Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

1
Κατά τους Πατέρες

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο)

Εικόνα
1. Ὁ μέγας Πατήρ καί οἰκουμενικός Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ κατεξοχήν ἑρμηνευτής καί κήρυκας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀναφέρεται συχνά πυκνά στό ὑπερφυές γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἀνάσταση προβάλλεται ἀπό τόν ἱερό Πατέρα κατά τόν τρόπο πού προβάλλεται καί ἐξαγγέλλεται ἀπό τόν ἴδιο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: ἀπό τά Εὐαγγέλια, ἀπό τόν κατεξοχήν ἀγαπημένο του ἀπόστολο Παῦλο, ἀπό τούς λοιπούς ἀποστόλους, συνεπῶς ὄχι ὡς ἕνα συμβάν στήν ὅλη ζωή τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ ὡς ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο «κατελύθη ὁ Ἅδης καί ὁ θάνατος τέθνηκε καί ζωῆς ἠξιώθημεν», ὡς ἐκεῖνο δηλαδή διά τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τήν ἴδια ἡμέρα πού ἑορτάζουμε τήν λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, κατά τή θεία Λειτουργία καί μάλιστα πρό τῆς θείας Κοινωνίας, τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κείμενο ἐπιλέγει ἡ Ἐκκλησία μας, τόν γνωστό Κατηχητικό λόγο του, προκειμένου νά τονίσει τή σημασία αὐτῆς: «Εἴς τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί φαιδρᾶς πανηγύρεως…»
Εἶναι αὐτονόητο συνεπῶς ὅτι γιά τόν ἱερό Πατέρα, ὅπως καί γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία μας, ἡ Ἀνάσταση δέν αὐτονομεῖται ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου, ἀλλά πάντοτε συνθεωρεῖται μέ ὅλη τήν ἐπί γῆς πορεία Του, πού σημαίνει ὅτι δέν θά ὑπῆρχε Ἀνάσταση ἄν δέν ὑπῆρχε Σταύρωση, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία Του μέ τά θαύματά Του, ἄν δέν ὑπῆρχε προπάντων ἡ ἴδια ἡ Γέννησή Του. Ἐκεῖνος μέ ἄλλα λόγια πού τόνισε ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου συνιστᾶ τήν «Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν», ὁ ἴδιος τόνισε ὅτι χωρίς τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάστασή Του δέν θά εὕρισκε αὐτή τό νόημά της, πού σημαίνει ὅτι ἡ Γέννηση μέ τήν προοπτική τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως κατανοεῖται καί ὑμνολογεῖται τόσο πολύ στήν Ἐκκλησία μας. Κι ἀκόμη περισσότερο: ὁ ἴδιος ἱερός Πατήρ πού ἀκριβῶς ἐξυμνεῖ καί ἐξηγεῖ τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, τοῦ «πρώτου Παρακλήτου», ὡς μοναδικά γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τά τοποθετεῖ γιά τήν ὀρθή τους κατανόηση στήν προοπτική τῆς παρουσίας τοῦ «δευτέρου Παρακλήτου» Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐφεξῆς. Ὁ Κύριος δηλαδή Ἰησοῦς Χριστός εἶναι μέν ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, σ’ Αὐτόν ἑδράζεται ὡς θεμέλιο ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά χωρίς τήν παρουσία τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν θά ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία. «Εἰ μή Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἄν συνέστη ἡ Ἐκκλησία. Εἰ δέ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι Πνεῦμα πάρεστι» (Εἰς τήν Πεντηκοστήν).

2. Ἀλλ’ ἄν ὅλα τά γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας, τοῦ σχεδίου δηλαδή τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀπαρχῆς μέχρι τέλους θεωροῦνται ἑνοποιημένα – διότι ἕνας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἕνας ὁ Τριαδικός Θεός μας καί κοινές οἱ ἐνέργειές Του γιά ὅλες τίς ὑποστάσεις Του - ἐκεῖνα πού κατεξοχήν συνυπάρχουν τόσο πού τό ἕνα συνιστᾶ τήν προϋπόθεση καί τή φανέρωση τοῦ ἄλλου εἶναι ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Εἴτε μιλάει ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά τόν Σταυρό εἴτε γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται γιά τά ἴδια ἀγαθά πού ἀπέρρευσαν ἀπό αὐτά. «Ὁ Σταυρός μᾶς προξένησε ἄπειρα ἀγαθά, αὐτός μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, αὐτός μᾶς φώτισε ἐνῶ ζούσαμε μέσα στό σκοτάδι, αὐτός μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό, ἐνῶ εἴχαμε γίνει ἐχθροί του, αὐτός μᾶς ἔκανε φίλους του, ἐνῶ εἴχαμε ἀποξενωθεῖ ἀπ’ αὐτόν, αὐτός μᾶς ἔφερε κοντά στόν Θεό, ἐνῶ ἤμαστε μακριά του. Αὐτός ἐξαφάνισε τήν ἔχθρα, αὐτός ἐξασφάλισε τήν εἰρήνη, αὐτός ἔγινε γιά μᾶς θησαυροφυλάκιο ἄπειρων ἀγαθῶν» (Εἰς τόν Σταυρόν καί τόν Ληστήν). «Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη» (Εἰς τό ἅγιον Πάσχα).

3. Οἱ τόσο μεγάλες αὐτές δωρεές πού καταπάτησαν καί κατήργησαν μάλιστα «τόν ἔσχατον ἐχθρόν» τοῦ ἀνθρώπου τόν θάνατο ὥστε ἐφεξῆς «ἄλλαξε τό ὄνομά του, γιατί δέν λέγεται πιά θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα), ὀφείλονται στό γεγονός ὅτι Αὐτός πού τίς προσέφερε δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ παντοδύναμος Θεός. Ἡ Σταύρωση καί μάλιστα ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνουν τή θεότητά Του. «Ἀφ’ ὅτου ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καί ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπό τή μέση καί αὐτές τίς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καί ἔφερε καινούρια καί παράξενη συμπεριφορά στή ζωή μας» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα). Διότι «δέν θά ἦταν δυνατόν ἐκεῖνος πού παρέχει στούς ἄλλους ζωή διά τοῦ θανάτου, νά παραμένει διαρκῶς στόν θάνατο. Γιατί, ἄν δέν χάνουν αὐτοί πού πιστεύουν στόν Ἐσταυρωμένο, πολύ περισσότερο δέν θά χαθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἐσταυρωμένος. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀπαλλάσσει τούς ἄλλους ἀπό τήν ἀπώλεια, ἔχει ἀπαλλαγεῖ πολύ περισσότερο ὁ ἴδιος ἀπό αὐτήν. Ἐκεῖνος πού παρέχει ζωή στούς ἄλλους, πολύ περισσότερο πηγάζει ζωή γιά τόν ἑαυτό Του» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην).
Γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ διά τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐπιτείνεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο πού συνιστᾶ μεγάλη παραδοξότητα: τόν «ἀναίτιο» θάνατό Του. Ὁ θάνατος, σημειώνει, προϋπέθετε τήν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, ὁπότε κατά φυσικό τρόπο εἰσῆλθε ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἁμάρτησε κι ὅμως πέθανε κι αὐτός. Γι’ αὐτό καί ὁ μέν Χριστός μέ τήν ἀνάστασή Του ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐνῶ μέ τήν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου διαλύονται οἱ σωροί τῶν ἁμαρτιῶν του. «Ὁ Χριστός βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα). Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ φανέρωση καί τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του πρός τά πλάσματά Του. Διότι χωρίς νά ἔχει ἀνάγκη Ἐκεῖνος τῆς Ἀναστάσεως, πέρασε ἀπό τή διαδικασία τοῦ θανάτου καί ἀναστήθηκε γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Χρωστούσε ὁ Ἀδάμ τόν θάνατο, καί τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δέν χρωστοῦσε ὁ Χριστός οὔτε τόν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καί κατέθεσε τόν θάνατό Του γιά χάρη τοῦ φυλακισμένου, μέ σκοπό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Εἶδες τά κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; Εἶδες τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Εἶδες τό μέγεθος τῆς φροντίδας του;» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα).

4. Γιά τόν ἱερό Πατέρα ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού δέν χρήζει ἄλλων ἀποδείξεων πέραν αὐτῶν πού ἐπισημαίνουμε μέσα στήν ἴδια τή Γραφή. Κι οἱ ἀποδείξεις αὐτές εἶναι δύο εἰδῶν: αὐτές πού φέρνουν ἐν τῆ ἀγνοία τους οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί τοῦ Κυρίου καί αὐτές πού ἔρχονται ἀπό τή θαυμαστή ζωή τῶν ἀποστόλων. Ἡ λεπτολόγος ἀναφορά τοῦ ἁγίου στά ἴδια τά κείμενα τῶν Εὐαγγελίων τόν ὁδηγεῖ καταρχάς στήν ἐπισήμανση ὅτι καί ἡ ἴδια ἡ πλάνη τελικῶς αὐτοαναιρεῖται καί γίνεται συνήγορος τῆς ἀλήθειας. Τί ἐννοεῖ ὁ ἅγιος; «Παντοῦ ἡ πλάνη συγκρούεται μέ τόν ἑαυτό της καί ἄθελά της συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἀληθείας. Πρόσεξε ὅμως. Ἔπρεπε νά πιστευτεῖ ὅτι πέθανε, ὅτι ἐτάφη κι ὅτι ἀναστήθηκε. Κι ὅλα αὐτά γίνονται ἀπό τούς ἐχθρούς. «Θυμήθηκε», λέγει, «ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπε ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε…». Ἄρα πέθανε! Ὅτι μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ. Δῶσε λοιπόν διαταγή νά σφραγιστεῖ ὁ τάφος. Ἄρα ἐτάφη! Μήπως ἔλθουν οἱ μαθητές του καί τόν κλέψουν. Ἄρα, ἄν ὁ τάφος σφραγιστεῖ δέν θά γίνει καμμιά ἀπάτη! Δέν ἔγινε λοιπόν. Ἑπομένως ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως, μέ ὅσα προτείνατε ἐσεῖς, ἔγινε ἀναντίρρητη. Γιατί ἀφοῦ σφραγίστηκε, δέν συνέβη καμμιά ἀπάτη. Ἐάν δέ δέν ἔγινε καμμιά ἀπάτη, βρέθηκε ὅμως κενός ὁ τάφος, εἶναι φανερό ὅτι ἀνέστη σαφῶς καί ἀναντιρρήτως. Εἶδες ὅτι καί χωρίς νά τό θέλουν ὑποστηρίζουν τήν ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας;» (Εἰς τό κατά Ματθαῖον). Καί δεύτερον, ὅ,τι συνέβη στούς Ἀποστόλους φανερώνει τό πόσο ἀληθινό γεγονός ὑπῆρξε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Τί συνέβη; Πρῶτον, ὅτι ἔχουμε ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ πού ἡ πολλαπλότητά τους συνιστᾶ ἀτράνταχτη ἀπόδειξη ὅτι πράγματι ἀναστήθηκε. «Ὅποιος θέλει νά κρατήσει λογαριασμό, ἄς προσέχει μήπως κάνουμε λάθος στήν ἀρίθμηση…Ἐμφανίστηκε λοιπόν στίς γυναῖκες πρῶτα, ἔπειτα στόν Πέτρο γιά δεύτερη φορά, ἔπειτα στόν Κλεόπα καί σ’ αὐτόν πού ἦταν μαζί του γιά Τρίτη φορά, ἔπειτα στούς δέκα ὅταν ἦταν κλειστές οἱ πόρτες καί ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς, γιά τέταρτη φορά. Ἔπειτα στους ἕνδεκα ὅταν ἦταν παρών καί ὁ Θωμᾶς. Νά, ἡ Πέμπτη φορά. Ἔπειτα πάλι ἐμφανίζεται σέ παντακόσιους ἀδλεφούς…Νά ἡ ἕκτη φορά. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε στους ἑπτά ἐκείνους πού ψάρευαν στή θάλασσα τῆς Τιβεριάδος. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε στόν Ἰάκωβο, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο. Ἔπειτα σ’ ὅλους τούς Ἀποστόλους» (Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου). Κι ἔπειτα ἡ ἴδια ἡ θαυμαστή ζωή τους. Κυρίως τά θαύματα τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἀποτελοῦν γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο περίτρανη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου: Αὐτός ὡς Θεός ἦταν παρών στή ζωή τους καί τούς ἐνίσχυε προκειμένου νά κηρύσσουν τό Εὐαγγέλιο καί νά μεταστρέφουν τούς ἀνθρώπους στήν πίστη Ἐκείνου. «Ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι τά θαύματα τῶν Ἀποστόλων» (Περί μη ἀποσιωπήσεως τῶν κηρυττομένων).

5. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μεταξύ τῶν ἄλλων εἶναι ἐκεῖνος πού ἀναφέρεται καί στό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἀκολουθώντας τίς Γραφές διαπιστώνει ὅτι τό σῶμα τοῦ Κυρίου εἶναι μέν τό ἴδιο πού εἶχε καί πρό τῆς Ἀναστάσεως, γιατί τά σημάδια τοῦ Πάθους τά προσάγει πρός ἀπόδειξη τοῦ Θωμᾶ καί τῶν ἄλλων μαθητῶν, ὅμως ταυτοχρόνως εἶναι καί διαφορετικό, ἄλλης ποιότητος σῶμα, ἄφθαρτο καί μή ὑποκείμενο πιά στούς νόμους τῆς φύσεως. «Μετά ἀπ’ αὐτά φανερώθηκε στούς μαθητές Του στή λίμνη τῆς Τιβεριάδος….Τί σημαίνει τό «φανέρωσε»; Ἀπ’αὐτό εἶναι φανερό ὅτι δέν ἦταν ὁρατός, ἄν δέν ἔκανε παραχώρηση, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἐπειδή πλέον τό σῶμα Του ἦταν ἄφθαρτο καί δέν ἐπιδεχόταν βλάβη» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην). «Εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς σῶμα ἄφθαρτο ἔδειχνε τά ἀποτυπώματα τῶν καρφιῶν καί μποροῦσε νά τό ἀγγίξει χέρι. Ἀλλά μή θορυβηθεῖς, γιατί αὐτό συνέβη κατά συγκατάβαση. Γιατί τό τόσο λεπτό κι ἐλαφρύ σῶμα πού εἰσῆλθε ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, ἦταν ἀπαλλαγμένο ἀπό κάθε ὑλική σύσταση» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην).

6. Ἐκεῖ πού ἐπικεντρώνει ἰδιαιτέρως τήν προσοχή του ὁ ἅγιος Πατήρ εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τήν ἀνάσταση καί τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού ἀναφέραμε καί παραπάνω. Ἄν ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ἦταν γιά νά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ὑπερβοῦν τή διάσπαση πού εἶχαν ὑποστεῖ λόγω τῆς ἁμαρτίας τους, νά ὑπερβοῦν τόν θάνατο, νά μποροῦν καί πάλι νά εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεό ἐν Χριστῶ. Ὅ,τι ἡ γνωστή εἰκόνα τῆς εἰς ἅδου καθόδου τοῦ Κυρίου προβάλλει, αὐτό στήν πραγματικότητα τονίζει μέ ἔμφαση ὁ ἅγιος Ἰωάννης. «Ἄς γιορτάσουμε τήν ἑορτή αὐτή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἀναστήθηκε κι ἀνέστησε μαζί Του τήν οἰκουμένη» (Εἰς τό ἅγιον Πάσχα). Κι ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω: «Ο Χριστός ἀναστήθηκε ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας». Ἔτσι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μέ τόν τονισμό αὐτό διακρίνει δύο εἴδη θανάτου γιά τόν ἄνθρωπο καί γι’ αὐτό δύο εἴδη ἀναστάσεως. Πέθανε πνευματικά πρῶτα ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐπανάστασή του κατά τοῦ Δημιουργοῦ του, ἦλθε ἔπειτα κι ὁ σωματικός θάνατος. «Πεθάναμε διπλό θάνατο, ἑπομένως ἄς περιμένουμε διπλή τήν ἀνάσταση…Στόν Χριστό ἦταν ἕνας ὁ θάνατος, γιατί δέν ἁμάρτησε ὁ Χριστός. Ἀλλά καί αὐτός ὁ ἕνας θάνατος ἔγινε γιά μᾶς, γιατί δέν χρωστοῦσε στόν θάνατο ἐκεῖνος, ἐπειδή δέν ἦταν ὑπόλογος στήν ἁμαρτία, ἑπομένως οὔτε στόν θάνατο. Γι’ αὐτός ἐκεῖνος ἀναστήθηκε μία φορά ἀπό τόν ἕνα θάνατο. Ἐμεῖς ὅμως πού πεθάναμε διπλό θάνατο, ἀνασταινόμαστε μέ διπλή ἀνάσταση…Ἀναστηθήκαμε προηγουμένως μία φορά ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί εἴχαμε ταφεῖ μαζί μέ τόν Χριστό κατά τό βάπτισμα και ἀναστηθήκαμε μαζί του μέ τό βάπτισμα. Ἡ πρώτη αὐτή ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος. Μᾶς ἔδωσε τή μεγαλύτερη, νά περιμένεις καί τή μικρότερη…Γιατί εἶναι πολύ μεγαλύτερο τό νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς ἁμαρτίες, παρά νά δοῦμε νά ἀνασταίνεται τό σῶμα» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).

7. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος δέν ἀφήνει περιθώριο καί ἀπό πλευρᾶς λογικῆς προκειμένου νά «ἀποδείξει» τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, συνεπῶς καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Κατ’ αὐτόν ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος – γιατί «δέν θά μποροῦσε ν’ ἀναφερθεῖ κυρίως στήν ψυχή ἡ ἀνάσταση, ἀφοῦ ἡ ἀνάσταση ἀνήκει σ’ ἐκεῖνο πού ἔπεσε καί διαλύθηκε, ἡ ψυχή ὅμως δέν διαλύεται, ἀλλά τό σῶμα» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως) - ἀποτελεῖ «ἀναγκαιότητα»: πνευματική, ἠθική, φυσική. Πνευματική γιά τούς λόγους πού εἴπαμε: ὁ πιστός καί ἐν μετανοία ἄνθρωπος προσδοκᾶ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, γιατί ζεῖ ἤδη ἀπό τώρα τήν πνευματική του ἀνάσταση. Φτάνει μάλιστα στό σημεῖο ὁ ἱερός Πατήρ νά θεωρεῖ ὅτι ἀκόμη κι ὁ εἰδωλολάτρης, ὁ ὁποῖος ὅμως ζεῖ μία ἐνάρετη ζωή, κι αὐτός ἀκόμη δέν δυσπιστεῖ πρός τή διδασκαλία τῆς κρίσεως πού ἀκολουθεῖ τήν ἀνάσταση. «Κανένας ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν ἐνάρετα δέν δυσπιστεῖ πρός τή διδασκαλία τῆς κρίσεως, εἴτε εἶναι εἰδωλολάτρης, εἴτε εἶναι αἰρετικός» (Εἰς τήν προς Κολασσαεῖς). Ἠθική, γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑφίσταται ὁ δίκαιος δοκιμασίες καί πειρασμούς στή ζωή αὐτή χωρίς νά ὑπάρχει ἀνταπόδοση. «Εἶναι φανερό ὅτι ἡ ζωή μας δέν περιορίζεται μόνο στόν παρόντα κόσμο. Καί τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπό τούς πειρασμούς. Γιατί οὐδέποτε θ’ ἀνεχόταν ὁ Θεός ἐκεῖνοι πού ἔπαθαν τόσο μεγάλα καί πολλά κακά καί περνοῦν ὁλόκληρη τή ζωή τους μέ πειρασμούς κι ἀναρίθμητους κινδύνους νά μη ἀναμειφθοῦν μέ πολύ μεγαλύτερες δωρεές...Ἄν δέν ὑπῆρχε ἄλλη ζωή, δέν θά ἐπέτρεπε πολλούς ἀπό τούς πονηρούς ἀνθρώπους νά ζοῦν εὐχάριστα κατά τόν παρόντα βίο, πολλούς δέ ἀπό τούς δικαίους πάλι νά ζοῦν μέ ἀναρίθμητα κακά» (Εἰς τούς ἀνδριάντας). Φυσική, γιατί καί ἡ ἴδια ἡ φύση ἀποτελεῖ διαρκή ἐξαγγελία ὅτι πράγματι αὐτό πού φθείρεται μπορεῖ καί νά ἀναστηθεῖ. «Ἄν τά ἐξετάζουμε μέ τό λογικό, εἶναι ἀπίστευτα. Ἄν ὅμως μέ τήν πίστη, εἶναι πολύ πιστευτά. Νά πῶ κάτι περισσότερο ἀπό αὐτό; Τό σιτάρι μέσα στή γῆ καταστρέφεται καί ἀνίσταται. Πρόσεχε ὅτι τά θαύματα εἶναι ἀντίθετα καί τό ἕνα νικᾶ τό ἄλλο. Εἶναι θαυμαστό τό ὅτι δέν σάπισε, θαυμαστό τό ὅτι φύτρωσε ἐνῶ σάπισε. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού λένε αὐτές τίς ἀνοησίες καί δυσπιστοῦν γιά τήν ἀνάσταση;» (Εἰς τήν προς Κολασσαεῖς).
Γιά τόν ἅγιο μάλιστα ὁ τρόπος ἀναστάσεως τῶν σωμάτων δηλώθηκε μέ ἔμφαση ἰδίως κατά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ὅπως ὁ Κύριος κάλεσε τόν Λάζαρο νά βγεῖ ἔξω ἀπό τόν τάφο, κατά τόν ἴδιο τρόπο θά καλέσει τούς ἀνθρώπους μέ τά νεκρά καί διαλυμένα σώματά τους κατά τή Δευτέρα Του Παρουσία. «Καί μή μοῦ λέγεις πῶς μπορεῖ νά ἀναστηθεῖ τό σῶμα πάλι καί νά γίνει ἄφθαρτο; Γιατί ὅταν ἐνεργεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τό πῶς ἄς μην ὑπάρχει» («Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως»). «Καί πρόσεχε παρακαλῶ τό παράδοξο. Δέν εἶπε: «Λάζαρε, ξαναζῆσε», ἀλλά τι εἶπε; «Λάζαρε, ἔβγα ἔξω», γιά νά διδάξει τούς παρόντες ὅτι Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού καλεῖ αὐτά πού δέν ὑπάρχουν σάν νά ὑπάρχουν, γιά νά δείξει στους παρόντες ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῶν ζωντανῶν κι ὄχι τῶν νεκρῶν, γιά νά δείξει στήν κατάλληλη στιγμή ὅτι τίποτα δέν μπορεῖ νά ἐμποδίσει τήν προσταγή τοῦ Θεοῦ, καί γιά νά θυμίσει στούς παρόντες ἐκεῖνον πού ἔλεγε: «Νά γίνει τό στερέωμα. Νά συγκεντρωθοῦν τά νερά σ’ ἕνα μέρος. Νά βλαστήσει ἡ γῆ χορτάρι χλωρό. Νά γεμίσουν τά νερά μέ ζωντανά ἑρπετά» (Εἰς τόν τετραήμερον Λάζαρον).

8. Γιά τόν ἱερό Πατέρα ὅμως ἡ πνευματική ἀνάσταση ὡς ὑπέρβαση τῶν ἁμαρτιῶν διά τῆς μετανοίας εἶναι τό μεῖζον. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος γεύτηκε ἀπό τό βάπτισμά του, αὐτό καλεῖται στήν πραγματικότητα νά ἐπιβεβαιώνει καθημερινῶς στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας τῆς μετανοίας ἀποτελεῖ τήν ἀδιάκοπη προσπάθεια παραμονῆς στήν ἀνάσταση. Γι’ αὐτό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τήν θεωρεῖ μόνο κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή. «Εἶδες τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς; Διατήρησε τό μέγεθος αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἄνθρωπε. Δέν ἐπιτρέπεται νά ζεῖς μέ ἀδιαφορία. Βάλε στόν ἑαυτό σου νόμο μέ κάθε ἀκρίβεια. Ἡ ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί ὅποιος ἀγωνίζεται ἀπέχει ἀπό ὅλα…Κατάστρεψε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τή ρίζα τοῦ κακοῦ, γιά νά καταστρέψεις ὅλη τήν ἀρρώστια…Ἄς ἐξαφανίσουμε παντοῦ τίς ἀρχές τῶν ἁμαρτημάτων» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).
Ἔτσι ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού ἦλθε ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους – δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν θά μετάσχει τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, εἴτε πιστός εἴτε ἄπιστος – τό ζητούμενο γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι ἀκριβῶς ἡ διατήρηση τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως ὡς ζωῆς μετανοίας πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μόνον οἱ ἐν μετανοία ζῶντες καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στή ζωή αὐτή θά ζήσουν καί τή δόξα τῆς ἀναστάσεως. «Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦμε, ὁ καθένας ὅμως στό δικό του τάγμα. Τί ὅμως σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι καί ὁ εἰδωλολάτρης καί ὁ Ἰουδαῖος καί ὁ αἱρετικός καί κάθε ἄνθρωπος πού πέρασε ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θ’ ἀναστηθεῖ κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη…Βέβαια καί τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνασταίνονται ἄφθαρτα καί ἀθάνατα. Ἡ τιμή ὅμως αὐτή γίνεται σ’ αὐτούς ἀφορμή κόλασης καί τιμωρίας, ἐπειδή ἀνασταίνονται ἄφθαρτα, γιά νά καίονται αἰώνια» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Τήν ἀνάσταση ὅλοι θά ἀπολαύσουν. Δοξασμένοι ὅμως δέν θά εἶναι ὅλοι, ἀλλ’ οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό» (Εἰς τήν προς Θεσσαλονικεῖς). Γιά τόν ἅγιο θεωρεῖται δεδομένο ἔτσι ὅτι τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρνοῦνται ὅσοι δέν βαδίζουν πάνω στή μετάνοια, ἔχοντας ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Καί τοῦτο γιατί δέν συμφέρει σ’ αὐτούς νά πιστεύουν ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ζωῆς τους. Ἡ ἀθεΐα δηλαδή ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς πονηρίας τῆς ζωῆς. «Ἐκεῖνος πού δέν περιμένει ν’ ἀναστηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδώσει λογαριασμό γιά τίς πράξεις του πού ἔκανε ἐδῶ, ἀλλά νομίζοντας ὅτι τά δικά μας σταματοῦν στήν παροῦσα ζωή κι ὅτι δέν ὑπάρχει παραπέρα τίποτε περισσότερο, οὔτε γιά τήν ἀρετή θά φροντίσει» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Ἐκεῖνος πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε μετά τήν ἐδῶ ζωή, αὐτός κατ’ ἀνάγκη θά ὁμολογήσει ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε καί Θεός» (Περί εἱμαρμένης καί πρόνοιας).

9. Ἡ ἐν μετανοία πορεία τοῦ πιστοῦ πού ἐπιβεβαιώνει καί τήν πνευματική του ἀνάσταση, γιατί ἀκριβῶς τόν διατηρεῖ ἑνωμένο μέ τόν νικητή τοῦ θανάτου Κύριο, εἶναι αὐτονόητο ὅτι προϋποθέτει τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, κατεξοχήν δέ στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὁ ὁποῖος μίλησε προηγουμένως γιά τό βάπτισμα πού φέρει τήν πνευματική ἀνάσταση, ὁ ἴδιος μιλᾶ καί γιά τή συμμετοχή στή Θεία Εὐχαριστία ὡς γεγονός συμμετοχῆς στή λογχισμένη πλευρά τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξῆλθε αἷμα καί ὕδωρ. «Ὅταν προσίῃς τῶ φρικτῶ ποτηρίῳ, ὡς ἀπ’ αὐτῆς πίνων τῆς πλευρᾶς, οὕτω προσίῃς» (Ὅταν προσέρχεσαι στό φρικτό ποτήριο, νά προσέρχεσαι σάν νά πίνεις ἀπό τήν ἴδια τήν πλευρά τοῦ Σωτῆρος). Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ πιστός ζεῖ ἀναστημένος ἤδη ἀπό τώρα, ὄχι μόνο γιατί βαπτίσθηκε καί ἔγινε μέλος τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί γιατί ἐπιτείνει καί διαρκῶς ἀνανεώνει τήν ἑνωσή του μέ τόν Κύριο ἀπό τήν ἐν μετανοία τροφοδοσία του ἀπό τό θεωμένο σῶμα καί αἷμα Αὐτοῦ. Ὁ Κατηχητικός λόγος μάλιστα τοῦ ἁγίου πού μνημονεύσαμε παραπάνω ἔρχεται μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἀμεσότητα νά ἐξαγγείλει τήν ἀλήθεια αὐτή. «Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ἡμῶν…Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως…Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος…».

