Ἅπαντες χρήζομεν μετανοίας

1
Μέρος 1ο

Ἡμεῖς Χριστιανοί μου, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί εἴμεθα; Ἀνίσως καὶ εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι. Εἰ δὲ καὶ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶναι καιρὸς νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὰ τὰ κακὰ καὶ νὰ κάμνωμεν τὰ καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ.

Πότε θὰ μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον ἢ μεθαύριον, ἀλλὰ σήμερον, διότι ἕως αὔριον, δὲν ἠξεύρομεν τί θὰ πάθωμεν».
Αὐτὰ τὰ πατρικά, τὰ προτρεπτικά, τὰ ἁγιασμένα λόγια περιλαμβάνονται εἰς τὴν πρώτην διδαχὴν τοῦ μεγάλου μας ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ κήρυκος τῆς μετανοίας.
Ἐκεῖνος ποὺ ἄφησε τὴν προσωπικήν του ἡσυχίαν, τὴν ἄσκησίν του καὶ τὴν ἀγαπημένην του ἔρημον, ποὺ προτιμοῦσε νὰ χαθῇ διὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του, καλεῖ ὅλους νὰ μετανοήσουν.

Ἁγιασμένος, καθαρὸς εἰς τὴν ζωήν, ἄγγελος ἐπίγειος, γνωρίζει σὰν πνευματέμφορος πατέρας, τί εἶναι ἁμαρτία, τί εἶναι μετάνοια, ποῦ ὁδηγεῖται ἡ ψυχή ὅταν κλείσῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ μάτια καὶ φύγῃ ἀμετανόητος ἀπὸ τὸν πρόσκαιρον καὶ μάταιον αὐτὸν κόσμον, ἀλλὰ καὶ πῶς ἐλευθερώνεται, σώζεται, ἁγιάζεται, ὅταν, εἰλικρινὰ καὶ συνειδητά, μετανοήσῃ…

Αὐτὴν τὴν ἀνάγκην τῆς μετανοίας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἄς ἐπιτραπῆ νὰ σχολιάσωμεν μὲ ἁπλὰς σκέψεις:

Ἡ μετάνοια, προϋποθέτει τὴν παρουσίαν, τὴν ὕπαρξιν, τὴν διάπραξιν τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἐπιδιώκεται καὶ βιώνεται ἀπὸ τὸν Χριστιανόν, μὲ ἀνύστακτον ἐπιμέλειαν, διὰ νὰ ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν θανατηφόρον ἁμαρτίαν. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός, ποὺ ζεῖ μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Διὰ νὰ μετανοήσῃ, πρέπει νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, εἰς τὰ λογικά του.

Εἰς ὁλόκληρον τὴν πατερικὴν παράδοσιν, τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὁρισμένας ἀντικειμενικὰς βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε εἰς τύπους καὶ σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀναφέρεται εἰς μίαν βαθυτέραν καὶ καθολικωτέραν ἀλλαγὴν τοῦ ἀνθρώπου.

Δὲν εἶναι μία παροδικὴ συντριβὴ ἀπὸ τὴν συναίσθησιν διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας, ἀλλὰ μία μόνιμος πνευματικὴ κατάστασις, ποὺ σημαίνει σταθερὴ κατεύθυνσιν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, καὶ συνεχῆ διάθεσιν διὰ ἀνόρθωσιν, θεραπείαν καὶ ἀνάληψιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος.


Μετάνοια εἶναι τὸ νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστὴ πνευματικὴ κατεύθυνσις, ποὺ πρέπει νὰ συνοδεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου.

Μετάνοια εἶναι, ἡ δυναμικὴ μετάβασις ἀπὸ τὴν παρὰ φύσιν κατάστασιν τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, εἰς τὴν περιοχὴν τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ κατὰ φύσιν, εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ πορεία ἐπιστροφῆς εἰς τὸν Θεόν.

Ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος, εἶναι τὸ ξεκίνημα διὰ τὴν ἀνακάλυψιν τῆς κάθε ἁμαρτίας, τὴν ἀληθινὴν μετάνοιαν, τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησιν καὶ τὴν ἀπάλειψιν τῶν ἁμαρτιῶν μας.

Χρειάζεται ὅμως νὰ συνειδητοποιήσῃ ὁ ὁδηγούμενος εἰς τὴν μετάνοιαν, τὸ φοβερόν, τὸ καταστρεπτικόν, τὸ θανατηφόρον τῆς ἁμαρτίας, καὶ νὰ θελήσῃ νὰ τὴν ἀποτινάξῃ χωρίς ἐπιφυλάξεις.

Τί εἶναι ἁμαρτία;

«Ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Ἀ’ Ἰωάννου 3, 4) μᾶς λέγει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα διὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ἁμαρτία εἶναι, παράβασις τοῦ Θείου Νόμου.

Ὁ Θεός μᾶς ἐνομοθέτησεν τὸν νόμον Του, ὄχι διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν ἰδικῶν Του συμφερόντων, οὔτε διὰ τὴν δόξαν Του καὶ τὴν ἁγιωσύνην Του, διότι εἶναι ἀνενδεής.
Τὸν νόμον Του τὸν ἐνομοθέτησεν, διὰ τὸ ἰδικόν μας ψυχικὸν συμφέρον, ἀπὸ ἀγάπην καὶ εὐσπλαχνίαν κινούμενος.

Ὅποιος ἁμαρτάνει, παραβαίνει τὸν θεῖον νόμον καὶ γίνεται παραβάτης καὶ ἔνοχος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀναγνωρίζει Κύριόν του τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν διάβολον. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὀνομάζει τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα «ἀπάτη τοῦ διαβόλου».

Κατὰ τοὺς θεοφόρους Πατέρας ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ πρωταίτιος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὁ ἄνθρωπος συναίτιος.

Οἱ πρωτόπλαστοι ἠμποροῦσαν νὰ ἐπιλέξουν, εἴτε νὰ ζοῦν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, εἴτε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ Αὐτόν.
Ὁ Ἀδάμ ἐπέλεξεν τὸ δεύτερον. Παρήκουσεν τὸν Δημιουργόν, καὶ ἀντήλλαξεν τὴν φιλίαν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὑποδούλωσιν εἰς τὸν διάβολον. Καὶ ἀπεκόμισεν μὲ τὴν ἁμαρτίαν του, τὰς γνωστὰς συνεπείας, αἱ ὁποῖαι ἠπλώθησαν εἰς ὅλον τὸν κόσμον.

Τὸ ἴδιον ἔκανεν καὶ ὁ ἐπιστρέψας βέβαια, ἄσωτος υἱός.
Ὁ ἄσωτος ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν ἀγάπην, τὴν σκέπην, ἀπὸ τὴν φροντίδα, ἀπὸ τὴν ἀγκάλην τοῦ πατέρα, ἐπορεύθη «εἰς χώραν μακράν». Καὶ ἐκεῖ ἔζησεν πάλιν τὰς φοβερὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας του.

Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μᾶς γνωρίζει ὅτι: «ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. γ’).
Ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον ὀφείλει νὰ γίνῃ συνείδησις, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι θέλημα καὶ ἐπιδίωξις τοῦ διαβόλου καὶ φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν ἀποξένωσιν καὶ τὸν χωρισμὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. Εἶναι πνευματικὴ θανατηφόρος ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κατὰ φύσιν, καὶ κίνησίς του, πρὸς τὸ παρὰ φύσιν.

Νοιώθει αὐτὴν τὴν ἀσθένειαν ὁ προφήτης Δαυὶδ καὶ φωνάζει πρὸς τὸν μέγα Ἰατρόν: «ἴασαι τὴν ψυχήν μου ὅτι ἥμαρτόν σοι». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὀνομάζει τὴν ἁμαρτίαν ἀσθένειαν. «Οὔ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες Ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Λουκ. ε΄, 31).

Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια, τὴν ὁποίαν φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ διάβολος, δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ γευώμεθα τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ μας. Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει σκοτίζεται, χάνει τὴν πνευματικὴν διαύγειαν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ, νὰ νοιώσῃ, νὰ δῇ τὸν Θεόν, ἀποστερεῖται τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν εὐλογίαν της, ἀπὸ τὰ χαριτόβρυτα ἁγιαστικά, ἀπὸ τὰ σωστικὰ μυστήρια, ἀπὸ τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ πορεύεται εἰς «χώραν ξένην» ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ.


Διὰ παράδειγμα, ἀφοῦ ὁ ἄσωτος διεσκόρπισεν τὰς θείας δωρεὰς μὲ τὴν ἀποστασίαν του, ἔζησεν τὸν λιμὸν τὸν ἰσχυρόν, μὲ τὴν «παντελῆ σπάνιν τῶν τήν ψυχήν συγκρατούντων πνευματικῶν βρωμάτων», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «Ἤρξατο ὑστερεῖσθαι ὁ ἄσωτος» (Λουκ. ιγ΄, 14).

Ὅπως ὁ ἀσθενὴς σωματικῶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀπολαύσῃ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ ψυχικὰ ἀσθενής, ὁ ἐν ἁμαρτίᾳ παραμένων, δὲν ἠμπορεῖ νὰ χορτάσῃ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, νοιώθει κενός - ἔρημος, διατὶ μόνον ὁ Θεός, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φέρει χορτασμὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον.

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔχουν ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Τὰ χαίρονται; Τὰ ἀπολαμβάνουν μὲ πηγαίαν χαράν, εἰρήνην, εὐτυχίαν;

Μὲ πολλὴν ἀγωνίαν, ταραχὴν καὶ ἀβεβαιότητα ζοῦν, δὲν ἠμποροῦν νὰ χαροῦν τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, διατὶ ἡ ἁμαρτία δὲν ἀφήνει νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν καρδιὰν ὁ εἰρηνοποιὸς Χριστός. Καὶ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν τὰ χαίρονται, ὅπως θὰ ἐπιθυμοῦσαν. Διατί ζοῦν, ἁμαρτάνοντες, μέσα εἰς διαρκῆ σύγχυσιν.

Ἡ ἁμαρτία ἀπὸ τὴν φύσιν της εἶναι γεννήτρια τῆς συγχύσεως καὶ τῆς ταραχῆς.

Δὲν τὸ ὁμολογεῖ ὁ προφήτης; «Ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου».
«Διὰ τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, δὲν ὑπάρχει ποτὲ γαλήνη… ἀλλά νοιώθουν ταραχὴν μεγαλυτέραν ἀπὸ ὁποιονδήποτε πέλαγος…», λέγει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καὶ συνεχίζει: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καὶ δὲν μετανοοῦν, συζοῦν μὲ τὸν διαρκῆ φόβον».

Καὶ ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐὰν ἐσὺ ζητᾶς νὰ ἔχῃς εἰρήνην μὲ τὴν ἁμαρτίαν καὶ μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ δαίμονας, ἤξευρεν ὅτι ἡ συνείδησίς σου, δὲν θέλει παύσῃ ἀπὸ τὸ νὰ σὲ πολεμᾷ…».

Μόνον ὁ Χριστός, ἠμπορεῖ, νὰ προσφέρῃ ἐκ νέου εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν ἀληθινὴν εἰρήνην.

Ἀκόμη ἡ ἀσθένεια, ἡ ἁμαρτία, ἐξασθενεῖ τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὑποδουλώνει εἰς τὰ πάθη καὶ τὸν κάνῃ δοῦλον τοῦ Σατανᾶ. «ᾯ τίς ἥττηται, τοῦτο καί δεδούλωται...» (Β’ Πετρ. β΄, 19). Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκληρὴ δουλεία τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰ πάθη καὶ τὸν διάβολον. Πόσον ὡραῖα παριστάνει αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὰ θεόπνευστα λόγια του:! «Οὐ γὰρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν. ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ’, 19).

Τὴν ζεῖ τὴν δουλείαν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἁμαρτάνει. Ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐλευθερωθῇ μόνος του. Πόσον ἁπλὸν π.χ. φαίνεται τὸ πάθος τοῦ καπνίσματος. Πόσον δύσκολον, ὅμως, εἶναι νὰ ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἄφησεν τὸν ἑαυτόν του νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν, τὴν ἀσθένειαν. Προμηθεὺς δεσμώτης, ἀλύτρωτος καταντᾶ.

Τὸ διακηρύσσει καθαρὰ ὁ Κύριος: «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας…», φυσικὰ καὶ τῶν συνεπειῶν της.

Ἐγλυκάνθη εἰς τὴν ἀρχὴν μὲ τὴν ἁμαρτίαν του ὁ ἄσωτος, ἀλλὰ εἰς τὴν συνέχειαν ἄφησεν μόνιμον αἴσθησιν στυφότητος καὶ πικρίας, ἡ ἁμαρτία. Μὰ αὐτὴ ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ρίζα πικρίας. Ὅπως γράφει ὁ Ζυγαβηνός «εἶναι κεράτια, κατὰ ἀναγωγὴν αἱ ἡδοναί … Ὥσπερ ἐκεῖνα γλυκαίνουσιν ἐπὶ βραχὺ τὴν γεῦσιν, εἶτα στύφουσιν ἐπὶ πλεῖον, οὕτω καὶ αὗται τὸ μὲν ἡδῦνον πρῶτον καὶ πρόσκαιρον ἔχουσι, τὸ δὲ πικραῖνον ὕστερον καὶ αἰώνιον».


Ἡ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς εἶναι πρόσκαιρος, ἡ πικρότητα τῆς ὀδύνης μακροχρόνια καὶ αἰώνια. Διατὶ ἐὰν δὲν θεραπευθῆ ἡ ἀσθένεια, θὰ ἔλθῃ ὁ θάνατος, ὁ αἰώνιος θάνατος. Μὴ λησμονοῦμε ποτὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μᾶς λέγει: «Νὰ παύσωμεν τὰ κακά, νὰ κάμωμεν τὰ καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ».

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μὲ τὸν Θεόν, ζεῖ ζωὴν ἀληθείας, φωτός, ἀναγεννήσεως, μεταμορφωμένην ζωήν, ἡ ὁποία τὸν ἑνώνει μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὸν καθιστᾶ ἄξιον, νὰ ἀναστηθῇ κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν καὶ νὰ ζήσῃ αἰωνίως.

