ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

1
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ











θαυμάζουν οι αιώνες και παίρνουν την πρώτη θέση μέσα στα αριστουργήματα του εμμέτρου λόγου της παγκόσμιας γραμματολογίας, θεωρούνται σαν η πρώτη «γραφτή» πηγή της ελληνικής ιστορίας. Κατά την αρχαία παράδοση, ποιητής τους είναι ο Όμηρος, που έγραψε και άλλα μεγάλα και θαυμαστά έπη που δεν σώθηκαν. Σήμερα το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ στο Αφιέρωμα στην ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ δημοσιεύει μία μελέτη του ΓΙΑΝΝΗ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ για το Ομηρικό Ζήτημα.

Τί γράφουν οι αρχαίοι για τον Όμηρον.

Αν δώσουμε πίστη στα λεγόμενα του Παυσανία (IX. 9, 5), ο Καλλίνος που έζησε κατά το 650, παραδέχονταν πως ο Όμηρος έγραψε και το έπος Θηβαΐς. Ο Ηρόδοτος πάλι (II, 117 και IV, 32) λέει πώς οι παλαιοί θεωρούσαν τον Όμηρο για ποιητή δύο άλλων έπων, πού ήταν γνωστά το ένα με το όνομα Κύπρια έπη και το άλλο με τον τίτλο Επίγονοι. Ο Αριστοτέλης (Ποιητική IV, 1448. b, 10), ακολουθώντας άλλη παράδοση, πίστευε πως και το κωμικό έπος Μαργίτης ήταν γραμμένο2 από τον Όμηρο, ενώ ο Θουκυδίδης (III, 104) αποδίδει στον Όμηρο και τον Ύμνο στο Δήλιο Απόλλωνα. Όπως βλέπουμε, η αρχαία παράδοση, χωρίς καμμιά εξαίρεση, δέχονταν πώς έζησε κάποτε ένας μεγάλος ποιητής που τον έλεγαν Όμηρο. Αν οι αρχαίες μαρτυρίες δεν συμφωνούν σε κάτι, αυτό είναι: Τα χρόνια που έζησε ο ποιητής και το μέρος που γεννήθηκε. Ο Ηρόδοτος (II, 53) νομίζει πως ο Όμηρος έζησε κατά το 800. Ο Θουκυδίδης πάλι δεν μπορεί να προσδιορίση με ακρίβεια το χρόνο της ακμής του ποιητή, γι' αυτό λέει πως ήταν πολύ μεταγενέστερος του Τρωικού πολέμου (Α, 3, 3). Υπάρχουν κι' άλλες μαρτυρίες που δεν τις θεωρούμε υπολογίσιμες3, γιατί δε βασίζονται σε θετικά γεγονότα.

Πιο πολύ όμως σκοτεινά είναι τα όσα λέγονταν στην αρχαία εποχή για την καταγωγή και το μέρος που γεννήθηκεν, ο ποιητής. ʼλλοι τόνε θεωρούσανε αιολικής καταγωγής και άλλοι ιωνικής. Επίσης κανένας δεν ήξερε ποιά ήταν η πατρίδα του και ποιοί ήταν οι γονείς του. Γι' αυτό πλάστηκαν διάφοροι θρύλοι γύρω στο ζήτημα της καταγωγής και της εθνικότητας του, που αντικαθρεφτίζονται στο γνωστό επίγραμμα: {...}

Από την αιτίαν αυτή δεν υπάρχει και καμμιά αξιόπιστη βιογραφία του Ομήρου. Υπάρχουν βέβαια οχτώ «βιογραφίες». Απ' αυτές όμως μόνο οι τρεις κάτι λένε4, οι άλλες είναι φλυαρίες της κακής ώρας.

Μα αν στην ελληνικήν αρχαιότητα ομόφωνα παραδέχονταν πως ο Όμηρος είναι ιστορικό πρόσωπο και ποιητής της Ιλιάδας και Οδυσσείας, τον καιρό πού γράφονταν ο επίλογος της ελληνικής ιστορίας στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη διατυπώθηκαν σοβαρές αμφιβολίες, αν και τα δυο μεγάλα έπη γράφηκαν από τον ίδιο ποιητή.

Υπήρχαν πολλά κείμενα των δύο επών.

Στην Αλεξάνδρεια, που τον Γ' και Β' π.Χ. αιώνα είχε γίνει μεγάλο πνευματικό κέντρο, άρχισε από τη μιά μεριά συστηματική κριτική των ομηρικών κειμένων και από την άλλη συλλογή και ανακατάταξη των διαφόρων εκδόσεων των, γιατί από τον Ε' αίώνα φαίνεται πως υπήρχαν πολλά τέτοια κείμενα, ή πιο σωστά πολλές «εκδόσεις», των δύο επών. Μαρτυρείται πως υπήρχαν: 1) αι κατά πόλεις (ή αι από των πόλεων ή εκ των πόλεων). Τέτοιες ήταν η Αργολική, η Χία, η Κυπρία, η Κρητική, η Σινωπική κλπ. 2) αι κατά άνδρα. Τις τέτοιες «εκδόσεις» κατάρτιζαν μερικοί διανοούμενοι για καθαρώς εκπαιδευτικούς σκοπούς. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αριστοτέλης διασκεύασε την Ιλιάδα για να χρησιμεύση σαν ανάγνωσμα του Αλεξάνδρου. Ο ίδιος ο Πλούταρχος μας πληροφορεί ακόμη πώς στον καιρό του Αλκιβιάδη υπήρχαν τέτοιες «εκδόσεις», πού μάλιστα ο πρώτος τυχόν δάσκαλος τις διώρθωνε 5. Το κακό φαίνεται να παράγινε, γι' αυτό όσο περνούσαν τα χρόνια αυξάνονταν και πληθύνονταν oι τέτοιες «εκδόσεις». Από την αιτία αυτή μιά άλλη μαρτυρία λέει πώς ο Τίμων ο Φλιάσιος τα τέτοια διωρθωμένα ή πιο σωστά τα «διασκευασμένα» κείμενα δεν τα θεωρούσε καθόλου χρήσιμα και γι' αυτό προτιμούσε τα παλιά αντίγραφα (βλ. Διογ. Λαέρτ. IX, 115).

Υπήρχαν όμως και «λαϊκές» εκδόσεις πού λέγονταν δημώδεις ή κοιναί και πού ήταν γνωστές σχεδόν σ' όλη την Ελλάδα. Αυτές αν δεν ήταν «διωρθωμένες» από κάποιον δάσκαλο, θα ήταν δίχως άλλο αλλαγμένες από τα παραγεμίσματα των ραψωδών πού έπρεπε να εξυμνήσουν την ιστορια κάθε τόπου και γι' αυτό έπρεπε να προσθέσουν κάτι πού ταίριαζε με το τοπικιστικό φιλότιμο του λαού κάθε χώρας ή πολιτείας.

Έτσι στα χρόνια των Πτολεμαίων υπήρχαν πολλές και διάφορες «εκδόσεις» του Ομήρου, που χρησίμευσαν για βάση να γίνη νέα επεξεργασία τους και να καταστρωθή το γνωστό κείμενο πού σώθηκε ως τις ήμερες μας με το χωρισμό του σε 24 κομμάτια - βιβλία.

Η Αλεξανδρινή κριτική.

Πρώτος τέτοιος κριτικός του ομηρικού κειμένου φαίνεται ότι είναι ο Εφέσιος Ζηνόδοτος, ελληνιστής καλός και βιβλιοφύλακας της περίφημης Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης 6. Ο Ζηνόδοτος δίχως άλλο έκαμε πολλές διορθώσεις, πού μάλλον χάλασαν παρά διώρθωσαν το κείμενο.

Μαθητής του Ζηνόδοτου και συνεχιστής της διορθωτικής και κριτικής εργασίας πάνω στα ομηρικά κείμενα ήταν ο Ερατοσθένης, φιλόλογος με πολλές ιστορικές γνώσεις και μεγάλη κατάρτιση. Διάδοχος του υπήρξεν ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257-180 π.Χ.), πού έκαμε μεγάλη συμπληρωματική κριτική εργασία πάνω στα ομηρικά κείμενα. Μα εκείνος πού προχώρησε πιο πολύ ήταν ο μαθητής του Αριστοφάνη, ο περίφημος Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη (215 -145 π.Χ.). Στην εποχή του οι γλωσσολογικές, γραμματικές και φιλολογικές σπουδές ακμάζανε πολύ στην Αλεξάνδρεια, γι' αυτό ο Αρίσταρχος ήταν καλύτερα εφωδιασμένος από τους προηγούμενους του για να μελετήση τα ομηρικά κείμενα και κατάληξη σε ωρισμένα συμπεράσματα. Φαίνεται πώς εργάστηκε χρόνια μελετώντας τον Όμηρο και με σκοπό ν' αποκαταστήση τα κείμενα στην αρχική τους μορφή. Έγραψε πολλές μελέτες, πάνω στα ζητήματα αυτά. Η καλύτερη του όμως εργασία, πού μέσα σ' αυτή συγκεντρώθηκαν όλες οι παρατηρήσεις και υποδείξεις της κριτικής του, ήταν τα σχόλιά του. Η βασική αρχή του ήταν «Oμηρον εξ Ομήρου σαφην ζειν», αρχή πού και σήμερα ακόμα έχει κύρος. Ο Αρίσταρχος έχοντας για βάση τα σχόλια του έβγαλε σε νέα έκδοση το ομηρικό κείμενο, απαλλαγμένο από τους νόθους στίχους πού τους είχαν προσθέσει νεώτεροι ποιητές και διάφοροι διασκευαστές του αρχικού κειμένου. Δυστυχώς από πυρκαϊά κάηκαν τα πιο πολλά από τα έργα του και έτσι μόνο από τη φήμη και την παράδοση ξέρουμε τις επιμελημένες εργασίες του πάνω στο ομηρικό κείμενο, χωρίς όμως να έχουμε αυτούσιες τις τέτοιες εργασίες και μελέτες του 7.



Η κριτική της Περγαμηvής Σχολής.

Παράλληλα προς την Αλεξάνδρεια, σπουδαία φιλολογική κίνηση εκείνα τα χρόνια σημειώθηκε και στην Πέργαμο. Φιλόλογος και κριτικός αξιόλογος, αρχηγέτης της σχολής της Περγάμου, ήταν ο Κράτης ο Μαλλώτης (από τη Μαλλό της Κιλικίας). Ο Κράτης, αντίθετα από τον Αρίσταρχο, ακολούθησε άλλον ερμηνευτικό δρόμο και προσπάθησε να ερμηνεύση αλληγορικά τα ομηρικά έπη. Δηλαδή υποστήριξε πώς στην ομηριχή ποίηση βρίσκονταν οι βάσεις όλων των τεχνών και επιστημών. Εύρισκε με άλλα λογία στα ομηρικά έπη όχι καθαρώς ποιητικό περιεχόμενο, μα καθαρά πραγματιστικό. Ο Όμηρος γι' αυτόν ήταν ένας πραγματιστής, ένας διδάσκαλος και όχι ένας μεγαλόπνοος ποιητής. Γι' αυτό οι δυό σχολές χωρίστηκαν και άρχισαν τον πόλεμο η μιά της άλλης. Η μιά περιωρίζονταν αποκλειστικώς και μόνο στα πλαίσια της φιλολογικής και κριτικής έρευνας. Η άλλη προσπαθούσε να βγάλη γενικώτερα συμπεράσματα. Δηλαδή η μιά ήταν σχολή καθαρώς φιλολογική, ενώ η άλλη (της Περγάμου) ήταν σχολή μάλλον κοινωνιολογική όπως θα λέγαμε σήμερα. Εννοείται πώς και οι δυό σχολές από την άποψη τους είχαν δίκαιο. Πολλές παρατηρήσεις της Αλεξανδρινής σχολής είναι σωστές, όπως και πολλές παρατηρήσεις και κρίσεις της Περγαμηνής σχολής είχαν και έχουν σήμερα ακόμα κύρος, γιατί αν οι ομηρικές μελέτες και έρευνες στηριχθούν μόνο στη γραμματική εξέταση και κριτική των κειμένων, δεν μπορούν να λύσουν ένα σωρό ζητήματα. Χρειάζεται παράλληλα και η κοινωνιολογική έρευνα για να εκτιμηθή η αξία των συμπερασμάτων της φιλολογικής κριτικής. Αυτό όμως θα μας δοθή ευκαιρία παρακάτω να το αναπτύξουμε πιο διεξοδικά και αναλυτικά.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