Λοιπόν ἐν τέλει: «Ἄς ἑορτάσουμε αὐτήν τήν πολύ μεγάλη καί λαμπρή ἑορτή, κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Ἄς τήν ἑορτάσουμε ὅμως μέ χαρά καί θεοσέβεια μαζί, γιατί ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἀνέστησε μαζί Του τήν οἰκουμένη» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).

http://pgdorbas.blogspot.de/2015/04/blog-post_96.html

Re: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ κατά τους Πατέρες της εκκλησίας

2

Του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

Μελέτη Εις την Ανάστασιν του Κυρίου,


εις την οποίαν χρεωστούμεν να συγχαρώμεν

Α'. Με τον αναστάντα Χριστόν.
Β'. Με την αγιωτάτην Μητέρα Του.
Γ'. Με το σώμα μας.

Συλλογίσου αγαπητέ, ότι παρακινούμενοι ημείς από τον προφήτην Δαυίδ όπου λέγει να αγαλλώμεθα εις την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου.«αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. ριζ' 23) έχομεν χρέος εν πρώτοις να συγχαρώμεν τον Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος εις την χαρμόσυνόν Του Ανάστασιν απέκτησε πάλιν με κέρδος άπειρον όλα εκείνα όπου είχε χάσει εις το πάθος Του.

Τέσσαρα πράγματα είχε χάσει τότε: την χαράν, την ωραιότητα, την τιμήν και την ζωήν.

Τώρα δε όπου ανέστη ανέλαβε την ζωήν, αλλά τι λογής ζωήν; Μίαν ζωήν όπου εθανάτωσε τελείως τον θάνατον και δια τούτο θέλει είναι δια πάντα ζωή μοναχή, χωρίς να φοβήται να λάβη άλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει.θάνατος αυτού ουκ έτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9). Ανέλαβε την τιμήν και εξουσίαν, επειδή Εκείνος ο ίδιος όπου προ ολίγου ελογίζετο ολιγώτερον παρά άνθρωπος και εκαταφρονείτο χειρότερον παρά ένας σκώληξ, τώρα ανασταίνεται και αρχίζει να βασιλεύη εν τω ουρανώ και εν τη γη. Δια τούτο και έλεγε μετά την Ανάστασιν.«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη' 18). Ανέλαβε την χαράν, επειδή διερράγησαν πλέον τα μεσότοιχα όπου εκρατούσαν πρότερον εκείνο το πέλαγος της χαράς εις μόνον το ανώτερον μέρος τη ψυχής του Κυρίου και τώρα, όλον το πλήρωμα της χαράς εκείνης όπου εκρατείτο τριαντατρείς χρόνους, έτρεξεν εις το να κατακλύση τας κατωτέρας δυνάμεις της ψυχής και τα μέλη του Λυτρωτού.

Δια τούτο και όταν ανέστη από τον τάφον, ο πρώτος λόγος όπου έβγαλεν από το άγιον στόμα Του, ήτο δηλωτικός ταύτης Του της χαράς:

«και ιδού ο Ιησούς απήντησεν αυταίς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη' 9).

Ανέλαβε και την ωραιότητα και την δόξαν, διότι Εκείνος όπου ήτο χθές και προχθές άμορφος, άδοξος, ανίδεος, τώρα ανέστη εκ του μνήματος, ωσάν ένας νυμφίος από τον θάλαμόν του: όλος ωραιότατος, όλος δεδοξασμένος, όλος ηλιόμορφος, επειδή η χάρις και η δόξα του αναστηθέντος σώματος του Χριστού είναι τόσον υπερβολική, όπου εις τον ουρανόν αυτή θέλει είναι η ανωτάτη μακαριότης της ψυχής και του σώματος και όλων των αισθήσεών μας. Και θέλει είναι αρκετή να ειδοποιήση εις όλους τους μακαρίους, τόσον αγγέλους όσον και ανθρώπους ένα Παράδεισον, εις τον οποίον έχουν να ευφραίνωνται αχόρταστα εις πάντας τους αιώνας.

Θέλεις να το καταλάβης καλλίτερα;

Σχημάτισαι με τον νουν σου ένα ήλιον τόσον λαμπρόν, όπου με το φως του να σκεπάζη μυριάδας ηλίους, καθώς και ούτος ο αισθητός ήλιος σκεπάζει όλους τους αστέρας.

Τώρα ένας ήλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ήθελεν είναι ένα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος με το ένδοξον σώμα του Ιησού, το οποίον με την υπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει την λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων των Αγίων, από τα οποία το κάθε ένα θέλει είναι λαμπρότερον από τούτον τον ήλιον, ως γέγραπται: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτού» (Ματθ. ιγ' 43), όπου το, «ως», δεν δηλοί ομοίωσιν, αλλ υπεροχήν, ήγουν λάμψουσιν υπέρ τον ήλιον, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος και αύτη είναι η δόξα εκείνη και ωραιότης όπου εζητούσεν ο Χριστός με τόσην παρακάλεσιν από τον ουράνιόν του Πατέρα προ του πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτώ τη δόξη, η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοί» (Ιω. ιζ' 5).

Με τα οποία λόγια δείχνει ότι εζήτει και ήθελε να εξαπλωθή η δόξα της θεότητός Του δια να δοξάση πληρέστατα και την ανθρωπότητά Του, επειδή χωρίς αυτήν την δόξαν και ωραιότητα της ανθρωπότητος του Ιησού Χριστού κανένας δεν ηδύνατο να γίνη δεκτικός της του Θεού δόξης και μακαριότητος και ακολούθως κανένας δεν ηδύνατο να γίνη ποτέ μακάριος, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος. Διότι η ανθρωπότης του Θεού Λόγου εστάθη ωσάν ένα μεθόριον ανάμεσα εις τον Κτίστην και εις τα λοιπά κτίσματα και πέρνουσα αυτή εις τον εαυτόν της όλον το πλήρωμα της του Θεού δόξης και μακαριότητος το συγκερνά τρόπον τινά και ούτω δια μέσου εαυτής μεταδίδει την δόξαν ταύτην και μακαριότητα εις όλους τους μακαρίους αγγέλους τε και ανθρώπους. Αλλ όχι καθώς αυτή την λαμβάνει από τον Θεόν άκρατον, διότι είναι αδύνατον να την δεχθή έτσι άκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.αλλά συγκεκραμένην και μετριωτέραν δια να γίνωνται ταύτης δεκτικοί οι μακάριοι τόσον οι άγγελοι όσον και οι άνθρωποι.

Ότι μεν ουν οι άγγελοι λαμβάνουσι την δόξαν και μακαριότητα δια μέσου του αναστάντος Ιησού Χριστού, μάρτυς ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ότι αι τάξεις των Αγγέλων μετέχουσι της του Ιησού φωτοδοσίας, όχι με εικόνας τινάς αλλά με πρώτην μετουσίαν της γνώσεως, των θεουργικών αυτού φώτων1.


Και ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου λέγει: «μετά την σάρκωσιν ώφθη (ο Θεός) και τοις αγγέλοις ουκ εν ομοιώματι της δόξης αλλ αληθεί και ζώντι χρησάμενος ως περιβολή της σαρκός τω καλύμματι» (Διάλογ. α'. κατά Ευτυχ.). Μάλιστα δε ο άγιος Ισαάκ λέγων ότι προ της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού δεν ήτο δυνατόν εις τους αγγέλους να έμβουν εις τα υψηλότερα μυστήρια της θεότητος.

Ότε δε εσαρκώθη ο Λόγος ηνοίχθη αυτοίς θύρα εν τω Ιησού. (Λόγος πδ'. σελ. 478). Και πάλιν: «και αυτή η πρώτη τάξις θαρρούσα λέγει ότι ουκ αφ εαυτής, αλλά διδάσκαλον έχει τον μεσίτην Ιησούν εκείνον, υφ ου υποδέχεται και τοις κάτω επιδίδωσιν» (αυτόθ. 477). Ότι δε και οι μακάριοι άγιοι δια μέσου της ανθρωπότητος του Ιησού βλέπουσι την δόξαν του Θεού, εδήλωσεν ο Κύριος ειπών: «Πάτερ ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν». Και δεν στέκει έως εδώ αλλά προσθέτει: «ην δέδωκάς μοι» δια να φανερώση με τούτο την δόξαν όπου εδόθη εις την ανθρωπότητά Του (βλ. Ιω. ιζ' 24).

Ω δόξαις! Ω λαμπρότηταις! Ω μεγαλεία της Αναστάσεως του Κυρίου!

Όντως αύτη είναι η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος. Διότι την μεν δευτέραν και τρίτην ημέραν εποίησε το πρωτόγονον εκείνο φως και την τετάρτην και πέμπτην και έκτην και εβδόμην εποίησεν τον εν τη δ' ημέρα γενόμενον ήλιον. Την δε Κυριακήν και πρώτην ταύτην ημέραν, και εν τη κοσμογενεσία, μόνος ο Κύριος αμέσως εποίησεν εκ του μη όντος εις το είναι (το γαρ εν αυτή γεγονός φως ουχί από το πρωί, αλλά από μεσημβρίας ήρξατο, κατά τους Θεολόγους) και τώρα πάλιν μόνος ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ταύτην εποίησεν από του μνήματος ως από ορίζοντος αναστάς. Και αυτή η Κυριακή, τώρα μεν είναι εικών του μέλλοντος αιώνος.τότε δε έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών2.

«Όντως αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» (Ψαλμ. ριζ' 23). Οι εχθροί Του δαίμονες, ο εχθρός Του θάνατος, ο εχθρός Του η αμαρτία, ο εχθρός Του άδης, οι εχθροί Του Ιουδαίοι οι τούτον σταυρώσαντες και μισούντες Αυτόν. Όντως εκινδύνευε το καράβι να πνιγή και να πλέη δεν ηδύνατο όπου ερρίφθη ο Ιωνάς εις την θάλασσαν και κατεπόθη από το κήτος. Καράβι είναι ο κόσμος όπου δεν ηδύνατο να υπάγη εμπρός εις το αγαθόν. Θάλασσα είναι τα πάθη και αι θλίψεις του κόσμου. Ιωνάς ο Χριστός, κήτος ήτον ο θάνατος και ο άδης. Ερρίφθη ο Χριστός εις την θάλασσαν και τα πάθη. Κατεπόθη από τον θάνατον και τον άδην. Και επειδή η ζωοποιός θεότης δεν εχωρίσθη ούτε από το νεκρωθέν σώμα το κείμενον εις τον τάφον ούτε από την ψυχήν την καταβάσαν εις άδην δια τούτο ενέκρωσε και τον άδην και ανέστη τριήμερος και ούτως ο κόσμος όπου εκινδύνευε διεσώθη «ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο υιος του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ' 40).

Τώρα εσύ αδελφέ, είναι δυνατόν να μελετήσης ταύτας τας αληθείας, και να μη γεμίση από χαράν η καρδία σου δια την ανωτάτην ευδαιμονίαν και δόξαν, εις την οποίαν βλέπεις πως έφθασεν ο Λυτρωτής σου δια της Αναστάσεως, όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το πανάγιον σώμα Του;

Όθεν επιθύμησαι να έχης όλαις ταις χαραίς των αγγέλων και όλων των Αγίων όπου συνέστησαν σήμερον και ελευθερώθησαν από τον άδην, δια να συγχαρής με αυτάς τον αναστάντα Δεσπότην, και δια να ευφρανθής με όλην σου την καρδίαν εις την νέαν ταύτην χαράν και δόξαν και νίκην Του, στοχαζόμενος πως η ιδική Του χαρά είναι και χαρά ιδική σου. Η ιδική Του δόξα είναι και δόξα ιδική σου και η ιδική Του νίκη είναι και νίκη ιδική σου. Και απλώς όσα Αυτός προνόμια και αξιώματα έλαβε δια της Αναστάσεώς Του, όλα ταύτα γίνονται και ιδικά σου δια της προς Αυτόν πίστεως και θερμής αγάπης. Εκείνου ως κεφαλής και εσένα ως μέλους. Εκείνου ως Πατρός και εσένα ως υιού. Εκείνου ως αρχιστρατήγου και βασιλέως και εσένα ως στρατιώτου και βασιλευομένου. Εκείνου ως φιλουμένου και εσένα ως φιλούντος.επειδή η αγάπη έχει φυσικόν ιδίωμα να κοινοποιή τα των φίλων κατά την παροιμίαν.«τα των φίλων κοινά». Και καθώς χθές και προχθές εκοινωνήσατε εις τα Πάθη και την θλίψιν του Κυρίου δια της πίστεως και αγάπης έτσι και σήμερον είναι δίκαιον να κοινωνήσετε εις την χαράν Αυτού και δόξαν και Ανάστασιν, «καθώς κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι χαίρετε ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης Αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι» (Α' Πέτρ. δ' 13).

Και αν ο Αβραάμ προτήτερα από τρεις χιλιάδας χρόνους είδε την ημέραν ταύτην της Αναστάσεως του Σωτήρος και εχάρη, όταν έλαβε ζωντανόν τον υιόν του καθώς είπεν ο Κύριος: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είδε και εχάρη». (Ιωάν. η' 56).

Πως εσύ να μη χαρής αδελφέ εις την ημέραν ταύτην του Κυρίου, εις την οποίαν η φθορά μετεβλήθη εις αφθαρσίαν, ο θάνατος εις ζωήν, ο ακάνθινος στέφανος εις ρόδα και άνθη, ο κάλαμος, η λόγχη, οι ήλοι, ο Σταυρός και τα λοιπά όργανα του Πάθους και της ατιμίας, έγιναν όργανα δόξης και απαθείας;

Πως να μη ευφρανθής εις την ημέραν ταύτην, εις την οποίαν οι μεν εν ουρανώ άγγελοι αγάλλονται απολαβόντες και αυτοί δια της Αναστάσεως την σωτηρίαν; Ήγουν την τελείαν ατρεψίαν και ακινησίαν εις το κακόν, ην ουκ είχον πρότερον, καθώς ο θεολόγος Γρηγόριος τούτο δηλοί εις το Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος» και ο τούτου σχολιαστής ερμηνεύει Νικήτας3.

Οι εν τω άδη Προπάτορες ευφραίνονται, οι εν τοις μνημείοις εγείρονται, οι εν τη γη Απόστολοι χαίρουσι, και ο ίδιος άδης πανηγυρίζει με όλα ομού τα επίγεια και ουράνια και άλλο δεν ακούεται εις κάθε μέρος, παρά το «Χριστός Ανέστη!».

Πως εσύ να μην αγαλλιάσης εις την ημέραν ταύτην της αγαλλιάσεως, ήτις είναι των εορτών Εορτή και Πανήγυρις των πανηγύρεων κατά τον θεολόγον Γρηγόριον; Έαρ της Εκκλησίας μεταξύ των καιρών. Ήλιος μεταξύ των αστέρων, χρυσός μεταξύ των μετάλλων και βασιλίς, μεταξύ όλων των ημερών του ενιαυτού. Ήξευρε γαρ ότι αν δεν χαρής πνευματικώς εις όλα ταύτα τα υπερφυσικά χαρίσματα της του Χριστού Αναστάσεως, είναι κακόν σημάδι δια λόγου σου, πως δεν αγαπάς τον αναστάντα Χριστόν και ακολούθως πως δεν είσαι αληθινός Χριστιανός, αλλά ξένος του Χριστού και αλλότριος, διότι δεν συγχαίρεσαι εις την χαράν και δόξαν του Κυρίου σου.

Δια τούτο άναψαι αδελφέ την καρδίαν σου με μίαν φλόγα αγάπης προς τον αναστάντα Χριστόν, ευφραινόμενος εις την ευδαιμονίαν και εις το ιδικόν του καλόν περισσότερον, παρά όπου ήθελες ευφρανθή αν ήτο ιδικόν σου. Και επειδή σήμερον έγιναν καινούργια όλα τα πάντα, ως λέγει ο Παύλος: «τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β' Κορ. ε' 17): καινός ο τάφος, καιναί αι σινδόνες, καινή η Ανάστασις του Κυρίου.

Καινοί οι αναστάντες Προπάτορες και Δίκαιοι, καινός ο ουρανός, καινή η γη.

Ψάλλε και εσύ ακολούθως καινά άσματα καθώς σε προστάζει ο Δαβίδ: «άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ' 1). Και συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε έργα καινούργια, ζήσαι ζωήν καινούργιαν και αξίαν της του Χριστού καινής Αναστάσεως. Εσύ όταν εβαπτίσθης, συναπέθανες και συνεταφιάσθης μαζί με τον Χριστόν εις την αγίαν κολυμβήθραν και συνανεστήθης μαζί με Αυτόν και υπεσχέθης να ζήσης μίαν καινούργιαν ζωήν, ως λέγει ο Παύλος «συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ως περ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ' 4).

Λοιπόν, εντράπου πως έως τώρα παρέβης την υπόσχεσιν αυτήν και έζησες μίαν ζωήν παλαιάν και διεφθαρμένην και από της σήμερον και εις το εξής αποφάσισαι να ανακαινίσης την πρώτην εκείνην υπόσχεσιν όπου έδωκες εις το άγιον Βάπτισμα και να ζήσης μίαν άλλην καινούργιαν ζωήν, όχι με τρυφάς και ξεφαντώματα και χορούς και τραγούδια. Όχι με φιληδονίας και φιλοδοξίας, όχι με φιλαργυρίας και άλλας αμαρτίας.

Διότι αυτά είναι της φθαρτής ζωής του παλαιού ανθρώπου, τον οποίον εκδύθης εις το Βάπτισμα και όποιος ταύτα εργάζεται, έχει να αποθάνη «ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν» (Ρωμ. η' 13). Αλλά με την παρθενίαν και αφθαρσίαν του σώματος, με την καθαρότητα και απάθειαν της ψυχής. Με την πνευματικήν γνώσιν και θεωρίαν του νοός και με τας λοιπάς ζωοποιούς αρετάς και καλά έργα, τα οποία είναι της νέας ζωής του καινού ανθρώπου και της Αναστάσεως του Χριστού, ο Οποίος αφ ου ανέστη, έζησε μίαν νέαν ζωήν, ελευθέραν έως και από τα αδιάβλητα πάθη της φύσεως, πείναν δηλ. και δίψαν και ψύχραν και τα λοιπά.

Έτσι και εσύ ως συναναστηθείς τω Χριστώ δια της πίστεως, χρεωστείς να ζήσης ελεύθερος καν από τα διαβεβλημένα πάθη και αμαρτίας και να φυλάττης καθαράν αυτήν την νέαν ζωήν όπου σου εχάρισεν ο Χριστός και μη σε πλανήση ο διάβολος λέγωντάς σου εις αυτάς τας αγίας ημέρας: τώρα είναι Ανάστασις και λαμπρά και τρώγε, πίνε, ευφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ότι αν και ο καιρός της νηστείας επέρασεν, αλλ ο καιρός της εγκρατείας είναι πάντοτε με ημάς και μάλιστα, διότι η αγία Πεντηκοστή είναι οπίσω και μας προσμένει και πρέπει να καθαριζώμεθα εις τας ημέρας ταύτας, δια να λάβωμεν εις την ψυχήν μας τον ερχομόν και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, καθώς και η Εκκλησία ούτω ψάλλει: «νέαν και καινήν πολιτείαν παρά Χριστού μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, όπως Αγίου Πνεύματος την παρουσίαν απολαύωμεν.»


Όθεν είπε και ο μέγας Βασίλειος «πως ημάς η Πεντηκοστή υποδέξεται, ούτω του Πάσχα καθιβρυσθέντος, η Πεντηκοστή του Πνεύματος έσχε του αγίου την εναγή και πάσι γνωρίμην επιδημίαν.συ δε προλαβών σεαυτόν, οικητήριον του αντικειμένου εποίησας Πνεύματος, εγένου ναός ειδώλων, αντί του γενέσθαι ναός Θεού δια της ενοικήσεως του Πνεύματος του Αγίου και επεσσάσω την αράν του προφήτου ειπόντος εκ προσώπου του Θεού.«ότι στρέψω τας εορτάς αυτών εις πένθος» (Αμώς στ' 16)» (Εν τω τέλει του «Κατά μεθυόντων» λόγου).

Ευχαρίστησε τον Κύριον δια τα χαρίσματα όπου σου εχάρισε δια μέσου της Αναστάσεώς Του και μάλιστα διότι σε έκαμε με την Ανάστασίν Του καινούργιον αντί παλαιού «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β' Κορ. ε' 17). Και επειδή κατά τους νηπτικούς και θεοσόφους Πατέρας, τρεις είναι αι αναστάσεις όπου ενεργούνται μυστικώς και ηθικώς εις τον άνθρωπον, η μία του σώματος, η άλλη της ψυχής και άλλη του νοός4.

Η μία της αρετής ήτις κατορθούται δια της πρακτικής φιλοσοφίας, η άλλη του λόγου, ήτις κατορθούται δια της των όντων θεωρίας και πνευματικής γνώσεως και άλλη της υπέρ λόγον σιγής, ήτις κατορθούται δια της αρπαγής προς Θεόν. Παρακάλεσαι τον σήμερον αναστάντα Κύριον να ενεργήση εις τον εαυτόν σου δια της Χάριτός Του αυτάς τας τρεις αναστάσεις και να ζωοποιήση το σώμά σου όπου ενεκρώθη από την εμπάθειαν, την ψυχήν σου όπου ενεκρώθη από την ηδυπάθειαν, και τον νουν σου τον νεκρωθέντα από την προσπάθειαν.

Και ούτω ζωοποιήσας αυτά τα τρία μέρη δια της απαθείας, να σε αξιώση να αναστηθής από εδώ μαζί με Αυτόν, όχι δια ψιλής πίστεως, αλλά δια πείρας και νοεράς αισθήσεως, ώστε να λέγης κατά αλήθειαν και όχι με λόγον μόνον το : «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον». Και να βασιλεύη και να ζη ο Χριστός μόνος εις εσένα και εσύ αντιστρόφως να βασιλεύεσαι και να ζής εις μόνον τον Χριστόν, κατά την παραγγελίαν όπου σου δίδει ο Απόστολος: «ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β' Κορ. ε' 15).

Συλλογίσου αγαπητέ, ότι έχομεν χρέος δεύτερον να συγχαρώμεν με την Παναγίαν Παρθένον, ήτις όταν είδε τον θείον Υιόν Της όπου ανέστη, εγέμισε παρευθύς από τόσην μεγάλην χαράν όση ήτο μεγάλη και η περασμένη θλίψις όπου εδοκίμασεν εις τα Πάθη Του. Οι πόνοι Αυτής και αι θλίψεις μετρούνται από την γνώσιν όπου είχε της απείρου αξιότητος του ενσαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπην όπου είχεν εις Αυτόν, όχι μόνον ως Θεόν ομού, και ως γέννημα των σπλάγχνων Της, αλλά και ως Μονογενή Αυτής Υιόν και ως μόνη ούσα Μήτηρ Αυτού χωρίς πατρός, τα οποία όλα δεν άφιναν την αγάπην Της να μοιρασθή εις άλλα πράγματα, αλλά την επολλαπλασίαζαν εις μόνον τον γλυκύν Της Υιόν. Όθεν επειδή και Τον εγνώριζε περισσότερον, Τον ηγάπα και περισσότερον, παρά όπου Τον εγνώριζαν και Τον ηγάπων όλοι οι άγγελοι εις τον ουρανόν, λοιπόν ακόλουθον είναι να ειπούμεν, ότι η Παναγία Παρθένος έπαθεν εις το Πάθος του Υιού Της περισσότερον από εκείνο όπου έπαθαν όλα ομού τα κτίσματα. Και ότι η λύπη Της δεν ευρίσκει άλλην παρόμοιαν δια να συγκριθή πάρεξ την λύπην όπου εδοκίμασεν ο ηγαπημένος Της Ιησούς. «Και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. β' 35).

Αφ ου όμως Αυτή πρώτη επήγε κατά το μεσονύκτιον δια να θεωρήση τον τάφον του Υιού Της.και αφ ου δι Αυτήν και μόνην έγινεν ο σεισμός και Αρχάγγελος Γαβριήλ ο συνήθης διακονητής και τροφεύς και Ευαγγελιστής Της4 κατέβη από τους ουρανούς και εκύλισε την πέτραν από την πόρταν του τάφου και εκάθητο επάνω εις αυτήν αστραπόμορφος και χιονοειδέστατος: «Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκάθητο επάνω αυτού.ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών». (Ματθ. κη' 2).

Αφ ου λέγω κατέβη ο θείος Γαβριήλ.ω, πως μετετράπη ευθύς εις υπερβολικήν χαράν η υπερβολική Της λύπη! Ω πόσον ηγαλλίασε το πνεύμα Της, όταν είδεν, ότι δι Αυτήν μόνην ανοίχθη ο τάφος του Υιού Της! (Καθώς γαρ δια την Θεοτόκον ανοίχθησαν εις τους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και δια την Θεοτόκον ανοίχθη ο ζωοποιός Τάφος του Κυρίου).ως λέγει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «εμοί δε δοκεί και δι Αυτήν πρώτην τον ζωηφόρον εκείνον ανοιγήναι τάφον.δι Αυτήν γαρ πρώτην και δι Αυτής πάντα ημίν ηνέωκται, όσα επί του Ουρανού άνω και όσα επί της γης κάτω». (Λόγ. εις την Κυριακήν των Μυροφόρων).

Και όταν Αυτή πρώτη εθεώρησε την Ανάστασιν του Υιού Της! Ω πόσον ευφράνθη, όταν πλησιάζουσα εις τον αγαπητόν Της Ιησούν επίασε με άκραν ευλάβειαν και αγάπην τους αγίους Του πόδας και τους επροσκύνησε! Και όταν είδε γεμάτα απο θείον φως και από της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκυτάτου Της Υιού, τα οποία προ ολίγου ήσαν όλα καταξεσχισμένα.όλα άτιμα και ανίδεα! Μάλιστα δε εξαιρέτως πόσον εχάρη, όταν ήκουσεν από το θείον στόμα του Υιού Της τον χαροποιόν εκείνον λόγον όπου Της είπε το, «χαίρε». Μολονότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήτο μαζί Της και η Μαγδαληνή Μαρία και επίασε και αυτή τους πόδας του Κυρίου και το «χαίρε» και αυτή ήκουσε, με σκοπόν δια να μη αμφιβάλλεται η Ανάστασις του Κυρίου μαρτυρουμένη από μόνην την θείαν Μητέρα Του δια την φυσικήν οικειότητα, ως ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου εν τω συναξαρίω του Πάσχα) αποδεικνύει τούτο ισχυρώς. (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και λοιπόν ποίος νους ημπορεί να καταλάβη τι λογής τελειότης αγάπης και χαράς απέρασεν αναμεταξύ της Θεοτόκου και του Χριστού, αναμεταξύ μιας τοιαύτης Μητρός και ενός τοιούτου Υιού;

Όθεν αν η Θεοτόκος ήναι φυσική μεν Μήτηρ του Χριστού, θετή δε και πνευματική μήτηρ όλων των Χριστιανών και τοιαύτη μήτηρ, ώστε όπου, καθώς ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη καλέσωμεν πατέρα εις την γην, επειδή κυρίως ένας είναι ο Πατήρ μας ο επουράνιος «και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης.εις γαρ εστιν ο Πατήρ υμών ο εν τοις Ουρανοίς» (Ματθ. κγ' 9). Έτσι έχομεν δίκαιον να ειπούμεν, και ότι ημείς μητέρα άλλην κυρίως δεν έχομεν, ει μη την Θεοτόκον6. Αν λέγω η Θεοτόκος ήναι μήτηρ των Χριστιανών, χρεωστείς και συ αδελφέ ως Χριστιανός και υιος της Παρθένου να συγχαρής εις την μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ανίσως και εις καιρόν της τόσης Της ευτυχίας, εάν δεν ήθελες συγχαρή με την Παναγίαν, βέβαια έχεις να φανής ανάξιος της αγάπης Της. Και εάν φανής ανάξιος της αγάπης Της, έχεις να φανής ανάξιος δια να δεχθής υπό κάτω εις την Σκέπην Της, και εάν Αύτη η κοινή μήτηρ δεν σε δεχθή υπό την Σκέπην Της αλλοίμονον εις εσέ! ποία ελπίς πλέον θέλει μένει δια την σωτηρίαν σου; Επειδή Αυτή είναι η μήτηρ της ελεημοσύνης και δια μέσου των χειρών Αυτής περνούν όλαι αι του Θεού χάριτες, τόσον εν τω ουρανώ, όσον και εν τη γη. τόσον εις τους αγγέλους, όσον και εις τους ανθρώπους.

Αυτή μόνη γαρ μεθόριον γενομένη αναμεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, λαμβάνει από την Τρισήλιον Θεαρχίαν όλας τας υπερφυσικάς δωρεάς και χαρίσματα και τα μεταδίδει ως φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εις όλας τας τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, κατά την αναλογίαν της αγάπης όπου έχουν προς Αυτήν, ώστε Αυτή μόνη είναι και ο ταμιούχος εν ταυτώ και ο χορηγός του πλούτου της Θεότητος και χωρίς την μεσιτείαν αυτής, δεν δύναται να πλησιάση τινάς εις τον Θεόν, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, καθώς περί Αυτής υψηγορεί ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω α' λόγω των Εισοδίων7.

