολύ ἀξιόλογο γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία μας, γράφτηκε τόν 8ο αἰώνα ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό μέ τόν τίτλο «Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Σ᾽ αὐτό τό ἔργο, μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός συνέλεξε ὅλη τήν θεολογική σκέψη τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι τόν 8ο αἰώνα.
Στήν πατρίδα μας ἔχουμε μεταξύ τῶν ἄλλων τίς ἑξῆς σπουδαῖες Δογματικές: α) Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου (Ἀθῆναι 1903), β) Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα (σέ τρεῖς τόμους. Ἀθῆναι 1959) γ) Δογματική καί Συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου (σέ δυό τόμους. Θεσσαλονίκη 1983). Ὁμοίως δύο τόμοι Δογματικῆς Διδασκαλίας τοῦ ἰδίου μακαριστοῦ πατρός, μεγάλου (τοῦ μεγαλυτέρου ἴσως) θεολόγου τοῦ 20ου αἰ., ἐκδοθέντες ὑπό τοῦ λογίου Ἐπισκόπου, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου μέ ἰδική Του (τοῦ Σεβασμιωτάτου) σύνθεση καί σύνταξη, ε) Δογματική καί Συμβολική θεολογία τοῦ Νίκου Ματσούκα (σέ δυό τόμους. Θεσσαλονίκη 1985) καί ἄλλα δογματικά ἐγχειρίδια.


Ἐπίσης καί στά παλαιότερα καί στά νεώτερα χρόνια ἐκτός ἀπό τά γενικά συγγράμματα Δογματικῶν ἔχουν γραφεῖ ἀξιόλογες ἐργασίες σέ ἐπί μέρους κεφάλαια καί θέματα τῆς Δογματικῆς. Ἀπ᾽ αὐτές σημειώνουμε ἰδιαίτερα τίς ἐργασίες τοῦ Χ. Ἀνδρούτσου,9 τοῦ Ι. Καρμίρη,10 τοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδου11 καί τοῦ Μ. Φαράντου.12
Ἀπό τούς Ρώσους θεολόγους τά σπουδαιότερα ἔργα δογματικῆς θεολογίας ἔγραψαν τόν δέκατο ἔνατο αἰώνα οἱ: Μακάριος, Μητροπολίτης Μόσχας (Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία· μεταφράστηκε στήν Γαλλική σέ δύο τόμους)· Φιλάρετος, Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Chernigon (Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, σέ δυό μέρη)· Σίλβεστρος, Ἐπίσκοπος καί πρύτανις τῆς θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Κιέβου (Δοκίμιο στήν Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, μέ ἱστορική ἔκθεση τοῦ Δόγματος, σέ πέντε τόμους) Νικόλαος, Πρωτοπρεσβύτερος Μαλινόφσκυ (᾽Ορθόδοξη Δογματική Θεολογία, σέ τέσσερις τόμους καί ἕνα ἐγχειρίδιό της σέ δυό μέρη) καί ὁ Ρ. Σβιέτλωβ, Πρωτοπρεσβύτερος (Ἡ χριστιανική διδασκαλία τῆς πίστης, μιά ἀπολογητική ἔκθεση).13


Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ἡ δογματική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει σκοπό νά στερεώσει στήν συνείδηση τῶν πιστῶν τίς ἀλήθειες τῆς πίστης μας, πού ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὁμολογήσει ἀπό τήν ἀρχή. Καί κατά πρῶτον ἡ δογματική θεολογία ἔργο ἔχει νά διατυπώσει ἀκριβῶς ὀρθόδοξα τίς ἀλήθειες αὐτές τῆς πίστης μας, δηλαδή νά διατυπώσει τά δόγματα· ἔπειτα δέ νά ἀναφέρει ποῦ στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἱερή Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας στηρίζονται οἱ ἀλήθειες αὐτές, τά δόγματα αὐτά, ὅπως ἔτσι τά ἔχει διατυπώσει. Ἔτσι, μέ τήν ἰσχυρή προπαντός ἁγιογραφική θεμελίωση τῶν δογμάτων τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, θά μποροῦν οἱ πιστοί νά ἀποκρούουν τούς αἱρετικούς καί γενικά νά εἶναι ἕτοιμοι νά δίνουν ἀπολογία στόν καθένα πού τούς ρωτάει γιά τήν πίστη τους (βλ. Α´ Πέτρ. 3,15), γιατί θά γνωρίζουν τά δόγματά της, τίς ἀλήθειες της.
Ἡ δογματική θεολογία δέν πρόκειται νά «ἀνακαλύψει» νέες ἀλήθειες τῆς πίστης μας, γιατί, ὅπως γνωρίζουμε καί ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς πίστης μας δόθηκε διά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἕνας δηλαδή χριστιανός τοῦ αἰώνα μας καί κάθε αἰώνα, δέν πρόκειται νά πεῖ καμμιά νέα ἀλήθεια πού νά μήν ἔχει ἀνακαλυφθεῖ, μπορεῖ ὅμως, ἄν ἔχει καθαρότητα καρδιᾶς, μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ νά εἰσχωρήσει βαθύτερα στήν παραδοθεῖσα «ἅπαξ» στούς ἀνθρώπους πίστη (Ἰούδ. στίχ. 3). Καί αὐτό τό πέτυχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι βιώνοντας τήν πίστη μέ τήν ἁγία τους ζωή ἐμβάθυναν σ᾽ αὐτήν ὅλο καί περισσότερο· γι᾽ αὐτό, καί μᾶς εἶναι πολύ ἀπαραίτητη ἡ πατερική διδασκαλία στά δόγματα τῆς πίστης μας. Σέ κάθε ἐποχή δέ οἱ ἅγιοι Πατέρες τόνιζαν καί κάποια ἄλλη πλευρά τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης μας, γιατί ἐμφανίζονταν καί νέες αἱρέσεις, πού ἔπρεπε νά πολεμηθοῦν μέ τήν προβολή καί ἐξήγηση τῆς πλευρᾶς τῆς ἀλήθειας τῆς πίστης πού ἔθιγαν οἱ αἱρετικοί.14


ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ

Ἡ δογματική θεολογία εἶναι γιά τόν πιστό χριστιανό. Δηλαδή, δέν δημιουργεῖ πίστη στόν ἄνθρωπο, ἀλλά προϋποθέτει ὑπάρχουσα σ᾽ αὐτόν τήν πίστη. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέει: «Ἐπίστευσα, διό ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115,1). Καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀποκάλυψε τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς μαθητές Του, ἀφοῦ πρῶτα αὐτοί πίστεψαν σ᾽ Αὐτόν. «Κύριε» – εἶπε ὁ Πέτρος στόν Χριστό – «σέ ποιόν νά πᾶμε; Ἔχεις λόγια ζωῆς αἰωνίου, καί ἐμεῖς ἔχουμε πιστέψει καί γνωρίσει ὅτι Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ» (Ἰωάν. 6,68-69). Ἡ πίστη, καί πιό συγκεκριμένα, ἡ πίστη στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο, εἶναι ἡ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς Ἁγίας Γραφῆς· εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς προσωπικῆς μας σωτηρίας· καί ἀκόμη εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς θεολογίας μας. «Ὅλα αὐτά ἔχουν γραφεῖ γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί πιστεύοντες νά ἔχετε ζωή στό ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάν. 20,31), γράφει ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του καί τήν ἴδια σκέψη τήν ἐπαναλαμβάνει πολλές φορές στίς ἐπιστολές του· καί τήν ἴδια σκέψη πάλι τήν ἐκφράζουν ὅλα τά ἱερά γραπτά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. ΠΙΣΤΕΥΩ! Ἡ Δογματική μας ἀρχίζει μέ αὐτήν τήν ὁμολογία. Ἡ ὁμολογία δέ αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔκφραση, ἀλλά μιά συγκλονιστική μαρτυρία, μιά δυνατή φωνή ἀγάπης πρός τόν Θεό. Γιά ἕνα ἄπιστο ἡ δογματική θεολογία εἶναι χωρίς ἀποτέλεσμα, γιατί γι᾽ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ἕνας λίθος στόν ὁποῖο θά προσκόψει καί βράχος πού θά τόν κάνει νά πέφτει» (Α´ Πέτρ. 2,7-8· βλ. Ματθ. 21,44)!...



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ




ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ὁ Κανόνας λέει: «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν Ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν, ἅπαξ μέν, τῇ τετάρτῃ ἑβδομάδι τῆς Πεντηκοστῆς, δεύτερον δέ Ὑπερβερεταίου δωδεκάτη».
2. MPG 21,984.
3. MPG τ. 31.
4. Εἶναι τό «Πιστεύω» («Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...»), πού τό ἀπαγγέλλουμε σέ κάθε θεία Λειτουργία καί σέ ἄλλες ἱερές ἀκολουθίες, ὅπως καί στίς ἀτομικές μας προσευχές.
5. Ἡ Σύνοδος αὐτή λέγεται «Πενθέκτη», ἔγινε τό ἔτος 692 στήν Κωνσταντινούπολη, στό περίφημο βασιλικό παλάτιο πού λεγόταν «Τροῦλλος». Ἡ Σύνοδος ἔγινε ἕντεκα χρόνια μετά τήν ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν δεκτές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς συνέχεια τῶν ἀποφάσεων ἐκείνης. Βλ. τόν δεύτερο Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ αὐτῆς Συνόδου στό Πηδάλιο, ἔκδοση «Ἀστέρος» σ. 220.
6. Ὡς ἕνα παράδειγμα τέτοιων προσωπικῶν γνωμῶν μπορεῖ νά λάβει κανείς τήν ἐσφαλμένη γνώμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης ὅτι ἡ κόλαση δέν εἶναι αἰώνια καί ὅτι ὅλα – συμπεριλαμβανομένων καί τῶν δαιμόνων – θά σωθοῦν τελικά. Ἡ γνώμη αὐτή ἀπορρίφθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς ἀντίθετη μέ τήν καθολική συνείδησή της, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναγνωρίζεται ὡς ἅγιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί γίνεται δεκτή ἡ ἄλλη του διδασκαλία χωρίς καμμιά ἀμφιβολία. Γιά τήν προσοχή τῆς Ἐκκλησίας μας σέ μερικές ἐσφαλμένες προσωπικές ἰδέες τῶν Πατέρων βλ. τήν μελέτη τοῦ Seraphim Rose “The Place of Blessed Augustine in the Orthodox Church” στό περιοδικό The Orthodox World, 1978, No 79 καί 80.
7. Kατήχησ. Ε´.
8. Γιά περισσότερα στά παραπάνω βλ. Χρήστου Ἀνδρούτσου Συμβολική σ. 24-25.
9. Σπουδαῖος πανεπιστημιακός διδάσκαλος, ὅπως φαίνεται ἀπό τά βιβλία του, τά αὐστηρῶς μέ ὀρθόδοξο πνεῦμα γραμμένα, καί ὅπως τό ὁμολογοῦν οἱ ἐπιζῶντες ἀκόμη μαθητές του. Γιά νά ἐκτιμήσει ὅμως κανείς τήν προσφορά τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ τῆς θεολογίας στήν χώρα μας, θά πρέπει νά τόν κρίνει ἀπό τήν ἐποχή στήν ὁποία ἔζησε.
10. Θεωρεῖται ἀπό ὅλους ὁ καλύτερος δογματολόγος. Κατάγεται ἀπό τήν Φωκίδα (χωρίον Μπράλλος - Παρνασσίδος).
11. Ὁ πατήρ αὐτός εἶναι βαθύς γνώστης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί γι᾽ αὐτό ἐκφράζει πολύ καλά τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.
12. Σπουδαῖος δογματολόγος, συγγραφεύς πολλῶν δογματικῶν καί ἄλλων θεολογικῶν ἐργασιῶν. Ἀπό τά ἔργα του σημειώνουμε ἰδιαίτερα Δογματικά καί Ἠθικά Ι, Ἀθῆναι 1983 (σελίδες 513) καί Ἡ περί Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985 (σελίδες 586). Κατάγεται ἀπό τήν Φωκίδα (Δεσφίνα - Παρνασσίδος).
13. Αὐτά τά ρωσικά δογματικά συστήματα τοῦ 19ου αἰώνα ὅπως καί δικές μας, στήν ἑλληνική γλώσσα, γραμμένες δογματικές (ἰδιαίτερα τοῦ Ἀνδρούτσου καί τοῦ Τρεμπέλα) κρίθηκαν ἀπό μερικούς συγχρόνους ὀρθοδόξους ὅτι ἔχουν «δυτικές ἐπιρροές». Αὐτή ἡ κριτική, ἄν καί δικαιώνεται σέ μερικά σημεῖα, εἶναι ὅμως μονόπλευρη καί ἄδικη καί ὁδηγεῖ σέ ἔπαρση, στήν ὑπερήφανη πίστη ὅτι ἡ σημερινή θεολογία «καθαρίζεται» καί γίνεται ἀμόλυντη ἀπό ξένες ἐπιδράσεις. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ διαίρεση τῆς θεολογίας σέ «κατηγορίες», ἡ «συστηματοποίησή» της, πού παρατηρεῖται στά δογματικά μας δοκίμια, εἶναι μᾶλλον ἕνας νεώτερος τρόπος, πού εἶναι πραγματικά, δανεισμένος ἀπό τήν Δύση. Στίς ὀρθόδοξες ὅμως δογματικές ὁ τρόπος αὐτός εἶναι καθαρά ἐξωτερικός τρόπος ἔκφρασης, χρησιμοποιούμενος μόνο γιά τήν καλύτερη διδασκαλία τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν πρός τούς μαθητές, φοιτητές καί πιστούς, χωρίς νά ἐπηρεάζει τήν ὀρθόδοξη ἐκφορά τοῦ δόγματος. Ὅπως ὡραῖα γράφει σέ ὑποσημείωσή του ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ, μεταφραστής στήν Ἀγγλική τῆς ρωσικά γραμμένης Δογματικῆς τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Μιχαήλ Ρομαζάνσκυ, «Father Michael himself has elsewhere defended these systems of theology for their usefulness in teaching theology in the schools against accusations of “scholasticism” which are totally unfair. In intent, these systems are only a 19th century attempt to do what St. John Damascene did in the 8th century and no one can deny that the basic content of these works is Orthodox» (Μνημ. ἔργο σ. 41).
14. Τό μνημονευθέν ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου Σιλβέστρου, «Δοκίμιο στήν Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, μέ ἱστορική ἔκθεση τοῦ Δόγματος», σέ πέντε τόμους, ἔχει καταχωρημένη τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί τῶν ἱερῶν δογμάτων κατά ἱστορική σειρά.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

