Σωκράτης: Ως
άλλος Ησαΐας προφητεύει ότι δια του Θεού μόνο γίνεται ο άνθρωπος να απολυτρωθεί
από την αμαρτία «τοιοῦτος
οὖν ἄλλος οὐ ῥᾳδίως ὑμῖν γενήσεται, ὦ ἄνδρες, ἀλλ᾽ ἐὰν ἐμοὶ πείθησθε,
φείσεσθέ μου· ὑμεῖς δ᾽ ἴσως τάχ᾽ ἂν ἀχθόμενοι, ὥσπερ οἱ νυστάζοντες
ἐγειρόμενοι, κρούσαντες ἄν με, πειθόμενοι Ἀνύτῳ, ῥᾳδίως ἂν
ἀποκτείναιτε, εἶτα τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή
τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειεν κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτων Απολ. Σωκρ ιη΄)
Όλο το κείμενο στην αρχαία :
http://www.greek-language.gr/greekLang/ ... &pane=text
Μὴ θορυβεῖτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀλλ’ ἐμμείνατέ μοι
οἷς ἐδεήθην ὑμῶν, μὴ θορυβεῖν ἐφ’ οἷς ἂν λέγω ἀλλ’ ἀκούειν·
καὶ γάρ, ὡς ἐγὼ οἶμαι, ὀνήσεσθε ἀκούοντες. μέλλω γὰρ οὖν
ἄττα ὑμῖν ἐρεῖν καὶ ἄλλα ἐφ’ οἷς ἴσως βοήσεσθε· ἀλλὰ
μηδαμῶς ποιεῖτε τοῦτο. εὖ γὰρ ἴστε, ἐάν με ἀποκτείνητε
τοιοῦτον ὄντα οἷον ἐγὼ λέγω, οὐκ ἐμὲ μείζω βλάψετε ἢ
ὑμᾶς αὐτούς· ἐμὲ μὲν γὰρ οὐδὲν ἂν βλάψειεν οὔτε Μέλητος
οὔτε Ἄνυτος ―οὐδὲ γὰρ ἂν δύναιτο― οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν
[30d] εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι. ἀποκτείνειε
μεντἂν ἴσως ἢ ἐξελάσειεν ἢ ἀτιμώσειεν· ἀλλὰ ταῦτα οὗτος
μὲν ἴσως οἴεται καὶ ἄλλος τίς που μεγάλα κακά, ἐγὼ δ’ οὐκ
οἴομαι, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ποιεῖν ἃ οὑτοσὶ νῦν ποιεῖ, ἄνδρα
ἀδίκως ἐπιχειρεῖν ἀποκτεινύναι. νῦν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθη-
ναῖοι, πολλοῦ δέω ἐγὼ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι, ὥς τις
ἂν οἴοιτο, ἀλλὰ ὑπὲρ ὑμῶν, μή τι ἐξαμάρτητε περὶ τὴν τοῦ
[30e] θεοῦ δόσιν ὑμῖν ἐμοῦ καταψηφισάμενοι. ἐὰν γάρ με ἀπο-
κτείνητε, οὐ ῥᾳδίως ἄλλον τοιοῦτον εὑρήσετε, ἀτεχνῶς ―εἰ
καὶ γελοιότερον εἰπεῖν― προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ
ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ, ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθε-
στέρῳ καὶ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, οἷον δή
μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐμὲ τῇ πόλει προστεθηκέναι τοιοῦτόν τινα,
ὃς ὑμᾶς ἐγείρων καὶ πείθων καὶ ὀνειδίζων ἕνα ἕκαστον
[31a] οὐδὲν παύομαι τὴν ἡμέραν ὅλην πανταχοῦ προσκαθίζων.