Όθεν ακολούθως και αι πρεσβείαι της Θεοτόκου ηθέλησεν ο Κύριος, να είναι νόμοι απαράβατοι, δια να γίνεται παρ Αυτού έλεος και ευσπλαγχνία εις εκείνους, δια τους οποίους πρεσβεύει: «στόμα δε ανοίγει σοφώς και νομοθέσμως, η δε ελεημοσύνη αυτής ανέστησε τα τέκνα αυτής και επλούτησαν» (Παροιμ. κθ' 26). Και ο άγιος Γερμανός «ουδέ γαρ ενδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθήναι.επειδή πειθαρχεί Σοι κατά πάντα, και δια πάντα, και εν πάσιν ο Θεός, ως αληθινή Αυτού αχράντω Μητρί» (Λόγ. εις την Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν εξ όλης σου της καρδίας με Αυτήν την Δέσποιναν του Ουρανού και της γης, της χαράς το δοχείον επειδή εις Αυτήν πρώτην εδόθη η χαρά και προ της Αναστάσεως εις τον Ευαγγελισμόν Της, και μετά την Ανάστασιν σήμερον.

Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και όλη η του Χριστού Εκκλησία εις χίλια μέρη των ασματικών τροπαρίων Της ψάλλουσα εις Αυτήν χαρμοσύνως και πανηγυρικώς, τώρα μεν «ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν εώ χαίρε.ο Σός Υιος ανέστη τριήμερος εκ τάφου», τώρα δε «Συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου Σου» και ποτέ μεν «Αναστάντα κατιδούσα σόν Υιόν και Θεόν, χαίροις συν Αποστόλοις, Θεοχαρίτωτε αγνή», ποτέ δε «την γαρ εν τω πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός Σου, υπερβαλλούσης απολαύσαι χαράς». Τι λέγω; Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και αυτή όλη η άλογος και αναίσθητος κτίσις και χαίρει εις την Ανάστασιν του Υιού Της και Την δωροφορεί με όλα τα κάλλιστα και εξαίρετα δώρα και χάριτας του έαρος και της γλυκυτάτης ανοίξεως.

Και δεν βλέπεις και μόνος με τους οφθαλμούς σου, πως τώρα ο ουρανός είναι διαυγέστερος; ο κύκλος της Σελήνης είναι λαμπρότερος και αργυροειδέστερος, και όλος ο χορός των αστέρων φαίνεται καθαρώτερος;


Δεν βλέπεις πως τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τα ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχροα και ευωδέστατα άνθη και ρόδα της, τα οποία άλλα μεν ευγήκαν τελείως από τους κάλυκάς των και παρρησιάζουν εις τους ορώντας την ροδόπνοον χάριν τους άλλα δε εβγήκαν ολίγον και άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τους κάλυκάς των μέσα ωσάν εις νυμφικόν θάλαμον;

Δεν ακούεις με τα αυτιά σου την συμφωνίαν και εναρμόνιον μουσικήν όπου τώρα κάμνουν με τα γλυκυτάτας φωνάς των επάνω εις τα χρυσοπράσινα και δασύφυλλα δένδρα αι αηδόνες, αι χελιδόνες, αι τρυγόνες, οι κόσσυφοι, οι κόκκυγες, αι πέρδικες, αι κίσσαι, αι φάσσαι, οι σπίνοι και όλα τα λοιπά ωδικά όρνεα και πουλιά και πως συνερίζονται να νικήση ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστρεπτα αυτών κελαδήματα; Και πως κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τας φωλέας των και τα μεν θηλυκά κάθηνται και πυρώνουν τα αυγά μέσα εις αυτάς, τα δε αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις πως τώρα αι βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πως οι ποταμοί λυθέντες από τους χειμερίους πάγους ρέουσι πλουσιώτερα και ποτίζουν όπου περνούν της γης το πρόσωπον; Πως τα περιβόλια ευωδιάζουν;

Πως το χορτάρι κόπτεται; Πως τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν επάνω εις τους χλοηφόρους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις πως αι φιλόπονοι μέλισσαι τώρα ευγαίνουσαι από τα κοφφίνιά των βομβούσιν ηδύτατα και πετούν τριγύρω εις τους λειμώνας και περιβόλια και κλέπτουν τα άνθη και πλάττουσι τα κηρία των, βάνουσαι τας ευθείας γραμμάς αντίθετα εις τας γωνίας δια περισσοτέραν ασφάλειαν εν ταυτώ και κάλλος του έργου των και το γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δεν βλέπεις πως τώρα οι άνεμοι ησυχάζουσι; Πως αι γλυκείαι αύραι των ζεφύρων πνέουσι; Πως η θάλασσα είναι γαληνιαία και ήρεμος; Πως οι ναύται ταξιδεύουν άφοβα και πως οι δελφίνες συμπεριπατούν ομού με τα πλοία φυσώντες και κολυμβώντες γλυκύτατα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτας με ευθυμίαν; Δεν βλέπεις πως τώρα οι γεωργοί, τα βόδια ζεύξαντες τέμνουσι την γην με το άροτρον και με τας καλάς ελπίδας των καρπών, όλοι είναι πασίχαροι;

Πως οι ποιμένες και βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας και συραύλια μέσα εις τα δένδρα περνούσι την άνοιξιν και πως οι αλιείς και ψαράδες τα δίκτυα και τους γρίπους εις την θάλασσαν ρίπτοντες, τα βγάνουν τώρα γεμάτα από ψάρια; Δεν βλέπεις πως τώρα όλα τα ορατά κτίσματα, όπου και αν γυρίσης να ιδής, είναι τερπνά, είναι ευώδη, είναι δροσώδη, είναι χαριέστατα και πανευφρόσυνα, ευχαριστούντα τας πέντε αισθήσεις του σώματος; Και πως φαίνονται ωσάν να συνανεστήθησαν με τον Χριστόν και αυτά και να εζωντάνευσαν από εκεί όπου ήσαν πρότερον ωσάν νεκρωμένα και αποθαμένα από την προλαβούσαν ψύχραν και δριμύτητα του χειμώνος;8 Και δια να ειπώ με συντομίαν, συγχαίρου με την Θεοτόκον και εσύ αδελφέ, καθώς την εσυγχάρηκαν και αι θείαι μυροφόροι, η Μαγδαληνή Μαρία και η Σαλώμη και η Ιωάννα. Δύνασαι γαρ εάν θέλης να γίνης και εσύ ωσάν αυτάς κατά την ψυχήν, καθώς σε παρακινεί ο θεολόγος Γρηγόριος εις το Πάσχα λέγων: «καν Μαρία τις ης, καν Σαλώμη, καν Ιωάννα, δάκρυσον ορθρία, ίδε πρώτη τον λίθον ηρμένον, τυχόν δε και τους αγγέλους και Ιησούν αυτόν», όπου ο σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθείσα δια λόγου των Ευαγγελικών εντολών, ωσάν από δαιμόνια, από την προσπάθειαν της εβδοματικής ταύτης ζωής. Σαλώμη δε, ειρήνη ερμηνευομένη, είναι η ψυχή εκείνη όπου νικήση τα πάθη και υποτάξη το σώμα εις την ψυχήν και δια της θεωρίας των πνευματικών νοημάτων την των όντων γνώσιν περιλαμβάνουσα και δια τούτο ειρήνην τελείαν έχουσα. Ιωάννα δε, περιστερά ερμηνεύεται και είναι η ψυχή εκείνη η άκακος και γονιμωτάτη εις τας αρετάς, η οποία απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή εις το να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώσιν και διάκρισιν.

Εάν τοιαύτη γίνη η ψυχή σου αγαπητέ, πήγαινε ωσάν τας μυροφόρους μετά προθυμίας και σπουδής (ο γαρ όρθρος ταχύτητα και σπουδήν δηλοί) εις τον τάφον, ήγουν εις το βάθος, εν ω είναι κεκρυμμένος ο λόγος των επιγείων και ουρανίων και εις την ιδικήν σου καρδίαν9 και ζήτησαι με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθης εάν ανεστήθη ο εν σοί λόγος της αρετής και της γνώσεως. Και εάν ζητήσης με τοιούτον τρόπον, πρώτον μεν θέλεις ιδεί να σηκωθή από την καρδίαν σου ο λίθος, ήγουν η πώρωσις της ασάφειας του λόγου, και αφ ου αυτή σηκωθή θέλεις ιδεί τους αγγέλους, ήγουν τας κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν, ότι ανέστη ο εν σοί δια κακίαν νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, επειδή εις την ψυχήν του φαυλοβίου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά τρόπον τινά είναι νεκρός.


Και εις όλον το ύστερον θέλεις ιδεί και αυτόν τον λόγον να σου εμφανίζεται εις τον νουν γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζει τας νοεράς δυνάμεις της ψυχής σου από χαράν πνευματικήν. Όθεν αφού τοιουτοτρόπως πληροφορηθής την του λόγου ανάστασιν δια της πρακτικής, συγχαίρου και με την άλλην Μαρίαν, ήγουν την Μητέρα του Θεού, ήτις εις την θεωρίαν περιλαμβάνεται, η οποία αφ ου επρόλαβε μίαν φοράν και είδε την Ανάστασιν του Υιού Της, επληροφορήθη και ησύχασε και πλέον εις τον τάφον δεν επήγεν, ωσάν τας άλλας μυροφόρους, επειδή και η θεωρία προλαμβάνει και απλώς νοεί, η δε πράξις έπεται και πείρα λαμβάνει την γνώσιν»11.

Η μεγαλυτέρα δε χαρά όπου έχεις να προξενήσης εις την Θεοτόκον είναι εάν κάμης απόφασιν να νικάς τα πάθη σου εις κάθε καιρόν και να παρθενεύης δια την αγάπην της Παρθένου. Και δια να γίνης άξιος να σε υπερασπίζεται και να σε έχη δια υιόν Της επιμελήσου να υποτάσσεσαι και να δουλεύης όσον δύνασαι περισσότερον Αυτήν και τον Μονογενή Της Υιόν και παρακάλεσαί Την να σε συναριθμήση με τους ευλαβητικούς δούλους Της και να σε αξιώση να χαίρεσαι με Αυτήν αιωνίως εις τον ουρανόν, ψάλλοντας εις Αυτήν εκείνο το Δαυιτικόν: «μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. μδ' 17).

Συλλογίσου αγαπητέ, ότι πρέπει τρίτον να συγχαρώμεν με το σώμά μας, διότι ο αναστάς εκ των νεκρών Κύριος δεν ευχαριστήθη μόνον με τον τύπον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του όπερ εστί το άγιον Βάπτισμα. Τούτων γαρ τύπον έχει το θείον Βάπτισμα, ως λέγει ο θείος Παύλος: «ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου Αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. στ' 5), δεν ευχαριστήθη λέγω μόνον με τον τύπον της Αναστάσεώς Του να συγχωρήση το προπατορικόν μόνον αμάρτημα, να αφήση δε την ποινήν και τα αποτελέσματά του να ενεργούν, αλλά σήμερον με την πραγματικήν Του Ανάστασιν εξαλείφει ακόμη και αυτήν την ποινήν και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος.όπερ εστίν ο θάνατος. «Έσχατός φησιν εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α' Κορ. ιε'). Και ούτω με τελειότητα σηκώνει από το μέσον ως νέος Αδάμ την αμαρτίαν με όλας τας ρίζας και κλάδους της και καρπούς.

Διότι με την δύναμιν της σημερινής Αναστάσεώς Του χαρίζει εις όλην την φύσιν των ανθρώπων την ανάστασιν των σωμάτων τόσον των πιστευόντων εις Αυτόν, όσον και εκείνων όπου απιστούν. Και κατά τούτο υπερβαίνει το χάρισμα του νέου Αδάμ από το αμάρτημα του παλαιού, καθ ότι, όσοι μεν εμέθεξαν από το αμάρτημα εκείνου, ούτοι και απέθανον. Όσοι δε εμέθεξαν από την πίστιν του Χριστού, δεν αναστένωνται μόνοι, αλλά ακόμη και όσοι δεν εμέθεξαν από ταύτην την πίστιν, ως λέγει ο κριτικός Φώτιος ερμηνεύων το αποστολικόν εκείνο, «πλήν ουχ ως το παράπτωμα, ούτω και το χάρισμα.ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε» (Ρωμ. ε' 15).

Και η αιτία είναι διότι, καθώς όλην την φύσιν των ανθρώπων ανέλαβεν ο Κύριος εις την θείαν Του υπόστασιν, έτσι ανεκαίνισε όλην την φύσιν, αναστήσας και τους απίστους αυτούς, διότι φυσικώς εν τω Αδάμ ήμαρτον και ου προαιρετικώς. Επειδή όμως προαιρετικώς δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον νέον Αδάμ, δια τούτο και τα μέλλοντα αναστηθήναι σώματα αυτών θέλουν έχει μεγάλην και ασύγκριτον διαφοράν από τα αναστηθησόμενα σώματα των πιστών και εναρέτων. Καθ ότι εκείνα μεν θέλουν είναι σκληρά βαρέα, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτεινά, ψυχρά και χονδρά και αυτά όλα τα άθλια ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά, κατά την αναλογίαν της απιστίας αυτών και κακίας, τα δε σώματα των πιστών και Ορθοδόξων έχουν εκ του εναντίου να είναι μαλακά, κούφα, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτεινά, θερμά και πνευματικά. Και αυτά όλα τα μακαριστά ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά κατά την αναλογίαν της πίστεως και αρετής αυτών, καθώς γενικώς περί τούτων των ιδιωμάτων αναφέρει ο Απόστολος εν τη Α' προς Κορινθ. κεφ. ιε' 42 λέγων: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία.σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη. σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται δυνάμει.σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν».

Συλλογίσου λοιπόν αδελφέ, πόσον μας ηγάπησεν ο Δεσπότης μας Ιησούς Χριστός ώστε όπου χωρίς ημάς δεν ηθέλησε να ήναι αθάνατος και μακάριος κατά την ψυχήν και κατά το σώμα, αλλά ηθέλησε και τα ιδικά μας σώματα να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου και να γυρίσουν πάλιν να ζουν ομού με Αυτόν δια παντός, δεδοξασμένα και μακάρια: «ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ» (Α' Θεσσαλ. θ' 13). Επειδή με το μέσον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του μας έκαμεν αξίους δια μίαν τοιαύτην ζωήν και μακαριότητα, γενόμενος ημών Πατήρ αθάνατος και ημείς αθάνατα τέκνα Του εις αιώνας αιώνων, κατά τον τίτλον όπου Του έδωκεν ο Προφήτης: «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος». (Ησ. θ' 6). Μάλιστα ηθέλησεν όχι μόνον να υπηρετήση εις την ανάστασίν μας ως μισθός, αλλά και ως αρχέτυπον.

Ώστε το σώμα μας όταν αναστηθή να έχη μεγάλην αναλογίαν και ομοιότητα με το μέτρον εκείνου του δεδοξασμένου Του σώματος:

«μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών, εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού» (Φιλιπ. γ' 21). Και καθώς ο αισθητός ήλιος όταν κτυπήση τας ακτίνας του εις ένα καθαρόν καθρέπτην, ο καθρέπτης εκείνος γίνεται άλλος ήλιος, έτσι και ο νοητός ήλιος Χριστός εν τη μελλούση αναστάσει κτυπώντας τας ακτίνας Του εις τα αναστηθέντα σώματά μας, έχει να τα κάμη να λάμπουν ωσάν άλλοι ήλιοι όμοιοί Του καθώς είναι γεγραμμένον: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ' 43).

Ω θαυμαστά εφευρέματα όπου εύρεν ο γλυκύτατός μας Ιησούς δια να μας αγαθοποιήση! Ω ασύγκριτα χαρίσματα όπου μας εχάρισε δια της Αναστάσεώς Του! Και τι άλλο μεγαλύτερον και θεοπρεπέστερον χάρισμα ηδύνατο να χαρίση εις ημάς ωσάν αυτό όπου μας εχάρισεν, ήγουν το να δοξάση με τόσην μεγαλοπρέπειαν αιωνίως όχι μόνον την ψυχήν αλλά και αυτό το σώμά μας; Έστω.η ψυχή εις όλον το ύστερον είναι καθαρόν πνεύμα.είναι συγγενές με τους αγγέλους και εικών της Θεότητος, όθεν δεν φαίνεται τόσον υπερβολική αγάπη το να πάθη ο Κύριος, δια να την δοξάση αιώνια.

Αλλά τι λογής υπερβολή αγάπης είναι αύτη το να πάθη τόσον ένας Υιος του Θεού δια να αξιώση μιας αιωνίου δόξης το σώμά μας όπου είναι μία γη και σποδός; όπου είναι ένα σκεύος γεμάτον από δυσωδίαν και ακαθαρσίαν και μάλιστα όπου απεστάτησε τόσαις και τόσαις φοραίς από το θείόν Του θέλημα με τας κακάς του ορέξεις; Κατά αλήθειαν ανίσως και ημείς ηθέλαμεν καταξεσχίση δια τον Ιησούν Χριστόν με χίλια μαρτύρια το σώμά μας.ανίσως και ηθέλαμεν το καρφώση δι αγάπην Του επάνω εις τον Σταυρόν.η το ολιγώτερον ανίσως ηθέλαμεν το φυλάξη καθαρόν από κάθε λογής αμαρτίαν και μολυσμόν, πάλιν δεν ήτο άξιον το σώμά μας να απολαύση εις τον ουρανόν ένα προνόμιον τόσον υψηλόν, όπου να συνδοξασθή με το σώμα του Λυτρωτού μας «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η' 18).Και τώρα να απολαύση αυτό το υψηλόν προνόμιον τούτο το σώμα, ύστερα αφ ου ύβρισε τον Θεόν δια να θεραπεύση τον εαυτόν του και αφ ου εμολύνθη με τόσας αμαρτίας μόνον διότι εκαθαρίσθη μετρίως με την μετάνοιαν; Τούτο εκπλήττει κάθε νουν. Τούτο κάμνει άφωνον κάθε γλώσσαν.

Ω μακάριαι λοιπόν όπου είναι αι ελπίδες των Χριστιανών, με τας οποίας προσμένουν βέβαια να λάβουν τα σώματά των μίαν τοιαύτην ανάστασιν και δόξαν! Αυταί αι ελπίδες της αναστάσεως κάμνουσι σήμερον να χαίρωνται οι Προπάτορες και Προφήται. Ο αποκτανθείς Άβελ, ο απιστούμενος Νώε, ο εν τοις ξένοις ξενωθείς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Ο λεπρωθείς Ιώβ, ο διωχθείς Μωσής, ο διαβληθείς Ααρών, ο πολεμών Ιησούς ο του Ναυή, ο πεινών Δαβίδ, ο απογνούς εαυτόν Ηλίας, ο περιγελώμενος Ελισσαίος. Ο πριονισθείς Ησαίας, ο εν τω λάκκω βληθείς Ιερεμίας. Ο ραπισθείς Μιχαίας, ο λιθοβολιθείς Ναβουθαί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι να ευφραίνωνται οι Απόστολοι και οι μάρτυρες Ιάκωβος και Παύλος οι αποκεφαλισθέντες.Πέτρος και Ανδρέας οι σταυρωθέντες.ο ποτήριον φαρμάκου πιών11 και εν ζέοντι ελαίω βληθείς12 Ιωάννης ο Θεολόγος.Ματθαίος και Πολύκαρπος οι πυρποληθέντες.οι Γεώργιοι, οι Δημήτριοι, οι Ευστάθιοι και πάντες οι λοιποί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι σήμερον να αγάλλωνται όλοι οι Όσιοι και Ασκηταί, οι οποίοι επλανώντο εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις, κακουχούμενοι, θλιβόμενοι και βασανίζοντες την σάρκα των με διαφόρους κακοπαθείας και όσον περισσότερον εβασανίζοντο, τόσον περισσότερον εχαίροντο. Διατί; Δια να λάβουν ενδοξοτέραν ανάστασιν: «ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν» (Εβρ. ια' 35).

Αυταί, αυταί αι μακάριαι ελπίδες της αναστάσεώς σου, πρέπει να κάμνουν και εσένα αδελφέ να χαίρεσαι εις τας θλίψεις σου, να πλουτίζης εις την πτωχείαν σου, να παρηγορήσαι εις τας ασθενείας σου και να ευφραίνεσαι εις όλας τας δυστυχίας όπου σου έρχονται. Διότι όσον περισσότερον θλιβής και κακοπαθήσης εδώ, τόσον ενδοξοτέραν ανάστασιν έχεις να λάβης: «ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν». Όθεν αν τυφλωθής, χαίρε ότι αυτά τα μάτια έχουν να λαμπρυνθούν περισσότερον και να θεωρούν καθαρώτερον το φως της Τρισηλίου Θεότητος.

Αν κουλλαθής χαίρε, διότι αυτά τα χέρια έχουν να εκτείνωνται με περισσοτέραν παρρησίαν εις τον Θεόν. Αν κουτσαθής χαίρε, διότι θέλεις χορεύει καλύτερα εις τον Παράδεισον. Αν λεπρωθή όλον σου το σώμα χαίρε, διότι έχει να αναστηθή ενδοξότερον, λαμπρότερον και ωραιότερον. Αν μετανοής και κλαίης δια τας αμαρτίας σου, χαίρε, διότι με τα δάκρυα αυτά θέλεις πλυθή από κάθε μολυσμόν και θέλεις αναστηθή καθαρώτερος. Και λοιπόν διατί φρίττεις και τρομάζεις τόσον πολύ την μετάνοιαν; Διατί αποφεύγεις τόσον κάθε λογής πειρασμόν και θλίψιν αντί να επιθυμής να έλθουν καταπάνω σου όλαι αι τιμωρίαι δια να δοκιμασθής τώρα εις αυτά, ωσάν το χρυσάφι και να αναστηθής λαμπρότερος;

Και τι νομίζεις; Ένας αναμάρτητος Ιησούς, ήτον ανάγκη να πάθη τόσα βάσανα, δια να έμβη εις την δόξαν, ήτις ήτο χρεωστουμένη εις το θείόν Του σώμα, δια πολλά αίτια. «Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. κδ' 26), και εσύ θέλεις να μη πάθης τίποτε και να έμβης εις την αυτήν δόξαν, αφ ου έγινες ανάξιος δια αυτήν τόσαις φοραίς όσαις ήμαρτες; Έβγαλε από τον νουν σου αυτήν την πλάνην ανάμεσα εις όλον το πλήθος των δικαίων, όπου ο θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψίν του, κανένας δεν ηδυνήθη να απολαύση τόσην ευδαιμονίαν με άλλο πάρεξ με μίαν μεγάλην θλίψιν: «ούτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης» (Αποκ. θ' 14), και εσύ θέλεις να γίνη δια λόγου σου μία καινούργια πόρτα εις τον Παράδεισον δια να περάσης ακόπως να χαίρεσαι με την ψυχήν και με το κορμί όλας τας τρυφάς του ουρανού, αφ ου εθεράπευσες τας αισθήσεις σου με όλας τας τρυφάς της γης;

Ανόητος όπου είσαι. Ένας Παύλος έχαιρε να συγκοινωνή εις τα παθήματα του Χριστού με τα βάσανα και να συμμορφώνεται με τον θάνατόν Του, δια να απολαύση την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως: «ευρεθώ εν αυτώ έχων την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος αυτού εν τω θανάτω, είπως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών» (Φιλιππ. γ' 10), και εσύ θέλεις να απολαύσης αυτήν την δόξαν της αναστάσεως τρώγωντας και πίνωντας και μη θέλωντας να δοκιμάσης καμμίαν θλίψιν και βάσανον;
Πεπλανημένος όπου είσαι από τον κόσμον και από τον διάβολον.


Ήξευρε γαρ, ότι καθώς ο άνθρωπος είναι διπλούς εκ ψυχής και σώματος, έτσι και η ανάστασις είναι διπλή, πρώτη και δευτέρα. Η πρώτη είναι της ψυχής, την οποίαν ενεργεί εις αυτήν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος εν τη παρούση ζωή, δια μέσου της εργασίας των εντολών του Χριστού και της καθάρσεως των ψυχικών παθών και των σωματικών, περί της οποίας αναστάσεως γέγραπται εν τη Αποκαλύψει: «Αύτη η ανάστασις η πρώτη» (Αποκ. κ' 5). Η δευτέρα ανάστασις είναι του σώματος, ήτις μέλλει να γίνη εν τη συντελεία του κόσμου. Και όποιος αξιωθή απ εδώ να αναστηθή κατά την ψυχήν, ούτος δεν θέλει δοκιμάσει τον δεύτερον θάνατον, όπου είναι η κόλασις, αλλά θέλει αναστηθή με το σώμα, δια να ζήση και να συμβασιλεύση αιωνίως με τον Χριστόν, κατά την αυτήν Αποκάλυψιν: «μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη.επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν» (Αποκ. κ' 6).

Όποιος δε απ εδώ δεν αναστηθή κατά την ψυχήν, αυτός κινδυνεύει, όχι να δοξασθή με την ανάστασιν του σώματος, αλλά να κολασθή με το σώμα, και με την ψυχήν.

Λέγει γαρ ο μέγας Γρηγόριος, ο της Θεσσαλονίκης, ότι καθώς ο αληθινός θάνατος, ήτοι η αμαρτία, ο αίτιος του πρώτου και δευτέρου και προσκαίρου και παντοτεινού θανάτου της ψυχής και του σώματος άρχισε μέσα εις τον τόπον της ζωής, ήτοι εις τον Παράδεισον, έτσι και η αληθινή ζωή, ήτοι η αρετή και η μετά Θεόν ένωσις, πρέπει δια να αρχίση από τον τόπον του θανάτου, ήτοι από την παρούσαν ζωήν. Και όποιος αυτήν την ζωήν δεν σπουδάση να αποκτήση απ εδώ, ούτος ας μη απατά τον εαυτόν του με ελπίδες εύκεραις, ότι θέλει την λάβη εκεί: «ώστε και η όντως ζωή η και ψυχή και σώματι πρόξενος της αθανάτου και όντως ζωής, εν τω τόπω τούτω του θανάτου έξει την αρχήν και ο μη σπεύδων κτήσασθαι αυτήν κατά ψυχήν ενταύθα, μη κεναίς ελπίσιν απατάτω εαυτόν, ως λήψεται αυτήν εκεί» (Λόγος εις την Ξένην). Εντράπου λοιπόν αδελφέ, δια την αγνωσίαν όπου είχες τούτων των αληθειών και διότι ενόμισες πως έχεις να απολαύσης την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως, χωρίς θλίψεις και βάσανα.

Όθεν μη αφίσης τον εαυτόν σου να πλανηθή πλέον. Κάμε απόφασιν από τώρα και εμπρός να παθαίνης μεν θεληματικώς κάθε κόπον αρετής.να υπομένης δε ευχαρίστως κάθε ακούσιον πειρασμόν, δια την ελπίδα της μελλούσης αναστάσεως όπου σε προσμένει. Καθώς και ο γεωργός δια την ελπίδα των καρπών υπομένει κόπους, χιόνας, βροχάς, χειμώνας και θέρη και ο πραγματευτής δια το κέρδος τρέχει επάνω και κάτω δια ξηράς και δια θαλάσσης. Και ο στρατιώτης δια την ελπίδα της νίκης δεν συλλογίζεται τελείως τον πόλεμον, και ο ασθενής δια την ελπίδα της υγείας πίνει μετά χαράς τα πικρά ιατρικά.

Και επειδή ο Κύριος είναι η Ανάστασις και η Ζωή: «εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή.ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» ι(Ιω. ια' 25), δια τούτο παρακάλεσαί Τον να εντυπώση μέσα εις την καρδίαν σου τούτον τον λογισμόν: «εγώ έχω βέβαια να αναστηθώ και συνδοξασθώ, με τον Ιησούν», λοιπόν πρέπει να ετοιμάζωμαι, ίνα με τούτον τον λογισμόν και την ελπίδα καθαρίζης τας αισθήσεις και όλα τα μέλη σου από κάθε λογής μολυσμόν και αμαρτίαν, καθώς είναι γεγραμμένον: «πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ αυτώ, αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστι» (Α' Ιω. γ' 3).

Και ούτω ποιών να ετοιμασθής απ εδώ με μίαν ζωήν καθαράν, αγίαν και αξίαν δια να λάβης εμπράκτως τέτοιαις εξαίρεταις επαγγελίαις εις τον καιρόν εκείνον.ήγουν δια να αναστηθής, όχι εις ανάστασιν κρίσεως, καθώς έχουν να αναστηθούν οι αμαρτωλοί, αλλά εις ανάστασιν ζωής, καθώς έχουν να αναστηθούν οι δίκαιοι: «και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες, εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες, εις ανάστασιν κρίσεως».(Ιω. ε' 29).


Υποσημειώσεις:
1. Τα λόγια του θείου Διονυσίου άπερ περί της πρώτης τάξεως των θρόνων Χερουβίμ και Σεραφίμ λέγει είναι ταύτα: «της δε Ιησού κοινωνίας ωσαύτως ηξιωμένας ουκ εν εικόσιν ιεροπλάστοις μορφωτικώς αποτυπούσι (ήτοι αποτυπούσαις αττικών γαρ εστι το τας αρσενικάς μετοχάς θηλυκοίς συντάττειν, ως ερμηνεύει ο θείος Μάξιμος) την θεουργικήν ομοίωσιν.αλλ ως αληθώς αυτώ πλησιαζούσας εν πρώτη μετουσία της γνώσεως των θεουργικών αυτού φώτων» (περί ουραν. Ιεραρχ. Κεφ. ζ').

