Στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με μια ψεύτικη στάση, με υποκρισία, αλλά με ένα είδος χιούμορ μέσω του οποίου εκείνος που το χρησιμοποιεί δηλώνει ότι αρνείται να πάρει τελείως στα σοβαρά τόσο τους άλλους όσο και τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί ακριβώς, ό,τι είναι ανθρώπινο, ακόμα και όταν είναι φιλοσοφικό, είναι αβέβαιο και δεν υπάρχει κανένας λόγος να κομπάζουμε γι' αυτό. Η αποστολή του Σωκράτη λοιπόν είναι να κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν τη μη-γνώση τους. Πρόκειται για μια επανάσταση στην περί γνώσεως αντίληψη. Βέβαια ο Σωκράτης μπορούσε να απευθυνθεί, και το έκανε άλλωστε με ευχαρίστηση, και στους απλοϊκούς, στους αμαθείς, σε εκείνους που έχουν μόνο μια συμβατική γνώση, που ενεργούν μόνο υπό την επίδραση προκαταλήψεων δίχως βαθύτερη σκέψη, με στόχο να τους δείξει πως η υποτιθέμενη γνώση τους δεν στηρίζεται πουθενά. Κυρίως όμως απευθύνεται σε εκείνους που εξ αιτίας της παιδείας τους είναι πεπεισμένοι ότι κατέχουν «τη» γνώση. Πριν τον Σωκράτη υπήρξαν δύο τύποι τέτοιων προσώπων: από τη μια οι αριστοκράτες της γνώσης, δηλαδή οι δάσκαλοι της σοφίας ή της αλήθειας, όπως ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής ή ο Ηράκλειτος, που αντέτασσαν τις θεωρίες τους στην άγνοια του πλήθους, και από την άλλη οι δημοκράτες της γνώσης, που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να πουλήσουν τη γνώση σε όλο τον κόσμο: θα αναγνωρίσατε τους σοφιστές. Για τον Σωκράτη η γνώση δεν είναι ένα σύνολο προτάσεων και αποφάνσεων που μπορεί κανείς να καταγράψει, να μεταδώσει ή να πουλήσει ετοιμοπαράδοτες. Οπως βλέπουμε στην αρχή του Συμποσίου, ο Σωκράτης έρχεται καθυστερημένα γιατί παρέμεινε να στοχάζεται όρθιος και ακίνητος, εαυτώ πώς προσέχοντα τον νουν. Επίσης όταν μπαίνει στην αίθουσα ο Αγάθων, που είναι ο οικοδεσπότης, τον παρακαλεί να έρθει να κάτσει κοντά του [«Εδώ, Σωκράτη, κοντά μου πλάγιασε»], έτσι ώστε να «...απολαύσω, με την επαφήν μαζί σου, και την σοφήν έμπνευσιν που σου κατέβηκε εις την είσοδον». «Καλά θα ήταν, Αγάθων, να ήταν η σοφία έτσι, ώστε να μεταγγίζεται μεταξύ μας από το περισσότερον γεμάτον εις το περισσότερον αδειανόν». Πράγμα που σημαίνει ότι η γνώση δεν είναι ένα προκατασκευασμένο αντικείμενο, ένα δεδομένο περιεχόμενο που μπορεί να μεταδοθεί απευθείας είτε μέσω της γραφής είτε μέσω οποιουδήποτε λόγου.
Οταν ο Σωκράτης διατείνεται πως ένα μόνο γνωρίζει, ότι δεν γνωρίζει τίποτα, σημαίνει ότι αρνείται την παραδοσιακή αντίληψη για τη γνώση. Η φιλοσοφική του μέθοδος δεν έγκειται στη μετάδοση μιας γνώσης, πράγμα που θα σήμαινε να απαντά στα ερωτήματα των μαθητών, αλλά, εντελώς αντίθετα, στο να ρωτά τους μαθητές, μια που αυτός ο ίδιος στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα να τους πει, τίποτα να τους μάθει όσον αφορά το θεωρητικό περιεχόμενο της γνώσης. Η σωκρατική ειρωνεία έγκειται στο να καμώνεται πως θέλει να μάθει κάτι από τον συνομιλητή του έτσι ώστε να τον οδηγήσει να ανακαλύψει πως δεν γνωρίζει τίποτα στον τομέα όπου ισχυρίζεται ότι είναι γνώστης.
Ομως αυτή η κριτική της γνώσης, που εμφανίζεται ως εξ ολοκλήρου αρνητική, έχει μια διπλή σημασία. Από τη μια, προϋποθέτει ότι η γνώση και η αλήθεια, όπως ήδη είδαμε, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές προκατασκευασμένες, αλλά πρέπει να γεννηθούν από το ίδιο το άτομο. Γι' αυτό ο Σωκράτης δηλώνει στον Θεαίτητο ότι σε μια συζήτηση αρκείται στον ρόλο του μαιευτήρα. Ο ίδιος τίποτα δεν γνωρίζει και τίποτα δεν διδάσκει, αλλά αρκείται στο να θέτει ερωτήματα και οι ερωτήσεις του, τα ερωτήματα που θέτει, είναι αυτά που βοηθούν τους συνομιλητές του να γεννήσουν τη δική «τους» αλήθεια. Μια τέτοια εικόνα επιτρέπει σαφώς να εννοηθεί ότι η γνώση δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά στην ίδια την ψυχή και ότι εναπόκειται στο ίδιο το άτομο να την ανακαλύψει, αφού πρώτα, χάρη στον Σωκράτη, έχει συνειδητοποιήσει ότι η γνώση του [η -με την αρχαιοελληνική έννοια- σοφία του] ήταν κούφια.
