Β. Ζιρινόφσκι: Να αναγνωρίσουμε το ψευδοκράτος στη Βόρεια Κύπρο

1
Τον ισχυρισμό ότι η Ρωσία θα πρέπει να προχωρήσει ακόμη και σε αναγνώριση του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο, διατύπωσε στο προχθεσινό primetime του δημοφιλέστατου Πρώτου ρωσικού καναλιού ο υπερεθνικιστής ηγέτης του Φιλελεύθερου-Δημοκρατικού Κόμματος Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι.

«Στη Νοβορώσια (σ.σ. τις εξεγερμένες περιφέρειες της Ανατολικής Ουκρανίας) είναι έτοιμοι να ορμήξουν εκατοντάδες χιλιάδες εθελοντές από ολόκληρη τη χώρα μας. Καύκασος, Οσετία, Αμπχαζία, δεν ξέρω, Τουρκία. Ας αναγνωρίσουμε την ‘Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου’ κι εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι εθελοντές θα σαρώσουν όλη αυτή τη χούντα του Κιέβου», είπε σε μια στιγμή έξαρσης ο κ. Ζιρινόφσκι, ο οποίος πέραν της γραφικότητάς του, παραμένει ένας από τους πυλώνες της «θεσμικής», λεγόμενης, αντιπολίτευσης της Ρωσίας. Και θα έπρεπε ίσως να μας προβληματίσει αυτή η νέα στροφή εκπροσώπων της ρωσικής ελίτ στο θαυμασμό προς την Τουρκία…

Πολύ συχνά ο Ζιρινόφσκι λειτουργεί ως «λαγός» της ρωσικής ηγεσίας, διατυπώνοντας προτάσεις, που περνούν ένα είδος δοκιμασίας, χωρίς φυσικά να θέλουμε να πούμε ότι το Κρεμλίνο ετοιμάζεται απαραίτητα να προχωρήσει σε μια παρόμοια απόφαση αναθεώρησης της πάγιας ρωσικής γραμμής στο θέμα του Κυπριακού.

Αυτό, που θέλουμε να πούμε όμως είναι οι παρακάτω σκέψεις:

1) Η Τουρκία ακολούθησε και συνεχίζει μια πολύ πιο ευέλικτη και «έξυπνη» πολιτική σε σχέση με εμάς στην υπόθεση της Ουκρανίας και της Κριμαίας ειδικότερα. Πίσω από το επιφανειακό έντονο ενδιαφέρον του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για τους Τάταρους της Κριμαίας κρύφτηκε μια έμμεση στήριξη της επιλογής του Βλαντίμιρ Πούτιν σε μια κρίσιμη στιγμή για το Ρώσο πρόεδρο.

Οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα και δεν ξεχνιώνται μετά… Εμείς αντιθέτως, είτε δεν είχαμε καμία απολύτως πολιτική, είτε κάναμε κινήσεις, που μάλλον εκνεύρισαν τη ρωσική ηγεσία, λες και είχαμε κανέναν σπουδαίο λόγο και ενδιαφέρθηκε κανείς για το τί θα πει η Ελλάδα για το θέμα της Ουκρανίας. «Κλωτσήσαμε» τη μοναδική «ευκαιρία», που είχαμε και τη μοναδική υποχρέωση, που προέκυπτε από το γεγονός ότι στην περιοχή της σφαγής από την ηγεσία του Κιέβου ζει μια ομογένεια πολλών δεκάδων χιλιάδων, η οποία ζήτησε βοήθεια, αλλά δεν την πήρε ποτέ, εκτός από μερικές βιαστικές φωτογραφίες με Έλληνες απεσταλμένους, που ξεχνιούνται γρήγορα.

Ακόμη κι όταν μάθαμε ότι υπάρχουν τραυματίες και νεκροί μεταξύ των ομογενών μας δεν κάναμε ως χώρα ούτε μία κίνηση ανθρωπιστικής βοήθειας, δεν αφήσαμε ούτε μία υπόνοια κριτικής, ότι δεν είναι δυνατόν δημοκρατικές χώρες να βομβαρδίζουν κατοικημένες περιοχές και να σκοτώνουν αμάχους, ό,τι διαφορές κι αν έχουν με αυτούς τους αμάχους πολίτες τους. Ακόμη και η Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο δεν είπαν ούτε μια ηχηρή κουβέντα για το γεγονός ότι σε μια ορθόδοξη χώρα, όπως η Ουκρανία, βρίσκεται σε εξέλιξη ένας αιματηρός εμφύλιος, όπου σφάζονται μεταξύ τους πρώτα απ’ όλα χριστιανοί και ειδικά ορθόδοξοι.