2. Και τα δύω ταύτα βεβαιοί ο μέγας Βασίλειος. Απορήσας γαρ ο Άγιος διότι ωνόμασεν ο Μωϋσής μίαν και ουχί πρώτην την Κυριακήν λέγει «ίνα ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν ημών απαγάγη μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα την απαρχήν των ημερών.την ομήλικα του φωτός.την αγίαν Κυριακήν, την τη Αναστάσει του Κυρίου τετιμημένην.εγένετο ουν εσπέρα φησί και εγένετο πρωί, ημέρα μία» (Ομιλ. β' εις την Εξαήμερον).

Ότι δε η Κυριακή έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών, λέγει πάλιν ο αυτός Βασίλειος ταύτα εκείσε: «επεί ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον την ημέραν εκείνην είδεν ο λόγος, ην και ογδόην ο Ψαλμωδός προσηγόρευσε δια του έξω κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου. Ώστε καν ημέραν είπης καν αιώνα την αυτήν ερείς έννοιαν» (αυτόθι). Σχεδόν τα αυτά περί της Κυριακής λέγουσιν ό τε Γρηγόριος ο Θεολόγος εις την Πεντηκοστήν και ο Νύσσης και ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντες την επιγραφήν του στ' ψαλμού υπέρ της ογδόης. Και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εις την Καινήν Κυριακήν: «δια τούτο και η του Χριστού Εκκλησία όλην την διακαινήσιμον Εβδομάδα ταύτην ως μίαν ημέραν της Κυριακής και λαμπροφόρου λογίζεται, δια να δείξη με τούτο ότι και όλος ούτος ο εβδοματικός αιών της παρούσης ζωής έχει να γίνη μία ημέρα ογδόη και Κυριακή, ήτις έσται ο όγδοος εκείνος αιών της μελλούσης ζωής. Επειδή γαρ κατά το μεσονύκτιον της Κυριακής έχει να γίνη η Δευτέρα Παρουσία και να έλθη ο άδυτος Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, καθώς τούτο οι θεοφόροι Πατέρες λέγουσι. Λοιπόν η Κυριακή εκείνη αφ ου μίαν φοράν καταυγασθή από τας ακτίνας του ηλίου εκείνου, δεν λαμβάνει πλέον εσπέραν, αλλ έσται μία ημέρα ανέσπερος και αδιάδοχος εις αιώνας αιώνων.»

3. Τα λόγια του σοφού Νικήτα εισί ταύτα: «οι δε άγγελοι δυσκίνητοι όντες προς το κακόν αλλ ουκ ακίνητοι μετά την του Χριστού Ανάστασιν, εγένοντο λοιπόν και ακίνητοι ου φύσει αλλά χάριτι. Είη αν αυτοίς σωτηρία η ατρεψία μηκέτι φοβουμένοις την επί το χείρον μεταβολήν και την εκ ταύτης απώλειαν. Ακίνητοι δε εγένοντο οι άγγελοι προς το κακόν μετά την Ανάστασιν, επειδή και έργω έμαθον από τον Δεσπότην Χριστόν την ταπείνωσιν, όστις εταπεινώθη ου μόνον ότι εγένετο άνθρωπος αλλά πολλώ μάλλον ότι κατεδέξατο έως και να νίψη τους πόδας των μαθητών και εγένετο υπήκοος μέχρι Παθών και Σταυρού και θανάτου και ταφής. Δι ό και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος είπεν: εντεύθεν άγγελοι νυν το απερίτρεπτον έλαβον, έργω παρά του Δεσπότου μαθόντες, οδόν υψώσεως και της προς Αυτόν ομοιώσεως ου την έπαρσιν ούσαν, αλλά την ταπείνωσιν». (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν).

4. Μη θαυμάσης, ω αναγνώστα, ανίσως εδώ μεν λέγομεν τρεις αναστάσεις, εις δε τον ακόλουθον γ'. Συλλογισμόν της Μελέτης ταύτης λέγομεν δύω αναστάσεις, ψυχής και σώματος. Αι γαρ αύται εις δύω συγκεφαλαιούνται, του νοός, από της ψυχής διαιρουμένου τη επινοία.

5. Ότι ο θείος Γαβριήλ ήτο ο καταβάς απ ουρανού και κυλίσας τον μέγαν λίθον από της θύρας του μνήματος του Κυρίου, πολλά ασματικά τροπάρια της Εκκλησίας αναφέρουσιν.

6. Περί της Θεοτόκου όρα και εις την ζ' Εξέτασιν.

7. Τα λόγια του θείου Πατρός εισι ταύτα: «ουκούν αύτη μόνη μεθόριόν εστι κτιστής και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν ει μη δι αυτής της τε και του εξ αυτής μεσίτου, και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ει μη δια ταύτης γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Και πάλιν, «Πάσα φωτοφανείας θείας πρόοδος, και πάσα θεαρχικωτάτων μυστηρίων αποκάλυψις, και πάσα πνευματικών ιδέα χαρισμάτων, άπασιν αχώρητος χωρίς Αυτής. Αύτη δε πρώτη δεχομένη το πλήρωμα του τα σύμπαντα πληρούντος, καθίστησι τοις πάσι χωρητόν κατά την αναλογίαν και το μέτρον της εκάστου καθαρότητος. Ώστ Αυτήν είναι και ταμίαν, και πρύτανιν του πλούτου της θεότητος, και προς Αυτήν οράν και ταύτη πεποιθέναι τας ανωτάτω Χερουβικάς Ιεραρχίας, και απλώς πάσί τε και πάσαις κατά το μέτρον του προς ταύτην απαθούς και θείου πόθου. Και του αύλου και αλήκτου έρωτος... και η στάσις έψεται, και η του θείου φωτισμού τρανότης».

8. Όρα τας χάριτας του έαρος ταύτας και άλλας περισσοτέρας εν τω εις την Καινήν Κυριακήν πανηγυρικώ λόγω του Γρηγορίου του Θεολόγου.

9. Λέγει γαρ ο άγιος Μάξιμος ότι «μνημείόν εστι δεσποτικόν η εκάστου πιστών καρδία» (Κεφ. ξα' της α' εκατοντ. των θεολογικών).

10. Εκ του παραδείγματος του Ιωάννου του εις την θεωρίαν παραλαμβανομένου και του Πέτρου του εις την πράξιν αναγομένου, πίστευσον ταύτα. Έτρεχον γαρ οι δύο ούτοι ομού, ως λέγει το Ευαγγέλιον, αλλ όμως ο Ιωάννης επρόλαβε τον Πέτρον: «ο άλλος» φησί «μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου». Πάλιν: «ο μεν Ιωάννης βλέπει κείμενα τα οθόνια μόνον και πιστεύει, ο δε Πέτρος εισέρχεται εις τον τάφον και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριον και τα λοιπά και ούτω πιστεύει».

11. Τούτο λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος εν τη κγ' ερωτική ευχή.

12. Τούτο λέγει Γεώργιος ο Κορέσιος.λόγος εις την Ανάστασιν.




ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/eas ... odimou.htm

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com


Read more: http://egolpion.com/nikodhmos_anastasis ... z2SL1jBBhO
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ κατά τους Πατέρες της εκκλησίας

3
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης

«Επειδή λοιπόν, έπρεπε ο καλός ποιμένας να δώσει την ψυχή του για χάρη των προβάτων του, ώστε με τον ίδιο του το θάνατό του να καταλύσει τον θάνατο, τότε γίνεται και γίνεται και τα δύο ο αρχηγός της σωτηρίας μας για την ανθρώπινη φύση, και ιερέας και αμνός, με το να ενεργήσει το θάνατο μέσα σ’ εκείνο που μπορεί να δεχτεί την κοινωνία του πάθους.

Επειδή ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά χωρισμός της ψυχής και του σώματος, αυτός που ενώθηκε και με τα δύο, την ψυχή δηλαδή και το σώμα, δε χωρίζεται από κανένα. Αλλά επιμερίζοντας τον εαυτό του και στο σώμα και στην ψυχή, με την ψυχή ανοίγει στο ληστή τον παράδεισο και με το σώμα σταματά τη διαδικασία της φθοράς. Κι αυτό ακριβώς είναι η κατάλυση του θανάτου, το να αδρανοποιηθεί η φθορά εξαφανισμένη μέσα στη ζωοποιό φύση. Γιατί αυτό που πραγματοποιείται σ’ αυτά αποβαίνει κοινή ευεργεσία και δωρεά της φύσης μας.

Και έτσι συνενώνει με την ανάσταση όλα τα διαχωρισμένα αυτός που βρίσκεται και στα δύο, που παρέδωσε με την εξουσία που έχει, το σώμα του στην καρδιά της γης, όπως έχει γραφει (Ματθ. 12, 40), και έδωσε την ψυχή του από μόνος του, όπως λέει στον Πατέρα του, «στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου» (Λουκ. 23, 46), και στο ληστή «από σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο» (Λουκ. 23, 43). Γιατί δεν πρέπει να πιστεύουμε πως είναι κάπου αλλού η θεία εκείνη βιοτή, που λέγεται παράδεισος, παρά μόνο μέσα στην ευρύχωρη παλάμη Tου Πατέρα».

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας

«Η Ανάσταση είναι η απαρχή της αναμορφουμένης κτίσεως».

Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας

«Η Ανάστασις, φύσεώς εστιν επανόρθωσις».

Αρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ

«Οι πιστεύοντες εις τον Χριστόν διά πίστεως ελευθέρας πάσης αμφιβολίας ως Θεόν δημιουργόν και Θεόν σωτήρα ημών, εν παραφορά μετανοίας, λαμβάνουν πείραν και του Άδου και της Αναστάσεως, πρίν ή γευθούν του σωματικού θανάτου».

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

«Αλλά θα ρωτήσει κάποιος: πως ανασταίνονται οι νεκροί; Ω, τι απιστία! Ω, τι ανοησία! Αυτός που μετέτρεψε με μόνη την θέλησή του το χώμα σε σώμα, δε θα αναστήσει πολύ ευκολότερα, μόνο με τη θέλησή Του, αυτό που δημιουργήθηκε και έπαθε αποσύνθεση; Λοιπόν να θεωρήσεις ότι τα σπέρματα θάβονται μέσα στα αυλάκια του χωραφιού, ως μέσα στους τάφους. Ποιός είναι αυτός που έβαλε μέσα σ’ αυτά ρίζες, καλάμια και φύλλα και στάχυα; Δεν είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος; Δεν τα έβαλε η προσταγή αυτού που τα κατασκεύασε όλα; Πίστευε, λοιπόν, ότι έτσι θα γίνει και η ανάσταση των νεκρών με τη θεία θέληση και το θείο νεύμα διότι η δύναμη συνεργεί με τη βούληση».




Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

«Τί είναι αυτό, αδελφοί αγαπητοί και φιλέορτοι και φιλόχριστοι; Τί είναι αυτή η μεγάλη λαμπροφορία; Τί είναι αυτή η τόση φωταγωγία και χαρά; Τί είναι αυτό που έκανε την Εκκλησία να στράφτει τόσο πολύ; Τί είναι αυτό που λάμπρυνε την οικουμένη; Τί είναι αυτό που έκανε να δημιουργηθεί τόσο μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση;

Χθες ήμασταν σε λύπη και σήμερα σε χαρά. Χθες σε κατήφεια και σήμερα σε ευθυμία. Χθες σε θρήνους και σήμερα σε αλαλαγμούς.

Ρωτάς ποια είναι η αιτία αυτών και τι είναι εκείνο που προκάλεσε αυτή την τόσο μεγάλη χαρά και λαμπρότητα; Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς και όλος ο κόσμος γέμισε από αγαλλίαση. Κατάργησε με το ζωοποιό του θάνατο το θάνατο και όλοι όσοι βρίσκονταν στον Άδη ελευθερώθηκαν απ’ τα δεσμά του. Άνοιξε τον Παράδεισο και τον έκανε προσιτό σε όλους.

Πόσο, αλήθεια, μεγάλο βάθος, που δεν μπορεί να κατανοηθεί! Πόσο μεγάλο ύψος, που δεν μπορεί να μετρηθεί! Πόσο φρικτό μυστήριο, που υπερβαίνει τη δύναμη του νου!

Υμνούν οι άγγελοι, επειδή ευφραίνονται για τη σωτηρία μας. Χαίρονται οι προφήτες βλέποντας να εκπληρώνονται οι προφητείες τους. Όλη η κτίση εορτάζει μαζί μας γιατί ξημέρωσε γι’ αυτήν ημέρα σωτήρια, έλαμψε πάλι ο ήλιος της δικαιοσύνης».

(Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία, τόμος 18ος)



Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

«Είναι ημέρα της Αναστάσεως σήμερα και το ξεκίνημα είναι ευνοϊκό . ας καμαρώνουμε για το πανηγύρι και ας αγκαλιάσουμε ο ένας τον άλλον. Ας προσφωνήσουμε « αδερφοί», ακόμη κι εκείνους που μας μισούν και, πολύ περισσότερο, εκείνους που από αγάπη έχουν κάμει ή έχουν πάθει κάτι. Ας δώσουμε συγχώρεση για όλα προς χάρη της Αναστάσεως. Ας δώσουμε συγχώρεση ο ένας στον άλλο...

Χτες σταυρωνόμουν μαζί με τον Χριστό, σήμερα δοξάζομαι μαζί Του. Χτες γινόμουν νεκρός μαζί Του, σήμερα γίνομαι ζωντανός μαζί Του. Χτες θαβόμουν μαζί Του, σήμερα ανασταίνομαι μαζί Του...

Ας γίνουμε όπως ο Χριστός, γιατί και ο Χριστός έγινε όπως εμείς. Ας γίνουμε θεοί γι’ Αυτόν, επειδή κι Εκείνος έγινε άνθρωπος για χάρη μας.

Δέχτηκε το χειρότερο, για να δώσει το καλύτερο. Έγινε φτωχός, για να γίνουμε εμείς πλούσιοι με τη δική Του φτώχεια. Έλαβε μορφή δούλου, για να πάρουμε εμείς από Αυτόν την ελευθερία. Κατέβηκε στη γη, για να υψωθούμε στον ουρανό. Δοκιμάστηκε από πειρασμούς, για να νικήσουμε. Ατιμάστηκε για να μας δοξάσει . πέθανε για να μας σώσει , ανέβηκε στους ουρανούς για να τραβήξει κοντά Του εμάς που βρισκόμαστε ριγμένοι κάτω με την πτώση στην αμαρτία».

Απόσπασμα από τον 1ο λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στο άγιο Πάσχα

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος

«Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, πολύ λίγοι όμως είναι αυτοί που τη βλέπουν καθαρά και αυτοί που δεν την είδαν, δεν μπορούν να προσκυνήσουν τον Ιησού Χριστό ως Άγιο και Κύριο….

Και το ιερότατο λόγιο που καθημερινά έχουμε στο στόμα, δε λέει «Ανάστασιν Χριστού πιστεύοντες» αλλά τι; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον».

Πως λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Άγιο Πνεύμα να λέμε ότι είδαμε αυτήν που δεν είδαμε, αφού μάλιστα μια φορά αναστήθηκε ο Χριστός πριν χίλια χρόνια κι ούτε τον είδε κανείς να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η Αγία Γραφή θέλει να λέμε ψέματα;

Όχι βέβαια αλλά αυτό που μας προτρέπει να ομολογούμε είναι η αλήθεια, επειδή η Ανάσταση του Χριστού συντελείται μέσα στον κάθε πιστό κι όχι μια φορά, αλλά κάθε ώρα θα λέγαμε, αφού αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας και λαμπροφορεί και απαστράπτει τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητος.

Γιατί η φωτοφόρος παρουσία του Πνεύματος μας υποδεικνύει την Ανάσταση του Χριστού ή μάλλον μας αξιώνει να δούμε αυτόν τον ίδιο τον Αναστάντα. Γι’ αυτό και λέμε: «Θεός είναι ο Κύριος μας και φανερώθηκε σε μας» (ψαλμ.117, 27).

Σ’ όσους λοιπόν αποκαλυφθεί ο αναστημένος Χριστός, πάντως πνευματικά εμφανίζεται στα πνευματικά τους μάτια. Γιατί, όταν έρχεται σε μας δια του Αγίου Πνεύματος, μας ανασταίνει εκ νεκρών, μας ζωοποιεί και μας δίνει τη χάρη να Τον βλέπουμε μέσα μας ολοζώντανο, Αυτόν τον αθάνατο και ανώλεθρο και να γνωρίζουμε πλήρως, ότι Αυτός μας συνανασταίνει και μας συνδοξάζει, όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή».

Κατηχητικός λόγος ιγ΄

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

«Δημιουργηθήκαμε, για να ευεργετηθούμε. Ευεργετηθήκαμε, επειδή δημιουργηθήκαμε. Μας δόθηκε ο Παράδεισος, για να ευτυχήσουμε. Λάβαμε εντολή, για να ευδοκιμήσουμε με τη διαφύλαξή της, όχι γιατί ο Θεός αγνοούσε αυτό που θα γινόταν, αλλά γιατί νομοθετούσε το αυτεξούσιο.

Απατηθήκαμε, γιατί μας φθόνησαν. Ξεπέσαμε, γιατί παραβήκαμε την εντολή. Είμαστε αναγκασμένοι σε νηστεία, γιατί δε νηστεύσαμε, καθώς εξουσιασθήκαμε απ' το δένδρο της γνώσης.

Γιατί ήταν παλιά η εντολή και σύγχρονη με μας, σαν κάποια διαπαιδαγώγηση της ψυχής και σωφρονισμό απ' τις απολαύσεις. Τη λάβαμε εύλογα, για να απολαύσουμε με την τήρησή της αυτό που χάσαμε με τη μη διαφύλαξή της.

Χρειασθήκαμε Θεό που σαρκώθηκε και πέθανε, για να ζήσουμε. Νεκρωθήκαμε μαζί Του, για να καθαρισθούμε. Αναστηθήκαμε μαζί Του, επειδή μαζί Του και νεκρωθήκαμε. Συνδοξασθήκαμε, επειδή συναναστηθήκαμε.

Είναι πολλά μεν λοιπόν τα θαύματα της τότε εποχής: Θεός που σταυρώνεται, ήλιος που σκοτίζεται και πάλι ανατέλλει (γιατί έπρεπε και τα κτίσματα να συμπάσχουν με τον Κτίστη). Καταπέτασμα που σχίζεται, αίμα και νερό που χύνεται απ' την πλευρά (το μεν αίμα, γιατί ήταν άνθρωπος, το δε νερό γιατί ήταν πάνω απ' τον άνθρωπο). Γη, που σείεται, πέτρες που σχίζονται για χάρη της πέτρας (που είναι ο Χριστός), νεκροί που ανασταίνονται, ως επιβεβαίωση της τελευταίας και κοινής αναστάσεως.

Τα σημεία δε στον τάφο, τα μετά τον τάφο, ποιος θα μπορούσε επάξια να τα υμνήσει; Τίποτε δε δεν υπάρχει σαν το θαύμα της σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αίματος αναπλάθουν τον κόσμο όλο και γίνονται σαν χυμός γάλακτος για όλους τους ανθρώπους, που συνδέουν και συνάγουν εμάς σε μια ενότητα.

Αλλ' ω Πάσχα, το μέγα και ιερό, που καθαρίζεις τον κόσμο όλο! Γιατί θα σου μιλήσω σαν κάτι έμψυχο. Ω Λόγε Θεού και φως και ζωή και σοφία και δύναμη! Γιατί χαίρομαι μ' όλα σου τα ονόματα! Ω γέννημα κι ορμή και σφραγίδα του μεγάλου νου! Ω Λόγε που νοείσαι κι άνθρωπε που φαίνεσαι, ο οποίος φέρεις τα πάντα προσδεδεμένα στο λόγο της δυνάμεώς σου!

Τώρα μεν ας δεχθείς το λόγο αυτό, όχι ως απαρχή, αλλ' ως συμπλήρωση ίσως της δικιάς μας καρποφορίας, ευχαριστία το ίδιο κι ικεσία, για να μην κακοπάθουμε εμείς τίποτε περισσότερο πέρα απ' τους αναγκαίους κόπους κι ιερούς πόνους για τις εντολές σου, με τους οποίους ζήσαμε μέχρι τώρα».

Λόγος με΄ εις το Πάσχα



Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Ένωση
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ κατά τους Πατέρες της εκκλησίας

4
Η Ανάσταση του Χριστού



Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος


α) Γιατί η Ανάσταση του Χριστού εικονογραφείται με την κάθοδο στον Άδη

Η Ανάσταση του Χριστού



Η Ανάσταση του Χριστού είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία. Είναι αυτό που διαφοροποιεί τον Χριστιανισμό από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Οι άλλες θρησκείες έχουν αρχηγούς θνητούς, ενώ Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο αναστημένος Χριστός. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως, η ανάπλαση του ανθρωπίνου γένους, η βίωση της εσχατολογικής πραγματικότητος. Όταν μιλούμε για την Ανάσταση δεν την ξεχωρίζουμε από τον Σταυρό, αφού Σταυρός και Ανάσταση είναι οι δύο πόλοι του λυτρωτικού βιώματος, όπως προσευχόμαστε στην Εκκλησία, "διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον υμνούμεν την ανάστασιν αυτού", ή όπως ψάλλουμε, "τόν Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν Σου Ανάστασιν δοξάζομεν".



Στην Εκκλησία κάνουμε διαρκώς λόγο για την Ανάσταση του Χριστού που έχει μεγάλη σημασία για την ζωή του πιστού. Δεν πιστεύουμε σε κοινωνικές επαναστάσεις, αφού το μεγαλύτερο καλό στην Οικουμένη προήλθε από την Ανάσταση και όχι από κάποια ανθρώπινη κοινωνική επανάσταση. Κι αν συσχετίσουμε την Ανάσταση με την αληθινή επανάσταση, τότε βρισκόμαστε στην αλήθεια, από την άποψη ότι δια της Αναστάσεως του Χριστού ο άνθρωπος επανήλθε στην αρχική του θέση και ανέβηκε ακόμη ψηλότερα. Η λέξη επανάσταση προέρχεται από το ρήμα επανίστημι, που σημαίνει επανέρχομαι στην προηγούμενη θέση. Αυτή η επανόρθωση, η αποκατάσταση του ανθρώπου έγινε με την Ανάσταση του Χριστού.



Ο Απόστολος Παύλος σαφώς διακηρύσσει: "Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών" (Α' Κορ. ιε', 17). Η αληθινότητα και η δυναμικότητα της πίστεως οφείλεται στο λαμπρό γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Χωρίς αυτήν οι Χριστιανοί είναι "ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων" (Α' Κορ. ιε', 19).



α'



Η Ανάσταση του Χριστού εορτάζεται από την Εκκλησία από την στιγμή της καταβάσεώς Του στον Άδη, όπου ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης από το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Έτσι την πανηγυρίζει η Εκκλησία μας. Στα λειτουργικά κείμενα φαίνεται καθαρά ότι ο πανηγυρισμός της Αναστάσεως αρχίζει από την Μ. Παρασκευή, όπως το βλέπουμε στην ακολουθία του όρθρου του Μ. Σαββάτου, όπου γίνεται και η περιφορά του Επιταφίου. Και οι ομιλίες των Πατέρων κατά την Μ. Παρασκευή στην πραγματικότητα είναι αναστάσιμες και νικητήριες.



Αυτό φαίνεται και από την ιερή αγιογραφία της Αναστάσεως. Η Εκκλησία καθόρισε να θεωρήται ως πραγματική εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού η κάθοδός Του στον Άδη. Βέβαια, υπάρχουν και εικόνες της Αναστάσεως που περιγράφουν την εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες και τους Μαθητάς, αλλά η κατ’ εξοχήν εικόνα της Αναστάσεως είναι η συντριβή του θανάτου, που έγινε με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, όταν η ψυχή μαζί με την θεότητα κατήλθε στον Άδη και ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που τον περίμεναν ως Λυτρωτή.



Η εικονογράφηση της Αναστάσεως με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη γίνεται για πολλούς και σοβαρούς θεολογικούς λόγους. Πρώτον, γιατί κανείς δεν είδε τον Χριστό την ώρα που αναστήθηκε, αφού εξήλθε από τον τάφο "εσφραγισμένου του μνήματος". Ο σεισμός που έγινε και η κάθοδος του αγγέλου που σήκωσε την πλάκα του τάφου, έγινε για να βεβαιωθούν οι Μυροφόρες γυναίκες ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Δεύτερον, γιατί, όταν η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατήλθε στον Άδη, συνέτριψε το κράτος του θανάτου και του διαβόλου, αφού με τον δικό Του θάνατο νίκησε τον θάνατο. Φαίνεται καθαρά στην Ορθόδοξη Παράδοση, ότι με τον θάνατο του Χριστού καταργήθηκε ολοκληρωτικά το κράτος του θανάτου. Άλλωστε, ψάλλουμε στην Εκκλησία: "Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας...".



Η θριαμβευτική νίκη Του εναντίον του θανάτου έγινε ακριβώς την ώρα που η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατήργησε τον θάνατο. Τρίτον, ο Χριστός με την κάθοδό Του στον Άδη ελευθέρωσε τον Αδάμ και την Εύα από τον θάνατο. Έτσι, όπως δια του Αδάμ προήλθε η πτώση ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, αφού αυτός είναι ο γενάρχης μας, έτσι δια της αναστάσεως του Αδάμ γευόμαστε τους καρπούς της αναστάσεως και της σωτηρίας. Λόγω της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως ό,τι έγινε στον προπάτορα έγινε σε όλη την ανθρώπινη φύση.



Γι’ αυτούς τους λόγους η χαρακτηριστικότερη εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού θεωρείται η κάθοδός Του στον Άδη, αφού, άλλωστε, όπως θα δούμε και στα επόμενα, η ουσία της εορτής της Αναστάσεως είναι η νέκρωση του θανάτου και η κατάργηση του διαβόλου: "Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν", ψάλλουμε στην Εκκλησία. Η καθαίρεση του Άδου και η νέκρωση του θανάτου είναι το βαθύτερο νόημα της αναστασίμου εορτής.


β) Τί είναι ο Άδης

Το ερώτημα είναι τί ακριβώς εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για τον Άδη και την κάθοδο του Χριστού σε αυτόν. Υπάρχουν πολλά χωρία τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, που αναφέρονται στον Άδη. Δεν θα τα παραθέσω όλα εδώ, γιατί ο σκοπός είναι να παρουσιασθή η διδασκαλία περί της νεκρώσεως και καταργήσεως του Άδου.



Είναι χαρακτηριστικό ένα χωρίο που παρουσιάζει τον λόγο του Χριστού: "Και σύ, Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση" (Ματθ. ια', 23). Εδώ σαφώς ο Χριστός χρησιμοποιεί την εικόνα του Άδου σε αντίθεση με τον ουρανό, ο οποίος ταυτίζεται με την δόξα της Καπερναούμ, που αξιώθηκε να δη τον Θεάνθρωπο Χριστό, οπότε ο Άδης σημαίνει την εσχάτη ταπείνωση και πτώση της, επειδή δεν αποδείχθηκε αξία αυτής της μεγάλης δωρεάς.



Η λέξη Άδης στην Καινή Διαθήκη αντιστοιχεί με την Εβραϊκή λέξη (Σεώλ) που ερμηνεύεται ως άντρο, βάραθρο, άβυσσος, και δηλώνει το σκοτεινό και αόρατο βασίλειο των νεκρών, δηλαδή εκεί που ευρίσκονται τα πνεύματα των νεκρών.



Η λέξη Άδης προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Είναι "ο Αΐδης και Αϊδωνεύς, ο Υιός του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Διός, του Ποσειδώνος, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας". Κατά την μάχη των Τιτάνων ο Άδης έλαβε μέρος, φορώντας μια περικεφαλαία από δέρμα σκυλιού, που τον έκανε αόρατο από τους άλλους θεούς, και αυτό συνετέλεσε στην νίκη των θεών. Κατά την διανομή του κόσμου με κλήρο ο Άδης έλαβε την κυριαρχία του κάτω κόσμου, του κόσμου των νεκρών, όπου υπάρχει πυκνό σκοτάδι. Παρέμεινε εκεί ο Άδης, δεν βγήκε ποτέ, παρά μόνο μια φορά για να αρπάξη την Κόρη, θυγατέρα της Δήμητρας, και εκεί δέχεται τους νεκρούς, τους οποίους εξουσιάζει και στους οποίους κυριαρχεί.



Φυσικά, τόσο η Παλαιά Διαθήκη, όσο και η Καινή Διαθήκη δεν δέχονται αυτές τις θεωρίες για τον Άδη. Δεν θεωρούν ότι είναι κάποιος Θεός που εξουσιάζει τα πνεύματα των νεκρών, ο οποίος, όπως πιστευόταν στην αρχαία Ελλάδα, μερικές φορές ήταν και αγαθός, αλλά ότι είναι το κράτος και η εξουσία του θανάτου και του διαβόλου. Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σαν ένας χώρος στα κατώτατα μέρη της γης, αλλά αυτό πρέπει να εκληφθή συμβολικά, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης, κατά τις οποίες η γη βρίσκεται στο μέσον, ο ουρανός πάνω από την γη και ο Άδης στα υποχθόνια ή υποκάτω της γης. Δεδομένου μάλιστα ότι οι ψυχές δεν είναι υλικές, αλλά άϋλες, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Άδη ως έναν ιδιαίτερο τόπο.