8
Μάθημα 8ον


ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



1. Μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀρχίζοντας νά μᾶς διδάσκει γιά τόν Θεό στό Σύμβολο τῆς πίστης μας χρησιμοποιεῖ τήν ἔκφραση «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...». Δέν λέει «γνωρίζω», ἀλλά «πιστεύω».

Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τό πρῶτο πού θέλει νά μᾶς πεῖ ἡ Ἐκκλησία μας: Ὅτι τόν Θεό δέν μποροῦμε νά τόν κάνουμε ἀντικείμενο γνώσης, δέν μποροῦμε νά τόν κατανοήσουμε μέ τό πνεῦμα μας· εἶναι ἀκατάληπτος. Καταδέχεται ὅμως ὁ Θεός καί ἀποκαλύπτει τόν Ἑαυτό του σέ μᾶς. «Πιστεύουμε» στόν Θεό.1

Αὐτό εἶναι ἕνα βασικό δόγμα τῆς πίστης μας, πού φαίνεται καθαρά στήν ἁγία Γραφή καί τό ἀναπτύσσουν οἱ ἅγιοι Πατέρες στά συγγράμματά τους.
Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει, πραγματικά, ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ «ἀπρόσιτο φῶς», σέ φῶς δηλαδή πού δέν μπορεῖ κανείς νά τόν πλησιάσει, δέν μπορεῖ κανείς νά τόν δεῖ. Εἶναι «...ὁ φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται» (Α´ Τιμ. 6,16).2 Κανένας ἄνθρωπος καί κανένα πλάσμα δέν μπορεῖ νά γνωρίσει πλήρως τήν φύση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι «ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ» (Ρωμ. 11,33.34. Βλ. καί Ἰωάν. 1,18). Δέν ὑπάρχει κανένας πού μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό παρά μόνο ὁ Θεός. Ποιός ἄλλος ἀπό τούς ἀνθρώπους γνωρίζει τά ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου παρά μόνο ἡ ψυχή του, πού εἶναι μέσα του; Ἔτσι καί «τά τοῦ Θεοῦ οὐδείς οἶδεν εἰ μή τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2,11)· «καί οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν εἰ μή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός καί ᾧ ἐάν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι» (Ματθ. 11,27).

2. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως πλευρά ἡ ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει ὅτι Αὐτός ὁ ἀόρατος καί ἀκατάληπτος Θεός ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους μέσα στήν δημιουργία. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γάρ Θεός αὐτοῖς ἐφανέρωσε. Τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης» (Ρωμ. 1,19,20. Βλ. καί Ψαλμ. 18,2.5. Σοφ. Σολ. 13,1.5). Ἔτσι ἔχουμε τήν φυσική ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἔχουμε καί τήν ὑπερφυσική ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἀπό τόν Υἱό Του πού σαρκώθηκε. Λέει ἡ ἁγία Γραφή: «Πολυμερῶς καί πολυτρόπος πάλαι ὁ Θεός λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ» (Ἑβρ. 1,1. Σύγκρ. μέ Σοφ. Σολ. 9,16.19)· καί ὅτι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τιμ. 3,16) «δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τόν ἀληθινόν» (Α´ Ἰωαν. 5,20). Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς Χριστός κήρυξε τήν διδασκαλία του μέ τούς Ἀποστόλους του, ἀφοῦ ἔστειλε σ᾽ αὐτούς «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας», τό Ὁποῖο «πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 14,17.18. Α´ Κορ. 2,10).

Τέλος, ἡ ἁγία Γραφή μᾶς λέει ὅτι, ἄν καί «ὁ μονογενής Υἱός, ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, Ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωαν. 1,18) σέ μᾶς τά σχετικά μέ τόν Θεό, ὅμως τώρα δέν βλέπουμε τόν Θεό παρά σάν «δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (Α´ Κορ. 13,12)· δηλαδή τόν βλέπουμε σάν σέ μετάλλινο καθρέπτη θαμπά· βλέπουμε ἀτελῶς3 «Διά πίστεως γάρ περιπατοῦμεν, οὐ δι᾽ εἴδους» (Β´ Κορ. 5,7).

3. Οἱ ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἀνέπτυξαν μέ λεπτομέρεια αὐτή τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας, πρό πάντων μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐμφάνισης διαφόρων αἱρετικῶν δοξασιῶν σ᾽ αὐτό τό θέμα.

Πράγματι, μερικοί αἱρετικοί δίδασκαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι τέλεια καταληπτός ἀπό ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους· ὅτι μποροῦμε νά τόν γνωρίσουμε τόσο καλά, ὅσο Αὐτός ὁ Ἴδιος γνωρίζει τόν ἑαυτό Του· καί ὅτι τά ὀνόματα πού ἀποδίδονται στόν Θεό ἐκφράζουν τήν ἴδια τήν οὐσία του. Τέτοιοι αἱρετικοί ἦταν τόν δεύτερο αἰώνα οἱ Γνωστικοί Οὐαλεντῖνος, Πτολεμαῖος καί Καρποκράτης.4 Πρό παντός ὅμως τήν πλάνη αὐτή, τῆς τέλειας δηλαδή γνώσης τοῦ Θεοῦ, τήν ὑποστήριξαν κατά τόν τέταρτο αἰώνα ὁ Ἀέτιος καί ὁ Εὐνόμιος μέ τούς ὀπαδούς τους.5 Οἱ τρεῖς πρῶτοι ἀντιμετωπίστηκαν ἀπό τόν ἅγιο Εἰρηναῖο καί ὁ Εὐνόμιος μέ τούς μαθητές του ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης, τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Βασίλειο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο κ.ἄ.6 Οἱ ἅγιοι αὐτοί πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ οὐσία ἤ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι ἀνόητο καί τρελλό τό νά ζητᾶμε νά γνωρίσουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. «Μανίας γάρ ἐσχάτης φιλονεικεῖν εἰδέναι τί τήν οὐσίαν ἐστίν ὁ Θεός», λέει κάπου ὁ ἱερός Χρυσόστομος.7

Δέν εἶναι δυνατόν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νά γνωρίσουμε τέλεια τόν Θεό,

α) γιατί τό πνεῦμα μας εἶναι περιορισμένο, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἀπεριόριστος καί τό ἀπεριόριστο θά ἔπαυε νά εἶναι ἔτσι, ἄν γινόταν πλήρως καταληπτό ἀπό μιά περιορισμένη ὕπαρξη·8
β) γιατί τό περιορισμένο πνεῦμα μας εἶναι ἑνωμένο μέ ἕνα ὑλικό σῶμα, πού παρεμβάλλεται σάν μιά πυκνή ὁμίχλη μεταξύ ἡμῶν καί τῆς ἄυλης θεότητας καί ἐμποδίζει τόν πνευματικό μας ὀφθαλμό νά δεχτοῦμε σέ ὅλη τήν καθαρότητά του τίς ἀκτῖνες τοῦ θείου φωτός·9
γ) γιατί τό πνεῦμα μας, ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι περιορισμένο καί στενά ἑνωμένο μέ τό σῶμα, εἶναι σκοτισμένο μέ τήν ἁμαρτία, πράγμα πού τό καθιστᾶ ἀκόμη λιγώτερο ἱκανό νά ἀνυψωθεῖ στήν καθαρή μελέτη τοῦ Θεοῦ·10
δ) γιατί ἐμεῖς δέν κατανοοῦμε τέλεια οὔτε καί τίς περιορισμένες ὑπάρξεις καί τά ἀντικείμενα πού βλέπουμε· δέν κατανοοῦμε τήν οὐσία τῶν στοιχείων τῆς φύσης μας, οὔτε τήν οὐσία τῆς ψυχῆς μας καί τόν τρόπο τῆς ἕνωσής της μέ τό σῶμα, οὔτε τήν φύση τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἄλλων ἀσωμάτων δυνάμεων.11
ε) Οἱ Πατέρες παρατηροῦν ἀκόμη πόσο ἦταν ἀτελής ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί σ᾽ αὐτούς ἀκόμη πού τιμήθηκαν μέ εἰδικές ἀποκαλύψεις σάν τόν Μωυσέα, τόν Ἡσαΐα, τόν Ἰεζεκιήλ, τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο καί γενικά σ᾽ ὅλους τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους·12
στ) ὅτι δέν εἶναι μόνο οἱ ἄνθρωποι πού δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τήν φύση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αὐτά τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ καί γενικά τά πιό ἀνώτερα καί τέλεια πνεύματα τῆς δημιουργίας·13
ζ) ὅτι τέλος, ἄν ὁ Θεός ἦταν τέλεια καταληπτός, θά ἔπαυε νά ἦταν Θεός γιά μᾶς.14



