Μέρος 1ο
Ἡμεῖς Χριστιανοί μου, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί εἴμεθα; Ἀνίσως καὶ εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι. Εἰ δὲ καὶ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶναι καιρὸς νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὰ τὰ κακὰ καὶ νὰ κάμνωμεν τὰ καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ.
Πότε θὰ μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον ἢ μεθαύριον, ἀλλὰ σήμερον, διότι ἕως αὔριον, δὲν ἠξεύρομεν τί θὰ πάθωμεν».
Αὐτὰ τὰ πατρικά, τὰ προτρεπτικά, τὰ ἁγιασμένα λόγια περιλαμβάνονται εἰς τὴν πρώτην διδαχὴν τοῦ μεγάλου μας ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ κήρυκος τῆς μετανοίας.
Ἐκεῖνος ποὺ ἄφησε τὴν προσωπικήν του ἡσυχίαν, τὴν ἄσκησίν του καὶ τὴν ἀγαπημένην του ἔρημον, ποὺ προτιμοῦσε νὰ χαθῇ διὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του, καλεῖ ὅλους νὰ μετανοήσουν.
Ἁγιασμένος, καθαρὸς εἰς τὴν ζωήν, ἄγγελος ἐπίγειος, γνωρίζει σὰν πνευματέμφορος πατέρας, τί εἶναι ἁμαρτία, τί εἶναι μετάνοια, ποῦ ὁδηγεῖται ἡ ψυχή ὅταν κλείσῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ μάτια καὶ φύγῃ ἀμετανόητος ἀπὸ τὸν πρόσκαιρον καὶ μάταιον αὐτὸν κόσμον, ἀλλὰ καὶ πῶς ἐλευθερώνεται, σώζεται, ἁγιάζεται, ὅταν, εἰλικρινὰ καὶ συνειδητά, μετανοήσῃ…
Αὐτὴν τὴν ἀνάγκην τῆς μετανοίας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἄς ἐπιτραπῆ νὰ σχολιάσωμεν μὲ ἁπλὰς σκέψεις:
Ἡ μετάνοια, προϋποθέτει τὴν παρουσίαν, τὴν ὕπαρξιν, τὴν διάπραξιν τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἐπιδιώκεται καὶ βιώνεται ἀπὸ τὸν Χριστιανόν, μὲ ἀνύστακτον ἐπιμέλειαν, διὰ νὰ ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν θανατηφόρον ἁμαρτίαν. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός, ποὺ ζεῖ μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Διὰ νὰ μετανοήσῃ, πρέπει νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, εἰς τὰ λογικά του.
Εἰς ὁλόκληρον τὴν πατερικὴν παράδοσιν, τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὁρισμένας ἀντικειμενικὰς βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε εἰς τύπους καὶ σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀναφέρεται εἰς μίαν βαθυτέραν καὶ καθολικωτέραν ἀλλαγὴν τοῦ ἀνθρώπου.
Δὲν εἶναι μία παροδικὴ συντριβὴ ἀπὸ τὴν συναίσθησιν διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας, ἀλλὰ μία μόνιμος πνευματικὴ κατάστασις, ποὺ σημαίνει σταθερὴ κατεύθυνσιν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, καὶ συνεχῆ διάθεσιν διὰ ἀνόρθωσιν, θεραπείαν καὶ ἀνάληψιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος.
Μετάνοια εἶναι τὸ νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστὴ πνευματικὴ κατεύθυνσις, ποὺ πρέπει νὰ συνοδεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι, ἡ δυναμικὴ μετάβασις ἀπὸ τὴν παρὰ φύσιν κατάστασιν τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, εἰς τὴν περιοχὴν τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ κατὰ φύσιν, εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ πορεία ἐπιστροφῆς εἰς τὸν Θεόν.
Ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος, εἶναι τὸ ξεκίνημα διὰ τὴν ἀνακάλυψιν τῆς κάθε ἁμαρτίας, τὴν ἀληθινὴν μετάνοιαν, τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησιν καὶ τὴν ἀπάλειψιν τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Χρειάζεται ὅμως νὰ συνειδητοποιήσῃ ὁ ὁδηγούμενος εἰς τὴν μετάνοιαν, τὸ φοβερόν, τὸ καταστρεπτικόν, τὸ θανατηφόρον τῆς ἁμαρτίας, καὶ νὰ θελήσῃ νὰ τὴν ἀποτινάξῃ χωρίς ἐπιφυλάξεις.
Τί εἶναι ἁμαρτία;
«Ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Ἀ’ Ἰωάννου 3, 4) μᾶς λέγει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα διὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ἁμαρτία εἶναι, παράβασις τοῦ Θείου Νόμου.
