Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

19
Ποιοι είναι οι Νεοδαμώδεις;

Η γενικότερη απάντηση είναι ότι πρόκειται για απελεύθερους Είλωτες. Η απάντηση αυτή φαίνεται να επανεξετάστηκε. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου έχουμε να κάνουμε δύο φορές με περιπτώσεις απελευθερωμένων Ειλώτων. Την πρώτη φορά, πριν να πολεμήσουν, αυτοαναγορεύονται ελεύθεροι και με τίμημα τη ζωή τους. Τη δεύτερη φορά πολεμούν σαν οπλίτες και απελευθερώνονται και γίνονται... οπαδοί του Βρασίδα. Επιπλέον, κατά την εισβολή στη Λακωνία το 370/369 π.Χ. (Ξενοφών, Ελληνικά 3.1, 4) αναγγέλλεται στους Είλωτες που θα δεχθούν να ενσωματωθούν οίον τακτικό στρατό ότι θα είναι ελεύθεροι... και από εκείνη τη στιγμή δεν βλέπουμε να εμφανίζεται πια ο όρος Νεοδαμώδης. Με άλλα λόγια, οίο εξής κάθε φορά που περιμένουμε λογικά να δημιουργούνται Νεοδαμώδεις, διαψευδόμαστε. Άρα είναι φανερό πως μπορούμε να αμφισβητήσουμε την άποψη ότι οι Νεοδαμώδεις είναι Είλω­τες προσφάτως ελευθερωμένοι, χωρίς προηγουμένως να έχουν προσφέρει κάποιες υπηρεσίες. Κλίνω λοιπόν προς την υπόθεση ότι οι Νεοδαμώδεις είναι Σπαρτιάτες ουσιαστικά, που κάποια στιγμή εγκατέλειψαν ένα δάμο (το συγκεκριμένο πολιτικό σώμα) και ίδρυσαν ένα νέο δάμο χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Ποιο γεγονός μπορεί να οδήγησε σε αυτό το φαινόμενο: Ο πόλεμος της Μεσσηνίας αναμφίβολα. Πράγματι, έπειτα από αυτόν μειώνεται το σώμα των Σπαρτιατών. Το κλειδί ιοοις να βρίσκεται στον Αριστοτέλη, που επισημαίνει ότι τα συσσίτια στην Κρήτη πληρώνονται από τα εισοδήματα των δημοσίων κτημάτων και από τους καταβαλλόμενους φόρους υποτέλειας από ιούς Περίοικους που τους εξομοιώνει με τους Λάκωνες Είλωτες (Πολιτικά: 1272 ά.). ενώ στη Λακεδαίμονα, οι Σπαρτιάτες οφείλουν να καταβάλλουν τη συνδρομή τους από το καθαρά δικό τους εισόδημα, αλλιώς εκπίπτουν των πολιτικών δικαιωμάτων τους. Ο Ηρόδοτος τοποθετεί τα συσσίτια μέσα στους θεσμούς που οι Λακεδαιμόνιοι μέσω του Λυκούργου δανείστηκαν από την Κρήτη στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Αν παραδεχθούμε ότι ο τρίτος Μεσσηνιακός πόλεμος δεν είχε μοναδική συνέπεια την αναχώρηση των εξεγερμένων, αλλά και την οικονομική ελάφρυνση για όσους παρέμειναν, τότε μπορούμε να έχουμε την εξήγηση του φαινομένου, αφού οι ελαφρύνσεις αφορούσαν όχι τις οφειλόμενες εισφορές προς το γαιοκτήμονα, αλλά αυτές προς το κράτος για τα συσσίτια. Εξ αυτού, πολύ γρήγορα, κάποιοι Σπαρτιάτες αποκλείστηκαν α­πό το πολιτικό σώμα που αποτελούνταν έως τότε α­πό πλούσιους και φτωχούς (το δάμος) και έγιναν Νεοδαμώδεις, δηλαδή μέλη μιας νέας κατηγορίας δάμου. Αυτό επιφέρει και άλλες κοινωνικές ιδιαιτερότητες, όπως για παράδειγμα τον περιορισμό του αριθμού των κληρονόμων στην κυρίαρχη κάστα και τον πολλαπλασιασμό των «νόθων». Επίσης αυτές οι ελαφρύνσεις δικαιολογούν τον αριθμό νέων ανάμε­σα στους Είλωτες (Θουκυδίδης 5, 80, 3). λιγότερο οικονομικά συνθλιμμένων από πριν. Οι Νεοδαμώδεις, φτωχά μέλη της κυρίαρχης ομάδας, σταδιακά βρέθηκαν στο περιθώριο, μετά τον τρίτο Μεσσηνιακό πόλεμο, Ομοίοι, από αδυναμία να κρατήσουν τη θέση τους, και ανασυντάχθηκαν σε νέα κατηγορία παραμένοντας ωστόσο κατά κά­ποιο τρόπο «παθητικοί πολίτες». Και είναι λογικό να καλούν αυτούς να υπηρετήσουν στρατιωτικά σε περιπτώσεις ανάγκης παρά μια άλλη κατηγορία. Η τάξη τους αυξάνεται προοδευτικά όσο οι Ομοίοι λιγοστεύουν. Οι Νόθοι σχηματίζουν στα τέλη του 5ου, αρχή του 4ου αιώνα π.Χ., μία απειροελάχιστη αριθμητικά ομάδα, όμως εξίσου απείρως σκανδαλώδη, αν κρίνουμε από τις εξηγήσεις που ο Ξενοφώντας αισθάνεται υποχρεωμένος να δώσει. Οι κίνδυνοι έκπτωσης σε ένα σύστημα που εκ των πραγμάτων κατέληξε φοροεισπρακτικό, υποχρεώνουν τις οικογένειες να έχουν απόλυτη ανάγκη από την προίκα της συζύγου έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την ταξική θέση των παιδιών· το διαζύγιο έγινε λοιπόν πολύ δύσκολο· άλλωστε χρειάζονται παιδιά για να μπορέσουν οι πρώτοι να διατηρήσουν τη θέση τους. Από εκεί πηγάζουν οι σκανδαλώδεις συμπεριφορές από ορισμένα μέλη αυτής της σπαρτιατι­κής αριστοκρατίας. Οι γυναίκες σύζυγοι παίρνουν επισήμως έναν εραστή της ίδιας κοινωνικής τάξης χωρίς να διαζευχθούν και τα μεταγενέστερα παιδιά δηλώνονται νόθα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτά τα παιδιά, γόνοι ενός Σπαρτιάτη κατ μιας Σπαρτιάτισσας, σε περίπτωση θανάτου των νόμι­μων τέκνων, καλούνται να τα αντικαταστήσουν.






Μετά το 369 π.Χ. υπήρξαν νεότερες προσαρμο­γές· χωρίς να αλλάξει το σύστημα, έγινε ανασύνθεση των κοινωνικών στρωμάτων. Η Κρυπτεία, όπως μας την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία από αυτές τις προσαρμογές. Ωστόσο είμαστε τόσο λίγο ενήμεροι στο θέμα αυτό, που είναι αδύνατον να αντιληφθούμε την προσαρμογή των κοινωνικών δομών στο διηνεκές των οι­κονομικών και πολιτικών δομών. Αυτές οι τελευταίες είναι τόσο ανθεκτικές που θα χρειαστεί να προκληθούν τόσο ο Λεωνίδας Β΄ όσο και ο Κλεομένης από το όραμα του ελληνιστικού βασιλείου με ένα μονάρχη για να αλλάξει το σύστημα κατ’ να οδεύσει προς την εξαφάνιση του.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

20
ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ







Του stephen hodkinson λέκτορα Αργαίος Ιστορίας, Έδρα Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μάντσεστερ (Αγγλία)

Στη σύγχρονη δυτική αντίληψη η λέξη «Σπάρτη» δημιουργεί την εντύπωση μιας αυστηρής, στρατιωτικής κοινωνίας, με πολίτες που αποστρέφονταν τα υλικά αγαθά. Μετά την εκ νέου ανακάλυψη της κλασικής αρχαιότητας στη διάρκεια της Αναγέννησης, επιφανείς διανοητές της Δυτικής Ευρώπης θεωρούσαν την αρχαία Σπάρτη προσωποποίηση της οικονομικής ισότητας και του κοινωνικού ελέγχου. Αυτή η εικόνα επηρέασε σημαντικά τη νεότερη κοινωνιολογική και πολιτική σκέψη. Στα χρόνια της αγγλικής επανάστασης το 17ο αιώνα, ο ριζοσπάστης συγγραφέας Τζέιμς Χάρινγκτον στη μονογραφία του «The Commonwealth of Oceana» παρακινούσε τον Κρόμγουελ να ακολουθήσει το παράδειγμα του Σπαρτιάτη νομοθέτη Λυκούργου και να μοιράσει τα κτήματα σε ίσα μερίδια. Αυτή η θέση προκάλεσε έντονες πολιτικές συζητήσεις σχετικά με την αξία του σπαρτιατικού ιδιοκτησιακού συστήματος. Στη Γαλλία του 18ου αιώνα, οι κοινωνιολόγοι στην κριτική που ασκούσαν εναντίον της χλιδής και της πολυτέ­λειας του καιρού τους συχνά επικαλούνταν το λιτό τρόπο Ζωής και την απαγόρευση της χρήσης πολύτιμων μετάλλων στην αρχαία Σπάρτη. Στη ναζιστική Γερμανία, ο υπουργός Γεωργίας Βάλτερ Νιαρέ διαμόρφωσε ένα νόμο για το κληρονομικό δίκαιο («Reichserbhofgesetz»), θέτοντας τα αγροκτήματα των χωρικών υπό κρατικό έλεγχο, αντλώντας την ιδέα από mv κοινωνική κατάσταση των πολιτών στη Σπάρτη, οι οποίοι ήταν ισόβιοι κα­ταναλωτές των κοινών, δημόσιων αγαθών. Οι έννοιες που συνάγονται από το σπαρτιατικό ι­διοκτησιακό σύστημα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στους σύγχρονους διανοητές. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν η επίδραση που άσκησε ο αρχαίος συγγραφέας Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς. Στο έργο του «Η Ζωή του Λυκούργου» ισχυρίζεται ότι ο θρυλικός Σπαρτιάτης νομοθέτης αναδιένειμε τη γη. αντικατέστησε τα χρυσά και αργυρά νομίσματα με σιδερένια και απέβαλε τις περιττές τέχνες. Λέγεται ακόμη πως ο Λυκούργος εγκαινίασε τα συσσίτια και μια σειρά αυστηρών μέτρων, όπως απλότητα στους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και την εσωτερική διακόσμηση, σεμνές επικήδειες τελετές και λιτότητα στις θυσίες. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στη σπαρτιατική κοινωνία ο πλούτος δεν αποτελούσε αντικείμενο επιθυμίας και ήταν άνευ σημασίας. Στην πραγματικότητα τα πράγματα ήταν μάλλον διαφορετικά. Αν και μερικές από τις ιδέες του Πλούταρχου απηχούν με ακρίβεια τα γνωρίσματα της κλασικής σπαρτιατικής κοινωνίας, σε πολλές άλλες ο συγγραφέας εμφανίζεται προκατειλημμένος από το διαβόητο «σπαρτιατικό μύθο»: εν μέρει παραμορφωμένο, εν μέρει αποκύημα της φαντασίας κάποιων ξένων, οι οποίοι, όντας λάτρεις της Σπάρτης, επιχειρούσαν την εξιδανίκευση της κοινωνίας της. Ο σπαρτιατικός μύθος όμως αποτελεί και επινόηση της ίδιας της παράδοσης των Σπαρτιατών. Για παράδειγμα, η ιδέα της ίσης κατανομής της γης ήταν πιθανότατα πολύ μεταγενέστερη και επικράτησε τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν οι βασιλείς Αγης Δ΄ και Κλεομένης Γ΄ θέλησαν να αναδιανείμουν τα κτήματα και απέδωσαν στον Λυκούργο ανάλογα μετρά, στην προσπάθεια τους να υποστηρίξουν την επαναστατική τους μεταρρύθμιση.