Η Ελλάδα θα μπορούσε αδιάκοπα να λέει και να επαναλαμβάνει ότι προσεύχεται και θλίβεται για όσα συμβαίνουν και να καλεί σε ειρήνη και συμβιβαστικές διαπραγματεύσεις, διπλωματική και ειρηνική λύση, όμως βιάστηκε να δείξει και να πει πολύ χειρότερα και αχρείαστα πράγματα.

Είναι απορίας άξιο πώς επιδιώκουμε να ζητάμε επενδύσεις και τουρίστες από τη Ρωσία όταν δεν φροντίσαμε να τηρήσουμε ούτε τη στοιχειώδη «ουδετερότητα» και δεν σπεύσαμε να διαχωρίσουμε τη θέση μας έστω για δύο ονόματα πασίγνωστων Ρώσων φιλελλήνων, όπως η πρόεδρος της Άνω Βουλής Βαλεντίνα Ματβιένκο και του επικεφαλής των Ρωσικών Σιδηροδρόμων, που ενδιαφέρεται για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ και το Λιμάνι Θεσσαλονίκης, Βλαντίμιρ Γιακούνιν. Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε, που δεν ψελλίσαμε δυο λόγια διαφορετικά από το αίσχος της διπλωματικής υποκρισίας της ΕΕ με τις κυρώσεις, αλλά ποιος έχασε τη ντροπή και τη σωφροσύνη του για να τη βρούμε εμείς…

2) Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε, αν ενημερώθηκε ποτέ το ΥΠΕΞ και η κυβέρνησή μας για την ακραία δήλωση Ζιρινόφσκι. Γι’ αυτό δεν βιαστήκαμε να γράψουμε τίποτα για να δώσουμε χρόνο στους αργόσχολους. Είμαστε έτοιμοι να στοιχηματίσουμε ότι ουδείς από την Πρεσβεία μας στη Μόσχα πήρε χαμπάρι τη δήλωση, γιατί ακόμη και η επάνδρωση της διπλωματικής μας αποστολής τα τελευταία χρόνια είναι ενδεικτική του πόση σημασία έδωσε η κυβέρνησή μας στις σχεδόν ανύπαρκτες ελληνορωσικές σχέσεις.

Όχι μόνο στείλαμε στη Ρωσία μια αμφιλεγόμενων ικανοτήτων Πρέσβη, την κυρία Κουμανάκου, που προκάλεσε με τον τρόπο, κατά τον οποίο χρησιμοποίησε το διπλωματικό γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας ως τραμπολίνο για καλή μετάθεση, αλλά και παραβλέφθηκε το γεγονός ότι ήταν γνωστή για τα προβλήματα συμπεριφοράς και συνεργασίας σε όποιες χαμηλών ευθυνών θέσεις ανέλαβε στην καριέρα της.

Αποκορύφωμα ότι σήμερα η κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΞ την ανακαλεί, ενάμιση μόλις χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, λόγω συνταξιοδότησης, λες και θα έπρεπε να φορτωθούν οι ελληνορωσικές σχέσεις - εκτός των άλλων πολλών κακών - και τον ενάμιση χρόνο κενού και υστεριών, με τις οποίες συνοδεύτηκε η βραχεία θητεία της. Για ορισμένες από τις υστερίες αυτές και άλλες κωμικοτραγικές ιστορίες, που συνοδεύουν την πρέσβη μας, υποχρεωτικά θα αναφερθούμε σύντομα, καθώς αναμένουμε τα επίσημα αποτελέσματα της έρευνας του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, το οποίο ενδιαφέρθηκε για τις περίεργες ασάφειες των βιογραφικών της ως προς τα πτυχία της.

3) Ο Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της ρωσικής πολιτικής ζωής εδώ και πολλά χρόνια. Κάποτε, όπως πολλοί άλλοι παράγοντες της ρωσικής ελίτ, είχε σπεύσει να «προμηθευθεί» ελληνικό διαβατήριο, αν πιστέψουμε κάποιες φωτογραφίες και κάποιες διηγήσεις.