Έτσι, λοιπόν, η εικόνα του Άδου χρησιμοποιείται συμβολικά από την Αγία Γραφή για να δηλωθή το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: "επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζήν ένοχοι ήσαν δουλείας" (Εβρ. β', 14-15). Το κράτος του θανάτου, δηλαδή, ταυτίζεται με την εξουσία του διαβόλου.



Γι’ αυτόν τον λόγο στην Ορθόδοξη Παράδοση ο Άδης δεν είναι απλώς ένας ιδιαίτερος τόπος, αλλά η κυριαρχία του θανάτου και του διαβόλου. Οι ψυχές των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία του διαβόλου και του θανάτου, λέμε ότι βρίσκονται στον Άδη. Με αυτήν την έννοια πρέπει να θεωρούμε την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, ότι, δηλαδή, ο Χριστός μπήκε στην εξουσία του θανάτου, δέχθηκε να πεθάνη, οπότε με την δύναμη της θεότητός Του νίκησε τον θάνατο, τον κατέστησε εντελώς ανίσχυρο και αδύναμο, και έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο, με την δική Του δύναμη και εξουσία, να αποφεύγη την κυριαρχία, την εξουσία και την δύναμη του θανάτου και του διαβόλου.




γ) Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη


Για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη έχουμε μαρτυρία από την Καθολική Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, στην οποία λέγεται: "Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι, εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν..." (Α' Πέτρ. γ', 18-19). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός, με την θεότητά Του, κατέβηκε στην φυλακή των πνευμάτων, δηλαδή των ψυχών, και κήρυξε μετάνοια. Το ίδιο λέγει και σε άλλο σημείο στην ίδια επιστολή: "εις τούτο γαρ και νεκροίς ευηγγελίσθη, ίνα κριθώσι μεν κατά ανθρώπους σαρκί, ζώσι δε κατά Θεόν πνεύματι" (Α' Πέτρ. δ' 6).



Στην Παράδοση της Εκκλησίας γίνεται πολύς λόγος για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη με την έννοια ότι εισήλθε μέσα στο κράτος και το βασίλειο του θανάτου. Είναι συνταρακτικά τα τροπάρια που ψάλλονται κατά τον εσπερινό του Πάσχα, τα οποία αρχίζουν με την φράση "σήμερον ο Άδης στένων βοά". Παρουσιάζουν, δηλαδή, τον Άδη να φωνάζη με στεναγμό. Μεταξύ των άλλων λέγει ότι κατελύθη η εξουσία του, αφού ο Χριστός ελευθέρωσε όλους αυτούς που κατείχε από αιώνων. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια: "κατεπόθη μου το κράτος, ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν, ώνπερ εβασίλευον εστέρημαι, και ούς κατέπιον ισχύσας πάντας εξήμεσα, εκκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς, ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος".



Πολύ σημαντικός για το σημείο αυτό είναι και ο Κατηχητικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που διαβάζουμε κατά την θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα. Μεταξύ των άλλων λέγεται ότι ο Άδης όταν συνάντησε τον Χριστό "επικράνθη... κατηργήθη... ενεπαίχθη... ενεκρώθη... καθηρέθη... εδεσμεύθη". Στην συνέχεια λέγεται ότι ο Άδης, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, έλαβε θνητό σώμα και βρέθηκε ενώπιον του Θεού, έλαβε γή-χώμα και συνάντησε ουρανό, έλαβε αυτό που έβλεπε, δηλαδή ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινη φύση, και νικήθηκε από αυτό που δεν έβλεπε, δηλαδή από την θεότητα.



Την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη περιέγραψε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Πάσχα. Θα παρατεθή ολόκληρο, γιατί είναι γνωστότατο: "Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, και τριήμερος, ως εκ κήτους Ιωνάς εξανέστης του τάφου".



Ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κύπρου, σε σχετική του ομιλία κάνει μια θαυμάσια περιγραφή της καθόδου του Χριστού στον Άδη και όλων εκείνων που συνέβησαν κατ’ αυτήν, ερμηνεύοντας σχετικό ψαλμό του Δαυίδ (Ψαλμ. κγ', 7-10). Με παραστατικό λόγο λέγει ότι ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη "θεοπρεπώς, πολεμικώς... δεσποτικώς", συνοδευόμενος όχι από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, αλλά από μύριες, μυριάδες και χίλιες χιλιάδες αγγέλους. Πριν φθάση ο Χριστός στα ανήλια δεσμωτήρια του Άδου προέφθασε όλων ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ για να τους αναγγείλη την έλευση του Χριστού, αφού άλλωστε αυτός ήταν εκείνος που ευηγγελίσθη την Παναγία.



Είπε: "Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών". Στην συνέχεια φώναξε ο αρχάγγελος Μιχαήλ: "καί επάρθητι πύλαι αιώνιοι". Οι δυνάμεις των αγγέλων είπαν: "απόστητε, πυλωροί, οι παράνομοι". Και οι άλλες εξουσίες: "συντρίβητε αι αλύσεις οι άλυτοι... Φοβήθητε, τύραννοι οι παράνομοι". Εμφανίστηκε ο Χριστός και προξένησε μεγάλο φόβο, ταραχή και φρίκη. Οπότε οι άρχοντες του Άδου φώναξαν δυνατά: "τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;" Τότε όλες οι δυνάμεις των ουρανών φώναξαν: "Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω... Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης" (Ψαλμ. κγ', 7-10).



Στην συνέχεια ο άγιος Επιφάνιος περιγράφει θαυμάσια την συνομιλία του Αδάμ με τον Χριστό. Ο Αδάμ άκουσε τα βήματα του Χριστού που ερχόταν, όπως τα άκουσε τότε στον Παράδεισο μετά την παράβαση και την παρακοή. Τότε αισθανόταν ταραχή και φόβο, τώρα όμως χαρά και ευφροσύνη. Μετανοημένος ο Αδάμ φώναξε σε όλες τις ψυχές: "Ο κύριός μου μετά πάντων". Και ο Χριστός απάντησε: "Και μετά του πνεύματός σου". Και αφού του έπιασε το χέρι, τον ανέστησε, αναφέροντας το τί έκανε για την σωτηρία του, καθώς επίσης για την σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους.

δ) Γιατί κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη
Από όλα αυτά που αναφέραμε προηγουμένως φαίνεται ο σκοπός για τον οποίο ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη. Στην πραγματικότητα εισήλθε μέσα στο κράτος του διαβόλου για να το καταργήση. Θα δούμε κάπως αναλυτικότερα τα αίτια για τα οποία κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη.



Πρώτον, όπως είπαμε μέχρι τώρα, το έκανε για να συντρίψη τις πύλες του Άδου, στην πραγματικότητα για να καταργήση τον θάνατο και το κράτος του διαβόλου. Ήδη το γεγονός αυτό είχε προφητευθή στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Προφητάναξ Δαυίδ είπε: "συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασεν" (Ψαλμ. ρστ', 16). Και ο Προφήτης Ησαΐας παρουσιάζει τον λόγο του Θεού: "εγώ έμπροσθέν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ, θύρας χαλκάς συντρίψω και μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω" (Ησ. με', 2). Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, επισημαίνει ότι δεν είπε ότι άνοιξε χάλκινες πύλες, αλλά ότι τις συνέτριψε για να γίνη άχρηστο το δεσμωτήριο. Ούτε είπε ότι αφήρεσε τους μοχλούς, αλλά ότι τους συνέθλασε, ώστε να φανή αδύνατη η φυλακή, γιατί εκεί που δεν υπάρχει θύρα, ούτε μοχλός, εκεί κι αν εισέλθη κανείς δεν μπορεί να κρατηθή. Όταν ο Χριστός καταστρέφη και κομματιάζη κάτι, τότε κανείς δεν μπορεί να το επιδιορθώση.



Δεύτερον, κατέβηκε στον Άδη για να κυριεύση και να υποδουλώση τον διάβολο, ο οποίος τότε ήταν άρχοντας του θανάτου και του Άδου. Ο Ίδιος, άλλωστε, κατά την διάρκεια της ζωής Του, δίδασκε ότι δεν μπορεί κανείς να μπή μέσα στην οικία του δυνατού, να αρπάξη τα σκεύη του και να λεηλατήση το σπίτι του, εάν προηγουμένως δεν δέση τον ισχυρό (Ματθ. ιβ', 29). Έτσι, λοιπόν, με την κάθοδό Του στον Άδη ο Χριστός έδεσε τον διάβολο, που σημαίνει ότι αυτός δεν έχει πια καμμιά εξουσία επάνω στους ανθρώπους.



Τρίτον, κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη για να γεμίση τα πάντα με το φως της θεότητός Του. Ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζει μια τέτοια διδασκαλία, όταν λέγη: "τό δε ανέβη τί εστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γής; ο καταβάς αυτός εστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα" (Εφ. δ', 9). Έτσι, η κατάβαση του Χριστού και στα κατώτερα μέρη της γης έγινε για να πληρωθούν τα πάντα από το φως Του, και ουσιαστικά να καταργηθή και το κράτος του θανάτου. Βέβαια, πρέπει να γίνη διάκριση ότι άλλο είναι η ενέργεια του Θεού που πληροί τα πάντα, και άλλο η θεοποιός ενέργεια του Θεού που μετέχεται μόνον από τους θεουμένους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεο-λόγος λέγει ότι έπρεπε να ευρεθούν προσκυνητές του Θεού όχι μόνο στα άνω, αλλά και στα κάτω, ώστε όλα να πληρωθούν και να γεμίσουν από την δόξα του Θεού. Μέσα σε αυτήν την προοπτική είναι γραμμένα και τα τροπάρια της Εκκλησίας μας: "Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσης καταπεφοίτηκας εν κατωτάτοις της γής". Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα ψάλη πανηγυρικά: "Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια. Εορταζέτω γούν πάσα Κτίσις την έγερσιν Χριστού εν ή εστερέωται".



Τέταρτον, κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη, ώστε να επαναληφθούν και να γίνουν και εκεί όσα έγιναν στην γή. Όπως στην γη κήρυξε την ειρήνη, έδωσε άφεση αμαρτιών στους αμαρτωλούς, έδωσε το φως των οφθαλμών στους τυφλούς και έγινε αιτία σωτηρίας για όσους πίστευσαν, αλλά και έλεγχος απιστίας για όσους απείθησαν, το ίδιο έπρεπε να γίνη και στον Άδη, όπου υπήρχαν οι ψυχές αυτών που είχαν πεθάνει, ώστε ολόκληρη η ανθρώπινη φύση, όλη η ανθρωπότητα να ακούση το λυτρωτικό μήνυμα του Χριστού. Όπως στους κατοικούντας στην γη ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης, έτσι και σε αυτούς που κατοικούσαν στο σκοτάδι και στην σκιά του θανάτου έπρεπε να λάμψη το φως του Θεού (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).



ε) Πώς ανεγνώρισε ο Άδης τον Χριστό και ποιοί σώθηκαν

Μελετώντας την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, πρέπει να απαντηθούν δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα. Το πρώτον, πώς ο Άδης αναγνώρισε τα τραύματα του Χριστού, αφού ο Χριστός δεν είχε σώμα, αλλά μόνο ψυχή, και δεύτερον, αν σώθηκαν όλοι όσοι βρίσκονταν στον Άδη αιχμάλωτοι του θανάτου.



Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι σχολαστική, αλλά θεολογική, κυρίως δε και προ παντός ανθρωπολογική. Σχετίζεται με το ότι ο Χριστός προσέλαβε ψυχή και σώμα και ήταν ολοκληρωμένος και τέλειος άνθρωπος.



Το ερώτημα αυτό τίθεται γιατί σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Μ. Σαββάτου λέγεται ότι ο Άδης επικράνθη βλέποντας άνθρωπο θνητό που είχε θεωθή και ήταν γεμάτος από τις πληγές του Σταυρού. "Ο Άδης, Λόγε, συναντήσας σοι, επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν, τω φρικτώ της μορφής δε διαπεφώνηκεν". Δηλαδή, ο Χριστός, καίτοι ήταν γεμάτος από πληγές, ταυτόχρονα ήταν παντοδύναμος.



Είναι γνωστόν ότι στον Άδη κατέβηκε η ψυχή του Χριστού μαζί με την θεότητα, αφού το σώμα μαζί με την θεότητα παρέμεινε στον τάφο. Οπότε, οι πληγές που είχε ο Χριστός ήταν ή πληγές της ψυχής ή πληγές της θεότητος. Το δεύτερο αποκλείεται, οπότε πρέπει να ομολογηθή ότι ήταν πληγές της ψυχής. Αλλά, πώς είναι δυνατόν οι πληγές του σώματος, που έγιναν πάνω στον Σταυρό να θεωρηθούν και πληγές της ψυχής;



Έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη ανάλυση ότι κατά την διάρκεια του Πάθους, όταν έπασχε το σώμα, δεν συνέπασχε η θεότητα, αλλά παρέμεινε απαθής. Όμως, μαζί με το σώμα συνέπασχε και η ψυχή του Χριστού. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης εξηγεί ότι άλλες ενέργειες της ψυχής ενεργούν χωρίς την συνέργεια του σώματος, όπως ο νούς, η διάνοια και η δόξα, που ενεργούν και όταν ηρεμή το σώμα, και άλλες ενέργειες της ψυχής, όπως η φαντασία και η αίσθηση δεν μπορούν να ενεργούν χωρίς το σώμα. Έτσι, όταν μαστιγωνόταν το σώμα του Χριστού, τότε οι τύποι και οι αμυδρές φαντασίες των μαστίγων και των παθών χαράσσονταν και στην ψυχή του Χριστού. Επομένως, τα σημάδια του σώματος διαβιβάστηκαν και στην ψυχή, και αυτά είδε ο Άδης.



Άλλωστε, αυτό συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι εκείνοι που έπραξαν τα φαύλα και πονηρά θα αναστηθούν εις ονειδισμόν και αισχύνην "ενορώντες εν εαυτοίς το αίσχος και τους τύπους των αμαρτημένων".



Πραγματικά, αυτή η αισχύνη είναι φοβερωτέρα του σκότους και του πυρός του αιωνίου, αφού, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, πάντοτε θα υπάρχουν στην μνήμη της ψυχής τα ίχνη της αμαρτίας που έγιναν με το σώμα τους, σαν μια βαφή που δεν ξεπλένεται και δεν ξεβάφει ποτέ. Ίσως μέσα σε αυτή την προοπτική μπορούμε να ερμηνεύσουμε το πώς ο πλούσιος στον Άδη είδε και γνώρισε την ψυχή του Λαζάρου, κατά την σχετική παραβολή του Χριστού.



Στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να πούμε ότι με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι δίκαιοι, όσοι είχαν φθάσει, κατά διαφόρους βαθμούς, στην θέωση. Ο άγιος Επιφάνιος θα πη ότι δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι πιστεύσαντες. Και αυτό πρέπει να ερμηνευθή από την άποψη ότι αναγνώρισαν τον Χριστό όσοι είχαν κοινωνία με τον άσαρκο Λόγο, όσο ζούσαν στην ζωή.



Ξέρουμε από άλλες διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και της πατερικής Παραδόσεως ότι ο φωτισμός και η θέωση υπήρχαν και στην Παλαιά Διαθήκη για όσους αξιώθηκαν να δούν τον άσαρκο Λόγο και είχαν φθάσει στην θέωση, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη καταργηθή ο θάνατος, γι’ αυτό πήγαιναν στον Άδη. Ο Χριστός με την κάθοδό Του σε αυτόν κατήργησε το κράτος του θανάτου και όσοι είχαν κοινωνία μαζί Του πίστευσαν ότι Αυτός είναι δυνατός και κραταιός, ο σωτήρ των ανθρώπων, και έτσι ελευθερώθηκαν.



στ) Η αξία του Μ. Σαββάτου
Η ημέρα του Μ. Σαββάτου, όταν η ψυχή του Χριστού με την θεότητα βρισκόταν στον Άδη και το σώμα μαζί με την θεότητα βρισκόταν στον τάφο, οπότε νικήθηκε το κράτος του διαβόλου και του θανάτου, θεωρείται μεγάλη ημέρα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού συνδέεται με την ημέρα της Κυριακής.



Στα λειτουργικά κείμενα συσχετίζεται η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, κατά την οποία ο Θεός μετά την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου "κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού", με την ημέρα του Μ. Σαββάτου, κατά την οποία κατέπαυσε και ο Χριστός από όλα εκείνα που έκανε για την σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό, όπως ψάλλουμε, "τούτο γαρ εστι το ευλογημένον Σάββατον".



Στο βιβλίο της Γενέσεως βλέπουμε ότι, αφού ο Θεός δημιούργησε όλον τον κόσμο και τον άνθρωπο σε έξι ημέρες, κατά την εβδόμη ημέρα αναπαύθηκε από τα έργα που έκανε. Γράφει ο Μωϋσής: "Και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν, ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ών ήρξατο ο Θεός ποιήσαι" (Γεν. β', 3).



Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μωϋσής καθόρισε, ώστε την εβδόμη ημέρα, το Σάββατο, που ερμηνεύεται ανάπαυση, να αναπαύωνται οι Ιουδαίοι και να αφιερώνεται η ημέρα στην λατρεία και την προσευχή. Η εντολή ήταν σαφής: "Και η ημέρα η πρώτη κληθήσεται αγία, και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυταίς, πλην όσα ποιηθήσεται πάση ψυχή, τούτο μόνον ποιηθήσεται υμίν" (Εξ. ιβ' 16).



Υπάρχει ερμηνεία κατά την οποία η εντολή της αργίας του Σαββάτου δόθηκε από τον Θεό κυρίως και προπαντός για την ανάπλαση και ανακαίνιση του ανθρώπου που θα γινόταν με την θυσία και τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη και την κατάργηση της αμαρτίας και του θανάτου. (Ιωσήφ Καλοθέτης). Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι η αρχή της αναπλάσεως και ανακαινίσεως έγινε την ημέρα του Μ. Σαββάτου, αλλά η φανερά και αισθητή αρχή της παλιγγενεσίας έγινε την ημέρα της Κυριακής, όταν ο Χριστός αναστήθηκε αισθητώς από τον τάφο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Γι’ αυτό και εμείς, καίτοι τιμούμε το Σάββατο, εν τούτοις τιμούμε περισσότερο την Κυριακή, που την θεωρούμε κυρίως ημέρα αναπλάσεως και αναδημιουργίας. Σεβόμαστε, πάντως και το Σάββατο, κατά τον λόγο του αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: "Σεβαστέον ουν τούτο το Σάββατον, ως ημέραν της καθ’ ημάς αναπλάσεως".



Ο σαββατισμός στην ορθόδοξη Παράδοση έχει και μια άλλη σημασία. Στην ουσία συνιστά την κατάπαυση του ανθρώπου, τον ησυχασμό, την λεγομένη ιερά ησυχία με όλο το περιεχόμενό της. Ο Απόστολος Παύλος, αφού αναφέρει ότι ο σαββατισμός είναι απαραίτητος για τον λαό του Θεού, συνιστά: "Σπουδάσωμεν ουν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν" (Εβρ. δ', 11). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα πη ότι όταν ο άνθρωπος απομακρύνη κάθε λογισμό από τον νού και όταν με επιμονή και αδιάλειπτη προσευχή ο νούς επιστρέψη μέσα στην καρδιά, τότε εισέρχεται στην θεία κατάπαυση, δηλαδή στην θεοπτία, στην θεωρία του Θεού.



Αυτή η κατάπαυση, αυτός ο ησυχασμός δεν είναι αδράνεια, αλλά μεγάλη κίνηση. Όπως ο Θεός, καίτοι κατέπαυσε την εβδόμη ημέρα, εν τούτοις όμως εξακολουθούσε να διευθύνη τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του, έτσι και ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πνευματικής θεωρίας, κάνει το μεγαλύτερο έργο, ενώνεται με τον Θεό και στην συνέχεια αγαπά ό,τι αγαπά και ο Θεός. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι δυνατόν να ζήση κανείς την Ανάσταση του Χριστού μέσα από την δική του κατάπαυση, δηλαδή μέσα από τον δικό του ησυχαστικό τρόπο ζωής. Όσο κανείς εισέρχεται στον θείο σαββατισμό, στην θεία κατάπαυση τόσο και βιώνει την ανάσταση. Η ευχή "καλή ανάσταση" πρέπει να συνοδεύεται και να ακολουθή από την ευχή "καλή κατάπαυση".

ζ) Η τριήμερη έγερση του Χριστού

Κάποτε ο Χριστός αναφέρθηκε παραβολικά στην εκ νεκρών τριήμερη Ανάστασή Του, όταν είπε: "λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν". Οι Ιουδαίοι νόμιζαν ότι μιλούσε για τον ναό του Σολομώντος, που έκανε σαράντα έξι χρόνια για να κτισθή. Όμως, "εκείνος έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού". Μάλιστα, ακόμη και οι ίδιοι οι Μαθητές το κατάλαβαν ύστερα από την ανάστασή Του (Ιω. β', 19-22).



Και άλλες φορές ο Χριστός μιλούσε καθαρά για την τριήμερη ανάστασή Του: "Και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δει τον Υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων και των αρχιερέων και των γραμματέων, και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι" (Μάρκ. η', 31). Τόσο πολύ είχε διαδοθή αυτή η διδασκαλία, ώστε οι ευρισκόμενοι κατά την σταυρική θυσία στον Γολγοθά τον βλασφημούσαν λέγοντας: "ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν" (Ματθ. κζ', 40). Επίσης, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι ζήτησαν από τον Πιλάτο να σφραγίση τον τάφο, γιατί θυμήθηκαν ότι ο Χριστός όσο ζούσε είπε: "μετά τρεις ημέρας εγείρομαι" (Ματθ. κζ', 63).



Όλοι λέμε ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τον τάφο μετά από τρεις ημέρες. Μιλώντας, βέβαια, για Ανάσταση δεν εννοούμε ότι πέθανε η θεότητα, αλλά ότι η ψυχή, που χωρίστηκε από το σώμα, χωρίς να χωρισθή η θεότητα, επανήλθε πάλι στο σώμα, και έτσι αναστήθηκε από τον τάφο. Δημιουργείται όμως ένα πρόβλημα σχετικά με τις τρεις ημέρες. Από πότε υπολογίζονται και πώς προσμετρώνται, αφού γνωρίζουμε ότι ο Χριστός πέθανε την τρίτη απογευματινή της Μ. Παρασκευής και αναστήθηκε τις πρωϊνές ώρες της Κυριακής.



Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ερμηνεύει ότι πραγματικά έχουμε τρεις νύκτες και τρεις ημέρες κατά τις οποίες ο Χριστός βρισκόταν στον τάφο. Ερμηνεύοντας τα περιστατικά της σταυρώσεως λέγει ότι κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός κάλεσε το σκοτάδι νύκτα και το φως ημέρα. Έτσι, λοιπόν, το σκοτάδι που έγινε κατά τον καιρό της σταυρώσεως, από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις τρεις το μεσημέρι, είναι νύκτα, αφού δεν σκοτίστηκε ο ήλιος από κάποιο σύννεφο που κάλυψε την ηλιακή ακτίνα. Έτσι περιέπεσε σκοτάδι σε ολόκληρη την γη, αφού εξέλειπε η φωτιστική ενέργεια που πηγάζει από το ηλιακό σώμα. Από τις τρεις η ώρα μέχρι την κανονική δύση της Παρασκευής έχουμε ημέρα. Οπότε συμπληρώθηκε η πρώτη νύκτα και ημέρα. Στην συνέχεια έχουμε την νύκτα της Παρασκευής και την ημέρα του Σαββάτου, που υπολογίζεται ως δεύτερη νύκτα και ημέρα. Και τέλος η νύκτα του Σαββάτου και η αρχή, τα ξημερώματα της Κυριακής, οπότε αναστήθηκε ο Χριστός, απαρτίζουν την τρίτη νύκτα και ημέρα.



Ο άγιος ιερομάρτυς Αναστάσιος ο Σιναΐτης δίνει μια άλλη ερμηνεία, που κινείται περίπου στα ίδια πλαίσια. Λέγει ότι κατά την Παλαιά Διαθήκη η ημέρα αριθμείται αφού συνυπολογισθή και η εσπέρα. Στο βιβλίο της Γενέσεως λέγεται: "Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ ημέρα μία" (Γεν. α', 5). Επίσης, από το μέρος υπολογίζεται και το όλο.



Επομένως, κατά τον άγιο Αναστάσιο, η ώρα που πέθανε ο Χριστός, ως τμήμα της ημέρας της Παρασκευής, που άρχισε από την Πέμπτη το απόγευμα, εντάσσεται στην πρώτη ημέρα. Το βράδυ της Παρασκευής και η ημέρα του Σαββάτου υπολογίζεται ως δεύτερη ημέρα, και το βράδυ του Σαββάτου μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής όταν αναστήθηκε ο Χριστός, επειδή αποτελείται και από τμήμα της ημέρας της Κυριακής, θεωρείται ως τρίτη ημέρα.



Προσωπικά πιστεύω ότι η ερμηνεία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θεωρείται πιο ευπρόσδεκτη, χωρίς να αποκλείεται και η ερμηνεία του αγίου Αναστασίου. Πάντως, ο Χριστός παρέμεινε τρεις ημέρες και τρεις νύκτες στον τάφο.



Είναι σημαντικός και ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες και όχι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Θα μπορούσε, δηλαδή, ο Χριστός να αναστηθή αμέσως μετά τον θάνατό Του στον Σταυρό, αλλά αναστήθηκε τριήμερος για να πιστοποιηθή το μυστήριο του θανάτου, το οποίο διαφορετικά θα μπορούσε να αμφισβητηθή. Δεν παρέμεινε περισσότερο χρόνο για να μη συκοφαντηθή το μυστήριο της αναστάσεως στο διάμεσο χρονικό διάστημα. Γιατί, όσο αργούσε τόσο και θα δημιουργούσε προβλήματα και ερωτήματα στους Ιουδαίους και τους Μαθητάς (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Γι’ αυτό, το διάστημα των τριών ημερών ήταν το πιο κατάλληλο για να μην αμφισβητηθή το μυστήριο του θανάτου, ούτε και να κατηγορηθή το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού.
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ κατά τους Πατέρες της εκκλησίας

5
η) Η αξία της Κυριακής

Ο Χριστός αναστήθηκε τις πρωϊνές ώρες της Κυριακής. Δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό χρόνο της Αναστάσεώς Του, αφού κανείς δεν τον είδε την ώρα εκείνη, αλλά πιστοποιήθηκε όταν βαθειά χαράματα οι Μυροφόρες γυναίκες πήγαν στο μνημείο για να αλείψουν το σώμα του Χριστού με αρώματα. Έτσι, η Κυριακή, η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού. Εάν ο Χριστός το Σάββατο νίκησε το κράτος του θανάτου, την Κυριακή πιστοποιήθηκε σε όλους η Ανάστασή Του, ότι Αυτός είναι ο νικητής του θανάτου και του διαβόλου.



Η ημέρα της Κυριακής στον λεγόμενο εβδομαδικό χρόνο είναι η πρώτη ημέρα από την οποία αριθμείται η εβδομάδα, αλλά και η ογδόη, επειδή βρίσκεται μετά το τέλος της εβδόμης ημέρας, δηλαδή μετά το Σάββατο. Στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σημαντική ημέρα, αφ’ ενός μεν γιατί είναι η πρώτη ημέρα της δημιουργίας του κόσμου, κατά την οποία έγινε το φώς, αφ’ ετέρου δε γιατί και αυτή θεωρείται αγία κατά την εντολή: "επτά ημέρας προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω, και η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν, και προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω. (Λευιτ. κγ', 36).



Ο Μωϋσής την πρώτη ημέρα δεν την αποκαλεί πρώτη, αλλά μία. Καί, ερμηνεύοντας ο Μ. Βασίλειος, λέγει ότι την αγία Κυριακή, κατά την οποία αναστήθηκε ο Χριστός, την ονομάζει μία ημέρα για να οδηγήση την έννοιά μας προς την μέλλουσα αιώνια ζωή. Τώρα η Κυριακή είναι τύπος του μέλλοντος αιώνος, τότε όμως θα είναι αυτός ο ίδιος ο όγδοος αιών. Αν σκεφθή κανείς ότι ο εβδομαδιαίος κύκλος συμβολίζει όλο τον χρόνο της ζωής των ανθρώπων και η Κυριακή είναι τύπος του μέλλοντος ογδόου αιώνος, τότε είναι η μία και μοναδική ημέρα. Ο Μ. Βασίλειος αποκαλεί την Κυριακή "απαρχήν των ημερών", "ομήλικα του φωτός".



Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η Κυριακή ονομάζεται ογδόη ημέρα γιατί κατά την ημέρα αυτήν έγινε η Ανάσταση του Χριστού, που είναι η ογδόη ανάσταση στην ιστορία. Τρείς αναστάσεις νεκρών έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη (μία από τον Προφήτη Ηλία και δύο από τον Ελισσαίο), και τέσσερεις αναστάσεις νεκρών έγιναν στην Καινή Διαθήκη από τον Χριστό (τής θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναΐν, του Λαζάρου, και των νεκρών κατά την Μ. Παρασκευή). Οπότε η μεγαλύτερη, η ογδόη ανάσταση, είναι η Ανάσταση του Χριστού. Ουσιαστικά, όμως, δεν είναι μόνον η ογδόη ανάσταση, αλλά και η πρώτη σχετικά με την ελπιζομένη ανάσταση όλων των νεκρών.



Την Κυριακή, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, έγινε το φώς. Την Κυριακή, την πρώτη ημέρα της αναδημιουργίας, φάνηκε το φως της Αναστάσεως, που είναι το ίδιο το Φώς της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού απέβαλε την θνητότητα και φθαρτότητα, όπως θα δούμε πιο κάτω.



Η Κυριακή, ακόμη, λέγεται αγία και κλητή ημέρα, γιατί όλα τα Δεσποτικά μεγάλα γεγονότα έγιναν κατ’ αυτήν. Λέγεται από τους Πατέρας ότι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η Γέννηση του Χριστού και η Ανάσταση, τα βασικά μεγάλα Δεσποτικά γεγονότα έγιναν την ημέρα της Κυριακής. Αλλά και η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού καί, βεβαίως, η ανάσταση των νεκρών πρόκειται αυτήν την ημέρα να συμβή (όσιος Πέτρος Δαμασκηνός). Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί δίνουν μεγάλη σημασία και βαρύτητα σε αυτήν και επιδιώκουν να την αγιάζουν, γιατί η αιφνιδιαστική έλευση του Χριστού θα γίνη τότε.



Για όλους αυτούς τους λόγους ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πανηγυρίζει στην εορτή του Πάσχα: "Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων η βασιλίς και Κυρία, εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων, εν ή ευλογούμεν Χριστόν εις τους αιώνας".



Είναι συγκινητικό να σκεφθή κανείς ότι η Εκκλησία κάθε Κυριακή με τα θαυμάσια τροπάριά της εορτάζει την Ανάσταση του Χριστού. Έτσι, στο ετήσιο Πάσχα υπάρχει και το εβδομαδιαίο Πάσχα, το μικρό λεγόμενο Πάσχα, η φωτοφόρος ημέρα της Κυριακής.

θ) Ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του ως Θεός

Η Ανάσταση του Χριστού διαφέρει σαφώς από άλλες αναστάσεις, που έγιναν στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, στο ότι ο Χριστός, ως Θεός αληθινός, ανέστησε τον Εαυτό Του, δηλαδή η ανθρώπινη φύση αναστήθηκε από την θεία φύση, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως, ενώ οι άλλες αναστάσεις έγιναν με την δύναμη και την ενέργεια του Θεού. Μπορεί κανείς να πη ότι, όπως ο Χριστός ποιεί την θέωση, ενώ οι άγιοι πάσχουν την θέωση, έτσι και ο Χριστός ποιεί την Ανάσταση, την έγερσή Του, ενώ οι άγιοι πάσχουν την ανάσταση. Το ρήμα "πάσχουν" δηλώνει ότι δέχονται μια έξωθεν ενέργεια, ενώ το Σώμα του Χριστού ήταν πηγή της ακτίστου Χάριτος.



Βέβαια, υπάρχουν μερικά χωρία στην Αγία Γραφή που κάνουν λόγο για το ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τον Θεό·Πατέρα Του. Ο Απόστολος Πέτρος στην ομιλία του την ημέρα της Πεντηκοστής, αναφερόμενος στον Χριστό, είπε: "όν ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ήν δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού" (Πράξ. β', 24). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφει σε επιστολή του: "ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν" (Ρωμ. στ', 4). Και σε άλλη επιστολή γράφει: "...κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού, ήν ενήργησεν εν τω Χριστώ εγείρας αυτόν εκ νεκρών..." (Εφεσ. α', 20).



Όμως, το θέμα αυτό πρέπει να το δη κανείς μέσα από την τριαδολογία, κατά την οποία τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν την ίδια ουσία και την ίδια ενέργεια, διαφέρουν όμως στις υποστάσεις. Έτσι, δεν είναι άλλη η ενέργεια του Πατρός, άλλη του Υιού και άλλη του Αγίου Πνεύματος, αλλά κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Αυτό που θέλει ο Πατήρ θέλει και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, και αυτό που θέλει ο Υιός θέλει και ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα, και αυτό που κάνει το Άγιον Πνεύμα θέλει και ο Πατήρ και ο Υιός. Όταν λέγεται, λοιπόν, ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό σημαίνει ότι και Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του, αφού ο Πατήρ δεν κάνει κάτι που δεν κάνει ο Υιός.



Όλα του Πατρός είναι και του Υιού χωρίς την αγεννησία. Επομένως, το να αποδίδη κανείς τα γεγονότα που συνέβησαν στον Υιό μόνο στον Πατέρα είναι ασεβές, αλλά και το να τα αναθέτη όλα στον Υιό δεν είναι αποδοκιμαστέο, αφού και ο Υιός είναι Θεός ομοσθενής και μπορεί να κάνη ό,τι κάνει ο Πατήρ (Ζωναράς). Όταν, λοιπόν, λέγεται ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό, δηλούται ότι ο Τριαδικός Θεός, η θεότητα, που είναι γνώρισμα της φύσεως, ανέστησε την ανθρώπινη φύση.

ι) Γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε σε όλους μετά την Ανάσταση
Μετά την Ανάστασή Του ο Χριστός εμφανίστηκε στις Μυροφόρες γυναίκες και στους Μαθητάς Του. Μερικοί διερωτώνται γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε σε όλους τους ανθρώπους, και μάλιστα στους σταυρωτές Του και τους αρνητές της Αναστάσεώς Του, για να τους κάνη να πιστεύσουν σε Αυτόν.



Όταν κανείς γνωρίζη την ουσία της ορθοδόξου θεολογίας, δεν μπορεί να κάνη τέτοια ερωτήματα, γιατί γνωρίζει σαφώς ότι η εμφάνιση του Χριστού δεν γίνεται ποτέ για θεαματικούς λόγους και για εξαναγκασμό του ανθρώπου. Η φανέρωση του Θεού έχει έναν ορισμένο σκοπό και μια βαθειά αιτία.



Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθή ότι ο Χριστός δεν θέλει να εξαναγκάση κανέναν να πιστεύση. Έπειτα, η εμφάνιση του Θεού στον άνθρωπο είναι ένα κρίσιμο σημείο για την ζωή του. Στην άλλη ζωή, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όλοι θα τον δούν, αλλά για τους προετοιμασμένους και καθαρθέντας ο Θεός θα γίνη φώς, ενώ για τους ακαθάρτους θα γίνη κόλαση. Αυτό θα συνέβαινε και στην περίπτωση αυτή. Γι’ αυτό ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία δεν εμφανίστηκε στους αρνητάς και σταυρωτάς Του.



Η φανέρωση του Χριστού εν δόξη γίνεται μόνο και μόνο για να οδηγήση αυτούς που έχουν προετοιμασθή κατάλληλα προς την θέωση και τον δοξασμό. Οι Μαθητές είχαν προετοιμασθή, γι’ αυτό και ο Χριστός λίγο πριν από το Πάθος είπε: "ήδη υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον όν λελάληκα υμίν" (Ιω. ιε', 3). Οι Μαθητές τρία χρόνια, ακούοντας τον λόγο του Θεού και μαθητευόμενοι στα μυστήρια της Βασιλείας των ουρανών, εκδιώκοντας δαιμόνια, περνούσαν την διαδικασία της καθάρσεως.

Οπότε, έγιναν κατάλληλοι για την θέωση και χωρητικοί της μεθέξεως της Χάριτος της Αναστάσεως. Αλλά και πάλι, όπως θα δούμε πιο κάτω, και με την εμφάνισή Του μετά την Ανάσταση, τους προετοιμάζει για την είσοδό τους στον μεγάλο βαθμό της θεώσεως και θεωρίας που θα γινόταν την Πεντηκοστή.



Η φανέρωση όμως του Χριστού στους Μαθητάς Του, μετά την Ανάσταση, δεν ήταν ένα γεγονός μόνο γι’ αυτούς, αφού γνωρίζουμε ότι όσοι περνούν έναν ανάλογο βαθμό θεραπείας και καθάρσεως, αξιώνονται να μεθέξουν της Αναστάσεως του Χριστού και να δούν τον Αναστάντα Χριστό. Με αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και την περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος έχει την βεβαιότητα ότι και σε αυτόν εμφανίστηκε ο Αναστάς Χριστός. "Έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί" (Α' Κορ. ιε', 8). Και είναι γνωστόν ότι ο Απόστολος Παύλος, κατά τον καιρό της Αναστάσεως, ήταν ζηλωτής Ιουδαίος, αφού επέστρεψε στον Χριστό μετά την Πεντηκοστή, οπότε αναφέρεται στην εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού μετά την Ανάληψή Του και την Πεντηκοστή.



Η περίπτωση αυτή φανερώνει ότι η θέα του Αναστάντος Χριστού δεν είναι ανεξάρτητη από την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, και βέβαια, ότι αυτό συνεχίζεται σε ολόκληρη την ζωή της ανθρωπότητος. Πάντοτε δια μέσου των αιώνων υπάρχουν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού.

ια) Οι ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού
Στα κείμενα της Αγίας Γραφής παρουσιάζονται ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού, από τις οποίες οι δέκα έγιναν στο διάστημα μεταξύ της Αναστάσεως και της Αναλήψεως και μία μετά την Πεντηκοστή. Μερικές από αυτές περιγράφονται αναλυτικά και άλλες απλώς απαριθμούνται. Καί, βέβαια, πρέπει να πούμε ότι δεν περιγράφονται όλες από τους ίδιους Ευαγγελιστάς, δηλαδή δεν αναφέρονται και οι ένδεκα σε κάθε ένα ξεχωριστό Ευαγγέλιο, αλλά μερικές μνημονεύονται από τον έναν Ευαγγελιστή και μερικές από τον άλλο.



Προφανώς υπήρξαν και άλλες εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων: "οίς και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού" (Πράξ. α', 3). Είναι φυσικό αυτό να γινόταν γιατί, αφ’ ενός μεν ήθελε να τους παρηγορήση, αφ’ ετέρου δε να τους προετοιμάση για την Ανάληψή Του, αλλά και την έλευση του Παναγίου Πνεύματος.



Οι ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού είναι οι ακόλουθες:



1. Στον Σίμωνα Πέτρο (Α' Κορ. ιε', 5, Λουκ. κδ', 35).



2. Στην Μαρία την Μαγδαληνή (Μάρκ. ιστ', 9-11, Ιω. κ', 11-18).



3. Στις Μυροφόρες γυναίκες (Ματθ. κη', 9-10).



4. Στους δύο Μαθητάς που πορεύονταν προς Εμμαούς (Μάρκ. ιστ', 12-13, Λουκ. κδ', 13-15).



5. Στους δέκα Αποστόλους, όταν απουσίαζε ο Θωμάς (Μάρκ. ιστ', 14, Λουκ. κδ', 36-43, Ιω. κ', 19-25).



6. Στους ένδεκα Μαθητάς, παρόντος και του Θωμά (Ιω. κ', 26-29).



7. Στους επτά Αποστόλους στην λίμνη της Τιβεριάδος (Ιω. κα', 1-23).



8. Στους ένδεκα στην Γαλιλαία (Ματθ. κη', 16).



9. Στους Αποστόλους στην Βηθανία, όταν αναλήφθηκε (Μάρκ. ιστ', 19-20, Λουκ. κδ', 50, Πράξ. α', 6-11, Α' Κορ. ιε', 7).



10. Στον αδελφόθεο Ιάκωβο (Α' Κορ. ιε', 7).



11. Στον Απόστολο Παύλο (Α' Κορ. ιε', 8-9).



Οι εμφανίσεις αυτές του Αναστάντος Χριστού αναφέρονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι πολλοί άγιοι που αξιώθηκαν της θεωρίας του Αναστάντος Χριστού. Άλλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, προσφέρει την εμπειρία της Αναστάσεως. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, αναφερόμενος στην προσευχή "ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι προσκυνήσωμεν άγιον, Κύριον, Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον", διδάσκει ότι δεν αναφερόμαστε στην Ανάσταση που είδαν οι Μαθητές, δηλαδή δεν πρόκειται μόνο για μια ιστορική αναφορά, αλλά για την Ανάσταση ή μάλλον τον Αναστάντα Χριστό που τον βλέπουμε μέσα στην Εκκλησία. Δεν λέμε "ανάστασιν Χριστού πιστευσάμενοι", αλλά "θεασάμενοι". Βέβαια, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν στην Ανάσταση, αλλά υπάρχουν και άλλοι, έστω και ολίγοι, που βλέπουν και κάθε ώρα τον Αναστάντα Χριστό λαμπροφορούντα, και απαστράπτοντα "τάς της αφθαρσίας και Θεότητος αστραπάς". Γιατί, πραγματικά, η Ανάσταση του Χριστού "η ημετέρα υπάρχει ανάστασις, των κάτω κειμένων". Έτσι, άλλοι είναι μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού "εξ ακοής" και άλλοι μάρτυρες "από θέας". Οι τελευταίοι είναι οι κατ’ εξοχήν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού.



Στην συνέχεια θα δούμε μερικά σημεία από τις εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού, κυρίως εκείνα που έχουν περισσότερο σχέση με χριστολογικά θέματα, που αναπτύσσουμε εδώ.

ιβ) Η εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες

Είναι σημαντικό ότι τον Αναστάντα Χριστό τον είδαν πρώτες οι Μυροφόρες γυναίκες. Οι Απόστολοι φοβισμένοι από τα γεγονότα που προηγήθηκαν κλείστηκαν στο υπερώο, ενώ οι γυναίκες με την αγάπη, την θερμότητα και την ανδρεία, πριν ακόμη ξημερώσει καλά, πήγαν στο μνημείο για να αλείψουν με αρώματα το Σώμα του Χριστού. Δεν φοβήθηκαν ούτε το σκοτάδι, ούτε την ερημιά, ούτε τους στρατιώτες. Αυτό σημαίνει ότι για να αξιωθή κανείς να δη τον Αναστάντα Χριστό χρειάζεται να έχη αγάπη και ανδρεία.



Η πρώτη εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες γυναίκες έχει και ένα βαθύτατο θεολογικό νόημα, όπως το αναπτύσσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ο άγιος ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως και αναζώωση, ανάπλαση και επάνοδος στην αθάνατη ζωή του πρώτου Αδάμ. Τον πρώτο Αδάμ, μετά την δημιουργία του, τον είδε πρώτη η γυναίκα, γιατί εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανείς άλλος να τον δή, αφού η Εύα δημιουργήθηκε μετά από αυτόν. Έτσι και τον νέο Αδάμ δεν τον είδε κανείς όταν βγήκε από τον τάφο, ύστερα δε από λίγο πρώτες τον είδαν οι γυναίκες.



Με αυτόν τον τρόπο οι Μυροφόρες έγιναν ευαγγελίστριες των Ευαγγελιστών και απόστολοι των Αποστόλων. Αυτό έχει και μια άλλη σημασία. Η Εύα ήταν εκείνη που έφερε το μήνυμα της πτώσεως του Αδάμ, τώρα η γυναίκα είναι εκείνη που φέρνει το μήνυμα της αναστάσεως στους Αποστόλους. Με τον τρόπο αυτό έχουμε και την αποκατάσταση της γυναικείας φύσεως, αφού κανείς δεν μπορεί να την ενοχοποιήση για την παράβαση και την πτώση.



Ο σχολιαστής Νικήτας κάνει και άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τα ονόματα των Μυροφόρων γυναικών, που ανταποκρίνονται όμως στην προσωπική τους ζωή και δείχνουν τον τρόπο που πρέπει να μετέλθουμε και τον δρόμο που πρέπει να ακολουθούμε για να δούμε τον Αναστάντα Χριστό.



Η Μαρία η Μαγδαληνή, από την οποία ο Χριστός έβγαλε επτά δαιμόνια, δηλώνει την ψυχή εκείνη που καθαρίζεται από τα δαιμόνια με τον λόγο των ευαγγελικών εντολών. Η Σαλώμη, της οποίας το όνομα ερμηνεύεται ειρήνη, δηλώνει τον άνθρωπο εκείνο που απέκτησε την εσωτερική ειρήνη, αφού νίκησε τα πάθη, υπέταξε το σώμα στην ψυχή, και αποκτά, δια της θεωρίας και των πνευματικών νοημάτων, την γνώση. Η Ιωάννα, της οποίας το όνομα ερμηνεύεται περιστερά, συμβολίζει την άκακη και γονιμότατη στις αρετές ψυχή, η οποία απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα, και είναι θερμή στο να γεννά τα πνευματικά νοήματα με πνευματική διάκριση. Όταν ο άνθρωπος διακρίνεται γι’ αυτές τις καταστάσεις και πλησιάζη στο μνημείο της καρδίας του, τότε θα δη τον λίθο της πωρώσεως της ασαφείας του λόγου να σηκώνεται, τους αγγέλους, δηλαδή την συνείδησή του, να του αναγγέλουν ότι αναστήθηκε μέσα του ο νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, αλλά ακόμη θα αξιωθή να δη την εμφάνιση και αυτού του Ιδίου του Θεού Λόγου στον νού, γυμνό και χωρίς τύπους και σύμβολα.



Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται κάθαρση για να αξιωθή κανείς να προσκυνήση τον Αναστάντα Χριστό και να ακούση τον "τής αναστάσεως λόγον".

ιγ) Η εμφάνιση του Χριστού στην Παναγία

Στα τροπάρια της Εκκλησίας αναφέρεται ότι ο άγγελος Κυρίου μετέφερε στην Παναγία το μήνυμα ότι αναστήθηκε ο Χριστός. "Ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη αγνή Παρθένε Χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε, ο σός Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου".



Βέβαια, μέσα στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται ρητώς ότι η Παναγία είδε τον Αναστάντα Χριστό. Υπάρχουν όμως φράσεις που αναφέρονται στην "άλλη Μαρία". Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: "Οψέ δε Σαββάτων, τη επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων, ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον" (Ματθ. κη', 1). Επίσης, αλλού γίνεται λόγος για την "Μαρία Ιακώβου" (Λουκ. κδ', 10). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας αυτές τις περιπτώσεις, λέγει ότι πρόκειται για την Παναγία, που ήλθε πρώτη στο μνημείο, και κατ’ αρχάς μεν έμαθε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ότι αναστήθηκε ο υιός της, έπειτα δε τον είδε, και αυτή μόνη αξιώθηκε να πιάση με τα χέρια της τα πόδια Του.



Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος, ήταν σωστό και δίκαιο πρώτη η Παναγία να πληροφορηθή το ευαγγέλιο της Αναστάσεως και να δη αυτή πρώτη τον Αναστάντα Χριστό. Αυτό, βέβαια, συνδέεται και με το ότι η Παναγία είχε φθάσει σε μεγάλη καθαρότητα, αφού βίωσε από μικρό παιδί την θέωση.



Το ότι οι Ευαγγελιστές αποφεύγουν να πούν καθαρά ότι πρώτη είδε τον Χριστό η Παναγία έχει μεγάλη σημασία, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γιατί δεν ήθελαν να δώσουν αφορμή στους απίστους να αμφισβητήσουν το γεγονός της Αναστάσεως, αφού το βεβαιώνει η μητέρα Του.



Η Παναγία, όπως παρέμεινε στον Σταυρό μέχρι την τελευταία στιγμή, έτσι και πρώτη αυτή πήγε στο μνημείο για να αλείψη με αρώματα το Σώμα του Χριστού. Αυτό έγινε όχι μόνο λόγω της μητρότητος, αλλά λόγω και της υψηλής πνευματικής της καταστάσεως, γιατί αυτοί που έχουν σε μεγάλο βαθμό πνευματική θεωρία, έχουν μεγαλύτερη γνώση και τελειότερη αγάπη.



ιδ) Η εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς και η χορήγηση του Αγίου Πνεύματος
Από τις πρώτες εμφανίσεις του Χριστού που έγιναν την ημέρα της Αναστάσεως ήταν η εμφάνισή Του στον όμιλο των Μαθητών, που βρίσκονταν στο υπερώο, την πρώτη φορά, όταν απουσίαζε ο Θωμάς, και την επομένη Κυριακή, "μεθ’ ημέρας οκτώ", παρόντος του Θωμά (Ιω. κ', 19-29). Με την εμφάνισή του ο Χριστός τους δίνει δώρα. Το πρώτο είναι η ειρήνη και το δεύτερο είναι το Άγιον Πνεύμα για να συγχωρούν αμαρτίες. Δεν μπορεί κανείς να δώση κάτι που δεν έχει. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός ως Θεός είναι ειρήνη, αφού η ειρήνη είναι ενέργεια του Τριαδικού Θεού, και με την ενανθρώπηση και την θυσία Του ειρηνοποίησε τα ουράνια με τα επίγεια, τους αγγέλους με τους ανθρώπους, τους ανθρώπους με τον Θεό, και τους ανθρώπους με ολόκληρη την κτίση, και βέβαια ειρηνοποίησε και όλες τις δυνάμεις της ψυχής. Επίσης, δίνει το Άγιον Πνεύμα, αφού το Άγιον Πνεύμα αναπαύεται στον Υιό. Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινωνία και ενότητα, κατά την ουσία και ενέργεια, αφού είναι ομόδοξα, ομοούσια και ομοδύναμα. Το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δια του Υιού.



Το ερώτημα είναι: ποιά είναι η διαφορά μεταξύ της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος αμέσως μετά την Ανάσταση και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητάς κατά την ημέρα της Πεντηκοστής; Γνωρίζουμε ότι οι Μαθητές έλαβαν το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής. Επομένως, πώς λέγεται ότι ο Χριστός τους έδωσε Άγιον Πνεύμα, αμέσως μετά την Ανάστασή Του;



Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ότι πρόκειται σαφώς για διαφορετικό βαθμό ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα ήταν πάντοτε ενωμένο με τον Υιό, αφού και η ενανθρώπηση του Υιού έγινε με την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης και όλο το έργο του Υιού γινόταν με την συνέργεια του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Επομένως, το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στους Μαθητάς, όσο μπορούσαν να χωρέσουν, κατά τρεις βαθμούς και καιρούς, ήτοι "αμυδρώς", "εκτυπώτερον" και "τελειότερον".



Το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στους Μαθητάς "αμυδρώς" πριν το πάθος του Χριστού με την δύναμη που είχαν λάβει για να εκδιώκουν τα πνεύματα και να θεραπεύουν τις νόσους. Επίσης κατά τον καιρό που οι Μαθητές ακολουθούσαν τον Χριστό καθαρίζονταν με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Έπειτα, το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε περισσότερο μετά την Ανάσταση ως "έμπνευσις θειοτέρα". Ο Χριστός, αμέσως μετά την Ανάστασή Του, έδωσε στους Μαθητάς το Άγιον Πνεύμα για δύο λόγους. Πρώτον, για να τους προετοιμάση για την μεγάλη λήψη του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Δεν μπορεί κανείς να λάβη τον υψηλότερο βαθμό ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, αν δεν προετοιμασθή κατάλληλα. Δεύτερον, γιατί αυτή η δωρεά του Αγίου Πνεύματος αναφερόταν στην άφεση των αμαρτιών και όχι στην μέθεξη του Αγίου Πνεύματος. Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, άλλο είναι η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος και άλλο είναι η άφεση των αμαρτιών δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Την ημέρα όμως της Πεντηκοστής, προετοιμασμένοι πνευματικά, έλαβαν την μεγάλη δωρεά και έγιναν μέλη του Αναστημένου Σώματος του Χριστού. Την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, ακόμη, ο Χριστός ήταν έξω από τους Μαθητάς, ενώ την ημέρα της Πεντηκοστής οι Μαθητές έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού.

ιε) Ο Αναστάς Χριστός και ο Απόστολος Θωμάς

Από την πρώτη εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς έλειπε ο Απόστολος Θωμάς. Αξιώθηκε όμως και αυτός της φανερώσεως και αποκαλύψεως του Χριστού μετά από οκτώ ημέρες, δηλαδή την επομένη Κυριακή (Ιω. κ', 24-29).



Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο Χριστός εμφανίζεται πάντα στην σύναξη των Μαθητών, οπότε ο Θωμάς δεν μπόρεσε να τον δη γιατί απουσίαζε. Όταν, όμως, την επομένη Κυριακή βρισκόταν μεταξύ των Μαθητών, αξιώθηκε και εκείνος αυτής της μεγάλης εμπειρίας. Γι’ αυτό και συμβουλεύει να μη λείπουμε από τις κατά Κυριακή συνάξεις, γιατί θα πάθουμε ό,τι έπαθε ο Θωμάς.



Υπάρχει, όμως, και ένας βαθύτερος λόγος για τον οποίο ο Θωμάς δεν αξιώθηκε την πρώτη ημέρα να δη τον Χριστό. Ο Θωμάς, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος, ήταν διστακτικός και θεωρούσε αδύνατη την Ανάσταση του Χριστού. Δεν είχε, δηλαδή, φθάσει σε τέτοια εσωτερική πνευματική κατάσταση, ώστε να δη τον Αναστάντα Χριστό. Έχουμε τονίσει προηγουμένως ότι ο Χριστός εμφανιζόταν σε αυτούς που βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να ενεργή σωτήρια και όχι κολαστικά. Ο Θωμάς φαίνεται πώς δεν είχε φθάσει στην πνευματική ωριμότητα που απαιτούσε αυτό το γεγονός.



Άλλωστε, η καθυστέρηση του Χριστού να εμφανισθή μια ολόκληρη εβδομάδα απέβλεπε στην ψυχική του προετοιμασία. Ο Χριστός ανέβαλε τόσο χρονικό διάστημα να τον επισκεφθή, "ώστε κατηχούμενον αυτόν υπό των συμμαθητών (είναι) και τα αυτά ακούοντα και εις πλείονα πόθον εκκαήναι, και πιστότερον προς το μέλλον γενέσθαι" (ιερός Θεοφύλακτος). Έπρεπε, λοιπόν, μια ολόκληρη εβδομάδα να κατηχήται από τους άλλους Μαθητάς, να μαθαίνη τα της εμφανίσεως, ώστε να αναπτυχθή μεγάλος πόθος, αλλά ακόμη και να εκφράση μετάνοια για την δυσπιστία του, ώστε η εμφάνιση του Χριστού να ενεργήση σωτήρια.



Αφού ο Θωμάς προετοιμάσθηκε κατάλληλα έγινε και εκείνος θεολόγος με την εμφάνιση του Χριστού και ομολόγησε: "ο Κύριός μου και ο Θεός μου" (Ιω. κ', 29). Η φράση αυτή δείχνει την βεβαιότητά του για τις δύο φύσεις του Χριστού και την μια υπόσταση, αφού το "Κύριος" δηλοί την ανθρώπινη φύση, το "Θεός" την θεία φύση, και τα δύο αυτά είναι ενωμένα στον Αναστάντα Χριστό (ιερός Θεοφύλακτος).



Έτσι, λοιπόν, ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος με την έννοια του αθέου, αλλά άπιστος με την έννοια ότι δεν ήταν στην κατάσταση να δεχθή την πίστη εκ θεωρίας. Πρώτα για μεγάλο χρονικό διάστημα πέρασε από την πίστη εξ ακοής και έπειτα έφθασε στην πίστη εκ θεωρίας. Υπάρχει δε σαφής διαφορά μεταξύ του αθέου, που είναι και αντίθεος, και του απίστου ή δυσπίστου με την έννοια ότι έχει μεν πίστη εξ ακοής, αλλά όχι πίστη εκ θεωρίας.
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ κατά τους Πατέρες της εκκλησίας

6
ιστ) Η φανέρωση του Χριστού στην λίμνη της Τιβεριάδος

Μία από τις εμφανίσεις του Χριστού στους Μαθητάς Του έγινε στην λίμνη της Τιβεριάδος, την ώρα που ψάρευαν στα ανοικτά της λίμνης (Ιω. κα', 1-14). Δεν θα εκτεθούν τα περιστατικά και ο τρόπος της εμφανίσεως, αλλά θα υπογραμμισθούν μερικά ενδιαφέροντα σημεία.



Το πρώτον είναι ότι οι Μαθητές δεν ανεγνώρισαν τον Χριστό, "ου μέντοι ήδεισαν οι μαθηταί ότι ο Ιησούς εστι". Αυτό εξηγείται από το ότι οι εμφανίσεις του Χριστού στην πραγματικότητα δεν είναι απλώς η παρουσία Του, αλλά αποκαλύψεις, φανερώσεις. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης σαφώς λέγει: "μετά δε ταύτα εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς". Ο Χριστός φανέρωνε τον Εαυτό Του, όποτε το ήθελε. Έχουμε πολλές μεταμορφώσεις και φανερώσεις του Χριστού προ της Αναστάσεως και μετά από αυτήν.