Άνισα κατανεμημένη ατομική ιδιοκτησία

Τα θέματα της ιδιοκτησίας και του πλούτου ήταν ουσιώδη στην πολιτική οργάνωση της Σπάρτης κατά την κλασική περίοδο. Η κατοχή της ιδιοκτησίας του πολίτη εξαρτιόταν από τη συμμετοχή του στα συσσίτια και αυτή η συμμετοχή εξαρτιόταν με τη σειρά της α­πό μια ορισμένη μηνιαία συνεισφορά σε τρόφιμα. Η εξασφάλιση των συνεισφορών για τα συσσίτια βασιζόταν στην κατοχή από τους πολίτες της απαραίτητης έγγειας περιουσίας για να καλλιεργηθεί η απαιτουμένη ποσότητα προϊόντων. Ούτως ή άλλως η κατοχή ενός αξιόλογου κομματιού γης ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε ο κάθε Σπαρτιάτης να είναι σε θέση να ζήσει μια ανέμελη ζωή, απαλλαγμένη από χειρωνακτική εργασία, αφιερωμένη σε πολιτικές και πολεμικές ενασχολήσεις. Αυτό το οικονομικό σύστημα είχε ως υποδομή την κατοχή από τη Σπάρτη ενός εργατικού δυναμικού από δούλους, τους Είλωτες, οι οποίοι προέρχονταν από τους υποταγμένους πληθυσμούς της ίδιας της περιοχής οπού βρισκόταν η Σπάρτη, της Λακωνίας, καθώς και της γειτονικής Μεσσηνίας. Τέλος, οι απαιτήσεις της σπαρτιατικής κοινής, δημόσιας ζωής σχετίζονταν στενά με το θέμα του βιοπορισμού και επέβαλλαν ένα βαθμό ομοιογενείας ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς. Κατά συνέπεια, τα θέματα του πλούτου και της ιδιοκτησίας παρεισεφρεαν σχεδόν σε κάθε πτυχή της σπαρτιατικής ζωής. Σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη εικόνα της ισό­τητας, η ιδιοκτησία πάντα διανεμόταν άνισα στην αρχαϊκή και κλασική Σπάρτη. Ο αρχαϊκός ποιητής Αλκαίος αναφέρεται σε ένα ρητό, σπαρτιατικής προέλευσης: «ο άνθρωπος είναι ο,τι κατέχει, δεν υπάρχει φτωχός άνθρωπος που να είναι καλός και έντιμος». Ακόμη, οι Σπαρτιάτες ποιητές Τυρταίος και Αλκμάν αναφέρουν και αυτοί σημαντικές διαφορές στην κατοχή του πλούτου. Στους 5ο και 4ο αιώνες ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών αναφέ­ρουν «εύπορους ανθρώπους», «ανθρώπους με μεγάλη περιουσία, «πλουσίους» και «πολύ πλουσίους». Το σύστημα της ιδιοκτησίας είχε κυρίως ατομικό χα­ρακτήρα».Στα Πολιτικά του Αριστοτέλη βρίσκουμε σαφείς α­ναφορές σύμφωνα με τις οποίες τη γη την κατείχαν ι­διώτες και κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά σύμφωνα με το σύνηθες αρχαιοελληνικό σύστημα διανομής της κληρονομιάς. Επιπλέον οι γαιοκτήμονες είχαν την ευχέρεια να διαθέσουν τα κτήματα τους σε όποιον επιθυμούσαν μέσω ισόβιων δωρεών ή να τα κληροδοτήσουν συντάσσοντας διαθήκες. Και οι γυναίκες στη Σπάρτη δικαιούνταν να κατέχουν κτήμα­τα. Ο Αριστοτέλης σχολιάζει το γεγονός ότι οι γυναίκες κατείχαν σχεδόν τα δύο πέμπτα της ακίνητης περιουσίας. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν οι γυναίκες κληρονόμοι, θυγατέρες δίχως αρσενικά αδέλφια μπορούσαν να κληρονομήσουν το σύνολο της γονικής κτηματικής περιουσίας. Ένας άλλος λόγος ήταν η ύπαρξη μεγάλων προικοδοτήσεων. Οι σύγχρονοι ερευνητές διαφωνούν για το αν αυτή η προίκα ήταν α­πλώς δώρο που δινόταν κατά βούληση από τους γονείς της νύφης ή αν αντιπροσώπευε κληρονομικά δικαιώματα των κοριτσιών. Υπάρχει μία θεωρία σύμφωνα με την οποία το κληρονομικό σύστημα της Σπάρτης ήταν παρόμοιο με αυτό της Γόρτυνος στην Κρήτη, οπού τα κορίτσια κληρονομούσαν από την πατρική περιουσία ίο μισό της κληρονομιάς που έπαιρναν τ’ αγόρια. Η ανισότητα στην ιδιοκτησία της γης επέφερε και άνιση πρόσβαση και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των Ειλώτων. Οι πιο πλούσιοι Σπαρτιάτες με μεγαλύτερα κτήματα και περισσότερους Είλωτες στην υπηρεσία τους καλλιεργούσαν μεγαλύτερη ποικιλία αγροτικών προϊόντων και διατηρούσαν με­γαλύτερα κοπάδια Ζώων. Ένα αμφιλεγόμενο Ζήτημα είναι ο ακριβής τρόπος που οι σοδειές μοιράζονταν μεταξύ των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων και των Ειλώτων που τις καλλιεργούσαν. Σύμφωνα πάντως με τον Τυρταίο, το πιθανότερο ήταν ότι η σοδειά μοιραζόταν 50/50. Ο σημαντικός αριθμός των Ειλώτων σήμαινε ότι με την εργασία τους δημιουργούσαν ένα μεγάλο πλεόνασμα προϊόντων για τους κυρίους τους. Αυτό το πλεόνασμα μπορούσε να μετατραπεί σε μόνιμο περιουσιακό στοιχείο. Οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να κατέχουν μια μεγάλη ποικιλία κινητής περιουσίας, που συμπεριελάμβανε τιμαλφή, ράβδους πολύτιμων μετάλλων και ξένα νομίσματα. (Βλ. το άρθρο «Οικονομία και Εμπόριο στην Αρχαία Σπάρτη», Ιστορικά, τχ. 61).
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

21
Περιορισμοί στη χρήση του πλούτου

Ο ιδιωτικός χαρακτήρας της ατομικής περιουσίας μετριαζόταν από την ύπαρξη συγκεκριμένων συλλογικών δικαιωμάτων που περιέστελλαν την ατομική ιδιοκτησία. Έγιναν προσπάθειες να επιβλη­θεί άμεση φορολογία με τη μορφή των «εισφορών» (περιστασιακοί φόροι εισοδήματος για την εξασφάλιση στρατιωτικών πόρων). Η συνεισφορά στα συσσίτια περιλάμβανε και μια σημαντική φορολόγηση του μεριδίου των πολιτών από την αγροτική παραγωγή των κτημάτων τους. Οι πιο φτωχοί Σπαρτιάτες είχαν το δικαίωμα να δανείζονται άλογα και κυνηγετικούς σκύλους από τους πλουσιότερους συ­μπολίτες τους. Πάντως κανένα από αυτά τα δικαιώ­ματα δεν επέφερε αξιοσημείωτη αναδιανομή της ιδιοκτησίας.

Αντί της αναδιανομής της ατομικής ιδιοκτησίας. η πόλη της Σπάρτης επιχείρησε να επιβάλει περιορισμούς στη χρήση του πλούτου. Με αυτό τον τρόπο η ανισότητα της ιδιοκτησίας εξισορροπούνταν με την ιδεολογία μιας κοινότητας ομοίων. Το κράτος ασκούσε μονοπωλιακά την παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Συνεπώς, αντίθετα με ιούς Αθη­ναίους ομολόγους τους, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες δεν είχαν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ευεργεσίες προς τους συμπολίτες τους ούτε να χρηματοδοτούν επίσημες τελετές. Ακόμη η πόλη επέβαλλε έναν κοινό, δημόσιο τρόπο Ζωής σε κάθε πολίτη, όπως ουσιαστική ομοιογένεια στην εκπαίδευση και λιτότητα στη διατροφή και την ένδυση. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Θουκυδίδης, «πρώτοι οι Λακεδαιμό­νιοι άρχισαν να ντύνονται απλά και σύμφωνα με το σύγχρονο γούστο, κατ γενικότερα όσοι κατείχαν μεγάλη περιουσία υιοθετούσαν έναν τρόπο ζωής όσο το δυνατόν όμοιο με εκείνο των πολλών». Κατά τον Αριστοτέλη, «οι γιοι των πλουσίων και των φτωχών ανατρέφονταν με τον ίδιο τρόπο και η εκπαίδευση τους ήταν κοινή...το ίδιο εξακολουθούσε να συμβαίνει και μετά την ενηλικίωση τους. αφού δεν υπήρχε καμιά διάκριση ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους. Η διατροφή στα συσσίτια ήταν η ίδια για όλους κατ η ενδυμασία ομοιόμορ­φη». Το ίδιο κατ τα κορίτσια στη Σπάρτη, τα οποία υποβάλλονταν σε κοινή, δημόσια φυσική άσκηση. Οι ενήλικες γυναίκες, ανεξαρτήτως της οικονομι­κής τους κατάστασης, δεν επιτρεπόταν να φορούν κοσμήματα ή να στολίζονται με χρυσαφικά. Ανάλογες με την ομοιομορφία της σπαρτιατικής ζωής ήταν και οι επικήδειες και ταφικές τελετές. Λιτές και αυστηρές. Στις σπαρτιατικές κηδείες δεν επιτρέπονταν κτερίσματα. Απαγορευόταν στις οικογέ­νειες οι επιτύμβιες επιγραφές στη μνήμη των νεκρών τους. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε η περίπτωση όσων έχαναν τη ζωή τους στο πεδίο της μά­χης. Ορισμένα τέτοια μνημεία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης: είναι πολύ απέριττα και φέρουν μία απλή επιγραφή ότι ο νεκρός σκοτώθηκε στη μάχη. Μόνο για τους νεκρούς βασιλείς προβλεπόταν μεγαλοπρεπής επικήδεια τελετή.