Ἡ ἁμαρτία, ὡς ἄρνησις τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν, τοῦ στερεῖ τὸν Θεὸν ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάστασιν ζωῆς, τὴν αἰωνιότητα.

«Ζωὴ γὰρ ὁ Θεός, στέρησις δὲ τῆς ζωῆς, θάνατος», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.

Μετὰ τὴν διάπραξιν τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος, ἐφ᾿ ὅσον παραμένει εἰς αὐτήν, ζεῖ βίον νεκρόν: «Νεκρὸς ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινὰ τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης», γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης.

Ὅταν ζοῦμε εἰς τὴν ἁμαρτίαν, δὲν ἠμπορεῖ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ποὺ φέρει εἰς ἡμᾶς ζωὴν καὶ ἁγιασμόν, νὰ ἀναπαύεται μέσα μας. Ζῶμε χωρὶς Θεόν, χωρὶς ζωήν, καὶ ἄν φύγωμεν ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν ἀμετανόητοι, πορευόμεθα εἰς κόλασιν αἰώνιον. Τὸ διακηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὸ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. ζ΄, 23).

Ὁ ψυχικὸς αὐτὸς θάνατος εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀσθενείας, πού φέρει ἡ ἁμαρτία, διατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζεῖ εἰς τὴν ἀποστασίαν, εἰς τὴν παρακοὴν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν ζωὴν τῶν παθῶν, μετὰ τὸν σωματικὸν θάνατον, ὁδηγεῖται εἰς χῶρον ἀπὸ τὸν ὁποῖον, ἀπουσιάζει αἰωνίως ὁ Θεός, εἶναι ξένος ἀπὸ τὴν δόξαν καὶ τὴν μακαριότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.

Γράφει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τόσον μεγάλον κακὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δὲν μᾶς ἀπομακρύνει μόνον ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μᾶς ὁδηγεῖ καὶ εἰς μεγάλην ἐντροπὴν καὶ ταπείνωσιν. Καὶ ἀφοῦ μᾶς στερήσῃ τὰ ὑπάρχοντα ἀγαθά, μᾶς ἀφαιρεῖ ἐντελῶς τὴν παρρησίαν πρὸς τὸν Θεόν…». «Ἡ ἁμαρτία εἶναι (ὅπως λέγει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος) μιὰ φοβερὴ τυραννία, ἕν θανατηφόρον καρκίνωμα, θὰ προσθέσωμεν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μόνος ὁ Θεὸς ἠμπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ μὲ τὴν μετάνοιαν».

Ὅμως προσοχή μεγάλη, ὀφείλομεν.

Ἐμεῖς ποὺ ζῶμε μέσα εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐμεῖς ποὺ ζῶμε, ὅπως λέμε ἐκκλησιαστικὴν ζωήν, ἠμπορεῖ νὰ εἴμεθα κληρικοί, ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα, νὰ διακονῶμεν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας εἰς διαφόρους θέσεις, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ βιώνωμεν κάθε στιγμὴν τὴν μετάνοιαν καὶ ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ νὰ γινώμεθα ἁγιώτεροι, πολλὲς φορὲς δὲν ἔχομεν τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν, σχέσιν, μὲ τὴν μετάνοιαν, ἀπαξιώνομε νὰ ἀσχοληθῶμεν, μὲ τὴν μετάνοιαν.

Ὅταν ἀκοῦμε κηρύγματα μετανοίας, πρόσκλησιν διὰ μετάνοιαν, ἐλεγκτικὰ πνευματικὰ κηρύγματα, ἀναζητοῦμεν τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς ἐνόχους ἐκείνους, ποὺ πρέπει νὰ μετανοήσουν…

Μετατοπίζομεν τὴν ἁμαρτίαν εἰς τοὺς ἄλλους, διατὶ ἐμεῖς δὲν εἴμεθα «ὥσπερ οἱ λοιποί, οἱ ἁμαρτωλοί...».
Ἡ ἁμαρτωλότητα, ὑπάρχει εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία διὰ τοὺς ἄλλους!!
Ἐμεῖς, κηρύττομεν διὰ τὴν μετάνοιαν, μιλᾶμε μὲ φλογερὰ κηρύγματα διὰ νὰ μετανοήσουν οἱ ἄλλοι, ἐκτὸς ἀπὸ μᾶς.
Φοβερὸν τὸ κατάντημά μας αὐτό!!!


Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας κ. Κοσμὰς
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Ἅπαντες χρήζομεν μετανοίας

2
Mέρος 2ο

Ἡ μετάνοια ὑπῆρξε πάντοτε ἀναγκαία, διὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους…

Δὲν θὰ εἶναι ὑπερβολή, ἐὰν σημειώσωμεν ὅτι καὶ οἱ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωποι, ὄχι μόνον ὅσοι ἐλάτρευαν τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ εἰδωλολάτρες, δηλαδή, αἰσθανόταν ἔστω συνεσκιασμένα τὴν ἀνάγκην τῆς μετανοίας.

Βλέπομεν καὶ εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας ἀκόμη, αἰσθητὴν τὴν ἀνάγκην νὰ ἐξιλεώσουν τὸν Θεόν των.

Ἔχομεν καὶ εἰς αὐτοὺς ἐκδηλώσεις, ἀνάλογες πρὸς τὴν μετάνοιαν, ποὺ ἔδειχναν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχον γνῶσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ…
Τί νὰ ποῦμε ἐμεῖς; Πῶς θὰ ἀπολογηθῶμεν εἰς τὸν Θεόν μας, ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς χάριτος· Ἐμεῖς ποὺ ἠξιώθημεν νὰ γίνωμεν μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας;

Αὐτὴν τὴν ἀνάγκην τοῦ ἀνθρώπου ἠθέλησεν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ ἱκανοποιήσῃ μὲ τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας, ποὺ προσφέρει.
Ἐνεπιστεύθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του τὴν ἐξουσίαν, νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας, χωρὶς κανένα περιορισμόν.
Διάκρισις προσώπων ἤ παραβάσεων ἤ πλήθους ἁμαρτημάτων, δὲν γίνεται καμία. Ἀρκεῖ νὰ μετανοῇ ὁ Χριστιανὸς εἰλικρινὰ καὶ ἀληθινά…
«Ὁ Θεός μας θέλει πάντας σωθῆναι…»

Θέλει ὅλοι νὰ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Αὐτὸν ὁλοκληρωτικῶς, νὰ μᾶς ἀγκαλιάσῃ μὲ τὴν πατρικὴν ἀγάπην, νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς φοβερὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας, νὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ τὸν αἰώνιον θάνατον.

Ἀνεζήτησεν τὸ χαμένον πρόβατον, καὶ ἀφοῦ τὸ εὑρῆκε, τὸ ἐπῆρε εἰς τοὺς ὤμους Του καὶ τὸ ἐπανέφερεν εἰς τὸν Παράδεισον τῆς ἀγάπης Του.
Διὰ ἐμᾶς ἐφόρεσεν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὁ Κύριος, καὶ ὅλους μας διὰ τῶν ἁγιαστικῶν μυστηρίων, θέλει νὰ μᾶς θεραπεύσῃ, νὰ μᾶς ἀναγεννήσῃ, νὰ μᾶς φέρῃ ὑγιεῖς καὶ ἀξίους εἰς τὴν δόξαν τοῦ Παραδείσου, νὰ μᾶς κάνῃ πολίτας τοῦ οὐρανοῦ.