2
Oι Xωρίζοντες.

Ερχόμαστε τώρα σ' άλλο ζήτημα. Η φιλολογική κριτική του ομηρικού κειμένου πού έγινεν από τους γραμματικούς (=φιλολόγους) της Αλεξανδρείας, μαζί με άλλα ζητήματα έφερε στη μέση και τούτο: Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι έργα του ίδιου ποιητή; Υπήρχαν πολλοί πού απαντούσαν αρνητικά στο ερώτημα αυτό. Αυτοί ήταν οι Χωρίζοντες, δηλαδή εκείνοι από τους φιλολόγους που υποστήριζαν «μ νος το α το Ιλιάδα και Οδύσσειαν». Δυστυχώς δεν γνωρίζομε όλα τα ονόματα των αρχηγών και οπαδών της σχολής αυτής, γιατί σώθηκαν 8 μόνο τα ονόματα δυό τέτοιων φιλολόγων, του Ξένωνος και του Ελλάνικου 9. Ποια επιχειρήματα έφερναν οι Χωρίζοντες, για να υποστηρίζουν τη γνώμη τους, κι' αυτά δεν τα ξέρουμε καλά. Φαίνεται πώς από τη συγκριτική έρευνα των δύο κειμένων έβγαλαν το συμπέρασμα πώς το ύφος δεν είναι το ίδιο και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Βέβαια το επιχείρημα αυτό και μόνο δεν έχει αποφασιστική σημασία. Θα είχε αξία, αν ήταν αποδειγμένο πώς τα κείμενα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, όπως τα είχαν οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, ήταν πιστά αντίγραφα από τα πρωτόγραφά τους. Μια και έγιναν στο αναμεταξύ πολλές, όπως θα ιδούμε παρακάτω, αλλαγές, προσθήκες και διορθώσεις, είναι επόμενο τα δύο κείμενα να μη έχουν το ίδιο ύφος. Δίχως άλλο οι Χωρίζοντες θα είχαν αντιτάξει και άλλα επιχειρήματα, πού δυστυχώς δεν τα ξέρομε, γιατί όλη η βιβλιογραφία της σχολής τους χάθηκε. Αν κρίνουμε όμως από τα λεγόμενα του Πρόκλου και του Ευσταθίου φαίνεται πως οι μελέτες και οι κριτικές των Χωριζόντων είχαν μεγάλη επίδραση στους φιλολόγους της κατοπινής εποχής και ως ένα σημείο οι απόψεις τους είχαν επικρατήσει. Από τα λεγόμενα του Πρόκλου και του Ευσταθίου αυτό βγαίνει, αφού λένε πώς μέσα στα ομηρικά κείμενα ανευρίσκονται «πολλοί Όμηροι». Και ναι μεν ο Πρόκλος τόνιζε πως «Ομηροι πολλοί γεγήνασι, ζηλο το πάλαι τον κλησιν λαβοντες», δηλαδή πως υπήρχαν από τον παλιό καιρό ποιητές πού ήθελαν τα τραγούδια τους να φέρουν το μεγάλο όνομα του Ομήρου, μα μ' αυτό δεν αναιρεί το βασικό ζήτημα, Ίσα ίσα πού ενισχύει τη γνώμη των Χωριζόντων και των άλλων φιλολόγων, που έβλεπαν προσθήκες και αλλαγές στα ομηρικά κείμενα.

* * *

Όπως κι' αν είναι, η ελληνική αρχαιότητα παραδέχονταν πως κάποτε υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής που τον έλεγαν Όμηρο. Αν υπήρχαν διαφωνίες αυτές αφωρούσαν τα έργα που έγραψε ο μεγάλος αυτός ποιητής. Οι μεν παραδέχονταν πως έγραψε, εξόν από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, και το Μαργίτη και τους Επιγόνους, και άλλοι πως έγραψε μόνο τα δυό έπη: την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Επίσης διαφωνίες υπήρχαν και για την εποχή που έζησεν ο ποιητής. Όπως είδαμε παραπάνω, άλλοι τον ήθελαν σχεδόν σύγχρονο με τα γεγονότα του Τρωϊκού «πολέμου», άλλοι πάλι πως έζησε στα 800 και άλλοι πως ήταν νεώτερος. Τα ζητήματα όμως αυτά δεν ήταν δυνατό να λυθούν από τους αρχαίους. Τους έλειπαν ένα σωρό στοιχεία για να καταπιαστούν με μιά τέτοια έρευνα. Η φιλολογία, η γλωσσολογία, η εθνογραφία και η εθνολογία ήταν ακόμα άγνωστες εκείνα τα χρόνια. Έπρεπε να συγκεντρωθή το απαραίτητο ιστορικοφιλολογικό υλικό, για να δοθή η αφορμή να γεννηθή το ομηρικό ζήτημα. Κι' αυτό έγινεν όπως είπαμε στους Αλεξανδρινούς χρόνους. Μα και τότε δεν ήταν ακόμα καλά παρασκευασμένο τα έδαφος. Έγιναν μόνο οι πρώτες απόπειρες και οι πρώτες κριτικές έρευνες. Με την πτώση όμως του αρχαίου ελληνικού κόσμου οι έρευνες και οι μελέτες αυτές πέρασαν στο μουσείο της ιστορίας. Ύστερα από το θάνατο του Ιουλιανού τα ελληνικά γράμματα δεν έχουν πια ενδιαφέρον, ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση. Η ιστορία γυρίζει προς τα πίσω. Κι' όταν μάλιστα οι βάρβαροι κατέκλυσαν την Ευρώπη η ιστορία έκανε ακόμα πιο μεγάλα βήματα προς τα πίσω. Ο Μεσαίωνας άρχισε. Είν' αλήθεια πως έμειναν μερικές εστίες όπου δεν έσβησε ολότελα η φλόγα των ελληνικών σπουδών. Και στην Ιταλία και στο Βυζάντιο υπήρξαν διανοούμενοι πού κρατούσαν άσβηστη την παλιά παράδοση. Στο Βυζάντιο μάλιστα, όταν στη Θεσσαλονίκη και στην Πόλη οι οικονομικές συνθήκες σε ωρισμένες εποχές έδωκαν το λίπασμα για να αναπτυχθή κάποια πνευματική κίνηση, ανεφάνησαν μεγάλοι ελληνομαθείς στοχαστές όπως ο Φώτιος, ο Ευστάθιος, ο Βησσαρίων, ο Γεμιστός κ.α. Μα οι ιστορικές περιστάσεις δεν ευνόησαν την άνοδο του Βυζαντίου. Ήρθαν χρόνοι και καιροί που το έρριξαν πάλι στην παρακμή και στη διάλυση.

Έπρεπε να ξυπνήση όλη η Ευρώπη από τη χειμερία νάρκη τηςτο Μεσαίωναγια να ξαναρχίσουν οι φιλολογικές μελέτες και να καλλιεργηθή και πάλιν η σπουδή των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων.

Η νεώτερn κριτική.

ʼμα όμως άρχισεν η συστηματική σπουδή της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας άρχισαν να δημιουργούνται και ένα σωρό ζητήματα γύρω στη μελέτη και κατανόηση των αρχαίων κειμένων. Φαίνεται στο Βυζάντιο διεσώθησαν, στο σπουδαιότερο τους μέρος, οι παρατηρήσεις, τα σχόλια και η κριτική, πού είχαν γίνει πάνω στο ομηρικό κείμενο από τους γραμματικούς των δύο μεγάλων σχολών της Αλεξανδρείας και Περγάμου στον Γ' και Β' αιώνα π.Χ. της χρονολογίας μας. Γι' αυτό οι ελληνιστές πού έφυγαν από το Βυζάντιο στα πριν να πέση η Πόλη χρόνια (1453) καθώς και στα ύστερα, έφεραν μαζί τους στην Ιταλία όλη τη γραφτή παράδοση των δυό σχολών. Έτσι από την Αναγέννηση και δώθε οι φιλόλογοι της Ευρώπης εφωδιάστηκαν10 με το απαραίτητο υλικό για να ξαναρχίσουν την κριτική έρευνα πάνω στα ομηρικά κείμενα πού είχε αρχίσει από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς. Μα αν εκείνοι έφθασαν ως το σημείο να ισχυρισθούν πως άλλος είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος της Ιλιάδας, οι φιλόλογοι των νεωτέρων χρόνων προχώρησαν ακόμα πιό παραπέρα και αμφισβήτησαν και αυτή την ύπαρξη του Ομήρου.

Η κριτική του αββά d' Aubignac

Από όσα ξέρομε, πρώτος ο Γάλλος Francois Hedelin Abbe d'Aubienac καταπιάστηκε με την κριτική έρευνα του ομηρικού κειμένου. Λέμε πρώτος, γιατί αυτός έγραψε την πρώτη αξιόλογη μελέτη που εγκαινιάζει στη νεώτερη εποχή την ομηρική κριτική. Δίχως άλλο στα χρόνια του θα υπήρχαν και άλλοι πού συζητούσαν τα ζητήματα πού έδωκαν αφορμές να γράψη τη μελέτη του: «Conjectures academiques ou dissertation sur l' liadea»11. Έπρεπε πριν απ' αυτόν άλλοι να του προετοιμάσουν το δρόμο. Έπρεπε να υπάρχη το ζήτημα για να καταπιαστή με τη λύση του.

Ο d' Aubignac στους φιλολογικούς καυγάδες της εποχής του πάνω στο ομηρικό ζήτημα φαίνεται δεν πήρε μέρος, παρά αφού άκουσε ολωνών τις γνώμες κατέληξε στα συμπεράσματα που διατυπώθηκαν στη μελέτη του που αναφέραμε παραπάνω. Κι' αν ακόμα δεν διατύπωσε καθαρώς την προσωπική του γνώμη, αν δηλαδή ακολούθησε γνώμες άλλωναυτό δεν το ξέρομε, γιατί δεν σώθηκαν πηγές και μαρτυρίες για τη φιλολογική κίνηση και κριτική των ομηρικών κειμένων στα χρόνια πού ζούσε ο αββάς Aubignac δεν έχει σημασία. Μιά που πρώτος αυτός στη Γαλλία καταπιάστηκε συστηματικά με την ομηρική κριτική, άνοιξε αυτός πρώτος το δρόμο στίς ομηρικές μελέτες και έρευνες. Ο d' Aubignac λοιπόν παραδέχεται πώς υπάρχουν αντιφάσεις στα δύο έπη καθώς και ανακολουθίες και παραγεμίσματα. Προχωρώντας δε στην κριτική του έρευνα δεν βρήκε πειστικές τις σωζόμενες αρχαίες μαρτυρίες για την ιστορικότητα του Ομήρου. ʼρα δεν υπήρξε ποιητής Όμηρος, αλλά το όνομά του σημαίνει τον τυφλόν. Ιλιάς κατά τον Aubignac σημαίνει ραψωδία Ομήρου=συλλογή τραγουδιών του τυφλού. Γι' αυτό πίστευε πώς δεν υπάρχει στην Ιλιάδα ενότητα, παρά είναι τραγούδια διάφορα πού από δεύτερο ή τρίτο χέρι συναρμολογήθηκαν και διασκευάστηκαν κατά τρόπο πού να εμφανίζουν εξωτερικήν ενότητα. Επίσης ξεκινώντας από την αρχή πως τόσο μεγάλο ποίημα δεν ήταν δυνατόν να απομνημονευθή ως τον Ζ' και ς' αιώνα, όπου καθιερώθηκε η γραφή, δέχονταν πως δεν ήταν τα δύο έπη γραμμένα από ένα ποιητή στη μορφή και στο σχήμα πού σώθηκαν ως εμάς. Εξ άλλου έδινε μεγάλη σημασία και στη μαρτυρία του Ιώσηπου, που λέει πώς:

«Στην Ελλάδα όμως χίλιες δυό καταστροφές έγιναν που έσβησαν τη μνήμη των γεγονότων, και μια πού πάντα άρχιζαν νέο βίο, νόμιζαν πως το παν άρχιζεν από την εποχή τους. Πολύ δε αργά έμαθαν τη γραφή. Εκείνοι δε από τους Έλληνες πού παρουσιάζονται πως από πολύ παλιά χρηοιμοποιούσαν τη γραφή, καυχιόνταν πώς την έμαθαν από τους Φοίνικες και τον Κάδμο. Μα κι' απ' εκείνα τα χρόνια ακόμα κανένας δεν μπορεί να επιδειξη κάτι που να είναι γραμμένο και που να σώζεται είτε στα ιδιωτικά είτε στα δημόσια αφιερώματα, αφού ακόμα και για κείνους που εκστρατεύσανε ενάντια στην Τροία πολλά χρόνια πιο υστέρα σε μεγάλη απορία βρίσκονταν και μεγάλες συζητήσεις είχαν για το ζήτημα αν μεταχειρίζονταν τη γραφή. Γενικώς όμως στους Έλληνες κανένα γραφτό κείμενο ή παράδοση δεν παραδέχεται που να είναι παλαιότερο από τα ομηρικά ποιήματα. Ούτος δε φαίνεται πως έζησε ύστερα από τους Τρωικούς πολέμους. Λένε μάλιστα πώς ούτε και αυτός (ο Όμηρος) άφησε γραφτά τα ποιήματα του, μα σωζόμενα με το μνημονικό πιο ύστρρα από τα (χωριστά τραγούδια) συναρμολογήθηκαν κι' έγιναν (τα τραγούδια πού ξέρομε) και γι' αυτό πολλές ασυμφωνίες (=αντιφάσεις) υπάρχουν σ' αυτά».
(Κατ' Απίωνος. Α, 1012).
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

