Οι τρείς -ολιγοήμερες- περιοδείες στη Μακεδονία
Την πρώτη και μοναδική φορά, που εστάλη υπηρεσιακά στη Μακεδονία ο Μελάς ήταν τον Φεβρουάριο του 1904. Η κυβέρνηση υπό την πίεση των εθνικιστικών οργανώσεων αποφάσισε να στείλει μυστικά στη Μακεδονία τέσσερις αξιωματικούς, για να εκτιμήσουν την κατάσταση.
«Ο Κοντούλης αμέσως προτείνει τον Παύλο, με τη ρητή υπόσχεση, ότι θα τον συγκρατή, γιατί είναι γνωστή η ορμή του... Με άλλους τρείς αξιωματικούς με εντολή να γνωρίσουν τον τόπο, τους ανθρώπους, να ορίσουν στελέχη για μέλλουσα εργασία, να πληροφορηθούν από κοντά τις ανάγκες και τις επιθυμίες των μακεδονικών πληθυσμών, αλλά να ενεργούν μυστικώτατα αποφεύγοντας κάθε σύγκρουση με τις αρχές ή τους κομιτατζήδες... να είναι προσεκτικοί, για να μην εκθέσουν το Ελληνικό κράτος σε πόλεμο, που δεν ήταν τότε έτοιμο να επιχειρήση». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς. Βιογραφία», έκδ. «Πελασγός», Αθήνα, 1992, σελ. 15, 16.)
Όταν μετά από λίγες ημέρες γύρισαν, συνέταξαν δύο διαφορετικές εκθέσεις. Δεν συμμερίζονταν όλοι τις υπερφίαλες προτάσεις του Μελά για άμεση εμπλοκή της χώρας και αποστολή ένοπλων τμημάτων στη Μακεδονία. Η διαφορά αυτή «έπνιξε στην αγανάκτηση» τον Μελά και τον οδήγησε σε μονομαχία με τον Κολοκοτρώνη (ένας από τους τέσσερις αξιωματικούς, που δεν συμμεριζόταν τις εθνικιστικές του απόψεις).
Την δεύτερη φορά, που πήγε στη Μακεδονία πήρε 20ήμερη άδεια από την Υπηρεσία του (Ιούλιο 1904) και την τρίτη και τελευταία (18 Αυγούστου) πήγε κατ’ εντολή -όχι της Υπηρεσίας του, από την οποία έλαβε τετράμηνη άδεια, αλλά- της παρακρατικής οργάνωσης, Μακεδονικό Κομιτάτο.
Όπως προαναφέρθηκε, δεν πήγε στη Μακεδονία για να πολεμήσει, αλλά για να οργανώσει αντάρτικες ομάδες, να τρομοκρατήσει τα εξαρχικά χωριά να γυρίσουν στο Πατριαρχείο και να μήν επιτρέψει σε άλλα πατριαρχικά χωριά να αποσκιρτήσουν προς την Εξαρχία. Παρά τους εκφοβισμούς, οι πληθυσμοί έδειχναν απροθυμία να υπακούσουν στον Παύλο Μελά. Αυτό προκύπτει κι από τα ίδια τα λεγόμενά του:
· «Λέχοβον, 25 Σεπτεμβρίου 1904. Νάτα μου,... Εγώ εδώ, ή μάλλον το σώμα μου εφόνευσε τους διαβόητους βουλαγρόπαππαν και βουλγαροδιδάσκαλον της Προκοπάνας την 17 Σεπτεμβρίου. Δια της πράξεως ταύτης υπεβοήθησα τους κατοίκους επενέλθουν εις την Ορθοδοξίαν και να δηλώσουν εντός δεκαημέρου την επιθυμίαν των ταύτην εις τον Μητροπολίτην. Την 18 εις την ελληνικώτατην Βελκαμένην, υπεχρέωσα 7 γονείς να αποσύρουν τα 7 τέκνα των, τους μόνους μαθητάς της ρουμανικής προπαγανδιστικής σχολής. Τον Ρουμάνον διδάσκαλον και ταυτοχρόνως κομιτατζήν υπεχρέωσα να φύγη εντός εβδομάδος, άν θέλη να ζήση. Αυτός έφυγεν την επαύριον». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 390και 395).