Ο Πλάτων στα πλαίσια της δικής του σκέψης θα εκφράσει αυτή την ιδέα μυθολογικά λέγοντας ότι κάθε γνώση είναι ανάμνηση του οράματος που είχε κάποτε η ψυχή σε μια προηγούμενη ύπαρξη. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε πώς να επαναφέρουμε στη μνήμη. Η προσέγγιση του Σωκράτη είναι εντελώς διαφορετική. Οι ερωτήσεις του Σωκράτη δεν οδηγούν τον συνομιλητή του να μάθει κάτι και να καταλήξει σε συμπεράσματα, τα οποία θα μπορούσαν να διατυπωθούν με τη μορφή προτάσεων περί του α ή β αντικειμένου. Ο σωκρατικός διάλογος, αντίθετα, καταλήγει σε μιαν απορία, στην αδυνατότητα, στο ανέφικτο, ακριβώς, του συμπεράσματος και της διατύπωσης μια γνώσης. 'Η μάλλον, επειδή ακριβώς ο συνομιλητής θα ανακαλύψει τη ματαιότητα των γνώσεών του, γι' αυτό και [ταυτόχρονα με τον μάταιο χαρακτήρα των γνώσεών του] θα ανακαλύψει την αλήθεια του, πράγμα που σημαίνει ότι περνώντας από τη γνώση στον εαυτό, θα αρχίσει να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό. Με άλλα λόγια, στον «σωκρατικό» διάλογο, το αληθινό διακύβευμα δεν είναι αυτό για το οποίο μιλούν, αλλά αυτός ο οποίος ομιλεί. Οπως το λέει ένα άλλο πλατωνικό πρόσωπο, ο Νικίας:
«Μου φαίνεται ότι δεν γνώριζεις ότι όποιος έχει στενό σύνδεσμο λόγου με τον Σωκράτη, σαν συγγενής, και τον πλησιάζει να συζητήσει, αναγκάζεται αυτός, ακόμα κι αν τύχει για κάτι άλλο ν' αρχίσει να συζητάει, να παρασύρεται διαρκώς από τον λόγο αυτό, προτού φτάσει στο σημείο ν' απολογηθεί για τον εαυτό του, με ποιο τρόπο ζει τώρα και με ποιον έχει ζήσει την προηγούμενη ζωή του. Οταν φτάσει στο σημείο αυτό, δεν θα τον αφήσει νωρίτερα ο Σωκράτης, προτού διερευνήσει καλά και σωστά όλα τούτα. [...] Χαίρομαι λοιπόν, Λυσίμαχε, να συναναστρέφομαι τον άνδρα, και δεν νομίζω πως είναι κακό να μας υπενθυμίζει κάποιος ότι άσχημα πράξαμε ή πράττουμε, αλλά ότι αναγκάζεται στην υπόλοιπη ζωή του να είναι προνοητικότερος εκείνος που δεν αποφεύγει αυτά...».
Ο Σωκράτης επομένως οδηγεί τους συνομιλητές του σε μια αυτοεξέταση, στο να αυτοσυνειδητοποιηθούν. Σαν «αλογόμυγα» ο Σωκράτης παρενοχλεί, τσιγκλίζει τους συνομιλητές του με ερωτήσεις που τους αμφισβητούν, που τους αναγκάζουν να παρατηρήσουν, να προσέξουν τους εαυτούς τους, να νοιαστούν για τους εαυτούς τους, να φροντίσουν τους εαυτούς τους:
«Πώς εσύ αγαπητέ μου, όντας Αθηναίος, πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα χρήματα, πώς θα αποκτήσεις περισσότερα, και για τη δόξα και τις τιμές, και να μην φροντίζεις ούτε να νοιάζεσαι για τη φρόνηση και την αλήθεια και την ψυχή σου;»
Από την άλλη, λοιπόν, δεν πρόκειται τόσο για αμφισβήτηση της φαινομενικής γνώσης που πιστεύουμε ότι κατέχουμε, αλλά μάλλον για μια αμφισβήτηση του εαυτού μας και των αξιών που διέπουν τη ζωή μας. Γιατί τελικά, μετά από ένα διάλογο με τον Σωκράτη, ο συνομιλητής του δεν έχει πια την παραμικρή ιδέα γιατί συμπεριφέρεται έτσι όπως συμπεριφέρεται. Συνειδητοποιεί τις αντιφάσεις του λόγου του καθώς και τις προσωπικές εσωτερικές του αντιθέσεις. Αμφιβάλλει για τον ίδιον του τον εαυτό. Καταλήγει και αυτός, όπως ο Σωκράτης, να γνωρίσει ότι δεν γνωρίζει τίποτα. Ομως κάνοντάς το αυτό, αποστασιοποιείται από τον εαυτό του, διχοτομείται· ένα κομμάτι του εαυτού του ταυτίζεται τώρα πια με τον Σωκράτη μέσω της αμοιβαίας συμφωνίας που ο Σωκράτης απαιτεί από τον συνομιλητή του σε κάθε στάδιο της συζήτησης. Ετσι λοιπόν μέσα του διενεργείται μια συνειδητοποίηση του εαυτού· θέτει σε αμφισβήτηση τον ίδιον του τον εαυτό.
_________________ «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
|