Δεύτερον, η φανέρωση του Χριστού γίνεται κατά την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων. Γιατί, μετά την θαυματουργική αλιεία ο πρώτος που τον ανεγνώρισε ήταν ο Ιωάννης, ο οποίος το ανακοίνωσε στον Απόστολο Πέτρο. "Λέγει ουν ο μαθητής εκείνος, όν ηγάπα ο Ιησούς, τω Πέτρω, ο Κύριος εστί". Και τότε ο Πέτρος φόρεσε τον χιτώνα και έπεσε στην θάλασσα για να φθάση πιο γρήγορα στον Χριστό. Φαίνεται εδώ ότι ο αγαπημένος Μαθητής, που είναι έκφραση της θεωρίας, αναγνωρίζει τον Χριστό, και ο μετανοημένος Πέτρος, που βρίσκεται ακόμη στην πράξη, λόγω της αρνήσεως και της μετανοίας, τρέχει προς τον Χριστό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι ο Ιωάννης ήταν "πρός την θείαν επίγνωσιν των άλλων ετοιμότατος", ενώ ο Πέτρος ήταν "θερμότατος πάλιν και προς πράξιν των άλλων ετοιμότατος". Έτσι, λοιπόν, ετοιμότατος στην θεωρία ο Ιωάννης, θερμότατος και ετοιμότατος προς την πράξη ο Πέτρος. Αυτό δείχνει ότι η θεωρία αναγνωρίζει τον Θεό και η πράξη ακολουθεί. Άλλοτε προηγείται η πράξη και ακολουθεί η θεωρία, και άλλοτε από την θεωρία, πράγμα που δημιουργεί γνώση, ακολουθεί και η πράξη.



Τρίτον, όταν οι Μαθητές βγήκαν στην ξηρά είδαν "ανθρακιάν κειμένην και οψάριον επικείμενον και άρτον". Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά το "ανθρακιάν" σημαίνει ένα είδος δέρματος που χρησιμοποιούσαν οι οδοιπόροι αντί για τραπέζι. Έτσι, βλέπουν ένα ψάρι που δεν ψαρεύτηκε από την λίμνη, αλλά δημιουργήθηκε από το μηδέν, καθώς και έναν άρτο. Το ότι τους κάλεσε να γευματίσουν και τους προσέφερε ο Ίδιος να φάγουν δηλώνει ότι Αυτός θα είναι ο χορηγός και ο διανομεύς της μελλούσης απολαύσεως, που θα πραγματοποιηθή μετά από το ψάρεμα της αποστολικής σαγήνης, μετά το κήρυγμα και την συναγωγή όλων στην αληθινή θεοσέβεια.

ιζ) Πώς νοείται η λήψη τροφής από τον Αναστάντα Χριστό
Από την διήγηση του Ευαγγελιστού Λουκά για μια εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς φαίνεται ότι ο Χριστός έφαγε ενώπιόν τους μέρος από ψητό ψάρι και μέλι από κηρήθρα. Βέβαια, το Σώμα του Χριστού μετά την Ανάσταση δεν είχε ανάγκη τροφής, το έκανε όμως ο Χριστός για να βεβαιωθούν οι Μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα, αλλά είχε πνευματικό και μεταμορφωμένο σώμα. Φυσικά, επειδή στο Σώμα του Χριστού μετά την Ανάσταση δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα, γι’ αυτό και η τροφή αυτή αναλώθηκε από την θεία ενέργεια και δεν μεταποιήθηκε κατά τον συνήθη στους ανθρώπους τρόπο. Όπως η φωτιά καταναλώνει το κερί, έτσι και η θεότητα του Χριστού κατηνάλωσε την τροφή που έλαβε. Αυτό το παράδειγμα χρησιμοποιείται συγκαταβατικά και δεν έχει απόλυτη εφαρμογή, γιατί η φωτιά που λυώνει το κερί συντηρείται από καύσιμη ύλη, ενώ τα πνευματικά σώματα δεν χρειάζονται τροφή για να συντηρηθούν (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).



Το ότι ο Χριστός έφαγε μέρος από ψητό ψάρι και μέρος από μέλι κηρήθρας είναι συμβολικά σημεία, που δείχνουν το μυστήριο του προσώπου Του. Η ανθρώπινη φύση ομοιάζει με το ψάρι, που κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου. Ο Χριστός προσέλαβε αυτήν την φύση την ήνωσε στην υπόστασή Του, την καθάρισε από κάθε εμπαθή διάθεση με το πυρ της θεότητος (ψητό ψάρι) και την έκανε ομόθεη και διάπυρη. Επίσης η κηρήθρα με το μέλι ομοιάζει με την δική μας ανθρώπινη φύση, γιατί, όπως το μέλι υπάρχει μέσα στην κηρήθρα, έτσι και μέσα στο σώμα μας υπάρχει ο λογικός θησαυρός καί, κυρίως, στους πιστεύοντας υπάρχει στην ψυχή και το σώμα η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τρώγει από αυτά ο Χριστός, γιατί θεωρεί φαγητό του την σωτηρία του καθενός μας (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).



Επίσης, η χρησιμοποίηση από τον Χριστό, μετά την Ανάστασή Του, των στοιχείων του άρτου και του ιχθύος δείχνει το πρόσωπο και το έργο Του για την σωτηρία του ανθρώπου. Κυρίως, φανερώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αφού ο άνθρωπος τότε κοινωνεί του ζωντανού άρτου και του ζωντανού ιχθύος που είναι Αυτός ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Οποίος προσέλαβε την δική μας ανθρώπινη φύση καί, αφού την θέωσε, μας δίνει τον Εαυτό Του για να θεωθούμε και εμείς. Βέβαια, η θέωση δια των μυστηρίων, και κυρίως δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, δεν γίνεται μηχανικά και μαγικά, αλλά ανάλογα με την πνευματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι, ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση ενεργεί και το μυστήριο της θείας Κοινωνίας.

ιη) Το αναστημένο σώμα του Χριστού

Ο Χριστός σε μια από τις εμφανίσεις στους Μαθητάς Του, βλέποντας να υπάρχουν στην καρδιά τους λογισμοί περί Αυτού, είπε: "ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι, ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα" (Λουκ. κδ', 39). Εδώ φαίνεται ότι υπάρχει σώμα, άρα δεν ήταν φαντασία, αλλά δεν ήταν το σώμα, όπως το γνώριζαν μέχρι τότε οι Μαθητές.



Είναι γνωστόν ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και έγινε τέλειος άνθρωπος, και μάλιστα προσέλαβε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, όπως την φθαρτότητα και την θνητότητα, στα οποία αδιάβλητα πάθη συγκαταλεγόταν η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο ύπνος κλπ. Όμως, ο Χριστός μετά την Ανάσταση απέβαλε όλα τα λεγόμενα φυσικά πάθη, ήτοι "φθοράν, πείναν τε και δίψαν, ύπνον και κάματον και τα τοιαύτα". Αποβάλλοντας όμως τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη δεν απέβαλε ούτε την ψυχή ούτε το σώμα. Με την Ανάληψή Του στους ουρανούς παρέλαβε το σώμα και την ψυχή, την λογική και νοερά, την θελητική και ενεργητική. Έτσι, κάθεται στα δεξιά του Θεού με ολόκληρη την ανθρώπινη τεθεωμένη φύση. Με αυτόν τον τρόπο ενεργεί και θεϊκά, με την πρόνοια, την συντήρηση και την κυβέρνηση όλων, και ανθρώπινα, ενθυμούμενος την διατριβή του πάνω στην γη και γνωρίζοντας ότι προσκυνείται από ολόκληρη την λογική κτίση (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).



Το αναστημένο Σώμα του Χριστού ήταν απαθές και αθάνατο, κεκοσμημένο με την θεία δόξα, αλλά όμως ήταν σώμα "τήν προτέραν έχον περιγραφήν" (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Έτσι, καίτοι απέβαλε όλα τα αδιάβλητα πάθη, δεν απέβαλε όμως τα φυσικά ιδιώματα, "ήτοι το ποσόν, το ποιόν, το είναι εν είδει, το τριχή διαστατόν, και το περιγραπτόν εν τόπω και περιοριστικόν". Γιατί, αν απέβαλε αυτά, δεν θα ήταν πραγματικό σώμα, αλλά έκσταση και έξοδος από τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).



Όπως ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν βγήκε έξω από τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως, έτσι και μετά την Ανάστασή Του η θεωθείσα ανθρώπινη σάρκα δεν ετράπη της οικείας φύσεως, δηλαδή δεν απέβαλε τα φυσικά της ιδιώματα. Και αυτό συνέβη γιατί παρέμειναν και μετά "τήν ένωσιν αί τε φύσεις ασύμφυτοι και αι τούτων ιδιότητες αλώβητοι" (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Χριστός, ενώ βρίσκεται στους ουρανούς, αγιογραφείται από την Εκκλησία με περιγραπτό σώμα. Ο Χριστός στους ουρανούς δεν έχει ούτε σάρκα, όπως εμείς την γνωρίζουμε, ούτε είναι ασώματος και άϋλος, αλλά κάτι μεταξύ αυτών (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Πρόκειται για σώμα πνευματικό και αφθαρτοποιημένο, αλλά πάντως για σώμα. Ο Χριστός παραμένει στους αιώνες Θεάνθρωπος, αφού οι δύο φύσεις από τότε που ενώθηκαν παραμένουν αχώριστες και αδιαίρετες.



Ακόμη και η ψυχή του Χριστού γνωρίζει σαφώς ότι είναι ενωμένη καθ’ υπόσταση με τον Θεό Λόγο και επίσης προσκυνείται και αυτή μαζί με τον Θεό, ως ψυχή του Θεού, και όχι απλώς ως ψυχή (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).



Έτσι, λοιπόν, το Αναστημένο Σώμα του Χριστού, αποβάλλοντας όλα τα αδιάβλητα πάθη, το θνητό και παθητό, παρέμεινε σώμα, αλλά πνευματικό, ομόθεο, ήταν περιγραπτό, είχε όλα τα διακριτικά γνωρίσματα που είχε πρίν. Διήνυε τεράστιες αποστάσεις σε δευτερόλεπτα, εισερχόταν και εξερχόταν κεκλεισμένων των θυρών και εξήλθε "εσφραγισμένου του μνήματος", αλλά ήταν πραγματικό σώμα και όχι φάντασμα. Το ότι δεν Τον καταλάβαιναν πολλές φορές οι Μαθητές και τον θεωρούσαν φυσικό άνθρωπο, ήταν γιατί δεν ήθελε ο Χριστός να φανερωθή. Όταν ήθελε φανερωνόταν, και τότε οι Μαθητές ανεγνώριζαν ότι ήταν ο Κύριος.

ιθ) Η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους

Μέχρι τώρα είδαμε ότι η Ανάσταση του Χριστού προξένησε χαρά και ευφροσύνη στους ανθρώπους, επειδή δι’ αυτής νικήθηκε το κράτος του θανάτου, του διαβόλου και της αμαρτίας. Αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους, όλα τα νοερά πνεύματα.



Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του, κατά το Πάσχα, αναφέρεται στον λόγο του αγγέλου προς αυτόν: "Σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος". Γίνεται εδώ λόγος για την σωτηρία των αγγέλων. Με ποιά έννοια πρέπει αυτό να θεωρηθή;



Ξέρουμε ότι, μετά την πτώση του Εωσφόρου, οι άγγελοι έγιναν δυσκίνητοι στο κακό, δηλαδή δεν μπορούσαν να σκεφθούν το κακό, αλλά δεν είχαν αποκτήσει και την ατρεψία. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι, με την Ανάσταση του Χριστού, οι άγγελοι απέβαλαν αυτήν την δυσκινησία και απέκτησαν την ατρεψία, οπότε τώρα δεν φοβούνται την αλλοίωση και την τροπή προς την χειρότερη μεταβολή και την απώλεια που προέρχεται από αυτήν την μεταβολή. Έτσι, και οι άγγελοι απέκτησαν την ατρεψία και την έχουν όχι από την φύση τους, αλλά από την Χάρη του Θεού.



Πέρα από αυτό, οι αγγελικές δυνάμεις με την Ανάσταση του Χριστού ευφράνθηκαν, αφ’ ενός μεν γιατί αναπληρώθηκε το εκπεσόν εωσφορικό τάγμα, οπότε εφαρμόστηκε ο λόγος "πληρωθήναι δει τον άνω κόσμον", αφ’ ετέρου δε γιατί σώθηκαν οι άνθρωποι. Γιατί άν, όπως είπε ο Χριστός, γίνεται μεγάλη χαρά στον ουρανό για κάθε άνθρωπο που μετανοεί, πολύ περισσότερο αυτό γίνεται για την σωτηρία ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (Ζωναράς).



Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι είναι πεπεισμένος ότι την ημέρα της Αναστάσεως και οι αγγελικές δυνάμεις συνεορτάζουν και συμπανηγυρίζουν, επειδή είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, έχοντας υπ’ όψη του αυτόν τον λόγο, λέγει ότι είναι πραγματικά άτοπο πράγμα να χαίρωνται οι άγγελοι για την δική μας σωτηρία και εμείς που σωθήκαμε να μη χαιρόμαστε και να μην εορτάζουμε μαζί με τους αγγέλους αυτήν την σωτήρια κοσμοσωτήρια εορτή.

κ) Η έννοια του Πάσχα

Μέχρι τώρα είδαμε ότι η Ανάσταση του Χριστού προξένησε χαρά και ευφροσύνη στους ανθρώπους, επειδή δι’ αυτής νικήθηκε το κράτος του θανάτου, του διαβόλου και της αμαρτίας. Αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους, όλα τα νοερά πνεύματα.



Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του, κατά το Πάσχα, αναφέρεται στον λόγο του αγγέλου προς αυτόν: "Σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος". Γίνεται εδώ λόγος για την σωτηρία των αγγέλων. Με ποιά έννοια πρέπει αυτό να θεωρηθή;



Ξέρουμε ότι, μετά την πτώση του Εωσφόρου, οι άγγελοι έγιναν δυσκίνητοι στο κακό, δηλαδή δεν μπορούσαν να σκεφθούν το κακό, αλλά δεν είχαν αποκτήσει και την ατρεψία. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι, με την Ανάσταση του Χριστού, οι άγγελοι απέβαλαν αυτήν την δυσκινησία και απέκτησαν την ατρεψία, οπότε τώρα δεν φοβούνται την αλλοίωση και την τροπή προς την χειρότερη μεταβολή και την απώλεια που προέρχεται από αυτήν την μεταβολή. Έτσι, και οι άγγελοι απέκτησαν την ατρεψία και την έχουν όχι από την φύση τους, αλλά από την Χάρη του Θεού.



Πέρα από αυτό, οι αγγελικές δυνάμεις με την Ανάσταση του Χριστού ευφράνθηκαν, αφ’ ενός μεν γιατί αναπληρώθηκε το εκπεσόν εωσφορικό τάγμα, οπότε εφαρμόστηκε ο λόγος "πληρωθήναι δει τον άνω κόσμον", αφ’ ετέρου δε γιατί σώθηκαν οι άνθρωποι. Γιατί άν, όπως είπε ο Χριστός, γίνεται μεγάλη χαρά στον ουρανό για κάθε άνθρωπο που μετανοεί, πολύ περισσότερο αυτό γίνεται για την σωτηρία ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (Ζωναράς).



Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι είναι πεπεισμένος ότι την ημέρα της Αναστάσεως και οι αγγελικές δυνάμεις συνεορτάζουν και συμπανηγυρίζουν, επειδή είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, έχοντας υπ’ όψη του αυτόν τον λόγο, λέγει ότι είναι πραγματικά άτοπο πράγμα να χαίρωνται οι άγγελοι για την δική μας σωτηρία και εμείς που σωθήκαμε να μη χαιρόμαστε και να μην εορτάζουμε μαζί με τους αγγέλους αυτήν την σωτήρια κοσμοσωτήρια εορτή.

κα) Πάσχα νομικό, Πάσχα θείας Χάριτος, Πάσχα μέλλοντος αιώνος

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διαιρεί το Πάσχα σε τρία, ήτοι το Πάσχα το νομικό, το Πάσχα της θείας Χάριτος και το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος.



Το νομικό Πάσχα, κατά το οποίο οι Εβραίοι εόρταζαν την θαυματουργική τους διάβαση δια της Ερυθράς θαλάσσης, ήταν μια ενθύμηση της πικράς δουλείας της Αιγύπτου και της ελευθερίας τους με την βοήθεια του Θεού. Ήταν Πάσχα "χαριστήριον και ικέσιον". Στην πραγματικότητα, το Πάσχα αυτό ήταν προτύπωση του δικού μας Πάσχα.



Το Πάσχα της θείας Χάριτος είναι η Ανάσταση του Χριστού, δια της οποίας γίνεται διάβαση "εκ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν". Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "ώ Πάσχα το μέγα και ιερόν και παντός του κόσμου καθάρσιον". Χωρίς την μέθεξη του Χριστού και την κοινωνία μαζί Του υπάρχει νέκρωση και δουλεία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, "ο μη ορών και ακούων και αισθανόμενος πνευματικώς νεκρός εστιν". Επομένως, το Πάσχα είναι έλευση του Χριστού μέσα στην καρδιά. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πη πολύ χαρακτηριστικά: "Πάσχα η επί τον ανθρώπινον νουν έλευσις του Λόγου". Πραγματικά, ο άνθρωπος όταν λαμβάνη τον Χριστό, ζη πνευματικά και ο Χριστός γίνεται η ζωή του, η ψυχή της ψυχής του. "Ψυχή τις δευτέρα τοις ανθρώποις η ανάστασις" (όσιος Νείλος).



Το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος είναι "τελεώτερον και καθαρώτερον". Ο Χριστός, όταν τελούσε το Πάσχα λίγο πριν από το Πάθος Του, και μάλιστα όταν τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο, είπε: "ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου" (Ματθ. κστ', 29). Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για το Πάσχα της Βασιλείας των Ουρανών. Ακόμη και το Πάσχα της παρούσης ζωής είναι τυπικό, σχετικά με το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος. Τότε οι άγιοι θα έχουν μεγαλύτερη κοινωνία με τον Χριστό, αφού ο Λόγος θα αποκαλύψη και θα διδάξη "ά νυν μετρίως παρέδειξε" (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).



Οι Χριστιανοί αγωνίζονται για να περάσουν από το τυπικό Πάσχα, στο Πάσχα της θείας Χάριτος, και από εκεί στο αιώνιο Πάσχα. Μια τέτοια εορτή έχει σημασία και νόημα. Κάθε άλλος εορτασμός δεν αποβλέπει σε βαθύτερους σκοπούς, δεν ικανοποιεί το πεινασμένο και διψασμένο πνεύμα του ανθρώπου.



Κατά την διάρκεια της εορτής του Πάσχα των Εβραίων σφραγιζόταν αμνός άμωμος, τέλειος και νέος. Αυτό ήταν προτύπωση του Χριστιανικού αμνού, που είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, άμωμος, νέος και τέλειος. Αυτός θυσιάστηκε και προσφέρεται στους Χριστιανούς για να ενωθούν μαζί Του.



κβ) Η προσωπική μέθεξη του μυστηρίου της Αναστάσεως



Η Ανάσταση του Χριστού δεν πρέπει να εορτάζεται ως ένα ιστορικό ή κοινωνικό γεγονός, αλλά ως υπαρξιακό, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να γίνη μέθεξη της Χάριτος της Αναστάσεως. Η νηστεία που προηγείται της εορτής όλη την περίοδο της Τεσσαρακοστής, ο ασκητικός αγώνας, αποβλέπει στην αρτιοτέρα συμμετοχή στο μυστήριο της Αναστάσεως.



Για να επιτευχθή όμως αυτό απαιτείται, όπως όλοι οι Πατέρες διδάσκουν, κάθαρση τόσο των σωματικών αισθήσεων όσο και των ψυχικών. Ο άνθρωπος έχει σώμα και ψυχή, και γι’ αυτό έχει σωματικές και ψυχικές αισθήσεις. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ψάλλει: "καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως, Χριστόν εξαστράπτοντα και χαίρετε φάσκοντα τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες". Άρα, λοιπόν, η κάθαρση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την θεωρία και την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον".



Σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθή κανείς με τον Αναστάντα Χριστό, να Τον δη μέσα στην καρδιά του. Ο Χριστός ανασταίνεται μέσα στην καρδιά, νεκρώνοντας τους εμπαθείς λογισμούς που παρευρίσκονται εκεί υπό την επήρεια των δαιμόνων και υπερβαίνοντας τους εμπαθείς τύπους και τις προλήψεις της αμαρτίας, όπως τότε υπερέβη τις σφραγίδες του τάφου (άγ. Μάξιμος Ομολογητής). Επομένως, δεν πρόκειται για ένα εξωτερικό τυπικό εορτασμό, αλλά για εσωτερικό και υπαρξιακό. Με αυτό το πρίσμα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά να μην εορτάζουμε πανηγυρικώς και κοσμικώς, αλλά θεϊκώς και υπερκοσμίως.



Η μέθεξη του μυστηρίου της Αναστάσεως είναι βίωση της θεώσεως. Αυτός που μυήθηκε στην απόρρητη δύναμη της Αναστάσεως, γνώρισε εκ πείρας για ποιό σκοπό ο Χριστός δημιούργησε τον κόσμο (άγ. Μάξιμος Ομολογητής). Πραγματικά, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να φθάση στην θέωση, και ο κόσμος να μετέχη του αγιασμού δια του ανθρώπου. Οπότε, εκείνος που μυείται σε αυτήν την απόρρητη δύναμη του μυστηρίου της Αναστάσεως, φθάνει στην θέωση και εκπληρώνει τον σκοπό της υπάρξεώς του. Έτσι αποκτά μεγαλύτερη γνώση.



Ο Απόστολος Παύλος συνιστά αυτήν την βίωση της ζωής, γι’ αυτό γράφει ότι συνταφήκαμε δια του αγίου Βαπτίσματος με τον Χριστό στον θάνατο, "ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν" (Ρωμ. στ', 4). Είναι απαραίτητη αυτή η αναγέννηση, γιατί διαφορετικά ο άνθρωπος πρόκειται να πεθάνη πνευματικά, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: "ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν, ει δε Πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε. όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισιν υιοί Θεού" (Ρωμ. η', 13).



Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία. Πρόκειται για θέωση και ανάσταση της ανθρωπίνης φύσεως και για ελπίδα θεώσεως και αναστάσεως της δικής μας υποστάσεως. Αφού βρέθηκε το φάρμακο, υπάρχει ελπίδα ζωής. Δια της Αναστάσεως του Χριστού αποκτά άλλο νόημα και η ζωή και ο θάνατος. Δεν θεωρούμε ως ζωή το σύνολο των ιστορικών γεγονότων, αλλά την κοινωνία με τον Θεό. Και δεν θεωρούμε θάνατο το τέλος της παρούσης ζωής, αλλά την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Χριστό, ενώ ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν είναι θάνατος, αλλά προσωρινός ύπνος. Ο Απόστολος Παύλος, ακριβώς επειδή αισθάνεται ενωμένος με τον Αναστάντα Χριστό, μπορεί να ομολογή: "Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών" (Ρωμ. η', 38-39).



Στον Κατηχητικό λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος είναι ένας θριαμβευτικός παιάνας της νίκης, λέγεται ότι με την Ανάσταση του Χριστού ξεπεράστηκαν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα.



Κανείς δεν πρέπει να θρηνή για την φτώχεια και γενικά για την στέρηση των αναγκαίων υλικών αγαθών, γιατί "εφάνη η κοινή Βασιλεία".



Κανείς δεν πρέπει να οδύρεται για τα αμαρτήματα που διέπραξε, γιατί "συγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε".



Κανείς δεν πρέπει να φοβάται τον θάνατο, γιατί "ηλευθέρωσε ημάς ο του Σωτήρος θάνατος".



Αυτό το "μηδείς" (κανείς) είναι το απόλυτο, που δημιουργεί η Ανάσταση του Χριστού. Όσο κλεινόμαστε στο σχετικό και δεν εισερχόμαστε μέσα στην απολυτότητα του "μηδείς", τόσο και θρηνούμε, οδυρόμαστε και φοβόμαστε.



Οκτώβριος 1994





(Από το βιβλίο: «Οι Δεσποτικές Εορτές»)

http://www.alopsis.gr/alopsis/anastas4.htm
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