τοιοῦτος οὖν ἄλλος οὐ ῥᾳδίως ὑμῖν γενήσεται, ὦ ἄνδρες,
ἀλλ’ ἐὰν ἐμοὶ πείθησθε, φείσεσθέ μου· ὑμεῖς δ’ ἴσως τάχ’
ἂν ἀχθόμενοι, ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι, κρούσαντες
ἄν με, πειθόμενοι Ἀνύτῳ, ῥᾳδίως ἂν ἀποκτείναιτε, εἶτα τὸν
λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ
θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειεν κηδόμενος ὑμῶν. ὅτι δ’ ἐγὼ τυγχάνω
ὢν τοιοῦτος οἷος ὑπὸ τοῦ θεοῦ τῇ πόλει δεδόσθαι, ἐνθένδε
[31b] ἂν κατανοήσαιτε· οὐ γὰρ ἀνθρωπίνῳ ἔοικε τὸ ἐμὲ τῶν
μὲν ἐμαυτοῦ πάντων ἠμεληκέναι καὶ ἀνέχεσθαι τῶν οἰκείων
ἀμελουμένων τοσαῦτα ἤδη ἔτη, τὸ δὲ ὑμέτερον πράττειν ἀεί,
ἰδίᾳ ἑκάστῳ προσιόντα ὥσπερ πατέρα ἢ ἀδελφὸν πρεσβύ-
τερον πείθοντα ἐπιμελεῖσθαι ἀρετῆς. καὶ εἰ μέν τι ἀπὸ
τούτων ἀπέλαυον καὶ μισθὸν λαμβάνων ταῦτα παρεκε-
λευόμην, εἶχον ἄν τινα λόγον· νῦν δὲ ὁρᾶτε δὴ καὶ αὐτοὶ
ὅτι οἱ κατήγοροι τἆλλα πάντα ἀναισχύντως οὕτω κατη-
γοροῦντες τοῦτό γε οὐχ οἷοί τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι
[31c] παρασχόμενοι μάρτυρα, ὡς ἐγώ ποτέ τινα ἢ ἐπραξάμην
μισθὸν ἢ ᾔτησα. ἱκανὸν γάρ, οἶμαι, ἐγὼ παρέχομαι τὸν
μάρτυρα ὡς ἀληθῆ λέγω, τὴν πενίαν.
όλο το κείμενο μετάφραση :
XVIII. Μη θορυβήτε, ω άνδρες Αθηναίοι, αλλά επιμείνατε προς χάριν μου εις εκείνα, τα οποία σας
παρεκάλεσα, να μη θορυβήτε δι' όσα και αν είπω, αλλά μόνον να ακούετε· διότι καθώς εγώ νομίζω,
θα ωφεληθήτε μάλιστα, εάν με ακούετε. Επειδή μέλλω βεβαίως να σας είπω και μερικά άλλα
πράγματα, διά τα οποία ίσως θα κραυγάσετε με πολύν θόρυβον, αλλά μη κάμνετε αυτό μηδαμώς.
Ηξεύρετέ το καλά, εάν εμέ καταδικάσετε εις θάνατον, ενώ είμαι τοιούτος, οποίος λέγω εγώ ότι
είμαι, δεν θα βλάψετε περισσότερον εμέ, παρά σας τους ιδίους. Διότι εμέ μεν διόλου δεν με ήθελαν
βλάψει ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος. Επειδή και δεν θα είχαν την δύναμιν αυτοί να με βλάψουν.
Διότι νομίζω ότι δεν είνε σύμφωνον προς τους θείους νόμους ο πλέον ενάρετος άνθρωπος να
βλάπτεται από τον πλέον κακόν. Να με καταδικάση όμως εις θάνατον ή εις εξορίαν ίσως θα
ημπορούσεν, ή να με ατιμάση διά της δημεύσεως των υπαρχόντων μου και της στερήσεως των
πολιτικών μου δικαιωμάτων. Αλλ' αυτά ο Μέλητος μεν ίσως και οι περί αυτόν, νομίζουν ως κακά,
εγώ όμως δεν τα νομίζω, αλλά πολύ περισσότερον μάλιστα πιστεύω ότι είνε μέγα κακόν να κάμνη
κανείς όσα σήμερον αυτός κάμνει, να επιζητή δηλαδή να καταδικάση ένα άνθρωπον αδίκως. Τόρα
λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, πολύ απέχω εγώ να απολογούμαι από αγάπην προς τον εαυτόν μου,
καθώς θα ημπορούσε κανείς να νομίση, αλλ' απολογούμαι από αγάπην προς υμάς, διότι, εάν με
καταδικάσετε, φοβούμαι μήπως τύχη και εξυβρίσετε το δώρον τούτο του Απόλλωνος, το οποίον
εχαρίσθη προς υμάς, όστις με διέταξε να σας εμποδίζω από τας πλάνας και τα ελαττώματα και να
σας συμβουλεύω εις την σπουδήν της αρετής. Διότι αν εμέ καταδικάσετε εις θάνατον, δεν θα
εύρετε εύκολα άλλον άνθρωπον τοιούτον, καθώς είμαι εγώ, τον οποίον ο θεός στενώς έχει
προσκολλήσει εις την πόλιν σας — αν και είνε ολίγον γελοία η παρομοίωσις — απαράλλακτα
καθώς εις κανένα ίππον ευγενή μεν και γενναίον, όστις όμως ένεκα του μεγαλείου του αυτού πολύ
χαύνος είνε και νωθρός και έχει ανάγκην κανενός κεντρίσματος, διά να εξεγείρεται και εξυπνά. Δεν
υπάρχει καμμία αμφιβολία, μου φαίνεται, ότι ο θεός με προσεκόλλησεν εις την πόλιν σας με
τοιαύτην περίπου ιδιότητα, ώστε να μη παύσω διόλου ολόκληρον την ημέραν πανταχού να
παρακάθημαι πλησίον σας και να μη σας αφίνω ποτέ ησύχους, προσπαθών να σας εξεγείρω από την
νάρκην και να σας πείθω και να επιπλήττω τον καθένα χωριστά.