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



1. Νά τί διδάσκει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας: α) Γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ: «...Μά τί νά εἶναι ὁ Θεός εἰς τήν φύσιν του, τοῦτο εἶναι ἀδύνατον νά γνωρισθῇ ἀπό κανένα κτίσμα, ὄχι μόνον ὁρατόν, ἀλλά καί ἀόρατον, ἤγουν καί ἀπό αὐτούς τούς Ἀγγέλους, διατί δέν εἶναι οὐδεμία σύγκρισις καθόλου ἀναμέσον τοῦ κτίστου καί κτίσματος. Καί ἐξ ἑπομένου φθάνει μας πρός εὐσέβειαν (καθώς μαρτυρᾷ ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος) νά ἠξεύρωμεν, πῶς «ἔχομεν Θεόν, Θεόν ἕνα, Θεόν ὄντα καί ἀεί ὄντα, ὅμοιον καί ταὐτόν πάντοτε μέ τόν ἑαυτόν του» (Κατήχ. 6,5 MPG 33,548), ἔξω ἀπό τόν ὁποῖον ἄλλος Θεός δέν εἶναι» (Ὀρθόδοξος ὁμολογία τῆς πίστεως τῆς καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πρῶτον μέρος τῆς Κατηχήσεως· ἐρώτησις η´· «Τίνα γνώμην πρέπει νά ἔχω περί Θεοῦ;» Βλ. Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ ΙΙ σ. 595,6).
β) Γιά τήν Ἁγία Τριάδα: «Μέ οὐδέ κἄν μίαν ὁμοιότητα εἶναι δυνατόν νά φανερωθῇ τελείως τό πρᾶγμα τοῦτο, καί νά παρασταθῇ εἰς τόν νοῦν μας φανερά, μέ τίνα τρόπον εἶναι ὁ Θεός ἕνας εἰς τήν οὐσίαν καί τρεῖς εἰς τάς ὑποστάσεις... Οὐδένας νοῦς, ὄχι μόνον ἀνθρώπινος, ἀλλά οὔτε ἀγγελικός, ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ ἤ γλῶσσα νά τό ἑρμηνεύσῃ...Ὁ συζητητής καί ἐξεταστής* ἀπό τῆς θείας μεγαλοπρεπείας ἀποβάλλεται. Φθάνει μας λοιπόν τόσον, πῶς ἡ ἁγία Γραφή τοῦ παλαιοῦ νόμου, προβαλλομένη ἕνα Θεόν, μᾶς ἑρμηνεύει τρία πρόσωπα...» (Ὀρθόδοξος ὁμολογία... Ἐρώτησις ι´. Ἐπεθύμουν μέ φανερώτερον τρόπον νά κατανοήσω τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἰς Καρμίρη, Τά Δογματικά καί... τόμ. ΙΙ σελ. 597).
γ) Γιά τά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ: «Καθώς ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος, ἔτζη καί τά ἰδιώματά του εἶναι ἀκατάληπτα· μά ὅσον ἠμποροῦμεν ἡμεῖς νά συνάξωμεν ἀπό τήν ἁγίαν Γραφήν καί ἀπό τούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τόσον ἔχομεν ἐξουσίαν καί νά νοοῦμεν καί νά λέγωμεν» (Ὀρθόδοξος ὁμολογία... Ἐρώτησις ια´. Ποῖα εἶναι τά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ; Εἰς Καρμίρη, Τά Δογματικά καί... τόμ. ΙΙ. σ. 597, 8).
Ἡ ἴδια διδασκαλία ἀπαντᾶται πολύ συχνά στά λειτουργικά μας βιβλία. Ἔτσι π.χ. στήν εὐχή τῆς Θ. Λειτουργίας «Ἄξιον καί δίκαιον...» διαβάζουμε: «Σύ γάρ εἶ Θεός ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος...». Βλέπε καί δ´ εὐχή τοῦ ἱερέα κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἑξαψάλμου κ.ἄ.
*Προσθήκη μεταγεν. ἐκδόσεων: «τῆς θείας μεγαλοπρεπείας κωλύεται ἀπό τήν Γραφήν τήν λέγουσαν (Σειρ. γ, κα) «χαλεπώτερά σου μή ζήτει καί ἰσχυρότερά σου μή ἐξέταζε· ἅ προσετάγη σοι, ταῦτα διανοοῦ· οὐ γάρ ἔστι σοί χρεία τῶν κρυπτῶν· ἐν τοῖς περισσοῖς τῶν ἔργων σου, μή περιεργάζου».
2. Ἄλλα παρόμοια χωρία εἶναι: Ἐξοδ. 33, 18-20. Ἰώβ 11, 7-9. Σοφ. Σολ. 9,13. Σοφ. Σειρ. 43, 31-32.
3. Κατά τό χωρίο τοῦτο παρατηροῦμε: α) Τώρα βλέπουμε τόν Θεό σάν μέσα σέ ἕνα κάτοπτρο, σέ ἕνα καθρέπτη· δέν τόν βλέπουμε, λοιπόν, ἄμεσα, πρόσωπο πρός πρόσωπο, ὅπως βλέπουμε τά ἀντικείμενα τοῦ φυσικοῦ κόσμου· βλέπουμε μόνο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού ἀντανακλᾶται γιά μᾶς στόν καθρέπτη τοῦ κόσμου καί τῆς ἀποκάλυψης. Ἀλλά καί διά μέσου ἑνός κατόπτρου μπορεῖ νά δεῖ κανείς καλά τά ἀντικείμενα, γιατί ἡ εἰκόνα αὐτῶν πού ἀντανακλᾶται σ᾽ αὐτό εἶναι καθαρή καί εὐκρινής· ὁ Ἀπόστολος ὅμως προσθέτει: β) ἀντίθετα· ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού παριστάνεται σέ μᾶς σάν μέσα σέ κάτοπτρο εἶναι σκοτεινή, ἀσαφής· εἶναι «ἐν αἰνίγματι». Ὁ Τρεμπέλας ἑρμηνεύει: «Τώρα βλέπομεν σάν εἰς μετάλλινον καθρέπτην θαμπά καί τόσον ἀτελῶς, ὥστε μᾶς μένουν πολλά αἰνίγματα, πού δέν ἠμποροῦμεν νά τά ἐξηγήσωμεν». Ἀλλά ἔστω ὅτι τό αἴνιγμα λύνεται, ἐξηγεῖται· ὁ Ἀπόστολος ὅμως στό παραπάνω χωρίο Α´ Κορ. 13,12 προσθέτει σχετικά μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ ὅτι γνωρίζουμε μέρος τῆς ἀλήθειας: «Ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους», δηλαδή «Ἄρτι γινώσκω τόν Θεόν μερικῶς ἔκ τε τῆς δημιουργίας καί τῆς προνοίας αὐτοῦ» (Ζιγαβηνός, στήν ἑρμηνεία του στήν ἐπιστολή). Κατά συνέπεια ὁ χαρακτήρας τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πίστη: «Διά πίστεως γάρ περιπατοῦμεν, οὐ δι᾽ εἴδους» (Β´ Κορ. 5,7). Θυμούμαστε ἐδῶ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού εἶπε στόν Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ζήτησε νά δεῖ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ: «Ὄψει τά ὀπίσω μου, τό δέ πρόσωπό μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι» (Ἐξ. 33,23).
4. Βλ. Εἰρηναίου, Contra Haereses, Βιβλ. ΙΙ, κεφ. 28,9 MPG 7,811. Βλέπε περισσότερα εἰς Δογματικήν Τρεμπέλα τόμ. 1. σ. 148 ἑξ.
5. Ὁ Ἀέτιος ἔλεγε: «Οὕτως τόν Θεόν ἐπίσταμαι τηλαυγέστατα καί τοσοῦτον αὐτόν ἐπίσταμαι καί οἶδα, ὥστε μή εἰδέναι ἐμαυτόν, ὡς Θεόν μᾶλλον ἐπίσταμαι» (Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων, 76 MPG 42,521). Καί ὁ Εὐνόμιος «ἐτόλμησε εἰπεῖν, ὡς οὐδέν τῶν θείων ἠγνόησεν, ἀλλά καί αὐτήν ἀκριβῶς ἐπίσταται τοῦ Θεοῦ τήν οὐσίαν καί τήν αὐτήν ἔχει περί τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἥν αὐτός ἔχει περί ἑαυτοῦ ὁ Θεός. Εἰς ταύτην ὑπ᾽ αὐτοῦ τήν μανίαν ἐκβακχευθέντες οἱ τῆς ἐκείνου λώβης μετεσχηκότες, τολμῶσιν ἄντικρυς λέγειν, οὕτως εἰδέναι τόν Θεόν, ὡς αὐτός ἑαυτόν» (Θεοδωρήτου, Αἱρετικῆς κακομυθίας Λόγος τέταρτος. Γ´ Περί Εὐνομίου καί Ἀετίου. MPG 83,421).
6. Γρηγόριος Νύσσης, πρός Εὐνόμιον ἀντιρρητικοί λόγοι ΙΒ´ (MPG 45, 244-1131). Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Πέντε θεολογικοί λόγοι κατά Εὐνομιανῶν (MPG 36,12 ἑξ.). Βασίλειος ὁ Μέγας, Λόγος Α´ «Ἀνατρεπτικός τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσεβοῦς Εὐνομίου» (MPG 29,497 ἑξ)· Λόγος Β´ Πρός Εὐνόμιον περί Υἱοῦ (MPG 29,573 ἑξ.)· Λόγος Γ´ Κατ´ Εὐνομίου περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (MPG 29,653 ἑξ.)· Λόγος Δ´ Ἀντιρρητικός καί κατά Εὐνομίου... (MPG 29,672 ἑξ.). Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Πέντε ὁμιλίες «Περί ἀκαταλήπτου πρός τούς Ἀνομοίους» (MPG 48,701-735). Καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἔγραψε κατά τῶν ἐξεταστῶν τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
7. Περί Ἀκαταλήπτου Α´ Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 1,338Α.
8. Λέει κάπου ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι ὁ Θεός θά ἦταν ἀναγκαίως περιορισμένος, ἄν ἦταν καταληπτός ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη· γιατί ἡ ἴδια ἡ σκέψη ἔχει ὅριο, εἶναι περιορισμένη. Βλ. καί Ἰουστίνου Πρός Τρύφωνα 4.(«Ἤ τόν Θεόν ἀνθρώπου νοῦς ὄψεταί ποτε...;». Βλέπε ὅλη τήν παράγραφο. MPG 6,484), Ἀθηναγόρου Πρεσβεία..., 10 MPG 6,908 ἑξ.) Θεοφίλου Ἀντιοχείας Πρός Αὐτόλυκον 1,3 (MPG 6,1028), Εἰρηναίου, Advers, Haeres, 4,19 (MPG 7,1032). Μεγάλου Ἀθανασίου Ἐπιστολή «ὅτι ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος...», 22 (MPG 25,452) καί Αὐγουστίνου De Civitatis... Βιβλ. ΧΙΙ, c 18.
9. «Μέσος ἡμῶν τε καί Θεοῦ ὁ σωματικός οὗτος ἵσταται γνόφος, ὥσπερ ἡ νεφέλη τό πάλαι τῶν Αἰγυπτίων καί τῶν Ἑβραίων (βλ. Ἐξ. 14,20). Καί τοῦτό ἐστιν ἴσως, ὅ “ἔθετο σκότος ἀποκρυφήν αὐτοῦ” (Ψαλμ. 17,12), τήν ἡμετέραν παχύτητα, δι᾽ ἥν ὀλίγοι καί μικρόν διακύπτουσιν» (Γρηγόρ. Θεολόγος ΒΕΠ 59, 225· βλ. καί σ. 221).
10. Τήν θεογνωσία τήν χάσαμε μέ τήν ἁμαρτία (βλ. καί τήν ἀρχή τοῦ ὑπομνήματος τοῦ Χρυσοστόμου στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο). Ἑπομένως χρειάζεται κάθαρση γιά τήν καθαρή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει στόν Α´ θεολογικό του λόγο (Γ´, Κατά Εὐνομιανῶν προδιαλέξεις): «Οὐ παντός, ὦ οὗτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός· οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δέ, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν, οὐδέ πάντα, ἀλλ᾽ ἐστιν ὅτε καί οἷς καί ἐφ᾽ ὅσον. Οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ, καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον. Mή καθαρῷ γάρ ἅπτεσθαι καθαροῦ τυχόν οὐδέ ἀσφαλές, ὥσπερ οὐδέ ὄψει σαθρᾷ ἡλιακῆς ἀκτῖνος. Ὅτε δέ; Ἡνίκα ἄν σχολήν ἄγωμεν ἀπό τῆς ἔξωθεν ἰλύος καί ταραχῆς, καί μή τό ἡγεμονικόν ἡμῶν συγχέηται τοῖς μοχθηροῖς τύποις καί πλανωμένοις, οἷον γράμμασι πονηροῖς ἀναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων ἤ βορβόρῳ μύρων εὐωδίαν» (ΒΕΠ 59, 214. 15-25). – Περί τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ λέει ἡ Ἐκκλησία μας: «Κουφιζομένου πταισμάτων πρός γνῶσιν Θεολογίας» (Δοξαστικόν Θ´ Ὥρας). Καί σέ ἄλλο τροπάριο ἡ Ἐκκλησία μας λέει: «Γρηγόρησον, ἀρίστευσον ὡς ὁ μέγας ἐν πατριάρχαις ἵνα κτήσῃ πρᾶξιν μετά γνώσεως, ἵνα χρηματίσῃς νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν καί φθάσῃς τόν ἄδυτον γνόφον ἐν θεωρίᾳ...» (Τριώδιον· Τρίτη Α´ ἑβδομ. ἑσπέρας, δ´ ὠδή). Καί «Οὐ πέφυκε νοῦς γεώδης τοῖς θεῖοις ἐμβατεύειν» (Μην. Σεπτεμβρίου Δ´, Ἑσπερ. α´ τροπάρ.). – Ἡ ἴδια διδασκαλία ἀπαντᾶται συχνά στόν ἱερό Χρυστόστομο: «Βίος διεφθαρμένος κώλυμα τῆς τῶν ὑψηλῶν δογμάτων ἀκριβείας γίνεται» (Ὁμιλία εἰς τόν Δ´ Ψαλμόν. Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 53,155ΑΒ)· ἑρμηνεύοντας ἀλλοῦ ὁ ἱερός πατήρ τόν λόγο τοῦ Κυρίου «Ἐάν τις θέλει τό θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν γνώσεται περί τῆς διδασκαλίας, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ἤ ἐγώ ἀπ᾽ ἑμαυτοῦ λαλῶ» (Ἰωάν. 7,17) λέει: «Ὁ δέ λέγει, τοῦτό ἐστι· Τήν πονηρίαν ἐξ αὐτῶν ἐκβάλετε, καί τήν ὀργήν, καί τόν φθόνον, καί τό μῖσος... καί οὐδέν τό κωλύον ὑμᾶς γνωρίσαι ὅτι Θεοῦ ὄντως ἐστί τά ρήματα τά ἐμά· νῦν μέν γάρ ὑμῖν ταῦτα ἐπισκοτεῖ, καί τήν ὀρθήν διαφθείρει κρίσιν λάμπουσαν, ἄν δέ ταῦτα ἐξέλητε, οὔτε ἔτι τοῦτο πείσεσθε (Εἰς τό κατά Ἰωάν. ὁμιλ. ΜΘ´ Εἰς Ἅπαντα τῶν...73,372). Βλ. καί Φιλοκαλία Α´ 9, μβ´. Β´ 262, λη´ Α´ 153, πδ´ Α´ 24, ρνδ´. Πρέπει, λοιπόν, πρῶτα νά καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας καί τότε θά ἀποκτήσουμε γνώση τοῦ καθαροῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 5,8).
11. Ἡ ἀπόδειξη αὐτή λέγεται ἰδιαίτερα ἀπό τόν Εἰρηναῖο, τόν ἱερό Χρυσόστομο (βλ. εἰς τό κατά Ἰωάννην ὁμιλ. ΚΕ´, εἰς Ἅπαντα...72,333 ἑξ.), τόν μέγα Βασίλειο καί πρό παντός ἀπό τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο (βλ. Θεολογικός δεύτερος, Ε´ ΒΕΠ 59,221,21 ἑξ.). Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει: «Εἰ γάρ τούς ἀγγέλους, ἤ τάς ἡμετέρας ψυχάς κτίσματα ὄντα καταλαβεῖν οὐ δυνάμεθα, πόσῳ μᾶλλον αὐτῷ τῷ τούτων ποιητῇ πρέπει τό εἶναι ἀκατάληπτον;» (Πρός Ἀντίοχον ἄρχοντα. Ἐρώτησις α´ MPG 28,597.600).
12. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει κάπου: «Κἄν ᾗς Μωυσῆς καί Φαραώ θεός κἄν μέχρι τρίτου κατά τόν Παῦλον οὐρανοῦ φθάσῃς καί ἀκούσῃς ἄρρητα ρήματα· κἄν ὑπέρ ἐκεῖνον γένῃ, ἀγγελικῆς τινος ἤ ἀρχαγγελικῆς στάσεώς τε καί τάξεως ἠξιωμένος. Κἄν γάρ οὐράνιον ἅπαν, κἄν ὑπερουράνιόν τι καί πολύ τήν φύσιν ὑψηλότερον ἡμῶν ᾗ καί ἐγγυτέρῳ Θεοῦ, πλέον ἀπέχει Θεοῦ καί τῆς τελείας καταλήψεως ἤ ὅσον ὑπεραίρει τοῦ συνθέτου καί ταπεινοῦ κάι κάτω βρίθοντος κράματος» (Θεολογικός δεύτερος, ΒΕΠ 59,220.35.221.1-4· βλ. καί σ. 221,11 ἑξ.) Βλ. καί MPG 48,730 (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Λόγος τέταρτος πρός Ἀνομοίους).
13. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει στήν ἑρμηνεία τοῦ 6ου κεφ. τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, στήν περικοπή ὅπου οἱ ἄγγελοι παρουσιάζονται νά καλύπτουν τά πρόσωπά τους πρό τοῦ Θεοῦ: «Εἰ τά Σεραφίμ, αἱ μεγάλαι καί θαυμάσιαι δυνάμεις ἐκεῖναι, Θεόν καθήμενον, καί ἐπί θρόνου καθήμενον ἰδεῖν ἀδεῶς οὐκ ἠδυνήθησαν, ἀλλά καί τάς ὄψεις καί τούς πόδας ἐκάλυπτον, τίς ἄν παραστήσειε, λόγος τήν μανίαν τῶν αὐτόν τόν Θεόν εἰδέναι σαφῶς λεγόντων, καί τήν ἀκήρατον ἐκείνην περιεργαζομένην οὐσίαν;» (Εἰς Ἅπαντα...62,194c). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος πάλι ἀφιερώνει ὅλη τήν τρίτη ὁμιλία του πρός Ἀνομοίους, γιά νά ἀναπτύξει αὐτή τήν ἰδέα (MPG 48,719 ἑξ.). Σημειώνουμε ἐδῶ μία μόνο περικοπή: «Τό ἀκατάληπτον (τοῦ Θεοῦ) οὐχ οὕτως ἡμεῖς ἴσμεν, ὡς ἐκεῖναι αἱ δυνάμεις, ὅσῳ καθαρώτεραι καί σοφώτεραι καί διορατικώτεραι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰσί. Καθάπερ γάρ τό τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων ἀπρόσιτον οὐχ οὕτως οἶδεν ὁ τυφλός ὡς ὁ βλέπων, οὕτω καί τό τοῦ Θεοῦ ἀκατάληπτον οὐχ οὕτως ἡμεῖς ἴσμεν ὡς ἐκεῖναι. Ὅσον γάρ τυφλοῦ καί βλέποντος τό μέσον, τοσοῦτον ἡμῶν καί ἐκείνων τό διάφορον» (MPG 48,722). Ὁμοίως πάλι ὁ Χρυσόστομος ἀφιερώνει καί μεγάλο μέρος τῆς τετάρτης ὁμιλίας του πρός Ἀνομοίους πρός ἀνάπτυξη τῆς ἴδιας ἰδέας, βλ. MPG 948,727 ἑξ.).
14.«Θεός γάρ καταλαμβανόμενος οὐκ ἔστι Θεός» (Μέγας Ἀθανάσιος).
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