· «Πληροφορούμαι ασφαλώς, ότι οι Βούλγαροι δεν δύνανται να σηκώσουν τους χωρικούς, οι οποίοι φοβούνται να έβγουν εις το κλαρί, φοβούνται και τας αντεκδικήσεις μου, διότι ειδοποίησα τα βουλγαροχώρια, ότι θα καύσω τα σπίτια εκείνων, οι οποίοι θα μεταβούν εις τας Βουλγαρικάς συμμορίας». Παύλος Μελάς. (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 406).
· Τα περισσότερα σχέδιά του ματαιώθηκαν, ωστόσο, λόγω της απροθυμίας των ντόπιων να τον βοηθήσουν. «Μεγάλα πράγματα δεν ημπορώ να κατορθώσω και ένεκα του χειμώνος και ένεκα της δικαιολογημένης απροθυμίας των κατοίκων». Παύλος Μελάς, λίγες μέρες πριν σκοτωθεί. (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 405).
* * *
Δεν ήταν εύκολη δουλειά για ένα καλομαθημένο και άπειρο νεαρό, όπως ήταν ο Παύλος Μελάς, να συναναστρέφεται και να ηγείται ομάδων ληστών (βλ. κεφ. Δ΄: Οι “αγαθουργοί κακούργοι”. Μαφία έμμισθων ληστών τρομοκρατεί τα Μακεδονικά χωριά), που μοναδικό τους κίνητρο ήταν το χρηματικό όφελος. Πολλές φορές σημειώνονταν απρόοπτα:
· «Εκεί μετρά ο Παύλος τους άνδρες του. Άλλοι αρρώστησαν και φροντίζει να τους αφήσει σε καλά χέρια. Ένας τους επρόδωσε, άλλος έφυγε με τα όπλα του. Έμειναν 25.» (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς. Βιογραφία», έκδ. «Πελασγός», Αθήνα, 1992, σελ. 28).
· «Εις τον αχρείον αυτόν είχα δώσει και 2 λίρας μισθόν. Άν ποτέ τον απαντήσω, θα μου πληρώση την άτιμον αυτήν προδοσίαν». (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 340).
· «Έξ έφυγαν πριν διαβώμεν τα σύνορα και μόλις έλαβαν τα χρήματα. Ένας μας επρόδωσε και άλλος μας έφυγεν, ο αχρείος, μόλις επεράσαμεν τον Αλιάκμονα, συναποφέρων και τα όπλα του». (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 377).
«Μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισία...»
Μελετώντας τις επιστολές, που έγραψε ο Παύλος Μελάς στη γυναίκα του τις τελευταίες ημέρες πρίν σκοτωθεί, δείχνουν έναν άνθρωπο τελείως ακατάλληλο να διαχειρίζεται ανορθόδοξες καταστάσεις, να ζεί με κακουχίες κρυμμένος στα βουνά, να ηγείται ληστών, να μπαίνει στα χωριά, να σκοτώνει αθώους και να πλιατσικολογεί. Αντιθέτως δείχνουν έναν άνθρωπο μετανοιωμένο, απελπισμένο, να έχει σπάσει τελείως ψυχολογικά (άν και λείπει από το σπίτι του λιγότερο από δύο μήνες), να κλαίει και να θέλει να γυρίσει στη γυναίκα του και στο πλούσιο και ασφαλές περιβάλλον, που είχε συνηθίσει ως τότε να ζεί. Σε στιγμές αυτοκριτικής παραδέχεται, ότι δεν μπορούσε να διευθύνει «τοιαύτην εργασίαν». Οι τελευταίες και σημαντικότερες μέρες της ζωής του, επιβεβαιώνουν των λόγων το αληθές:
· «Μονή Τσιριλόβου, Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1904 (σ.σ. ένα μήνα πρίν το θάνατό του). Σε ευχαριστώ πολύ άγγελέ μου, δια τας καθημερινάς ειδήσεις, που μου δίδεις, αλλά δεν επιθυμώ να κουράζης τα μάτια σου γράφουσα κάθε βράδυ με το φώς (λείπει κείμενο). Η φωτογραφία σου μου ήρεσε και μ’ ευχαριστεί. Τα καημένα μου τα πόδια, που σου εφάνησαν τότε λιγνά, είναι ακόμη λιγνότερα τώρα... Εν τω μεταξύ ο Πύρζας, εγώ και ένας εντόπιος συζητούμεν περί του τρόπου εξαφανίσεως ενός όστις τρομοκρατεί ολόκληρον την περιφέρειαν (λείπει κείμενο). Εις την απαίσιαν αυτή συζήτησιν είμαι δυστυχώς υποχρεωμένος να λάβω μέρος. Μόλις ετελείωσε κατελήφθην από φοβεράν απογοήτευσιν. Τώρα εννόησα, ότι δεν ημπορώ εγώ να διευθύνω τοιαύτην εργασίαν. Έτρεμα και είχα ρίγος, ησθανόμην τον εαυτόν μου ένοχαν πρίν ακόμη εγκληματίσω. Έβλεπα τα μαυρισμένα και κοκκαλιάρικα χέρια μου και μου εκίνουν φρίκην.