Τοιούτον λοιπόν άλλον άνθρωπον
δεν θα εύρετε εύκολα, ω άνδρες, όσον και αν κοπιάσετε, αλλ' εάν θέλετε να πεισθήτε εις εμέ,
λυπηθήτε την ζωήν μου. Σεις δε, ίσως ωργισμένοι, καθώς είνε οι άνθρωποι, οι οποίοι νυστάζουν
ακόμη, όταν τους εξυπνίση κανείς, ηθέλατε με κτυπήσει πεισθέντες εις τον Άνυτον, και έτσι
ασκόπως ηθέλατε με φονεύσει, έπειτα δε κατά τον επίλοιπον χρόνον της ζωής σας ηθέλατε
εξακολουθεί να ευρίσκεσθε εις μίαν βαθείαν νάρκην, αν δεν ήθελε σας ευσπλαγχνισθή ο θεός,
προνοών διά σας και δεν ήθελε πέμψει κατόπιν μου κανένα άλλον όμοιόν μου. Ότι δε εγώ τυχαίνει
να είμαι τοιούτος, ώστε να έχω δοθή εις την πόλιν σας υπό του θεού, από τα κατωτέρω ημπορείτε
να εννοήσετε καλά. Δηλαδή δεν φαίνεται να είνε ανθρώπινον πράγμα το να έχω μεν εγώ
παραμελήσει όλας τας ιδικάς μου υποθέσεις και να ανέχωμαι να μένουν απροστάτευτα τα οικιακά
μου πράγματα επί τόσα έτη, να είμαι δε αφωσιωμένος εις υμάς και να εργάζωμαι πάντοτε διά το
ιδικόν σας συμφέρον, παραλαμβάνων ιδιαιτέρως τον καθένα από σας, ως να είμαι πατέρας σας, ή
ως μεγαλύτερος αδελφός σας και να προσπαθώ να σας πείσω να φροντίζετε διά την αρετήν. Και αν
μεν βεβαίως από το έργον μου αυτό είχα καμμίαν ωφέλειαν και σας έδιδα τας συμβουλάς αυτάς με
μισθόν, τότε θα είχα κάποιαν αφορμήν εις την τοιαύτην μου ενέργειαν· τόρα όμως βλέπετε δα και
μόνοι σας, ότι οι κατήγοροί μου, αν και με τόσην αναισχυντίαν απέδωκαν εναντίον μου όλας τας
λοιπάς συκοφαντίας, κατά τούτο τουλάχιστον δεν ημπόρεσαν να φανώσιν αναίσχυντοι και ν'
αποδείξουν διά μαρτύρων ότι δήθεν εγώ ή έλαβά ποτε μισθόν από κανένα ή εζήτησα. Αλλ' εγώ εις
επιβεβαίωσιν της αληθείας των λόγων μου σας παρουσιάζω ένα αναμφισβήτητον, ως φρονώ,
μάρτυρα, την πενίαν μου.
Αυτό που λέει είναι ότι ο Θεός (ο Απόλλωνας στη περίπτωση του Σωκράτη) τον έστειλε για να αφυπνίζει τους Αθηναίους....