Ὁ Θεός μᾶς ἐνομοθέτησεν τὸν νόμον Του, ὄχι διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν ἰδικῶν Του συμφερόντων, οὔτε διὰ τὴν δόξαν Του καὶ τὴν ἁγιωσύνην Του, διότι εἶναι ἀνενδεής.
Τὸν νόμον Του τὸν ἐνομοθέτησεν, διὰ τὸ ἰδικόν μας ψυχικὸν συμφέρον, ἀπὸ ἀγάπην καὶ εὐσπλαχνίαν κινούμενος.
Ὅποιος ἁμαρτάνει, παραβαίνει τὸν θεῖον νόμον καὶ γίνεται παραβάτης καὶ ἔνοχος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀναγνωρίζει Κύριόν του τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν διάβολον. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὀνομάζει τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα «ἀπάτη τοῦ διαβόλου».
Κατὰ τοὺς θεοφόρους Πατέρας ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ πρωταίτιος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὁ ἄνθρωπος συναίτιος.
Οἱ πρωτόπλαστοι ἠμποροῦσαν νὰ ἐπιλέξουν, εἴτε νὰ ζοῦν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, εἴτε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ Αὐτόν.
Ὁ Ἀδάμ ἐπέλεξεν τὸ δεύτερον. Παρήκουσεν τὸν Δημιουργόν, καὶ ἀντήλλαξεν τὴν φιλίαν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὑποδούλωσιν εἰς τὸν διάβολον. Καὶ ἀπεκόμισεν μὲ τὴν ἁμαρτίαν του, τὰς γνωστὰς συνεπείας, αἱ ὁποῖαι ἠπλώθησαν εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Τὸ ἴδιον ἔκανεν καὶ ὁ ἐπιστρέψας βέβαια, ἄσωτος υἱός.
Ὁ ἄσωτος ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν ἀγάπην, τὴν σκέπην, ἀπὸ τὴν φροντίδα, ἀπὸ τὴν ἀγκάλην τοῦ πατέρα, ἐπορεύθη «εἰς χώραν μακράν». Καὶ ἐκεῖ ἔζησεν πάλιν τὰς φοβερὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μᾶς γνωρίζει ὅτι: «ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. γ’).
Ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον ὀφείλει νὰ γίνῃ συνείδησις, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι θέλημα καὶ ἐπιδίωξις τοῦ διαβόλου καὶ φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν ἀποξένωσιν καὶ τὸν χωρισμὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. Εἶναι πνευματικὴ θανατηφόρος ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κατὰ φύσιν, καὶ κίνησίς του, πρὸς τὸ παρὰ φύσιν.
Νοιώθει αὐτὴν τὴν ἀσθένειαν ὁ προφήτης Δαυὶδ καὶ φωνάζει πρὸς τὸν μέγα Ἰατρόν: «ἴασαι τὴν ψυχήν μου ὅτι ἥμαρτόν σοι». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὀνομάζει τὴν ἁμαρτίαν ἀσθένειαν. «Οὔ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες Ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Λουκ. ε΄, 31).
Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια, τὴν ὁποίαν φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ διάβολος, δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ γευώμεθα τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ μας. Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει σκοτίζεται, χάνει τὴν πνευματικὴν διαύγειαν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ, νὰ νοιώσῃ, νὰ δῇ τὸν Θεόν, ἀποστερεῖται τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν εὐλογίαν της, ἀπὸ τὰ χαριτόβρυτα ἁγιαστικά, ἀπὸ τὰ σωστικὰ μυστήρια, ἀπὸ τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ πορεύεται εἰς «χώραν ξένην» ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ.
Διὰ παράδειγμα, ἀφοῦ ὁ ἄσωτος διεσκόρπισεν τὰς θείας δωρεὰς μὲ τὴν ἀποστασίαν του, ἔζησεν τὸν λιμὸν τὸν ἰσχυρόν, μὲ τὴν «παντελῆ σπάνιν τῶν τήν ψυχήν συγκρατούντων πνευματικῶν βρωμάτων», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «Ἤρξατο ὑστερεῖσθαι ὁ ἄσωτος» (Λουκ. ιγ΄, 14).