3
Έχοντας λοιπόν υπ' όψη του όλα αυτά αρνειότανε την ύπαρξη ενός ποιητή πού έγραψε τα δύο έπη. Μα εκεί πού οι παρατηρήσεις του Γάλλου αββά είναι σοφές, είναι η εσωτερική ανάλυση της Ιλιάδας. Βρίσκει πως όχι μόνο ενότητα, δηλαδή ενιαίο σχέδιο, δεν υπάρχει στο μεγάλο αυτό ποίημα, μα το αντίθετο, πώς είναι κομμάτια - κομμάτια πού αρχικά γράφηκαν για να υμνήσουν όχι έναν ήρωα αλλά πολλούς και κυρίως για να ιστορήσουν γεγονότα που δεν έχουν στενό και άμεσο σύνδεσμο μεταξύ τους. Οι επαναλήψεις των μαχών και μονομαχιών, τα αυτά επίθετα θεών και ηρώων, η ίδια περιγραφή διαφόρων μαχών και επεισοδίων, οι ίδιες πάντα παρομοιώσεις και το ίδιο γνωμολογικό υλικό, όχι μόνο χαλνούν την αρμονία και την ενότητα της Ιλιάδας, μα και προκαλούν την αηδία στο φιλόλογο που μπορεί να κατανόηση το αρχαίο κείμενο και να δη τις αντιφάσεις, τις ίδιες επαναλήψεις και τα κουραστικά αναμασήματα! Αν όμως πρόκειται να κρίνουμε την Ιλιάδα σαν το σύνολο πολλών τραγουδιών πού είναι ανεξάρτητα αναμεταξύ τους, τότε το πράγμα αλλάζει, γιατί το καθένα απ' αυτά έχει την ομορφιά του και τη χάρη του. Βρίσκει λοιπόν ο d' Aubignac πως ο συναρμολογητής των τέτοιων τραγουδιών δεν μπόρεσε να αφαιρέση τις επαναλήψεις και τις ίδιες παραβολές και τα ίδια σχήματα και να διορθώση το κείμενο για να μην υπάρχουν οι αντιφάσεις πού υπάρχουν, γιατί δεν ήταν μεγαλόπνοος ποιητής πού να μπορή να βλέπη τα βασικά αυτά ελαττώματα που δημιουργήθηκαν από την άτεχνη συναρμολόγησή του. Φαντάζεται ακόμα ο Aubignac πως η συναρμολόγηση έγινε μάλλον από το Λυκούργο12 και πως πιο υστέρα συμπληρώθηκε το έργο αυτό από τον Πεισίστρατο και το γιο του Ίππαρχο και από τους ραψωδούς. Οι παρατηρήσεις αυτές του Γάλλου σοφού στα περισσότερά τους σημεία είναι ατράνταχτες και γι' αυτό ήταν φυσικό πώς το βιβλίο του έκανε μεγάλη εντύπωση και έξω από τη Γαλλία. Στη Γερμανία μάλιστα ο Herder συμφωνεί με τις γνώμες του Γάλλου κριτικού. Δέχεται πώς υπήρξε κάποιος λαϊκός ποιητής Όμηρος, μα αυτός δεν έφτιαξε τα δύο μεγάλα έπη. Αυτός έφτιαξε τον πυρήνα και πιο ύστερα οι Ομηρίδες παραγέμισαν τα ομηρικά τραγούδια με δικές τους προσθήκες. Επίσης και ο Ιταλός ιστορικοφιλόσοφος Vico13 δέκα χρόνια πριν δημοσίευση ο Βόλφ τα πολύκροτα «Προλεγόμενα» του, υποστήριξε πώς ο παλαιότερος πυρήνας των ομηρικών επών δεν είναι τιποτ' άλλο παρά η λαϊκή ποίηση. ʼρα η λέξη Όμηρος δεν είναι όνομα κύριο μα προσηγορικό, που σημαίνει τη δημοτική ποίηση της εποχής πού έχει το όνομα ηρωϊκή. Μα η γνώμη του Vico δεν έκαμε στην Ιταλία καμμιάν εντύπωση. Όσο για την κριτική του d' Aubignac ασφαλώς θα έκαμε εντύπωση, μα τα πνεύματα δεν ήταν ακόμα παρασκευασμένα για ν' αρχίση η συζήτηση στη Γαλλία. Χρειάσθηκε να περάσουν χρόνια για να τονωθούν ακόμα πιο πολύ οι φιλολογικές σπουδές και για να μαζευθή και άλλο υλικό. Έπρεπε οι μελέτες γύρω στα αρχαία ελληνικά γράμματα να αποκτήσουν στερεό έδαφος για τη φιλολογική κριτική. Ωστόσο όμως δεν έλειψαν σ' εκείνα τα χρόνια οι κριτικοί του ομηρικού κειμένου. Στην Αγγλία λ. χ. από τα 1769 ο Ροβέρτος Wood με τη μελέτη του: «περί της πρωτότυπης μεγαλοφυίας του Ομήρου» έθιξε το ζήτημα στη βάση του. Καταπιάστηκε δηλαδή με το ζήτημα αν υπήρχε στα χρόνια του Ομήρου η γραφή, αφού πουθενά στα ομηρικά κείμενα δεν γίνεται λόγος για γραπτά μνημεία και γενικά για τη χρήση της γραφής. Δέχεται δε ο Wood πως η γραφή καθιερώθηκε τον ΣΤ΄ αιώνα, στα χρόνια του Πεισιστράτου. Ακολουθώντας τις παρατηρήσεις αυτές του Wood, ο Merian καταπιάστηκε γενικώτερα με το ζήτημα του πότε έγινε γνωστή και καθιερώθηκεν η γραφή. Έχοντας δε υπ' όψη του τις αρχαίες μαρτυρίες κατέληξε στο συμπέρασμα πως η γραφή ήταν άγνωστη και πώς κι' αν ήταν γνωστή, πάλι δεν ήταν καθιερωμένη γιατί έλειπεν η πρώτη ύλη. Στο αναμεταξύ όμωςς ωρίμασαν οι όροι για να γίνουν οι ομηρικές έρευνες, το κεντρικό ζήτημα των ελληνικών σπουδών. Στην κίνηση αυτή πρωτοστάτησεν ο καθηγητής της Χάλλης Φρειδερίκος Αύγ. Wolf, που έβαλε τις βάσεις στη μελέτη του ομηρικού ζητήματος με το βιβλίο του: «Prolegomena ad Homerum», πού βγήκε στα 1795 και όχι μόνο έκανε μεγάλο θόρυβο μα και προκάλεσε αληθινή αναστάτωση στις ως τα τότε ομηρικές και ελληνικές μελέτες και σπουδές. Αν και τα επιχειρήματα του δεν ήταν νέα παρά τα ίδια σχεδόν που είχε εκθέσει πριν απ' αυτόν ο Γάλλος αββάς d' Aubignac, το βιβλίο του Wolf εξ αιτίας των τότε συνθηκών της φιλολογικής επιστήμης απετέλεσε σταθμό για τις ελληνικές σπουδές και νέο ξεκίνημα για τη μελέτη του ομηρικού ζητήματος.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

4
Η βολφιανή θεωρία και η κριτική της

Ο Wolf υπεστήριξε πώς επειδή η γραφή ήταν άγνωστη στα χρόνια του Τρωικού πολέμου, τα ομηρικά τραγούδια μέχρι του Πεισιστράτου παραδίδονταν από μνήμης, Τα μάθαιναν απέξω οι αοιδοί και οι ραψωδοί και αυτοί τα τραγουδούσαν. Μιά λοιπόν πού δεν ήταν η γραφή γνωστή στην Ελλάδα ήταν αδύνατο να υπάρξη ποιητής που να καθίση να συνθέση τόσο μεγάλα ποιήματα. Η γραφή καθιερώθηκε αργά, κυρίως στα μέσα του Ζ' αιώνα. και διαδόθηκε μέσα στον ΣΤ' αιώνα. Εξ άλλου εις τα ομηρικά έπη δεν υπάρχει εσωτερικός συνδετικός κρίκος, δεν υπάρχει ενότητα. Υπήρχαν πολλά τραγούδια, που στον καιρό του Πεισιστράτου καταγράφηκανδημοσιεύθηκαν ή εκδόθηκαν θα λέγαμε σήμερακαι αν αυτά τα τραγούδια (τα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο) διεσώθησαν χωρίς αρχικώς να γραφούν, αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά πώς υπήρχε ειδική τάξη ανθρώπων πού απομνημόνευε τα τέτοια τραγούδια, ύμνους, παραδόσεις. Στο σημείο αυτό δέχεται τη γνώμη του Herder, που έχοντας υπ' όψη πως αιώνες ολόκληρους τα τραγούδια του Ossian ζούσαν στην προφορική (στοματική) παράδοση, είχεν υποστηρίξει πώς και τα ομηρικά τραγούδια έτσι θα είχαν απομνημονευθή.

Όπως βλέπομε, η θεωρία του Wolf δεν είναι νέα. Σε πολλά σημεία είναι η ίδια η θεωρία του αββά d'Aubignac. Γι' αυτό και μερικοί είπανε πώς ο Wolf κατάκλεψε το Γάλλο ελληνιστή. Μάλιστα και πολλοί Γερμανοί ακόμη κατακρίνανε το Wolf για την τέτοια του διαγωγή. Υπάρχουν όμως και οι υποστηρικτές του, δηλαδή εκείνοι πού παραδέχονται πως ο Wolf εργάστηκε, αυτοτελώς, χωρίς να έχη υπ' όψη του την εργασία του αββά d' Aubignac.

Όπως κι' αν έχη το πράγμα, η θεωρία του Wolf, όπως είπαμε, σημείωσε σταθμό στην ιστορία του ομηρικού ζητήματος. Σ' όλον τον ΙΘ' αιώνα ήταν η θεωρία που κρατούσε, και σήμερα ακόμα έχει το κύρος της. Από τότε και υστέρα όλοι όσοι καταπιάνονται με τη μελέτη των ομηρικών επών, θέλοντας και μη, πρέπει να διαβάσουν τα Προλεγομένα του Wolf.

Αντικριτική της βολφιανής θεωρίας.

Είναι αλήθεια πως βγήκαν πολλοί φιλόλογοι για να αντικρούσουν τον Βόλφ, χαρακτηρίζοντας ανόητες και αστήρικτες τις θεωρίες του, μα δεν μπόρεσαν να κλονίσουν στη βάση της τη βολφιανή κριτική. Μπορεί σε ωρισμένα σημεία της να την αντέκρουσαν, στη βάση της όμως δεν την έθιξαν. Κυρίως οι επικριτές της προσπάθησαν ν' αποδείξουν πως η γραφή ήταν γνωστή από τα πολύ παλιά χρόνια. Τέτοια θέση πήρε ο Nitzsch, ένας από τους κυριωτέρους αντιβολφιανούς κριτικούς. Ο Nitzsch στα 1830 με τη μελέτη του «Meletemata de hiatoria Homeri», προσπάθησε να απόδειξη πώς στα χρόνια του Ομήρου ήταν γνωστή η γραφή, άρα και τα χρονιά του Σόλωνος ή του Πεισιστράτου τα ομηρικά έπη (ή τουλάχιστον τα «κύκλια έπη») έγιναν γνωστά από γενεά σε γενεά όχι με την προφορική παράδοση αλλά από τη γραπτή. Αναλύοντας δε τα δύο έπη εύρισκε πώς στον αρχικό πυρήνα τους έχουν απόλυτη συνοχή και πώς δεν πρόκειται για δυό τραγούδια παρά για ένα πού χωρίστηκε υστέρα από τους ραψωδούς. ʼλλος αντίπαλος της θεωρίας του Wolf είναι ο ονομαστός ελληνιστής και ομηριστής πού καταπιάστηκε συστηματικά με την κριτική των ομηρικών κειμένων Hermann, που κατέληξε στο συμπέρασμα πώς αρχικά η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ήταν δυό μικρά ποιήματα: το ένα περιέγραφε την «μήνιν του Αχιλλέως» και το άλλο τον «νόστον του Οδυσσέως». Ο Όμηρος, υποστήριξεν ο Χέρμανν, έζησε λίγα χρόνια ύστερα από τα Τρωικά. Έφτιαξε λοιπόν δυό μικρά ποιήματα (έπη), πού με τον καιρό παραγεμίστηκαν μ' ένα σωρό προσθήκες νεωτέρων ποιητών. Δέχεται όμως πώς δεν υπήρχε στα παλιά εκείνα χρόνια γραφή και πως τα σωζόμενα ομηρικά έπη έχουν πολλές αντιφάσεις. Υποστήριξε ακόμα πώς με τη στοματική παράδοση σωθήκανε ως τα χρόνια του Πεισιστράτου τα ομηρικά έπη. Η «νέα» θεωρία του Χέρμανν έκανε μεγάλη εντύπωση και συζητήθηκε πολύ.



Νέες θεωρίες και νέες απόψεις.