Έξοδα των πλουσίων

Παρ’ όλους τους περιορισμούς, αρκετοί ήταν οι εναπομείναντες τομείς όπου οι πλούσιοι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την οικονομική τους επιφάνεια. Μπρούντζινα αρχαιολογικά ευρήματα στα ιερά φανερώνουν πως οι Σπαρτιάτες και οι Σπαρτιάτισσες ξόδευαν σημαντικά ποσά σε θρησκευτικά αναθέματα στους θεούς: τρίποδες και άλλα αγγεία, κοσμήματα, αγαλματίδια κ.λπ. Οι πιο εύποροι κατέφευγαν σε παρόμοιες επιδεικτικές δαπάνες κατ σε ξένα ιερά, όπως για παράδειγμα στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στη Δωδώνη και στη Σάμο. Οι πιο πλούσιοι πολίτες εξέτρεφαν και διατηρούσαν άλογα, κυρίους για τη συμμετοχή τους σε αρματοδρομίες. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα δαπανηρή δραστηριότητα, που απαιτούσε μεγάλη έγγεια περιουσία και σημαντικά έξοδα. Στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα, οι Σπαρτιάτες ιδιοκτήτες αρμάτων κέρδισαν τουλάχιστον 12 φορές στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι νικηφόροι ιδιοκτήτες γιόρταζαν την επιτυχία τους με την ανέγερση ακριβών μνημείων, αν και πριν από τον 4ο αιώνα τέτοια μνημεία περιορίζονταν στο χώρο της Ολυμπίας και δεν επιτρέπονταν στη Σπάρτη. Οι επιτυχίες στις αρματοδρομίες προσέδιδαν στους νικητές έναν αέρα υπεροχής που τους βοηθούσε να προωθηθούν σε ση­μαντικά πολιτικά αξιώματα. Μετά το 400 π.Χ. υπήρξαν και αρκετές γυναίκες που σημείωσαν ιππικές νίκες, πρωτοστατούσης της Κυνίσκας, αδελφής του βασιλιά Αγησίλαου Β΄. Τέλος, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες μπορούσαν να χρη­σιμοποιήσουν τα χρήματα τους για να συνάψουν προσωπικές σχέσεις και να πατρονάρουν διάφορες ομάδες, όπως χειρώνακτες υποτελείς, ξένους επι­σκέπτες, ακόμη και συμπολίτες τους. Αυτοί οι δεσμοί επέτρεπαν στους πλούσιους πολίτες και ιδιαίτερα στους βασιλείς να επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική της Σπάρτης κατ’ να ελέγχουν τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Ανακεφαλαιώνοντας, η χρήση του ιδιωτικού πλούτου δημιουργούσε ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα στους εύπορους Σπαρτιάτες και τους φτωχότερους συμπολίτες τους.


Η συσσώρευση της ιδιοκτησίας και η μείωση του αριθμού ίων πολιτών

Η σημαντική σε μέγεθος επικράτεια υπό την η­γεμονία της Σπάρτης σήμαινε πως ακόμη κατ’ οι συνηθισμένες αστικές οικογένειες δεν θα μπορού­σαν να χαρακτηριστούν φτωχές, συγκρινόμενες με αντίστοιχες οικογένειες άλλων πόλεων. Κατά τον 6ο αιώνα και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. τα περισσότερα αστικά νοικοκυριά κατείχαν επαρκή έγγεια περιουσία ώστε να αντεπεξέρχονται στις βιοποριστικές ανάγκες τους και την υποχρεωτική συνεισφορά στα συσσίτια. Αυτό το εύρωστο σύστημα ιδιοκτησίας, όμως, προοδευτικά άρχισε να υπονομεύεται από τη συσσώρευση της γης στα χέρια των ολίγων. Στην αύξηση των ανισοτήτων συνέτεινε και η φιλοδοξία ίων πλουσίων Σπαρτιατών, κυρίως στη διάρκεια της υπερπόντιας ηγεμονίας της Σπάρτης στα τέλη του 5ου και στην αρχή rou 4ου αιώνα π.Χ., όταν οι προεξάρχοντες πολίτες ανταγωνίζονταν για τον προσπορισμό πολιτικού κύρους και αξιωμάτων στην εξωτερική διοίκηση. Συνέπεια ήταν να φτωχύνουν πολλά νοικοκυριά πολιτών. Καθώς οι φτωχότεροι Σπαρτιάτες αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις εισφορές για τα συσσίτια, αποκλείονταν από το σώμα ίων πολιτών. Ο αριθμός των Σπαρτιατών πολιτών σημείωσε κατακόρυφη πτώση από 8.000 το 480 π.Χ. σε λιγότερους από χίλιους σία μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Ήδη κατά τον 4ο και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. η κοινότητα των Ομοίων είχε αντικατασταθεί από μια πλουτοκρατική κοινωνία, στην οποία κυριαρχούσαν οι πλούσιοι άντρες κατ οι πλούσιες γυναίκες. Αυτές οι εξελίξεις υπονόμευ­σαν την ενότητα κατ την ταυτότητα των στόχων των Σπαρτιατών πολιτών και διάβρωσαν τα θεμέλια της εσωτερικής επιρροής και ισχύος της Σπάρτης. Με τόσο περιορισμένο κοινωνικό ιστό, η Σπάρτη δεν κατάφερε να ορθοποδήσει μετά την ήττα της από τη Θήβα στη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Η εχθρι­κή εισβολή στα εδάφη που έλεγχε η Σπάρτη οδήγησε στην απελευθέρωση των Μεσσηνίων Ειλώτων. Το αποτέλεσμα ήταν η δραματική παρακμή της Σπάρτης και η απώλεια της δύναμης της στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

22
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ










Του nicolas richer maître de Conférences à Γ Université de Paris (Γαλλία)

Παρά τόν εξαιρετικά ελλειμματικό χαρακτήρα των γνώσεων μας σχετικά με τη Σπάρτη, κατέχουμε κά­ποιο αριθμό συγκεκριμένων πληροφοριών για το θεσμικό σύστημα και τις δικαστικές πρακτικές της μεγάλης πολιτείας των Λακεδαιμονίων της κλασικής εποχής. Φαίνεται πως οι εξουσίες της Δικαιοσύνης κατανέμονταν στη Σπάρτη μεταξύ των δικαστικών αρχών, οι οποίες γενικά έχουν και πολιτικές αρμοδιότητες.