Ὅπως ὁ ἀσθενὴς σωματικῶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀπολαύσῃ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ ψυχικὰ ἀσθενής, ὁ ἐν ἁμαρτίᾳ παραμένων, δὲν ἠμπορεῖ νὰ χορτάσῃ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, νοιώθει κενός - ἔρημος, διατὶ μόνον ὁ Θεός, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φέρει χορτασμὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔχουν ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Τὰ χαίρονται; Τὰ ἀπολαμβάνουν μὲ πηγαίαν χαράν, εἰρήνην, εὐτυχίαν;
Μὲ πολλὴν ἀγωνίαν, ταραχὴν καὶ ἀβεβαιότητα ζοῦν, δὲν ἠμποροῦν νὰ χαροῦν τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, διατὶ ἡ ἁμαρτία δὲν ἀφήνει νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν καρδιὰν ὁ εἰρηνοποιὸς Χριστός. Καὶ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν τὰ χαίρονται, ὅπως θὰ ἐπιθυμοῦσαν. Διατί ζοῦν, ἁμαρτάνοντες, μέσα εἰς διαρκῆ σύγχυσιν.
Ἡ ἁμαρτία ἀπὸ τὴν φύσιν της εἶναι γεννήτρια τῆς συγχύσεως καὶ τῆς ταραχῆς.
Δὲν τὸ ὁμολογεῖ ὁ προφήτης; «Ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου».
«Διὰ τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, δὲν ὑπάρχει ποτὲ γαλήνη… ἀλλά νοιώθουν ταραχὴν μεγαλυτέραν ἀπὸ ὁποιονδήποτε πέλαγος…», λέγει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καὶ συνεχίζει: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καὶ δὲν μετανοοῦν, συζοῦν μὲ τὸν διαρκῆ φόβον».
Καὶ ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐὰν ἐσὺ ζητᾶς νὰ ἔχῃς εἰρήνην μὲ τὴν ἁμαρτίαν καὶ μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ δαίμονας, ἤξευρεν ὅτι ἡ συνείδησίς σου, δὲν θέλει παύσῃ ἀπὸ τὸ νὰ σὲ πολεμᾷ…».
Μόνον ὁ Χριστός, ἠμπορεῖ, νὰ προσφέρῃ ἐκ νέου εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν ἀληθινὴν εἰρήνην.
Ἀκόμη ἡ ἀσθένεια, ἡ ἁμαρτία, ἐξασθενεῖ τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὑποδουλώνει εἰς τὰ πάθη καὶ τὸν κάνῃ δοῦλον τοῦ Σατανᾶ. «ᾯ τίς ἥττηται, τοῦτο καί δεδούλωται...» (Β’ Πετρ. β΄, 19). Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκληρὴ δουλεία τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰ πάθη καὶ τὸν διάβολον. Πόσον ὡραῖα παριστάνει αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὰ θεόπνευστα λόγια του:! «Οὐ γὰρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν. ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ’, 19).
Τὴν ζεῖ τὴν δουλείαν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἁμαρτάνει. Ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐλευθερωθῇ μόνος του. Πόσον ἁπλὸν π.χ. φαίνεται τὸ πάθος τοῦ καπνίσματος. Πόσον δύσκολον, ὅμως, εἶναι νὰ ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἄφησεν τὸν ἑαυτόν του νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν, τὴν ἀσθένειαν. Προμηθεὺς δεσμώτης, ἀλύτρωτος καταντᾶ.
Τὸ διακηρύσσει καθαρὰ ὁ Κύριος: «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας…», φυσικὰ καὶ τῶν συνεπειῶν της.
Ἐγλυκάνθη εἰς τὴν ἀρχὴν μὲ τὴν ἁμαρτίαν του ὁ ἄσωτος, ἀλλὰ εἰς τὴν συνέχειαν ἄφησεν μόνιμον αἴσθησιν στυφότητος καὶ πικρίας, ἡ ἁμαρτία. Μὰ αὐτὴ ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ρίζα πικρίας. Ὅπως γράφει ὁ Ζυγαβηνός «εἶναι κεράτια, κατὰ ἀναγωγὴν αἱ ἡδοναί … Ὥσπερ ἐκεῖνα γλυκαίνουσιν ἐπὶ βραχὺ τὴν γεῦσιν, εἶτα στύφουσιν ἐπὶ πλεῖον, οὕτω καὶ αὗται τὸ μὲν ἡδῦνον πρῶτον καὶ πρόσκαιρον ἔχουσι, τὸ δὲ πικραῖνον ὕστερον καὶ αἰώνιον».
Ἡ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς εἶναι πρόσκαιρος, ἡ πικρότητα τῆς ὀδύνης μακροχρόνια καὶ αἰώνια. Διατὶ ἐὰν δὲν θεραπευθῆ ἡ ἀσθένεια, θὰ ἔλθῃ ὁ θάνατος, ὁ αἰώνιος θάνατος. Μὴ λησμονοῦμε ποτὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μᾶς λέγει: «Νὰ παύσωμεν τὰ κακά, νὰ κάμωμεν τὰ καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ».