«Πόση ἄμετρη ἡ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ»! λέγει ὁ Ἅγ. Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος. Ἐγείρει αὐτὸν ποὺ παρέβη τὴν ἐντολήν Του, καὶ τὸν ἐβλασφήμησεν. Ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν εἶναι ἰκανὸς νὰ ἐννοήσῃ τὴν χάριν τῆς ἀναστάσεώς Του. Αὐτὴ ἡ χάρις, ποὺ μᾶς ἀνέστησεν μετὰ τὴν ἁμαρτίαν, εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ ἐκείνην τὴν χάριν, ἡ ὁποία μᾶς ἔφερεν εἰς τὴν ὕπαρξιν, ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξίαν.

«Ἐκατεδέχθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἀπὸ τὰ καθαρότατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς κάμῃ νὰ ἔβγωμεν ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς κάνῃ υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, νὰ χαίρωμεν πάντοτε εἰς τὸν Παράδεισον μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ νὰ μὴ καιώμεθα εἰς τὴν κόλασιν…». (Διδαχὴ Α΄, Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ».

(σ. 49) «Ὁ Πατέρας», λέγει ὁ Μ.Βασίλειος, «ὅς στέκεται καὶ περιμένει τὴν ἐπάνοδόν μας ἀπὸ τὴν πλάνην, μόνον νὰ ἐπιστρέψωμεν θέλει, καὶ ἐνῷ θὰ εἶναι ἀκόμη μακρυά, θὰ τρέξῃ θὰ πέσῃ εἰς τὸν τράχηλόν μας καὶ θ’ ἀγκαλιάσῃ μὲ φιλικοὺς ἀσπασμοὺς τὴν καθαρισθεῖσαν ἤδη ἀπὸ τῆς μετανοίας ψυχήν μας.
Καὶ θ’ἀναγγείλῃ ἡμέραν εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς εἰς τοὺς δικούς του, καὶ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, καὶ θὰ ἑορτάσῃ μὲ κάθε τρόπον τὴν σωτηρίαν μας».

Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ Θεός μας. Θέλει νὰ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Αὐτόν, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ὥστε ὅλους καὶ ὁλοκλήρους νὰ μᾶς ἀγκαλιάσῃ καὶ μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν πατρικὴν δόξαν καὶ χαράν. Διὰ ὅλους μας, ἐκένωσεν ἑαυτόν, διά ὅλους μας ἅπλωσεν τὰ χέρια Του εἰς τὸν Σταυρόν, διὰ ὅλους μας προσφέρει τὴν Ἐκκλησίαν Του διὰ νὰ μὴ μείνῃ κανείς, ἔξω τοῦ νυμφῶνος.

Ἀφοῦ «τὰ φάρμακα τῆς μετανοίας εἶναι ὠφέλιμα διὰ ὅλους, ἐπειδή κανεὶς δὲν εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ ἁμαρτίαν, γίνεται φανερὸν ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μὴ ἔχῃ ἀνάγκην ἀπὸ μετάνοιαν…», ὑπογραμμίζει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος.

Ἀπὸ τὸ Γεροντικόν:
Ἕνας ἀδελφὸς ἔκαμε συνεχῶς αὐτὴν τὴν προσευχὴν εἰς τὸν Θεόν:

- Κύριε, δὲν ἔχω φόβον Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπὸν κεραυνὸν ἢ καμίαν ἄλλην τιμωρίαν ἢ ἀρρώστιαν ἢ διαμόνιον, μήπως καὶ ἔτσι ἔλθει εἰς φόβον ἡ πωρωμένη μου ψυχή.

Ἄλλοτε πάλιν παρακαλοῦσεν κι ἔλεγεν:

- Ξέρω πὼς ἔχω πολὺ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καὶ πὼς εἶναι ἀναρίθμητα τὰ σφάλματά μου. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τολμῶ νὰ Σοῦ ζητήσω νὰ μὲ συγχωρέσῃς. Ἄν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου. Ἄν πάλιν εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν, καὶ μὴ μὲ κολάσῃς εἰς τὴν ἄλλην. Κι ἄν εἶναι καὶ τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕν μέρος τῆς τιμωρίας καὶ ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τὴν κόλασιν. Ἄρχισεν μόνον ἀπὸ τώρα νὰ μὲ τιμωρῇς. Ἀλλὰ τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μὲ τὴν ὀργήν Σου, Δέσποτα.

Ἔτσι, λοιπόν, μετανοοῦσεν ἕνα ὁλόκληρον χρόνον κι αὐτὰ ἔλεγεν μὲ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καὶ ὁλόψυχα, λειώνοντας καὶ τσακίζοντας σῶμα καὶ ψυχήν, μὲ νηστείαν καὶ ἀγρυπνίαν καὶ ἄλλας κακουχίας.

Μιὰν ἡμέραν καθὼς καθόταν καταγῆς, ὅπως ἐσυνήθιζεν, θρηνώντας καὶ φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπὸ τὴν πολλήν του λύπην, ἐνύσταξεν κι ἀπεκοιμήθη.
Καὶ νά ! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστός καὶ τοῦ λέγει μὲ φωνὴν γεμάτην ἱλαρότητα:

Τί ἔχεις, ἄνθρωπέ μου; Διατί κλαῖς ἔτσι;

Ὁ ἀδελφός, Τὸν ἀνεγνώρισεν, καὶ ἀπεκρίθη ἔντρομος:

- Διατὶ ἔπεσα, Κύριε!
- Ἔ, σήκω!
- Δὲν ἠμπορῶ, Δέσποτα, ἄν δὲν μοῦ δώσῃς τὸ χέρι Σου!


Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τό χέρι Του, ἔπιασε τόν ἀδελφό καί τόν σήκωσε.
Μά κι ὅταν αὐτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεῖ.

Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου; Γιατί εἶσαι λυπημένος;

Τοῦ ξαναλέει ὁ Κύριος μέ ἁπαλή καί ἱλαρή πάλι φωνή.

Δέν θέλεις, Κύριε, νά κλαίω καί νά λυπᾶμαι, ἀπήντησε ὁ ἀδελφός, πού τόσο πολύ Σέ ἐπίκρανα, ἄν καί ἀπήλαυσα τόσα ἀγαθά ἀπό Σένα;

Ἐκεῖνος ἅπλωσε ξανὰ τὸ χέρι Του, τ’ ἀκούμπησε εἰς τὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ εἶπεν:

Μὴ λυπᾶσαι πιά. Διατὶ ἄν ἔδωσα τὸ αἷμα μου διὰ σένα, πολὺ περισσότερον θὰ δώσω συγχώρησιν καὶ εἰς σένα, καὶ εἰς κάθε ἄλλην ψυχήν, ποὺ γνήσια μετανοεῖ.