Τα ελληνικά διαβατήρια χορηγούνταν στους παλλινοστούντες ομογενείς την ταραγμένη δεκαετία του 1990 κι εκδίδονταν φυσικά με πρωτοβουλία των εν ενεργεία διπλωματικών υπαλλήλων μας στην πρεσβεία της Μόσχας και την κατοπινή συνεργασία άλλων υπηρεσιών στην Ελλάδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις έναντι αδρού αντιτίμου. Κατά καιρούς έγιναν κάποιες επιφανειακές έρευνες, αλλά μόνο μεμονωμένα περιστατικά από τις δεκάδες κι εκατοντάδες υποθέσεις με παράνομα διαβατήρια και τις περιβόητες ελληνοποιήσεις έφθασαν ως το λογικό τους τέλος: την τιμωρία των επίορκων υπαλλήλων και την ακύρωση των διαβατηρίων. Στον Ζιρινόφσκι, δε, κάποιο φεγγάρι είχαμε αρνηθεί και τη βίζα εισόδου στη χώρα μας, αν και παραδοσιακά ο «υστερικός» της ρωσικής πολιτικής σκηνής, μόνο θετικά μιλούσε για την Ελλάδα και επισκεπτόταν την Πρεσβεία μας στις δεξιώσεις της.

Τώρα πια δεν υπάρχουν χρήματα για δεξιώσεις, γι’ αυτό ίσως θα χρειαζόταν περισσότερο μυαλό, περισσότερη επαφή και γνώση της ρωσικής πραγματικότητας, περισσότερη ευελιξία, που όχι μόνο λείπουν από τα διπλωματικά μας στελέχη, αλλά και τιμωρούνται όταν επιδεικνύονται. Οι περισσότερες χώρες Σένγκεν κατανοούν τις ρωσικές ιδιαιτερότητες και κάνουν εξωτερική πολιτική και δημόσιες σχέσεις με τις θεωρήσεις στη Ρωσία, χορηγούν δωρεάν θεωρήσεις σε δημοσιογράφους χωρίς πολλά πολλά, εκδίδουν άνετα μακρόχρονες θεωρήσεις σε όποιον πληροί και τις ελάχιστες προϋποθέσεις, ειδικά φυσικά σε επιχειρηματίες, αξιωματούχους, καλλιτέχνες και διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Ό,τι περίπου έχουν υποσχεθεί κατά καιρούς ο πρωθυπουργός Α.Σαμαράς και η υπουργός Τουρισμού Ο.Κεφαλογιάννη, οι οποίοι έχουν κάνει λόγο ακόμη και για 5ετείς θεωρήσεις σε Ρώσους πολίτες.

Όταν οι Πρεσβείες «τουριστικών» χωρών, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Φινλανδία χορηγούν εύκολα πολυετείς θεωρήσεις, εμείς δυστυχώς επιστρέψαμε στη λογική της «πρεσβείας-φρούριο», του προξενείου, που ταπεινώνει με τη συμπεριφορά του όσους το επισκέπτονται, γιατί είναι όλοι εν δυνάμει εγκληματίες και εκδίδει με υπερβολική «φειδώ» μακρόχρονες θεωρήσεις, ενώ θα έπρεπε να «ενθαρρύνει» όσους έρχονται και ξανάρχονται στην Ελλάδα.

Είναι δεκάδες τα παράπονα ομογενών και Ρώσων ενδιαφερομένων, των οποίων γινόμαστε αποδέκτες. Αποτέλεσμα; Αντί να εκμεταλλευτούμε την περσινή δυναμική αύξηση στον τουρισμό μας και να την πολλαπλασιάσουμε, φέτος, παρά τις υπερφίαλες δηλώσεις, είμαστε στάσιμοι ή και με τάσεις μείωσης στον τουρισμό από Ρωσία. Ποιος βγαίνει κερδισμένος; Οι ανταγωνιστές μας στον τουρισμό, που μας αφαίρεσαν τον τίτλο του προσιτού και γρήγορου προξενείου στη Μόσχα και η μαύρη αγορά της βίζας και μόνο, που «χαίρεται» και εκτοξεύει τις τιμές της κάθε φορά, που κυριαρχούν οι απαγορευτικές λογικές…
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ελληνοτουρκικά”