9
Μάθημα 9ον


ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


(Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

Ἀναφερόμενοι στό ἀκατανόητο τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες καλοῦν τόν Θεό «ἄρρητον», «ἀνεκδιήγητον», «ἀπερίγραπτον»·1 καί λέγουν ὅτι ὅλα τά ὀνόματα πού ἀποδίδει ἡ Ἁγία Γραφή στόν Θεό, ὅπως τό Γιαχβέ2 (ὁ Ὑπάρχων), τό Ἐλωχίμ (πληθυντικός τοῦ Ἐλόαχ, ὁ Δυνατός), τό Ἀδωναΐ (Κύριος), τό Θεός, τό Κύριος κ.ἄ. δέν ἐκφράζουν καθόλου τήν οὐσία Του, τήν φύση Του, ἀλλά «τά περί τήν φύσιν» ἤ σημαίνουν τήν ἀναφορά Του μέ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο3 καί εἶναι ὀνόματα μᾶλλον ἀρνητικά παρά θετικά.4 Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά βροῦμε ἕνα ὄνομα, πού νά ἀνταποκρίνεται στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ·5 ἔχουμε «ἀνωνυμία» τοῦ Θεοῦ· αὐτή δέ ἡ «ἀνωνυμία» εἶναι αἰτία τῶν πολλῶν ὀνομασιῶν πού ἀποδίδουμε στόν Θεό. Ἔτσι ἔχουμε «πολυωνυμία» τοῦ Θεοῦ.6

Ἀνακεφαλαιώνουμε τά παραπάνω μέ τά ὅσα ὡραῖα λέει σχετικῶς ὁ Ἀνδροῦτσος στήν Δογματική του σ. 33-34: «Κατά τήν πίστιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ Θεός εἶνε ἀκατάληπτος καί τῷ νῷ ἡμῶν ἀχώρητος· οὕτω δέ ἀδύνατον μέν νά μορφώσωμεν πλήρη τῆς οὐσίας αὐτοῦ ἔννοιαν, ἀδύνατον δέ νά ἐξευρεθῶσι κατηγορούμενα ἀποδιδόντα τό πλήρωμα τῆς θείας οὐσίας, καί ὀνόματα ἐκφράζοντα σύνολον τό περιεχόμενον τοῦ ὑπερκοσμίου ὄντος. Ἡ ἐπιστημονική λοιπόν γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶνε ἀδύνατος, οἱ δέ λόγοι προφανεῖς. Ἡ ἐπιστημονική γνῶσις ἔχει ὡς ἀφετηρίαν τά κατ᾽ αἴσθησιν ὄντα, καί τούτων τάς παραστάσεις ἐπεξεργαζομένη δι᾽ ἀφαιρέσεως καί ἀποχωρίσεως τοῦ τυχαίου μορφοῖ τήν ἔννοιαν αὐτῶν, τήν ἀποδιδοῦσαν πιστῶς καί ἀντιστοίχως τήν οὐσίαν αὐτῶν, διερευνᾷ δέ καί τάς ἄλλας αὐτῶν σχέσεις κατά τάς κατηγορίας τοῦ ποσοῦ, τοῦ ποιοῦ, τῆς ἐνεργείας καί τῆς ἀλληλεπιδράσεως, τάς ἀπό τοῦ πεπερασμένου κόσμου ἀπηρυσμένας καί ἐν τῷ πεπερασμένῳ κόσμῳ ἰσχυούσας. Τό κριτήριον ἅμα καί ὁ γνώμων τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως εἶνε ἡ αὐστηρά αὐτῆς ἀπόδειξις, ἤτοι ἡ κατοχύρωσις αὐτῆς διά λόγων ἐπιβαλλόντων αὐτήν ἀναγκαστῶς εἰς πάντα. Ἀλλά μήν ὁ Θεός εἶνέ τι ὑπερκείμενον τῆς κατ᾽ αἴσθησιν ἀντιλήψεως καί καθόλου τῆς σφαίρας τῶν πεπερασμένων ὄντων, εἰς ἥν ἰσχύουσιν αἱ εἰρημέναι κατηγορίαι. Εἶνε φανερόν, ὅτι ὁ Θεός, ὡς ὑπεραισθητόν καί ἄπειρον, δέν εἶνε ὑποκείμενον ἐπιστημονικῆς γνώσεως· οὔτε λοιπόν δύναται νά ἀποδειχθῇ ἐπιστημονικῶς ἡ ὕπαρξις καί ἡ οὐσία αὐτοῦ, ὡς ἀποδεικνύει τις τάς μαθηματικάς, τάς φυσικάς καί τάς ἱστορικάς προτάσεις, οὔτε νά μορφωθῇ ὁρισμός αὐτοῦ τέλειος, ἤ ἀντίστοιχον ὄνομα, οὔτε νά διευκρινισθῇ ἡ ἔννοια αὐτοῦ περιγραφικῶς, ὡς διευκρινίζονται αἱ ἁπλαῖ ἔννοιαι καί τά γενικώτερα εἴδη, τά καθιστῶντα οὕτως ἐμφανές σύνολον τό θετικόν αὐτῶν περιεχόμενον. Ἄλλως δέ εἰς τήν ἐπιστημονικήν περί Θεοῦ γνῶσιν ἀντιβαίνει ἡ ἔννοια τῆς πίστεως, ἧς εἶνε ὑποκείμενον ὁ Θεός. Ἐάν ἡ ὕπαρξις καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύονται δι᾽ ἐπιστημονικῆς ὁδοῦ, καθ᾽ ὄν λόγον τά μαθηματικά καί αἱ λοιπαί ἀλήθειαι, εἶνε φανερόν, ὅτι ἡ εἰς αὐτήν πίστις, ἥν θεσπίζει ἡ Ἐκκλησία, εἶνέ τι περιττόν καθ᾽ ἑαυτό, ἤ τό πολύ παροδικόν, μόνον τοῖς ἀμορφώτοις ἀνθρώποις ἰδιάζον. Ὅτι ὁ Θεός δέν δύναται δι᾽ ἐπιστημονικῆς ὁδοῦ νά ἐπιγνωσθῇ, ἐμφαίνει μέν ἡ Γραφή, διαπτύσσουσι δέ οἱ ἱεροί Πατέρες καί δή οἱ τοῦ δ´ καί τοῦ ε´ αἰῶνος. Ἡ μέν Ἁγία Γραφή καλεῖ τόν Θεόν ἀόρατον ἐν ἀπροσίτῳ οἰκοῦντα φωτί (Α´ Ἰωάν. 4,12. Α´ Τιμ. 6,16), τήν ἄμεσον τῆς οὐσίας αὐτοῦ γνῶσιν παραπέμπουσα εἰς τήν πέραν τοῦ τάφου ζωήν, ἔνθα ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι (Α´ Ἰωάν. 3,2)· σύνολος δέ ὁ χορός τῶν Πατέρων ἐκδέχεται τόν Θεόν ἀκατάληπτον ἀποφαινόμενος περί αὐτοῦ ὅ,τι ἐν κεφαλαίῳ παρετήρησεν ὁ ἱερός Δαμασκηνός εἰπών: «ἄπειρον τό θεῖον καί ἀκατάληπτον· καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία» (Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστ. 1,4). Καθόσον δέ τό ὄνομα εἶνε ἡ ἔκφρασις τῆς ἐννοίας, ἔννοια δέ ἀντίστοιχος τῆς θείας οὐσίας δέν ὑπάρχει, καλοῦσιν οἱ ἱεροί Πατέρες τόν Θεόν «ἀνώνυμον, πολυώνυμον καί ὑπερώνυμον».7