Μόλις συνῆλθεν ὁ ἀδελφὸς ἀπὸ τὴν ὀπτασίαν, ἔνιωσεν τὴν καρδιάν του γεμάτην χαράν. Ἔτσι ἐπληροφορήθη πὼς ὁ Θεός τὸν ἐλέησεν. Κι ἀπὸ τότε ἐζοῦσεν μὲ πολλὴν ταπείνωσιν, εὐχαριστὼν τὸν Θεόν.

Δὲν εἶναι φοβερόν, ἀκατανόητον ἐκ μέρους μας, νὰ περιφρονῶμεν τόσην ἀγάπην τοῦ Θεοῦ μας, τόσην μακροθυμίαν καὶ νὰ ἀμελοῦμεν τὸ ψυχοσωστικὸν ἔργον τῆς μετανοίας;

Ἀνυπακούομεν, ἀσεβοῦμεν, περιφρονοῦμεν τὸν Θεόν μας, ἀπαξιοῦμεν τὴν πατρικήν Του ἀγάπην, τὴν θυσίαν Του τὴν σταυρικήν, τὴν φωτεινὴν καὶ ἁγιαστικὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ἀμελοῦμεν ἤ περιφρονοῦμεν τὴν μετάνοιαν.

«Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ πρὸς τὸν βίον τὸν σύμφωνον μὲ τὸ θέλημά Του», λέγει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ συνεχίζει: «Ἄν λοιπὸν κανεὶς διαπράξῃ τὴν θανατηφόρον ἁμαρτίαν, τὴν ἀποστραφῆ δὲ ἀπὸ ψυχῆς, καὶ ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Κύριον, ἄς ἔχῃ θάρρος καὶ μεγάλην ἐλπίδα, διότι δὲν θὰ ἀστοχήσῃ ἀπὸ τὴν ἀίδιον ζωὴν καὶ σωτηρίαν…».

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει τὸ παράδειγμα μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναικός, ἡ ὁποία ἐνῷ κατεῖχε τὰ πρωτεῖα τῆς ἁμαρτίας, ξαφνικὰ ἤλλαξεν τρόπον ζωῆς. «Διότι, μετενόησεν, ἀπέσπασεν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ… καὶ ἔτρεξεν πρὸς τὸν οὐρανόν. Μολονότι δὲν ὑπῆρχεν τίποτε πιὸ αἰσχρὸν ἀπὸ αὐτήν, ὅμως μὲ τὴν (ἀληθινήν της) μετάνοιαν καὶ τὴν ὑπερβολικήν της ἐγκράτειαν, ἐξεπέρασεν πολλές. Καὶ ἀφοῦ ἐνεδύθηκε τὸν σάκκον τῆς μετανοίας, ἔζησεν ὅλον τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς της ἀσκουμένη… Καὶ ἀφοῦ κατεξιώθη τῶν ἀπορρήτων Μυστηρίων, δηλαδὴ τῆς θείας Κοινωνίας, καὶ ἐπέδειξεν ζῆλον ἀντάξιον τῆς Θείας Χάριτος, ἔτσι ἐτελείωσεν τὴν ζωήν της».

Πόσα τέτοια γεγονότα ἐζήσαμε εἰς τὴν διακονίαν τῆς Ἐξομολογήσεως!!!

«Ἀδελφέ μου», λέγει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἤξευρεν ὅτι ἡ μετάνοια κατὰ τὸν Θεῖον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνὸν εἶναι μία ἐπαναστροφὴ ἀπὸ τὸν διάβολον πρὸς τὸν Θεόν, ἡ ὁποία γίγνεται μὲ πόνον καὶ ἄσκησιν.

Λοιπὸν καὶ σύ, ἐὰν θέλῃς νὰ μετανοήσῃς καθὼς πρέπει χρεωστεῖς νὰ ἀφήσῃς τὸν διάβολον καὶ τὰ ἔργα τὰ διαβολικὰ καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς πρὸς τὸν Θεόν, καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν, νὰ ἀφήσῃς τὴν ἁμαρτίαν, ὅπου εἶναι παρὰ φύσιν καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς εἰς τὴν ἀρετήν, ὅπου εἶναι κατὰ φύσιν…».

Ὅσο καὶ ἄν εἶναι τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας μεγάλο, οἱ ἁμαρτίες μας δὲν ἠμποροῦν νὰ νικήσουν τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ μας.
«Ἀκόμη καὶ εἰς θανάσιμον ἁμαρτίαν καὶ ἄν πέσῃ κανείς, ὁ Κύριος μὲ ἀγάπην θὰ τὴν ἀπαλείψη», ὑπογραμμίζει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
(Γέρων Ἐφραὶμ προηγούμενος Φιλοθέου). «Αὐτὸ κάνει ὁ οὐράνιος Πατέρας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλὸς ἐπιστρέψῃ κοντά Του. Τὸν καθαρίζει, τὸν πλένει, τοῦ δίδει τὴν πρώτην στολὴν τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ δίδει τὴν υἱοθεσίαν καὶ τὸν ἀξιώνει τῆς Βασιλείας Του· ὅλα δωρεάν. Ὅταν ἐπέστρεψεν ὁ ἄσωτος, δὲν τοῦ ἐζήτησεν λογαριασμὸν οὔτε τὸν ἐπέπληξεν οὔτε τοῦ ἐζήτησεν εὐθύνας. Ἀρκεῖ ποὺ ἐπέστρεψεν· αὐτό, τοῦ ἔφθανεν τοῦ Πατέρα.

Ἔτσι καὶ κάθε ἁμαρτωλός, ποὺ θὰ ἐπιστρέψῃ. Μόνον νὰ πῇ τὸ ἥμαρτον, νὰ ἀφήσῃ εἰλικρινὰ καὶ ἀμετάκλητα τὰ ἁμαρτήματά του, νά καταλάβη τὰ λάθη του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι λυμένα».

Ἀλήθεια πῶς θὰ εὕρωμεν ἔλεος, ἀγαπητοί, ἄν περιφρονήσωμεν τέτοιαν ἀγάπην τοῦ Λυτρωτοῦ μας καὶ τὸ τόσον μεγάλον καὶ σωτήριον δῶρον, τὴν μετάνοιαν;

Τί λόγον θὰ δώσωμεν ἔπειτα εἰς τὸν Κύριον, ἄν ἀμελοῦντες τὴν μετάνοιαν, πλησιάζομεν ἀκάθαρτοι εἰς τὸ ἅγιον Ποτήριον;
«Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς θέλομεν νὰ ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ὡσὰν τοὺς ἔνδεκα Ἀποστόλους τοὺς καλούς, καὶ νὰ μὴ βλαφθῶμεν ὡσὰν τὸν Ἰούδαν τὸν κακόν, νὰ ἐξομολογούμεθα καθαρὰ καὶ νὰ κοινωνῶμεν μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ εὐλάβειαν καὶ τότε νὰ φωτισθῶμεν…
Εἰ δὲ καὶ πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, ἀμετανόητοι, μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίαν καὶ τολμῶμεν νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, βάζομεν φωτιὰ καὶ καιόμεθα». (Ἅγ. Κοσμᾶς).