» Το βράδυ... επήγα εις την εκκλησίαν του μοναστηρίου, την χαμηλήν, παναρχαίαν εκκλησίαν. Και εκεί μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισία. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον, το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου και έβλεπα μόνον φόνους αγρίους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών. Ενθυμήθηκα τη γλυκύτητα του οικογενειακού βίου, όλους σας, τας λεπτάς και ευγενείς υπάρξεις σας και η απελπισία μου μ’ ετρέλανε σχεδόν». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 379-379).
· «Προκοπάνα. Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 1904. Νάτα μου,... Εις τας 4 μ.μ. εισήλθομεν εις την Προκοπάναν. Οι δύο κακούργοι (σ.σ: ο Βούλγαρος δάσκαλος και ο παπάς) εφονεύθησαν επιστρέφοντες εκ κηδείας τινός. Μετά τούτο -την κατάστασιν της ψυχής μου την εννοείς- ανεχωρήσαμεν αμέσως δια Βελκαμένην ακολουθήσαντες βαθυτάτην, μακροτάτην και κοπιωδεστάτην χαράδραν. Καθ’ όλον το διάστημα περιπατούσα ως μεθυσμένος, έκλαια σχεδόν διαρκώς. Σας εσυλλογιζόμην όλους με απελπισίαν, με απόγνωσιν. Εγώ ενόμιζα, ότι το ωραίον και ευγενές έργον, το οποίον ανέλαβα, μόνο με ευγενείς και ωραίας πράξεις θα εξετελείτο, χωρίς να συλλογισθώ τας σκληράς ανάγκας, τας οποίας ήθελον απαντήσει και τας φοβεράς λεπτομερείας των. Παρήλθον 24 ώραι και ακόμη κλαίω, όταν το συλλογίζομαι. Ένα γνώριζε, ότι τους είδα μόνον την στιγμήν της συλλήψεώς των».
Ο θάνατος του Παύλου Μελά και το κεμέρι με τις λίρες
Ο Παύλος Μελάς κουβαλούσε μαζί του πολλά χρήματα για τη μισθοδοσία όχι μόνον της ομάδας του, αλλά και για την δημιουργία κι άλλων ομάδων, για την εξαγορά Βουλγάρων, για δωροδοκίες κ.λπ.. Ασφαλώς πολλοί θα εποφθαλμιούσαν το «κεμέρι» του. Σύμφωνα με τη σκηνή του θανάτου του, έτσι όπως την περιγράφει η γυναίκα του, σκοτώθηκε από μία και μοναδική σφαίρα, που έπεσε εναντίον του μέσα στο σκοτάδι. «Τότε φάνηκαν αίματα και έπεσαν λίρες κατά γης, γιατί είχε τρυπήσει το κεμέρι του η σφαίρα». (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 414).
Το εθνικιστικό κατεστημένο έκανε αμέσως λόγο για ηρωικό θάνατο κι έφτιαξε τον ήρωα και τον μύθο, που αναπαράχθηκε από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Ελληνικού κράτους: «Ο ηρωικός αυτός θάνατος έγειρε το αίσθημα της εκδικήσεως σε κάθε Ελληνική καρδιά. Όχι τόσο κατά των Τούρκων, όσο κατά των δολοφόνων Βουλγάρων». (Μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη, «Οι πρωτοπόροι του Μακεδονικού Αγώνος», Αθήνα, 1962, σελ. 66.) Διατυπώθηκαν πάντως πολλές και διάφορες εκδοχές για το θάνατό του μία εκ των οποίων ήταν, ότι σκοτώθηκε από κάποιον από την ομάδα του, για να του πάρει το κεμέρι με τις λίρες, την εξαφάνιση του οποίου οι νεοέλληνες ιστοριογράφοι παραβλέπουν. Προφανώς τους χαλάει την προβαλλόμενη ηρωική σκηνή του θάνατου του...
Γιάννης Λάζαρης
Τέλος Ζ΄ Κεφαλαίου του Αφιερώματος
http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=182