Μεγάλο θόρυβο όμως έκαναν και οι μελέτες του Κάρλ Λάχμανν (18371841). Αυτός διατύπωσε τη θεωρία πώς τα ομηρικά έπη αποτελούντανε αρχικά από μικρά - λαϊκά τραγούδια. Η θεωρία αυτή έδωκε αφορμή να εξετασθή το ομηρικό ζήτημα και από άλλη μεριά. Γι' αυτό οι «Σκέψεις» του Λάχμανν ήταν αξιόλογη συμβολή στην ομηρική βιβλιογραφία, γιατί έδωκε νέα ώθηση στην ομηρική κριτική. Όπως κι αν είναι όμως όλες οι νεώτερες μελέτες πάνω στο ομηρικό ζήτημα ξεκινούν από τον Wolf. Εννοείται πώς και οι εργασίες του Νίτζ, του Χέρμανν και άλλων δεν έχασαν την αξίαν τους. Μα πάντα η βολφιανή θεωρία είναι η αφετηρία. Γι' αυτό και ο επιγραφολόγος A. Kirchoff (die Homerische Odyssee, έκδ. 2α, Βερολίνο 1879) κατακομμάτιασε την Οδύσσεια βρίσκοντας πως αρχικά άλλος ήταν ο πυρήνας της και πως ύστερα έγιναν πολλές προσθήκες και αλλαγές. Ο W. Christ στα 1884 έκαμε το ίδιο για την Ιλιάδα. Ο περιώνυμος Wilamowitz (Homerische Untersuchungen, Βερολίνο 1884) εύρισκε πώς και στα δυό έπη υπάρχουν πολλές προσθήκες, παρεμβολές, παραχαράξεις και πως ως τα χρονιά του Πεισιστράτου και πιο ύστερα βρεθήκανε πολλοί απρόσκλητοι διασκευαστές του αρχικού ομηρικού κειμένου. Πάντα όμως ο Βιλαμόβιτς δέχονταν πως η γραφή δεν ήταν γνωστή ως τον Η' ή Ζ' αιώνα και πως το αρχικό ομηρικό κείμενο δεν ήταν δυνατό να γραφή στον ΙΒ' αιώνα. Ο Βιλαμόβιτς στηρίχθηκε ακόμα και στο γεγονός ότι στα ομηρικά κείμενα αναφέρεται πως οι νεκροί καίονταν, ενώ οι ανασκαφές της Τροίας απέδειξαν πώς οι νεκροί ενταφιάζονταν, αφού βρέθηκαν πολλοί σκελετοί. Στη νεώτερη μάλιστα μελέτη του ο ακουστός Γερμανός ελληνιστής (Die Ilias und Homer, 1916) δέχθηκε πως κάποτε έζησε κάποιος ποιητής, ο οποίος διασκευάζοντας τα διάφορα ποιήματα που ήταν γνωστά στην εποχή του έδωκε το δικό του όνομα σ' αυτά. Πάντως τα δυό έπη, όπως έφθασαν ως εμάς, δεν έχουν καμμιά σχέση με τον πρώτο τους πυρήνα.


Το ομηρικό ζήτημα εξακολουθεί να συζητείται.

Αντίθετα από τον Βιλαμόβιτς, ο Ε. Bethe δέχεται πώς υπάρχει εσωτερική ενότητα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, και πώς έγιναν πολλές παρεμβολές στο αρχικό κείμενο. Μα οι προσθήκες αυτές δεν χάλασαν τον πρώτο πυρήνα. Πάντα υπάρχει κάποιος επικός ποιητής πού έδωκε την «τελειωτική» μορφή στα δυό έπη, τη μορφή (σχήμα) πού έφτασε ως εμάς. Και για μεν την Ιλιάδα δέχεται πώς διαμορφώθηκε οριστικώς τον ΣΤ' αιώνα, για την Οδύσσεια δε στα μέσα του ΣΤ' αιώνα ή και αργότερα ακόμα. Ο Ε. Schwartz πάλι στη μελέτη του (Οδύσσεια, 1924) υποστηρίζει πως η τελευταία διασκευή και αποκατάσταση της Οδύσσειας έγινε στας Αθήνας στα χρόνια του Πεισιστράτου. Όσο για την Ιλιάδα, στη μελέτη του (Η γένεσις της Ιλιάδος, 1918) δέχεται πώς αυτή βγήκε από την ένωση τριών παλαιών έπων. Το ένα είναι Η μήνις του Αχιλλέως, το άλλο: Ο πόλεμος κατά της Τροίας, και το τρίτο: Ο θάνατος του Αχιλλέως. Απ' αφορμή τις μελέτες του Schwartz, ο Βιλαμόβιτς έγραψε νέο βιβλίο πάνω στο ομηρικό ζήτημα (Ο νόστος του Οδυσσέως, 1927). Στο βιβλίο του αυτό ο Βιλαμόβιτς τροποποιώντας κάπως παλαιότερες γνώμες του υποστηρίζει πως η Οδύσσεια δεν είχε αρχικά τη μορφή πού έχει σήμερα και πως η σειρά των έπων παλαιότατα ήταν οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα (ε-μ). Η Τηλεμάχεια είναι νεώτερη προσθήκη. Τα στοιχεία φ, χ, ψ είναι παρμένα απ' άλλο έπος, το οποίον παραμεγάλωσε με το ω. Η Οδύσσεια όπως την κομμάτιασεν ο Βιλαμόβιτς φτιάχτηκε τον ΣΤ' αιώνα, ενώ η Τηλεμάχεια μιά - δυό γενεές υστερώτερα. Οι γνώμες αυτές του Βιλαμόβιτς κριτικαρίστηκαν αυστηρά από τον W. Schmid (στη Γραμματολογία του, 1929) και ακόμη πιο πολύ από τον Drerup (Ph. W. 1930). Εννοείται πως η συζήτηση εξακολουθεί και η φιλολογική κριτική πάνω στα ομηρικά κείμενα δεν έφθασε σε συμπέρασμα πού ομόφωνα να το παραδέχουνται όλοι όσοι μπορούν να έχουν γνώμη πάνω στα ζητήματα αυτά.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

5
Ο Δαίρπφελδ σχεδόν μόνος αντίπαλος της βολφιανής θεωρίας.

Επειδή όμως εδώ δεν έχει τη θέση της η λεπτομερειακή αναγραφή όλης της γύρω στο ομηρικό ζήτημα βιβλιογραφίας 14, σημειώναμε μόνο πως η κρατούσα σήμερα γνώμη είναι πως η μεν γραφή έγινε γνωστή στην Ελλάδα τον Η' ή Ζ' αιώνα, τα δε ομηρικά έπη αρχικώς ήταν πολύ μικρότερα και διαφορετικώτερα στη μορφή τους, και πώς διασκευάστηκαν στον ΣΤ'' αιώνα, αφού ενώθηκαν και άλλα έπη και έτσι αποτελέστηκε το κείμενο πού έχομε. Σημειώναμε ακόμα πώς σχεδόν μοναδικός αντίπαλος όλων των παραπάνω θεωριών είναι ο Γερμανός αρχαιολόγος Γουλιέλμος Δαίρπφελδ, πού επιμένει στη γνώμη του πως ο Όμηρος έζησε στον ΙΒ' αιώνα και πως ο ίδιος έγραψε τα δυό έπη. Το μόνο πού παραδέχεται ο Δαίρπφελδ είναι πως η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν εγράφηκαν στη μορφή και την έκταση πού έφθασαν ως εμάς. Δέχεται δηλαδή πώς έγιναν προσθήκες και παρεμβολές από δεύτερο και τρίτο χέρι.

Επειδή όμως δίκαιο είναι ν' ακουσθή ή γνώμη του γηραιού ομηριστού, γιατί σε πολλά λεπτομερειακά ζητήματα δεν φαίνεται να πέφτη έξω, αντιγράφαμε εδώ την «απολογία» του, γιατί με το να επιμένη στη γνώμη του κατάντησε να είναι κατηγορούμενος μπροστά στη φιλολογική επιστήμη.

Εξ άλλου μας δίνει και μιά σύντομη, μα πιστή και ενημερωμένη περίληψη της ως τα σήμερα ιστορίας του ομηρικού ζητήματος και έτσι και από τη μεριά αυτή η γνώμη του είναι χρήσιμη. Αφού λοιπόν είναι έτσι τα πράγματα, ας δώσουμε το λόγο στον Δαίρπφελδ.

«Από δισχιλίων και πλέον ετών διαμάχονται οι λόγιοι περί του χρόνου και του τόπου γενέσεως των δύο επών του Ομήρου ως και περί του τρόπου της συνθέσεως αυτών και δεν κατέστη ακόμη δυνατόν να φθάσουν εις συνεννόησιν. Τουναντίον ο αριθμός των αμφισβητουμένων στοιχείων ηύξανε διαρκώς κατά τας διαδεχόμενος αλλήλας εκατονταετίας και αι προτεινόμενοι λύσεις απεμακρύνοντο ολονέν περισσότερον της πραγματικότητος.

»Κατά την αρχαιότητα ο κύκλος των αμφισβητουμένων στοιχείων υπήρξε πολύ στενός. Ήσαν οι λόγιοι διαφόρου γνώμης αν αμφότερα τα έπη, η Ιλιάς και η Οδύσσεια, εποιήθησαν υπό του Ομήρου και που και πότε έζησεν ο ποιητής ούτος. Προς δε και περί του μεγέθους (αριθμού των στίχων) και της γλώσσης των αρχικών επών είχον οι λόγιοι αμφιβολίας.

»Κατά τους νεωτέρους χρόνους, κυρίως δε από του τέλους του δεκάτου ογδόου αιώνος και προ πάντων από των ανασκαφών του Σλίμαν εις Τροίαν, Μυκήνας και Τίρυνθα, προσετέθη μακρά σειρά αμφισβητήσεων, εξ ών αναφέρομεν ενταύθα μερικάς μόνον: Είναι τα δύο ταύτα έπη έργα της δημοτικής ποιήσεως ή της τεχνικής; Εποιήθησαν αρχικώς ως μεγάλα ενιαία έπη ή συνετέθησαν εκ πλειόνων παλαιοτέρων χωριστών ποιημάτων; Ή μήπως υπόκειται εις εκάτερον των δύο τούτων επών μικρότερων τι και παλαιότερον ποίημα ως αρχικός πυρήν, το όποιον υστέρα διηυρύνθη και ηυξήθη δια ποικίλων προσθηκών; Τίνα πολιτισμόν απεικονίζουν τα δύο έπη; Είναι ο πολιτισμός των χρόνων καθ' ους έζων οι ήρωες του Τρωικού πολέμου, τ. ε. του δωδεκάτου π. Χ. αιώνος; Ή μήπως είναι πολιτισμός νεωτέρας εποχής, κατά την οποίαν έζησαν ο Όμηρος ή οι διάφοροι ποιηταί; Ή μήπως είναι δυνατόν να διακρίνωμεν εις εκάτερον των επών διάφορα στρώματα πολιτισμού εντός των διαφόρων μερών; Μη είναι, τέλος, τα δια των δύο επών ψαλλόμενα συμβάντα, αφ' ενός η εκστρατεία των Ελλήνων κατά της Τροίας, η οποία σκοπόν είχε να επανακομισθή η Ελένη εις την πατρίδα, και αφ' ετέρου ο νόστος και αι περιπλανήσεις του Οδυσσέως πραγματικώς ιστορικά γεγονότα ή κρύπτονται εις αυτά μόνον μύθοι, παραδόσεις και φανταστικά πλάσματα των ποιητών;

Ο Δαίρπφελδ εκθέτει περιληπτικώς την ιστορία του Ομηρικού ζητήματος.

»ʼπαντα τα ζητήματα και πολλά άλλα ακόμη ετέθησαν κυρίως κατά τους χρόνους της τελευταίας γενεάς υπό πολυαρίθμων επιστημόνων και εδόθησαν εις αυτά διάφορώταται απαντήσεις. Ουδέ έν και μόνον στοιχείον διελευκάνθη ούτως ώστε να τύχη γενικής συμφωνίας γνωμών. Μέχρι της σήμερον ακόμη αι γνώμαι διίστανται και μάλιστα από έτους εις έτος εγείρονται νέαι θεωρίαι περί του χρόνου των δύο επών, περί του τρόπου της γενέσεως και των ποιητών, εις ους οφείλονται. Ως προς τον χρόνον και τον τόπον της γενέσεως των επών, οι πλείστοι επιστήμονες παραδέχονται την και άλλοτε κρατούσαν αντίληψιν, ότι αμφότερα τα επικά ποιήματα εποιήθησαν εν Μικρά Ασία κατά τους χρόνους από του 800 μέχρι του 700 και ότι συνεπώς δεν δύνανται να περιέχουν ή μόνον παλαιάς παραδόσεις και αναμνήσεις περί τινος εκστρατείας των Ελλήνων κατά της Τροίας. Οι περισσότεροι των ομηριστών πιστεύουν ότι οι ποιηταί των επών ουσιωδώς απεικονίζουν τον πολιτισμόν της ιδίας αυτών εποχής και ότι μόνον ως προς ωρισμένα στοιχεία είχοντο ηθών και εθίμων της ηρωικής εποχής περί των οποίων είχον γνώσιν εκ παλαιοτέρων ποιημάτων, ότι «μετά πλήρους συνειδήσεως» παραλείπουν και αποσιωπούν πάντα τα γεγονότα των τελευταίων εκατονταετιών, προ πάντων την κάθοδον των Δωριέων και την εκ ταύτης προκληθείσαν εκδίωξιν των Αχαιών εκ της πατρίδος αυτών εις Μικρασίαν, ως έγραψεν ο Εδ. Μάϋερ (Ιστορία της αρχαιότητος Β', 1893, σ. 69). ʼλλοι ερευνη· ταί, εις ους και εγώ ανήκω, πιστεύουν ότι επί των αποτελεσμάτων των ανασκαφών στηριχθέντες δύνανται ν' αποδείξουν ότι αμφότερα τα έπη εψάλλοντο ήδη προ της καθόδου των Δωριέων εις τας αυλάς των ηρώων του Τρωικού πολέμου ή των υιών αυτών εν τη κυρίως Ελλάδι και ότι ουσιωδώς απεικονίζουν πιστώς την ιστορίαν, γεωγραφίαν και τον πολιτισμόν των Αχαιών Ελλήνων της Β' π. Χ. χιλιετηρίδος, εξαιρουμένων μόνον τινών μεταγενεστέρων προσθηκών, π.χ. του «νεών καταλόγου» εν τη Ιλιάδι και της 24ης ραψωδίας εν τη Οδυσσεία, ένθα αναφέρονται ή απεικονίζονται νεώτεροι καταστάσεις.