Οι δικαστικές αρχές και οι αρμοδιότητες τους

Η Συνέλευση, η Εκκλησία (που κατά μια επίμονη παράδοση καλύτερα να μην αποκαλείται Απέλλα), αποτελείται από πολίτες με πλήρη δικαιώμα­τα, και μπορεί μάλιστα να γνωρίσει περιπτώσεις έκτακτες κατά τις οποίες καταλογίζονται ευθύνες για κατάχρηση θέσης σε στρατιωτικούς ηγέτες. Αυτοί οι αρχηγοί μπορεί να είναι βασιλείς, όπως ο Κλεομένης Α΄ το 494 π.Χ., ο Άγης Β΄ το 418 π.Χ.: και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ένας βασιλιάς κα­τηγορείται ότι δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί μία ευνοϊκή, όπως θεωρήθηκε, στρατιωτική συγκυρία ενάντια στους Αργείους. Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει (6,82) ότι ο Κλεομένης αθωώθηκε [η δίκη του όμως ώθησε τους Σπαρτιάτες να καθιερώσουν έλεγχο otn χρησιμοποίηση, από ένα βασιλιά, ενός στρατού πολιτών: Έφοροι εμφανίζονται στις Πλαταιές, ίο 479 π.Χ., πλαισιώνοντας τον αντιβασιλέα Παυσανία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (9, 76), ενώ ο Ξενοφών βεβαιώνει (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 13, 5), ότι δύο Έφοροι συνοδεύουν ένα βασιλιά κατά την εκστρατεία]. Σχετικά με τον Άγη, ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί (5, 63) ότι οι Λακεδαιμόνιοι σκέφθηκαν να γκρεμίσουν το σπίτι του και να του επιβάλουν ένα πρόστιμο εκατό χιλιάδων δραχμών τελικά, του επιβλήθηκε η παρουσία μιας επιτροπής δέκα συμβούλων, εντεταλμένων να επιβλέπουν την καλή χρήση του στρατού των πολιτών. Η Συνέλευση δικάζει και άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς πέρα από τους βασιλείς, όπως - πιθανότατα - τον Σφοδρία, ο οποίος το 378 π.Χ. επιχείρησε να οργανώσει αποστολή βοηθείας στον Πειραιά. Το επεισόδιο έγινε γνωστό από τον Ξενοφώντα (Ελληνικά, 5, 4, 24-33) και αποδεικνύει ότι έπειτα από πολιτικές διεργασίες ίου Αγησίλαου, ο Σφοδρίας, αν και φυγόδικος, αθωώθηκε από ιούς συμπολίτες του. Η Συνέλευση, εξάλλου, αποφασίζει για τα προβλήματα της διαδοχής [για παράδειγμα, περί το 400-398 π.Χ., ο Αγησίλαος προτιμήθηκε από τον Λεωτυχίδη, εικαζόμενο γιο του Άγη (Ξενο­φών, 3, 3, 1-4)]. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Συνέλευση των Λακεδαιμονίων μπορεί να επιλέγει m μη τιμωρία κάποιου ύποπτου προσώπου αλλά και να αυξάνει την επίβλεψη της οποίας ίσως αποτελεί αντικείμενο: ε­κτός της περίπτωσης της εποπτείας του Άγη το 418 π.Χ., μπορούμε να αναφέρουμε τον τρόπο, με τον οποίο το χειμώνα ίου 412-411 π.Χ. ο ναύαρχος Αστύοχος τιμωρήθηκε, κατά την άσκηση των κα­θηκόντων του, με την τοποθέτηση στο πλευρό του μιας ενδεκαμελούς επιτροπής (σύμβουλοι): αυτοί οι τελευταίοι μπορούσαν να καθαιρέσουν τον Αστύοχο και να τον αντικαταστήσουν με τον Αντι­σθένη, αν to έκριναν σωστό (Θουκυδίδης, 8, 39, 3). Αυτός ο τρόπος δράσης είναι χαρακτηριστικός της σύνδεσης των Λακεδαιμονίων, κάτι που επισημαί­νουν ο Θουκυδίδης (1, 132, 5) και ο Πλούταρχος (Ηθικά, 217 Α-B), και που τους οδηγεί σε μεγάλη περίσκεψη πριν λάβουν σοβαρά μέτρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, που δεν σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα του στρατού στην εκστρατία αλλά είναι πολιτικής φύσης, ένας βασιλιάς δύναται να δι­καστεί από ένα ειδικό δικαστήριο, αποιεΛουμενο α­πό τους είκοσι οκτώ Γέροντες, ίο σνμβαοιλεα και τους πέντε Εφόρους (Παυσανίας, Περιήγηση, 3, 5, 2). Συνολικά γνωρίζουμε όη κπτήδηκαν οκτώ δικαστικές αγωγές εναντίον βασιλέων και ενός αντιβασιλέα στη Σπάρτη, από το 494 ως to 394 π.Χ. Όταν οι βασιλείς βρίσκονται κοντά στην καταδίκη τους, επιλέγουν, γενικά, τον αυτοεξοριομό τους, όπως ο Παυσανίας το 394 π.Χ. Σε άλλες περιπτώσεις, πέρα από τις δίκες βασιλέων, είναι ξεκάθαρο πως οι Γέροντες (στους οποίους προσετίθεντο οι δύο βασιλείς) και οι Έφοροι συμπράττουν στην άσκηση της Δικαιοσύνης. Αυτό το συμπέρασμα πηγάζει από ένα έγγραφο που μας πληροφορεί ρητά για τις συνθήκες που διέπουν τις θανατικές ποινές στη Σπάρτη: πρόκειται για ένα παλίμψηστο του Βατικανού (Βατ. Ελληνικά. 2306) το οποίο έχει πολλές φορές εκδοθεί και η σχέση του με τις δικονομικές διαδικασίες των Λακεδαιμονίων βε­βαιώθηκε από τον Tz. Tz. Κένι (J.J. Keaney) (« Théophrastus on Greek Judicial Procedure», TAPHA, 104,1974, σελ. 179-194). Ο Κένι σημειώνει, σελ. 187, κάποια κοινά σημεία μεταξύ αυτής της πε­ρικοπής και μιας ανάπτυξης του Πλάτωνα, Νόμοι, 6,766 d-e: o Πλάτων επηρέασε το συγγραφέα της περικοπής. Τα δύο μέρη του χειρογράφου έχουν ξεχωριστά αντικείμενα: το πρώτο πραγματεύεται τη σπουδαιότητα της ακρόασης των διαδίκων, έτσι ώστε με ακρίβεια να γίνουν κατανοητά τα γεγονότα. Και το δεύτερο αφορά τους τρόπους που 8α διασφάλιζαν την τιμωρία του ενόχου. Ο Κένι θεωρεί ότι και τα δύο σημεία αφορούν θανατικές ποινές, μολονότι δεν φαί­νεται να είναι σαφές. Μελετώντας τη δεύτερη περικοπή, ο Κένι επισημαίνει ότι στη Σπάρτη η ακρόαση ενός προσώπου μπορεί να διαρκέσει ημέρες και ότι, από την άλλη, παραμένει υπό δικαστική κρίση για τις ίδιες πράξεις για τις οποίες ίσως αθωώθηκε προγενέστερα. Οι δύο αυτοί κανόνες επιβεβαιώνονται από τον Πλούταρχο (Ηθικά, 217 Α-B)· σχετικά με το παλίμψηστο του Βατικανού, επίσης δες Ν. Ρισέρ (Ν. Richer), Οι Έφοροι, Παρίσι 14, σ. 432-441, και σχετικά με τη δυνατότητα μιας δικαστικής αγω­γής για ήδη δεδικασμένες πράξεις, σελ. 444-445. Σφαιρικά, υστέρα από τη μελέτη αυτών των κειμένων, μπορεί κανείς να κρατήσει ότι σε περιπτώσεις δικών που επισύρουν το θάνατο, χωρίς η κατηγορία να αφορά τον τρόπο που ο στρατιωτικός αρχηγός χρησι­μοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της Σπάρτης, είναι οι Έφοροι που ανακρίνουν και κατόπιν οι Έφοροι και οι Γέροντες δικάζουν. Σε άλλες δικονομίες φαίνεται ότι Γερουσία και Έφοροι διαθέτουν ευδιάκριτα διαχωρισμένες δικαιοδοσίες. Διαθέτουμε, πράγματι, πολλές ενδείξεις στο επί­πεδο της Πολιτικής Δικαιοσύνης που καθώς φαίνε­ται ασκείται από τους Εφόρους. Σύμφωνα με τον Ξε­νοφώντα (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 8, 4) κατά το πρώτο τέταρτο του 4ου αιώνα Π.Χ., «οι Έφοροι έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν σε όποιον θέλουν τιμωρία και έχουν την εξουσία αμέσως να την εκτελούν και άρχοντες πριν το τέλος της υπηρεσίας τους να παύουν και να τους φυλακίζουν μάλιστα και να τους δικάζουν περί ζωής ή θανάτου».

Αν αυτή η περικοπή του Ξενοφώντα παρουσιάζει το εύρος του πεδίου των αρμοδιοτήτων των Εφόρων, αστικής και πολιτι­κής φύσης, ένα κείμενο του Αριστοτέλη του 330 π.Χ. (Πολιτικά,1275 b,9-11) σημειώνει ότι «στη Λακεδαίμονα οι Έφοροι εκδικάζουν ο καθένας τους διαφορετικές υποθέσεις συμ­βολαίων, ενώ η Γερουσία δικάζει τις υποθέσεις για φόνους, ίσως δε κάποια άλλη αρχή άλλες υποθέ­σεις». Ο Ντ. Μακντάουελ (D. MacDowell) εκτιμά (Spartan Law, Εδιμβούργο, 1986, σελ. 127) ότι η δικαιοδοσία της Γερουσίας περιοριζόταν σε περιπτώσεις για τις οποίες η ποινή μπορούσε να είναι ο θάνατος, η εξορία ή η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Δέχεται ότι πιθανόν οι Έφοροι αποφάσιζαν ποιες υποθέσεις θα παρέπεμπαν στη Γερουσία, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους.

Άλλωστε, αν η διάκριση μεταξύ θεμάτων που αξιούν τη διαβούλευση του συνόλου του σώματος των Εφόρου ή την κρίση ενός μονό Εφόρου δεν είναι ορατή σε μας, πρέπει να ήταν για τούς Σπαρτιάτες. Πιθανώς το Σώμα εξέταζε το σύνολο των υποθέσεων για να προσδιορίσει το είδος της οικονομίας που αντιστοιχεί στην καθεμία ξεχωριστά.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

23
Τέλος, ο υπαινιγμός του Αριστοτέλη ότι υπάρχουν θέματα που υπόκεινται σε κάποια άλλη αρχή πλην των Εφόρων ή της Γερουσίας ίσως είναι ένας υπαι­νιγμός στις κατά τόν Ηρόδοτο (6. 57) δικαιοδοσίες των βασιλέων: «Οι βασιλείς δικάζουν τις εξής μόνον δίκες: περί παρθένου, που είναι μονή κληρονόμος πατρικής περιουσίας, με ποιον πρέπει να παντρευτεί, αν δεν προφθάσει ο πατέρας της να την αρραβωνιάσει - και για τους δημόσιους δρόμους - και αν κανείς θέλει να υιοθετήσει ένα παιδί, να το κάνει μπροστά στους βασιλείς». Οπωσδήποτε και ο βασιλιάς, στρατηγός ων, μπορεί να ασκήσει δικαστική εξουσία: ο Αριστοτέλης, προσεγγίζοντας τη σπαρτιατική βασιλεία με τη βασιλεία του Αγαμέμνονα, κάνει μνεία στον δια «χειρός νόμον» (Πολιτικά. 1285 α. 8-10). που επιτρέπει στο βασιλιά να τιμωρεί με θάνατο το στρατιώτη που επέδειξε δειλία στη διάρκεια κάποιας στρατιωτικής επιχείρησης. Αλλά σε συνήθεις συνθήκες, μέσα στη Σπάρτη. η ποινή του θανάτου δεν επιβάλλεται με τη θέληση ενός βασιλιά.

Απόδοση ευθυνών

Συνολικά, τα γνωστά σε μας γεγονότα δείχνουν ότι συχνό χαρακτηριστικό των δικαστικών αγωγών που εκδικάζονται στη Σπάρτη είναι η πολιτική τους φύση. Αυτό εξηγείται από το είδος των πηγών μας που ευνοούν αυτό το χώρο, σε αντίθεση με m δραστηριότητα της αστικής Δικαιοσύνης. Η σχετική σπουδαιότητα αυτού του χώρου στα μάτια των ίδιων των Σπαρτιατών επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη της δικονομίας της απόδοσης ευθυνών που εμπεριέχεται τόσο στο προαναφερόμενο κείμενο του Ξενοφώντα (ΛακεδαιμονίωνΠολιτεία. 8. 4) όσο και στον Αριστοτέλη. Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης, θεωρώντας ότι εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Γερουσίας, που την ονομάζει αρχή, κρίνει ότι «είναι καλύτερα να είναι υπεύθυνοι - ενώ τώρα δεν είναι». Επίσης, ο Αριστοτέλης δηλώνει (Πολιτικά, 1271 α 6-8: «Και ίσως θα ενομίζετο ότι οι Έφοροι ζητούν ευθύνες από όλες τις αρχές. Αλλά αυτό θα ήταν μεγάλη δικαιοδοσία για τους Εφόρους και δεν υποδεικνύουμε αυτόν τον τρόπο για την απόδοση ευθυνών . Η κριτική του Αριστοτέλη αναφέρεται στο γεγονός ότι στη Σπάρτη υπάρχουν άτομα ήδη επιφορτισμένα να με τις πλέον δημοσιές σημαντικές λειτουργίες που δεν εξετάζουν την απόδοση ευθυνών, ενώ στην περίπτωση της Αθήνας υπάρχει εναλλαγή των ομάδων των πρυτάνεων και η μηνιαία κλήρωση. Αυτή η κριτική από τον Αριστο­τέλη, χωρίς αμφιβολία, θέλει να πει ότι ο έλεγχος της Γερουσίας είναι πράγματι ανεπαρκής (επειδή δεν μπορούν να παυθούν, δεν μπορούν και να τιμωρηθούν, πρέπει να ερμηνεύσουμε). Το πιθανότερο είναι ότι ο Αριστοτέλης, έχοντας κατά νου την αθηναϊκή εμπειρία, κρίνει την, μάλλον ετησία στη Σπάρτη. περιοδικότητα στην απόδοση των ευθυνών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του φιλοσόφου (Ρητορική, 1419 α. 31-35) οι Έφοροι επίσης μπορούν να λογοδοτήσουν στα μέλη του Σώματος που τους διαδέχθηκε και αυτό σύμφωνα με τον ορισμό του Πλάτωνα (Πρω­ταγόρας, 326 ε) περί απόδοσης ευθυνών, αφού στη Σπάρτη αυτή η απόδοση ευθυνών μπορεί να αφορά την κατά περίπτωση χρησιμότητα των προτεινόμενων από τούς Εφόρους μέτρων κατά τη διάρκεια της άσκησης της υπηρεσίας τους. Η έννοια αυτή της χρησιμότητας, της καταλληλότητας των μετρούν σε σχέση με τις περιστάσεις, απαντάται επίσης στη φύση ορισμένων συγκυριακών μέτρων.