Ἀλλά ἐνῶ μερικοί αἱρετικοί ὑποστήριξαν τό ὑπερβολικό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς καταληπτός ἀπό ἐμᾶς, ἄλλοι ὑποστήριξαν τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ἔχουμε ὑπόψη τούς Μαρκιωνῖτες καί ἄλλους παρόμοιους συγχρόνους τους αἱρετικούς πού δίδασκαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος8 σέ μᾶς· καί στήριζαν αὐτήν τους τήν πλάνη σ᾽ αὐτά τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν εἰ μή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός» (Ματθ. 11,27).9 Τά ἑξῆς ἔγραψε ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος ἀποκρούοντας αὐτή τήν πλάνη: «Ὁ Σωτήρας δέν εἶπε καθόλου ὅτι εἶναι ἀπόλυτα ἀδύνατο νά γνωρίσουμε τόν Θεό· εἶπε μόνο ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά τό πετύχει αὐτό χωρίς τήν ρητή θέληση τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά διδαχτεῖ ἀπ᾽ Αὐτόν, χωρίς τήν ἀποκάλυψή Του: Οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός καί ᾧ ἐάν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Θεός θέλησε νά Τόν γνωρίσουμε, καί ὁ Υἱός μᾶς Τόν ἀποκάλυψε, ἔχουμε ὡς πρός αὐτό τίς ἀπαραίτητες γνώσεις. Διαφορετικά θά ἦταν μάταιη ἡ ἔλευση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ κάτω στήν γῆ. Θά φαινόταν ὅτι θά ἐρχόταν νά μᾶς ἔλεγε κατά κάποιον τρόπο: «Μή ζητᾶτε τόν Θεό· γιατί δέν μπορεῖτε καθόλου νά Τόν γνωρίσετε, δέν μπορεῖτε νά Τόν βρῆτε».10


Οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού ἀκολουθοῦν τόν Εἰρηναῖο καί ἀσχολήθηκαν μέ τό νά ἀποκρούσουν τόν Εὐνόμιο καί τούς ὀπαδούς του, λέγουν τό ἴδιο. Λέγοντας ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη στόν ἄνθρωπο δέν ἀμφισβήτησαν ποτέ τήν δυνατότητα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ· ἀντίθετα, δίδαξαν ὅτι, ἄν καί δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τόν Θεό στήν οὐσία Του, ὅμως μποροῦμε νά Τόν γνωρίσουμε στά ἔργα του· στήν δημιουργία Του καί στήν Πρόνοιά Του,11 στήν ὁρατή φύση12 καί στήν συνείδησή μας13 καί κυρίως στήν ὑπερφυσική θεία ἀποκάλυψη·14 στίς θεῖες ἐνέργειες· ὅλα τά κτίσματα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (λέγοντες «θεῖες ἐνέργειες» νοοῦμε τόν ἴδιο τόν Θεό στήν δραστηριότητά Του καί στήν αὐτοαποκάλυψή Του).


Ἀκόμη λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι, ἄν καί μεταξύ ὅλων τῶν ὀνομάτων πού ἀποδίδονται στόν Θεό δέν ὑπάρχει ἕνα, πού αὐτό μόνο νά ἐκφράζει τήν οὐσία Του, ὅμως λαμβανόμενα ὅλα συνολικά ἤ θεωρούμενα καθένα χωριστά, μᾶς δίνουν περί τοῦ Θεοῦ μιά ἐπαρκῆ ἔννοια, τόσο οἱ ἀρνητικές, ὅσο καί οἱ θετικές ὀνομασίες·15 τέλος, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ἄν μᾶς εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά γνωρίσουμε τόν Θεό, τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, θά ἦταν μάταιο, ὅπως μάταιη θά ἦταν καί ἡ πίστη μας πού θά ἔφερνε κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἀθεϊσμό.16 Ἡ γνώση ὅμως πού ἔχουμε τώρα γιά τόν Θεό, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὑπερασπιστές τῆς ὑγιοῦς ὀρθόδοξης διδασκαλίας, αὐτή ἡ γνώση, συγκριτικά μέ τήν γνώση πού θά ἔχουμε στήν μέλλουσα ζωή, στήν Βασιλεία Του, εἶναι σάν τήν γνώση ἑνός μικροῦ παιδιοῦ συγκρινόμενη μέ τήν γνώση ἑνός μεγάλου ἀνθρώπου· εἶναι μιά γνώση ἀτελής, σκιώδης, γνώση μέ εἰκόνες καί σύμβολα·17 μιά γνώση πού ἔχει τήν πίστη γιά θεμέλιο καί γιά τέλος.18

Στούς αἱρετικούς πού ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος σέ μᾶς, πρέπει νά προσθέσουμε καί τόν δυτικό Βαρλαάμ. Αὐτός, πραγματικά, ἔλεγε, «Τό θεῖον ὑπέρ ἐπιστήμην τέ ἐστι καί νοῦν καί δόξαν, αἴσθησίν τε πᾶσαν καί διάνοιαν καί ἐπαφήν καί γνῶσιν». «Ἀλλ᾽ ὅμως ἡ Γραφή καί ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρουν ὅτι εἶναι δυνατή, ὑπό ὡρισμένας προϋποθέσεις καί ἔστω μερικῶς καί ἀτελῶς, ἡ προσέγγισις, ἡ γνῶσις, ἀκόμη δέ καί ἡ θεωρία ἤ θέα τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὑπῆρξαν ἀπόστολοι καί ἅγιοι, οἵτινες ἔφθασαν εἰς τό ὕψος τῆς τελειότητος ταύτης κατά τήν παροῦσαν ζωήν» (Φαράντος).19 Τήν πλάνη τοῦ Βαρλαάμ καί τῶν ὀπαδῶν του πολέμησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (βλ. παρακάτω).

Παραθέτουμε δυό πατερικές περικοπές σχετικές μέ τό θέμα πού μελετᾶμε. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει στήν πρώτη παράγραφο τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ ἔργου του «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως»: «Ἄρρητον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον. “Οὐδείς γάρ ἐπιγινώσκει τόν Πατέρα εἰ μή ὁ Υἱός, οὐδέ τόν Υἱόν εἰ μή ὁ Πατήρ” (Ματθ. 11,27). Καί τό Πνεῦμα δέ τό Ἅγιον οὕτως οἶδε τά τοῦ Θεοῦ, ὡς τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου οἶδε τά ἐν αὐτῷ. (Α´ Κορ. 3,11). Μετά δέ τήν πρώτην καί μακαρίαν φύσιν οὐδείς ἔγνω ποτέ τόν Θεόν, εἰ μή ᾧ αὐτός ἀπεκάλυψεν, οὐκ ἀνθρώπων μόνον ἀλλ᾽ οὐδέ τῶν ὑπερκοσμίων δυνάμεων καί αὐτῶν φημι τῶν Χερουβίμ καί Σεραφίμ. Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεός ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ· πᾶσι γάρ ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι Θεόν ὑπ᾽ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται. Καί αὐτή δέ ἡ κτίσις καί ἡ ταύτης συνοχή τε καί κυβέρνησις τό μεγαλεῖον τῆς θείας ἀνακηρύττει φύσεως. Καί διά νόμου δέ καί προφητῶν πρότερον, ἔπειτα δέ καί διά τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ, Κυρίου δέ καί Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τό ἐφικτόν ἡμῖν τήν ἑαυτοῦ ἐφανέρωσε γνῶσιν. (Σοφ. Σολ. 13,5). Πάντα τοίνυν τά παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καί προφητῶν καί ἀποστόλων καί εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καί γινώσκομεν καί σέβομεν οὐδέν περαιτέρω τούτων ἐπιζητοῦντες· ἀγαθός γάρ ὤν ὁ Θεός παντός ἀγαθοῦ παρεκτικός ἐστιν οὐ φθόνῳ οὐδέ πάθει τινί ὑποκείμενος· “Μακράν γάρ τῆς θείας φύσεως φθόνος τῆς γε ἀπαθοῦς καί μόνης ἀγαθῆς”. Ὡς οὖν πάντα εἰδώς καί τό συμφέρον ἑκάστῳ προμηθούμενος, ὅπερ συνέφερεν ἡμῖν γνῶναι ἀπεκάλυψεν, ὅπερ δέ οὐκ ἐδυνάμεθα φέρειν, ἀπεσιώπησε. Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν καί ἐν αὐτοῖς μείνωμεν μή μεταίροντες ὅρια αἰώνια μηδέ ὑπερβαίνοντες τήν θείαν παράδοσιν» (Παροιμ. 22,28).


Πολύ ἀξιόλογα πάλι εἶναι αὐτά τά μέ ἁπλᾶ φυσικά παραδείγματα λόγια τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἰεροσολύμων, πού δέχονται μέν τό ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ, ἀναιροῦν ὅμως καί τήν αἵρεση τῆς παντελοῦς ἀγνωσίας του: «Ἀλλ᾽ ἐρεῖς τις· Εἰ ἀκατάληπτός ἐστιν ἡ ὑπόστασις ἡ θεία καί τί σύ περί τούτων διηγῇ; Ἆρα οὖν ἐπειδή πάντα τόν ποταμόν ἐκπιεῖν ἀδυνατῷ, μηδέ τό συμφέρον ἐμαυτῷ ἐμμέτρως λάβω; Ἆρα ἐπειδή πάντα τόν ἥλιον τῇ τῶν ὀμμάτων καταστάσει χωρῆσαι οὐ δύναμαι, μηδέ πρός τήν ἐμαυτοῦ χρείαν αὔταρκες ἐμβλέψω; Ἤ καί ἐπειδή εἰς παράδεισον μέγαν εἰσελήλυθα καί πᾶσαν τήν τῶν ἀκροδρύων ὑπόστασιν φαγεῖν οὐ δύναμαι, βούλει με πεινῶντα τελείως ἐξελθεῖν;» (Κατήχησις στ´ § Ε´ MPG 33,545).


Σύμφωνα μέ ὅλα τά παραπάνω ὁ Θεός εἶναι καί ἄγνωστος ἀλλά και γνωστός καί κρυμμένος κι ὅμως ἀποκαλυμμένος. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση κάνει μιά διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία, τήν φύση τοῦ Θεοῦ ἤ τήν ἐσωτερική ὕπαρξή Του καί στίς ἐνέργειές Του, τίς λειτουργίες ἤ τίς πράξεις τῆς δύναμής Του. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη· οἱ ἐνέργειές Του ὅμως εἶναι καταληπτές καί δι᾽ αὐτῶν γνωρίζουμε τόν Θεό. Εἶναι πολύ ἰσχυρά τά λόγια αὐτά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Ἡμεῖς ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν... Αἱ γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν».20

Ἡ διάκριση αὐτή οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό εἶναι ἀναγκαία· γιατί, ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διάκριση, πῶς θεοῦται ὁ ἄνθρωπος πετυχαίνοντας ἔτσι τόν σκοπό του; Θεοῦται συμμετέχοντας στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ; Αὐτό δέν εἶναι ποτέ δυνατόν. Πέφτουμε στήν πλάνη τοῦ πανθεϊσμοῦ, ἄν τό ποῦμε αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος θεοῦται διά τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων, ὅπως εἴπαμε, καί γνωρίζουμε τόν Θεό. Τήν διάκριση αὐτή δέν μπόρεσαν νά κάνουν διάφοροι αἱρετικοί, παλαιότερα ὁ Εὐνόμιος καί ἀργότερα ὁ πολέμιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δυτικός Βαρλαάμ.