»Εγώ ο ίδιος δεν είμαι φιλόλογος. Εγενόμην ερευνητής των του Ομήρου δια των μακροχρονίων ανασκαφών ας εξετέλεσα κατ' αρχάς μεν εν συνεργασία μετά του Σλίμαν, έπειτα δε και μετ' άλλων, εις πολυάριθμους ομηρικούς τόπους. Τα έργα του Ομήρου εμελέτησα ήδη προ 70 ετών, μαθητής ων του εν Μπάρμεν της Γερμανίας γυμνασίου, και τα ηγάπησα ειλικρινώς. Ύστερον μετεχειριζόμην και εμελέτων αυτά πάντοτε εν Τροία και Τίρυνθι, εν Πύλω και Ιθάκη, εγνώρισα δε και εμελέτησα αυτά κατά βάθος και λεπτομερέστατα. Αλλά πλην των επών ανέγνωσα και εξήτασα και την εκτεταμένην βιβλιογραφίαν περί του ομηρικού ζητήματος. Όσον περισσοτέρας πόλεις ομηρικάς ή πύργους ανέσκαπτον, τόσον περισσότερον ηδραιούτο παρ' εμοί η πεποίθησις ότι αμφότερα τα ποιήματα του Ομήρου, ως προς την ουσίαν, παρέχουν τας καταστάσεις του χρονικού διαστήματος μεταξύ του Τρωικού πολέμου και της καθόδου των Δωριέων, δηλαδή του δωδεκάτου περίπου π.Χ. αιώνος, και δη επί όλων των πεδίων της γνώσεως και του βίου. Όσα μας διδάσκουν, όσα λέγουν τα κύρια μέρη των επών τούτων περί ιστορίας και γεωγραφίας, περί πολιτικών και οικονομικών καταστάσεων, περί θρησκείας και ηθών, περί πόλεων και πύργων, περί οίκων και σκευών, πάντα ταύτα ευρίσκονται κατά την πεποίθησίν μου εν πλήρει συμφωνία προς εκείνα πού δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν εκ των αποτελεσμάτων των ανασκαφών δια τους Αχαιούς Έλληνας του δωδεκάτου π.Χ. αιώνος. Εάν η σημαντική αυτή αλήθεια δεν ανεγνωρίσθη εισέτι γενικώς· πταίουν προ παντός αι εσφαλμένοι χρονολογίαι, αι οποίαι κρατούν την σήμερον ακόμη εις την αρχαιολογίαν. Είναι αύται αι χρονολογίαι της γεωμετρικής και της ανατολικοελληνικής τέχνης, που προ 60 περίπου ετών εισήχθησαν εις την ιστορίαν της ελληνικής τέχνης υπό του Φουρτβαίγγλερ, τας οποίας εν τούτοις εγώ έκτοτε κατεπολέμουν πάντοτε. Η σπουδαιότης του πράγματος με αναγκάζει να ασχοληθώ εις αυτό βαθύτερόν πως».
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

6
Τι απαντά ο Δαίρπφελδ στους επικριτάς του

Και επειδή, όπως είπαμε παραπάνω, ο Δαίρπφελδ αντιμετώπισε μιά τόσο αυστηρή κριτική του Βιλαμόβιτς, ή έπρεπε να αντεπιτεθή ή να εγκαταλείψη τον αγώνα. Προτίμησεν όμως ο επιφανής αρχαιολόγος να επιμείνη και να δικαιολόγηση άλλη μιά φορά τις γνώμες που διετύπωσε σχετικώς με τη χρονολογία της γένεσης και γραφής των ομηρικών επών, και παράλληλα να τονίση πως θεωρεί λαθεμένες τις γνώμες των αρχαιολόγων για τη γεωμετρική τέχνη.

«ʼρχομαι αποκρούων και ανασκευάζων βαρείαν κατηγορίαν ήτις κατετοξεύθη αδίκως κατ' εμού. θέλω να παραδεχθώ ότι άγνοια μόνον ή λήθη παρέσυρε τον Ουλερίχον φαν Βιλαμόβιτς να με καταγγείλη ότι δήθεν προς διάσωσιν της αστηρίκτου θεωρίας μου περί Ομηρου, θέλω να φέρω σύγχυσιν εις την στερεώς κατησφαλισμένην χρονολογίαν της ιστορίας της ελληνικής τέχνης. Εν τω έργω αυτού «Ιλιάς και Όμηρος» (1916 σ. 20) έγραψε περί εμού τα εξής: «Την σήμερον κρατεί λυπηρά παραγνώρισις της ομηρικής ποιήσεως. Ο ποιητής εκλαμβάνεται ως ιστορικός και συμφώνως προς την τοιαύτην αντίληψιν ανατρέπονται η ιστορία, η γεωγραφία και η χρονολογία». Αναμφιβόλως ο Βιλαμόβιτς ηδύνατο και έπρεπε να γνωρίζη ότι η τοιαύτη εμφάνισις των πραγμάτων δεν ήτο σύμφωνος προς την αλήθειαν. Επί του πεδίου της ιστορίας και γεωγραφίας το οποίον αναφέρει ως πρώτον κείνται τα πράγματα ούτως: Ο Όμηρος αφηγείται όντως μόνον τα ιστορικά γεγονότα και την γεωγραφικήν κατάστασιν της εποχής προ της καθόδου των Δωριέων, δια να μετατεθή δε ο ποιητής εις νεωτέραν εποχήν, ως θέλουν οι αντιφρονούντες προς εμέ, χρειάζονται τεχνικαί και αστήρικτοι βοηθητικαί υποθέσεις. Ιδίως βαρύ είναι το σφάλμα του επικρίνοντός με Βιλαμόβιτς επί του πεδίου της χρονολογίας. Δεν ηδύνατο να αγνόηση ότι από πλέον των 50 ετών, πριν ή μάλιστα ασχοληθώ με τον Όμηρον, αντέστην εις την υπό του Φουρτβαίγγλερ προταθείσαν χρονολογίαν της γεωμετρικής τέχνης ως ευρέθη αύτη εν Ολυμπία και Αθήναις. Ου μόνον δια του λόγου και γραπτώς, αλλά και δι' επιτυχών ανασκαφών πιστεύω ότι απέδειξα ότι η θεωρία του Φουρτβαίγγλερ ην εδημοσίευσεν εις το έργον του «Τα χαλκά της Ολυμπίας» (1879), η θεωρία δηλαδή καθ' ην άπαντα τα αντικείμενα της γεωμετρικής τέχνης, όσα υπάρχουν εν Ολυμπία και Αθήναις, έπρεπε ν' ανήκουν αποκλειστικώς εις την μεταμυκηναϊκήν εποχήν, είναι απαράδεκτος ως φανταστική. Εν διατριβή δημοσιευθείση εις τας «Ανακοινώσεις» (Mitteilungen) του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (1922, 30) εσημείωσα εν ολίγοις τα αποτελέσματα των νέων ανασκαφών και εξέθεσα το σφάλμα του Φουρτβαίγγλερ και τας ολεθρίας δια την επιστήμην συνεπείας αυτού. Εκτενέστερον δε έγραψα περί αυτού εις το νεώτερον έργον μου «Αρχαία Ολυμπία» (Alt. Olympia), 1935, σελ. 2 κ.έ. 12 κ.έ. 194, 445 κ.έ., ένθα παρέσχον τας αποδείξεις ότι η υπό του Φουρτβαίγγλερ εφευρεθείσα «γεωμετρική περίοδος» η οποία διήρκεσε δήθεν από του 1100 μέχρι του 700 π. Χ., ουδόλως υπήρξεν. Η «ανατολικοελληνική τέχνη», η οποία, κατά τον Φουρτβαίγγλερ. εγεννήθη κατά τον Ζ' αιώνα διαδεχθείσα την γεωμετρικήν τέχνην, πλησιάζει, διωρθωμένου του σφάλματος, αμέσως προς την επίσης εκ της Ανατολής προελθούσαν μυκηναϊκήν τέχνην. Τα γεωμετρικά χαλκά και αγγεία της Ολυμπίας και των Αθηνών ανήκουν εις μίαν προελληνικήν, της Β' χιλιετηρίδας, τέχνην. Τώρα τέλος πάντων μανθάνω ότι αρχίζουν και άλλοι αρχαιολόγοι να διαβλέπουν το βαρύ σφάλμα και τας ολεθρίας αυτού συνεπείας. (F. Koepp, Αρ χαιολογία, 1919, σελ. 73). Η αλήθεια περί της αρχαιοτάτης ελληνικής τέχνης και της χρονολογίας αυτής αναμφιβόλως θα διάλυση βαθμηδόν την ομίχλην της αυταπάτης, και τότε ως ελπίζω ακραδάντως, δεν θα διστάσουν και οι αρχηγοί της σχολής ταύτης να ανακαλέσουν τας αδίκους κατηγορίας και τας προσωπικός επιθέσεις, ων εγενόμην θύμα και τους οποίους δεν εμνημόνευσα ανωτέρω».

Και συνεχίζει ο Δαίρπφελδ, διατυπώνοντας τη θεωρία του για τα ομηρικά έπη, που με τόση επιμονή την υποστηρίζει αδιαφορώντας για τους εναντίον του χλευασμούς του ιστορικού Ed. Meyer και του φιλολόγου Wilamowitz.

«Δια της αλλαγής της χρονολογίας των αρχαιοτάτων ελληνικών επιγραφών, αναγλύφων και αγγείων, ων η ηλικία πρέπει να αυξηθή κατά μερικάς εκατονταετίας, μεταβάλλονται ριζικώς τα θεμέλια των περί Ομήρου και δη περί της χρονολογίας αυτού θεωριών. Η οριστική λύσις του αφορώντας την χρονολογίαν σπουδαίου ζητήματος έπρεπε να είναι ο σκοπός πάντων των αρχαιολόγων. Μόνον άμα ως αύτη επιτευχθή, τότε η οδός προς επιτυχή εξερεύνησιν του Ομήρου θα είναι ελευθέρα. Δι' εμέ η λύσις αύτη ήτο από πολλού χρόνου ωλοκληρωμένη, αφού δεν με εκώλυε πλέον η εσφαλμένη χρονολογία. Θα εκθέσω δε ενταύθα εν συντομία, εις τίνα αποτελέσματα έφθασα ως προς τα Ομηρικά έπη, εκποδών γενομένων των εμποδίων μετά την αλ·
λαγήν των θεμελίων.

Οι γνώμες του Δαίρπφελδ.