Περιστασιακά κριτήρια κρίσης

Είτε πρόκειται για βασιλείς είτε για άλλους υπόδικους, συχνά τα εφαρμοζόμενα κριτήρια παρουσιάζουν ιδιαίτερο καιροσκοπικό χαρακτήρα. Έτσι, μετά την άλωση της Καδμείας το 382 π.Χ., ο βασι­λιάς Αγησίλαος προτείνει, στη δίκη του Φοιδίδα, να εξεταστούν τα ευνοϊκά σημεία της κατάστασης, με το επιχείρημα ότι είναι μια παλαιά αρχή το να παίρνει κανείς θετικές πρωτοβουλίες (Ξενοφών, Ελληνικά 5. 2. 32). Και συλλογιζόμενοι τη δίκη του Σφοδρία το 372 π.Χ., σημειώνουμε ότι ο Ξενοφών προσπαθεί (Ελληνικά 5. 4, 32) να αποδείξει ότι η παρέμβαση του Αγησίλαου σε αυτή την υπόθεση δεν υποκινείται ύστερα από το αίτημα του γιου του Αρχίδαμου, αλλά από την αντίληψη του περί εθνικού συμφέροντος: η Σπάρτη δεν μπορεί να επιτρέψει το χαμό στρατιωτών της δικής του αξίας. Κατά γενικό τρόπο, παρόμοια μέριμνα προσαρμογής των ποινών στις εφήμερες συνθήκες περιβάλλεται με χαρακτήρα σχεδόν θεσμικό και σε κάθε περίπτωση συστηματικό: «Κατά τον Αριστοτέλη πράγματι (Πολιτικά 1270 b, 28-31), οι Έφοροι λαμβάνουν καιροσκοπικές αποφάσεις, χωρίς αναφορά σε κανόνες που να τους αναγκάζουν σ’ αυτό. Ενώ από τους Εφόρους εξαρτώνται σοβαρές αποφάσεις, δεν είναι διαπρεπείς πολίτες, και γι’ αυτό θα ήταν προτιμότερο να κρίνουν βασιζόμενοι σε γραπτούς κανόνες και ορισμένους νόμους, και όχι αυθαίρετα».

Το εύρος των δικαστικών εξουσιών των Εφόρων και η ελευθερία δράσης που διαθέτουν σχετικά με την άρση των ποινών τους δίνουν περίοπτη θέση στην πόλη της Σπάρτης. Ωστόσο, υπάρχει ένα όριο στη δικαστική τους εξουσία: το γεγονός ότι δεν είναι μόνον αυτοί που δικάζουν όλα τα πρόσωπα ε­νάντια στα οποία επιχειρείται η αγωγή, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις συνεργάζονται με τη Γερουσία και άλλοτε με τη Συνέλευση των πολιτών που αποφασίζει. Σε κάθε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι κάθε δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν τις εκτιμήσεις περί συγκυριών πριν εκδώσει την απόφαση του.

Συμπέρασμα

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ολοφάνερα ότι το δικονομικό σύστημα της Σπάρτης είναι σχετικά γνωστό, παρ’ ότι οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι αριθμητικά λιγότερες από το αντίστοιχο αθηναϊκό σύστημα. Η δυνατότητα για κάθε πολίτη να δικα­στεί δύο φορές για την ίδια υπόθεση αποτελεί ένα μεγάλο κίνητρο αποτροπής, έτσι ώστε ποτέ κανείς να μην απομακρυνθεί από τους κανόνες συμπερι­φοράς που θέσπισαν οι Σπαρτιάτες. Κάθε άτομο που μία μέρα υπέπεσε σε, σφάλμα μπορεί ανά πάσα στιγμή να τιμωρηθεί. Αυτό αποδεικνύεται φανερά από κείμενα που μας ενημερώνουν για m Σπάρτη και όπως στην Αθήνα (ιδιαίτερα στον 4ο αιώνα π.Χ., στο πλαίσιο της εισαγγελικής διαδικασίας) η κοινότητα των πολιτών είναι πλαισιωμένη από θεσμούς που επιτρέπουν την άσκηση ελέγχου σε κάθε μέλος της. Η συχνότητα των επιχειρούμενων προσφυγών στη Δικαιοσύνη ενάντια σε στρατιωτικούς αρχηγούς (και μάλιστα βασιλείς) τείνει να επιβεβαιώσει το δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμών της Σπάρτης, επειδή, όπως υπογράμμισε ο Μ. Χ. Χάνσεν [Μ.Η. Hansen («H αθηναϊκή δημοκρατία την εποχή του Δημοσθένη», Οξφόρδη, 1991, μετάφρ. Γαλλ. 1993, σελ. 294)]: «Η δημοκρατία στην αρχαιότητα ήταν τρόπος διακυβέρνησης που τον χαρακτήριζε η συ­χνότητα των πολιτικών διώξεων, ενώ οι ολιγαρχίες υπέφεραν από το αντίθετο μειονέκτημα- ήταν πολύ δύσκολο να οδηγήσει κανείς τους διοικούντες σε απολογισμό των πράξεών τους. Κι όμως, στη Σπάρτη η απόδοση ευθυνών είναι πραγματικότητα». Φυσικά, αν η φύση του πολιτικού καθεστώτος της Σπάρτης μπορεί από πολλές απόψεις να θεωρηθεί δημοκρατική - είναι ευνόητο ότι πρόκειται για μια δημοκρατία ολιγάριθμων πολιτών σε σχέση με τον αριθμό των Περιοίκων και των Ειλώτων-, η κτηθείσα εξουσία της κοινότητας πάνω στα άτομα δεν εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο στη Σπάρτη και στην Αθήνα: η σύνεση των Λακεδαιμονίων κατά τις οικονομικές διαδικασίες απέναντι σε κάποιον συμπατριώτη τους απαντά πράγματι σε ανάγκη εκφρασμένη από τον Δημοσθένη στον Πρώτο Φιλιππικό (4), όταν ο Αθηναίος ρήτορας υπογραμμίζει, το 351 π.Χ., τη συχνότητα των κατηγοριών που επισύρουν ενάντια σε στρατηγούς την ποινή του θανάτου.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

24
ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ











Του Νίκου Μπιργάλια δρος Ιστορίας

Με τον όρο σπαρτιατική αγωγή εννοούμε ένα δημόσιοκρατικό σύστημα εκπαίδευσης που έχει στόχο του την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων. Έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση για το ρόλο, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της σπαρτιατικής εκπαίδευσης. Το σημαντικό ωστόσο είναι πως η συμμετοχή και η επιτυχία στην αγωγή δεν ήταν μόνο ένας τρόπος κοινωνικοποίησης των νέων, αλλά ένα πολιτικό κριτήριο στην προσπάθεια κάποιου να γίνει Ομοίος. Η άρνηση να συμμετέχει κάποιος ή η αποτυχία σήμαινε τον οριστικό αποκλεισμό του από την τάξη των πολιτών. Στη Σπάρτη δηλαδή δεν γεννιέται κάποιος Σπαρτιάτης αλλά γίνεται. Το να λάβει ο νέος την αγωγή συνιστά απαραίτητη προϋ­πόθεση για να γίνει πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή Ομοίος. Η Σπάρτη επομένως ήταν η μοναδική ελληνική πόλη-κράτος που κα­θιέρωσε συνειδητά μια αμοιβαία αλληλεξάρτηση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης. Στο σημείο αυτό στηρίζεται όλη η διάσταση κατ όλη η πολιτική σημασία της σπαρτιατικής εκπαίδευσης: ένας κοινωνικός θεσμός του ελληνικού κόσμου, όπως ήταν η παιδεία των νέων, γίνεται προϋπόθεση / κριτήριο, και η πρώτη και αναγκαία συνθήκη για την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων. Η παιδεία είναι υποχρεωτική, ομοιογενής και ομοιόμορφη για όλους, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους, και αφορά αγόρια και κορίτσια. Η πόλη, με τη συμμετοχή της οικογένειας, φροντίζει για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης των παιδιών. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο νέος δεν αποκοβόταν από την οικογένεια του. Αντίθετα, η επιτυχία του στην αγωγή ήταν μια οικογενειακή υπόθεση ιδιαίτερα σημαντική, αφού από αυτή εξαρτιόταν η εκπροσώπηση της οικογένειας με ένα επιπλέον μέλος στην τάξη των Ομοίων και εξασφαλιζόταν η συνεχεία και η παραμονή της στην τάξη αυτή. Η αγωγή διαρκούσε περίπου από την ηλικία των 7 ετών μέχρι 18 ετών. Τα παιδιά Ζούσαν τον περισσότερο χρόνο μια ομαδική Ζωή (κυρίως μετά το 12ο έτος της ηλικίας τους), χωρισμένα βασικά σε τρεις «σχολικούς» κύκλους και διακρίνονταν αντίστοιχα, σύμφωνα με τη φυσική τους ηλικία, σε παίδες, μειράκια και έφηβους. Σε κάθε κύκλο αντιστοιχούσαν συγκεκριμένες δοκιμασίες και διαφορετικό πρόγραμμα.

Το πρόγραμμα περιελάμβανε σωματική και πνευματική άσκηση. Η γραφή, η ανάγνωση, η μουσική, η ποίηση, ο χορός, οι ασκήσεις, ο ομαδικός τρόπος ζωής, οι δοκιμασίες (η κλοπή, η κρυπτεία), τα αγωνίσματα, η παιδεραστία, το λακωνίζειν, οι εορτές αποτελούν διάφορα πεδία έκφρασης, απόκτησης και εφαρμογής της κεκτημένης γνώσης, καθώς και μέσα που χρησιμοποιούνται για την κοινωνικοποίηση των νέων. Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν συνηγορούν με την άποψη πως το σύστημα «κατέστρεφε» την ατομικότητα ή την προσωπικότητα του νέου. Αντίθετα, τονίζουν την προσπάθεια να μάθει ο νέος να ζει αρμονικά με τους άλλους, ως μέρος ενός συνόλου, μιας κοινωνίας. Προβάλλοντας ακατάπαυστα στο «Εγώ» του νέου το «Εμείς», το παιδί μαθαίνει να διευρύνει το «εγώ» του και να ορίζει την ταυτότητα του πάντα σε σχέση με το σύνολο και όχι σε σχέση με την ατομικότητα του. Η πρόθεση αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα και τις αρχές της εποχής των 6ου και 5ου π.Χ. αιώνων. Τότε. σε κάθε ελληνική πόλη-κράτος, το άτομο-πολίτης ορίζεται και βιώνει την ύπαρξη του σε συνάρτηση με την πόλη του. Αναπαράγει την εικόνα της κοινωνίας του, υπάρχει και δρα στο πλαίσιο της πόλης του, έξω από την οποία η ύπαρξη του δεν νοείται. Τέλος, παρά την κοινοτική διάρθρωση του τρόπου ζωής των παιδιών, η επιτυχία στα διαφορά στάδια της αγωγής είναι προσωπική υπόθεση του κάθε παιδιού και ο επίδοξος τίτλος του πολίτη της Σπάρτης, με το τέλος της αγωγής, απονέμεται ατομικά. Οι στόχοι συνεπώς της αγωγής συμβαδίζουν με το πρότυπο της πό­λης και με το πνεύμα της εποχής μέσα στην οποία δημιουργήθηκε, αντιστοιχούν φυσικά στις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες που καλούνταν να ικανοποιήσει.