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μὲ τὸν Θεόν, ζεῖ ζωὴν ἀληθείας, φωτός, ἀναγεννήσεως, μεταμορφωμένην ζωήν, ἡ ὁποία τὸν ἑνώνει μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὸν καθιστᾶ ἄξιον, νὰ ἀναστηθῇ κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν καὶ νὰ ζήσῃ αἰωνίως.
Ἡ ἁμαρτία, ὡς ἄρνησις τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν, τοῦ στερεῖ τὸν Θεὸν ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάστασιν ζωῆς, τὴν αἰωνιότητα.
«Ζωὴ γὰρ ὁ Θεός, στέρησις δὲ τῆς ζωῆς, θάνατος», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Μετὰ τὴν διάπραξιν τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος, ἐφ᾿ ὅσον παραμένει εἰς αὐτήν, ζεῖ βίον νεκρόν: «Νεκρὸς ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινὰ τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης», γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης.
Ὅταν ζοῦμε εἰς τὴν ἁμαρτίαν, δὲν ἠμπορεῖ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ποὺ φέρει εἰς ἡμᾶς ζωὴν καὶ ἁγιασμόν, νὰ ἀναπαύεται μέσα μας. Ζῶμε χωρὶς Θεόν, χωρὶς ζωήν, καὶ ἄν φύγωμεν ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν ἀμετανόητοι, πορευόμεθα εἰς κόλασιν αἰώνιον. Τὸ διακηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὸ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. ζ΄, 23).
Ὁ ψυχικὸς αὐτὸς θάνατος εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀσθενείας, πού φέρει ἡ ἁμαρτία, διατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζεῖ εἰς τὴν ἀποστασίαν, εἰς τὴν παρακοὴν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν ζωὴν τῶν παθῶν, μετὰ τὸν σωματικὸν θάνατον, ὁδηγεῖται εἰς χῶρον ἀπὸ τὸν ὁποῖον, ἀπουσιάζει αἰωνίως ὁ Θεός, εἶναι ξένος ἀπὸ τὴν δόξαν καὶ τὴν μακαριότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Γράφει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τόσον μεγάλον κακὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δὲν μᾶς ἀπομακρύνει μόνον ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μᾶς ὁδηγεῖ καὶ εἰς μεγάλην ἐντροπὴν καὶ ταπείνωσιν. Καὶ ἀφοῦ μᾶς στερήσῃ τὰ ὑπάρχοντα ἀγαθά, μᾶς ἀφαιρεῖ ἐντελῶς τὴν παρρησίαν πρὸς τὸν Θεόν…». «Ἡ ἁμαρτία εἶναι (ὅπως λέγει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος) μιὰ φοβερὴ τυραννία, ἕν θανατηφόρον καρκίνωμα, θὰ προσθέσωμεν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μόνος ὁ Θεὸς ἠμπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ μὲ τὴν μετάνοιαν».
Ὅμως προσοχή μεγάλη, ὀφείλομεν.
Ἐμεῖς ποὺ ζῶμε μέσα εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐμεῖς ποὺ ζῶμε, ὅπως λέμε ἐκκλησιαστικὴν ζωήν, ἠμπορεῖ νὰ εἴμεθα κληρικοί, ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα, νὰ διακονῶμεν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας εἰς διαφόρους θέσεις, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ βιώνωμεν κάθε στιγμὴν τὴν μετάνοιαν καὶ ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ νὰ γινώμεθα ἁγιώτεροι, πολλὲς φορὲς δὲν ἔχομεν τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν, σχέσιν, μὲ τὴν μετάνοιαν, ἀπαξιώνομε νὰ ἀσχοληθῶμεν, μὲ τὴν μετάνοιαν.
Ὅταν ἀκοῦμε κηρύγματα μετανοίας, πρόσκλησιν διὰ μετάνοιαν, ἐλεγκτικὰ πνευματικὰ κηρύγματα, ἀναζητοῦμεν τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς ἐνόχους ἐκείνους, ποὺ πρέπει νὰ μετανοήσουν…
Μετατοπίζομεν τὴν ἁμαρτίαν εἰς τοὺς ἄλλους, διατὶ ἐμεῖς δὲν εἴμεθα «ὥσπερ οἱ λοιποί, οἱ ἁμαρτωλοί...».
Ἡ ἁμαρτωλότητα, ὑπάρχει εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία διὰ τοὺς ἄλλους!!
Ἐμεῖς, κηρύττομεν διὰ τὴν μετάνοιαν, μιλᾶμε μὲ φλογερὰ κηρύγματα διὰ νὰ μετανοήσουν οἱ ἄλλοι, ἐκτὸς ἀπὸ μᾶς.
Φοβερὸν τὸ κατάντημά μας αὐτό!!!
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας κ. Κοσμὰς
Ἅπαντες χρήζομεν μετανοίας
1''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n [/align]