»Τα έπη παρέχουν ημίν, ως είπον ανωτέρω, εν πλήρει αληθεία την ιστορίαν και γεωγραφίαν της προδωρικής εποχής, ως και τον πραγματικόν πολιτισμόν των Αχαιών Ελλήνων του δωδεκάτου αιώνος. Επί του πεδίου της ιστορίας αφηγούνται τα γεγονότα του τελευταίου αυτών μεγάλου πολέμου, της κοινής εκστρατείας των Αχαιών ηγεμόνων κατά της Τροίας. Ψάλλουν όμως χωριστά μόνον συμβάντα του πολέμου τούτου, δηλαδή πρώτον το επεισόδιον της «μήνιος» (οργής) του Αχιλλέως και δεύτερον τον νόστον του Οδυσσέως μετά μακράς περιπλανήσεις. Τα αλλά συμβάντα της εκστρατείας κατά της Τροίας εψάλησαν δια πολυαρίθμων άλλων ασμάτων. Περί πάντων των μεταγενεστέρων γεγονότων της ελληνικής ιστορίας, περί της καθόδου των Δωριέων, περί της καταστροφής πάντων σχεδόν των Αχαϊκών μεγάρων και πύργων των βασιλέων ή ηγεμόνων, περί της εκδιώξεως των Αχαιών εκ της Ελλάδος, των μαχών αυτών και της εγκαταστάσεως των εν Μικρά Ασία ουδέν γνωρίζει ο ποιητής. Ουδέ υπό μορφήν χρησμών ή προφητειών ή προρρήσεων υποδεικνύονται τα σημαντικά ταύτα γεγονότα, καίτοι τούτο θα ήτο ευκολώτατον εάν ο ποιητής έζη εκατονταετίας ύστερον. Τουναντίον δίδει προφητείαν αναφερομένην εις την βασιλείαν του γένους του Οδυσσέως εν Ιθάκη (Οδ. 15, 534). Προς τούτοις τους Έλληνας ονομάζει εισέτι με το παλαιόν κοινόν όνομα Αχαιούς, το οποίον αποδεικνύεται τώρα δια των ανακαλυφθεισών αιγυπτιακών και χετταιϊκών επιγραφών ως ακριβέστατον, ενώ άλλοτε, πρό της ανακαλύψεως δηλαδή ταύτης, εθεωρείτο ποιητική εφεύρεσις. Περί των διχονοιών μεταξύ Ιώνων και Αιολέων εν Μικρά Ασία ο ποιητής δεν γνωρίζει ακόμη τίποτε. ʼγνωστοι παντελώς είναι εις αυτόν ακόμη οι Δωριείς, διότι ο μόνος στίχος (Οδ. 19,177) ο αναφερών αυτούς εν Κρήτη μαζί με άλλους λαούς είναι αναμφιβόλως μεταγενέστερον παρεμβεβλημένος. Αι δύο πλουσιώτεραι πόλεις του κόσμου είναι κατά τον ποιητήν αι αιγυπτιακαί Θήβαι και ο Βοιωτικός Ορχομενός, τούθ' όπερ είναι ακριβές δια τον δωδέκατον αιώνα αλλ' ουχί δια τον όγδοον ή έβδομον π. Χ. Τούτο μας οδηγεί εις το πεδίον της γεωγραφίας, ένθα αι ειδήσεις του ποιητού είναι κατ' εξοχήν αποδεικτικαί, καθ' όσον δια της περί το 1150 π. Χ. επισυμβάσης καθόδου των Δωριέων επήλθαν εν Ελλάδι σημαντικαί μετακινήσεις λαών και μεταβολαί ονομάτων. Τα δύο έπη γνωρίζουν αποκλειστικώς μόνον προδωρικήν γεωγραφίαν. Μεταγενέστεραι προσθήκαι, ως π. χ. ο νεών κατάλογος (Ιλ. Β) παρέχουν ήδη την κατάστασιν της κλασσικής εποχής. Παρ' Ομήρω η Πελοπόννησος λέγεται ακόμη «ʼργος» και οι ηγεμόνες της Πελοποννήσου, ως ο Αγαμέμνων, ο Μενέλαος και ο Νέστωρ, καλούνται Αργείοι, ενώ η μεταγενέστερα πόλις του ʼργούς δεν υπάρχει ακόμη. Αι Μυκήναι είναι η πρωτεύουσα πόλις της ανατολικής Πελοποννήσου. Πύλος, η πόλις του Νέστορος κείται εν Τριφυλία ουχί δε ακόμη εν Ήλιδι, όπου μετέβησαν οι Πύλιοι μετά την υπό των Δωριέων καταστροφήν της πόλεως Οι Κεφαλλήνες, ο λαός δηλαδή του Οδυσσέως, κατώκουν εν Ακαρνανία, χώρα κειμένη επί της Στερεάς, έναντι της νήσου Ιθάκης, η δε Ιθάκη η πατρίς του Οδυσσέως δεν είναι ακόμη η σημερινή Ιθάκη, η οποία καλείται παρ' Ομήρω εισέτι Σάμη, αλλά η ύστερον Λευκάς καλουμένη νήσος, εν τη οποία εγώ ανέσκαψα και απέδειξα την ομηρικήν Ιθάκην. Εν αντιθέσει προς τα δύο έπη ο «νεών κατάλογος» γνωρίζει τα δωρικά ονόματα των νήσων περί ών εν Οδυσσεία γίνεται λόγος και εκλαμβάνει ως την πατρίδα του Οδυσσέως την σήμερον ούτω καλουμένην μικράν Ιθάκην (Θιάκι). Και η όλη εικών του κόσμου, οίον τον βλέπει ο ποιητής, δεν είναι η του ογδόου ή εβδόμου αιώνος, καθ' ην εποχήν είχαν ήδη επεκτείνει τας αποικίας αυτών προς τα βορειοανατολικά μέρη, αλλά η της προδωρικής εποχής, καθ' ην ο ορίζων των Ελλήνων περιελάμβανε μόνον την ανατολικήν λεκάνην της Μεσογείου Θαλάσσης, από της Φοινίκης προς Ανατολάς μέχρι της Σικελίας και προς Δυσμάς μέχρι του περιβάλλοντος τον κό σμον Ωκεανού.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

7
»Πλην της ιστορίας και γεωγραφίας αναφέρω ενταύθα εκ της πληθώρας της ύλης ολίγα μόνον ακόμη στοιχεία αποδεικνύοντα την μεγάλην αρχαιότητα των ομηρικών επών

»Οι Θεοί του Ομήρου δεν είναι εισέτι οι Θεοί της κλασικής Ελλάδος, οι οποίοι ανακαλύπτονται ολονέν περισσότερον ως αποτελούντες σύνδεσμον των ομηρικών Θεών μετά των προελληνικών τοπικών θεοτήτων της Ελλάδος και Μικράς Ασίας, αλλ' είναι τουναντίον οι των παναρχαίων ευγενών αχαιϊκών οικογενειών που εκ του Βορρά μετηνάστευσαν εις την Ελλάδα.

»Οι οίκοι των Αχαιών δεν περιγράφονται υπό του Ομήρου όμοιοι προς τους οίκους των Ιώνων ή των Αιολέων της Μικράς Ασίας. Ο ποιητής ούτος γνωρίζει ακόμη τα δύο είδη των βασιλείων μελάθρων, τα όποια, ως δεικνύουν τα αποτελέσματα των ανασκαφών, πράγματι υπήρξαν αμφότερα παράλληλα κατά τα τέλη της Β' χιλιετηρίδος π. Χ. εν Ελλάδι, δηλαδή τα απλά, αλλ' υψηλά βασίλεια μέλαθρα της Ιθάκης και Πύλου, τα οποία ουσιωδώς διεκρίνοντο από τα πλούσια και μετ' ανατολικής λαμπρότητας διακεκοσμημένα βασίλεια πού περιγράφονται υπό του Ομήρου εις Σπάρτην και Σχερίαν και τα οποία πρόκεινται ημίν νυν ανακαλυφθέντα εις Μυκήνας, Τίρυνθα και Κρήτην. Τινές των Αχαιών ηγεμόνων είχον διατηρήσει επί του πεδίου της οικοδομής ως και της κατασκευής των τάφων τον απλούν πολιτισμόν της μέσης Ευρώπης, ενώ άλλοι είχον δεχθή τα πολυτελή υλικά και τας λαμπράς μορφάς της εκ της Ανατολής καταγόμενης μυκηναϊκής τέχνης διά τα βασίλεια αυτών και τους θολωτούς των τάφους.

»Όμοιόν τι προς εκείνο εμφανίζεται κατά χαρακτηριστικόν τρόπον και εις τα όπλα. Ενώ Αχαιοί τινες διετήρουν ακόμη τα αρχαία όπλα αυτών και ιδία την μεγάλην και βαρείαν πυργωτήν ασπίδα, άλλοι έχουσιν ήδη την μικράν πέλτην, ήτις, ως διδάσκουν τα μνημεία, υπήρξεν εν χρήσει εν χώραις περί την ανατολικήν λεκάνην της Μεσογείου Θαλάσσης πολύ προ της καθόδου των Δωριέων, συγχρόνως προς την πυργωτήν ασπίδα. Εκ τούτου συμπεραίνομεν ότι ο Όμηρος δεν έψαλεν ούτε κατά το ήμισυ της Β' χιλιετηρίδος π. Χ., ότε η πυργωτή ασπίς ήτο ίσως ακόμη εν γενική χρήσει ούτε κατά τον Η' ή Ζ' αιώνα, ότε οι Ίωνες και Δωριείς Έλληνες δεν είχον πλέον ή την πέλτην, αλλ' έζησε μεταξύ των δύο εποχών, κατά τον 12ον περίπου αιώνα, ότε δηλαδή και τα δύο είδη ασπίδων ήσαν εν παραλλήλω χρήσει».

Και καταλήγει στο εξής συμπέρασμα σχετικά με την εποχή πού γράφηκαν τα ομηρικά έπη:

«Εάν συμφώνως προς ταύτα αμφότερα τα έπη απεικονίζουν ημίν όντως την γεωγραφίαν και ιστορίαν και όλον τον πολιτισμόν του ΙΒ' π. Χ. αιώνος, της εποχής δη λαδή, της οποίας τα συμβάντα και τας καταστάσεις ο ποιητής προτίθεται να ψάλη, τότε ου μόνον δικαιούμεθα αλλά και αναγκαζόμεθα να θέσωμεν την γένεσιν των επών κατά την εποχήν ταύτην, τ. έ. εις το βραχύ χρονικόν διάστημα μεταξύ του Τρωϊκού πολέμου και της καθόδου των Δωριέων.

»Την πολλάκις γενομένην ένστασιν, ότι η γλώσσα του Ομήρου δεν επιτρέπει την παραδοχήν μείζονος ηλικίας των επών, δυνάμεθα κάλλιστα να μη λάβωμεν υπ' όψιν, αφού ήδη πολλοί ειδικοί φιλόλογοι και ανεγνωρισμένοι γλωσσολόγοι ρητώς ζητούν τοιαύτην μετάθεσιν του Ομήρου εις προγενεστέραν εποχήν της μέχρι του νυν παραδεκτής. Τινές τούτων, ως π. χ. ο καθηγητής Ίναμα, θέτουν τα έπη, ένεκεν ακριβώς της γλώσσης, εις τον ΙΒ' αιώνα (Ο Όμηρος κατά την μυκηναϊκήν εποχήν, Omero nell' eta micenea, 1913). Απέναντι της ειρημένης ενστάσεως πρέπει να υπενθυμίσω και το ως ασφαλές αποδειχθέν περιστατικόν, ότι αι αρχαιόταται ελληνικαί επιγραφαί, επί των οποίων εν πρώτη γραμμή στηρίζεται η κρίσις περί της αρχαιοτάτης μορφής της ελληνικής γλώσσης, τίθενται κατά την υπ' εμού υποστηριζομένην χρονολογίαν κατά μερικάς εκατονταετίας προ της νυν ακόμη συνήθως αναγνωριζομένης. Ουχί κατά τον Η' π. Χ. αιώνα ελαβον οι Έλληνες την γραφήν των, ως πιστεύεται υπό πολλών, αλλά τουναντίον κατά την ομόφωνον παράδοσιν της αρχαιότητος και κατά τας προσφάτως ανακαλυφθείσας φοινικικάς επιγραφάς (R. Eisler εν journal of Asiat. Society 1922) κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα παρέλαβαν αυτήν παρά των Ανατολιτών, ότε έλαβον και την μυκηναϊκήν τέχνην των Φοινίκων. Εάν εκ των αρχαιοτάτων τούτων χρόνων μήτε εν Ελλάδι μήτε εν Φοινίκη δεν ευρίσκομεν επιγραφάς, τούτο ευεξήγητον εκ του λόγου ότι τότε εις τας δύο αυτάς χώρας η γραφή εγίνετο επί παπύρου και δέρματος, υλικού που ούτε εν Φοινίκη ούτε εν Ελλάδι ένεκεν των κλιματολογικών συνθηκών διετηρήθη».

Δεν τελειώνει όμως εδώ, μα προχωρεί για να δώση τα τελικά συμπεράσματα των πολυχρονίων μελετών του πάνω στο ομηρικό ζήτημα.

«Τα αποτελέσματα των μακροχρονίων μου ανασκαφών εις ομηρικούς τόπους με έπεισαν και η μελέτη της όλης φιλολογίας περί Ομήρου με ενίσχυσεν εν τη πεποιθήσει μου ότι τα δύο διασωθέντα μέχρις ημών έπη ανήκουν εις τα πολυάριθμα ποιήματα ή άσματα τα όποια μετά τον Τρωϊκόν πόλεμον εψάλλοντο εις τας βασιλικάς αυλάς της Ελλάδος. Όταν έπειτα περί το 1100 π.Χ. αι πλείσται αχαϊκαί οικογένειαι, εκδιωχθείσαι υπό των Δωριέων, μετηνάστευσαν εις Μικράν Ασίαν, μετέφερον μετά πολλών άλλων αρχαίων ασμάτων και τα δύο έπη τα ψάλλοντα την μήνιν του Αχιλλέως και τον νόστον του Οδυσσέως ως αξιολόγους θησαυρούς του μεγάλου αυτών παρελθόντος και εφύλασσον αυτά μετά θρησκευτικής ευλαβείας. Εν τη οικογένεια των Ομηριδών πρέπει να παραδεχθώμεν ότι επί ολοκλήρους εκατονταετίας τα δύο έπη εψάλλοντο και ετιμώντο θεωρούμενα έργα του Ομήρου. Δεν παραδέχομαι εν τούτοις ότι και τα δύο ανήκουν εις ένα και τον αυτόν ποιητήν, αλλ΄ έχω λόγους να πιστεύω ότι το μεν περί της μήνιος του Αχιλλέως εγένετο εν τη αιολική Φθία, το δε περί του νόστου του Οδυσσέως, κατά την αυτήν εποχήν εν τη Ιωνική Πύλω. Οι λόγοι ούτοι είναι διαφόρων ειδών, και άξιοι να μνημονευθούν ενταύθα τουλάχιστον εν ολίγοις:

»Πρώτον: Η Ιλιάς έχει γλώσσαν μάλλον αιολικήν, η Οδύσσεια μάλλον ιωνικήν. Επειδή δε είναι γνωστόν ότι οι Αιολείς, όσοι εγκατεστάθησαν εις την Μικράν Ασίαν, ήλθον κατά μέγα μέρος εκ της Βορείου Ελλάδος, οι δε Ίωνες εκ της Πελοποννήσου, ευκολώτερον θα εξηγείτο η πράγματι υπάρχουσα εις τα έπη γλωσσική διαφορά, εάν η Ιλιάς ήτο προϊόν της Βορείου Ελλάδος και η Οδύσσεια της Πελοποννήσου.