Αυτή η μορφή παιδείας που περιγράψαμε, επινοήθηκε και λειτούργησε μια συγκεκριμένη εποχή προκειμένου να ανταποκριθεί σε καθορισμένες ανάγκες της σπαρτιατικής κοινωνίας. Η κλασική δηλαδή παιδεία της Σπάρτης (στην οποία συνήθως αναφέρονται οι φιλολογικές πηγές) επινοήθηκε την περίοδο που εμφανίζεται η φάλαγγα των οπλιτών (περίοδος Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου), διήρκεσε μέχρι τα μέσα με τέλη του 5ου αι. κατ ενσάρκωνε το πρότυπο κατ το ιδεώδες του πολίτη-οπλίτη.

Η εποχή του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου είναι η περίοδος που θεσπίζονται τα κριτήρια που καθόριζαν ποιος θα γινόταν και πως πολίτης-Ομοίος, καθώς και η περίοδος διεύρυνσης και αναδιοργάνωσης του πολιτικού σώματος που προήλθε με τη συμμετοχή σε αυτό ενός μεγάλου μέρους αγροτών, οι οποίοι είχαν επιφορτιστεί τα βάρη του μακρόχρονου πολέμου και που μέχρι τότε ήταν εκτοπισμένοι από την πολιτική ζωή. Για να αντιμετωπίσουν οι Σπαρτιάτες αυτή την κοινωνική και πολιτι-κή μεταρρύθμιση, που απαιτούσε κοινωνική και πολιτική ομοιογένεια, υιοθέτησαν ένα σύστημα παιδείας ως κριτήριο ταυτόχρονα έντασης στο νέο πολιτικό σώμα, αλλά και διάκρισης όσων το αποτελούσαν. Παράλληλα συνέβαλε στην κοινωνική συ­νοχή του νέου σώματος των πολιτών και συγχρόνως έδινε στο δήμο τη νέα ταυτότητα που επιζητούσε.


Σε μια εποχή που πολιτική και πολεμική ιδιότητα ταυτίζονται, η καινοτομία της σπαρτιατικής παιδείας είναι η σύνδεση της παιδείας με την κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης. Κοινωνική, όσον αφορά τον τρό­πο που αποτυπώνονται στο νέο οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς και της θέσης του και πολιτική όσον αφορά την απόκτηση του τίτλου του πολίτη και της ανάδειξής του στις αρχές της πόλης. Τέλος, μία επιπλέον καινοτομία αποτελεί το γεγονός ότι η πόλη αναλαμβάνει το ρόλο του παιδαγωγού των πολιτών μέσα από ένα δημόσιο, κοινό και υποχρεωτικό σύστημα εκπαίδευσης, προσδιορίζοντας έτσι τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του Σπαρτιάτη πολίτη. Ωστόσο η εκπαίδευση, ως προϋπόθεση για να αποκτήσει και να ασκήσει κάποιος τα πλήρη πολιτικά του δικαιώματα, είναι ταυτόχρονα κριτήριο αριστοκρατικό και δημοκρατικό. Αριστοκρατικό, γιατί η παιδεία ως προϋπόθεση πολιτικών δικαιωμάτων είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της αριστοκρατικής κοινωνίας. Η ταύτιση επίσης της υπο­χρεωτικής συμμετοχής με την υποχρεωτική επιτυχία, καθιστά την τελευταία ρυθμιστικό παράγοντα, ώστε να διακρίνει και να απομακρύνει μερικά από τα μέλη της κοινωνίας τα οποία θα έπρεπε a priori να συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών. Το γεγο­νός αυτό είχε αποτέλεσμα να προκαλέσει μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ιεραρχία, γιατί διαχωρίζει αφ’ ενός τους ίδιους τους Σπαρτιάτες μεταξύ τους και αφ’ ετέρου τους Σπαρτιάτες με τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Δημοκρατικό, γιατί η συμμετοχή στο ίδιο σύστημα εκπαίδευσης αφορά το σύνολο του πολιτικού σώματος ανεξαρτήτως καταγωγής και φύλου. Κάθε ένα από τα δυο αυτά κριτήρια εκφράζει δύο διαφορετικούς τύπους κοινωνιών. Η συνύπαρξη τους εξηγείται εν μέρει από τη μεταβολή / αντικατάσταση της αριστοκρατικής κοινωνίας σε κοινωνία οπλιτών. Στο πλαίσιο αυτό η αρετή του νέου δεν είναι πλέον συναφής με την εξ αίματος συγγένεια και ούτε κληρονομικά μεταβιβάσιμη, αλλά αγώνας για την κατάκτηση της. Το έπαθλο της αριστείας απευθυνόταν σε αυτόν που ήξερε να συνεισφέρει καλύτερα στην επιτυχία της ομάδας. Σε αυτόν που ανάμεσα στους άλλους γνώριζε πώς να επιτυγχάνει τη νίκη παραμένοντας μαζί τους, αλληλέγγυος, Ομοίος τους. Για να συντελεστεί λοιπόν η αντικατάσταση της ατομικής αριστοκρατικής ανδρείας από τη συλ­λογική τάξη, και για να γίνει εφικτή η πλαισίωση της «δημοκρατικοποίησης» των αριστοκρατικών αξιών και αρχών, έπρεπε ο νέος τύπος του πολίτη να διαπαιδαγωγηθεί κατάλληλα ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσει τη διπλή του αποστολή: του πολίτη (πολιτικός ρόλος) και του οπλίτη (πολεμικός ρόλος). Στο εξής η πολεμική ιδιότητα έγινε το καθήκον όλων όσοι συμμετείχαν στο νέο σώμα των πολιτών, και ο πόλεμος έπαψε να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας elite και εντάχθηκε στο νέο πλαίσιο της πόλης, το οποίο ενσωματώνει εξ ολοκλήρου τον πόλεμο στην πολιτική και αφομοιώνει στη μορφή του πολίτη το πρόσωπο του πολεμιστή. Έτσι εάν για τους άριστους της αριστοκρατικής κοινωνίας ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία για «κλέος και λάφυρα», μετά τη «φάλαγγα των οπλιτών» ο πόλεμος είναι η εκπλήρωση ενός καθήκοντος.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

25
Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ











Του JEAN DUCAT ομότιμου καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νικαίας (Γαλλία)

Η Σπάρτη ήταν μία μεγάλη πόλη λόγω της έκτασης της επικράτειάς της, όχι όμως και από τον πληθυσμό των πολιτών της, ο οποίος άλλωστε μειωνόταν διαρκώς κατά την κλασική περίοδο. Οι Λακεδαιμόνιοι στρατιώτες φημίζονταν ως oι καλύτεροι, ωστόσο ο αριθμός τους ήταν σχετικά μικρός και η Σπάρτη δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο της στον τότε ελληνικό κόσμο, αν δεν είχε επιτύχει να οργανώσει προς όφελος της το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Με τις σύμμαχες πόλεις, σχημάτισε τον 5ο αιώνα π.Χ. αυτό που σήμερα αποκαλούμε Πελοποννησιακή Συμμαχία και που α­πλά οι Έλληνες ονόμαζαν «Οι Πελοποννήσιοι» ή «Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Σύμμαχοί τους». Άλλωστε δεν επρόκειτο μόνο για αριθμητικό ζήτημα - οι σύμμαχοι συνεισέφεραν στους Σπαρτιάτες ένα σημαντικό στοιχείο ισχύος στον ελληνικό κόσμο, τη ναυτική δύναμη. Διαφορετικά πώς θα μπορούσε να συσταθεί αυτή η ισχυρή δομή;

Η πρώτη φροντίδα των Σπαρτιατών ποτέ δεν ήταν το κτίσιμο μιας αυτοκρατορίας, αλλά η διαφύλαξη της ασφάλειας τους. Αυτό αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα για κάθε ελληνική πόλη, όπου ο κάθε γείτονας είναι εν δυνάμει εχθρός. Και η Σπάρτη εί­χε στην Πελοπόννησο, από τον 8ο αιώνα π.Χ., μία ανταγωνιστική δύναμη, ένα αδελφό εχθρό, το Αργός. Όσο μακριά κι αν ανατρέξουμε στην Ιστορία (και ακόμη παραπέρα), οι σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων ήταν τεταμένες. Αρχικά πολεμούσαν για μια όμορη περιοχή, τη Θυρεάτιδα. Αυτού του είδους οι πόλεμοι παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Διακυβεύουν για ένα πολύ μικρό έδαφος, που δεν αποτελεί τόπο-πέρασμα και μολονότι επί­πεδο, δεν προσφέρει πραγματικό οικονομικό ενδιαφέρον- είναι πόλεμοι που διέπονται από κανόνες που σκοπό έχουν να περιορίσουν την εμβέλεια τους και τις συνέπειες τους, συνδέονται δε με μία κοινή λατρεία, αυτή του Πυθίου Απόλλωνα. Τελικά εμφανίζονται σαν διαμάχη με σειρά επεισοδίων. Αναφέρεται για παράδειγμα η ήττα των Σπαρτιατών στη μάχη των Υσιών το 669 π.Χ. Το γνωστότερο επεισόδιο (χάρη στον Ηρόδοτο, Ι, 82) συνέβη γύρω στο 545 π.Χ., ονομάζεται «η μάχη των πρωταθλητών», επειδή κατόπιν συμφωνίας οι δύο πόλεις «παραδόθηκαν» σε 300 πολεμιστές η κάθε μία και την τελική νίκη πήρε ένας υπέροχος πολεμιστής. Καταλαβαίνει κανείς ότι η αφήγηση αυτή βρίσκεται τουλάχιστον στα όρια του μύθου.

Άλλοι πόλεμοι μεταξύ Σπάρτης και Αργούς α­ποτελούν περισσότερο συνηθισμένα πρότυπα. Στην αρχή του δεύτερου μισού του 8ου αιώνα π.Χ., οι Σπαρτιάτες, καθοδηγούμενοι από τον Νίκανδρο, εισέβαλαν στην Αργολίδα, με συνέπεια την καταστροφή της Ασίνης που τους είχε βοηθήσει· η ανασκαφή της Ασίνης έφερε στο φως την πραγματική έκταση αυτής της καταστροφής, που η κεραμική της τη χρονολογεί γύρω στο 720 π.Χ.· με τη σειρά τους οι Αργείοι βοήθησαν τους Μεσσήνιους να εξεγερθούν στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Η ένταση ανάμεσα στο Αργός και τη Σπάρτη φαίνεται να είναι η γραμμή του πυρός της Ιστορίας της Πε­λοποννήσου την αρχαϊκή εποχή.