8
Λόγος εις την Αγίαν του Χριστού Ανάστασιν, Αγίου Επιφανίου Κύπρου 

Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ὁ τριήμερος ἀνέτειλε σήμερα κι᾽ ὁλόκληρη ἐφώτισε τήν πλάση. Ὁ τριήμερος καί προαιώνιος Χριστός, τό τσαμπί τοῦ σταφυλιοῦ, βλάστησε καί τόν κόσμο πλημμύρισε ἀπό χαρά. Τήν ἀβασίλευτην αὐγή ἄς δοῦμε. Πρίν ἔρθη ἡ αὐγή, ἄς τή δοῦμε σήμερα καί ἀπ᾽ τή φωτοπλημμύρα ἄς γεμίσουμε ἀπό χαρά. Τίς πόρτες τοῦ Ἅδη ἀνοίγει ὁ Χριστός καί οἱ νεκροί σηκώθηκαν σά νά κοιμοῦνταν. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού ἀνασταίνει τούς πεσμένους καί ἀνάστησε μαζί Του τόν Ἀδάμ. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, Αὐτός πού ἀνασταίνει ὅλους καί ἐλευθέρωσε τήν Εὔα ἀπ᾽ τήν κατάρα. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού Αὐτός μόνος ἀνασταίνει καί χαροποίησε τόν ἀκατάστατο πρῶτα κόσμο, σέ ὅλα τό ρυθμό καί τήν τάξη ἐγκαθιστῶντας. Σηκώθηκε ὁ Κύριος, ὅπως αὐτός πού κοιμᾶται, καί τούς ἐχθρούς Του ὅλους τούς χτύπησε καί τούς ντρόπιασε. Ἀναστήθηκε κι᾽ εἶναι ἡ χαρά τό δῶρο Του σ᾽ ὅλη τήν χτίση. Ἀναστήθηκε κι᾽ ἄνοιξε τοῦ Ἅδη ἡ φυλακή. Ἀναστήθηκε καί τή φθορά τῆς φύσης σέ ἀφθαρσία τή μετάλλαξε. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, κι᾽ ἀποκατάστησε τόν Ἀδάμ στήν παλιά δόξα τῆς ἀθανασίας.Ἡ νέα χτίση, πού φέρνει ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασή Του ἀνανεώνεται. Μέ τή νέα ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἄς στολισθοῦμε· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ καινούργιος οὐρανός γίνεται σήμερα, ἕνας οὐρανός πιό λαμπρός ἀπό τόν οὐρανό πού ἀντικρύζομε. Γιατί δέν περιμένει τόν ἥλιο πού κάθε μέρα βασιλεύει, ἀλλά τόν Ἥλιο πού ὑψωμένο στό Σταυρό τόν ντράπηκε τοῦτος ὁ δοῦλος ἥλιος καί χάθηκε. Ἔχει τόν ἥλιο, πού γι᾽ αὐτόν εἶπε ὁ προφήτης· θ᾽ ἀνατείλῃ γιά τούς φοβισμένους τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Ἰησοῦ, Ἥλιο πού τήν Ἐκκλησία καταυγάζει φωτεινός καί αἰώνιος. Γι᾽ αὐτόν λέει ἡ Γραφή· Ἥλιος βγῆκε στή γῆ καί Λωτός φύτρωσε, γιά νά ὑποτυπώσῃ τό νόμο, μπῆκε στή Σιγώρ, πού σημαίνει μικρότητα. Αὐτός ὁ Ἥλιος κάνει σοφούς τούς ἀσόφους καί αὐτός ὁ Ἥλιος στήν ἀκλόνητη πέτρα μαζί μέ τήν πίστι μας ἔχει ρίξει θεμέλιο. Γι᾽ αὐτόν τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τό Χριστό, ἔχει γίνει οὐρανός ἡ Ἐκκλησία καί δέν ἔχει φεγγάρι πού μεγαλώνει καί μικραίνει παρά τή χάρη πού λάμπει πάντα. Δέν ἀνατέλλει κάποια ἀστέρια πλανητικά ἀλλά ἀστέρια νεοφώτιστα μέσα ἀπό τήν κολυμβήθρα. Δέ βγάζει σύννεφα πού προκαλοῦν τή βροχή· ἔχει ἡ Ἐκκλησία θεολόγους δασκάλους. Δέν κρέμεται πάνω σέ θολά νερά, ἀλλά ἔχει θεμελιωθῆ πάνω στά ἱερά δόγματα. Δέν φέρνει χειμωνιάτικη βροχή καί συγκινεῖ τούς ἀνθρώπους ὄχι μέ κρωγμούς ἀγριοπουλιῶν ἀλλά μέ τίς ὁμιλίες τῶν δασκάλων.Αὐτή εἶναι ἡμέρα, πού βγῆκε ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Κυρίου. Ἄς νιώσωμε τήν πνευματική της ἀναγαλλιὰ καί τή θεϊκή εὐφροσύνη της. Αὐτή εἶναι γιά μᾶς ἡ πιό γιορτινή ἀπ᾽ ὅλες τίς ἑορτές. Αὐτή εἶναι ἡ ἑορτή, γιά τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς προτρέπει καί μᾶς λέει: Ἑτοιμάσετε ἑορτή μέ πυκνόφυλλα, χαρούμενα κλαδιά ὥς τίς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου· αὐτή εἶναι ὅλου τοῦ κόσμου ἡ ἑορτή, πού τόν ἀνακαινίζει καί τόν σώζει. Αὐτή ἡ ἑορτή εἶναι ὅλων τῶν ἑορτῶν ἡ κορυφή καί ἡ ἀκρόπολη· αὐτή εἶναι ἡμέρα πού τήν εὐλόγησε ὁ Θεός καί τήν ἁγίασε, γιατί αὐτή τή μέρα σταμάτησε ἀπό ὅλα τά ἔργα Του, ὁλοκληρώνοντας τή σωτηρία τῶν ζωντανῶν μαζί καί τῶν νεκρῶν. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τῶν μολυσμένων εἰδωλολατρῶν τίς τελετές καί τούς χορούς. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τή δύναμη ὅλων τῶν ἀνηθίκων. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τήν κνίσσα καί τίς θυσίες τῶν εἰδωλικῶν αἱμάτων· αὐτή τή μέρα σταμάτησε τή δύναμη τοῦ τυράννου καί τό κεντρί πού κέντρωνε τούς ἀνθρώπους. Σ᾽ αὐτή σταμάτησε τίς Ἰουδαϊκές θυσίες καί τίς πρωτομηνιές· σ᾽ αὐτή ἔβαλε καινούργιους νόμους καί κανόνες στή χτίση· σ᾽ αὐτή σταμάτησε τό Πάσχα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί τῶν Ἰουδαίων· σ᾽ αὐτήν ὁλοκλήρωσε κάθε τύπο, σκιά καί προφητεία.Κατά τό Πάσχα μας, τό Πάσχα τό ἀληθινό, θυσιάστηκε ὁ Χριστός καί ἰδού ἡ καινούργια χτίση τοῦ Χριστοῦ, ἡ καινούργια πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ καινούργιοι νόμοι, ὁ καινούργιος λαός τοῦ Θεοῦ. Καινούργιος, ὄχι παλιός Ἰσραήλ καί νέο Πάσχα, νέα καί πνευματική περιτομή· νέα καί ἀναίμακτη θυσία· νέα καί θεϊκή διαθήκη. Σήμερα ἀνανεωθῆτε καί ἴσιο φρόνημα, νέο ἐγκαταστῆστε στίς καρδιές σας καί γιά νά δεχθῆτε τῆς νέας κι ἀληθινῆς ἑορτῆς τά μυστικά καί νά δοκιμάσετε σήμερα τρυφήν οὐράνια, πραγματική καί νά φύγετε φωτισμένοι στά μυστικά τοῦ νέου Πάσχα καί πού δέν παλιώνουν, καί πῆραν τή θέση τῶν ἀντίστοιχων μυστικῶν τοῦ παλιοῦ, γιά νά ἀντιληφθῆτε πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση καί ἡ διαφορά τῶν δικῶν μας ἀπό τά Ἰουδαϊκά καί ποιά σύγκριση μπορεῖ νά σταθῆ τῶν ἄδειων τύπων μέ τήν ἀλήθεια. Ἄς ἀρχίσουμε τό λόγο γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐμφάνισή Του ἀπ᾽ αὐτό τό σημεῖο.Ἔστειλε κάποτε ὁ Θεός ἀπό ψηλό βουνό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ τό νομοθέτη Μωυσῆ, γιά νά φέρη τόν τύπο τοῦ νόμου. Στάλθηκε κι ὁ νομοθέτης Κύριος, Θεός ἀπό Θεό, ὄρος ἀπό ὄρος τῆς οὐράνιας ὀροσειρᾶς γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ μας, πού εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀλλά ὁ Μωυσῆς ἔδωσε ἐλευθερία ἀπό τόν Φαραώ καί τούς Αἰγυπτίους, ἐνῶ ὁ Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό διάβολο καί τούς δαίμονες. Ὁ Μωυσῆς ἐσκότωσε κι ἔθαψε στήν ἄμμο ἐκεῖνον πού ἐνίκησε τόν Ἰουδαῖο. Ἔδωσε κι ὁ Χριστός τόν θάνατο στό διάβολο, στήν ἄβυσσο ἐξαποστέλλοντάς τον. Συμφιλίωσε ὁ Μωυσῆς τούς δύο ἀδελφούς του πού φιλονικοῦσαν· συμφιλίωσε κι ὁ Χριστός τούς δύο λαούς Του, ἑνώνοντας τά οὐράνια μέ τά γήϊνα. Ἐκεῖ ἡ κόρη τοῦ Φαραώ ἦρθε νά λουστῆ καί βρῆκε τό Μωυσῆ καί ἡ Ἐκκλησία, κόρη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Βάπτισμα παίρνει τό Χριστό, ὄχι τριῶν μηνῶν ἀπό τό κοφίνι, ὅπως τό Μωυσῆ, ἀλλά τριῶν ἡμερῶν ἀπό τόν τάφο ἀντί τοῦ Μωυσῆ. Ἐκεῖ τυπικά καί σέ νυχτερινό σκοτάδι ἔκαμε ὁ Ἰσραήλ τό Πάσχα του, ἐδῶ φωτεινά καί μέσα στήν ἡμέρα τό Πάσχα ἑορτάζομε. Ἐκεῖ στῆς ἡμέρας τό βράδιασμα· ἐδῶ στό βράδιασμα τοῦ χρόνου καί τῶν καιρῶν. Ἐκεῖ τά πορτόφυλλα σημαδεύτηκαν μέ τό αἷμα· ἐδῶ τῶν πιστῶν οἱ καρδιές σφραγίζονται μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἦταν θυσία νυχτερινή καί σέ ὥρα νύχτας ἔγινε τῆς Ἐρυθρᾶς τό πέρασμα· ἐδῶ εἶναι σωτηρία καί φωτερή ἡ Ἐρυθρά θάλασσα τοῦ Βαπτίσματος καί μέ τή φωτιά τοῦ Πνεύματος φωτίζει, ἐδῶ ἀληθινά Πνεῦμα Θεοῦ πνέει καί φανερώνεται πάνω στό ἴδιο νερό καί συντρίβει τήν κεφαλή τοῦ δράκοντα ἄρχοντα τῶν δρακόντων, τῶν δαιμονικῶν λαῶν τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς σώζει τούς Ἰσραηλῖτες μέ νυχτερινό βάπτισμα· ἐκεῖ τό σύννεφο γίνεται σκέπη τοῦ λαοῦ· στό λαό τοῦ Χριστοῦ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου ρίχνει τόν εὐεργετικό ἴσκιο της. Ἐκεῖ γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ χόρεψε ἡ Μαρία, τοῦ Μωυσῆ ἡ ἀδελφή: ἐδῶ πού γίνεται ἡ σωτηρία τῶν Ἐθνικῶν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στό σύνολό της γιορτάζει. Ἐκεῖ στήν πέτρα τή φυσική καταφεύγει ὁ Μωυσῆς· ἐδῶ στήν πέτρα τῆς πίστεως καταφεύγει ὁ λαός. Ἐκεῖ οἱ πλάκες τοῦ νόμου συντρίβονται καί μηνᾶνε συνάμα τό πέρασμα τοῦ νόμου καί τό πάλιωμα, ἐδῶ ἀρράγιστοι οἱ θεϊκοί νόμοι σώζονται. Ἐκεῖ τό μοσχάρι καιγόταν στή φωτιά γιά τιμωρία τοῦ λαοῦ· ἐδῶ θυσιάζεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ γιά τοῦ λαοῦ τή σωτηρία. Ἐκεῖ μέ τό ραβδί ἡ πέτρα δέχεται κτύπημα· ἐδῶ ἡ Πέτρα, ὁ Χριστός δέχεται τρύπημα στήν πλευρά. Ἐκεῖ βγαίνει ἀπ᾽ τήν πέτρα νερό· ἐδῶ Αἷμα καί νερό πηγάζει ἀπ᾽ τή ζωοποιό πλευρά. Ἐκεῖνοι δέχτηκαν ἀπ᾽ τόν οὐρανό τό κρέας τῶν ὀρτυκιῶν· ἐμεῖς ἀπ᾽ τά ὕψη δεχόμαστε τό περιστέρι τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνοι ἐφήμερο μάννα ἔφαγαν καί πέθαναν· ἐμεῖς τόν Ἄρτο τρῶμε γιά νά ζοῦμε στόν αἰῶνα.Μά ἐκεῖνα, παλιά πράγματα καί ἴσκιοι ψεύτικοι πάλιωσαν καί τελείωσαν· τοῦ δικοῦ μας λαοῦ ἡ πίστη αὐξάνει καί θάλλει καί μένει παντοτεινά. Αὐτή εἶναι ἡ προτύπωση τοῦ δικοῦ μας Πάσχα· τό σκιερό πέρασμα τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Ἔτσι πρέπει νά κοιτάξης τήν ἑορτή καί ἔτσι νά ἐξετάσης τά ὅσα ὁ Μωυσῆς καί οἱ Προφῆτες λένε γιά τήν ἡμέρα καί ἡ Ἀνάσταση θά σέ πείση, γιατί ὅλους τούς ἔχει ἡ ἀπιστία τυλίξει. Εἶναι πολλοί οἱ τύποι τῆς ἑορτῆς καί ἀπερίγραπτοι γιά τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς καί τή συνέχιση τῆς ζωῆς. Μάρτυράς της, πού ἀξίζει νά τόν πιστέψης, εἶναι ἡ σφαγή τοῦ Ἰσαάκ· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν ἔρριξαν τ᾽ ἀδέλφια του καί ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀθάνατος· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἱερεμία, ὅπου μιά φορά ἀπό τή φθορά καί τό βόρβορο βγῆκε. Τοῦ Χριστοῦ τήν Ἀνάσταση ὑποτυπώνει τό κῆτος τοῦ Ἰωνᾶ, ἀπό ὅπου βγῆκε σέ τρεῖς μέρες. Ἔχεις στή διάθεσή σου κι ἄλλο σημάδι γιά τό δεσμωτήριο τοῦ Ἅδη, τό δεσμωτήριο τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν κατασφάλισε ἡ παράνομη συναγωγή κι ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀπείρακτος ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια, ὅπως βγῆκε ὁ Χριστός σέ τρεῖς μέρες ἀπό τούς νεκρούς. Μαζί μ᾽ αὐτούς κι ὁ Δανιήλ μέ τό λάκκο τῶν λεόντων προτυπώνει τόν τάφο τοῦ Σωτήρα, ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ὁ Ἰησοῦς καί σώθηκε ἀπό τόν Ἅδη καί τό θάνατο, ὅπως ἀπό λεοντάρια. Μέ αὐτά νά ἐλέγξης τούς Ἰουδαίους καί νά τούς ἐπιτιμήσης. Ἔτσι ν᾽ ἀπολογηθῆς γιά τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά τά ὅπλα σύμμαχος σοῦ χαρίζει ο λόγος· αὐτά τά μυστήρια σοῦ διδάσκει ἡ ἑορτή.Καί ἔπειτα τί ἄλλο ἐκτός ἀπό αὐτά; Ἐμεῖς γιορτάζομε μόνο ἤ θά φροντίσωμε καί γιά τόν ἀδελφό μας; Ἐμεῖς θά πανηγυρίσωμε ἤ θά μιλήσωμε καί γιά τούς ἄλλους; Εἶναι ἀνάγκη μέσα στή δική μας ἑορτή ν᾽ ἀκουσθῆ ἕνας θεάρεστος καί καλόδεκτος, κοινός στεναγμός τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Θεό κι ἄς θυμηθοῦμε τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκες, τούς δικούς μας πού βασανίζονται ἀπό τίς στερήσεις στίς ἐρημιές.Ἄς μποῦμε στά δεσμά τῶν δεσμωτῶν, ἄς ἀναδεχτοῦμε τόν πόνον ὅσων πονοῦν· γιατί ἄν ὑποφέρη ἕνα μέλος, ὑποφέρουν μαζί ὅλα τά μέλη. Ἄς συμμεριστοῦμε λοιπόν τό πάθος τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν ἴδιων τῶν μελῶν μας· ἄλλοι μέ χρήματα, ἄλλοι μέ λόγους, ἄλλοι μέ εὐεργεσίες, ὅλοι μέ τήν ἱκεσία μας γι᾽ αὐτούς στό Θεό. Ἄς γίνωμε πρεσβευταί, παρακαλῶ, ὅλοι ἀπό κοινοῦ σήμερα πρός τό Θεό, γιατί κοινή εἶναι ἡ αἰχαμαλωσία μας. Κοινή παρακαλῶ ἄς εἶναι ἡ δέησή μας, ἀφοῦ κοινή εἶναι καί ἡ τιμωρία. Ἄς ἀκούσωμε αὐτόν πού λέει: προσευχηθῆτε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά σωθῆτε. Ἄς ἀκούσωμε τό Χριστό πού λέει· ἄν δύο ἤ τρεῖς συμφωνήσουν στήν προσευχή, κάθε αἴτημα πού θά ζητήσουν, θά τούς δοθῆ. Μεγάλο ὅπλο, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας· μεγάλο τεῖχος ἀδελφοί, ἡ σύμφωνη προσευχή ὅλων πρός τόν Θεό καί μάλιστα τοῦ λαοῦ πού στήν αἰχμαλωσία του ἔμεινε πιστός. Κανείς ἄς μήν τολμήση νά πῆ ὅτι ὁ Θεός δέν ἀκούει τούς ἁμαρτωλούς. Περισσότερο δέχεται τή δέηση τῶν ταπεινῶν καί μάλιστα ἐκείνων πού καταπονοῦνται γιά τό ὄνομά Του, πού μαστιγώνονται, πού φυλακίζονται, πού θλίβονται, πού τούς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί τους κι ὅμως δέν ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπ᾽ αὐτούς ὑπάρχουν πολλοί καί πολλές μέσα στίς τάξεις μας κι ἔγιναν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογηταί, καί πού Ἐκεῖνος ἀμέσως τούς ἀκούει. Μεγάλο ὅπλο, ἀγαπητοί, ἡ εὐχή ἐκείνων· ὅλους αὐτούς τούς λογαριάζει ὁ Χριστός γιά τούς κινδύνους πού καθημερινά διατρέχουν.Γι᾽ αὐτό καί θαρραλέοι ἐμεῖς ἀπό τίς προσευχές τους καί βλέποντας τό θάρρος πού ἔχουν μπροστά στό Θεό αὐτοί, ἀπό κοινοῦ, μ᾽ ἐπιμονή ἄς προσευχηθοῦμε γιά τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σέ ἀνάγκες. Γιατί πολλές φορές ἡ βασιλική φιλανθρωπία κατά τίς ἑορτές σέ πολλούς καταδίκους χαρίζει τήν ἄφεση καί τήν ἀπελευθέρωση. Μεγάλη, τό ξαναλέω, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἡ πίστη πού δέν χάνεται κατά τήν αἰχμαλωσία. Γιατί κι ὁ βασιλιάς πολλές φορές λογαριάζει τήν παράκληση τοῦ λαοῦ καί χαρίζει τούς καταδίκους στόν ὄχλο πού παρακαλεῖ. Γι᾽ αὐτό παρακαλοῦμε τήν ἀγάπη ὅλων σας μ᾽ ἐπιμονή νά θυμᾶστε (στίς προσευχές σας) τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκη· ἀκόμα καί ἐκείνη τήν ὥρα τήν φρικτή, πού τόν ἀτίμητο μαργαρίτη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ θά δεχτοῦμε στά χέρια μας.Ἔτσι μ᾽ ἐπιμονή γιά τούς ἀδελφούς μας ἄς προσευχηθοῦμε καί ἄς ποῦμε στό Χριστό: «Σύ ὁ μόνος καί τότε καί τώρα ἀγαθός Θεός καί φιλάνθρωπος κυρίαρχος, πού μέ τό Πάσχα τούς Ἰσραηλῖτες ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου ἔσωσες καί μέ τό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ τούς χάρισες τήν ἐλευθερία, Σύ καί τήν ὥρα τούτη μέ τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τό ἀκριβό Σου Αἷμα δώρησε στόν κόσμο Σου ἐλευθερία ἀπό τήν πικρή σκλαβιά. Σύ πού δέχτηκες τά κλάματα τῆς ἁμαρτωλῆς πόρνης, δέξου σήμερα καί τῆς Ἐκκλησίας Σου τό στεναγμό τῆς αἰχμαλωσίας της. Σύ πού δέχτηκες τοῦ πιστοῦ ληστῆ τήν παράκληση, δέξου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου τήν δέηση. Σύ πού δέχτηκες τή μετάνοια καί τούς στεναγμούς τοῦ Πέτρου, δέξου καί μᾶς τῶν φτωχῶν τό κλάμα, Σύ πού δέν ἔστρεψες τό πρόσωπο στά δάκρυα τῆς Χαναναίας, δέξου καί τή μικρή Ἐκκλησία νά πρεσβεύη γιά μεγάλη αἰχμαλωσία καί κραυγάζοντας σέ Σένα τό Θεό σήμερα νά λέη· Θεέ μου, πού σέ τρεῖς μέρες ἀναστήθηκες ἀπό τούς νεκρούς, σήκωσε τόν πεσμένο ἀπ᾽ τῶν ἐχθρῶν τά χτυπήματα πιστό λαό Σου. Σύ πού τόν Ἀδάμ ἀπ᾽ τούς νεκρούς ἀνάστησες, τόνωσε τό φρόνημα τῶν Χριστιανῶν, Σύ ὁ τότε καί τώρα Θεός, πού πῆρες τή μορφή τοῦ δούλου Σου, λύτρωσε ἀπ᾽ τούς ἄλλους τόν ταπεινό λαό Σου. Σύ πού ἔκρινες ἄξιο νά γίνης παιδί γιά μᾶς, σῶσε ἀπό τό μαχαίρι τό πλῆθος τῶν παιδιῶν μας.Σύ ὁ τότε Θεός, πού ξενιτεύθηκες μέ τή μητέρα Σου στήν Αἴγυπτο, φέρε πίσω ἀπό τήν ξενιτειά τίς μάννες καί τά παιδιά τους. Σύ πού θεληματικά πουλήθηκες γιά τήν σωτηρία τῶν πολλῶν σταμάτησε τήν ἀγοραπωλησία τοῦ λαοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν. Σύ πού δέχτηκες στήν πλάτη γιά μᾶς τό μαστίγωμα, τοῦ Πιλάτου τίς φοβέρες, Σύ πού κοπίασες γιά μᾶς μέ ὁδοιπορίες, παῦσε τά βάσανα τοῦ λαοῦ Σου καί τίς ταλαιπωρίες. Σύ πού φώναξες στό Σταυρό ‘Διψῶ’ δρόσισε ψυχές πού διψοῦν καί πεινοῦν φοβερά, Σύ πού μαζί μέ τούς ἀνόμους ἀπό ἀνόμους καταδικάστηκες σῶσε καί ἐμᾶς ἀπ᾽ τό συνέδριο τῶν ἀνόμων. Σύ πού γυμνώθηκες ἀπό τούς ἀνόμους σάν κακοῦργος, Σύ ὁ Ἴδιος Κύριε, πού φυλακίστηκες ἀπό τούς ἀνόμους ἐλευθέρωσε τούς ριγμένους στῆς φυλακῆς τά δεσμά. Σύ πού ἔδωσες παράκληση στή μητέρα Σου ἀπό τό θρῆνο καί τό κλᾶμα τοῦ Σταυροῦ, Σύ πού τότε κραύγασες στίς Μυροφόρες τό ΄Χαίρετε΄ Σύ φώναξε καί τώρα ‘Χαίρετε’ στίς Ἐκκλησίες Σου. Σύ πού καρφώθηκες μέ τά τίμια καρφιά στά πόδια καί τά χέρια, ἐλευθέρωσε χέρια καί πόδια λαῶν σιδηροδεμένων. Ναί, Κύριε, φιλάνθρωπε, πού εἶπες ‘περίλυπη εἶναι ἡ ψυχή μου ὡς τό θάνατο’, λύτρωσε τό λαό Σου ἀπό τή λύπη καί τό θάνατο. Σύ πού ἡ λόγχη τρύπησε τήν πλευρά Σου, σπάσε τή λόγχη τῶν ἐχθρῶν Σου μέ τό χέρι Σου τό δυνατό καί θυμήσου, Κύριε, ὅπως τόν πιστό ληστή καί τό λαό Σου. Σύ πού ἔχυσες τό ἄχραντο Αἷμα Σου γιά μᾶς, σταμάτησε τό ἄφθονο χύσιμο τοῦ αἵματός μας. Σῶσε τό λαό Σου Δέσποτα, λυπήσου τούς κληρονόμους Σου. Σηκώσου, γιατί, Κύριε, ἔχεις παραδοθῆ στόν ὕπνο; Γιατί δείχνεις μακροθυμία στούς ἐχθρούς; Γιατί παίρνεις ἀπό μᾶς τό πρόσωπό Σου; Σηκώσου, μή μᾶς κρατᾶς σ᾽ ἀπόσταση ὡς τό τέλος· μή μᾶς παραβλέπης ὁλότελα. Θυμήσου τό Σταυρό Σου, θυμήσου τό λαό Σου, θυμήσου τήν εὐσπλαγχνία Σου. Σύ, Κύριε, πού βάσταξες γιά χάρι μας σαράντα ἡμέρες τόν πειρασμό, θυμήσου τούς λαούς Σου πού πειράζονται στήν ἀπάτη καί ξηρή ἐρημία. Αὐτούς θυμήσου μαζί μέ μᾶς, Κύριε, καί πρίν ἀπό μᾶς, φιλάνθρωπε. Σ᾽ αὐτούς δῶσε πρίν ἀπό μᾶς τή βοήθειά Σου· ἐκείνους τέλος νά ἐπισκεφθῆς. Ἐκείνους τούς πιό ἀξιολύπητους ἀπ᾽ ὅλους, πού εἶναι ἀπ᾽ ὅλους πιό ταπεινοί πάνω στῆ γῆ· ἐκείνους πού στήν ἔρημο ξεχάστηκαν ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους· πού ἀπό τό χέρι Σου διώχτηκαν μακρυά πρίν ἀπό τό θάνατό τους. Αὐτούς πού βαριά τούς παίδεψε ὁ θυμός Σου κι ἡ ὀργή Σου τούς ἤλεγξε· ἐκεῖνοι πού σάν νεκροί ἀπό τούς ἀνθρώπους λησμονήθηκαν, πού καταδικάστηκαν καί ζοῦν μέ τ᾽ ἄγρια θηρία. Αὐτοί πού τή στένεψή τους κανείς δέν παρατηρεῖ παρά μόνο τ᾽ ἀκοίμητό Σου μάτι· πού τήν ἀνάγκη τους, Σύ, Κύριε, γνωρίζεις καί κανείς ἄλλος δέν ἄκουσε, ἀφοῦ χωρισμένοι ἀπό τούς δικούς τους, μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπους, ζοῦνε ἔχοντας ξεχάσει τίς ἐκκλησίες καί μή ξαίροντας τίς μέρες τῶν ἑορτῶν.Λίγη καλοσύνη σ᾽ αὐτούς δεῖξε, Κύριε· δέ γυρεύω πολλή. Ἔλα σ᾽ ἐκείνους, Θεέ μου, πού τούς ἐπαίδεψες· ἔλα στά ἄλλοτε παιδιά Σου, γιατί κι αὐτοί κάποτε ἦσαν κοντά Σου, ἦσαν κι αὐτοί Χριστιανοί, κι αὐτοί κοπάδια Σου κι αὐτοί μέλη τοῦ Σώματός Σου κι αὐτοί κοινωνοῦσαν τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τώρα κοινωνοῦν τό Σῶμα ἀλόγων ζώων. Γι᾽ αὐτό, Κύριε, ρίξε σ᾽ αὐτούς τό βλέμμα Σου γεμᾶτο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία. Κοίταξε αὐτῶν τῶν ἀθλίων τή στένεψη καί δεῖξε τους τή σωτηρία· κοίταξε τή βαθειά ἐρημιά τους καί κάμε τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν καί δίκαια τούς παίδεψες, σῶσε τους ὅμως. Ἄν καί τούς παρέδωσες στόν ἐχθρό ἄξια, ὅμως μάζεψέ τους. Τούς ἐχτύπησες, παρηγόρησέ τους· τούς παρέδωσες, λύτρωσέ τους. Ἄν πολλές φορές ἁμαρτήσαμε, ὅμως ξαναθυμήσου μας πάλι, καί πάλι σκῦψε στή δέησή μας καί πιό πολύ ἄκουσε ὅσους βρίσκονται στίς ἐρημιές, στά σπήλαια καί τά βαθουλώματα τῆς γῆς, σ᾽ ἀπάτητους τόπους, ἀδελφούς μας χριστιανούς καί λαό δικό Σου. Γιατί ἄν ἐμεῖς εἴμαστε στίς Ἐκκλησίες μαζί μέ τούς πιστούς, ἐκεῖνοι ζοῦν στήν ἐρημιά μαζί μέ τούς ἐχθρούς· ἄν ἐμεῖς χαιρώμαστε τίς ἑορτές, ἐκεῖνοι βρίσκονται σέ μέγα σκότος. Ὑπέρμετρη εἶναι ἡ δυστυχία τους, μεγάλος ὁ φόβος τους, τό τραῦμα τους φοβερό, πικρή ἡ συμφορά τους, ἀνεκδιήγητη ἡ καταστροφή τους, μεγάλο τό ἀγκάθι, πολλή ἡ τραγωδία τους, Κύριε.Μή μᾶς ἀφήσης γιά πάντα ἔξω, ἀλλά μαζί μέ τήν παιδεία δεῖξε μας καί τή φιλανθρωπία Σου, γιά νά μή μείνη ἡ τελευταία καύχηση στούς Ἰουδαίους, γιά νά μήν ποῦν γιά μᾶς οἱ εἰδωλολάτρες: ποῦ εἶναι ὁ Θεός τους, δέν εἶναι ὁ Χριστός τους, δέν εἶναι ὁ Σταυρός τους; Ποῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα τους; Ποῦ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν; Γιά νά μήν τά ποῦνε αὐτά, γρήγορα ἄς δοῦν τά ἐλέη Σου σ᾽ ἐμᾶς. Ἄς μᾶς προφτάση γρήγορα ἡ εὐσπλαγχνία Σου Κύριε, Κύριε, γιατί εἴμαστε πολύ φτωχοί, γιατί εἴμαστε πολύ ταπεινοί, γιατί λιγοστέψαμε πολύ. Ἄς φτάση λοιπόν ὡς Ἐσένα ὁ στεναγμός τῶν δεομένων· θά Σέ μαλακώσουν τά δάκρυα τῶν ἄκακων νηπίων, πού τά κατασφάζουν, θά Σέ συγκινήση ὁ θρῆνος τῶν μητέρων πού χάνουν τά παιδιά τους.Εἶναι παρακλήσεις τά ὅσα λέμε, Κύριε, κι ὄχι ἀντιλογίες. Σέ παρακαλοῦμε, δέν ἀντιδικοῦμε μέ Σένα. Παρακαλοῦμε, γιατί οἱ ἄνομοι μᾶς βρίζουν καί οἱ Ἕλληνες μᾶς καταπονοῦν. Δέ φιλονικοῦμε, ἐξομολογούμαστε, κλαῖμε γιατί καί οἱ ἄλλοι εἶναι σέ κίνδυνο. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά εἴμαστε καί Χριστιανοί. Εἴμαστε τιποτένιοι ἀλλά ὁπαδοί τῆς δικῆς Σου πίστεως. Δέν ἀξίζομε τή φιλανθρωπία Σου ἀλλά εἴμαστε πρόβατα τῆς Ἐκκλησίας Σου στήν ἴδια μάντρα μαζεμένοι. Αὐτήν τήν ἱκεσία σέ Σένα οἱ φτωχοί γιά τόν ἀμέτρητο λαό τῆς αἰχμαλωσίας προσφέρομε στήν τριήμερη Ἀνάστασή Σου, κλῆρος καί λαός, νέοι καί νέες, γέροντες μέ νεώτερους, τά παιδιά μέ τίς μητέρες τους, κάθε ψυχή ὅσων πιστεύουν σέ Σένα. Αὐτούς ὅλους λύτρωσέ τους ἀπό τή φοβέρα πού σιμώνει, καί κάνε τους, ἄξιους τῆς Βασιλείας Σου μέ τή Χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ καί κυριάρχου Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τό Πανάγιο καί ζωοποιό Του Πνεῦμα. Τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, Ἀμήν.» Πηγή: http://www.agiazoni.gr
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διδασκαλιες αγιων και αποστάγματα πατερικης σοφιας”

cron