Ὁ μέν Εὐνόμιος ταύτιζε τήν θεία ἐνέργεια μέ τήν θεία οὐσία καί ἔτσι ἔλεγε ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει τήν θεία οὐσία (βλ. ὑποσημείωση 5). Ὁ δέ Βαρλαάμ δέν παραδεχόταν ἄκτιστες ἐνέργειες στόν Θεό, τίς δέ διηγήσεις περί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο (θαύματα, θεογνωσίες, θεοπτίες) τίς θεωροῦσε ἀποκυήματα ἀρρωστημένης ἤ δαιμονιώδους φαντασίας ἤ σύμβολα πού «γίνονται καί ἀπογίνονται» («γινόμενά τε καί ἀπογινόμενα), ἤτοι πού ὑπεμφαίνουν κάτι τό παροδικό καί τά ἴδια εἶναι «ἀνυπόστατα», ὅπως ἔλεγε. Τέλος πάντων, κατά τόν Βαρλαάμ, οἱ θεοπτίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι φαινόμενα «κτιστά» καί «φαινομενικά»· πραγματική θεοπτία δέν ὑπάρχει.21 Ἔτσι ὁ Βαρλαάμ, μή παραδεχόμενος ἄκτιστες ἐνέργειες στόν Θεό, κήρυττε τό ἄγνωστον τοῦ Θεοῦ. Στήν ἄποψη ὅμως τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι ὁ Θεός στερεῖται φυσικῶν ἐνεργειῶν, ἀντιτείνει ὁ Παλαμᾶς ὅτι ὁ Βαρλαάμ μᾶς εἰσάγει «Θεόν τινα ἀνενέργητον», πού σημαίνει «Θεόν ἀνύπαρκτον». Ἄν δέ «μηδεμίαν δύναμιν ἤ ἐνέργειαν φυσικήν» ἔχει ὁ Θεός, τότε πῶς ἀποκαλύπτεται Αὐτό σέ μᾶς καί πῶς ἐμεῖς γνωρίζουμε «ὡς ἔστι τις φύσις ἄκτιστος»;22


Παραθέτουμε ἐδῶ μιά ὡραία περικοπή τοῦ καθητητοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου ἀπό σχετική μελέτη του περί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ μιά γλυκύτατη περικοπή λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου σχετική μέ τό θέμα μας: «Ὁ Ὀρθόδοξος γνωρίζει ὅτι εἶδεν ἄκτιστον θείαν δόξαν καί βασιλείαν, ἀλλ᾽ οὐχί ἄκτιστον θείαν οὐσίαν καί ἐκ τῆς ἐμπειρίας ταύτης γνωρίζει ὅτι διακρίνεται πραγματικῶς ἄν καί ἀδιαστάτως ἡ θεία ἐνέργεια τῆς θείας οὐσίας καί δέχεται ὡς μυστήριον τήν διάκρισιν καί τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀκατάληπτον. Οὕτω βλέπομεν τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον νά ἀφορμᾶται ἐκ τῆς προσωπικῆς αὐτοῦ ἐμπειρίας τῆς θεοπτίας, ἵνα θεμελιώσῃ ἐναντίον τῶν Εὐνομιανῶν τήν διάκρισιν μεταξύ τῆς γνωστῆς εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα θείας οὐσίας καί τῆς θείας μεγαλειότητος καί μεγαλοπρεπείας τῆς εἰς ἡμᾶς φθανούσης. «Τί τοῦτο ἔπαθον, ὦ φίλοι καί μύσται καί τῆς ἀληθείας συνερασταί; Ἔτρεχον μέν, ὡς Θεόν καταληψόμενος καί οὕτως ἀνῆλθον ἐπί τό ὄρος καί τήν νεφέλην διέσχον, εἴσω γενόμενος ἀπό τῆς ὕλης καί τῶν ὑλικῶν καί εἰς ἐμαυτόν, ὠς οἶόν τε, συστραφείς. Ἐπεί δέ προσέβλεψα, μόλις εἶδον Θεοῦ τά ὀπίσθια· καί τοῦτο τῇ πέτρᾳ σκεπασθείς, τῷ σαρκωθέντι δι᾽ ἡμᾶς Λόγῳ. Καί μικρόν διακύψας, οὐ τήν πρώτην τε καί ἀκήρατον φύσιν καί ἑαυτῇ, λέγω δή τῇ Τριάδι, γινωσκομένην καί ὅση τοῦ πρώτου καταπετάσματος εἴσω μένει καί ὑπό τῶν χερουβίμ συγκαλύπτεται, ἀλλ᾽ ὅση τελευταία καί εἰς ἡμᾶς φθάνουσα. Ἡ δέ ἐστιν, ὅσα ἐμέ γινώσκειν, ἡ ἐν τοῖς κτίσμασι καί τοῖς ὑπ᾽ αὐτοῦ προβεβλημένοις καί διοικουμένοις μεγαλειότης ἤ, ὡς ὁ θεῖος Δαβίδ ὀνομάζει, μεγαλοπρέπεια. Ταῦτα γάρ Θεοῦ τά ὀπίσθια, ὅσα μετ᾽ ἐκεῖνον ἐκείνου γνωρίσματα...» (Θεολογικός Λόγος Β´, 3).23

Τέλος, λέγομε συμπερασματικά σχετικά μέ τό θέμα πού μελετᾶμε, τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ: Τό θέμα ἔχει μιά δίπλευρη ἀντιμετώπιση: Ἀπό τήν μιά μεριά ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά γνωστός· εἶναι ἄρρητος ἀλλά καί ρητός. Αὐτό προέρχεται ἀπό τήν «διπλόη» τῆς Φύσης24 Του, πού εἶναι ἀφ᾽ ἑνός μέν ἀπόκρυφη, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ φανερή. Ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾽ Ἑαυτόν, κατά τήν οὐσία Του, ἀλλά εἶναι γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. Εἶναι ἐπιγραμματική αὐτή ἡ διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἔκανε σέ διάλογό του μέ τόν ἀντίπαλό του Νικηφόρο Γρηγορᾶ: «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστόν ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστός ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾽ αὐτόν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».

Αὐτή τήν «διπλόη» τοῦ Θεοῦ τήν ἐκφράζουν πολύ ὡραῖα αὐτά τά δύο χωρία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, πού φαίνονται ἀπό πρώτη ὄψη σάν ἀντιφατικά: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (1,18) καί «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα» (14,9). Καί ὁ μακαριστός καθηγητής Χρήστου ὑπομνηματίζει ὡραῖα: «Κανείς δέν βλέπει τόν Θεό, ἀλλά βέβαια αὐτός πού βλέπει τόν Χριστό, βλέπει καί τόν Θεό. Κανείς δέν μπορεῖ νά συλλάβη τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅποιος κατορθώσει νά διεισδύσει στίς θεῖες ἐνέργειες, ὅπως ἐκδηλώνονται στό ἔργο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, βλέπει τόν Θεό. Δέν εἶναι ἀντιφατικές οἱ ἐκφράσεις τοῦ Ἰωάννη στά δύο αὐτά χωρία· εἶναι ἁπλῶς δηλωτικές τῆς διπλῆς ὄψεως τῆς θείας φύσεως».25

Λόγω τῆς «διπλόης» αὐτῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀκαταληψίας Του δηλαδή ἀπό τήν μιά μεριά καί τῆς προσέγγισής Του ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀφ᾽ ἑνός μέν ἱερό δέος καί θαυμασμό πρός τόν Θεό, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ἀγάπη καί ἕλξη πρός Αὐτόν. Πραγματικά· ὅσο ὁ Θεός μένει ἀκατάληπτος, προκαλεῖ ἱερό δέος· ὅσο κατανοεῖται καί μᾶς ἕλκει πλησίον Του, μᾶς γεμίζει μέ ἀγάπη καί γλυκύτητα. Αὐτά τά δύο τά ἐκφράζει πολύ ὡραῖα αὐτός ὁ σύντομος λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, λέει, ἔχει δύο ὄψεις «ἵνα τῷ ληπτῷ μέν ἕλκῃ, τῷ δέ ἀλήπτῳ θαυμάζηται»!26




ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ






ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Ἄρρητος» (Ἰουστῖνος, Ἀπολογία πρώτη MPG 6,421, «ἀνώνυμος» (Μάξιμος, Λόγος Η´. MPG 91,772), «ἀκατονόμαστος» (Γρηγόριος Θεολ., Θεολογικός τέταρτος: «Τό θεῖον ἀκατονόμαστον». ΒΕΠ 59,262,12), «ἀνονόμαστος» (Τατιανός, Πρός Ἕλληνας, 4. MPG 6,813. Βλ. καί Θεοφίλου, Πρός Αὐτόλυκον 3.4. MPG 6, 1023.4), «ἄφραστος» (Γρηγόριος Νύσσης, Κατά Εὐνομίου Λόγος ΙΒ´), «ἀνέκφραστος» (Εὐσέβιος, Εὐαγγ. ἀπόδειξις Δ´, 1. ΒΕΠ 27, 140.38), «inenarrabilis» (ἀνέκφραστος. Εἰρηναῖος Κατά Αἱρέσεων IV, 20,6), «ineffabilis» (ἄφατος. Αὐγουστῖνος, εἰς Ψαλμόν 85 § 12) κ.ἄ.
2. Περί τῆς ἐννοίας τοῦ θείου αὐτοῦ ὀνόματος βλ. φυλλάδιό μας, Πρώτη ἐπιστολή πρός Χιλιαστάς, Ἄμφισσα Ἰανουάρ. 1980. Βλ. καί παρακάτω τήν ὑποσημείωση 3.
3. «Ἕν μέν οὐδέν ἐστιν ὄνομα ὅ πᾶσαν ἐξαρκεῖ τήν τοῦ Θεοῦ φύσιν περιλαβόν, ἱκανῶς ἐξαγγεῖλαι» (Μέγας Βασίλειος, Κατά Εὐνομίου λόγος Α´ ΒΕΠ 52, 170.37-38). – «Χρή τοίνυν ἕκαστος τῶν ἐπί Θεοῦ λεγομένων οὐ, τί κατ᾽ οὐσίαν ἐστί, σημαίνειν οἴεσθαι, ἀλλ᾽ ἤ, τί οὐκ ἔστι, δηλοῦν ἤ σχέσιν τινά πρός τί τῶν ἀντιδιαστελλομένων ἤ τι τῶν παρεπομένων τῇ φύσει ἤ ἐνέργειαν» (Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβής... 9. Περί τῶν ἐπί Θεοῦ λεγομένων. Ἔκδοσις Πουρνάρα σ. 70). – Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει γιά τά «ὀνόματα» τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα γιά τό «Ὤν»: «Ὅσον δ᾽ οὖν ἐκ τῶν ἡμῖν ἐφικτῶν, ὁ μέν ὤν καί ὁ Θεός, μᾶλλόν πως τῆς οὐσίας ὀνόματα· καί τούτων μᾶλλον ὁ ὤν· οὐ μόνον ὅτι τῷ Μωϋσεῖ χρηματίζων ἐπί τοῦ ὄρους καί τήν κλῆσιν ἀπαιτούμενος, ἥ τίς ποτε εἴη, τοῦτο προσεῖπεν ἑαυτόν, “Ὁ ὤν ἀπέσταλκέ με” τῶ λαῷ κελεύσας εἰπεῖν· ἀλλ᾽ ὅτι καί κυριωτέραν ταύτην εὑρίσκομεν. Ἡ μέν γάρ τοῦ Θεοῦ, κἄν ἀπό τοῦ θέειν ἤ αἴθειν, ἠτυμολόγειται τοῖς περί ταῦτα κομψοῖς, διά τό ἀεικίνητον καί δαπανηρόν τῶν μοχθηρῶν ἕξεων – καί γάρ “πῦρ καταναλίσκον” ἐντεῦθεν λέγεται – ἀλλ᾽ οὖν τῶν πρός τι λεγομένων ἐστι καί οὐκ ἔφετος· ὥσπερ καί ἡ Κύριος φωνή, ὄνομα εἶναι Θεοῦ καί αὐτή λεγομένη· “Ἐγώ γάρ, φησί, Κύριος ὁ Θεός σου· τοῦτό μου ἐστιν ὄνομα”· καί “Κύριος ὄνομα αὐτῷ”. Ἡμεῖς δέ φύσιν ἐπιζητοῦμεν, ᾖ τό εἶναι καθ᾽ ἑαυτό και οὐκ ἄλλῳ συνδεδεμένον· τό δέ ὄν ἴδιον ὄντως Θεοῦ καί ὅλον, μήτε τῷ πρό αὐτοῦ, μήτε τῷ μετ᾽ αὐτόν, οὐ γάρ ἦν ἤ ἔσται, περατούμενον ἤ περικοπτόμενον. Τῶν δ᾽ ἄλλων προσηγοριῶν αἱ μέν τῆς ἐξουσίας· εἰσί προφανῶς, αἱ δέ τῆς οἰκονομίας καί ταύτης διττῆς» (Θεολογικός τέταρτος, ΙΗ´. ΙΘ´. ΒΕΠ 59,262.26-263.1-2). – Γιά τό «Ὤν» πάλι λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Δοκεῖ μέν οὖν κυριώτερον πάντων τῶν ἐπί Θεοῦ λεγομένων ὀνομάτων εἶναι τό ὤν, καθώς αὐτός χρηματίζων τῷ Μωσεῖ ἐπί τοῦ ὄρους φησίν· “Εἶπον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὁ ὤν ἀπέσταλκέ με”. Ὅλον γάρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβών ἔχει τό εἶναι οἶόν τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καί ἀόριστον». Στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Πατέρας ἐτυμολογεῖ τό ὄνομα «Θεός» ἤ ἀπό τό «αἴθειν» (δηλ. «καίειν», γιατί ὁ Θεός εἶναι «πῦρ καταναλίσκον») ἤ ἀπό τό «θεᾶσθαι», ἐπειδή ὁ Θεός «ἀλάθητός ἐστι καί πάντων ἐπόπτης» (Ἔκδοσις ἀκριβής... 9. Ἔκδοσις Πουρνάρα σ. 70). – Βλ. καί Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Περί θείων Ὀνομάτων κεφ. V. VI (MPG 3,593 ἑξ.)· Ἐπιφανίου Κατά αἱρέσεων 69 (MPG 42,201 ἑξ.)· Ἀμβροσίου Ὑπόμνημα στόν ψαλμ. 43 καί Ἱερωνύμου Ἐπιστολή 136.
4. Θεοφίλου Πρός Αὐτόλυκον 1,3-4 (MPG 6,1028-1029). Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Περί θείων ὀνομάτων κεφ. 1 § 5 (MPG 3,624 ἑξ.). Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Α´ § 4. Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος λέει: «Deus ineffabilis est; facilius dicimus quid non sit, quam quid sit» (Ὑπόμνημα στόν Ψαλμ. 85 § 12).
5. «Ὄνομα γάρ τῷ ἀρρήτῳ Θεῷ οὐδείς ἔχει εἰπεῖν· εἰ δέ τις τολμήσειεν εἶναι λέγειν, μέμηνε τήν ἄσωτον μανίαν» (Ἰουστῖνος, Ἀπολογία Α´, 11. ΒΕΠ 3,195. Βλ. καί Β´ Ἀπολ. 6,1. ΒΕΠ 3, 203 καί Ἀριστείδου Ἀπολογία 1. ΒΕΠ 3, 134.28 ἑξ.). Ἡ ἴδια ἰδέα λέγεται καί ἀπό τόν Χρυσόστομο στήν β´ ὁμιλία του στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή (MPG 63,19 ἑξ. «... Καί τί θαυμαστόν εἰ ἐπί Θεοῦ ὅπου γε οὐδέ ἐπί ἀγγέλου εὕροι τις ἄν ὄνομα τῆς οὐσίας δηλωτικόν; Τάχα δέ οὐδέ ἐπί ψυχῆς· οὐ γάρ μοι δοκεῖ τοῦτο τό ὄνομα παραστατικόν εἶναι τῆς οὐσίας αὐτῆς, ἀλλά τοῦ ψύχειν» στ. 23)· ὁμοίως λέει καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (στήν ἑρμηνεία στόν Ψαλμ. 35), Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Θεολογικός τέταρτος ΙΖ´ ΒΕΠ 59,12 ἑξ.). Ἰδιαίτερα βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Περί θείων ὀνομάτων 1,6. MPG 3,596: «Τοῦτο γοῦν εἰδότες οἱ θεολόγοι καί ὡς ἀνώνυμον αὐτήν (τήν Θεότητα) ὑμνοῦσι καί ἐκ παντός ὀνόματος. Ἀνώνυμον μέν ὡς ὅταν φασί τήν θεαρχίαν αὐτήν ἐν μιᾷ τῶν μυστικῶν τῆς συμβολικῆς θεοφανείας ὁράσεων ἐπιπλῆξαι τῷ φήσαντι· Τί τό ὄνομά σου; Kαί ὥσπερ ἀπό πάσης αὐτόν θεωνυμικῆς γνώσεως ἀπάγουσαν φάναι τό· καί ἵνατί ἐρωτᾶς τό ὄνομά μου; Καί τοῦτ᾽ ἔστι θαυμαστόν. Ἤ οὐχί τοῦτο ὄντως ἐστί θαυμαστόν ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, τό ἀνώνυμον, τό παντός ὑπεριδρυμένον ὀνόματος ὀνομαζομένου, εἴτε ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ, εἴτε ἐν τῷ μέλλοντι; Πολυώνυμον δέ, ὡς ὅταν αὖθις αὐτήν εἰσάγωσι φάσκουσαν· Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν· ἡ ζωή, τό φῶς, ὁ Θεός, ἡ ἀλήθεια, καί ὅταν αὐτοί τῶν πάντων αἴτιον οἱ θεόσοφοι πολυωνύμως ἐκ πάντων τῶν αἰτιατῶν ὑμνῶσιν, ὡς ἀγαθόν, ὡς καλόν, ὡς σοφόν, ὡς ἀγαπητόν, ὡς Θεόν θεῶν, ὡς Κύριον κυρίων, ὡς Ἅγιον ἁγίων, ὡς αἰώνιον, ὡς ὄντα, ὡς...». (Βλ. καί κεφ. Ζ´ § 1 MPG 3, 865).
6. Βλ. Θεοφίλου, Πρός Αὐτόλυκον 1,3-4. Γρηγορίου Θεολόγου Ὕμνος πρός τόν Θεόν, Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου. Λόγος XII.
7. Βλ. καί Π. Τρεμπέλα Δογματική τόμ. 1, σ. 150 ἑξ. Ἰ. Καρμίρη Σύνοψις τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας σ. 15.16 τοῦ ἰδίου Πανεπιστημιακαί παραδόσεις Ὀρθοδόξου Δογματικῆς (σημειώσεις φοιτητῶν) σ. 102 ἑξ. Π. Χρήστου Τό Μυστήριον τοῦ Θεοῦ σ. 32 ἑξ. (κεφάλαιον 2 Ἡ ὑπερβατικότης τοῦ Θεοῦ) καί Πρωτοπρ. Ἰ. Ρωμανίδου Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τόμ. Α´ σ. 74 ἑξ.
8. Μεταξύ τῶν εἰδωλολατρῶν πολλοί πίστευαν περί τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος. Γνωστό εἶναι τό ἐπεισόδιο μεταξύ τοῦ Ἱέρωνος καί τοῦ Σιμωνίδη. Ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν Ἱέρων ζήτησε ἀπό τόν μεγάλο ποιητή νά τοῦ πεῖ, «Τί εἶναι ὁ Θεός». Καί ὁ Σιμωνίδης ζήτησε μιά μέρα διάστημα νά σκεφτεῖ στό ἐρώτημα· μετά τήν παρέλευση τῆς μιᾶς ἡμέρας ζήτησε τρεῖς ἡμέρες καιρό καί μετά τήν παρέλευση καί αὐτοῦ τοῦ καιροῦ ζήτησε προθεσμία ἕξι ἡμερῶν· καί ἀφοῦ πέρασαν οἱ ἕξι μέρες ζήτησε νέα προθεσμία δώδεκα μερῶν· τέλος ὁ Σιμωνίδης ἀπάντησε στόν τύραννο: «Ὅσο περισσότερο σκέπτομαι τό ἐρώτημά σου τόσο περισσότερο μοῦ φαίνεται σκοτεινό» (Cicero, De natura deorum 1,22. Βλ. ἐπίσης Πλάτωνος, Τίμαιος).
9. Εἰρηναίου Κατά αἱρέσεων 1,27.1. 3,24.2. 4,20.6.
10. Εἰρηναίου Κατά αἱρέσεων 4,6.4.
11. Βλ. τούς δέκα λόγους τοῦ Θεοδωρήτου Περί Προνοίας, MPG 83,556-774.