Τον 6ο αιώνα, η Σπάρτη απέκτησε άλλη μία ι­σχυρή αντίπαλο, την Τεγέα, τη βασικότερη και νοτιότερη των αρκαδικών πόλεων. Ο Ηρόδοτος (Ι, 65-69) αφηγείται την παρακάτω ιστορία: σε πρώτη φά­ση, οι Σπαρτιάτες - η πρόθεση τους ήταν να κατακτήσουν την εύφορη κοιλάδα της Τεγέας - μειονεκτούσαν («ο πόλεμος των Πεδών» το 550 π.Χ. περί­που). Στη συνέχεια, αφού κατόρθωσαν με δόλο να επανακτήσουν τα οστά του Ορέστη, ήταν οι νικητές. Στο μεταξύ είχαν αλλάξει σχέδια και αρκέσθηκαν να συνάψουν συμμαχία με την Τεγέα, που τους έ­δινε κάποια πλεονεκτήματα. Γιατί αυτή η αλλαγή στάσης; Χωρίς αμφιβολία η Σπάρτη κατάλαβε on δεν είχε τα μέσα να κατακτήσει πόλεις τόσο απομακρυσμένες και τόσο σημαντικές και ότι ήταν κα­λύτερα να τις κάνει συμμάχους.

Η υπόλοιπη Αρκαδία, ιδιαίτερα ο Ορχομενός και η Μαντινεία, ακολούθησε το παράδειγμα της Τεγέας· ύστερα ήρθε η σει­ρά της Φλειούς, που η πίστη της σε όλο το χρονικό ορίζοντα της Ιστορίας 8α παραμείνει παραδειγματική. Η Εληά αντιπροσωπεύει το μόνο προς τα βορειοδυτικά προπύργιο της Σπάρτης. Ακολούθως θα πάρει ένα σημαντικό προβάδισμα έναντι του Αργούς, συνάπτοντας συμμαχίες με τις πόλεις Άκτιον, Tpoiznva, Ερμιόνη και Επίδαυρο, που όντας φιλικές προς μία μεγάλη, μακρινή δύναμη, προστατεύονταν από τις επίβουλες της ε­πικίνδυνης γείτονας. Διαπιστώνουμε ότι :ο 525 π.Χ. η Κόρινθος είχε ήδη προσχωρήσει στη Σπαρτιατική Συμμαχία, σε άγνωστο χρόνο και η Σικυώνα τη μιμήθηκε. Από δυσπιστία προς την Αθήνα και η Αίγινα προσχώρησε, όπως επίσης τα Μέγαρα. πιθανόν κατά το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ.· πρόκειται για τις μοναδικές επεκτάσεις της Συμμαχίας εκτός της Πελοποννήσου. Σε μισό αιώνα, η Σπάρτη, αρπάζοντας κάθε ευκαιρία, είχε πραγματοποιήσει με αυτόν τον τρόπο τη συγκρότηση εκείνη που την κα­θιστούσε τη μεγαλύτερη δύναμη σε στεριά και θά­λασσα του ελληνικού κόσμου. Και αυτό χωρίς να δώσει ούτε μία μάχη, μέσα από σειρά συμμαχιών, συμφωνημένων η μία μετά την άλλη. Με το ξέσπασμα των Πελοποννησιακοί πολέμων, το συμμαχικό αυτό σύστημα πήρε την οριστική μορφή του, μιας πραγματικής ομοσπονδίας, με αρκετά καλά σχεδιασμένους κεντρικούς θεσμούς. Η Σπάρτη αποτελεί την ηγέτιδα δύναμη, έχει την πρωτοβουλία κατ την ευθύνη της διοίκησης, χωρίς ωστόσο να ασκεί απόλυτη εξουσία. Η δομή είναι δικέφαλη. Από τη μία υπάρχει το Συμβούλιο των Συμμάχων, όπου κάθε πόλη-μέλος έχει έναν αντιπρόσωπο ( η Σπάρτη όπως οι άλλες) και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Έτσι η Σπάρτη είναι δυνατόν να μειοψηφήσει, η απόφαση όμως δεν μπορεί να της επιβληθεί. Πράγματι, η άλλη αρχή είναι η Συνέλευση των πολιτών της Σπάρτης, η οποία επίσης είναι κυρίαρχη. Γενικά, η Σπάρτη έχει την πρωτοβουλία και αφού ψηφίσει, για παράδειγμα, πόλεμο ενάντια σε κάποιον, προτείνει αυτή την απόφαση της στο Συμβούλιο των Συμμάχων, το οποίο μπορεί να την αποδεχθεί η να την αρνηθεί. Το 431 π.Χ. συνέβη το ακριβώς αντίθετο: οι Σύμμαχοι πρότειναν στη Συνέλευση της Σπάρτης να αποφασίσει τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα· τότε η κατάσταση ήταν ιδιαίτερη καθώς οι Σύμμαχοι ήθελαν τον πόλεμο πολύ περισσότερο από τη Σπάρτη.

Η Συμμαχία δεν λειτουργούσε κατ' αυτόν τον τρό­πο τον 6ο αιώνα π.Χ. Εκείνη την εποχή, η Σπάρτη αποφάσιζε μόνη: η συμμαχία με τον Κροίσο, οι δια­δοχικές εκστρατείες κατά της Αθήνας (του Αγχίμολου πιθανά το 512/1, του Κλεομένη το 511/10, το 508/7 κατ το 507/6) και ο πόλεμος εναντίον του Άργους (μάχης της Σηπείας) κατά τα τελευταία χρόνια του αιώνα, αποτελούσαν αποκλειστικά δική της πρωτοβουλία. Η μοναδική σύσκεψη των Συμμάχων πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη, σε άγνωστη χρονολογία (ίσως το 505-504) εν όψει μιας εκστρατείας κατά της Αθήνας, πρόταση που αρνήθηκαν. Αυτό διηγείται ο Ηρόδοτος (5, 90-93), αλλά το σπάνιο αυτό χαρακτηριστικό του επεισοδίου κάνει σήμερα πολλούς ιστορικούς να αμφιβάλλουν για το αν είναι αληθινό: ο Ηρόδοτος φαίνεται να φαντάστηκε αυτή τη συνέλευση σαν μια ευκαιρία να φέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της τυραννίας, κάτι λιγότερο φανταστικό από το ζήτημα των Περσών ευγενών αναφορικά με τα πολιτικά καθεστώτα (3, 80-82). Πιστεύουμε ότι μάλλον κατά τη διάρκεια του 5ου αιώ­να π.Χ., ίσως την επομένη των Μηδικών πολέμων, η Πελοποννησιακή Συμμαχία θέσπισε διαδικασίες που βλέπουμε στον Θουκυδίδη να εφαρμόζονται.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

26
Η ΥΠΕΡΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ











Του ANTON POWELL καθηγητή και προέδρου του τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουαλίας (Αγγλία)

Ποια κοινότητα ήταν το σχολείο της κλασικής Ελλάδας;». Ο κάθε μορφωμένος άνθρωπος νομίζει ότι ξέρει: «Η Αθήνα, φυσικά». Αλλά, και προς τιμήν τους, οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν ήταν τόσο σίγουροι. Γνώριζαν κάποια άλλη ελληνική πόλη, πολύ μικρότερη, της οποίας η διάνοια επισκίαζε τα αθηναϊκά όνειρα. Ο Περικλής έκανε ό,τι μπορούσε για να εξυψώσει την Αθήνα και να υποβαθμίσει τη Σπάρτη. Ο Θουκυδίδης τον κατέγραψε να ισχυρίζεται, στον Επιτάφιο του το 431/30 π.Χ., ότι η Αθήνα παρείχε της Ελλάδος παίδευσιν. Ήταν σίγουρο ότι ο Περι­κλής εννοούσε ότι η Αθήνα με τους φιλοσόφους της και τους περίπλοκα ομιλούντες δημόσιους άνδρες ήταν το σχολείο της Ελλάδας; Χωρίς αμφιβολία θα είχε ευχαρίστως ισχυριστεί αυτό, αν ήταν η αλήθεια. Αλλά δεν το κάνει. Η Αθήνα, σύμφωνα μ' αυτόν, παρείχε όχι το εκπαιδευτικό πρότυπο στην Ελλάδα, αλλά ένα εκπαιδευτικό πρότυπο (όχι την παίδευσιν αλλά απλά παίδευσιν). Ο λόγος της περιοριστικής διατύπωσης του Περικλή είναι ότι η Σπάρτη επίσης χρησίμευε ως πρότυπο, και πιθανά πιο χαρισματικός. Οι παίδες της Σπάρτης, αντίθετα με εκείνους της Αθήνας, μορφώνονταν συστηματικά από την πολιτεία. Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τη Σπάρτη, αργότερα παραδέχτηκε διστακτικά ότι τιμούσε τη Σπάρτη που δεν ε­μπιστευόταν την εκπαίδευση στη γονική επιλογή, δηλαδή στην τύχη. Οι άλλοι Έλληνες, κατά κάποιο τρόπο, διαισθάνονταν ότι η επιτυχία των αραιοκα­τοικημένων, ανοχύρωτων χωριών οφειλόταν σε εκείνη την εκπαίδευση. Όμως το πώς ακριβώς η εκπαίδευση επέτρεπε στη Σπάρτη να είναι η μοναδι­κή υπερδύναμη της Ελλάδας ήταν για τους σύγχρονους σκεπτικιστές αντικείμενο αμφισβήτησης και μυστηρίου. Ποιες ήταν αυτές, οι άξιες μίμησης, τεχνικές της Σπάρτης; Η Σπάρτη χαιρόταν που έμενε μυστήριο. Οι ικανότητες της θα παρέμεναν κρυφές. Δεν είχε καμιά επιθυμία να γίνει ο δάσκαλος της Ελλάδας, αν μπορούσε να το αποφύγει. Μαθαίνουμε για ένα Σπαρτιάτη Βασιλιά, τον Αγησίλαο, που επικρίνε­ται από ένα συμπολίτη του ou πολεμάει πολύ συ­χνά εναντίον των Θηβών και έτσι «δίδασκε τους Θηβαίους πώς να πολεμούν». Ακόμη και το γεγονός της σπαρτιατικής διάνοιας έπρεπε να μείνει κρυφό. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος καυ­χιόταν ότι ο λαός του εκπαιδευόταν να έχει έλλειψη κριτικής αντίληψης. Μέχρι πρόσφατα Ευρωπαίοι μελετητές αποδέχονταν αυτή τη σπαρτιατική προπαγάνδα. Ο Tζορτζ Φόρεστ (George Forrest), καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας στην Οξφόρδη στο τέλος του 20ού αιώνα, έγραψε: «Ένας πολύ ευφυής Σπαρτιάτης; Υπήρχε τέτοιο πράγμα; Αν όχι...». Όμως νέα έρευνα, βασισμένη σε διορατικές αναφορές των αρχαίων Ελλήνων, φέρνει στο φως τώρα τη σπαρτιατική διάνοια. Και τα ευρήματα μαρτυρούν ou, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, η Σπάρτη προκατέλαβε τις σύγχρονες μεθόδους.