Χωρὶς μετάνοιαν, οὔτε τὸν Θεόν μας ἠμποροῦμεν νὰ κατανοήσωμεν καὶ νὰ δοῦμε, ἀφοῦ «οἱ καθαροὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» οὔτε εἰς τὰ μυστήρια νὰ πλησιάσωμεν ἀξίως, οὔτε εἰς τὸν Παράδεισον νὰ φθάσωμεν…

Ποτὲ δὲν πρέπει ἔπειτα νὰ φέρωμεν εἰς τὸν νοῦν μας τὸν λογισμὸν τῆς ἀναβολῆς τῆς μετανοίας.
Σκεπτόμεθα καὶ λέμε: Ἄς ἁμαρτήσωμεν τώρα… καὶ ἀργότερα μετανοοῦμεν… ἤ ἔχομεν καιρὸν νὰ μετανοήσωμεν…

Εἶναι γραμμένον πώς «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται, δηλαδή, ὁ Θεός δὲν ἐμπαίζεται. Κι εἶναι ἀλήθεια ἐμπαιγμὸς τοῦ Θεοῦ νὰ παραδινόμαστε εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ἐπειδὴ ξέρομεν πὼς ὑπάρχει μετάνοια. Διατί εἶναι πολλοί, πού λένε: - κάνω σήμερα τὴν ἁμαρτίαν καὶ αὔριον μετανοῶ. Αὐτὸς εἶναι πονηρὸς λογισμός, ποὺ δὲν τὸν δέχεται ὁ Θεός· δὲν συνθηκολογεῖ μαζί μας ὁ Θεός ὅταν εἶναι νὰ ἁμαρτήσωμεν.

Ἀλλὰ τάχα καὶ ἔχομεν εἰς τὰ χέρια μας τὸν καιρὸν διὰ νὰ μετανοήσωμεν; Ὅσοι κάνουν αὐτὸν τὸν πονηρὸν λογισμόν, μεταθέτουν τὴν μετάνοιαν πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν βίον τους. Δὲν προφταίνουν νὰ μετανοήσουν καὶ πεθαίνουν ἐν ἁμαρτίαις αὐτῶν…». Ἀλλὰ τέτοιο πρᾶγμα ἐμεῖς νὰ μὴ τὸ πάθωμεν, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γράφει σχετικὰ ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Καὶ αὐτοὶ ὁποῦ πρότερον ἔλεγον: Ἄς ἁμαρτήσω τώρα καὶ ἔπειτα θέλω ἐξομολογηθῇ, θέλω μετανοήσῃ, καταντοῦν εἰς ἕν βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ φθάσουν εἰς τὸ βάθος τῶν κακῶν, δὲν θέλουν πλέον νὰ μετανοήσουν, νὰ ἐξομολογηθοῦν. Καὶ ἄν τύχῃ καμίαν φορὰν νὰ θελήσουν, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦν, διότι ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας ἔγινεν ἕξις εἰς αὐτούς, καὶ ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσάν φύσις καὶ ἐσκλήρυνεν ὡσάν πέτραν τὴν καρδίαν των, καὶ τὴν ἔκαμεν ἀναίσθητον καὶ ἀνεπίδεκτον μετανοίας καὶ διορθώσεως. Καί οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι ἀδιόρθωτοι, καὶ ἀμετανόητοι…».

Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ἕν χαρακτηριστικὸν παράδειγμα:

Ἕνας νέος ἐζοῦσεν μέσα εἰς τὴν ἀκολασίαν. Ἐλεγχθεὶς ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, τοὺς καλοὺς συγγενεῖς του καὶ τὸν πνευματικόν του, ἀπεφάσισεν νὰ σπάσῃ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ λυτρωθῆ μὲ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν ἐξομολόγησιν…
Συγκεντρώνων τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του, τὰ ἔγραψε εἰς ἕνα χαρτί…

Δὲν συνεκλονίσθη, ὅμως, δὲν ἔζησεν τὴν συντριβὴν καὶ τὴν ἀληθινὴν μετάνοιαν, τὴν ἀπόφασιν τὴν ἀμετάκλητον, τῆς ἐπιστροφῆς.
Ἐπῆρεν τὸν δρόμον διὰ τὸν πνευματικόν, ἀλλὰ δυστυχῶς βαδίζων ἐπέρασεν κοντὰ ἀπὸ τὸ σπίτι, ὅπου ἡμάρτανεν…
Νικημένος ἀπὸ τὸν λογισμόν του εἶπεν: Ἄς πάω νὰ ἁμαρτήσω μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ μετὰ θὰ πάω νὰ ἐξομολογηθῶ εἰς τὸν πνευματικόν. Δυστυχῶς διέπραξεν καὶ πάλιν τὴν ἁμαρτίαν…

Ἐξερχόμενος, ὅμως, ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς ἀνομίας, ἐσυνάντησεν τὸν συνεραστὴν τῆς πόρνης γυναικός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπετέθη καὶ τὸν ἐφόνευσεν…
Ἐκεῖνοι ποὺ ἐπῆραν τὸ λείψανόν του νὰ τὸ ἐνταφιάσουν, εὑρῆκαν τὸ χαρτὶ μὲ τὰ ἁμαρτήματά του.
Τί κι ἄν τὰ ἔγραψε; Δὲν ἔζησεν τὴν μετάνοιαν. Ἔφυγεν διὰ νὰ μὴ ἀναστηθῇ καὶ ζήσῃ εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Λέγει ὁ Ἅγ. Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος: «Ἀδελφοί, ὁ τωρινὸς καιρός, εἶναι καιρὸς διὰ μετάνοιαν. Μακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔπεσεν καθόλου εἰς τὰ δίκτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι διὰ μένα, κι ἐκεῖνος, πού ἔπεσε εἰς τά δίκτυα τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλά κατώρθωσεν νὰ τὰ σκίσῃ καὶ νὰ τοῦ ξεφύγῃ, ὅσον εὑρίσκεται εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.

Αὐτὸς ζὼν ἀκόμη σωματικῶς, ἠμπόρεσεν νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὸν πόλεμον διὰ νὰ σωθῇ, ὅπως ξεγλιστράει τὸ ψάρι ἀπὸ τὸ δίκτυ. Διατὶ τὸ ψάρι καὶ νὰ πιασθῇ, ἄν σκίσῃ τὸ δίκτυ καὶ ὁρμήσῃ πρὸς τὸν βυθόν, ὅσον βέβαια εἶναι ἀκόμα εἰς τὸ νερόν, σώζεται…

Ἄν ὅμως τὸ τραβήξουν εἰς τὴν στεριάν, τότε πιά, δὲν ἠμπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν του.

Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅσο εἴμαστε εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν, ἔχομεν πάρει τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ σπάσωμεν μόνοι μας τὰς ἁλυσίδας τῶν θελημάτων τοῦ ἐχθροῦ, νὰ πετάξωμεν τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὴν μετάνοιαν καὶ νὰ σωθῶμεν, κερδίζοντας τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἄν ὅμως μᾶς προφτάσῃ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἄν ἡ ψυχὴ χωρισθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ σῶμα μπῇ εἰς τὸν τάφον, τότε δὲν ἠμποροῦμεν πιὰ νὰ βοηθήσωμεν τὸν ἑαυτό μας - ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ψάρι, ποὺ τὸ ἐτράβηξαν ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ τὸ ἔκλεισαν μέσα εἰς δοχεῖον…

Ἀδελφέ, μὴ πῇς, σήμερα ἁμαρτάνω καὶ αὔριον μετανοῶ, διότι δὲν ἔχεις σιγουριά. Εἰς τὸν Κύριον ἀνήκει ἡ φροντίδα διά τὸ αὔριον».
Παραγγέλλει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος: «Γέρων εἶ, καὶ πρὸς ἐσχάτην ἀπήντησας ἔξοδον; Μὴ νομίσῃς μηδὲ οὕτως ἐκπεπτωκέναι μετανοίας, μηδὲ ἀπογνῶς τῆς σωτηρίας τῆς σεαυτοῦ. Νέος εἶ, μή θαρσήσῃς τῇ νεότητι, μηδὲ νομίσῃς ἱκανὴν ἔχειν προθεσμίαν ζωῆς. Ἡ γάρ ἡμέρα Κυρίου, ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται…».

«Ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας καὶ καθαρᾶς ἐργασίας. Ἐπεργάζου τὰ ἔργα, φεῦγε τὸ σκότος τῶν παθῶν, τὸν ὕπνον ἐκδίωξον τῆς κακίστης ραθυμίας ψυχή μου, ὅπως γένης θείου φέγγους κοινωνός». (Ὄρθρος Τρίτης α΄Ἦχος).

Ὅλα αὐτά, τὰ ἁπλὰ βέβαια, μᾶς ὑπογραμμίζουν τὸ πόσον ὅλοι κάθε στιγμὴν ὀφείλομεν νὰ καλλιεργῶμεν τὴν προσωπικήν μας μετάνοιαν…
Θυμᾶμαι ἕνα ἅγιον γέροντα μοναχόν, πρότυπον βέβαια ὁσιότητος καὶ ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Νέοι ἐμεῖς τὸν ἐπλησιάσαμε καὶ τὸν παρεκαλέσαμε νὰ μᾶς πῆ λόγον ὠφέλιμον.

Καὶ ἐκεῖνος μὲ πολλὴν ταπείνωσιν μᾶς ἀπήντησεν: «Σᾶς παρακαλῶ παιδιά μου προσεύχεσθε, νὰ βάλω ἀρχὴ μετανοίας».
(π. Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής): «Βάζε μετάνοιαν συνεχῶς, ὅταν σφάλῃς, καὶ μὴ χάνῃς καιρόν. Καθ᾿ ὅτι, ὅσον ἀργεῖς νὰ ζητήσῃς συγχώρησιν, τόσον δίδεις ἄδειαν εἰς τὸν πονηρὸν νὰ ἁπλώνῃ μέσα σου ρίζας. Μὴ τὸν ἀφήνῃς νὰ κάμῃ νεῦρα εἰς βάρος σου».

Αὐτὴν τὴν ἀρχὴν τῆς μετανοίας, τὴν συνεχῆ μετάνοιαν, ὅλοι μας, ὅλοι μας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, χωρὶς ἀναβολήν, ὀφείλομεν νὰ ἐπιδιώξωμεν.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός εἰς τὴν προτροπήν του διὰ μετάνοιαν δὲν ξεχωρίζει κανένα. Ὅλους καλεῖ νὰ μετανοήσουν. Καὶ τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς κληρικούς, προτρέπει νὰ μετανοήσουν, καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του μιλάει, ὅτι ἔχει ἀνάγκην μετανοίας. Πρῶτον πληθυντικὸν πρόσωπο χρησιμοποιεῖ. «Πότε θὰ μετανοήσωμεν;» λέγει.

Ποῖος ἀπὸ ἐμᾶς ἀγαπητοὶ καὶ ποῖος ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ πῇ ὅτι δὲν ἔχει ἁμαρτίαν;

«Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶ-μεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστιν ἐν ἡμῖν» (Α’ Ἰωαν. α’, 8).
«Πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», συμπληρώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. (Ρωμ. γ’ 23).
Ὅλοι μας εἴμαστε υἱοὶ τοῦ Ἀδάμ. Ὅλοι ἁμαρτάνομεν καὶ ὅλοι μας ἔχομεν ἀνάγκην μετανοίας. Διατὶ ὅλοι μας ὀφείλομε νὰ ἐπιτύχωμεν χωρὶς ἀμφισβήτησιν τὸν προσωπικόν μας ἁγιασμόν.

«Τοῦτο γάρ ἐστί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν». (Α’ Θεσ. δ’ 3).
Χωρὶς ἁγιασμὸν κανείς μας δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ συναντήσῃ καὶ νὰ ζήσῃ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὸν ἁγιασμόν, «οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον».

Μὲ τὴν παραβολὴν τῶν Βασιλικῶν Γάμων, μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος πὼς ὁ ἄνθρωπος, ὁ μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου, ἄρα καθαρότητα, ἀρετές, ἁγιασμόν, θὰ ἐκδιωχθῇ ἀπὸ τὸ δεῖπνον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…
Χωρὶς μετάνοιαν, ἁγιασμὸς δὲν κατορθώνεται.

Τὸ ἀναλογιζόμεθα αὐτό;

Τώρα νὰ ζῶμεν, ὅπως λέμε, μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα, νὰ μᾶς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, νὰ μᾶς συμβουλεύωνται ἀκόμη διὰ πνευματικὰ θέματα, νὰ χαιρώμεθα τὰς ἀνέσεις μας, τὰ ἀγαθά μας, ἀλλὰ καὶ τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐκδηλώσεις, καὶ τὴν μεγάλην ἐκείνην καὶ φοβερὴν ἡμέραν τῆς ἀδεκάστου κρίσεως, νὰ ἀκούσωμεν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Κυρίου μας τό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» καὶ τό «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον»; (Ματθ. κε’, 41).

Καὶ αὐτὰ ὅλα διὰ τὴν ἀμετανοησίαν μας;

Φανταζόμεθα τί φοβερὸν θὰ εἶναι ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ νὰ ἀκούσωμεν αὐτὰ τὰ ἐπιτιμητικὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦμε;
Ἄς θυμηθῶμεν τὴν φοβερὴν προφητείαν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ «οἱ κληρικοὶ θὰ γίνουν χειρότεροι καὶ ἀσεβέστεροι ὅλων».
«Τὸν παλαιὸν καιρὸν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νὰ παιδεύσουν κανένα ἄνθρωπον, ἔκαναν ὅρκον καὶ ἔλεγαν, νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ τὸν βάλῃ μὲ τοὺς ἱερεῖς τοῦ 18ου αἰ.»
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς: «διὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου, εἶναι δύσκολον τὴν σήμερον ἡμέραν νὰ σωθοῦν Πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς. Διὰ τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ἅγιοι Ἱερεῖς, τώρα ποὺ ἔχετε καιρόν, μετανοήσατε ἵνα σωθῆτε…».