12. «Οὕτω διεκόσμησε τήν κτίσιν ὁ Θεός, ὥστε καί μή ἀμώμενον αὐτόν τῇ φύσει, ὅμως ἐκ τῶν ἔργων γιγνώσκεσθαι» (Ἀθανάσιος, Λόγος κατά Ἑλλήνων, MPG 25,4 ἑξ.). «Πᾶσιν ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι Θεόν ὑπ᾽ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται καί αὐτή δέ ἡ κτίσις καί ἡ ταύτης συνοχή τε καί κυβέρνησις τό μεγαλεῖον τῆς θείας ἀνακηρύττει φύσεως» (Κύριλλος Ἀλεξανδρ. Περί τῆς Ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, MPG 75,9 ἑξ.). Οὗτως ὁ ἐκ Θεοῦ λόγος καί πᾶσι σύμφυτος καί πρῶτος ἐν ἡμῖν νόμος καί πᾶσι συνημμένος, ἐπί Θεόν ἠμᾶς ἀνήγαγεν ἐκ τῶν ὁρωμένων (Γρηγόριος Θεολόγος. Λόγος 28, κ. 16). Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει «ἐκ τῶν κτισμάτων» «καί ἀπό τῶν ὁρωμένων» ἀνάγεται ὁ ἄνθρωπος «εἰς τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ» νοῶν «τήν θείαν δύναμιν καί ἐνέργειαν ἐκ τῶν ἐνεργημάτων» αὐτῶν (Α´ 603. Γ´ 293). Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μάλιστα δεικνύει τάς τρεῖς ὁδούς διά τῶν ὁποίων θά φθάσουμε ἀπό τά δημιουργήματα στήν γνώση τοῦ Θεοῦ: «Ἐν τῇ πάντων ἀφαιρέσει καί ὑπεροχῇ καί ἐν τῇ πάντων αἰτίᾳ» (Περί θείων ὀνομάτων VII), δηλαδή: Τήν «Via negationis», πού συνίσταται στό νά ἀπορρίψουμε ἀπό τόν Θεό ὅλες τίς ἀτέλειες πού παρατηροῦμε στά δημιουργήματα· τήν «via causalitatis», κατά τήν ὁποία ἀποδίδουμε στόν Θεό ὡς αἰτία τίς τελειότητες ὅλων τῶν δημιουργημάτων καί τήν «via eminentiae», κατά τήν ὁποία ἀποδίδουμε στόν Θεότίς τελειότητες στόν ὑπέρτατο βαθμό. Ὅμως ἡ κτίση πλήν ἀπό μερικούς ὑπαινιγμούς γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί γιά μερικές ἰδιότητές Του δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει περισσότερο στήν σχέση μας μέ τόν Θεό (βλ. Μ. Φαράντου, Ἡ περί Θεοῦ ὀρθόδοξος Διδασκαλία σ. 511 ἑξ.).
13. «Εἷς μέν θεογνωσίας τρόπος ὁ διά τῆς κτίσεως ἁπάσης, ἕτερος δέ οὐκ ἐλάττων ὁ τοῦ συνειδότος» (Χρυσόστομος, Περί Ἄννης ὁμιλία Α´. Εἰς Ἅπαντα... 31, 703Β σ. 112).
14. Ἀθανάσιος, Κατά Ἑλλήνων, 25,4 ἑξ. κ.ἄ.
15. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀφοῦ εἶπε ὅτι «Ἕν μέν οὐδέν ἐστιν ὄνομα ὅ πᾶσαν ἐξαρκεῖ τήν τοῦ Θεοῦ φύσιν περιλαβόν» λέει στήν συνέχεια: «Πλείω δέ καί ποικίλα κατ᾽ ἰδίαν ἕκαστον σημασίαν, ἀμυδράν μέν παντελῶς καί μικροτάτην, ὡς πρός τό ὅλον, ἡμῖν γε μήν ἐξαρκοῦσαν τήν ἔννοιαν συναθροίζειν. Ἐν τοίνυν τοῖς περί Θεοῦ λεγομένοις ὀνόμασι, τά μέν, τῶν προσόντων τῷ Θεῷ δηλωτικά ἐστι· τά δέ, τό ἐναντίον, τῶν μή προσόντων. Ἐκ δύο γάρ τούτων, οἱονεί χαρακτήρ τις ἡμῖν, ἐγγίνεται τοῦ Θεοῦ, ἐκ τε τῆς τῶν ἀπεμφαινόντων ἀρνήσεως, καί ἐκ τῆς τῶν ὑπαρχόντων ὁμολογίας» (Ἀνατρεπτικός ἀπολογητικοῦ Εὐνομίου Α´. ΕΠΕ 10,74.14 ἑξ.). Ἡ ἴδια ἰδέα ἐκφράζεται ἀπό τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη (Περί θείων ὀνομάτων κεφ. 4), τόν Θεοδώρητο (Λόγος Β´ Περί ἀρχῶν) καί τόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό (Ἔκδοσις ἀκριβής... Α´, 9).
16. «...Πολύ πρό τούτων ἡ ὑπέρ ταῦτα καί ἐξ ἧς ταῦτα φύσις ἄληπτός τε καί ἀπερίληπτος· λέγω δέ, οὐχ ὅτι ἔστιν, ἀλλ᾽ ἥτις ἐστίν. Οὐ γάρ κενόν ὅ δογματίζομεν· μή πάλιν τήν εὐγνωμοσύνην ἡμῶν ἀθεΐας λάβῃς ἀρχήν καί συκοφαντίας καί κατεπαρθῇς ὡς ὁμολογούντων τήν ἄγνοιαν» (Γρηγορίου Θεολ. Θεολογικός δεύτερος, Ε´ ΒΕΠ 59,221.28-35).
17. Βλ. Χρυσοστόμου Περί ἀκαταλήπτου Α´, MPG 48,702 ἑξ. Παραθέτουμε μία ὡραία περικοπή: «Καί σκόπει μοι τήν τοῦ Παύλου σύνεσιν· οὐ γάρ εἶπε, μέρος γινώσκομεν, ἀλλ᾽ Ἐκ μέρους γινώσκομεν, δηλῶν ὅτι τοῦ μέρους μέρος κατέχομεν. Τάχα ἐπιθυμεῖτε ἀκοῦσαι, καί πόσον μέρος κατέχομεν, καί πόσον ἀπολέλειπται, καί πότερον τό πλέον ἤ τό ἔλαττον κατέχομεν. Οὐκοῦν ἵνα μάθῃς ὅτι τό ἔλαττον κατέχεις, καί οὐχ ἁπλῶς τό ἔλαττον, ἀλλ᾽ ὡς ἄν εἴποι τις τό ἑκατοστόν ἤ τό μυριοστόν, ἄκουσον τῶν ἑξῆς· μᾶλλον δέ πρίν ἤ τήν ἀποστολικήν ὑμῖν ἀναγνῶναι φωνήν, ὑπόδειγμα ἐρῶ δυνάμενον ὑμῖν παραστῆσαι, ὡς ἐξ ὑποδείγματος δυνατόν, πόσον ὑπολέλειπται, καί πόσον ἐστίν ὅ κατέχομεν νῦν. Πόσον τοίνυν ἐστί τό μέσον τῆς μελλούσης ἡμῖν δοθήσεσθαι γνώσεως καί τῆς παρούσης νῦν; Ὅσον ἀνδρός τελείου πρός παῖδα θηλάζοντα τό μέσον· τοσαύτη γάρ τῆς μελλούσης γνώσεως πρός τήν παροῦσαν ἡ ὑπεροχή. Καί ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθές, καί τοσοῦτον ἐκείνη ταύτης μείζων ἐστίν, αὐτός λεγέτω πάλιν ὁ Παῦλος. Εἰπών γάρ, Ἐκ μέρους γινώσκομεν, καί βουλόμενος δεῖξαι ἐκ πόσου μέρους, καί ὅτι τό βραχύτατον νῦν κατέχομεν, ἐπήγαγεν· Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου· νηπίου μέν ἕξει τήν παροῦσαν γνῶσιν, ἀνδρός δέ τελείου τήν γνῶσιν τήν μέλλουσαν παραβάλλων. Καί οὐκ εἶπεν, ὅτε ἤμην παῖς· παῖς γάρ καί ὁ δωδεκαετής λέγεται· ἀλλ᾽ Ὅτε ἤμην νήπιος, τόν ὑπομάζιον καί ἔτι γαλακτοτροφούμενον καί θηλάζοντα ἡμῖν ἐμφαίνων. Ὅτι γάρ ἡ Γραφή τοῦτόν φησι νήπιον, ἄκουσον τοῦ ψαλμοῦ λέγοντος· κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστόν τό ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν· ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω τόν αἶνον. Ὁρᾷς ὅτι τόν νήπιον πανταχοῦ τόν θηλάζοντα καλεῖ; Εἶτα τῷ πνεύματι προορῶν τῶν μελλόντων ἀνδρῶν τήν ἀναισχυντίαν οὐχί τῷ ἑνί παραδείγματι τούτῳ μόνον ἠρκέσθη, ἀλλά καί δευτέρῳ καί τρίτῳ τοῦτο βέβαιον ἡμῖν ἐποίησε. Καθάπερ γάρ ὁ Μωυσῆς πρός Ἰουδαίους ἀποστελλόμενος τριῶν σημείων ἐλάμβανεν ἀπόδειξιν, ἵνα, ἐάν ἀπιστήσωσι τῷ προτέρῳ, τῆς τοῦ δευτέρου φωνῆς ἀκούσωσι, ἄν δέ καί ταύτης καταφρονήσωσι, τό τρίτον αἰσχυνθέντες καταδέξωνται τόν προφήτην· οὕτω καί οὗτος τρία τίθησιν ὑποδείγματα· ἕν μέν τό τοῦ παιδίου, λέγων. Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν· δεύτερον τό τοῦ ἐσόπτρου· καί τρίτον τό τοῦ αἰνίγματος. Εἰπών γάρ, Ὅτε ἤμην νήπιος, ἐπήγαγε· Βλέπομεν νῦν δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι. Ἰδού γάρ δεύτερον ὑπόδειγμα τῆς παρούσης ἀσθενείας, καί τοῦ ἀτελῆ τήν γνῶσιν εἶναι· τρίτον πάλιν τό Ἐν αἰνίγματι. Καί γάρ τό παιδίον ὁρᾷ μέν πολλά καί ἀκούει καί φθέγγεται, τρανόν δέ οὐδέν οὔτε ὁρᾷ, οὔτε ἀκούει, οὔτε φθέγγεται· καί φρονεῖ μέν, οὐδέν δέ διηρθρωμένον. Οὕτω καί ἐγώ οἷδα μέν πολλά, οὐκ ἐπίσταμαι δέ αὐτῶν τόν τρόπον. Ὅτι μέν γάρ πανταχοῦ ἔστιν ὁ Θεός οἶδα, καί ὅτι ὅλως ἔστι πανταχοῦ οἶδα· τό δέ πῶς οὐκ οἶδα· ὅτι ἄναρχός ἐστι καί ἀγέννητος καί ἀΐδιος, οἶδα· τό δέ πῶς οὐκ οἶδα· οὐ γάρ δέχεται λογισμός εἰδέναι πῶς οἷόν τε οὐσίαν εἶναι, μήτε παρ᾽ ἑαυτῆς μήτε παρ᾽ ἑτέρου τό εἶναι ἔχουσαν. Οἶδα ὅτι ἐγέννησεν Υἱόν, τό δέ πῶς ἀγνοῶ· οἶδα ὅτι τό Πνεῦμα ἐξ αὐτοῦ, τό δέ πῶς ἐξ αὐτοῦ οὐκ ἐπίσταμαι· βρώματα ἐσθίω, τό δέ πῶς μερίζονται εἰς φλέγμα, εἰς αἷμα, εἰς χυμόν, εἰς χολήν, ἀγνοῶ. Ταῦτα ἅπερ βλέπομεν καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἐσθίοντες ἀγνοοῦμεν, καί τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ πολυπραγμονοῦμεν;
Ποῦ τοίνυν εἰσίν οἱ το πᾶν ἀπειληφέναι τῆς γνώσεως λέγοντες, οἱ πρός τό βάραθρον τῆς ἀγνωσίας καταπεσόντες; Οἱ γάρ κατά τό παρόν λέγοντες ἀπειληφέναι τό πᾶν, εἰς τό μέλλον ἐρήμους ἑαυτούς τῆς παντελοῦς καθιστῶσι γνώσεως. Ἐγώ μέν γάρ ὁ λέγων, ὅτι ἐκ μέρους γινώσκω, κἄν εἴπω, ὅτι καταργεῖται ἡ γνῶσις αὕτη, πρός τό βέλτιον καί τελειότερον ὁδεύω, καταργηθείσης τῆς μερικῆς καί γενομένης τελειοτέρας· ἐκεῖνος δέ ὁ λέγων παντελῆ καί ὁλόκληρον καί τελείαν ἔχειν τήν γνῶσιν, εἶτα ὁμολογῶν αὐτήν καταργεῖσθαι ἐν τῷ μέλλοντι, ἔρημον ἑαυτόν ἀποφαίνει τῆς γνώσεως, ταύτης μέν καταργουμένης, ἑτέρας δέ τελειοτέρας οὐκ ἐπεισαγομένης· εἴπερ αὕτη ἐστί κατ᾽ αὐτούς ἡ τελεία» (Εἰς Ἅπαντα... 1,446. D ἑξ.).
18. Βλ. Χρυσοστόμου Ὁμιλία ΙΑ´ εἰς Φιλιππησίους § 2 ἑξ. MPG 62,265 ἑξ. Κλήμ. Ἀλεξ. Στρωματεῖς βιβλ. Ζ´ κεφ. 10. ΒΕΠ 8,270.33 ἑξ. Ἀθανασίου Ἐπιστολή Α´ πρός Σεραπίωνα κεφ. 20 MPG 26,577 (Εἶναι ὡραῖο αὐτό πού γράφεται στό κεφάλαιο αὐτό: «Ἡ Θεότης οὐκ ἐν ἀποδείξει λόγων, ὥσπερ εἴρηται, παραδίδοται, ἀλλ᾽ ἐν πίστει καί εὐσεβεῖ λογισμῷ μετ᾽ εὐλαβείας») Αὐγουστίνου Ἐπιστολή 120 πρός Consentium.
19. Ἡ περί Θεοῦ Ὀρθόδοξος Διδασκαλία σ. 481.
20. Ἐπιστολή 234, 1 ΒΕΠ 55,283. Βλ. Ἐπισκόπου Καλλίστου Γουέαρ. Ὁ Ὀρθόδοξος Δρόμος (Ἐκδόσεις «Ἑπτάλοφος») σ. 27 ἑξ. Π. Χρήστου, Τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σ. 50 ἑξ.
21. Βλ. Μ. Φαράντου, Ἡ περί Θεοῦ Ὀρθόδοξος Διδασκαλία σ. 482 ἑξ. – π. Ἰ. Ρωμανίδη, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1 σ. 120 ἑξ.
22. Βλ. Μ. Φαράντου, Ἡ περί Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία σ. 505 (ὅπου καί οἱ παραπομπές τῶν χωρίων).
23. Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1, σ. 122-123.
24. Ἡ λ. «φύση» γιά τόν Θεό πρέπει νά χρησιμοποιεῖται μέ ἐπιφύλαξη, γιατί, ὅπως ἡ ἀντίστοιχη λατινική λέξη «natura», ἔχει τήν ἔννοια τῆς προέλευσης, τῆς γέννησης, πού δέν πρέπει νά νοεῖται γιά τόν ἄκτιστο Θεό. Χρησιμοποιεῖται ὅμως ἡ λέξη στήν θεολογία μας ἀπό τήν ἐποχή τῶν Πατέρων (βλ. Παναγ. Χρήστου, Τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σ. 29.
25. Στό βιβλίο του Τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ σ. 31.
26. Λόγος 38,7. MPG 36,317C.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Δογματική, μυστήρια και εορτές”