»Δεύτερον: Προς τον τοιούτον προσδιορισμόν συμφωνεί και το περιεχόμενον των δύο έπων. Το της μήνιος του Αχιλλέως, εν τω οποίω οι Έλληνες ηττώνται ευθύς ως ο Αχιλλεύς παύη να μετέχη της μάχης, δεν είναι δυνατόν να μη έχη ποιηθή και να μη εψάλλετο εις την αυλήν του Αχιλλέως, αφ' ετέρου δε είναι πολύ πιθανόν να εψάλλετο η Οδύσσεια εις την Πύλον, διότι εν τη Οδυσσεία, ως υπό πολλών παρετηρήθη, ο Νέστωρ και οι υιοί του έχουν σημαντικήν θέσιν.

»Τρίτον: Η πολλάκις τονισθείσα υπό των ομηριστών διαφορά ως προς τα δένδρα θα εύρισκε βάσιμον ερμηνείαν, διότι η Νότιος Πελοπόννησος έχει το ηπιώτατον κλίμα της Ελλάδος, όπου κατ' εξοχήν ευδοκιμούν το φοινικόδενδρον και η συκή, η δάφνη και η ελαία. Τα δένδρα ταύτα μνημονεύονται συχνά εν τη Οδυσσεία, εν δε τη Ιλιάδι η πίτυς. Η λεπτομέρεια αύτη παρέσυρε τον Βίκτωρα Χέεν εις το να χαρακτηρίση την Οδύσσειαν ως έργον νεώτερον και την Ιλιάδα ως παλαιότερον, πράγμα το οποίον προ πολλού είχεν αποδειχθή λελανθασμένον, καθ' όσον τα τέσσαρα προαναφερθέντα δένδρα της Οδύσσειας δεν εισήχθησαν εις την Ελλάδα μόνον μετά την εποχήν της Ιλιάδος, αλλ' εφύοντο ήδη κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα.

»Τέταρτον: Επιτρέπεται να παρατηρηθή ότι ο ποιητής της Οδύσσειας, συγκρίνων την Ναυσικάν μετά της Αρτέμιδος, παραλείπει ν' αναφέρη ως ενδιαιτήματα της θεάς τα δύο χιονοσκεπή όρη τα υψούμενα εις τα Δυτικά της Πελοποννήσου: τον Ερύμανθον δηλαδή και τον Ταΰγετον (Οδ. 6, 103). Όθεν βασιζόμενος εις τους λόγους τούτους θεωρώ όχι ως βέβαιον αλλά τουλάχιστον ως δυνατόν ότι η Οδύσσεια εγένετο εν Πύλω και η Ιλιάς εν Φθία.

»Αμφότερα τα έπη εγένοντο λοιπόν κυρίως εν Ελλάδι και κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα μετηνέχθησαν κατόπιν υπό των Αχαιών των εκδιωχθέντων υπό των Δωριέων, εις την Μικράν Ασίαν, ένθα κατά την Α' π.Χ. χιλιετηρίδα εψάλλοντο συχνότατα και ως εκ τούτου δεν έμειναν αμετάβλητα. Δια γλωσσικών και πολυειδών άλλων προσθηκών και αλλαγών τα αρχικά ποιήματα διηυρύνοντο, μετε· βάλλοντο και συνεχρονίζοντο. Εκ του ποιήματος περί της οργής του Αχιλλέως, εν τω οποίω, διαρκούσης της απουσίας του ήρωος εκ της μάχης, έπρεπε μόνον ήτται των Ελλήνων να αναφέρωνται, ανεπτύσσετο βαθμηδόν δια προσθηκών αι οποίαι αφηγούντο νίκας των Ελλήνων ποίημα μεγαλύτερον και γενικώτερον περί του προ του Ιλίου πολέμου. Κατά παρόμοιον τρόπον μετεβάλλετο το αρχικόν ποίημα περί του νόστου του Οδυσσέως δια παρεμβολής των περιπλανήσεων τούτου εις έπος περιλαμβάνον τας περιπετείας του Οδυσσέως κατά την μακράν περιήγησιν αυτού μέχρις ότου έφθασεν εκ της Τροίας εις την πατρίδα του Ιθάκην.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

8
Τα συμπεράσματα του Δαίρπφελδ.

»Δια την Ιλιάδα απέδειξε και εξέθεσε τούτο προ ολίγων ετών ο Ευγένιος Πέτερσον εν τω μετά τον θάνατον αυτού εκδοθέντι έργω του «Η του Ομήρου μήνις του Αχιλλέως και η των Ομηριδών Ιλιάς» (1920) και μάλιστα κατά τοιούτον τρόπον ώστε εις απαντά σχεδόν τα υποστηριχθέντα παρ' αυτού στοιχεία να δύνομαι να εκφράσω την πλήρη συμφωνίαν μου. Ως προς την Οδύσσειαν πιστεύω ότι θα αρκέσουν αι μελέται μου τας οποίας εδημοσίευσα το 1935 εν τω πρώτω τόμω του υπό τον τίτλον «Ομήρου Οδύσσεια» έργου εν συνεργασία μετά του Ερρίκου Ρύτερ (Henr. Ruter)»

Ύστερα, εκθέτει διεξοδικώς τη γνώμη του πως από ένα μικρότερο κείμενο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας έγιναν με διάφορες προσθήκες τα νεώτερα κείμενα. Επιμένει όμως πολύ στη γνώμη του πως τα αρχικά κείμενα είχαν ενότητα και δεν παρουσίαζαν καμμιά από τις αντιφάσεις και ανακολουθίες που παρουσιάζουν τα γνωστά σε μας κείμενα των δυό έπων.

«Με όλας τας αντιφάσεις τας υπάρχουσας εν τω σημερινώ κειμένω και άλλας ακόμη περί των οποίων θα γίνη κατωτέρω λόγος, και με όλας τας μεταβολάς ας υπέστη κατά τας παλλάς εκατονταετίας το αρχικόν κείμενον, δεν δύναται κανείς να παραγνώριση ότι εις την Οδύσσειαν και την Ιλιάδα υπόκειται αρμονικόν και ενιαίον σχέδιον, τούθ' όπερ οι μεγαλύτεροι ποιηταί μας διησθάνθησαν και ωμολόγησαν. Ούτως ο Γκαίτε εις την συνομιλίαν μετά του Έκκερμαν κατά την 1ην Φεβρουαρίου 1827 λέγει: «ο Βόλφ ανήρεσε μεν τον Όμηρον, αλλά την αξίαν του ποιήματος του δεν ηδυνήθη να μειώση. Τούτο έχει την θαυμασίαν δύναμιν των ηρώων της Βαλχάλλας, οι οποίοι κόπτουσιν αλλήλους το πρωί εις κομμάτια, κάθονται δε την μεσημβρίαν εις την τράπεζαν πάλιν με ανέπαφα τα μέλη». Παρομοίως ο Σίλλερ γράφει τη 27 Απριλίου 1798 προς τον Γκαίτε: «...ʼλλως τε είναι ανάγκη, εάν τις ενεβάθυνεν εις μερικός ραψωδίας του έπους, να θεωρήση την ιδέαν μιας ραψωδι κής συμπαραθέσεως αυτών περί διαφορετικήν αρχήν ως βαρβαρικήν, διότι η λαμπρά συνοχή του όλου και των μερών είναι μία των επιφανέστερων αρετών του». Η ενότης αυτή των Ομηρικών επών και η εξόχως καλλιτεχνική σύνθεσίς των, θαυμαζόμεναι υπό τοιούτων ποιητών, δύνανται μεν να είναι παραμορφωμέναι και κεκαλυμμέναι δια της επιδράσεως της μακροχρονίου παραδόσεως, αλλά δύνανται και να αποκαλυφθούν και να αποκατασταθούν εκ νέου εις τα στοιχεία των» 15.

Στην περίπτωση αυτή φυσικά δεν μπορεί να βαρύνη ούτε η γνώμη του Γκαίτε ούτε η γνώμη του Σίλλερ. Το ζήτημα θα λυθή με τη βοήθεια της φιλολογίας, της ιστορίας, της εθνογραφίας και της κοινωνιολογίας. Oι φιλόλογοι δεν συμβουλεύονται παρά την αρχαιολογία και μόνο και γι' αυτό δεν μπορούν να φθάσουν σε ορθά συμπεράσματα. Το ίδιο λάθος κάνει και ο Δαίρπφελδ. Ξεκινάει από την αντίληψη πως στον καιρό των Τρώων, Αχαιών και Δαναών υπήρχαν βασιλικές Αυλές σαν τις σημερινές, δηλαδή πως οι λαοί αυτοί είχαν ξεπεράσει τις πρωτόγονες βαθμίδες της εξέλιξης και ανάπτυξης τους και ήταν ωργανωμένοι σε Κράτη. Αυτό είναι το βασικό λάθος όχι μόνον του Δαίρπφελδ μα και των άλλων ομηριστών.





Σε ποιές βάσεις πρέπει να στηριχθή η μελέτη του ομηρικού ζητήματος.

Για να μελετηθή το ομηρικό ζήτημα καλά, ώστε ο ερευνητής να μπορή να φθάση σε θετικά συμπεράσματα, πρέπει πρώτ' απ' όλα να εξετασθή αν το όνομα Όμηρος είναι ελληνικό. Έπειτα πρέπει να ξεκαθαρισθή το ζήτημα πού και πότε γράφηκαν αρχικώς τα ομηρικά έπη και τί λογής κοινωνικούς θεσμούς περιγράφουν. Και μιά που θα καταπιασθή κανένας με αυτά τα βασικά ζητήματα κατ' ανάγκη θα δώση πρωταρχική θέση στο ζήτημα του ποτέ έγινε γνωστή και καθιερώθηκε η γραφή στην αρχαία Ελλάδα.

Δεν λέω, αυτό κάνουν οι περισσότεροι ομηριστές, ωστόσο δεν παίρνουν το σωστό δρόμο στην έρευνά τους. Αυτό είναι το λάθος τους. Κι' απ' αυτού οι διαφωνίες τους και οι καυγάδες τους. Κι' επειδή παίρνω μέρος στη συζήτηση αυτή, χωρίς να είμαι φιλόλογος, κάνω τούτη εδώ τη δήλωση:

Το ομηρικό ζήτημα, όπως παρουσιάζεται, δεν είναι ζήτημα καθαρά φιλολογικό. Ο φιλόλογος και ο αρχαιολόγος παίζουν εδώ το ρόλο πού παίζει στην ιστορική έρευνα και σύνθεση ο ιστοριοδίφης.

Ο ιστοριοδίφης ερευνά, ξεσκαλίζει το αρχειακό υλικό, αντιγράφει, ταξινομεί, αλλά δεν συνθέτει. Εκείνος πού συνθέτει είναι ο ιστορικός. Ο ιστορικός (και εννοώ τον άξιο και όχι τον κάθε λογής ξυλοσχίστη) θα πάρη το υλικό από τον ιστοριοδίφη και με τη βοήθεια της -κοινωνιολογικής επιστήμης, και πολλές φορές και της εθνογραφίας, θα συνθέση. Έτσι κι' εδώ. Πρώτα ο φιλόλογος θα κάμη την κριτική του πάνω στα ομηρικά κείμενα και με τη βοήθεια της γλωσσολογίας θα ξεχωρίση τα παλαιότερα γλωσσικά στρώματα από τα νεώτερα, κι' ύστερα θα έλθη ο ιστορικός να βάλη τα πράματα στη θέση τους, να συνθέση.

Αυτό θα προσπαθήσω να κάμω, έχοντας υπ' όψη μου το υλικό που έχει συγκεντρωθή από φιλολόγους και αρχαιολόγους γύρω στο ομηρικό ζήτημα.

Η πατρίδα του Ομήρου είναι άγνωστη.

Αν όμως δεν ξέρομε τί λέξη είναι το όνομα Όμηρος και τί σημαίνει το όνομα αυτό, ξέρομε ωστόσο πώς τα δυο μεγάλα έπη γράφηκαν στο Αιγαίο ή πιο σωστά στα παράλια της Μικρασίας. Μπορεί βέβαια το αρχικό τους κείμενο σε πολλά σημεία να μην ήταν τέτοιο πού «συμπληρώθηκε» πιο υστέρα στας Αθήνας και αλλού. Ο πρώτος τους όμως πυρήνας σε κάποιες πόλεις, εκεί κοντά στη Σμύρνη ή στη Μίλητο ή στην Έφεσο ή στη Χίο γράφηκε. Να προσδιορίσουμε ακριβώς τα μέρος αυτό είναι όχι δύσκολο, μα αδύνατο. Εκείνο που μπορούμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα είναι πώς το μέρος αυτό πρέπει να ήταν τόπος πού κατοικούντανε από Αιολείς και όχι από Ίωνες. Κι' αυτό γιατί ο Τρωϊκός «πόλεμος» και οι περιπέτειες του Οδυσσέα πού περιγράφονται στα δύο έπη ανήκουν στην ιστορία των Αχαιών, που κατά τη γνώμη μας δεν είναι της ίδιας φυλετικής καταγωγής με τους Ίωνες. Αν αργότερα συγχωνεύθη-. καν οι Αχαιοί, οι Ίωνες και οι Δωριείς, είναι άλλο ζήτημα πού δεν έχει τη θέση του εδώ να το εξετάσουμε17. Εξ άλλου δεν έχει σημασία για τα ζητήματα που εξετάζονται εδώ να εξηγηθή και αναλυθή ο πιθανός τρόπος που κατά τη γνώμη μας συγχωνεύθηκαν τα προελληνικά φύλα με τους Δωριείς και πως έγινεν η γλωσσική τους αφομοίωση18 με επικράτηση της δωρικής (ελληνικής) γλώσσας. Σημασία για το θέμα που εξετάζομε έχεικαι μεγάλη μάλιστα ο ιστορικός πυρήνας που υπάρχει μέσα στα μεγάλα αυτά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

9
Τα ομηρικά έπη περιγράφουν εποχή και κοινωνία στην οποίαν δεν υπήρχε ο θεσμός του Κράτους.