Τί νὰ ποῦμε ἐμεῖς, ὅταν αὐτὰ λέγει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Οὔτε τὰ ἀξιώματα, οὔτε οἱ τιμές, οὔτε -συγχωρήσατέ με - τὰ ἐγκόλπια, οὔτε οἱ μίτρες, οὔτε οἱ κολακεῖες δὲν θὰ συνηγοροῦν τότε, διὰ νὰ γίνωμεν ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μόνον ἡ ἀληθινή, ἡ εἰλικρινής, ἡ συνειδητή μας μετάνοια…

(Ἀββᾶς Ἰσαὰκ Σῦρος, Μετάνοια «ἰσόβια»):

«Ἐφ’ ὅσον ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, καὶ κανένας δὲν ἠμπορεῖ νὰ ξεφύγῃ τοὺς πειρασμούς, ἄρα, καμία ἀπὸ τὰς ἀρετάς, δὲν εἶναι σπουδαιοτέρα ἀπὸ τὴν μετάνοιαν. Δι’ αὐτὸ καὶ ποτὲ δὲν τελειώνει τὸ ἔργον τῆς μετανοίας. Ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, ὅλοι ὅσοι ποθοῦν νὰ πετύχουν τὴν σωτηρίαν, πάντοτε χρειάζονται τὴν μετάνοιαν, ὅλοι, καὶ αὐτοί, ποὺ ἐπροχώρησαν εἰς τελειότητα. Διατὶ δὲν ὑπάρχει ὅριον τελειώσεως. Καὶ τῶν τελείων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ μετάνοια δὲν περιορίζεται εὶς καιροὺς καὶ εἰς ἔργα. Εἶναι ἰσόβιος. Μέχρι τὸν θάνατον».

Ὄχι, λοιπόν, αὔριον, ὄχι ἀργότερα, ἀλλὰ τώρα αὐτὴν τὴν στιγμήν, εἰ δυνατὸν ὅλοι μας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, σωτήριον ἀπόφασιν ἄς πάρωμεν, νὰ ἀρνηθῶμεν τὴν ἁμαρτίαν, νὰ ἀγαπήσωμεν τὸν Χριστόν μας, νὰ ζήσωμεν τὴν ὑπακοὴν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, νὰ ζητῶμεν συνεχῶς τὸ ἔλεός Του, νὰ μιμούμεθα τοὺς ἁγίους μας, νὰ πορευώμεθα πρὸς τὰ αἰώνια.

«Εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα, δὲν θὰ κολασθῶμεν ἐπειδὴ ἡμαρτήσαμε, οὔτε θὰ κατακριθῶμεν δι’ αὐτό· ἐπειδὴ ἔχομεν φύσιν τρωτὴν καὶ ὑφίσταται μεταβολὰς καὶ ἀλλοιώσεις. Ἀλλὰ θὰ κολασθῶμεν καὶ θὰ κατακριθῶμεν διατί, ἐνῷ ἡμαρτήσαμε, δὲν μετενοήσαμεν, δὲν ἀπεστραφήκαμε τοὺς δρόμους τῆς πονηρίας, διὰ νὰ στραφῶμεν πρὸς τὸν Κύριον, ἐνῷ μᾶς ἔχει δοθῆ ἡ ἐξουσία καὶ χρόνος μετανοίας.
Καὶ νὰ προσευχώμεθα θερμά. Θερμὰ νὰ προσευχώμεθα νὰ μᾶς φωτίζῃ, νὰ μᾶς ἐνισχύῃ, νὰ μᾶς ὁδηγῇ ὁ Κύριος εἰς τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιαν».

Ἔλεγεν ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας Παΐσιος: «Νὰ μὴ ζητᾷ κανεὶς ἀπὸ τὸν Θεὸν οὔτε φῶτα, οὔτε χαρίσματα, παρὰ μετάνοιαν. Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι εἰς τὴν πνευματικὴν ζωήν».
Θὰ τελειώσω μὲ τὴν προτροπὴν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, εἰς τὴν μετάνοιαν σᾶς προσκαλῶ μὲ τὸν παρόντα λόγον, ὅλους μικροὺς καὶ μεγάλους, ἱερωμένους καὶ λαϊκούς, εἰς τὴν μετάνοιαν ἄς προστρέξωμεν, ἀδελφοὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ γέροντες∙ εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μετανοίας ἄς καταφύγωμεν ὅλοι, ὅλοι χωρὶς νὰ ἐξαιρεθῇ κανείς∙ διατὶ ἄλλη ἀρετὴ δὲν δύναται νὰ μᾶς φιλιώσῃ μὲ τὸν Θεὸν ἡμᾶς ὅλους, ὅπου μίαν φορὰν ἡμαρτήσαμεν, πάρεξ ἡ μετάνοια. Ὅλοι φωνάζομεν πρὸς τὸν Θεόν· Κύριε ἐλέησον».


Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν ἔχει νὰ μᾶς ἐγκαλέσῃ, νὰ μᾶς κατακρίνῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ θανάτου καὶ τῆς κρίσεως, διότι δὲν ἐθεολογήσαμεν, ἤ δὲν ἐκάμαμεν θαύματα, ἤ δὲν ἐγενήκαμεν θεωρητικοί…Ὄχι. Ἀλλὰ διατὶ δὲν ἐμετανοήσαμεν…
Διὰ τοῦτο ἁμαρτωλοὶ σύντροφοι ἰδικοί μου, ἄς φωνάξωμεν πάντοτε πρὸς τὸν Θεὸν τὰς κοινὰς ἐκείνας τῆς Ἐκκλησίας δεήσεις: «Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου καὶ Ἐπουράνιε Βασιλεῦ, ἡμᾶς ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει παρέλαβε ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος».
Ἀγαπητοί, Ὅλοι μας ζῶμεν τὴν δοκιμασίαν τῆς Πατρίδος μας. Ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ Πατρίδα μας, αἱ ἀξίαι μας, τὰ ἰδανικά μας δοκιμάζονται. Κίνδυνοι πανταχόθεν περιέζωσαν τὴν Ἑλλάδα.
Ἄς εὐχηθῶμεν νὰ μᾶς λυπηθῇ ὁ Θεός.

Τώρα ἰδιαιτέρως εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάνοιά μας. Ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια ὅλων τῶν Ἑλλήνων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Διὰ νὰ μὴ μᾶς ὀργισθῇ ὁ Κύριος, διὰ νὰ σκεπάσῃ καὶ σώσῃ τὸ γένος μας. Ἀμήν.



(σ.σ.: Ὁ ἐξ Αἰτωλίας καταγόμενος Ἅγιος Κοσμὰς ὁ Αἰτωλός, τοῦ ὁποίου ἐπαξίως φέρει τὸ ὄνομα ὁ Σεβασμιώτατος Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας κ. Κοσμᾶς, ἀναφέρει εἰς τὰς πολυτιμοτάτους προφητείας του καὶ διδαχὰς καὶ διὰ τὴν σημερινὴν κατάστασιν: «θὰ σᾶς βάλουν φόρο στὶς κότες καὶ στὰ παράθυρα» (Προφητεία ὑπ᾿ ἀριθμ. 68). Πηγή: Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Ὅπως βαδίζουν οἱ σημερινοὶ ἰθύνοντες θὰ μᾶς φορολογήσουν καὶ τίς «φωλιές» ἀκόμη.)


- See more at: http://www.fotgrammi.gr/index.php/2009- ... hh9AM.dpuf
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Γενικά θέματα”