Σε βαθμό μοναδικό στην Ελλάδα, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν την εξειδίκευση. Ο Περικλής το διαισθάνθηκε αυτό. Περιέγραψε με λαμπρά χρώ­ματα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που έκαναν την Αθήνα διαφορετική από τη μεγάλη αντίπαλο της. Οι περιγραφές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποκαλύψουν τη μορφή της σκιάς της Σπάρτης. Εμείς οι Αθηναίοι, περηφανεύθηκε ο Περικλής, είμαστε ασυνήθιστα πολυτάλαντοι. Οι πολίτες μας μπορούν να στρέψουν με επιτυχία τα χέρια τους σε τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα. Με άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν περιορισμένοι ή, με τη δική μας, θετική φρασεολογία, εξειδικευμένοι. Οι Αθηναίοι ήξεραν πώς να αυτοσχεδιάσουν, είπε ο Περικλής, ενώ οι Σπαρτιάτες ήταν κοπιαστικά εκπαιδευμένοι. Μ' άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν υψηλά εκπαιδευμένοι. Σαν τους σημερινούς ειδι­κευμένους σ’ ένα αντικείμενο, οι Σπαρτιάτες μπορεί να ήταν υπερβολικά αδαείς όταν βρίσκονταν έξω από το αντικείμενο τους. Οι μη Σπαρτιάτες κατεδείκνυαν με ευθυμία τις συνέπειες. Οι γυναίκες της Σπάρτης, όταν ήρθαν αντιμέτωπες με μια εχθρική εισβολή το 370 π.Χ., δεν φάνηκαν χρήσιμες, όπως θα έκαναν άλλες Ελληνίδες. Αντίθετα, είπε ο Αριστοτέλης, δημιούργησαν μεγαλύτερη σύγχυση από τον εχθρό. Αλλά οι γυναίκες της Σπάρτης δεν είχαν εκπαιδευτεί για να βοηθούν στη μάχη. Ήταν αθλητικά εκπαιδευμένες για να είναι δυνατές στην ανατροφή των παιδιών και για να εν­θαρρύνουν την πολεμική αρετή. Και σ’ αυτούς τους εξειδικευμένους ρόλους είχαν τη φήμη των καλύτερων γυναικών στην Ελλάδα.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

27
Η σύγχρονη ανάλυση εξειδικευμένων αθλητών εστιάζει στην επιλογή του κατάλληλου χρόνου (timing), δηλαδή σε ποια χρονική στιγμή της κούρσας δίνει ο αθλητής όλες τις δυνάμεις του. Παρομοίως, ισχύει για τους εξειδικευμένους πολιτικούς και τη διαχείριση των μέσων ενημέρωσης: η επιλογή του σωστού χρόνου είναι το παν -έχουν μάθει να δημοσιοποιούν τις άσχημες ειδήσεις όταν το κοινό είναι απορροφημένο από κάτι άλλο. Όπως για τους αθλητές του πολέμου και για τους πολιτικούς, η χρήση του «timing» από τη Σπάρτη ήταν πειθαρχημένη σε βαθμό αξεπέραστο ακόμη και σήμερα. Πρόσφατη ανάλυση έχει εξετάσει το «timing» όλων των περιπτώσεων κατά τον 5ο αιώνα που η Σπάρτη άνοιξε ή σκόπευε ν' ανοίξει έναν επιθετικό πόλεμο κατά της Αθήνας. Το αποτέλεσμα δημιουργεί μια εντυπωσιακή αντίληψη της σπαρτιατικής στρατηγικής ικανότητας. Όταν η Αθήνα είχε κάποια δυσκολία, για παράδειγμα όταν τα στρατεύματα έπρεπε να καταπνίξουν μια εξέγερση στην αυτοκρατορία της, η Σπάρτη συστηματικά εκμεταλλευόταν την ευκαιρία.

Το υπόδειγμα που ακολουθεί (σελ. 3 είναι κα­θαρό και εντυπωσιακό. Κάθε φορά που η Αθήνα εί­χε μια αδυναμία κατάλληλη για εκμετάλλευση σε εποχή ειρήνης, η Σπάρτη εκμεταλλευόταν την ευκαιρία και προσπαθούσε ν’ ανοίξει πόλεμο. Η εχθρότητα της Σπάρτης κατά της Αθήνας με άλλα λόγια ήταν διαρκής. Αλλά, δεδομένης εκείνης της εχθρότητας, η αυτοπειθαρχία της Σπάρτης αποδεικνύεται τώρα πέρα για πέρα αξιοσημείωτη. Οι Σπαρτιάτες ποτέ δεν επιτέθηκαν απλώς επειδή ήταν θυμωμένοι, αλλά ως εκπαιδευμένοι ειδικοί, πάντοτε περίμεναν συστηματικά την ευκαιρία. Η σπαρτιατική πολιτική είχε μια δική της κομψότητα.

Στη Σπάρτη φαινομενικά δεν υπήρχε μέρος για βιβλία. Ακόμη και τα μεγάλα επιχειρήματα που παραδίδονταν προφορικά απορρίπτονταν λόγω αρχής. Μια ομιλία που έγινε από Σαμιώτες επικρίθηκε περιφρονητικά σύμφωνα με τον Ηρόδοτο: «Έχουμε ξεχάσει την αρχή της και δεν καταλαβαί­νουμε το υπόλοιπο». Αλλά η άγνοια αυτή, που χωρίς αμφιβολία διογκωνόταν από τους Σπαρτιάτες, δεν προερχόταν από ηλιθιότητα. Ήταν, και αυτή, η αντίστροφη πλευρά μιας εξειδίκευσης. Μέτριοι στα μεγάλα επιχειρήματα, οι Σπαρτιάτες παραμένουν παγκοσμίως γνωστοί για τα μικρά επιχειρήματα: λακωνική σοφία. Σήμερα, με την τηλεόραση να έ­χει κάνει τον κόσμο μας λιγότερο μορφωμένο και περισσότερο οπτικό, ο σπαρτιατικός τρόπος ομιλίας έχετε έρθει στην επικαιρότητα με ένα καινούργιο όνομα, «ο ήχος που δαγκώνει». Αλλά παράλληλα με τα αποφθέγματα τους, οι Σπαρτιάτες είχαν έναν άλλο τύπο πειθούς, έναν τύπο εμφανώς πιο σύγχρονο: το οπτικό σχήμα λόγου. Ο στρατός της Σπάρτης ήταν σκηνοθετημένος με την επιδεξιότητα του Χόλιγουντ. Η εντυπωσιακή κόμη των στρατιωτών υπήρχε για να τρομοκρατεί, έλεγε ο Ξενοφών. Ο ευδιάκριτος κόκκινος μανδύας τραβούσε την προσοχή του εχθροί. Το μήνυμα του μανδύα ήταν ένα μήνυμα εκφοβισμού και αυτοπε­ποίθησης: «Αυτός δεν είναι απλά ο ενωμένος πελοποννησιακός στρατός, είναι ένας στρατός που οδηγείται από τους Σπαρτιάτες. Και οι Σπαρτιάτες δεν κρύβουν τη θέση τους. θέλουν να ξέρεις που ακριβώς είναι». Προχωρώντας προς τη μάχη υπό τον ήχο των αυλών, ο στρατός της Σπάρτης εντυπωσίαζε σαν αστραφτερή μηχανή. Ακόμη και πριν φύγουν για τη μάχη, οι Σπαρτιάτες δημιουργούσαν ένα οπτικό σκηνικό σχεδιασμένο για να εντυπωσιάζει. Ο Ξενοφών έγραψε γι’ αυτό το απόλυτο θέαμα: «Από αυτό που μπορούσες να δεις καθώς οι στρατιώτες της Σπάρτης γυμνάζονταν και προετοίμαζαν τις πανοπλίες, αληθινά πίστευες ότι η πόλη είναι ένα πολεμικό εργαστήρι». Αιώνες αργότερα, όταν η Σπάρτη είχε γίνει μια μικροσκοπική μονάδα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα οπτικά μαθήματα συνεχίστηκαν. Τουρίστες έρχονταν, για να παρακολουθήσουν τα αγόρια της Σπάρτης να υποφέρουν σιωπηρά, πολλές φορές να πεθαίνουν από το μαστίγωμα στον ιερό χώρο της Ορθίας Αρτέμιδος. Το πλέον αξιομνημόνευτο επιχείρημα των Σπαρτιατών παρέμενε το δικό τους σώμα, έντεχνα παρουσιαζόμενο.

Παράλληλα με την επιδέξια οπτική προπαγάνδα πήγαινε και μια άλλη πολύ γνωστή σε όλους σύγχρονη τεχνική. Το μεγάλο ψέμα: πιθανά όλες οι κοινωνίες παράγουν ψεύδη. Αλλά οι απάτες της Σπάρτης οργανώνονταν με ολοκληρωτική διάνοια. Σήμερα μελετώνται από τους λογίους σαν μια μορφή τέχνης. Δύο φορές πριν από τη μάχη Σπαρτιάτες αρχηγοί είχαν πάρει ειδήσεις για μια ήττα κάπου αλλού. Αλλά δεν έλεγαν την αλήθεια στους στρατιώτες. Αντίθετα. διέταζαν έναν «αγγελιαφόρο» να έρθει στεφανωμένος, για να φέρει τα νέα για μια «νίκη». Γίνονταν θυσίες για να ευχαριστήσουν τους θεούς. Πίστευαν ότι οι στρατιώτες ενθαρρυμένοι με ψεύτικα νέα θα πολεμούσαν καλύτερα. Ο Ξενοφών, ένας θαυμαστής της Σπάρτης, αρεσκόταν να πιστεύει ότι τον καιρό της ειρήνης η Σπάρτη ήταν αυστηρά τίμια στη διπλωματία της. «Αλλά ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς», έγραφε περήφανα ο Ξενοφών, «απ' τη στιγμή που κηρυσσόταν ο πόλεμος, και η εξαπάτηση γινόταν αποδεκτή στη θρησκεία, υπερτε­ρούσε εξ ολοκλήρου του εχθρού του σε δόλο».

Παραδοσιακά, η μελέτη της Σπάρτης έχει νο­σηρά διαχωριστεί μεταξύ αντιπάλων Ζηλωτών. Οι υποστηρικτές των δικτατοριών του 20ού αιώνα θαύμαζαν τη Σπάρτη για την ήπια κυριαρχία της, τη σύνθλιψη του ακατάλληλου ατόμου. Οι εραστές της ελευθερίας ένιωθαν φρίκη με τις μεθό­δους της. Καμία πλευρά δεν μπόρεσε να ερευνήσει ήρεμα την ικανότητα της Σπάρτης να πετυχαίνει τους σκοπούς της. Ιοως μόνο τώρα, σε μια καλλιεργημένη αλλά όλο πιο πολύ οπτική κοινωνία, να μπορέσουμε να κοιτάξουμε πιο βαθιά, με κατανόηση αλλά όχι πλήρη θαυμασμό, το σκοτεινό πλανήτη που επισκίασε τον αθηναϊκό ήλιο.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελλάδα”