Τα «υπαρξιακά» ερωτήματα μιας νέας - ιστορικής Εκκλησίας
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πηγή: http://www.imga.gr/omilies_arthra/vlaxos.htm
Δημοσιεύουμε κατωτέρω την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε ο Σεβασμιώτατος στο περιοδικό «Sobornost» που εκδίδει η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (βλ. σχετικό κείμενο σελ. 11). Ο Αρχισυντάκτης του περιοδικού, Igor Radev, και οι συνεργάτες του κατόρθωσαν να συμπεριλάβουν μέσα σε 12 ερωτήσεις τα σημαντικότερα ζητήματα που κατά κανόνα αντιμετωπίζει μια Τοπική Εκκλησία σήμερα.
Ερώτηση: Σεβασμιώτατε, ο κόσμος σήμερα αντιμετωπίζει την ανερχόμενη πρόκληση της παγκοσμιοποίησης. Πώς νομίζετε ότι θα πρέπει να αντιδράση σε αυτές τις τάσεις η Ορθόδοξη Εκκλησία; Η παγκοσμιοποίηση είναι μια ευκαιρία για ιεραποστολή της Εκκλησίας ή μήπως αντιπροσωπεύει μια απειλή γι’ αυτήν;
Απάντηση: Όταν ομιλούμε για παγκοσμιοποίηση, εννοούμε την μετατροπή του κόσμου σε μια ενιαία οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επικράτεια. Έτσι, σε μερικά σημεία, η παγκοσμιοποίηση στην οικονομία έχει θετικά αποτελέσματα, αλλά, βέβαια, έχει και αρνητικά αποτελέσματα, γιατί αυξάνει την φτώχεια και τα οικονομικά προβλήματα. Η παγκοσμιοποίηση στην πολιτική, ως ενοποίηση της κεντρικής εξουσίας, δημιουργεί ποικιλότροπες πιέσεις, και η παγκοσμιοποίηση στον πολιτισμό αφανίζει τις ιδιαιτερότητες των πολιτισμών. Πέρα από αυτό παρατηρείται και μια παγκοσμιοποίηση στον θρησκευτικό χώρο, ως ενοποίηση όλων των θρησκειών και δημιουργία μιας νέας θρησκείας. Ακόμη και η παγκοσμιοποίηση που λειτουργεί ως πολυπολιτισμικότητα, οδηγεί στην γκετοποίηση και αυξάνει την βία και την καταπίεση. Οπότε, η παγκοσμιοποίηση λειτουργεί εν πολλοίς ως μια νέα τάξη πραγμάτων στον κόσμο.
Η όλη διάρθρωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Μητροπόλεις, Ενορίες και Μοναστήρια, ενώνει τους ανθρώπους, διατηρώντας την ιδιαιτερότητά τους. Η Εκκλησία πάντοτε είχε και θα έχη προκλήσεις. Η Ορθόδοξη Εκκλησία «αντιδρά» σε αυτήν την πρόκληση με το να εκφράζη και να βιώνη την αποκαλυπτική της αλήθεια, να ομιλή για την ελευθερία, την αγάπη και την ειρήνη, να προσεύχεται για να επικρατήσουν στην κοινωνία και να ασκή μια ορθόδοξη ποιμαντική στα μέλη της. Έτσι, δεν αντιδρά σε τέτοιες προκλήσεις σπασμωδικά, αλλά ποιμαντικά, αφού προσπαθεί να βοηθήση τα μέλη της να βιώσουν στην πράξη την αποκαλυπτική αλήθεια. Και βασικά νομίζω πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε γύρω μας εχθρούς, άλλωστε η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού δεν φοβάται τίποτε, αλλά να βλέπουμε ανθρώπους που έχουν αποσπασματική αντίληψη των αληθειών περί του Θεού και του κόσμου.
2.
Ερώτηση: Μια ερώτηση που απασχολεί σήμερα αρκετές τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι η σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και του Κράτους. Από τη μια μεριά βλέπουμε ένθερμες προσπάθειες πολλών Ορθοδόξων Ιεραρχών, οι οποίοι προσπαθούν πάση θυσία να διατηρήσουν τους συνταγματικούς δεσμούς του Κράτους με την Εκκλησία, αλλά από την άλλη μεριά μπορεί να τεθή το δίλημμα εάν είναι προς το συμφέρον της ίδιας της Ορθόδοξης Εκκλησίας να έχη τέτοιους συνταγματικούς δεσμούς με ένα Κράτος το οποίο στο νομικό του σύστημα αρνείται τις πιο θεμελιώδεις δοξασίες της Χριστιανικής ηθικής (όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στη νομιμοποίηση των εκτρώσεων, της ευθανασίας, των γάμων μεταξύ ομοφυλοφίλων…). Πώς θα σχολιάζατε αυτές τις αντιτιθέμενες απόψεις;
Απάντηση: Κατ' αρχάς πρέπει να υπογραμμίσω ότι ενώ εμείς κάνουμε λόγο για σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους, σε παλαιότερους χρόνους γινόταν λόγος για σχέση και διαφορά μεταξύ Ιερωσύνης και Βασιλείας, που σημαίνει σχέση και διαφορά μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Αυτό το τελευταίο είναι το ορθότερο.
Έπειτα, οι σχέσεις «μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους» εξαρτώνται κάθε φορά από την ιστορική μνήμη και την πολιτιστική παράδοση κάθε λαού. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε Κράτος μπορεί να επικρατή διαφορετική παράδοση ως προς το θέμα αυτό.
Η βάση πάντως είναι ότι κάθε Τοπική Εκκλησία θα πρέπη να διδάσκη και να εκφράζη την όλη αποκαλυπτική αλήθεια, να ζη με τον τρόπο που ζούσαν οι αποστολικές Εκκλησίες, όπως περιγράφονται στις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων, στις οποίες υπήρχαν Απόστολοι, Προφήτες, Μάρτυρες, δηλαδή υπήρχαν μέλη που αισθάνονταν έντονα την δωρεά του Αγίου Πνεύματος και είχαν θεωτικές εμπειρίες. Καθώς επίσης το σημαντικό είναι η πολιτική διοίκηση να μη εισέρχεται στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας και να την ρυθμίζη με νόμους.
Γενικώς, θα πρέπη να προσέχουμε να μη εισδύση το πνεύμα της εκκοσμικεύσεως στην θεολογία, στην ποιμαντική και στην διοίκηση της Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά, κανένα Κράτος δεν μπορεί να είναι απολύτως «χριστιανικό», αφού θα εξαναγκάζεται να ψηφίζη νόμους αντιχριστιανικούς, αλλά τουλάχιστον θα πρέπη να σέβεται την Εκκλησία και να μη παρεμβαίνη στα εσωτερικά της.
3.
Ερώτηση: Όταν αναφερόμαστε σε θέματα βιοηθικής, η συνηθισμένη στάση του κοσμικού κατεστημένου είναι ότι αυτά είναι ηθικώς «ουδέτερα» ζητήματα της επιστήμης και ότι, συνεπώς, δεν υπάρχει χώρος για την θρησκεία ή την ηθική σε αυτά. Τι θα πρέπη να κάνη η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως απάντηση, και πως μπορεί να φέρη μια διαφορά σε σχέση με αυτά τα προβλήματα;
Απάντηση: Πράγματι η βιοηθική είναι αντίδραση της ιδίας της επιστήμης στις ενδεχόμενες αρνητικές εφαρμογές της γενετικής μηχανικής και της μοριακής βιολογίας. Δηλαδή, η γενετική μηχανική και μοριακή βιολογία προχώρησαν σε ανακαλύψεις που είναι δυνατόν να ασκήσουν έναν ιδιότυπο ιμπεριαλισμό στην ανθρωπότητα, τον λεγόμενο γενετικό ιμπεριαλισμό και αφ' ενός μεν να καταστρέψουν τον ίδιο τον άνθρωπο, αφ' ετέρου δε να δημιουργήσουν έναν γενετικό μολυσμό στο περιβάλλον. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο διάφοροι επιστήμονες προσπάθησαν να θέσουν μερικά όρια στην ενδεχόμενη αυτήν καταστροφή και έτσι ανέπτυξαν την επιστήμη της βιοηθικής, η οποία συνδέει την σύγχρονη γενετική μηχανική με τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Υπάρχουν μερικοί βιοηθικοί επιστήμονες, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι τα βιοηθικά προβλήματα είναι επιστημονικά και δεν πρέπει να εμπλέκωνται σε αυτά οι θρησκείες. Όμως η αλήθεια είναι ότι και οι γενετιστές και οι βιοηθικολόγοι και οι θεολόγοι ασχολούνται με τον άνθρωπο, άρα έχουν κοινό σκοπό, και ο άνθρωπος είναι μια ολότητα που αποτελείται από ψυχή και σώμα. Εάν περιορίσουμε την προσοχή μας μόνον στο σώμα, τότε είναι ενδεχόμενο να εκλάβουμε τον άνθρωπο ως μια ζωντανή μηχανή και αφήνουμε άλυτα τα υπαρξιακά του προβλήματα. Είναι γνωστόν ότι παλαιότερα, επειδή η ιατρική εν πολλοίς ήταν μια μηχανιστική ιατρική, γι' αυτό αναπτύχθηκε η ψυχανάλυση, για να εξισορροπήση τα πράγματα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον στο μήνυμα των Ορθοδόξων Εκκλησιών που εξεδόθη από το Συνέδριο που έγινε τον Σεπτέμβριο του 2000 στην Κωνσταντινούπολη υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γινόταν λόγος για το ότι τα βιοηθικά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζωνται και μέσα από την βιοθεολογία. Γι' αυτό και τελευταία πολλοί Κληρικοί, αλλά και Σύνοδοι Τοπικών Εκκλησιών, ασχολούνται με θεολογικά προβλήματα που προκύπτουν σχετικά με την αρχή, την παράταση και το τέλος της βιολογικής ζωής, αλλά και με την προστασία του περιβάλλοντος.
Φυσικά, η ορθόδοξη θεολογία δεν έρχεται σε αντίθεση με την επιστήμη, όταν στέκεται στα όριά της, αλλά αφ' ενός μεν η επιστήμη της βιοηθικής θέτει τα όρια της επιστήμης, αφ' ετέρου δε η ορθόδοξη θεολογία ασχολείται με την ποιμαντική του ανθρώπου και τον οδηγεί από εκεί που τελειώνει η επιστήμη μέχρι την θέωση.
Τα «υπαρξιακά» ερωτήματα μιας νέας - ιστορικής Εκκλησίας
1«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»