Μα για να βρούμε τον ιστορικό αυτό πυρήνα, πρέπει να αναλύσουμε την κοινωνική κατάσταση με όλους τους θεσμούς της που περιγράφουν τα δύο έπη. Μιά τέτοια ανάλυση θα μας βοηθήση να καταλάβουμε καλύτερα πολλά πράγματα που έχουν άμεση σχέση με το θέμα μας. Όταν διαβάσουμε προσεκτικά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, θα ιδούμε πως πουθενά οι Αχαιοί, οι Δαναοί, οι Αργείοι, δηλαδή οι λαοί που αναφέρονται και περιγράφονται τα έθιμα τους και οι βιωτικές συνθήκες τους, δεν είναι ωργανωμένοι σε Κράτος. Ούτε στρατός μόνιμος υπάρχει, ούτε εκτελεστική ή νομοθετική εξουσία, ούτε ατομική ιδιοκτησία, ούτε θεσμοί γενικώς που να δείχνουν πως οι λαοί αυτοί πέρασαν σε ανώτερο στάδιο εξέλιξης. Η κοινωνία στα παμπάλαια εκείνα χρόνια ήταν οργανωμένη με βάση το Γένος. Υπήρχαν δηλαδή ομάδες ομάδες που είχαν αρχηγούς που τους έλεγαν βασιλείς, γέροντας, άνακτας και που κατοικούσαν σε ωρισμένες περιφέρειες, περιτειχισμένες γύρω γύρω με κάστρα εξ αιτίας των ληστρικών επιδρομών. Οι άνακτες, βασιλείς, γέροντες ήταν οι αρχηγοί, δεν είχαν όμως την εξουσία που έχουν οι μονάρχαι εις τα κατόπιν χρόνια. Η θέλησή των δεν ήταν απόλυτη. Στον καιρό πολέμου και επιδρομών είχαν μεγαλύτερη δικαιοδοσία, στον καιρό ειρήνης όμως τα δικαιώματα τους ήταν περιωρισμένα. Όταν πρόκειται να πάρουν σοβαρές αποφάσεις καλούν το λαό και στις λαοσυνάξεις αυτές παίρνονται από κοινού οι αποφάσεις. Ακόμα και η δουλεία δεν έχει τη μορφή πού πήρε στην Ελλάδα από τον Η' αιώνα και δώθε. Οι δούλοι δεν είναι σκλάβοι με την πραγματική σημασία της λέξης. Είναι παραγυιοί και ψυχογυιοί του αρχηγού της οικογενείας. Το ίδιο και οι σκλάβες, είναι ψυχοκόρες και παραδουλεύτρες, γιατί δεν έχουν ακόμα ωριμάσει οι αντικειμενικοί όροι, ώστε από την εργασία τους να βγαίνη χρήσιμη υπεραξία. Η εργασία γίνεται από κοινού από όλα τα μέλη του γένους. Ακόμα και οι βασιλείς και οι άνακτες δουλεύουν. Ο Οδυσσεύς φτιάνει μόνος του το κρεββάτι του. Ο Τηλέμαχος καταπιάνεται με δουλειές του χεριού. Η Ναυσικά πλένει τα ρούχα της μαζί με τις δούλες στο ποτάμι. Το ίδιο γίνεται και στα αμπέλια και στα χωράφια. Κ' εκεί πηγαίνουν όλοι μαζί και δουλεύουν. Δεν υπάρχουν αφέντες και εργάτες19. Όπου δε αναφέρονται οι θήτες είναι φως φανερό πως πρόκειται για στίχους που έχουν προστεθή από τους ραψωδούς και τους «κωδικοποιήσαντας» την Ιλιάδα και Οδύσσεια στα χρόνια του Πεισιστράτου. Οι θήτες τον καιρό που ίσχυε ο θεσμός του Γένους δεν υπήρχαν, όπως δεν υπήρχαν άνεργοι, άστεγοι και ακτήμονες με την έννοια πού έχουν οι λέξεις αυτές στην υστέρα από τον Η' αιώνα εποχή. Γι' αυτό και η δικαιοσύνη δεν απονέμονταν από ξεχωριστή εξουσία, δεν υπήρχαν δηλαδή δικαστές, μα ίσχυε ο θεσμός της αντεκδίκησης. Όλοι αυτοί οι πρωτόγονοι θεσμοί δείχνουν πώς δεν υπήρχε ούτε ίχνος κρατικής εξουσίας στην κοινωνία των Αχαιών, Δαναών και Αργείων πού περιγράφεται στην Οδύσσεια και Ιλιάδα. Μόνον όταν έγινε η κοινωνική διαφοροποίηση εξ αίτιας της επικράτησης του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας υπάρχουν θήτες, άστεγοι, ακτήμονες κλπ. και τότε η εργασία παύει να είναι έργον όλων των μελών της κοινωνίας, καθιερώνεται ειδική εξουσία απονομής της δικαιοσύνης και εμφανίζεται η κρατική εξουσία σαν διαιτητής στις ατομικές και κοινωνικές διαφορές. Ας το ξαναπούμε όμως άλλη μιά φορά, πώς στην Ιλιάδα και Οδύσσεια δεν περιγράφεται μιά τέτοια διαφοροποιημένη κοινωνία, παρά μιά κοινωνία πού έχει για βασική «κοινοτική» μονάδα το Γένος. Εδώ κ' εκεί φυσικά γίνεται λόγος για θεσμούς που δείχνουν πώς το Γένος διασπάσθηκε, πως υπάρχει η κληρονομική διαδοχή, πώς υπάρχει για ωρισμένα είδη ατομική ίδιοκτησ;α, πώς μερικοί Αρχηγοί έχουν εξαιρετική δικαιοδοσία. Μα όλοι αυτοί οι θεσμοί δεν θέλει ρώτημα πώς είναι νεώτεροι και οι σχετικοί στίχοι είναι προσθήκες των ραψωδών. Το παλαιότερο κείμενο αγνοούσε όλους τους τέτοιους θεσμούς. Γι' αυτό και ο Οδυσσεύς όταν ξαναγυρίζη στο νησί του δεν έχει κανένα δικαίωμα και δεν μπορεί να εξουσιάση και αυτή τη γυναίκα του. Το βιός του του το έτρωγαν οι Μνηστήρες της Πηνελόπης. Ο γυιός του ο Τηλέμαχος αν και βασιλόπουλο δεν είχε κανένα κύρος και αναγκάσθηκε ο πολυμήχανος πατέρας του με μπαμπεσιά να ξεπαστρέψη τους Μνηστήρες, αφού ούτε ίχνος κρατικής εξουσίας υπήρχε στο «βασίλειο» του. Έπειτα πουθενά στα δυό έπη δεν γίνεται λόγος για νόμισμα και για εμπόριο. Οι ανταλλαγές γίνονταν πράγμα με πράγμα και σε μικρή κλίμακα. Αν πάλι ξεκαθαρίσουμε τα ομηρικά έπη από τις νεώτερες προσθήκες τους θα ιδούμε πώς περιγράφουν μάλλον κτηνοτροφικό παρά γεωργικό βίο. Από τα όσα πάλι λέγονται για την καλλιέργεια της γης μερικά είναι περιγραφή συνθηκών πού ίσχυαν στον Η' και τους ύστερα αιώνες. Εξ άλλου στον αρχικό πυρήνα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας περιγράφεται η παλαιότερη εποχή που ο γεωργικός βίος δεν είχε ακόμα επικρατήσει, εξ αιτίας των ληστοπειρατικών επιδρομών.

Όταν λοιπόν διαβάζουμε τα ομηρικά έπη δεν πρέπει να ξεχνούμε πώς περιγράφουν μιά πολύ παλιά εποχή, πώς οι θεσμοί της δεν έχουν καμμιά σχέση με τους υστερώτερους θεσμούς της εποχής που εμφανίζεται ο θεσμός του Κράτους. Δυστυχώς οι φιλόλογοικαι πολλοί ιστορικοί ακόμαβλέπουν την κοινωνία που περιγράφεται στα δυό έπη σαν μιά κοινωνία πού δεν διαφέρει και πολύ από τη σημερινή. Γι' αυτό μιλούν για φορολογικά συστήματα, για ηγεμονικές αυλές και κυβερνητικές εξουσίες και γενικά για θεσμούς (πολιτικούς και κοινωνικούς) που υπάρχουν μεν σήμερα, μα που δεν υπήρχαν καθόλου τότε.

Τα προελληνικά στοιχεία των επών.

Ύστερα από την ανάλυση που κάναμε και που είναι η μόνη σωστή, βγαίνει πως τα δύο έπη περιγράφουν από τη μιά μεριά μύθους, παραδόσεις, ύμνους και θεσμούς της προελληνικής εποχής και από την άλλη εξυμνούν «κατορθώματα» των αρχηγών του Γένους, με πυρήνα την «εκστρατεία» κατά της Τροίας. Στην εκστρατεία αυτή δεν πήραν μέρος οι Έλληνες. Μα ούτε και οι Αργείοι, οι Αχαιοί και οι Δαναοί πήγαν τον ίδιο καιρό για να «κατακτήσουν» την Τροία. Πιο πιθανό είναι πώς έγιναν πολλές διαδοχικές «εκστρατείες» ή πιό σωστά αποικιακές εξορμήσεις από τα παράλια του Αιγαίου ή ακόμα και από τα μέρη της Μαύρης θαλάσσηςσημερινόν Καύκασο. Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα (όπως και πιο πρίν οι Αργοναύτες) φαίνεται πώς δεν ξεκίνησαν από τη Θεσσαλία μα από τον Καύκασο. Όταν όμως οι λαοί πού κατοικούσαν τα παράλια του Πόντου-Καυκάσου πέρασαν στο Αιγαίο και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία-έφεραν μαζί τους και τις παλιές παραδόσεις τους, για τα κατορθώματα των αρχηγών τους. Το ότι σώθηκε η παράδοση πώς ο Αχιλλεύς θάφτηκε σ' ένα νησάκι πού βρίσκεται στη Μαύρη θάλασσα δίχως άλλο κρύβει κάποιον ιστορικό πυρήνα ο θρύλος αυτός20. Ίσως οι Αχαιοί να ξεκίνησαν από την Ασία και ως πού να φθάσουν στο Αιγαίο να πέρασαν και να έμειναν αιώνες στην περιοχή του Πόντου-Καυκάσου. Ο Στράβων (XI, 496-497) κάνει λόγο για μιά χώρα Αχαΐα που υπήρχε στον Καύκασο σαν «αποικία» της Αργοναυτικής εκστρατείας. Ο ίδιος (ΙΧ. 416) γράφει ακόμα πως οι Αχαιοί του Πόντου ήταν άποικοι των Ορχομενίων που επλανήθησαν ως εκεί ύστερα από το πάρσιμο της Τροίας. ʼλλη πάλι παράδοση ιστορεί πως το παλιό κάστρο της Τροίας χτίσθηκε από τον Αιακό21 που ήταν Αχαιός. Έπειτα γίνεται λόγος και για Υπαχαιούς που κατοικούσαν στη περιοχή της Μικρασίας, που είχε το όνομα Κιλικία (βλ. Ηρόδοτο, VI, 91).


Όλες αυτές οι παραδόσεις δείχνουν πως οι Αχαιοί δεν κατέβηκαν από τη σημερινή Βαλκανική μα ήλθαν από την Ασία και από την Ασία πέρασαν στην Ελλάδα. Όπως δε είπαμε και παραπάνω, δεν είχαν φυλετική συγγένεια με τους Δωριείς ούτε και με τους Ίωνας. Όσο για τους Δαναούς, αυτοί ήσαν μάλλον νοτιομεσογειακή φυλή και ήλθαν από την Αφρική-Αίγυπτο στο Αιγαίο. Φαίνεται πως έφθασαν κάποτε σαν ληστοπειρατές στο βόρειο Αιγαίο και κατέλαβαν και πολλά μέρη της Ελλάδας. Δεν είναι όμως καθόλου πιθανό πως στήν «εκστρατεία» κατά της Τροίας πήραν μέρος μαζί με τους Αχαιούς. Το πιο πιθανό είναι πως άλλη φορά πρωτύτερα ή αργότερα δεν το ξέρομεγύρεψαν να κουρσέψουν την Τροία και οι τέτοιοι αγώνες τους απομνημονεύθηκαν σε ύμνους και τραγούδια, που αργότερα από τους ραψωδούς συγχωνεύθηκαν με τις ανάλογες παραδόσεις των Αχαιών.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελλάδα”