Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

10
phpBB [video]




ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΓΙΑΧΒΕ



Σεβασμιώτατοι Πατέρες, Συλλειτουργοί Ἱερεῖς,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές, Ἐλλογιμώτατοι Καθηγητές
καί ἐκλεκτέ λαέ τοῦ Θεοῦ,


Εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή νά ὁμιλήσει καί ἡ ταπεινότητά μου στήν Ἡμερίδα αὐτή, τήν ὁποία διοργάνωσε ἡ ἀγωνία Πατέρων Ἱεραρχῶν, Ἱερέων καί Μοναχῶν καί Θεολόγων Καθηγητῶν γιά τόν στηριγμό τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τό θέμα μου εἶναι «Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν γιά τήν καθαρότητα τῆς πίστης στόν Γιαχβέ». Τό θέμα αὐτό εἶναι πολύ σοβαρό, εἶναι ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη, καί, ὅπως τό ἐννοοῦμε, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξαντληθεῖ στά στενά καί περιορισμένα ὅρια μιᾶς 20 λέπτου ὁμιλίας, ὅπως καθορίζει τό πρόγραμμα γιά τούς ὁμιλητές. Ὀλίγα μόνο γενικά θά πῶ γιά τό θέμα καί παρακαλῶ νά τά δεχθεῖτε.

1. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστόν, ὁ Μωυσῆς, στήν θεοφάνειά του ἐκείνη στό ὄρος Σινᾶ, ἔλαβε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖον καί παρέδωσε στούς ᾽Ισραηλῖτες. Αὐτή τήν «Μωσαϊκή θρησκεία», ἄς τήν ποῦμε ἔτσι, τήν κράτησαν οἱ Ἰσραηλῖτες κατά τήν πορεία τους στήν ἔρημο καθαρή, ἀλλά ὅταν εἰσῆλθαν στήν Χαναάν, βρῆκαν τόν ἀνθηρό πολιτισμό τῶν Χαναναίων μέ τήν πολυθεϊστική τους θρησκεία. Ἡ Χαναανιτική αὐτή θρησκεία εἶχε τοπικούς θεούς, ἀλλά ἐλάτρευε καί πλῆθος ἄλλων Βαβυλωνιακῶν καί Αἰγυπτιακῶν θεῶν. Ἐπειδή κύριος θεός τῶν Χαναναίων ἦταν ὁ Βάαλ καί ἡ Ἀστάρτη, θεοί τῆς βλαστήσεως, γι᾽ αὐτό ἡ λατρεία τῶν Χαναναίων ἦταν ὀργιαστική. Οἱ Ἰσραηλῖτες λοιπόν τώρα, ἐγκατασταθέντες στήν Χαναάν, ὅπως παρέλαβαν ἀπό τούς Χαναναίους τόν πολιτισμό τους, ἔτσι παρέλαβαν ἀπ᾽ αὐτούς καί στοιχεῖα ἀπό τήν θρησκεία τους καί τήν λατρεία τους. Στήν ἀρχή μέν ἡ ἐπίδραση αὐτή ἦταν ἐξωτερική. Οἱ Ἰσραηλῖτες, δηλαδή, τελοῦντες τήν λατρεία τους, ἐμιμοῦντο τόν τρόπο λατρείας τῶν Χαναναίων, χρησιμοποιοῦντες καί αὐτοί ξυλόγλυπτες παραστάσεις τοῦ Θεοῦ καί ἐτέλουν αὐτήν σέ ὑψώματα, σέ λόφους καί ὄρη, ὅπως τό ἔκαναν οἱ Χαναναῖοι (βλ. Κριτ. 8,2. 9,6. 17,1 ἑξ. 18,30 κ.λπ. Α´ Βασ. 9,12 ἑξ.). Ἀργότερα ὅμως ὁ κίνδυνος γιά τήν θρησκεία ἔγινε σοβαρότερος, γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες δέν εἶχαν μόνο ἐξωτερική ἐπίδραση ἀπό τήν Χαναανιτική θρησκεία, ἀλλά καί ἐσωτερική. Ἀνέμειξαν, δηλαδή, καί τόν Θεό τους Γιαχβέ μέ τούς θεούς τῶν Χαναναίων.


Ἔτσι στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ δημιουργήθηκε μιά ἄλλου εἴδους θρησκεία πού εἶχε μέν κατά βάσιν μωσαϊκά στοιχεῖα, ἀνάμεικτα ὅμως μέ στοιχεῖα καί ἄλλων θρησκειῶν, καί ἄλλων θεῶν καί θεοτήτων, αὐτῶν πού ἐλατρεύοντο σήν Χαναάν. Συγκρητισμός! Οἰκουμενισμός! Τόν τύπον αὐτόν τῆς θρησκείας οἱ εἰδικοί τόν ὀνομάζουν «λαϊκή θρησκεία». Παράλληλα λοιπόν πρός τήν καθαρή Μωσαϊκή θρησκεία ἔχουμε καί τήν δημιουργηθεῖσα στόν λαό «λαϊκή θρησκεία», δηλαδή τήν Μωσαϊκή θρησκεία νοθευμένη μέ ξένα θρησκεύματα.


2. Ὅπως τό καταλαβαίνουμε, γι᾽ αὐτήν τήν δημιουργηθεῖσα κατάσταση προῆλθε ἀντίδραση. Ἠ ἀντίδραση αὐτή ἦταν ἀπό κύκλους καί ὁμάδες ὀπαδῶν τῆς καθαρᾶς Μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἐδῶ ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν προφητῶν. Οἱ προφῆτες ἐμφανίζονται ρητά κατά τήν ἐποχή τοῦ Σαμουήλ (11ος αἰών). Τήν ἐποχή αὐτή οἱ προφῆτες μᾶς ἐμφανίζονται καθ᾽ ὁμάδες. Ἀλλά, ἄν τήν ἐποχή τοῦ Σαμουήλ οἱ προφῆτες μᾶς παρουσιάζονται ὁμαδικά, θά πρέπει τήν ἐμφάνιση ἀπομεμονωμένων προφητῶν νά τήν ἀποδώσουμε πολύ ἀρχαιότερα, ὥστε νά ὑπάρξει χρόνος κατά τόν ὁποῖον οἱ μεμονωμένοι προφῆτες συνενώθησαν καί συνεκρότησαν ὁμάδες. Ἕνας μικρός κύκλος γνησίων ὀπαδῶν τῆς Μωσαϊκῆς θρησκείας μᾶς παρουσιάζεται γύρω ἀπό τήν Δεββώρα, ἡ ὁποία καλεῖται ρητῶς «προφῆτις» (Κριτ. 4,4) καί δρᾶ ἐν ὀνόματι τοῦ Γιαχβέ! Πολύ ὅμως σπουδαιότερος εἶναι ὁ κύκλος τῶν ἱερέων στό προσκύνημα στή Σηλώ. Τά χρόνια γιά τά ὁποῖα μιλᾶμε τό ἱερό τῆς Σηλώ ἀποτελεῖ τό κέντρον, γύρω ἀπό τό ὁποῖον συσπειροῦνται οἱ συν­εχιστές τῆς Μωσαϊκῆς παραδόσεως ἱερεῖς καί προφῆτες. Καί ἀπό τόν κύκλο αὐτόν προῆλθε ὁ μεγάλος κριτής καί προφήτης Σαμουήλ.


Ὁ Σαμουήλ διέγνωσε ὅτι ὅλος ὁ Ἰσραήλ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν καθαρή Μωσαϊκή θρησκεία καί γι᾽ αὐτό γίνεται ἱεραπόστολος καί αὐλακώνει ὅλη τήν χώρα, ἀπό τήν Μασσηφάθ στήν Βαιθήλ καί ἀπό αὐτήν στήν Γιλγάλ καί ἀπό τήν Γιλγάλ στήν Ραμά καί πάλι στήν Μασσηφάθ (Α´ Βασ. 7,6. 7,16), κηρύττοντας τήν ἐπιστροφή στήν πατρώα θρησκεία. Τά χρόνια ὅμως παρέρχονται, ὁ Σαμουήλ γηράσκει καί βλέπει ὅτι τό πνεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ εἶναι μεγάλο, γι᾽ αὐτό, ἀπό τήν ἀγωνία του γιά τήν πίστη τοῦ λαοῦ, προβαίνει σέ μία σπουδαία καί σημαντική πράξη γιά τό Ἰσραήλ, τήν ἵδρυση τῆς βασιλείας σ᾽ αὐτό. Ἡ ἵδρυση τοῦ θεσμοῦ τῆς βασιλείας δέν προῆλθε μόνο γιά τόν ἀγώνα κατά τῶν περιοίκων ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά ἀπό θρησκευτικούς λόγους. Ὁ Σαμουήλ σκέφθηκε ὅτι ἡ φυσική ἀντίθεση τοῦ νέου βασιλείου πρός τούς γειτονικούς λαούς θά συνέβαλε καί πρός τήν ἀντίθεση τῆς θρησκείας τοῦ βασιλείου αὐτοῦ πρός τήν θρησκεία τῶν ἄλλων λαῶν καί ἡ ἀντίθεση αὐτή θά συγκρατοῦσε τό ρεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ καί θά βοηθοῦσε πρός τήν ἐπάνοδο τῆς καθαρᾶς Μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἔτσι λοιπόν ὁ Σαμουήλ ἔχρισε τόν Σαούλ ὡς πρῶτον βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, φίλα προσκείμενον πρός τούς προφητικούς κύκλους. Ὡς πολιτικός ὅμως τώρα ὁ Σαούλ εἶδε ὅτι γιά νά σταθεῖ ὡς βασιλεύς δέν μπορεῖ νά ἔλθει σέ ἀντίθεση μέ τό θρησκευτικό κατασκεύασμα τοῦ λαοῦ, γι᾽ αὐτό καί φαίνεται νά συμπορεύεται μέ αὐτό. Δέν μποροῦσε ὅμως νά ἐναντιωθεῖ καί στόν ἰσχυρό Σαμουήλ, γι᾽ αὐτό καί κινεῖται μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν πόλων (βλ. ἀντιθέτους ἐνεργείας του εἰς Α´ Βασ. 14,35. 14,41. 13,12. 28,3. 9. 14,3. 18. 19,13. 29,9 ἑξ. 14,3. 18. 22,9 ἑξ.).

Ἔτσι δημιουργήθηκε ἕνας τρίτος τύπος θρησκείας, ἡ «θρησκεία τῶν ἐπισήμων», ἡ ὁποία κλίνει καί πρός τήν παραδοσιακή Μωσαϊκή θρησκεία, ἀλλά καί δέν ἐναντιοῦται πρός τήν «λαϊκή θρησκεία». Ὁ Σαούλ λοιπόν εἶδε τήν θρησκεία μέ πολιτικό φακό καί θέλησε νά τήν ὑποτάξει στήν πολιτική! Γι᾽ αὐτό καί τελικά ὁ Σαμουήλ ἀπεκήρυξε τόν Σαούλ καί προέβη σέ ἄλλη ἐκλογή, τοῦ Δαβίδ· ὁ Δαβίδ, προερχόμενος ἀπό ποιμενικούς κύκλους, ἦταν σαφῶς ὀπαδός τῆς Μωσαϊκῆς θρησκείας, γι᾽ αὐτό καί φαίνεται νά ἔχει στενή ἐπαφή καί συνεργασία μέ τούς προφῆτες Γάδ καί Νάθαν.


3. Γιά τό θέμα μας μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἐποχή τοῦ προφήτου Ἠλία (9ος αἰών). Τήν ἐποχή αὐτή ἡ «θρησκεία τῶν ἐπισήμων», ὅπως τήν ὀνόμασαν, ὄχι μόνον ἔχει κλίνει πρός τήν «λαϊκή θρησκεία», ἀλλά καί ἔχει ταυτιστεῖ πρός αὐτήν καί ἦλθε λοιπόν καί αὐτή ἄκρως ἀντιμέτωπη πρόςτήν Μωσαϊκή θρησκεία. Αὐτό συν­έβηκε γιατί τώρα προστέθηκε καί νέος λόγος πρός τόν συγκρητισμό, οἱ ἐπιγαμίες τῶν βασιλέων. Ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ κράτους Ἀχάβ νυμφεύθηκε τήν θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φοινίκων, τήν Ἰεζάβελ, καί ἵδρυσε ὑπέρ αὐτῆς ναό τοῦ Βάαλ τῆς Τύρου, μεγάλων διαστάσεων ναό, μαζί βέβαια μέ τό ἀναγκαῖο θυσιαστήριο (Δ´ Βασ. 10,19 ἑξ. 16,32). Ἀλλά καί ὁ πατέρας αὐτοῦ Ὀμρί, ἐπιδιώκοντας τήν φιλία μέ τούς Ἀραμαίους, ἐπέτρεψε στήν πρωτεύουσα Σαμάρεια τήν δημιουργία συνοικίας τῶν Σύρων, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν σ᾽ αὐτήν ἱερά ξένων θεῶν (Γ´ Βασ. 21,34). Καί τώρα ἔχουμε ἐδῶ τούς σκληρούς ἀγῶνες τοῦ προφήτου Ἠλία κατά τοῦ βασιλέως Ἀχάβ. Ὁ προφήτης συναντήθηκε μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ταράχθηκε μέ τήν παρουσία του καί τοῦ ἐπιτέθηκε ἀποκαλώντας τον «καταστροφέα τοῦ Ἰσραήλ»!... Ἀπεκάλεσε ἔτσι ὁ Ἀχάβ τόν Ἠλία, γιατί μέ τόν λόγο του καί τήν ὅλη του δράση ὁ προφήτης τόν ἐμπόδιζε γιά νά κάνει τό φθοροποιό του ἔργο. Ἀλλά καί ὁ προφήτης, ἀνταποδίδων τά ἴσα, ἀπεκάλεσε τόν Ἀχάβ «διαφθορέα τοῦ Ἰσραήλ» (βλ. Γ´ Βασ. κεφ. 17-18. Β. Βέλλα, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες, Α´ τόμος, σελ. 138)!


Στήν σύγχυση πού ὑπῆρχε στό Ἰσραήλ τοῦ Γιαχβέ μέ τόν Βάαλ, ὁ προφήτης Ἠλίας ἔθεσε ὀρθά τό πρόβλημα: Ἤ ὁ Γιαχβέ ἤ ὁ Βάαλ εἶναι Θεός. Τρίτον τι δέν χωρεῖ! Εἶναι ὡς νά λέγουμε σήμερα: Ἤ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ οἱ Παπικοί εἶναι Ἐκκλησία. ΜΙΑ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. – Ὁ Ἠλίας μέ ὑπέρμετρο ζῆλο, μέ ἄφθαστο ἐνθουσιασμό, πού τόν ἐμπνέει ἡ ἰδεώδη ἐκείνη Μωσαϊκή ἐποχή, ἀγωνίζεται νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ πραγματικός Θεός καί ἀναλαμβάνει γι᾽ αὐτό σκληρό ἀγώνα κατά τοῦ Βάαλ. Ἀπαράδεκτο γιά τόν προφήτη Ἠλία νά λατρεύεται ὁ Γιαχβέ μαζί μέ τόν Βάαλ. Εἶναι σάν νά κουτσαίνει κανείς καί μέ τά δύο τά πόδια. «Ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ᾽ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις» (Γ´ Βασ. 18,21), ἔλεγε ὁ προφήτης στούς Ἰσραηλῖτες, γιατί μαζί μέ τόν Γιαχβέ λάτρευαν καί ἄλλους θεούς, γιατί δηλαδή ἦσαν 0ἰκουμενιστές!


4. Γιά ἕναν ἄλλο μετέπειτα προφήτη, τόν προφήτη Ὠσηέ, τό νά προσεταιρίζονται οἱ Ἰσραηλῖτες καί ἄλλον ἤ καί ἄλλους θεούς καί νά λατρεύουν καί αὐτούς συγχρόνως (οἰκουμενισμός) αὐτό καλεῖται καθαρά «πορνεία»! Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἡ διδασκαλία τοῦ προφήτη Ὠσηέ, γιά τό θέμα μας, ἀλλά κατανοεῖται μόνο ἀπό τό προσωπικό του οἰκογενειακό ἐπεισόδιο. Τό λέγω σύντομα μέ ὀλίγα λόγια, γιατί ἀποτελεῖ κλειδί ἑρμηνείας τοῦ ὅλου βιβλίου του, ἀναφερομένου ἀκριβῶς στό θέμα μου. Ὁ προφήτης νυμφεύθηκε μέ μία γυναίκα, τήν Γῶμερ. Καλή αὐτή ἡ γυναίκα στήν ἀρχή, ἀλλά ἔπειτα ἔγινε ἐρωμένη ἑτέρου ἀνδρός. Ὁ προφήτης τό διεπίστωσε αὐτό, ἐπειδή ὅμως ἀγαποῦσε τήν Γῶμερ, τήν ἀνεχόταν, ἐλπίζοντας στήν μετάνοιά της. Ὅταν ὅμως τελικά εἶδε τό ἀδιόρθωτο τῆς γυναίκας του, τήν ἀπεδίωξε ἀπό τόν οἴκο του. Ἀλλά τότε ἡ Γῶμερ, μακράν τοῦ συζυγικοῦ οἴκου εὑρισκόμενη, μετενόησε καί ἐπεθύμησε τόν Ὠσηέ, ὡς τόν νόμιμο ἄνδρα της, καί ἐπέστρεψε ἐν μετανοίᾳ σ᾽ αὐτόν. Καί ὁ προφήτης ἐδέχθη τήν μετάνοιά της καί τήν προσέλαβε ὡς σύζυγό του. Ἁπλό καί καταληπτό εἶναι τό ἐπεισόδιο αὐτό, ἀλλά ὁ προφήτης τήν οἰκογενειακή του αὐτή περιπέτεια τήν εἶδε μέ θρησκευτκό ὄμμα ὡς εἰκονίζουσα τά συμβαίνοντα στόν Ἰσραήλ.

Σ᾽ αὐτό πού θά πῶ τώρα πλέκεται τό ὅλο βιβλίο τοῦ προφήτου Ὠσηέ. Ἀκοῦστε: Ὅπως ὁ προφήτης ἀπό ὅλες τίς γυναῖκες ἐξέλεξε μιά καί συνῆψε μαζί της διαθήκη γάμου, ἔτσι καί ὁ Θεός ἀπό ὅλα τά ἔθνη ἐξέλεξε ἕνα ἔθνος, τό Ἰσραήλ, μέ τό ὁποῖο συνῆψε διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ. Ὅπως ἡ Γῶμερ ἦταν πιστή ἀρχικά στόν ἄνδρα της, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ ἦταν πιστός στήν ἀρχή στόν Θεό του. Τότε κατά τήν πορεία του στήν ἔρημο, ἰδανική ἐποχή, κατά τόν προφήτη Ὠσηέ ἀπό θρησκευτική ἄποψη· γι᾽ αὐτό καί στο βιβλίο τοῦ προφήτου τονίζεται πολύ ἡ ἔρημος. Ἀλλά ὅπως ἔπειτα ἡ γυναίκα τοῦ προφήτου ἀρνήθηκε τόν νόμιμο ἄνδρα της καί ἀγάπησε ἄλλον, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ ἀρνήθηκε τόν Γιαχβέ, μέ τόν ὁποῖον συνῆψε στενή διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ καί στράφηκε στά εἴδωλα. Καί ὅπως ὁ προφήτης ἀνεχόταν τήν πορνεία τῆς γυναίκας του, γιατί τήν ἀγαποῦσε, ἔτσι καί ὁ Θεός ἀνέχεται τώρα τόν ἀποστάτη λαό του, γιατί ἀναμένει τήν μετάνοιά του. Ἀλλά, ὅπως ὁ προφήτης ἀπεδίωξε τήν γυναίκα του, γιατί δέν ἔβλεπε τήν μετάνοιά της, ἔτσι καί ὁ Θεός θά ἀποδιώξει τόν Ἰσραήλ ἀπό τόν οἶκό του, θά τόν ὁδηγήσει αἰχμάλωτο στήν Ἀσσυρία.

Ἐδῶ ἔχουμε προφητεία τοῦ προφήτου Ὠσηέ περί καταστροφῆς τοῦ λαοῦ ἀπό τούς ἰσχυρούς Ἀσσυρίους καί τόν ἐκπατρισμό του, πράγμα πού συνέβηκε τό 722 π.Χ. Ἀλλά ὁ προφήτης, ὁρμώμενος ἀπό τό προσωπικό του χαροποιό συμβάν, τῆς μετάνοιας τῆς γυναικός του, δέν σταματᾶ τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ στήν αἰχμαλωσία του, ἀλλά, ἐλπίζοντας καί αὐτοῦ τήν μετάνοια, προφητεύει τήν ἐπάνοδό του ἀπό τήν ἐξορία στήν πάτριο γῆ.


5. Τήν ἰδία ἐποχή, τόν 8ο δηλαδή αἰῶνα, ἔχουμε καί ἄλλο πρόσθετο λόγο, πιό δυναμικό μάλιστα, γιά τήν αὔξηση τοῦ συγκρητισμοῦ στό Ἰσραήλ, τήν λεγομένη «πολιτική τῶν συμμαχιῶν». Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἀδύναμο Ἰσραηλιτικό κράτος, γιά νά μπορέσει νά ἀποκρούσει τούς ἀπειλοῦντας ἐχθρούς του, συνῆπτε συμμαχία μέ τά διάφορα ἰσχυρά κράτη. Συμμαχία ὅμως ἐκείνη τήν ἐποχή μέ ἕνα ἔθνος ἐσήμαινε ὅτι πρέπει νά δεχθοῦν καί τούς θεούς τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Γι᾽ αὐτό καί οἱ προφῆτες ἦταν σφόδρα ἐνάντιοι πρός τήν πολιτική τῶν συμμαχιῶν καί ἀπέτρεπαν τούς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τό ἐγχείρημα αὐτό, γιατί κινδύνευε ἡ πίστη. Γιά τούς προφῆτες προτιμώτερο θά ἦταν νά καταστραφεῖ τό ἔθνος, παρά νά χαθεῖ ἤ νά φθαρεῖ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ. Εἶναι αὐτό, δηλαδή, πού ἔγραφε ὁ μακαριστός ἅγιος πατήρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος πρός τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν: «Μυριάκις προτιμώτερον – τοῦ ἔγραφε – νά ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικός τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῇ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῇ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων: “Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως”». Γι᾽ αὐτό λοιπόν καί οἱ προφῆτες ἦταν ἐνάντιοι μέ τίς δημιουργούμενες στό Ἰσραήλ φιλο-ἀσσυριακές ἤ φιλο-αἰγυπτιακές μερίδες, οἱ ὁποῖες μέ ἀντιπροσώπους τους κατέφευγαν στά ἔθνη αὐτά, γιά νά πετύχουν τήν συμμαχία τους. Ἡ ἐνέργεια αὐτή ἐξάλλου πρόδιδε καί ἀπιστία στόν παντοδύναμο Θεό Γιαχβέ, καί κατ᾽ οὐσίαν ἄρνησή του, ἀφοῦ ἐδέχοντο τόν ὅρο τῆς συμμαχίας νά δεχθοῦν τούς θεούς τοῦ συμμάχου κράτους. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἡσαΐας λέγει μέ ἀγανάκτηση καί πόνο:



«Οὐαί στούς καταβαίνοντας
στήν Αἴγυπτο γιά βοήθεια!
........................................
Δέν προσβλέπουν στόν Ἅγιο τοῦ Ἰσραήλ
καί τόν Γιαχβέ δέν ἐκζητοῦν
........................................
Οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι ἄνθρωποι
καί ὄχι Θεός
οἱ ἵπποι τους εἶναι σάρκα
καί ὄχι πνεῦμα» (Ἡσ. 31,1-3)!



Κατά ταῦτα καί ὁ Ἡσαΐας ἀποκαλεῖ «πόρνη» τήν Ἱερουσαλήμ, γιατί μαζί μέ τόν Γιαχβέ λατρεύει καί ἄλλους θεούς. Σέ ἕνα θρηνώδη του στίχο ὁ προφήτης παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει περίλυπος: «Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστή Σιών, ἐν ᾗ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν αὐτῇ νῦν δέ φονευταί» (1,21). Καί γιά τόν ἴδιο λόγο πάλι, τῆς ἀναμείξεως τῆς λατρείας τοῦ Γιαχβέ μέ τήν λατρεία τῶν ξένων θεῶν (γιά τόν Οἰκουμενισμό, δηλαδή), ὁ προφήτης λέγει: «Οἱ κάπηλοί μίσγουσι τόν οἶνον ὕδατι» (1,22).


6. Τό χειρότερο ὅμως ὅλων εἶναι ὅτι τήν θρησκευτική αὐτή πτώση τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων καί τοῦ λαοῦ ἀκολουθοῦσαν καί ἱερεῖς καί ψευδοπροφῆτες. Τό κακό αὐτό ἔγινε ὅταν τά ἱερά ἔγιναν «βασιλικά» καί περιῆλθαν στήν κυριότητα τοῦ βασιλέως. Ἔτσι, πλεῖστοι ἱερεῖς τῆς Ἰσραηλιτικῆς θρησκείας γιά νά εἶναι εὐάρεστοι στόν βασιλέα καί γιά ὑλικό τους συμφέρον δέν εἶχαν τήν δύναμη νά ἀντιδράσουν κατά τοῦ βασιλέως καί ὑπεστήριζαν τήν τακτική του. «Οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο», ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας (10,21). Οἱ ἀληθινοί προφῆτες τοῦ Γιαχβέ, οἱ ἀκολουθοῦντες τήν καθαρά Μωσαϊκή θρησκεία, διεξάγουν τώρα πολυμέτωπο ἀγῶνα ὄχι μόνον κατά τῶν πολιτικῶν, ἀλλά καί κατά τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων, τῶν ἱερέων καί αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως. Οἱ πηγές μας μᾶς παρέχουν ἄφθονο ὑλικό, πολλά χωρία, στά ὁποῖα μαρτυρεῖται ἡ προδοτική στάση τῶν ἱερέων καί τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι συμμαχοῦσαν μέ τούς ἄρχοντες ἐπιτιθέμενοι κατά τοῦ κηρύγματος τῶν πιστῶν προφητῶν τοῦ Γιαχβέ.

Ἐλλείψει χρόνου ἀναφέρω μόνο μία περικοπή, ἡ ὁποία διασώζεται στό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐου. Ἡ σκηνή διεξάγεται μᾶλλον στήν αὐλή τοῦ Σολομῶντος ἤ σέ κάποιο ἄλλο ἱερό, ὅπου μετά ἀπό μία προσφερθεῖσα θυσία εἶχε παρατεθεῖ πολυτελέστατο δεῖπνο μέ ἄφθονα σφάγια καί κρασί, στό ὁποῖο δεῖπνο συνέτρωγαν καί συνέπιναν οἱ ἱερεῖς καί ψευδοπροφῆτες μέ τούς ἄρχοντες. Στό εὔθυμο αὐτό δεῖπνο ἐμφανίστηκε Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος τούς ἤλεγξε λέγοντάς τους ὅτι «σκοτίζονται ἀπό τά ποτά καί παρακρούουν ἀπό τό κρασί. Σκοτισμένοι εἶναι κατά τάς ὁράσεις καί ζαλισμένοι ὅταν πρόκειται νά κρίνουν». Ἀκόμη τούς εἶπε ὅτι οἱ τράπεζές τους εἶναι γεμάτες ἀπό «ἀκάθαρτες τροφές». Ὑποθέτω ὅτι αὐτή ἡ τελευταία ἔκφραση, «ἀκάθαρτες τροφές», ὑποδηλώνει ὅτι ἡ θρησκευτική πτώση εἶχε προχωρήσει τόσο πολύ, ὥστε κατά τίς θυσίες στόν Γιαχβέ προσεφέροντο θυσίες καί σέ ἄλλους θεούς καί γι᾽ αὐτό τά σφάγια αὐτά τῶν ξένων θυσιῶν λέγονται ἀκάθαρτα. Αὐτό δέ εἶναι πού ταράσσει περισσότερο τόν προφήτη μας, τό ὅτι δηλαδή ἡ λατρεία τοῦ Γιαχβέ ἐνεπλέκετο μέ τήν λατρεία καί θυσία τῶν ἄλλων θεῶν.

Στόν ἔλεγχο αὐτό τοῦ προφήτου ἔχουμε ἀνταπάντηση τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων καί τῶν ψευδοπροφητῶν πρός τόν προφήτη μας, τόν ὁποῖο ἀπεκάλεσαν ὁμοῦ ὡς «ἀποκεκομμένο πρό ὀλίγου ἀπό τό γάλα», ὡς «ἀποσπασμένο πρό μικροῦ ἀπό τόν μαστόν» (Ἠσ. 28,7-9). Μέ τίς ἐκφράσεις αὐτές ἤθελαν οἱ προδότες καί ἐμπαῖκτες ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ νά ταπεινώσουν τόν προφήτη χαρακτηρίζοντάς τον ὡς νήπιο, πού δέν ξέρει νά ὁμιλεῖ, ὅτι δηλαδή στά κηρύγματά του λέγει παιδαριώδη πράγματα. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀπαντήσεως τῶν ἐμπαικτῶν αὐτῶν, ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπό τήν ἑπομένη δυσνόητη φράση τους, «διότι στάβ λατσάβ τσάβ λατσάβ κάβ λακάβ ὀλίγον ἐδῶ ὀλίγον ἐκεῖ» (στίχ. 10). Στό χωρίο αὐτό παρατηροῦμε ὅτι ὅλος ὁ στίχος αὐτός πλέκεται περί τάς συλλαβάς «τσάβ» καί «κάβ». Στίς σειρά δέ τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου γνωρίζουμε ὅτι τό τσᾶδαι προηγεῖται ἀμέσως τοῦ κώφ. Ἄρα μέ τόν λόγο τους αὐτό οἱ ψευδοπροφῆτες σάν νά θέλουν νά ποῦν στόν Ἡσαΐα ὅτι εἶναι ἀγράμματος, ὅτι τώρα μαθαίνει τήν ἀλφαβήτα, καί πῶς λοιπόν τολμάει αὐτός, τό ἀγράμματο νήπιο, νά ἐλέγξει αὐτούς τούς ἐπισήμους καί ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ; Ἄς σημειώσουμε δέ μέ τήν εὐκαιρία τοῦ λόγου ὅτι ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅπως τό δεικνύει τό βιβλίο του μέ τά ὑψηλά του νοήματα καί τήν καλλιέπεια τῆς γλώσσης, ἦταν πολύ μορφωμένος, ἦταν μᾶλλον, ὅπως ὑποθέτουν οἱ ἑρμηνευτές, ἰατρός στήν ἰδιότητα.


Ἡ ἰδία πολεμική καί ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ ὑβρεολογία ἔγινε καί σέ προηγούμενα χρόνια ἐναντίον τοῦ προφήτου Ὠσηέ. Ὁ λαός, παρασυρόμενος βεβαίως ἀπό τούς ἄρχοντές του, ἀποκαλοῦσε τόν προφήτη Ὠσηέ «ἀνόητο» καί «τρελλό». Καί ἀκόμη περισσότερο διοργάνωναν συνωμοσίες γιά νά τόν θανατώσουν. Ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, περιγράφοντας τήν δίωξη καί τά δεινά, τά ὁποῖα ὑφίστατο λόγω τοῦ κηρύγματός του, λέγει σέ μία περικοπή:



«Ὁ Ἰσραήλ (μοῦ) φωνάζει:
Ἀνόητος εἶναι ὁ προφήτης,
τρελλός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος.
....................
Ὁ Ἐφραίμ παραμονεύει
παρά τήν σκηνήν τοῦ προφήτου
παγίδες στήνει σέ ὅλους τούς δρόμους του» (Ὠσ. 9,7-8).


7. Ἀγαπητοί μου ἀκροατές, τελείωσα τόν ταπεινό μου λόγο, ἔχοντας πλήρη τήν συναίσθηση ὅτι δέν ἀνέπτυξα ἐπαρκῶς τό θέμα μου, ἀλλά ἁπλά τό ἔθιξα καί μάλιστα ἀκροθιγῶς. Ὁ μελετητής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνωρίζει ἀπό τά ἱερά της βιβλία τούς δυνατούς ἀγῶνες τῶν προφητῶν γιά τήν διατήρηση τῆς θρησκείας τοῦ Γιαχβέ, ὅπως ὁ Ἴδιος τήν παρέδωσε στό ὄρος Σινᾶ· ὅπως καί πάλι ἀπό τά κείμενά μας φαίνεται ἡ σκληρή πολεμική κατά τῶν προφητῶν, πολεμική ἐκ μέρους τῶν θρησκευτικῶν καί πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά τό κήρυγμά τους, τό ὁποῖο ἐσάλπιζε στήν ἀποστάτιδα κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ τήν ἐπιστροφή στήν πατρῶα θρησκεία.


Ἡ ἱερά ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται, ἀναδιπλοῦται καί ἀνακυκλοῦται. Ἔτσι τό διαβάζουμε στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας ἀντιμετώπιζε τόν κίνδυνο αὐτό τῆς ἀλλοιώσεως καί τῆς νοθεύσεως τῆς ἀληθείας της ἀπό τίς ψευδοδιδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν. Ἀλλά, ὅπως τό γνωρίζουμε, ὁ Θεός πάντοτε ἀνεδείκνυε προφῆτες, οἱ ὁποῖοι μέ τήν διδασκαλία τους, γραπτή καί προφορική, καί μέ τόν ἅγιο βίο τους, κράτησαν τήν πίστη καθαρή, χωρίς τό παραμικρό ξένο στοιχεῖο, ἀκολουθοῦντες τήν γραμμή, ὅτι δέν χωρεῖ οὐδεμία παραχώρηση, οὐδέ ἡ παραμικρή, στά θέματα τῆς πίστεως. Καί βέβαια δέν ἦταν δυνατόν νά νοθευθεῖ ἡ πίστη μας, διότι αὐτή δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ὥστε νά μεταβάλλεται, ἀλλά ἔχει ἀπό τόν Θεό τήν προέλευσή της καί γι᾽ αὐτό εἶναι αἰωνία, διότι εἶναι ἀληθής.


Καί σήμερα βεβαίως βλέπουμε πολλά προδοτικά κινήματα, περισσότερα ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Καί σήμερα «κάπηλοι μίσγουσι τόν οἶνον ὕδατι», ὅπως ἔλεγε ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιά τούς ψευδοπροφῆτες τῆς ἐποχῆς του. Ἀλλά ὑπενθυμίζουμε στούς ἥρωες τῶν κινημάτων αὐτῶν ὅτι εἶναι «σκληρό πράγμα νά χτυπάει κανείς τά καρφιά μέ γυμνά τά πόδια»! Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, γιατί ὅπως πάντοτε ἔτσι καί σήμερα ἔχει ἀναδείξει προφῆτες, κληρικούς καί λαϊκούς, ἱεράρχες καί μοναχούς, ἐναρέτους καί ἰσχυρούς στό φρόνημα θεολόγους, οἱ ὁποῖοι δίδουν ἰσχυρή μαρτυρία γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας ἐνάντια πρός τόν ἐκχαναανιτισμό, γιά τόν ὁποῖο μίλησα, δηλαδή, γιά τόν Οἰκουμενισμό. Οἱ σημερινοί αὐτοί ἀγωνιστές τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας μᾶς ὑπενθυμίζουν μέ τήν ἰσχύ τους τόν προφήτη Μιχαία, ὁ ὁποῖος, παρά τήν πολεμική τῶν συγχρόνων του νά σιγάσει, αὐτός ἔλεγε: «Τοὐναντίον ἐγώ εἶμαι πλήρης δυνάμεως καί ἰσχύος, γιά νά ἐξαγγέλλω τοῦ Ἰακώβ τήν ἀσέβεια καί τοῦ Ἰσραήλ τήν ἁμαρτία» (Μιχ. 3,8).



Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε


http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog-post_442.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

11
phpBB [video]



Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙ ΜΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΝΑ ΦΛΕΓΟΝ ΑΛΛΑ ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΘΕΜΑ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»





Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Ἕνα ἀπό τά φλέγοντα, ἐπείγοντα καί σοβαρά θέματα, μέ τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀσχοληθεῖ ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν θεωρουμένων ἀπ’ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδων τοῦ 9ου καὶ 14ου αἰῶ. ὡς Οἰκουμενικῶν, δηλ. τῆς Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τό 879 μ.Χ., καὶ τῆς Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 μ.Χ.

Σήμερα, τὸν καιρὸ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», κατά τόν ὁποῖο οἱ παγκοσμιοκράτες τῆς ἀντιχρίστου «Νέας Ἐποχῆς» ἀναδεικνύουν καὶ προωθοῦν τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα ὡς τὸν θρησκευτικὸ πλανητάρχη, καί ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν μελετᾶ τό θέμα «Πρωτεῖο καί Συνοδικότητα», οἱ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καταγγέλλουν καὶ καταδικάζουν τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Πάπα, τὸ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο του καὶ τὸ ἑωσφορικὸ ἀλάθητό του, ὡς αἵρεση καὶ παναίρεση.


Α) Ἡ Ὀγδόη (Η΄) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος

Ἡ ἐν Κων/λει Σύνοδος τοῦ 879, μὲ κορυφαῖο πατέρα τὸν Μέγα καὶ Ἱερὸ Φώτιο καί τούς σὺν αὐτῷ θεοπνεύστους ἁγίους Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ἐκπρόσωποι τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, εἶναι Οἰκουμενική, διότι, ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, «ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ Οἰκουμενική. (α) Ἀσχολήθηκε μὲ τὸν καθορισμὸ δογματικῶν θεμάτων, ὅπως τὸ τριαδικό, τὸ χριστολογικὸ καὶ τὰ συναφῆ μὲ αὐτὰ δόγματα, (β) συνεκλήθη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ὅπως ὅλες οἱ προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, καί (γ) συμμετεῖχαν ὅλες οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ Οἰκουμενική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτσι χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες καὶ διδασκάλους…». Ὡς Η΄ Οἰκ. Σύν. χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848. Ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀνακήρυξε τὴν ἐν Κων/λει Σύνοδο τοῦ 787 (περὶ τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων) ὡς ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.


Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἡ Η΄ Οἰκ. Σύν. «ἀσχολήθηκε μὲ δύο σοβαρὰ θέματα, δηλ. τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα», τὰ ὁποῖα καὶ κατεδίκασε. «Πρόκειται γιὰ δύο θέματα, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν καὶ σήμερα τὴν Ἐκκλησία μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους… Τὰ δύο αὐτὰ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα εἶναι δόγματα τῶν Λατίνων, ἀλλά γιὰ’μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι αἱρέσεις...». Ὁ τονισμὸς καὶ ἡ ἀπαίτηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐκ μέρους τῶν Παπῶν στὶς ἡμέρες μας καὶ ἡ ἀκολουθήσασα πλάνη τοῦ ἀλαθήτου ἀποτελοῦν, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, πτώση παρόμοια μὲ αὐτὴν τοῦ Ἑωσφόρου. Τὴν ἴδια πλάνη διαφαίνεται νὰ διακινδυνεύουν σήμερα καὶ οἱ ἐν Φαναρίῳ οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἐζήλωσαν ἐξουσία ἐπὶ τῆς γῆς.


Β) Ἡ Ἐνάτη (Θ΄) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος

Ἡ ἐν Κων/λει Σύνοδος τοῦ 1351, εἶναι ὡσαύτως Οἰκουμενική γιατί, ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Μητρ. Γόρτυνος κ. Ἰερεμίας, «(α) εἶχε ὡς ἀντικείμενο ἕνα σπουδαῖο θέμα, στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ πνευματικότητα καὶ στὸ ὁποῖο θέμα συγκρούονται δύο παραδόσεις, ἡ ὀρθόδοξη καὶ ἡ φραγκολατινική, (β) ...ἀσχολήθηκε μὲ σοβαρὸ δογματικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι συνέχεια τῶν θεμάτων, ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τὸν 4ο αἰ. οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα. Καὶ ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 στὴν Κων/λη ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή..., (γ) ... ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Συνόδων, διότι τεκμηρίωσε ὅλη τὴν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας..., καί διότι στὸ «Συνοδικὸ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ ἐκφράζει τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ Πατέρες πρόσθεσαν καὶ τὰ «κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κεφάλαια» τῆς Συνόδου αὐτῆς, καί (δ) ...ἀνέπτυξε τὴν διδασκαλία της ὁ θεούμενος πατὴρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἐπονομαζόμενος ἀντίπαπας καί παπομάστιξ. Πραγματικὰ τὴν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων Συνόδων, προσδίδουν κυρίως οἱ θεούμενοι καὶ θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τὴν συγκροτοῦν».


Ἡ ἁγία Θ΄ Οἰκ. Σύν. ἀπεφάνθη (α) Περί τῆς διακρίσεως μεταξύ θείας οὐσίας καί θείας ἐνεργείας, οἱ ὁποῖες διαφέρουν μεταξύ τους στὸ ὅτι ἡ μέν θεία ἐνέργεια μετέχεται καί διαμερίζεται στούς ἀξίους πιστούς, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτη, ἀμέριστη καί ἀνώνυμη, δηλ. ἐντελῶς ὑπερώνυμη καί ἀκατάληπτη.β) Περὶ τῆς θείας ἐνεργείας, ὅτι εἶναι ἄκτιστη καὶ ὅτι αὐτὸ δεν προκαλεῖ καμμία σύνθεση στόν Θεό. (γ) Περὶ τῆς θείας καί ἀκτίστου ἐνεργείας, ὅτι ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους καί Θεότης. (δ) Περὶ τῆς θείας οὐσίας καί τῆς θείας φυσικῆς ἐνεργείας, ὅτι εἶναι ἀχώριστες, καί (ε) Περὶ τοῦ Φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ὅτι εἶναι ἄκτιστο.


Ἡ Θ΄ Οἰκ. Σύν. ἀπέκρουσε θριαμβευτικά τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ οὐνιτίζοντος φιλοσόφου Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ καί τῶν ὁμοφρόνων του, Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ, οἱ ὁποῖοι διεκήρυτταν ὅτι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου προχωρεῖ στήν θεογνωσία καί στήν ἀνάπτυξη τῶν δογμάτων μόνο μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, καί ὄχι μέ τήν νοερά προσευχή καί τόν ἡσυχασμὸ, μέ πνεύμα ταπεινώσεως καί μετανοίας, πού ἦταν ἡ βάση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων του νηπτικῶν συνασκητῶν.
Ὁ χριστοφόρος πατήρ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑπεράσπισε ἐν Συνόδῳ τό βίωμα τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων ὡς τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διδασκαλία του περί Ἀκτίστου Φωτός καί Ἡσυχασμοῦ ἀνυψώθηκε σέ δόγμα.


Γ) Προσπάθεια ἀναγνωρίσεως τῶν δύο Συνόδων στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος

Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος καί Γόρτυνος κ. Ἱερεμίας ἔγραψαν ἐγκρίτους εἰσηγήσεις γιὰ τίς Η΄ καί Θ΄ Οἰκ. Συν., οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ ἀναγνωσθοῦν στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
«Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Συνοδικῆς περιόδου 2010-2011 ψήφισε ὡς θέματα τῆς τακτικῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὑποβολὴ προτάσεων πρὸς τὴν Γραμματεία τῆς μελλούσης νὰ συνέλθῃ Πανορθοδόξου Συνόδου γιὰ τὴν τυπικὴ ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῆς περιωπῆς Η΄ καὶ Θ΄ Συνόδων τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ἐν Κων/λει συνελθουσῶν κατὰ τὰ ἔτη 879 καὶ 1351 μ.Χ., ὄντως Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ὅμως, «κατὰ πρόδηλη παράβαση τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος φαλκιδεύθηκε ἡ συγκεκριμένη διαδικασία καὶ τέθηκε στίς περιώνυμες καλένδες της».


«Μ’αὐτόν τόν τρόπο, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας ἔχασε μία μοναδικὴ εὐκαιρία, νὰ δηλώσει τὴν συνοδικὴ ὀρθόδοξη δυναμική της, γιὰ νὰ μὴν δυσαρεστήσει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, τὸν Πάπα, τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ τοὺς οἰκουμενιστές, ἐνῶ, μὲ τὴν ἐνέργειά της αὐτὴ, προσέβαλε τὴν μνήμη τῶν Μεγάλων Ἁγίων Πατέρων μας Ἱεροῦ Φωτίου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖοι πρωταγωνίστησαν στὶς δύο συνόδους. Ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν μας, παραπέμποντας τὸ θέμα αὐτὸ στίς ἑλληνικές καλένδες, ἔδειξε ἀσυνέπεια καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της, διότι ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος εἶχε ἀναθέσει στοὺς Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Γόρτυνος νὰ παρουσιάσουν τὶς περὶ Ὀγδόης καὶ Ἐνάτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἰσηγήσεις τους, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν πατερικὲς ὁμολογίες, καθ’ ὅλα ἔγκυρες καὶ ἄψογες ἱστορικοθεολογικὲς μελέτες».


«Τυγχάνει δέ ἐξόχως ἀπαράδεκτο τό γεγονός ἀφ’ ἑνός νά θεωροῦμε ὡς προστάτη καί ἔφορο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου τόν Ἅγιο Ἰσαπόστολο Μέγα Φώτιο, νά μήν προχωροῦμε στήν διαδικασία ὑποβολῆς προτάσεως ἀνακηρύξεως ὡς Η΄ (8ης) Οἰκουμενικῆς τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 879, πού δικαίωσε πανορθοδόξως καί οἰκουμενικῶς τόν Μ. Φώτιο, καί ὡς Θ΄ (9ης) Οἰκουμενικῆς τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 1351, καί ἀφ’ ἑτέρου νά συνομιλοῦμε, νά συναγελαζόμαστε καί νά συμπροσευχόμαστε ὅλως ἀντικανονικῶς μέ τήν αἱρετική παπική θρησκευτική παρασυναγωγή καί κοινωνία, ἡ ὁποία γιά προφανεῖς ἰδιοτελεῖς λόγους ἀποδέχεται ὡς Η΄ (8η) Οἰκουμενική Σύνοδο τήν ληστρική Σύνοδο τοῦ 870, δέν ἀποδέχεται ὡς Θ΄ (9η) Οἰκουμενική Σύνοδο τήν Σύνοδο τοῦ 1351, καί καθυβρίζει τόν Μ. Φώτιο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς δῆθεν «αἱρεσιάρχες». Παρέλκει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τό παραπάνω θέμα ἀσφαλῶς ἐνοχλεῖται καί καίγεται ὁ δαίμονας τοῦ παναιρετικοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ Oἰκουμενισμοῦ καί ὅσοι συνοδοιποροῦν μέ αὐτόν».


Δ) Τοπική ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων στήν Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς

Ὅ,τι δέν κατόρθωσε νά κάνει ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ἔκανε πραγματικότητα ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος τό 2013 ἔλαβε τήν πρωτοβουλία νὰ ἀναδείξει στὴν δέουσα περιωπὴ τῆς σειρᾶς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὶς προαναφερθεῖσες δύο Συνόδους.

Τὶς εἰσήγαγε ἤδη στὴν ζῶσα λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας (α) μὲ εἰδικὲς ἱερὲς Ἀκολουθίες, πού συντάχθηκαν τόσο ἀπό τόν ἐν οὐρανοῖς αὐλιζόμενο μακαριστό Ἀπόστολο Παπαχρήστο, ὅσο καί ἀπό τήν ὁσιολογιωτάτη μοναχή Θέκλα Ἁγιοστεφανίτισσα, καί (β) ὁρίζοντας τακτές ἡμερομηνίες γιὰ τὸν κατ’ ἔτος ἑορτασμό τους ὡς τοπικὴ ἀρχικῶς ἑορτή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἡ Η΄ Ἁγία καί Οἰκ. Σύν. ἑορτάζεται τήν Α΄ Κυριακή μετά τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἐνῶ ἡ Θ΄ Ἁγία καί Οἰκ. Σύν. ἑορτάζεται τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.

Παραλλήλως, ὁ Σεβ. Πειραιῶς ἐξέδωσε τίς ὡς ἄνω ἱερές Ἀκολουθίες τῶν δύο συνόδων σέ ἰδιαιτέρως καλαίσθητα τεύχη, συνοδευόμενες ἀπό θεολογικωτάτη προσωπική ἐγκύκλιο-εἰσαγωγή καί στό τέλος, παρέθεσε καὶ τὶς ἐξαίρετες εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Ναυπάκτου καί Γόρτυνος. Λίαν προσφάτως ἁγιογραφήθηκαν καί οἱ ἅγιες καί ἱερές εἰκόνες τῶν δύο Συνόδων, οἱ ὁποῖες κοσμοῦν τό Ἐπισκοπεῖο.
Οἱ ὡς ἄνω ἐπαινετὲς ἐνέργειες τοῦ Σεβ. κ. Σεραφείμ ἔχουν ἤδη ἀνοίξει τὸν δρόμο γιά τὴν ἐπέκταση τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὄχι μόνο σὲ ὅλη τὴν Πατρίδα μας, ἀλλά ἀκόμη καὶ σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες χῶρες. Εἶναι δὲ γνωστό ὅτι στὴν παράδοσή μας ἡ λατρεία, ὡς καρδιὰ τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, ἔχει τὴν δύναμη νὰ καταξιώνει στὴν πράξη ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καὶ ὁμολογίες, ἐξουδετερώνοντας ὅλες τὶς φοβικὲς ἐναντιώσεις.


Ε) Ἡ πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας


Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν τακτική συνεδρίασή της τόν Μάϊο τοῦ 2015 ἐξέτασε τήν ἔκθεση τῶν ἐκπροσώπων της, πού ἀφοροῦσε στήν τρίτη συνάντηση τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», καί ἀποφάσισε νά κοινοποιήσει τίς προτάσεις της γιά τήν Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στούς Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ ἐπικεφαλῆς τό Πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Μεταξύ τῶν προτάσεων τῆς Σερβικῆς Ἱεραρχίας εἶναι :

α) Ἡ ἐπικύρωση τῆς οἰκουμενικῆς σπουδαιότητος τῆς Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (879/890), εἰδικῶς δέ τῆς διδασκαλίας της περί τοῦ Filioque, τό ὁποῖο καί ἦταν ὁ κύριος λόγος γιά τόν χωρισμό τῆς Ρώμης ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) Ἡ ἐπικύρωση τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶ., καί ἡ ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας τους περί τῆς θείας Οὐσίας καί τῶν Θείων Ἐνεργειῶν ὡς μία οὐσιώδη διαφορά ἐν σχέσει μέ τήν λατινική διδασκαλία περί τῆς Θείας Χάριτος, τουτ' ἔστιν ἐν γένει περί τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίση, διδασκαλία ἀπό τήν ὁποία ὀργανικῶς συνάγεται ἡ λατινική κατανόηση τοῦ Filioque, καθώς καί ἡ ὑπερτροφία, ἡ ρωμαϊκή κατανόηση τῆς θέσεως τοῦ Πρώτου στήν Ἐκκλησία (πρωτεῖο), ἀπό τήν ὁποία ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντικαθίσταται ἀπό τό ἀλάθητο κάποιου ἀνθρώπου.
γ) Ἡ ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1282-84, διά τῆς ὁποίας ἀκυρώθηκε ἡ ἕνωση τῆς Λυώνος, καί τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ 1484, διά τῆς ὁποίας ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, καί
δ) Ὁ ὁρισμός τῆς θέσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ (Πετρείου) Πρωτείου, καί ἐπί τῆς σφαλερᾶς διδασκαλίας τῶν Συνόδων Λυώνος, Φλωρεντίας, καί Βατικανῆς Α΄ καί Β΄, ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ, καθώς ἐπίσης καί ἡ θέση τοῦ Πρώτου στήν Ἐκκλησία.


Παραθέτουμε στή συνέχεια τήν πολύ σημαντική αὐτή ἐπιστολή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας σέ μετάφραση ἀπό τό σερβικό πρωτότυπο μέ ἡμερομηνία 24-07-2015[14].

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ἀρ. πρωτ. 439 Ἐν Βελιγραδίῳ τήν 24ην Ἰουλίου 2015

Τῷ Παναγιωτάτῳ Ἀρχιεπισκόπῳ
Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης
καί Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙῼ
Εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Παναγιώτατε,

Ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν τακτικήν συνεδρίασίν Της τοῦ παρελθόντος Μαΐου ἐ.ἔ. ἐξήτασε τήν ἔκθεσιν τῶν ἐκπροσώπων τῆς καθ’ ἡμᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, πού ἀφοροῦσε εἰς τήν τρίτην συνάντησιν τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον καί ἀποφάσισεν ὅπως κοινοποιήση τάς προτάσεις Αὐτῆς διά τήν Πέμπτην Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, ἐν ταυτῷ εἰπεῖν διά τήν μέλλουσα Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀπόφασις καί αἱ προτάσεις τῆς ἡμετέρας Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας κοινοποιοῦνται εἰς τούς Προκαθημένους πασῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπί κεφαλῆς ὄντος τοῦ Πρωτοθρόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ ἀπόφασις καί αἱ προτάσεις αἱ ἀφορῶσαι εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἔχουν ὡς ἀκολούθως :
«Μετά πλήρους συναισθήσεως τῆς ἐξαιρέτου ἱστορικῆς σπουδαιότητος τῆς προετοιμαζομένης Μεγάλης Συνόδου διά τήν μαρτυρίαν καί ἀποστολήν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ἡ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν ὄψει τῆς προετοιμασίας τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία ἐπρογραμματίσθη ὅπως συνέλθη τό 2016, γνωρίζει εἰς τούς Προκαθημένους καί τάς Ἱ. Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τάς ἐπισήμους ἀπόψεις καί προτάσεις Της :
1. Εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν, ὅτι ἡ Σερβική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει ἐνεργῶς καί ἀπ' ἀρχῆς εἰς τάς προετοιμασίας τῆς Μεγάλης Συνόδου καθώς καί ὅτι ἔχει λάβει μέρος εἰς ὅλας τάς Πανορθοδόξους Προπαρασκευαστικάς Ἐπιτροπάς ἀπό τῆς πρώτης ἐν ἔτει 1961 ἕως καί σήμερον. Τό γεγονός αὐτό διατρανώνει τήν ἐπιθυμία Της διά τήν σύγκλησιν τῆς Συνόδου καί τήν συναίσθησιν τῶν εὐθυνῶν διά τήν καλυτέραν προετοιμασίαν τοῦ ὁροσήμου τούτου διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τήν ὑλοποίησιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀποστολῆς Της.
Προκαλεῖ ὅμως ἀνησυχίαν εἰς τήν καθ' ἡμᾶς Τοπικήν Ἐκκλησίαν τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ ἡ Σύνοδος συνέρχεται λίαν προσεχῶς, τά προγραμματισθέντα θέματα τῆς Συνόδου δέν ἀπαντοῦν εἰς οὐσιαστικά ζητήματα, μέ τά ὁποία βρίσκεται ἀντιμέτωπος ἡ σημερινή Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ὡς γνωστόν, αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι καί ἅπασαι αἱ τῆς αὐτῆς σπουδαιότητος Σύνοδοι ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπιζαν ἐν πρώτοις τά ἐμφανισθέντα δογματικά ζητήματα καί ἀκολούθως, ἐν συσχετισμῷ πρός αὐτά, καί τά ζητήματα διοργανώσεως καί κανονικῆς εὐταξίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Ἀδιαμφισβητήτως τό κεντρικόν δογματικόν ζήτημα ἀπό τοῦ Μεγάλου Σχίσματος (1054 μ.Χ.) καί ἐντεῦθεν, μετά τήν ἐμφάνισιν τῆς Διαμαρτυρήσεως (ἀπό τοῦ 16ου αἱ.) ἕως καί τῆς σήμερον, εἶναι τό ἐκκλησιολογικό ζήτημα : τό περί Ἐκκλησίας ἐρώτημα.
Συνεπῶς τό προβλεπόμενον θέμα τῆς Συνόδου, προερχόμενον ἀπό τόν συγκερασμόν δύο πρώην θεμάτων (περί Οἰκουμενισμοῦ καί περί τοῦ Διαλόγου μετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν) ὑπό τόν τίτλον «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ Χριστιανικοῦ κόσμου», ἀναποφεύκτως ἀπαιτεῖ προκαθορισμόν τινά τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, ἐν ᾗ πιστεύομεν, ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως ὀμολογοῦντες, ὅτι αὕτη ἐστίν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία - ἡ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου. Μόνον ὑπό τό φῶς τοιαύτης προκαθορισμένης αὐτογνωσίας τῆς Ἐκκλησίας δύναται τό προβλεπόμενον θέμα, ἤτοι «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ Χριστιανικοῦ κόσμου», νά εὕρη τήν πραγματικήν αὐτοῦ θέσιν. Τοῦτο ἀκριβῶς τό οὐσιῶδες δογματικό-ἐκκλησιολογικό ζήτημα ἔχουσα ὑπ' ὄψιν ἡ καθ' ἡμᾶς Τοπική Ἐκκλησία προέτεινε διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως αὐτῆς (ὑπ' ἀριθμ. 771/зап. 160 τῆς 26ης Μαΐου 2011), ἐπικύρωσιν τινά τῆς οἰκουμενικῆς σπουδαιότητος τῆς Συνόδου τοῦ Φωτίου (879/890), εἰδικῶς δέ τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περί τοῦ Filioque, τό ὁποῖο καί ἦτο ὁ κύριος λόγος διά τόν χωρισμόν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Διά τόν αὐτόν λόγον, ἡ ἡμετέρα Σύναξις προέτεινε, καί πάλιν προτείνει, διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, τήν ἐπικύρωσιν ὑπό τῆς Μεγάλης Συνόδου τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἱ., καί τήν ἀποδοχήν τῆς διδασκαλίας των ἐξ ὁλοκλήρου ὀρθοδόξου περί τῆς θείας Οὐσίας καί τῶν αἰωνίων Θείων Ἐνεργειῶν ὡς μίαν οὐσιώδη διαφοράν ἐν σχέσει μέ τήν Ρωμαιοκαθολικήν διδασκαλία περί τῆς Θείας Χάριτος, τουτ' ἔστιν ἐν γένει περί τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν Αὐτοῦ, διδασκαλίαν ἀπό τῆς ὁποίας ὀργανικῶς συνάγεται ἡ ρωμαιοκαθολική κατανόησις τοῦ Filioque, καθώς καί ἡ ὑπερτροφία, ἡ ρωμαϊκή κατανόησις τῆς θέσεως τοῦ Πρώτου εἰς τήν Ἐκκλησίαν (πρωτεῖον) - ἀφ' ἧς ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνταλλάσσεται ἀπό τό ἀλάθητον ἀνθρώπου τινός.
Θεωροῦμεν, ἐπίσης ὡς οὐσιῶδες ἡ Μεγάλη Σύνοδος νά ἐπικυρώση τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-84), διά τῆς ὁποίας ἡ ἕνωσις τῆς Λυώνος ἠκυρώθη, καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἠκυρώθησαν. Εἰς τά πλαίσια αὐτά θά ἦτο ἐξαιρετικῆς σημασίας νά ὁρισθῆ ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ (Πετρείου) Πρωτείου, καί ἐπί τῆς σφαλερᾶς διδασκαλίας τῶν Συνόδων Λυώνος, Φλωρεντίας, καί Βατικανῆς Ι καί ΙΙ, ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ, καθώς ἐπίσης καί ἡ θέσις τοῦ Πρώτου εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησία ἔχει ἕτοιμον σχέδιόν τι ἐπί τοῦ θέματος «Περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», καί εἶναι ἑτοίμη νά τό ἀποστείλη διά τήν Πέμπτην Προσυνοδικήν Διάσκεψιν πρός μελέτην καί προετοιμασίαν διά τήν τελικήν μορφήν εἰς τήν Σύνοδον.
Μόνον ὑπό τό φῶς τῆς Ἐκκλησιολογίας θά λάβουν ἅπαντα τά ἄλλα θέματα τήν θέσιν, τήν ὁποίαν δικαιοῦνται.
2. 2α. Τά ἐπεξεργασθέντα θέματα : «Περί τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρίας ἀγάπης ἐν διακονίᾳ» καί «Περί τῆς σπουδαιότητος τῆς νηστείας καί τῆς τηρήσεως αὐτῆς σήμερον», θεωροῦμεν ὅτι ἔχουν ὁλοκληρωθεῖ διά τήν ἡμερησίαν διάταξιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
2β. Προκειμένου νά δικαιολογηθῆ ἡ προώθησις τοῦ θέματος «Κωλύματα γάμου» εἰς τήν Μεγάλην Σύνοδον, εἶναι ἀναγκαῖον πρῶτον μέν νά ἐξετασθῆ τό ὑπαρξιακόν ζήτημα τῆς συγχρόνου ἀνθρωπότητος καί τῆς Ἐκκλησίας - τό ζήτημα τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου καί τῆς χριστιανικῆς Οἰκογενείας, ἡ ὁποία ἀπειλεῖται τήν σήμερον περισσότερον ἀπό ποτέ (ἐδῶ πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ : βιοηθική, ὁ «γάμος» συντρόφων τοῦ αὐτοῦ φύλου, τό πρόβλημα τῆς ἐκτρώσεως, ἀντισύλληψις, τεχνητή γονιμοποίησις, κλωνοποίησις κ.ἄ.). Μόνον εἰς τά πλαίσια αὐτά δύναται νά δικαιολογηθῆ ἡ συμπερίληψις τοῦ θέματος «Κωλύματα γάμου». Καί ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἡ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία εἶναι ἑτοίμη νά προσφέρη σχέδιόν τι πρός μελέτην καί προετοιμασίαν διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον. Εἰ δέ μή, ἐλλείψει τούτου, ἡ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν εἶναι ὅτι τοῦτο δέν εἶναι ζήτημα διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ἀλλά μᾶλλον διά μίαν ἄλλην Πανορθόδοξον Κανονικήν Ἐπιτροπήν.
Τό αὐτό ἰσχύει καί ἐπί τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου. Ἐπικεντρώνοντες τό ζήτημα αὐτό περί τήν ἐρώτησιν τοῦ ἐνδεχομένου ἑορτασμοῦ τοῦ ΠΑΣΧΑ, οὐδέν ἐπιλύεται (ἡ Ἐκκλησία ἔχει λύσει τό ζήτημα αὐτό διά τῆς οἰκονομίας), δύναται δέ νά προκαλέση μόνον νέαν ἀντίδρασιν καί σκάνδαλον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου, αὐτά τά θέματα καθ' ἑαυτά θά πρέπει νά ἀφαιρεθοῦν ἀπό τόν κατάλογον τῶν θεμάτων διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον.
3. Ἡ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία θεωρεῖ ἄκρως σημαντικόν ὅπως εἰσαχθῆ εἰς τήν Σύνοδον τό ἤδη προετοιμασμένον θέμα «Περί τοῦ Αὐτοκεφάλου καί τοῦ Αὐτονόμου», ὡς αὐτό προετάθη εἰς τήν Προσυνοδικήν Διάσκεψιν (2009). Δέν εἶναι φρόνιμον νά ἀφαιρεθῆ διά τυπικούς λόγους (τρόπος ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου) τό καθοριστικόν τοῦτο θέμα διά τήν ὀργάνωσιν, ἀποστολήν καί κανονικήν εὐταξίαν τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰς τό ἀνωτέρω πλαίσιον, συμφώνως πρός τήν πρότασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἀρ. πρωτ. 1365 τῆς 25ης Σεπτεμβρίου 2014), τό ὁποῖο ἐπεδόθη εἰς τόν Πρόεδρον τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Μητροπολίτην Περγάμου κ. Ἰωάννην Ζηζιούλαν τό 2014, ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἐκτιμώντας ὡς ἰδιαίτερα σημαντικό, προέτεινε ὅπως ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ θέματος «Αὐτοκέφαλον» συμπεριληφθῆ καί ἐξετασθῆ πρῶτον τό ζήτημα τῆς ἐπικυρώσεως πάντων τῶν αὐτοκεφάλων, τῶν χορηγηθέντων ὑπό μόνης τῆς Μητρός Ἐκκλησίας (αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἔχουν ἐπικυρώσει μόνο τά τέσσερα πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί τήν Ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου). Ἐκ τῶν νεωτέρων Ἐκκλησιῶν μόνον ὁ Τόμος Ἀνακηρύξεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἔχει ὑπογραφεῖ ὑπό τῶν τεσσάρων Προκαθημένων τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων. Ἡ πρότασις αὕτη εἶναι σύμφωνος πρός τήν εἰσήγησιν τῆς Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως ἐν Σαμπεζῦ, ὅτι τό Αὐτοκέφαλον δέν χορηγεῖ, ἀλλά προτείνει ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, ἐπικυρώνει δέ αὐτό τό ὀρθόδοξον πλήρωμα ἐκδίδοντας τόν Τόμον ἀπό κοινοῦ.
Ἡ ἐπικύρωσις αὕτη θά ἀποτρέψει δύο μελλοντικούς κινδύνους :
α) Τήν ἐπανάληψιν τοῦ ἱστορικοῦ προηγουμένου (τό ὁποῖο τελοῦσε ἐν συναρτήσει συγκεκριμένων ἱστορικῶν συνθηκῶν) σύμφωνα μέ τό ὁποῖο τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὡς Μήτηρ Ἐκκλησία ἔχει ἀπονείμει μόνο του τό αὐτοκέφαλον, ἐνῶ ἔχουν παρατηρηθεῖ νεώτερες ἀπόπειρες Μητέρων Ἐκκλησιῶν νά ἀπονείμουν αὐτές μόνες αὐτοκέφαλα (π.χ. τό Πατριαρχεῖο Μόσχας εἰς τήν «Ἀμερικανικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν»).
β) Θά ἀποφευχθῆ ὁ πειρασμός τῆς καταργήσεως αὐτοκεφάλων ἐκ μέρους τῆς Μητρός Ἐκκλησίας (π.χ. περίπτωσις τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου τό 1463 καί τό 1766, καί τοῦ Πατριαρχείου Τυρνόβου τό 1767 καί τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος).
Θά πρέπει νά συνεκτιμήσωμεν ὅτι εἰς τήν ἐποχήν μας ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διά πρώτην φοράν ἐν τῇ δισχιλιετῇ ἱστορίᾳ Της ἐξαπλοῦται εἰς ὅλην τήν Οἰκουμένην ὄχι πλέον ὡς Πενταρχία ἤ Τετραρχία. Ἔχει ὀργανωθεῖ εἰς δεκατέσσαρας Τοπικάς Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας μέ τήν προοπτικήν εἰς τό ἄμεσον ἤ ἀπώτερον μέλλον ὅπως προκύψουν νέαι τοπικαί Ἐκκλησίαι εἰς τήν σημερινήν διασποράν ἐν Εὐρώπῃ, Βορείῳ καί Νοτίῳ Ἀμερικῇ, Καναδᾷ, Αὐστραλίᾳ ἐκ τῶν ὑπαρχουσῶν κατά περιοχάς σημερινῶν Ἐπισκοπικῶν Διασκέψεων. Ὅθεν καθίσταται ἀναγκαῖον ὅπως τό ζήτημα τῆς ἀπονομῆς τοῦ Αὐτοκεφάλου ἐδρασθῇ ἐπί ὑγειῶν, συνοδικῶν, κανονικῶν θεμελίων, οὕτως ὥστε νά ἀποτραποῦν καί νά θεραπευθοῦν σχίσματα, τά ὁποία ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τό παρελθόν ἀντιμετώπισε καί, δυστυχῶς, ἀντιμετωπίζει καί τήν σήμερον ἡμέραν.
4. Διά τήν τελικήν προετοιμασίαν καί διεξαγωγήν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καθίσταται ἀπαραίτητος, τό ταχύτερον δυνατόν, ἡ συμμετοχή εἰς τήν σύνθεσιν τῆς Γραμματείας Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν Σαμπεζῦ, ἑνός, τοὐλάχιστον, ἐκπροσώπου ἑκάστης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, κατόπιν προτάσεως τῶν ἰδίων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἡ Πανορθόδοξος Γραμματεία Προπαρασκευῆς καί Ὀργανώσεως τῆς Συνόδου καλεῖται ὅπως ἀναλάβῃ τίς ἁρμοδιότητες τῶν ἄχρι τοῦ νῦν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων καί τῶν Εἰδικῶν Διορθοδόξων Ἐπιτροπῶν, μετά τήν ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου των, ὥστε ἡ διεξαγωγή τῆς Συνόδου νά τελεσφορήσῃ.
5. Συμφώνως τῇ ἡμετέρᾳ προτάσει, διατυπωθεῖσα ἐν τῇ τελευταίᾳ Διασκέψει τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἡ καθ' ἡμᾶς Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας εἰσηγεῖται ὅπως ἡ Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις ἐξετάσῃ τήν σύστασιν Μονίμου Εἰδικοῦ Ταμείου ὥστε μέσῳ ἐτησίων εἰσφορῶν ἐκ μέρους ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τό Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν Σαμπεζῦ ἤ ἀλλοῦ, συγκεντρωθοῦν τά ἀπαραίτητα κεφάλαια ὄχι μόνον διά τήν κάλυψιν τῶν ἐξόδων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀλλά καί διά τήν μελλοντικήν ἐκκλησιαστικήν διακονίαν εἰς τήν προαγωγήν τῆς Πανορθοδόξου Ἑνότητος, τῆς ἀνά τόν κόσμον Πανορθοδόξου Ἱεραποστολῆς, εἰς τήν βοήθειαν εἰς ἐνδεεῖς Ἐκκλησίας, εἰς τήν προαγωγήν τῆς θεολογικῆς ἐκπαιδεύσεως, τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἔργου πανορθοδόξως, τῶν κοινῶν ἐκδόσεων κ.ο.κ.
Ἡ καθ' ἡμᾶς Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἐκφράζει τήν βαθυτάτην εὐγνωμοσύνην της πρός τήν πανορθόδοξον διακονίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, θεωρώντας ἐν ταυτῷ ὅτι ἡ Πρωτόθρονος Ἐκκλησία, εὑρισκομένη ἐπί αἰῶνες ἐπί μεγάλου Σταυροῦ, δέν ὑποχρεοῦται μόνη αὕτη νά ἐπωμίζεται τό οἰκονομικό βάρος τῆς πανορθοδόξου Διακονίας, συμφώνως πρός τό «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε καί οὕτως ἀναπληρώσετε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6, 2).
Αἱ ἀποφάσεις καί προτάσεις νά διαβιβασθοῦν ἁρμοδίως εἰς τούς Προκαθημένους ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Ὅθεν, διαβιβάζοντες τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διατελοῦμεν,

Ἐν Χριστῷ ἀδελφός τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου,
Μητροπολίτης Βελιγραδίου καί Καρλοβικίου
καί Πατριάρχης Σερβίας

+Εἰρηναῖος
Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, πληροφορηθείς τίς ἀνωτέρω προτάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, ἀπέστειλε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2015 συγχαρητήρια ἐπιστολή πρός τόν Πρόεδρό της Μακαριώτατο Πατριάρχη Σερβίας κ. Εἰρηναῖο, μαζί μέ τίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί τίς εἰσηγήσεις τῶν Σεβ. Ναυπάκτου καί Γόρτυνος.

Βεβαίως, ἡ κατάληξη τοῦ ἐξαιρέτου καί ἀξιολόγου αὐτοῦ κειμένου δέν ἦταν ἡ ἀναμενόμενη, διότι, σύμφωνα μέ τά ἄρθρα 8 καί 9 τοῦ κανονισμοῦ ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», «δέν εἶναι δυνατόν νά εἰσαχθοῦν στήν Σύνοδο πρός συζήτηση θέματα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν ἐγκριθεῖ ὁμοφώνως ἀπό τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις ἤ τίς Συνάξεις τῶν Προκαθημένων ἤ νέα θέματα» καί διότι «οἱ συζητήσεις περιορίζονται αὐστηρῶς μόνον στό ὁρισμένο γιά τήν συγκεκριμένη συνεδρία θέμα. Ἀπαγορεύεται οἱαδήποτε ἐκτός θέματος παρέμβαση, μέ ἄμεση ἀφαίρεση τοῦ λόγου ἀπό τόν ὁμιλοῦντα».

ΣΤ) Μαρτυρίες περί τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»

Σύμφωνα μέ τόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. αἰδ. πρωτοπρεσβ. π. Θεόδωρο Ζήση, ὑπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες, ἀπό τίς ὁποῖες προκύπτει ὅτι, κατὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦσε τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, ἐφ᾽ ὅσον βέβαια θὰ ἀνταποκρινόταν στὰ ὀρθόδοξα κριτήρια περὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων[17]. Αὐτό πίστευαν ὁ πατριάρχης κυρός Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἐξήγγειλε τὴν ἐναρκτήρια συνεδρία τῆς Προσυνόδου γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 1932[18], ὁ μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων, ἐκ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου καὶ πρωτεργάτης τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου σὲ πολλὲς φάσεις της[19], ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος, Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Ὑποθέσεων τοῦ Ἐξωτερικοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[20], ὁ γνωστὸς ἐπίσης Γέροντας καὶ Ἅγιος τώρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Βελιγραδίου, Ἰουστῖνος Πόποβιτς[21], ὁ ὅσιος Γέροντας π. Φιλόθεος Ζερβάκος[22], ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, στὸν ὁποῖο ὀφείλεται ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ σύγκληση τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», καί ὁ ὁποῖος κατανοοῦσε τὴν Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, ὅπως τὴν κατανοοῦσαν καὶ ὅσοι τὸ πρῶτον ἔθεσαν τὸ θέμα κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1920, ὅπως αὐτὸ φαίνεται στὶς συζητήσεις καὶ στὰ πρακτικὰ τοῦ συγκληθέντος στὴν Κωνσταντινούπολη «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τοῦ 1923[23], ὁ μητροπολίτης Σλίβεν κυρός Νικόδημος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας[24], ὁ μητροπολίτης Δαλματίας κυρός Στέφανος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας[25], ὁ μητροπολίτης Περιστερίου κυρός Ἀλέξανδρος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[26], ὁ μητροπολίτης Ἀξώμης κυρός Μεθόδιος, ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας[27], ὁ μητροπολίτης Μύρων κυρός Χρυσόστομος[28], καί ὁ ἀρχιμανδρίτης τότε καὶ τὼρα ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας καὶ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Βελιγραδίου κ. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς[29].

Ζ) Ἡ ἀλλαγή καί ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς φύσεως τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» μέ εὐθύνη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου

Ἀποκλειστική εὐθύνη γιά τήν ἀλλαγή καί ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς φύσεως τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» φέρει ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος καί οἱ συνοδοιποροῦντες αὐτῷ, ἐπειδή, ἐντελῶς ἀντικανονικά, ἀντισυνοδικά καί χωρίς καμμία πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀπορρίπτει τὴν περὶ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» γνώμη, ποὺ εἶχαν ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τοῦ Θρόνου, πρόεδροι τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ Διασκέψεων, ὅπως ὁ Γέροντάς του, Μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων Χατζῆς, καὶ ὁ Μύρων, μετέπειτα Ἐφέσου, κυρός Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀκυρώνει καὶ ἀνατρέπει τὴν σταθερὴ καὶ ἐπίσημη γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως τὴν καθόρισε ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ποὺ ἐπανέφερε θερμὰ καὶ δραστήρια τὸ θέμα τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, κατανοουμένης ὡς Οἰκουμενικῆς, ὅπως προαναφέραμε.


Τήν καινοφανή καί ἁμάρτυρη ὁδό τοῦ κ. Βαρθολομαίου ἀκολούθησε καί ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τούς Μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο, Περιστερίου κ. Χρυσόστομο, Καρυστίας κ. Σεραφείμ καί Ἠλείας κ. Γερμανό, ἐκπροσώπησαν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στὶς Προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις καί στίς Συνάξεις τῶν Προκαθημένων, καί ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας ἀπό τούς 24 ἐπισκόπους τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού θά συμμετέχει στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», καί θά ἀποτελέσει μέλος τῆς Γραμματείας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»[30]. Στὴν ἐπίσημη ἐνημέρωση, ποὺ ἔκανε ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 8 Ὀκτωβρίου τοῦ 2014, εἶπε ἐπὶ λέξει μὲ αὐθεντικὴ ἀπόφανση, ποὺ δὲν ἐλήφθη ποτὲ συνοδικῶς, ὅτι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν ἔχει τὸν χαρακτήρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου : «Ἡ ἰδία ἡ θεματολογία, ὡς αὕτη καθωρίσθη πανορθοδόξως καὶ ὁμοφώνως, καὶ ὁ σκοπὸς τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καὶ τὸν χαρακτῆρα Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχὶ ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ᾽ ὡς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας»[31].


Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ἐνημερώνοντας ἁπλῶς τὴν Ἱεραρχία τοῦ Θρόνου στίς 29-9-2015, ἡ ὁποία ἐντελῶς ἀντικανονικῶς κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνῆκε σὲ ἄλλο σῶμα, στὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἶπε : «Δευτέρα παρατήρησις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου εἶναι ἡ διευκρίνησις περὶ τῆς φύσεως τῆς συγκαλουμένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Κατὰ τὴν ἐπιλογὴν τῆς ὀνομασίας τῆς Συνόδου ταύτης ὑπὸ τῆς Α´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἀπεφεύχθη συνειδητῶς ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν καλοῦνται ὡς μέλη αὐτῆς οἱ ἐκ τῆς Δύσεως Χριστιανοί, ὡς συνέβαινε πάντοτε ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν σύγκλησιν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ αὐθεντία τῆς Συνόδου ταύτης ἐκτείνεται συνεπῶς, μόνον εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χωρὶς τοῦτο νὰ σημαίνῃ ὅτι δὲν δύναται νὰ λάβῃ αὕτη ἀποφάσεις ἀναφερομένας εἰς τὰς σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»[32].


Κατ’ἀρχήν, πρέπει να ὑπογραμμσθεῖ ἐμφαντικά ὅτι ποτὲ ἡ Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη δεν ἀποφάσισε ὅτι ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι Οἰκουμενική. Αὐτό εἶναι μέγα ψεῦδος καί διαστρέβλωση ἐκ μέρους τοῦ κ. Βαρθολομαίου.


Ἐπὶ πλέον ὑπάρχει καταχωρημένη στὰ Πρακτικὰ «Ἔκθεσις τοῦ Γραμματέως ἐπὶ τῆς πορείας τῆς προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου» τοῦ Μητροπολίτου Ἑλβετίας κυροῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ καλυτέρου γνώστη ὅλων τῶν σχετικῶν θεμάτων, λόγῳ τῆς ἐνεργοῦ καὶ ἐκτεταμένης συμμετοχῆς του, ἡ ὁποία διαψεύδει τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ κ. Βαρθολομαίου περὶ τῆς ἀπουσίας τῶν ἐκ Δύσεως Χριστιανῶν, ὡς λόγου γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν καλεῖται ἡ Σύνοδος Οἰκουμενική, καὶ ἐκφράζει τὴν ὀρθὴ ἄποψη ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα τῶν Συνόδων ἀναγνωρίζεται ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μαρτυρία μάλιστα αὐτὴ τοῦ Γραμματέως ἐπιβεβαιώνει προσθετικὰ ὅτι ἡ Σύνοδος ἐθεωρεῖτο Οἰκουμενική, ἔστω καὶ ἂν δὲν ὀνομαζόταν Οἰκουμενική. Παραθέτουμε ἐπὶ λέξει τὴν γνώμη τοῦ Γραμματέως τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου : «Ἂς σημειωθῇ ἐνταῦθα ὅτι μεταξὺ τῶν ὅρων, οἱ ὁποῖοι ἐκ τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας προσεφέροντο διὰ τὴν ὀνομασίαν τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἤτοι τοῦ ὅρου Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» καὶ τοῦ ὅρου “῾Αγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, προετιμήθη τελικῶς ὁ δεύτερος, καὶ τοῦτο διότι, ἂν καὶ ὑπῆρξαν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας Σύνοδοι συγκληθεῖσαι ὡς «Οἰκουμενικαί», τὸν χαρακτῆρα τούτων ὡς Οἰκουμενικῶν προσέδωκεν εἰς αὐτὰς τελικῶς ἡ κοινὴ συνείδησις τοῦ πληρώματος. Οὕτω συνέβη ὥστε ἔνιαι ἐκ τῶν ὡς Οἰκουμενικῶν συγκαλουμένων νὰ ἀποβαίνουν τοπικαὶ εἰς τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀντιστρόφως ἔνιαι τοπικῶν Οἰκουμενικαί.

Ἡ ἐν Σαρδικῇ π.χ. συγκληθεῖσα Σύνοδος (343) συνεκλήθη μὲν ὡς Οἰκουμενική, ἐθεωρήθη ὅμως τελικῶς τοπική· ὁμοίως δὲ καὶ ἡ ἐν Ἀριμίνῳ τοῦ 359. Ἀντιθέτως ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ 381 συνεκλήθη μὲν ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου ὡς Σύνοδος τοῦ Ἀνατολικοῦ Τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας αὐτοῦ, ἀνεγνωρίσθη ὅμως ὡς Οἰκουμενικὴ 150 ἔτη ἀργότερον, δι᾽ ἀποφάσεων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451). Ὁ οἰκουμενικὸς ἢ μὴ χαρακτήρ μιᾶς Συνόδου, παρατηρεῖ ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, κρίνεται κυρίως ἐκ τῆς σωτηριολογικῆς αὐτῆς σπουδαιότητος διὰ τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα, αὕτη δὲ δὲν δύναται νὰ προεξοφληθῇ ἐκ τῶν προτέρων. Δι᾽ ὅλους τούτους τοὺς λόγους ὀρθῶς τελικῶς ἐπελέγη ὁ ὅρος : “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, ὅρος διὰ τοῦ ὁποίου ἀπεκάλουν ἑαυτὰς καὶ αἱ προηγούμεναι Σύνοδοι»[33].


Ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, σὲ κείμενό του, σχολιάζοντας πολλὰ σημεῖα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ποὺ ἐξεφώνησε πρὸς τοὺς Ἱεράρχες τοῦ Θρόνου στὸ Φανάρι, γιὰ τὸ θέμα τοῦ ὀνόματος τῆς Συνόδου, μεταξὺ ἄλλων λέγει καὶ τὰ ἑξῆς : «Ἡ θέση τοῦ Παναγιωτάτου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν δύναται πλέον νὰ συγκαλεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐξ αἰτίας τῆς μὴ συμμετοχῆς τῶν Δυτικῶν, εἶναι παντελῶς ἐσφαλμένη. Οὐσιαστικὰ διακηρύσσει μὲ τὴν θέση του αὐτὴ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐλλειματική, ἀσθενὴς καὶ ἀτελὴς Ἐκκλησία, καὶ μόνο ὅταν “ἑνωθεῖ” μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ θὰ εἶναι τέλεια Ἐκκλησία, ὁπότε θὰ μπορεῖ τότε μαζὶ μὲ τοὺς Δυτικοὺς νὰ συγκαλεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ θέση, ὅμως, αὐτὴ ἀπέχει παρασάγκας ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία»[34].


Γιατί ἔγινε, λοιπόν, αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς φύσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»; Εἶναι προφανές ὅτι ἔγινε γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρισθοῦν ὡς Οἰκουμενικὲς οἱ ἀντιπαπικὲς σύνοδοι τοῦ 879 καὶ τοῦ 1351. Ἐπειδὴ μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ὡς τοιαύτη, πρέπει νὰ ἐπικυρώσει τὶς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὶς δύο ἀντιπαπικὲς συνόδους τοῦ Ἁγίου Φωτίου (879-880) καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), οἱ δικοί μας φιλοπαπικοὶ ἡγέτες ἐπ᾽ οὐδενὶ θὰ ἤθελαν νὰ εὑρεθοῦν μπροστὰ σὲ τέτοιο ἐνδεχόμενο. Ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, στὸ μνημονευθὲν ἄρθρο του γιὰ τὴν Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, γράφει : «Ἡ Σύνοδος αὐτὴ κατ᾽ ἀρχὴν προγραμματίσθηκε ὡς Οἰκουμενική, ἔστω καὶ ἂν ὀνομάστηκε Πανορθόδοξη. Ὅμως, τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ οἰκουμενιστὲς τὴν ἀποχαρακτήρισαν καὶ διέγραψαν τὸν Οἰκουμενικό της χαρακτῆρα. Διότι, ἂν συγκαλοῦνταν ὡς Οἰκουμενική, θὰ εἶχε τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀναγνωρίσει ὡς 8η καὶ 9η Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὶς ἐπὶ Μ. Φωτίου καὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ! Αὐτό, ὅμως, θὰ ἐνοχλοῦσε τὸ Βατικανό, ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ Σύνοδοι καταδικάζουν τὸν Παπισμό, ὡς αἵρεση».


Ἡ μή ἀποδοχή τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ἔχει ὡς συνέπεια τήν μή ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ὡς Οἰκουμενικῶν καί ἄρα τόν μή χαρακτηρισμό τοῦ Παπισμοῦ ὡς αἱρέσεως. Ἑπομένως, μποροῦν ἄνετα οἱ Οἰκουμενιστές, μεταπατερικῷ και μετασυνοδικῷ τῷ τρόπῳ, νά ἀποκαλοῦν την αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ὡς «ἐκκλησία», ὅπως καταδεικνύεται στό ἀπαράδεκτο ἐκκλησιολογικά καί γι’αὐτό ἀπορριπτέο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», καί ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν μπορεῖ νά συνεχίσει ἀπρόσκοπτα τόν ἀτέρμονα καί ἀλυσιτελή διάλογο, ὁ ὁποῖος τόν τελευταῖο καιρό ἔχει ὡς ἀντικείμενο ἐρεύνης τό θέμα «Πρωτεῖο καί Συνοδικότητα».


Η) Ἡ ὑποτίμηση τῆς Θ’ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἀπό τόν Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα


Εἶναι σημαντικότατη ἡ μαρτυρία τοῦ Σεβ. Μητρ. Ἐλευθερουπόλεως
κ. Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς Ἱεράρχες τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, πού συμμετεῖχαν στήν Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, ἡ ὁποῖα συνεκλήθη στό Φανάρι ἀπό 29-8 ἕως 2-9-2015, σχετικά μέ τήν θέση, πού ἐξέφρασε ὁ Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννης, κατά τήν εἰσήγησή του[35], περί τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὁ κ. Χρυσόστομος σέ ἄρθρο του, πού δημοσιεύθηκε στό περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλευθερουπόλεως «Ἄμβων Παγγαίου», ἀφοῦ περιγράφει τά τεκταινόμενα τῆς Συνάξεως, ὑποστηρίζει ὅτι «διεφάνη στά λόγια τοῦ συμπροεδρεύοντος κάποια ὑποτίμηση ἀρχαίου καί ἐπιφανοῦς ἐκκλησιαστικοῦ διδασκάλου. Ποίου; Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί γενικώτερα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κινήματος τοῦ Ἡσυχασμοῦ»[36].

Ὁ Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννης, σέ ἀπαντητική ἐπιστολή του πρός τόν Σεβ. Μητρ. Ἐλευθερουπόλεως στίς 11-1-2016, γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων :

«Αὐτό πού γράφετε ἀγγίζει τά ὅρια τῆς συκοφαντίας. Τό κείμενο τῆς ὁμιλίας μου ὑπάρχει καί εἶναι σαφές. Τό παραθέτω :

«Τέλος, δ) Αἱ ἀναφυεῖσαι διαφοραί μεταξύ Ὀρθοδόξου καί δυτικῆς Θεολογίας κατά τάς Ἡσυχαστικάς ἔριδας τόν 14ον αἰῶνα παραμένουν διά πολλούς Ὀρθοδόξους σημαντικαί δι' οἷανδήποτε προσέγγισιν τῶν δύο πλευρῶν. Ἡ περί θείας Χάριτος διδασκαλία ἐμφανίζει ἀποκλίσεις, αἱ ὁποῖαι πρέπει νά ἐξετασθοῦν.


Γιατί «διά πολλούς» καί ὄχι «δι’ὅλους» τούς Ὀρθοδόξους Θεολόγους ὅπως θά ἤθελαν ὡρισμένοι ἀπό τούς συμμετέχοντες εἰς τήν Σύναξιν ἀδελφούς; Ἰδού τί γράφει ὁ ἀείμνηστος διαπρεπής καί κάθε ἄλλο παρά «φιλελεύθερος» Ὀρθόδοξος δογματολόγος Ἰωάννης Καρμίρης :
Στό βιβλίο του Σύνοψις τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας (Ἀθῆναι 1960, σ. 12 ἑξ) κατατάσσει τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων 1341 καί 1351 περί Ἡσυχασμοῦ εἰς τά ‘’μεταγενέστερα (ἀπό τοῦ θ΄ αἰῶνος καί ἐντεῦθεν γραφέντα) ἁπλᾶ συμβολικά κείμενα ἤ βιβλία, τά ὁποῖα δέν εἶναι οὔτε σύμβολα ἐν τῇ κυρίᾳ καί παλαιοχριστιανικῇ ἐννοίᾳ… ἀλλ’εἶναι ἁπλαί καί ἐλλιπεῖς Ὀρθόδοξοι δογματικαί συμβολικαί συγγραφαί… Διότι οὐδέν τῶν κειμένων τούτων ἔχει συνταχθῆ ἤ ἐπικυρωθῆ ὑπό οἰκουμενικῆς ἤ πανορθοδόξου τινός Συνόδου οὐδ’ἀναπτύσσει θετικῶς καί ἀλαθήτως καί πλήρως ἅπασαν τήν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν ὀλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας… Τοῦτων οὕτως ἐχόντων δέν ἐπιτρέπεται τά ἐν λόγῳ κείμενα νά χρησιμοποιοῦνται ὡς κύρια καί πρωτεύουσα πηγή τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας’’.


Παρόμοιες θέσεις ἔχουν ἐκφράσει καί ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι (Τρεμπέλας, Ρῶσσοι θεολόγοι κ. ἄ.). Δεν πρόκειται, συνεπῶς, περί «ὑποτιμήσεως» τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὑπό τοῦ «συμπροέδρου», ὅπως ἐσπεύσατε δηλητηριωδῶς νά τίς ἐμφανίσετε, ἀλλά περί θέσεων γνωστῶν διαπρεπῶν Ὀρθόδοξων δογματολόγων, πρᾶγμα τό ὁποῖον ὑποτίθεται ὅτι γνωρίζουν ὅσοι ἔλαβαν πτυχίον θεολογίας»[37].
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Σεβ. Μητρ. Ἐλευθερουπόλεως κ. Χρυσοστόμου στίς παραπάνω θέσεις τοῦ Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννου εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι « …«ἀντέστη» εὐθαρσῶς στίς διατυπωθεῖσες ἀπόψεις του περί τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί τοῦ ἁγίου πρωταγωνιστοῦ του, ὄχι τυχαῖο μέλος τῆς Συνάξεως τῶν ἀρχιερέων, ἀλλά νέος ἀρχιερεύς, ἐπίσης ἀκαδημαϊκός διδάσκαλος καί μάλιστα τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.


Τί, λοιπόν, ὁ ὑποφαινόμενος καί ἄλλοι ἴσως, πού ἔγιναν ἀκουσίως μάρτυρες τῆς διχογνωμίας τῶν δύο ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, ἑνός παλαιοῦ καί ἑνός νεωτέρου, λογικά περίμεναν; Ὡς σοφός καί ἐπιστήμων, ὁ Σεβασμιώτατος, καταστέλλων τόν θόρυβον τῆς ψυχῆς, ἀπό τήν ἀπρεπή ἀναφορά τοῦ τιμίου ὀνόματός του σέ ἕνα ἄρθρο ἀσήμαντου θρησκευτικοῦ περιοδικοῦ, «ἐν πραύτητι σοφίας», ὡς ὀφειλέτης «σοφοῖς τε καί ἀνοήτοις» κατά τόν Ἀπόστολο, νά γράψει, ὅτι τιμᾶ καί σέβεται, ὅπως ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, αἰῶνες τώρα, τόν ἐπιφανέστατο Πατέρα καί Διδάσκαλό μας, Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.

Ἀντί ὅμως τούτου ἐπέμεινε στήν ἀρχική του θέση, ὅτι, δηλαδή, ἀνήκει στούς ὀλίγους, οἱ ὁποῖοι δέν δίνουν τόση βαρύνουσα σημασία στίς συνόδους τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, οἱ ὁποῖες στό πλαίσιο τῶν Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων τοῦ 14ου αἰῶνος, τράβηξαν (ἄς ἐπιτραπεῖ μία γνωστή ἔκφραση τῶν ἡμερῶν μας) τίς κόκκινες γραμμές ἀνάμεσα στήν ἁγία Ὀρθοδοξία μας καί τόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Καί ὡς σύμμαχο μάλιστα γενναῖο τῶν ἀπόψεών του ἔφερε τόν μακαρίτη Καθηγητή Ἰ. Καρμίρη, πού ἀποφαίνεται ὄχι τόσο θετικά γιά τίς συνόδους ἐκεῖνες, ἀφοῦ τούς δίνει τόν ὄχι κολακευτικό χαρακτηρισμό τῆς «σχετικῆς καί ἐπικουρικῆς καί δευτερεύουσας» πηγῆς τῆς πίστεώς μας.

Ἀλλά, εὐλαβῶς ἄς ἐρωτήσουμε στό σημεῖο αὐτό. Ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ προηγούμενη παρατήρηση τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ προσφέρεται γιά πολλή διερεύνηση καί προσεκτική ἐξέταση, κυρίως στό ζήτημα, τί προσέφεραν στήν Ἐκκλησία καί τό δόγμα της ἐκεῖνες οἱ σύνοδοι, ὑπό τήν πνοήν τοῦ Ἁγίου Πατρός μας Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μπορεῖ νά ἐρωτήσει κάποιος : ἄραγε τό κύρος τῶν ἀποφάσεων μιᾶς ἁγίας ἐκκλησιαστικῆς συνόδου ἐξαρτᾶται ἀπό τήν γνώμη ἑνός πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ της Θεολογίας; Περισσότερη μάλιστα ἐμπιστοσύνη θά εἴχαμε γιά τίς ὅποιες ἀπόψεις του, ἐάν μπροστά μας εἴχαμε τήν προσεκτική, προσωπική ἔρευνά του αὐτῶν τῶν συνόδων καί τά πειστικά του ἐπιχειρήματα ἀπό τήν ἐνδελεχή καί σοβαρή μελέτη τους. Κάτι τέτοιο ὅμως δέν ἔχομε ἐκτός ἀπό μία ἀφοριστική του καί γενικώτατη παρατήρηση.

Ἔπειτα λίγες φορές θεράποντες τῆς ἱερᾶς Ἐπιστήμης ἀστόχησαν θλιβερῶς στά συμπεράσματά τους καί δέχθηκαν κατόπιν δικαίως τίς παρατηρήσεις τῆς Ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας;…


Δεύτερον μποροῦμε νά ἀντιτάξουμε στόν Ἅγιο Περγάμου, πού ἀνήκει στούς λίγους, πού δέν δίνουν τή σημασία, ὅπως δίνουμε ἐμεῖς οἱ πολλοί, στίς συνόδους τοῦ 1341 καί 1351, οἱ ὁποῖες νομοθετοῦν, καθοδηγούμενες ἀπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί ἄλλους διαπρεπεῖς σύγχρονους ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι δίνουν ὡς ἐπιστήμονες τή σημασία τῶν πολλῶν γιά ἐκεῖνες τίς συνόδους καί ἐπιδεικνύουν ἀμέριστο σεβασμό στίς ἀποφάσεις των. Τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μας ἐκλεκτοί Ἱεράρχες, λόγιοι καί ἐπιστήμονες, (π.χ. ὁ Ἅγιος Πειραιῶς, ὁ Ἅγιος Γόρτυνος) ὅταν ἦλθε στήν ἐπικαιρότητα ἡ πνευματική ἀξία τῶν ἐν λόγῳ συνόδων, ἀπαρίθμησαν τά ὀνόματα ἀρκετῶν ἐπιστημόνων, πού ἀντιτίθενται στή γνώμη τῶν λίγων, ὅπως τοῦ ἁγίου Περγάμου, στό θέμα μας.


Καί πρίν λίγο, σέ σοβαρό θρησκευτικό ἔντυπο, διαβάσαμε ἔκπληκτοι τήν ἑξῆς πληροφορία : «Ὁ Πατριάρχης Σερβίας Εἰρηναῖος ζήτησε ἀπό τήν ἐπιτροπή προετοιμασίας τῆς μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου τοῦ 2016 νά προστεθεῖ στή θεματολογία της, ὡς βασική προϋπόθεση γιά τήν πραγματοποίηση της, ἡ ἀναγνώριση ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν Συνόδων τοῦ Μ. Φωτίου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ…» (Ἀπολύτρωσις –Φεβρουάριος 2016)»[38].


Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ὡς Οἰκουμενικῶν ἔπρεπε νά συμπεριληφθεῖ ὡς τὸ κύριο, καίριο καὶ προεξάρχον θέμα τῆς μελλούσης νὰ συνέλθει «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει ἀποδεχθεῖ ὅτι ἡ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι διαφοροποιοῦν ριζικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν πατερικὴ συνέχειά της ἀπὸ τὸν «χριστιανισμό» τῆς Δύσεως.

Ἡ ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν μετ’ αὐτῶν ὁμοφρονοῦντων μεθοδευομένη μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» τοῦ 2016, ὅπως μὲ σαφήνεια διαζωγραφεῖται ἐκ τῶν προσυνοδικῶν πανορθοδόξων διασκέψεων αὐτῆς καί ἐκ τῶν τελικῶν κειμένων της, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀπεργάζεται τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν ἐκκλησιῶν! Ὑπ’αὐτές τίς συνθῆκες, εὐχόμαστε νὰ μὴ συνέλθει ποτέ!

Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ὅπως ἀναμένεται, δὲν πρόκειται νά ἀναγνωρίσει τὶς δύο Συνόδους ὡς Οἰκουμενικές. Γι’αὐτό θὰ εἶναι μία Οἰκουμενιστικὴ Σύνοδος. Ἀλλὰ, ὅπως τότε ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀντίδραση καὶ ἀντίσταση ἐλαχίστων κορυφῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, προεξάρχοντος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ στήριξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κατάφεραν νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ χαρακτηρισθεῖ ψευδοσύνοδος ἡ αἱρετικὴ καὶ ληστρικὴ σύνοδος τῶν Φεράρας-Φλωρεντίας, ἔτσι καὶ σήμερα ὁ εὐσεβής κλῆρος καί ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς ἡ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἔσχατος κριτῆς της θὰ ἀντιδράσει καὶ θὰ ἀντισταθεῖ στά σχέδια τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»[39].


[1] Γραμματεία ἐπί τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Συνοδικά ΙΙ, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Chambesy Γενεύης 1978, σ. 42.
[2] Σχ. βλ. τό ἀνακοινωθέν τῆς Σύναξης τῶν Προκαθημένων 28-1-2016, http://www.romfea.gr/epikairotita-xroni ... kathimenon
[3] http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofa ... niko-kosmo
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κων/λει ἐν ἔτει 879-880 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς», Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3, (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2014) 405-427.
[5] ἄρθρο 5, παρ. 11
[6] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 36-38.
[7] Ματθ. 16, 18-19.
[8] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 366-370.
[9] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῇ καθιερώσει τῆς 8ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, http://www.imp.gr/images/Poimantorikes/ ... menikh.pdf,
[10] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΟΡΤΥΝΟΣ κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ, «Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κων/λει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς», Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3, (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2014) 428-439.
[11] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος ἐπί τῇ καθιερώσει τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἱερᾶς Μνήμης τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων τῶν συγκροτησάντων τάς Η΄ (8ην) καί Θ΄ (9ην) Οἰκουμενικάς Συνόδους, 16-12-2013, http://www.impantokratoros.gr/77C7A061.el.aspx
[12] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Περί Η΄καί Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων», Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2014) 440-446, http://thriskeftika.blogspot.gr/2014/10 ... st_62.html
[13] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορικές ἐγκύκλιοι ἐπί τῇ καθιερώσει τῶν 8ης και 9ης Οἰκουμενικῶν Συνόδων, http://www.imp.gr/images/Poimantorikes/ ... menikh.pdf,
http://www.imp.gr/images/Poimantorikes/ ... menikh.pdf
[14] Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, 6-3-2016 http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog-post_6.html
[15] http://www.imp.gr/home-4/anakoino8enta- ... y-2015/50- ανακοινωθέντα-δελτία-τύπου-2015/974-επιστολήν-πρός-τόν-μακαριώτατον-πατριάρχην-σερβίας-κ-κ-ειρηναιον.html
[16] http://www.romfea.gr/diafora/6182-kanon ... is-sunodou
[17] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Μεταλλαγμένη καί ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δυσμενεῖς ἐξελίξεις κατὰ τὴν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἐν Ὀρθόδοξος Τύπος 6-3-2015 καί Θεοδρομία ΙΖ΄ 1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2015) 3-9.
[18] Ὁ Πατριάρχης κυρός Φώτιος ἐχάραξε συγχρόνως καὶ τὰ ὅρια τῶν ἁρμοδιοτήτων της, λέγοντας ὅτι ἁπλῶς θὰ μελετήσει τὰ ὁρισθέντα ἀπὸ τὴν Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1930) θέματα, χωρὶς δεσμευτικὲς ἀποφάσεις, «καθὼς τῇ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ μόνῃ ἀπόκειται ὅπως ἀποφασίσῃ ἐγκύρως καὶ ὑποχρεωτικῶς περὶ πάντων», ἐννοώντας τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο. Σχ. βλ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΒΑΡΕΛΛΑ, Διορθόδοξοι καὶ Οἰκουμενικαὶ Σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τόν Κ´ αἰῶνα, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 58, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσ/κη 1994, σ. 110.
[19] Ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων, προλογίζων τὴν ἔκδοση τῆς περιοδικῆς ἐκδόσεως «Συνοδικά», τὴν ὁποία ἐξέδιδε ἡ «Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» μὲ ἕδρα τό «Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» εἰς Chambésy Γενεύης, ἔγραφε τὰ ἑξῆς : «Ὁδεύοντες τὴν ὁδὸν τῆς προπαρασκευῆς, εὑρισκόμεθα εἰς τὸ σημεῖον τῆς ὑγιοῦς ἐπισημάνσεως καὶ διατυπώσεως τοῦ κέντρου τῆς Συνόδου, τοῦθ᾽ ὅπερ δὲν εἶναι εὐχερές, δοθέντων δύο τινῶν, πρῶτον τῆς ἀποστάσεως τῶν δώδεκα αἰώνων ἀπὸ τῆς τελευταίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ δεύτερον τῶν ἐν τῷ μεταξὺ ἐπελθουσῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ἀνακατατάξεων καὶ πνευματικῶν διαμορφώσεων, μάλιστα δὲ τῆς σημειωθείσης ἐπαναστατικῆς ἀλλαγῆς εἰς τὴν θέσιν καὶ τὰς πνευματικὰς ἀνάγκας τοῦ συγχρόνου πιστοῦ, ἐν μέσῳ ἑνὸς νέου, βαθύτατα ἐκκοσμικευμένου καὶ τεχνοκρατουμένου κόσμου. Διότι, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἓν γεγονός, μία ἐνέργεια ποὺ ἐμπίπτει εἰς τὸ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας συνεχιζόμενον σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Ἱδρυτοῦ καὶ Κυρίου Αὐτῆς, τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως εἶναι θεανθρώπινον», Σχ.βλ. Συνοδικὰ Ι, Γενεύη 1976, σ. 9. Ἐπίσης, στὴν ἐναρκτήρια ὁμιλία του στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28 Νοεμβρίου 1976) εἶπε : «Κατὰ θείαν Οἰκονομίαν συμπίπτει ἡ εἴσοδος τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς ὑπάτης αὐθεντίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, πρὸς τὴν ἁγίαν ταύτην ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου», ὅ.π. σ. 28. Τέλος, ἀπαντώντας σὲ αἴτημα τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας νὰ περιληφθεῖ στὸν κατάλογο τῶν θεμάτων καὶ ἕνα εἰδικὸ θέμα, ποὺ ἀπασχολοῦσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, εἶπε : «Δι᾽ ἓν τοιοῦτο ζήτημα δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη ἀποφάνσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ἐπιλυθῆ τοῦτο τοπικῶς κατ᾽ οἰκονομίαν», ὅ.π., σ. 104.
[20] Σὲ εἰσήγηση, ποὺ ἔκανε ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος, ἐνώπιον τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης, στὶς 6 Φεβρουαρίου 1973, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Φωτίου, εἶπε τὰ ἑξῆς γιὰ τὸ θέμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου : «Μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐγένετο δὶς ἀπόπειρα συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μία συνεκλήθη τῷ 879 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ σήμερον τιμωμένου μεγάλου Ἱεράρχου καὶ ἡ ἄλλη βραδύτερον τῷ 1341 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλ᾽ οὐδεμία ἐξ αὐτῶν ἀνεγνωρίσθη τελικῶς ὡς Οἰκουμενική. Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε τὸ 787. Ἔκτοτε παρῆλθον 1196 ἔτη χωρὶς νὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ συγκληθῇ ἄλλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, παρὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀναγκῶν καὶ τὸ μέγεθος τῶν προβλημάτων, ἅτινα ἐγεννήθησαν διὰ μέσου τῶν αἰώνων, συνεπείᾳ κυρίως τῶν ἐπελθουσῶν μεταβολῶν εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικώτερον εἰς τὸν κόσμον... Κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τοῦ αἰῶνος μας ἤρχισε νὰ γίνεται πολλὴ συζήτησις γύρω ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατ᾽ ἀρχὴν αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἐσκέφθησαν νὰ συγκαλέσουν μίαν Προσύνοδον, ἀντὶ τῆς Οἰκουμενικῆς, τῆς ὁποίας μάλιστα τὰ θέματα διετυπώθησαν εἰς τὸν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καταρτισθέντα κατὰ τὸ 1932 κατάλογον. Ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, μέσα εἰς τὰς μεγάλας του προοπτικάς, συνέλαβε τὸ νόημα τῆς συγκλήσεως ἀπ᾽ εὐθείας μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου χωρὶς νὰ μεσολαβήση Προσύνοδος, τὴν ὁποίαν μάλιστα ὠνόμασε “Μεγάλην Σύνοδο ν” καὶ πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, ἐν προπαρασκευαστικῷ σταδίῳ, συνεκάλεσε τὰς ἑκασταχοῦ Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τρὶς εἰς τὴν Ρόδον κατὰ τὰ ἔτη 1961, 62, 63». Συμπληρώνοντας δὲ στὴ συνέχεια τὶς σκέψεις καὶ ἐκτιμήσεις του περὶ τῆς Συνόδου γράφει : «Καὶ ἤδη, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ θέμα τῆς Μεγάλης Συνόδου. Εἶναι ἀληθές, ὅτι τὴν Ἱερὰν Σύνοδον κατέχει ἱερὸν δέος μὲ αὐτὴν τὴν ὄντως μεγάλην καὶ ὑψηλὴν καὶ ἱερωτάτην ὑπόθεσιν. Καὶ δικαίως, διότι πρόκειται νὰ συνέλθῃ μία Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς τὴν Η´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Εἶναι ὄντως τοῦτο γεγονὸς μέγιστον διὰ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἱστορικῆς», Σχ.βλ. ὅ.π., σσ. 17-21.
[21] Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Σύνοδος συνεκαλεῖτο ὡς Οἰκουμενικὴ μὲ ἄρθρο του, ποὺ ἐκυκλοφορήθη σὲ ἰδιαίτερο φυλλάδιο στὴν ἑλληνικὴ μὲ τίτλο : «Ἐπικίνδυνος ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου». Μεταξὺ ἄλλων γράφει, ἐκφράζοντας ἰσχυρὲς ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν καταλληλότητα τῶν καιρῶν πρὸς σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου : «Προσωπικῶς, δὲν βλέπω ὅτι κατὰς τὰς σημερινὰς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ, τότε ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας», ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἐπικίνδυνος ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἀθῆναι 1971, σ. 9.
[22] Ὁ Γέρων π. Φιλόθεος σὲ σημαντικὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Περὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» ἐκφράζει παρόμοιες ἐπιφυλάξεις μὲ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο. Γράφει : «Ὥστε ὅλως περιττὴ νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ ζητημάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθῆ διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ θεόσοφοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας», Σχ. βλ. Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (Ὁ οὐρανοδρόμος ὁδοιπόρος), τ. Β´, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/κη 1988, σσ. 43-49 καὶ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς στὴν ἐπικαιρότητα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 2014, σ. 101 κ.ἑξ.
[23] Περὶ τοῦ ὅτι ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας τὴν προετοίμαζε ὡς Οἰκουμενικὴ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία. Σὲ ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου πρὸς τοὺς Ἀρχηγοὺς τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς 12ης Φεβρουαρίου 1951 ἐγράφετο : «Τὰ ἐν τῇ διαρροῇ τῶν αἰώνων καὶ τῇ ἀκατασχέτῳ ἐξελίξει τῆς κονωνικῆς ζωῆς ἀνακύψαντα καὶ ὁλονὲν ἐπαυξανόμενα γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς φύσεως καὶ κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ζητήματα δεόντως ἐκτιμῶν ὁ καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς καὶ Πατριαρχικὸς Οἰκουμενικὸς Θρόνος, ἔγνω, τῇ μακραίωνι παραδόσει στοιχῶν καὶ τῷ κανονικῷ αὐτοῦ δικαιώματι χρώμενος, ἐν καιρῷ προτεῖναι ταῖς ἀδελφαῖς Ἁγιωτάταις Ἐκκλησίαις, πρὸς τὴν προσήκουσαν τούτων μελέτην καὶ ἐπίλυσιν τὴν σύγκλησιν μεγάλης Οἰκουμενικῆς Συνόδου», Σχ. βλ. Ὀρθοδοξία 26 (1951) 118-120 καὶ Συνοδικὰ ΙΙ, 1978, σ. 140, ὑποσημ. 1 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ποιός καί γιατί ἄλλαξε τόν οἰκουμενικό χαρακτῆρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»; ἐν Ὀρθόδοξος Τύπος (18/25-12-2015), http://www.impantokratoros.gr/81E5B678.el.aspx
[24] Ὁ μητροπολίτης Σλίβεν κυρός Νικόδημος, στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28 Νοεμβρίου 1976) εἶπε : «Εἰς τὰ λεχθέντα ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἀξώμης παρατηρῶ, ὅτι κάθε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μετὰ τὴν πρώτην, εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν συζητήσεων αὐτῆς ἐπιβεβαίωνε τὰς εἰς τὴν πίστιν ἀναφερομένας προγενεστέρας ἀποφάσεις, τὰς διαλαμβανομένας οὐ μόνον ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους δογματικοὺς ὅρους (π.χ. ἡ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος). Ἑπομένως θὰ ἠδυνάμεθα καὶ ἡμεῖς νὰ ἀκολουθήσωμεν τὴν παράδοσιν ταύτην». Σχ. βλ. Συνοδικὰ ΙΙ, σσ. 19-20.
[25] Ὁ μητροπολίτης Δαλματίας κυρός Στέφανος στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28 Νοεμβρίου 1976) ἀνέφερε τὶς συμβουλὲς, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ πατριάρχης Σερβίας Γερμανός : «Ἡ συμπεριφορά σας νὰ εἶναι τοιαύτη ὡσεὶ νὰ τελῆτε ἱερὰν λειτουργίαν, διότι προκειμένου περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πρόκειται περὶ μυστηρίου οἰκουμενικῆς σημασίας, περὶ μεγάλου χαρισματικοῦ μυστηρίου Νέας Πεντηκοστῆς», ὅ.π., σ. 55.
[26] Ὁ μητροπολίτης Περιστερίου κυρός Ἀλέξανδρος, στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28 Νοεμβρίου 1976), ἀνέγνωσε μήνυμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σεραφείμ, ποὺ ἔλεγε : «Μὲ κατάνυξιν καὶ φόβον Θεοῦ ἐπικαλούμεθα τὴν ἐπίπνοιαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως κατευθύνῃ τὰς σκέψεις τῶν ἁγίων ἀδελφῶν, ὥστε ἐμφορούμενοι ὑπὸ “νοῦ Χριστοῦ” καὶ στοιχοῦντες ἐπὶ τὰ ἴχνη τῶν προλαβουσῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἐν πολλῇ συνέσει νὰ βουλεύωνται οἱ σεβάσμιοι σύνεδροι “τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα” τῇ Ἁγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον», ὅ.π., σ. 59.
[27] Ὁ μητροπολίτης Ἀξώμης κυρός Μεθόδιος, στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28 Νοεμβρίου 1976), εἶπε : «Παρ᾽ ὅλας αὐτὰς τὰς δυσχερείας καὶ πολλὰς ἄλλας ἐξ ἄλλων λόγων τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον συνέλαβε τὴν ἰδέαν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, παρέκαμψεν ὅλας τὰς δυσκολίας, ἃς ἐμφανίζει ἡ σύνθεσις τῶν ὀρθοδόξων πραγμάτων», ὅ.π., σσ. 81-82.
[28] Ὁ μητροπολίτης Μύρων κυρός Χρυσόστομος, μετέπειτα Ἐφέσου, ὁ ὁποῖος προήδρευσε, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σὲ Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Πανορθόδοξες Διασκέψεις, σὲ μελέτη του μὲ τίτλο «Ἀπαιτήσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῆς συγκληθησομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» γράφει : «Τὰ θέματα ταῦτα, τυχόντα μιᾶς πρώτης ἐπεξεργασίας... θὰ ἐπανέλθουν προσεχῶς (1972) εἰς ἐπανεξέτασιν καὶ βελτίωσιν εἰς τὴν Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικὴν Ἐπιτροπὴν καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὴν Α´ Πανορθόδοξον Προσυνοδικὴν Διάσκεψιν (οἱονεί “δευτεροβαθμίως”) καὶ ὅταν τύχωσι πανορθοδόξου ἐγκρίσεως θὰ εἶναι ἕτοιμα διὰ τὴν παρασπομπήν των εἰς τὴν μετὰ ταῦτα συγκληθησομένην Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, ἥτις καὶ θὰ προβῇ εἰς τὴν προκήρυξιν τῶν ἀποφασισθέντων περιβάλλουσα ταῦτα μὲ τὸ οἰκουμενικὸν κῦρος», Σχ.βλ. Συνοδικὰ Ι, σ. 11.
[29] Ὁ Ἐπίσκοπος κ. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, σὲ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Παράδοσις καὶ ἀνανέωσις ἐν τῷ θεσμῷ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», γράφει : «Τοιουτοτρόπως θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ ἔχωμεν εἰς τὸ τέλος τῆς ἱστορικοθεολογικῆς μελέτης τοῦ ὡς ἄνω θέματος περισσότερα συγκεκριμένα συμπεράσματα, διὰ νὰ παραθέσωμεν αὐτὰ πρὸς τὸν σύγχρονον προβληματισμὸν περὶ παραδόσεως καὶ ἀνανεώσεως, μάλιστα δὲ ἐν ὄψει τῆς μελετωμένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅ.π., σ. 65.
[30] Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Μεγάλη Σύνοδο, 8-3-2016, http://www.romfea.gr/ekklisia-ellados/6 ... ali-sunodo
[31] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία μὲ τίτλο «Ἐνημέρωσις περὶ τῆς μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014.
[32] ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, Εἰσήγησις πρός τήν Σύναξιν τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου (29-9-2015), http://fanarion.blogspot.gr/2015/08/blog-post_53.html
[33] Σχ. βλ. «Ἔκθεσις Γραμματέως, Μητροπολίτου Τρανουπόλεως Δαμασκηνοῦ ἐπὶ τῆς πορείας τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου», εἰς Συνοδικὰ ΙΙ, τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Chambésy - Γενεύης 1978, σσ. 147-148.
[34] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ἀνακοινωθὲν περὶ τῆς Συνάξεως τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Σχόλιο στὴν εἰσήγηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου», 16-9-2015, http://www.imp.gr/home/epikaira-arxeio/ ... ρονου.html καί Θεοδρομία ΙΖ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2015) 398-404. Τὸ παράθεμα στὴ σελ. 403.
[35] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΕΡΩΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Εἰσήγησις πρός τήν Σύναξιν τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου περί τῆς πορείας τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Εκκλησίας, 30-9-2015, http://aktines.blogspot.gr/2015/10/30082015.html
[36] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Ἡ Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στήν Κωνσταντινούπολη 29 Αὐγούστου – 2 Σεπτεμβρίου 2015, ἐν Ἄμβων Παγγαίου, περιοδικόν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλευθερουπόλεως, τεύχος 48ο (Ὀκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος 2015), http://www.vimaorthodoxias.gr/eipan/ite ... ίου-αθήνας, 10-12-2015.
[37] Βάζει στή θέση του τόν Μητρ. Περγάμου ὁ Ἐλευθερουπόλεως Χρυσόστομος, 15-3-2016, http://www.agioritikovima.gr/eipan/item/77988
[38] Ὅ.π.
[39] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Περί Η΄καί Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων», Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2014) 440-446, http://thriskeftika.blogspot.gr/2014/10 ... st_62.html


http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog ... .html#more
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

12
phpBB [video]



Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ ΩΣ ΒΑΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ (Συμπόρευση με την Β΄ Βατικανή Σύνοδο)
Πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Heers, εφημερίου Ι.Ν. Προφ. Ηλιού, Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης



Με την προώθηση, για πανορθόδοξη αποδοχή, του προσυνοδικού κειμένου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο», ολοκληρώνεται μια εκατονταετής διεργασία διαστρεβλώσεως της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Στον βαθμό που η πανορθόδοξη Σύνοδος αποδεχθεί την εσφαλμένη διδαχή, ότι οι αιρετικές τελετουργίες είναι Μυστήρια της Μίας Εκκλησίας, θα φέρει αναλόγως και την ευθύνη της συναινέσεως στην υιοθέτηση μιας νέας εκκλησιολογίας.

Πρόθεσή μου, στην παρούσα ομιλία και στον σύντομο χρόνο που μου διατίθεται, είναι να παρουσιάσω συνοπτικά τις καταβολές της εσφαλμένης αυτής διδαχής, δύο από τους πυλώνες της νέας εκκλησιολογίας της Β’ Βατικανής Συνόδου, που θεμελιώνονται κατά κύριο λόγο σ’ αυτήν τη διδασκαλία, την υιοθέτηση του σφάλματος αυτού από τους Ορθοδόξους οικουμενιστές και την προσπάθεια να διασφαλιστεί η Πανορθόδοξη αποδοχή του, μέσω του Προσυνοδικού κειμένου περί ετεροδόξων.

Οι δυτικές, μετά το Σχίσμα, καταβολές της αποδοχής του αιρετικού Βαπτίσματος καθεαυτού

Η ανάπτυξη της ιδέας, ότι η Εκκλησία μοιράζεται το «ένα βάπτισμα» με τους αιρετικούς και ότι, πράγματι, αυτή είναι η βάση για την αναγνώριση «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» στην αίρεση, έχει τις ιστορικές καταβολές της στη Δύση αποκλειστικά και συγκεκριμένα στην περίοδο μετά το Σχίσμα. Παρότι δεν χωράει αμφιβολία ότι η ιδιαίτερη μυστηριακή θεολογία των Λατίνων οφείλει πολλά στον ιερό Αυγουστίνο, εντούτοις η αποφασιστική ρήξη με την «συμφωνία των Πατέρων» (consensus Patrum) για το βάπτισμα των αιρετικών, επήλθε με τις απόψεις του Θωμά Ακινάτη.

Ο Ακινάτης, αναπτύσσοντας το μεσαιωνικό δόγμα του βαπτισματικού χαρακτήρα, παραθέτει το επιχείρημα του Αυγουστίνου.[1] Ωστόσο η χρήση του όρου «χαρακτήρας», από τον Ακινάτη, είναι αρκετά διαφορετική από του Αυγουστίνου. Για τον Ακινάτη ο χαρακτήρας είναι ένα ανεξάλειπτο σημάδι στην ψυχή,[2] το οποίο δεν μπορεί ποτέ να αφαιρεθεί.[3] Για τον Αυγουστίνο είναι ένα εξωτερικό σημείο. «Αναφέρεται κυριολεκτικά σ’ ένα σημάδι πάνω στο σώμα, και το χρησιμοποιεί ως μία αναλογία, για να εξηγεί την εγκυρότητα του ιερού σημείου του Βαπτίσματος».[4] Η θεωρία αυτὴ βασίζεται στην ιδέα ότι το εξωτερικό σημείο του Βαπτίσματος μπορεί να κατέχεται από κάποιον, ο οποίος είναι, στην πραγματικότητα, εσωτερικά ξένος προς το σώμα της Εκκλησίας και επομένως στερούμενος της μυστηριακής αποτελεσματικότητας. Αυτή η διαφορά έχει μείζονες συνέπειες για το νόημα της μυστηριακής αποτελεσματικότητας.


Για τον Ακινάτη, ο βαπτισματικός χαρακτήρας παράγει πνευματικά αποτελέσματα και «σφραγίζεται» πάνω στην ψυχή όλων εκείνων, οι οποίοι είναι έγκυρα βαπτισμένοι. Το σημείο επομένως, απλώς και μόνον επειδή είναι εξωτερικά έγκυρο, επιφέρει ένα διαρκές αποτέλεσμα στην ψυχή. Αυτό ακριβώς είναι που δεν συμβαίνει στην θεωρία του αγίου Αυγουστίνου: τα έγκυρα Μυστήρια μπορεί να είναι – και πολλάκις είναι πράγματι – εντελώς στερημένα πνευματικής αποτελεσματικότητoς.[5] Σ’ αυτήν τη διδασκαλία του Ακινάτη βρίσκουμε ίσως το πρώτο βήμα προς την πλήρη αποδοχή της παρουσίας και επενεργείας του Αγίου Πνεύματος εκτός της Εκκλησίας, στα Μυστήρια των σχισματικών και αιρετικών.[6]

Όπως στην περίπτωση του Αυγουστίνου - του οποίου η «νέα θεολογία» της Εκκλησίας αποσκοπούσε σε μία επιφυλακτική ανάπτυξη της Πατερικής ομοφωνίας, αλλά εν τούτοις έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για ευρύτερες μεταρρυθμίσεις – έτσι και στην περίπτωση του Ακινάτη, μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός έθεσε το θεμέλιο για τις μεταγενέστερες θεολογικές εξελίξεις.

Στο έργο του Σύνοψις της Θεολογίας (Summa Theologica) – ερώτ. 64, απάντ. 9 – ο Ακινάτης υποστηρίζει κατά βάσιν την θέση που η Β’ Βατικανὴ έμελλε αργότερα να εγκαταλείψει, όσον αφορά τους «χωρισμένους αδελφούς» και συγκεκριμένα την Αυγουστίνεια διάκριση ανάμεσα στο «μυστήριο» και την «πραγματικότητα» του Μυστηρίου. Εκεί διατυπώνει τη θέση ότι υπάρχουν αιρετικοί, οι οποίοι «τηρούν μεν την (εξωτερική) μορφή που επιτάσσει η Εκκλησία» και «μεταδίδουν το Μυστήριο, αλλά όχι την πραγματικότητα». Ωστόσο, όπως τονίζει, αναφέρεται σ’ αυτούς οι οποίοι είναι “εξωτερικά αποκομμένοι από την Εκκλησία», με την έννοια ότι ένας «ο οποίος λαμβάνει απ’ αυτούς τα Μυστήρια αμαρτάνει και ως εκ τούτου κωλύεται να λάβει το αποτέλεσμα του Μυστηρίου». Εδώ αξίζει να τονισθεί ότι αυτό που εμποδίζει την πρόσληψη της πραγματικότητας απ’ αυτούς είναι η αμαρτία τους ότι έλαβαν το Μυστήριο από γνωστούς αιρετικούς και όχι ότι είναι αδύνατον για την μυστηριακή πραγματικότητα να μεταδοθεί εκτός της Εκκλησίας.

Ο Ακινάτης γράφει ότι οποιοσδήποτε δέχεται τα Μυστήρια από αφορισμένο ή αποσχηματισμένο ιερουργό «δεν λαμβάνει την πραγματικότητα του μυστηρίου, παρεκτὸς αν η άγνοιά του τον δικαιολογεί». Για τον Ακινάτη επομένως, το εμπόδιο για την αποτελεσματικότητα και την πραγματικότητα της χάριτος στο Μυστήριο δεν είναι απαραιτήτως η έλλειψη ενότητας, όπως ο Αυγουστίνος θα το έθετε, αλλά η εκούσια συμμετοχή στην αμαρτία της παρακοής και της αποστασίας. Η «ισχύς της μεταδόσεως των Μυστηρίων» διατηρείται στον σχισματικό ή αιρετικό κληρικό, κατά τρόπον ώστε κάποιος ο οποίος εν αγνοία του δέχεται απ’ αυτόν το Βάπτισμα, δεν έχει λάβει μόνον ένα αληθινό Μυστήριο, αλλά επίσης έχει δεχθεί την πνευματική πραγματικότητα του Βαπτίσματος, συμπεριλαμβανομένης της μυήσεως και ενσωματώσεως στον Χριστό.

Ο Ακινάτης γράφει τα ίδια, στο έργο του Σχόλια περὶ τῶν Προτάσεων τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ, υποστηρίζοντας ότι «οι αιρετικοί και οι αποκομμένοι από την Εκκλησία μεταδίδουν μεν αληθινά μυστήρια, πλην όμως ουδεμία χάρις παρέχεται εξ αυτών, όχι εξ αιτίας ελλείψεως στα Μυστήρια, αλλά εξ αιτίας της αμαρτίας εκείνων οι οποίοι δέχονται τα Μυστήρια από τέτοιους (ιερουργούς), κατά παράβασιν της απαγορεύσεως της Εκκλησίας»[7]. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο, το οποίο ξεχωρίζει τον, μετά το Σχίσμα, Καθολικισμὸ από τον Αυγουστίνο και την προ του Σχίσματος Εκκλησία στην Δύση. Όταν, με βάση τον επαναπροσδιορισμό από την Β’ Βατικανή των σχισματικών και αιρετικών ως “χωρισμένων αδελφών», η Σύνοδος όχι μόνον θα άρει οποιαδήποτε τέτοια απαγόρευση, αλλά και θα ενθαρρύνει την περιορισμένη μυστηριακή διακοινωνία, τότε η «ζωή της χάριτος» θα θεωρηθεί ότι εκπηγάζει από την λειτουργική ζωή και προσευχή των «αποστατών» – μία ζωή που ανοίγει την πρόσβαση στην σύναξη των σωζομένων (Unitatis Redintegratio 3c).

Ακριβώς επάνω σ’ αυτό το σημείο – της αποτελεσματικότητας, δια μέσου της αγνοίας και της θεώρησης του «χαρακτήρα» ως σημείου της ιδιότητας του μέλους της Εκκλησίας – θα διατυπώσουν την νέα θέση τους για το σχίσμα, την αίρεση και την εκκλησία οι διαμορφωτές της νέας εκκλησιολογίας. Ο Ακινάτης παρείχε, τρόπον τινά, τα οικοδομικά υλικά για την διαμόρφωση της νέας θεωρίας περί της Εκκλησίας. Το σημαντικότερο απ’ αυτά τα «λιθαράκια» στο νέο οικοδόμημα είναι η απόδοση, σε κάθε έγκυρο Μυστήριο, πνευματικών αποτελεσμάτων για όλους πλήν εκείνων, που εν γνώσει τους κοινωνούν με το σχίσμα και την αίρεση. Έτσι, ως συνεχιστής του Ακινάτη, ο Bernard Leeming μπορούσε να δηλώσει ακόμη και το 1960, πριν από την Β’ Βατικανή, ότι, «αν το Μυστήριο είναι έγκυρο, η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται αποκλειστικά από την προαίρεση του λήπτη του Μυστηρίου»[8].


Δύο ουσιώδη χαρακτηριστικά της Νέας Εκκλησιολογίας της Β’ Βατικανής Συνόδου

Έμελλε να περάσουν περίπου επτά αιώνες σημαντικών μεταβολών στην μυστηριακή θεολογία και εκκλησιολογία των Λατίνων, από τις περιεκτικές αναφορές του Θωμά Ακινάτη ως το ‘νέο όραμα’ της Εκκλησίας, που προέβαλε η Β΄ Βατικανή Σύνοδος. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, η άλλοτε δεδομένη ενότητα των Μυστηρίων χάθηκε, τόσο πρακτικά όσο και θεολογικά, κατά τρόπον ώστε το βάπτισμα να θεωρείται από μόνο του επαρκές για την μύηση στην Εκκλησία.

Ωστόσο, μόνο με την επέλευση του οικουμενισμού και την ρηξικέλευθη σκέψη ενός διανοητή, του λεγομένου «πατέρα της Β’ Βατικανής» Yves Congar, βλάστησε ο σπόρος που έσπειρε ο Ακινάτης κι έγινε το οικουμενικό δένδρο, που είναι αυτή η νέα εκκλησιολογία.
Ήδη το 1939, στο πρωτοποριακό έργο του, Divided Christendom,[9] (Διαιρεμένος Χριστιανισμός), ο Γάλλος Δομινικανός θεολόγος, Congar, έθεσε τους θεμέλιους λίθους της νέας οικουμενικής εκκλησιολογίας, η οποία έμελλε να διακηρυχθεί στη Β’ Βατικανή και να υιοθετηθεί στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως.

Α. Εκκλησιαστικά Στοιχεία

Ο Congar «επιβεβαίωσε πως ο Οικουμενισμός αρχίζει αφ’ ης στιγμής αρχίζουμε να εξετάζουμε τον Χριστιανισμό όχι μόνον των εξατομικευμένων σχισματικών χριστιανών, αλλά ολόκληρων σχισματικών εκκλησιαστικών σωμάτων, αυτών καθαυτών»[10] Στην βάση της καινοτόμου αυτής προσεγγίσεως οδηγήθηκε κατόπιν σε άλλες καινοτομίες, συγκεκριμένα “κατέληξε στη δική του εκδοχή, προτείνοντας ότι οι σχισματικές κοινότητες διατηρούσαν, στη σχισματική κατάστασή τους, στοιχεία του Una Sancta»[11]Επιπλέον, αν αυτά τα στοιχεία – και κυρίως τα ιερά μυστήρια, πρωτίστως δε το Βάπτισμα – διατηρούν «καλή τη πίστει» την «ουσία της αποτελεσματικότητάς τους», τότε «επιφέρουν στην ψυχή του σχισματικού χριστιανού» «μία πνευματική ενσωμάτωση (voto) στην Εκκλησία», καθιστώντας τον σχισματικό μέλος της Εκκλησίας, το οποίο τείνει προς «μία συνολικὴ και πρακτική ενσωμάτωση στο εκκλησιαστικό Καθολικό Σώμα»[12].

Αυτή η κεντρική υπόθεση, ότι τα «στοιχεία» της Εκκλησίας, όπως είναι το Βάπτισμα, μπορούν να αποσπώνται από το σύνολο και εν τούτοις να εξακολουθούν να είναι ζωοπάροχα, διατρέχει και υποστηρίζει το σύνολο της νέας εκκλησιολογίας. Αυτή η θεωρία των αυτόνομων εκκλησιαστικών στοιχείων, που δέχεται η Β΄ Βατικανή, όχι μόνον δεν αποτελεί επιστροφή στους Πατέρες, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει τις ρίζες της σε καμμία Πατερικὴ πηγή, παρά στη διδασκαλία του Ιωάννου Καλβίνου vestigiaecclesiae, κάτι το οποίο ανέπτυξε και παρουσίασε ο Yves Congar με μία ανεπαίσθητη αλλαγή εμφάσεων.[13] Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο σχισματικός ή αιρετικός γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας...χάρις στὸν «βαπτισματικὸ χαρακτήρα», όχι όμως μέσω μίας σαφούς ομολογίας Πίστεως, μίας πλήρους μυστηριακής ζωής ή...κοινωνίας εν πίστει και αγάπῃ. Γράφει ο Congar: “Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία περιλαμβάνει μέλη, τα οποία φαίνονται να είναι εκτός αυτής. Ανήκουν αοράτως μεν και ατελώς, αλλά ανήκουν πραγματικά σ’ αυτήν.”[14]


Β. Αναγνώριση Εκκλησιαστικότητας σε Ετερόδοξες Ομολογίες

Η απόσταση από την αναγνώριση «εκκλησιαστικών στοιχείων» μεταξύ των ετεροδόξων ως την αναγνώριση «εκκλησιαστικού χαρακτήρα», ή «εκκλησιαστικότητας», σε ετερόδοξες ομολογίες, είναι ένα πολύ μικρό βήμα. Αυτό το βήμα το έκανε εύκολα η Β’ Βατικανή.[15] Τώρα οι Ορθόδοξοι οικουμενιστές περιμένουν το βήμα αυτό να το κάνει η επικείμενη πανορθόδοξη Σύνοδος.

Επιτρέψτε μου να παραθέσω τα λόγια ενός επιφανούς θεολόγου και ερμηνευτή, του Johannes Feiner, με τα οποία περιγράφει την περίφημη εκκλησιολογία “communio” της Β’ Βατικανής, και όπου φαίνεται ξεκάθαρα τι σημαίνει αναγνώριση «εκκλησιαστικότητας» για τον Οικουμενισμό μετά τη Β΄Βατικανή Σύνοδο:

επειδή η Εκκλησία θεωρείται ως μία “communio” ή «μία σύνθετη πραγματικότητα με την μορφή μίας κοινωνίας, η ενότητα της οποίας έχει επέλθει από πολλούς και ποικίλους παράγοντες, είναι ανοιχτή η πιθανότητα τα συστατικά στοιχεία της Εκκλησίας να είναι παρόντα ακόμη και σε χριστιανικές κοινότητες εκτός της Καθολικής εκκλησίας και να μπορούν να προσδίδουν σ’ αυτές τις κοινότητες τον χαρακτήρα Εκκλησίας. Συνεπώς η μία Εκκλησία του Χριστού μπορεί επίσης να είναι παρούσα εκτός της Καθολικής Εκκλησίας και είναι πράγματι παρούσα.”[16]

Σ’ αυτό λοιπόν αποσκοπεί η αναγνώριση στοιχείων της Εκκλησίας, όπως είναι το βάπτισμα, εκτός της Εκκλησίας, καθώς επίσης και η αναγνώριση «εκκλησιαστικότητας» των ετεροδόξων: στην επέκταση των ορίων της Εκκλησίας, κατά τρόπον ώστε η Ορθόδοξη Εκκλησία να μην ταυτίζεται αποκλειστικά με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Πράγματι, ο σκοπός της εισαγωγής, στο πλαίσιο της Β΄Βατικανής Συνόδου, της προκλητικής ρηματικής διατύπωσης subsistit in [ενυπάρχει], σε αντικατάσταση της παλαιότερης est [είναι], που εξέφραζε μια αυστηρή ταύτιση μεταξύ της Μίας Εκκλησίας και του Καθολικισμού, ήταν να διαφοροποιήσει ανάμεσα στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού και τον Ρωμαιοκαθολικισμό.

Παρόμοιο αντίκτυπο είχε στη συνείδηση των Ορθοδόξων η ευρέως διαδεδομένη φράση, που έγινε πρώτη φορά γνωστή από τον Παύλο Ευδοκίμοφ, αργότερα δε, μέσα από τα έργα του μητροπολίτη Κάλλιστου Ware: «Γνωρίζομε πού είναι η Εκκλησία, δεν έχομε όμως την εξουσία να εκφέρωμε κρίση και να ειπούμε πού δεν είναι η Εκκλησία.»[17] Αυτού του είδους η αποφατική, σχεδόν αγνωστικιστική προσέγγιση στην εκκλησιολογία, επηρέασε καίρια τη διαμόρφωση της νέας εκκλησιολογίας της Β΄Βατικανής.[18] Φαίνεται να συνδέεται με μια, κραυγαλέα, και εκτός συνάφειας του κειμένου, παρερμηνεία της περίφημης φράσης του αγίου Ειρηναίου Λουγδούνου: «Διότι εκεί όπου είναι η Εκκλησία, εκεί είναι το πνεύμα του Θεού, και όπου είναι το Πνεύμα του Θεού, εκεί είναι η Εκκλησία».[19] Παρότι ο άγιος είπε αυτά τα λόγια αντιπαραθέτοντας, προς τις «διεστραμμένες γνώμες», τον αγιοπνευματικό χώρο «των αποστόλων, προφητών, διδασκάλων» και των Μυστηρίων, δια των οποίων ενεργεί το Πνεύμα μέσα στην Εκκλησία, μολαταύτα τα λόγια του αποσπάσθηκαν από τη συνάφεια του κειμένου για να εξυπηρετήσουν τον ισχυρισμό ότι οπουδήποτε και οπωσδήποτε ενεργεί το Πνεύμα (ιδίως εν μέσω των ετεροδόξων), εκεί η Εκκλησία είναι παρούσα δεχόμενη νέα μέλη.[20]

Αυτή η διαστρέβλωση της θεώρησης του αγίου Ειρηναίου για την Εκκλησία συνάδει με την άρνηση των οικουμενιστών να αναγνωρίσουν τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας,[21] που είναι ασφαλώς η «συμφωνία των Πατέρων» της πρώτης Εκκλησίας[22] και χωρίς τα οποία οι κανόνες χάνουν το νόημα και την ισχύ τους.[23]

Υπό το φως αυτών των απόψεων, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ορισμένοι έχουν πάψει να βλέπουν την Εκκλησία ως συνέχεια της Ενανθρωπήσεως.[24] Στη ρίζα αυτών των καινοτομιών βλέπουμε μια αδυναμία να σταυρωθεί η λογική και να γίνει αποδεκτό «το σκάνδαλο του συγκεκριμένου» [the scandal of the particular], καθώς επίσης μια αποτυχία να ερμηνευθεί – με όρους συνεπείς προς την Ορθόδοξη εκκλησιολογία της Ενσαρκώσεως – η φύση του έργου του Αγίου Πνεύματος εκτός της Ευχαριστιακής Συνάξεως.[25]

Η νέα εικόνα της Εκκλησίας η οποία προβάλλεται, με βάση την αναγνώριση του «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» ποικίλων χριστιανικών ομολογιών, περιγράφεται πολύ παραστατικά από τον Ιησουΐτη ακαδημαϊκό θεολόγο Francis Sullivan:

“μπορεῖ κάποιος νὰ σκεφθεῖ τὴν παγκόσμια Ἐκκλησία ὡς μία κοινωνία (communion) – σὲ ποικίλα ἐπίπεδα πληρότητας – ‘σωμάτων’ ποὺ εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο πλήρεις Ἐκκλησίες … εἶναι μία πραγματικὴ κοινωνία, ποὺ πραγματοποιεῖται σὲ ποικίλους βαθμοὺς πυκνότητας ἢ πληρότητας, μία κοινωνία ‘σωμάτων’ ποὺ στὸ σύνολό τους ἔχουν πραγματικὰ ἐκκλησιαστικὸ χαρακτήρα, παρ᾽ ὅτι κάποια πληρέστερα ἀπὸ ἄλλα.”[26]

Είναι καίριας σημασίας, να έχει κανείς στο νου του αυτή την ιδέα της Εκκλησίας, όταν διαβάζει το προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό Χριστιανικό Κόσμο». Στο παραμορφωμένο οικουμενικό εκκλησιολογικό πλαίσιο τού – μετά τη Β΄ Βατικανή – οικουμενισμού, η απλή ταύτιση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν αποκλείει την ταυτόχρονη αναγνώριση άλλων εκκλησιών, ως φορείς «εκκλησιαστικού χαρακτήρα», έστω κι αν είναι «λιγότερο ή περισσότερο πλήρεις εκκλησίες». Μία τέτοια ανορθόδοξη ανάγνωση είναι πολύ πιθανόν όταν το κείμενο κάνει ιδιαίτερες αναφορές σε ετερόδοξες ομολογίες ως «εκκλησίες». Σε ένα δογματικό κείμενο τέτοιας φύσεως, θα έπρεπε να είναι προφανές, ότι ο όρος πρέπει να χρησιμοποιηθεί αυστηρά σύμφωνα με την Ορθόδοξη έννοια της λέξης, ώστε να αποκλειστεί οποιαδήποτε πιθανή παρερμηνεία.

Με δεδομένο το νέο αυτό ανορθόδοξο εκκλησιολογικό πρότυπο τού Οικουμενισμού, υπάρχει επαρκής θεολογική βάση για τους ιεράρχες των τοπικών εκκλησιών να απορρίψουν το εν λόγω προσχέδιο κειμένου, για τις σχέσεις με τους ετεροδόξους. Αν, όμως, εξετάσουμε επιπλέον και τις απόψεις κάποιων εξεχόντων οικουμενιστών θεολόγων, μεταξύ των Ορθοδόξων, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα έχουν ασχοληθεί ενεργά με την κατάρτιση των Προσυνοδικών κειμένων, τότε προβάλλει επείγουσα η ανάγκη για ανεπιφύλακτη καταδίκη της νέας εκκλησιολογίας, ούτως ώστε να μην γίνουν αποδεκτές ετερόδοξες αντιλήψεις για την Εκκλησία ως Ορθόδοξες.


Η υιοθέτηση, από Ορθοδόξους Οικουμενιστές, ορισμένων Βασικών Συστατικών Στοιχείων της Νέας Εκκλησιολογίας

Οι εκκλησιολογικές απόψεις εξεχόντων οικουμενιστών, παρότι υστερούν σε σχέση με την εκλεπτυσμένη ανάπτυξη των αντίστοιχων της Β΄ Βατικανής Συνόδου, εντούτοις συνάδουν με αυτές των Λατίνων ομολόγων τους στα ουσιώδη στοιχεία της νέας εκκλησιολογίας. Τα δύο ουσιώδη χαρακτηριστικά της νέας εκκλησιολογίας, που αναφέρθηκαν νωρίτερα - η αναγνώριση του ετεροδόξου Βαπτίσματος καθεαυτού και η συνακόλουθη αναγνώριση του «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» των ετεροδόξων ομολογιών – έχουν γίνει αποδεκτά από εξέχοντες σύγχρονους οικουμενιστές, όπως είναι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο μητροπολίτης Ιωάννης Ζησιούλας, ο μητροπολίτης Ιλαρίων Αλφέγιεφ, ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο καθηγητής Στυλιανός Τσομπανίδης, ο μητροπολίτης Kallistos Ware, ο καθηγητής Michel Struve και άλλοι.

Εδώ μπορώ επιγραμματικά μόνο να αναφέρω τους πιο αντιπροσωπευτικούς, επικεντρώνοντας κυρίως στις απόψεις αυτών των θεολόγων, οι οποίοι είχαν άμεση σχέση με την κατάρτιση του Προσυνοδικού κειμένου.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο βασικός πρωταγωνιστής της συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου, έχει επανειλημμένα εκφραστεί, λόγω και έργω, εναρμονιζόμενος με τη νέα οικουμενική εκκλησιολογία.[27]

Συνεπής προς αυτήν, μετά τη Συμφωνία του Balamand δήλωσε μαζί με τον τότε πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Καθολικισμός είναι «Αδελφές Εκκλησίες, υπεύθυνες από κοινού για τη διαφύλαξη της Μίας Εκκλησίας του Θεού»· κάλεσαν δε όλους τους Ορθοδόξους να αναγνωρίσουν ότι μοιραζόμαστε με τους Λατίνους ένα κοινό βάπτισμα και κοινή μυστηριακή ζωή.[28]
Η de facto διαίρεση της Εκκλησίας, που απορρέει από την αποδοχή ενός κοινού βαπτίσματος και κοινής Ευχαριστίας, δηλώθηκε επίσης καταφατικά από τον Πατριάρχη μόλις το 2014 στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως, στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ακριβώς, ο Πατριάρχης, «γυμνή τη κεφαλή», κήρυξε την παναίρεση της νέας οικουμενικής εκκλησιολογίας, η οποία προωθεί την ιδέα μιας διαιρεμένης εκκλησίας και πολλαπλών άλλων, μερικώς αληθινών, εκκλησιών. Ο κ. Βαρθολομαίος ανέπτυξε σαφώς ένα μείζον αξίωμα της νέας εκκλησιολογίας: συγκεκριμένα, ότι η Μία Εκκλησία δεν υφίσταται σήμερα αποκλειστικά στο πλαίσιο μιας ορισμένης ή άλλης Εκκλησίας και ότι οι χωρισμένες Εκκλησίες δεν παύουν να είναι ένα, παρά το γεγονός ότι έχει χαθεί η ενότητα της Πίστεως.[29]

Παρακαλώ προσέξτε, ότι ο Πατριάρχης, όπως συμβαίνει και στο προσυνοδικό κείμενο, δηλώνει δύο αντίθετες ιδέες: ότι η Εκκλησία είναι μία, προφανώς μόνον εκτός χρόνου, και παρ’ όλα αυτά ενυπάρχει σε χωρισμένες τοπικές εκκλησίες. Αυτή η αντίφαση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της νέας εκκλησιολογίας, που απορρίπτει τον λεγόμενο «οικουμενισμό της επιστροφής» και επιμένει στον «οικουμενισμό της ενσωμάτωσης».[30]

Το πιο διαβόητο παράδειγμα τέτοιου «οικουμενισμού της ενσωμάτωσης» είναι η Συμφωνία του Balamand. Στο Balamand, κατ’ ουσίαν υιοθετήθηκε η ίδια εκκλησιολογία, που υποστηρίζει ο Πατριάρχης και αποτυπώθηκε προδήλως στο εν λόγω Προσυνοδικό κείμενο - η αναγνώριση των μυστηρίων και του «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» μιας εκκλησίας διασπασμένης και εντούτοις ακόμη, τρόπον τινά, ενωμένης.[31] Αυτή η εκτροπή έκανε τον μακαριστό πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη να αναφερθεί στο Balamand ως συνέχεια, ως επακόλουθο, της Β’ Βατικανής Συνόδου.[32]

Από το Balamand και ύστερα, πολυάριθμες άλλες συμφωνίες περί «κοινού βαπτίσματος», στην ίδια εκκλησιολογική γραμμή σκέψης, έχουν υπογραφεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ιδιαίτερα δε στη Γερμανία, Αυστραλία και Αμερική.[33]
Οι εκκλησιολογικές θέσεις του προεδρεύοντος της Προσυνοδικής Επιτροπής, μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα),[34]δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ότι έχει ασπαστεί τη νέα οικουμενική εκκλησιολογία. Κατά την άποψή του, τα όρια της Εκκλησίας δεν βρίσκονται στο Αίμα του Χριστού, δηλαδή στη Θεία Ευχαριστία, αλλά στα νερά του Βαπτίσματος, επί τη βάσει της «βαπτισματικής ενότητας». «Μέσα στα όρια του βαπτίσματος», σημειώνει, «ακόμη και αν υπάρχει μία ρήξη, ένας χωρισμός, ένα σχίσμα, εντούτοις και σ’ αυτή την περίπτωση μιλάς ακόμα για Εκκλησία.” Οι Ορθόδοξοι, πιστεύει, “συμμετέχουν στην οικουμενική κίνηση ως κίνηση βαπτισμένων χριστιανών, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση χωρισμού, διότι δεν μπορούν να εκφράσουν μαζί την ίδια πίστη.”[35]

Ένα άλλο μέλος της συντακτικής επιτροπής του Προσυνοδικού κειμένου, ο μητροπολίτης Ιλαρίων (Αλφέϊεφ), του Βολοκολάμσκ, έχει επίσης και αυτός εκφράσει απόψεις, που συνάδουν με τη νέα εκκλησιολογία. Όπως ευθέως δήλωσε ο ίδιος, δεν πιστεύει ότι υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Καθολικισμό.[36] Είπε ότι «ουσιαστικά και στην πράξη υπάρχει ήδη ανάμεσά μας αμοιβαία αναγνώριση των Μυστηρίων μας. Αν ένα Ρωμαιοκαθολικός ιερέας μεταστραφεί στην Ορθοδοξία [στην Ρωσία], τον δεχόμαστε ως ιερέα και δεν τον χειροτονούμε ξανά… και αυτό σημαίνει, ότι αναγνωρίζουμε de facto τα Μυστήρια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».[37]
Είναι προφανές ότι, παρά την Πατερική αναγέννηση των αρχών του 20ου αιώνα,[38] ο μητροπολίτης Ιλαρίων και η ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας λειτουργούν ακόμη με το εκκλησιολογικό πρότυπο της προεπαναστατικής Ρωσίας, που είναι έντονα επηρεασμένο από τη σχολαστική σκέψη των Λατίνων.

Ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στις προσυνοδικές διασκέψεις, μαζί με τον καθηγητή Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Στυλιανό Τσομπανίδη, μας έχουν δώσει τα πιο άμεσα δείγματα για να εμβαθύνουμε στο πώς αντιλαμβάνονται οι θεολόγοι με οικουμενιστικό φρόνημα τι λένε οι ιεροί μας κανόνες. Πράγματι, και οι δύο αυτοί υποστηρίζουν ότι η παράγραφος 20 του προσυνοδικού κειμένου, με την παραπομπή της στον 7ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και στον 95ο της Πενθέκτης, υποστηρίζει την «κατ’ οικονομίαν αναγνώριση του ‘υποστατού και εγκύρου του βαπτίσματος των ετεροδόξων’».[39] Ο καθηγητής Τσομπανίδης διατείνεται επίσης ότι αυτή η αναγνώριση «έχει σημαντικές συνέπειες για τη θεώρηση της εκκλησιαστικής κατάστασης άλλων Εκκλησιών και άλλων Χριστιανών»,[40] συμφωνώντας έτσι με τον Congar και τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο στη σύνδεση της αναγνώρισης του βαπτίσματος με την αναγνώριση της «εκκλησιαστικότητας».

Η προσπάθεια – μέσω του Προσυνοδικού κειμένου περί ετεροδόξων – να διασφαλιστεί Πανορθόδοξη αποδοχή της καθεαυτό αναγνώρισης του ετεροδόξου «βαπτίσματος»


Επιβάλλεται να εξετάσουμε με μεγάλη προσοχή την πολύ προβληματική φράση, που χρησιμοποίησαν τόσο ο μητροπολίτης Μεσσηνίας όσο και ο καθηγητής Τσομπανίδης: «κατ’ οικονομίαν αναγνώριση του ‘υποστατού και εγκύρου του βαπτίσματος’ των ετεροδόξων». Όι ιεροί Κανόνες, που αναφέρονται στην παράγραφο 20, δεν περιέχουν αυτή τη φράση. Στην πραγματικότητα, ουδείς εκ των Κανόνων της Εκκλησίας, οι οποίοι αφορούν στην εισδοχή των μεταστραφέντων αιρετικών, δεν περιέχει αυτή τη διατύπωση. Απουσιάζει παντελώς από τους Κανόνες οιαδήποτε αναφορά σε «αναγνώριση του βαπτίσματος», πολλώ δε μάλλον σε ‘κατ’ οικονομίαν’ αναγνώριση». Σε τι, τότε, αναφέρονται οι Κανόνες;

Το σημείο αναφοράς για την ορθή ερμηνεία των κανόνων αυτών, που αφορούν στην «κατ’ οικονομίαν» εισδοχή των αιρετικών, είναι οι κανόνες 1 και 47, του Μεγάλου Βασιλείου. Ο άγιος Βασίλειος, στην πρώτη κανονική επιστολή του, αφού εξηγεί γιατί οι διάφοροι σχισματικοί (Καθαροί, Εγκρατευταί και Υδροπαραστάται) θα έπρεπε να βαπτίζονται κατά την επιστροφή τους στην Εκκλησία, αφήνει περιθώριο για εφαρμογή οικονομίας όπου δει, λέγοντας «Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξε τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίανοἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν δεχθῆναι αὐτῶν τὸ Βάπτισμα, ἔστω δεκτόν».[41]

Ο κανόνας αναφέρει αποδοχή, όχι αναγνώριση, του βαπτίσματος των σχισματικών. Υπάρχει σημαντική διαφορά! Το πρώτο, η αποδοχή, χρησιμεύει στο πλαίσιο της επιστροφής συγκεκριμένων προσώπων εν μετανοία, δηλαδή γίνεται με σεβασμό στην ποιμαντική διαχείριση της σωτηρίας τους. Το δεύτερο, η αναγνώριση, όπως χρησιμοποιήθηκε από τον μητροπολίτη Μεσσηνίας και τον καθηγητή Τσομπανίδη, χρησιμεύει στο πλαίσιο σχισματικών και αιρετικών ομάδων, δηλαδή αφορά στην εκκλησιολογία.[42]Στην πρώτη περίπτωση, το πλαίσιο είναι η αποδοχή ενός αιρετικού, ο οποίος επέστρεψε στην Εκκλησία, στη δεύτερη περίπτωση το πλαίσιο είναι η αναγνώριση του βαπτίσματος της ομάδας των ετεροδόξων αυτής καθαυτής. Επομένως, η φράση «κατ’ οικονομίαν αναγνώριση του ‘υποστατού και εγκύρου του βαπτίσματος’ των ετεροδόξων» είναι ένα απαράδεκτο και παραπλανητικό συνονθύλευμα ποιμαντικής θεολογίας και εκκλησιολογίας. Δεν νοείται – «κατ’ οικονομίαν» αναγνώριση του βαπτίσματος – μόνον «κατ’ οικονομίαν» αποδοχή!

Η φρασεολογία αυτή, επίσης, φαίνεται πως είναι ξένη προς την Πατερική σκέψη, στο μέτρο που αναφέρεται στην αναγνώριση του ‘υποστατού και εγκύρου του αιρετικού βαπτίσματος’, δηλαδή στην αναγνώριση καθεαυτή. Είναι παντελώς αμάρτυρη: στους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας δεν θα βρείτε να αναφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αιρετικό βάπτισμα. Παραδείγματος χάριν, στον 47ο κανόνα του[43] ο Μέγας Βασίλειος αποδίδει την πρακτική της Ρώμης – να δέχεται κάποιους μεταστραφέντες αιρετικούς στην Εκκλησία δίχως βάπτισμα – σε τυχόν ανάγκη για άσκηση «οικονομίας» (οικονομίας τινος ένεκα), αλλά όμως επιμένει να βαπτισθούν, παρά το γεγονός ότι βάπτιζαν στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Με το να αφήνει μεν περιθώριο για «οικονομία», αλλά ταυτόχρονα να καλεί σε βάπτισμα, ο άγιος αποκλείει την πιθανότητα αναγνώρισης καθεαυτού «βαπτίσματος» αιρετικών και σχισματικών.

Όταν, σε μεταγενέστερες Συνοδικές αποφάσεις ή Πατερικά κείμενα, στη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας, οι βαπτίσεις των Λατίνων χαρακτηρίζονται ως έγκυρες, αυτό αναφέρεται στο κατά πόσον τηρήθηκε ή όχι αυτός ο τύπος του βαπτίσματος, η τριπλή κατάδυση.[44] Σκοπός της αναγνώρισης ενός βαπτίσματος ως «έγκυρου», στην περίπτωση των Λατίνων, όταν γινόταν δια καταδύσεως, ήταν να αποφασιστεί αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για οικονομία και όχι για να αναγνωριστεί αυτό καθεαυτό το βάπτισμα.[45] Στην εφαρμογή οικονομίας, η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει την «πραγματικότητα» των αιρετικών τελετουργιών,[46]αλλά εξετάζει μόνον την εγκυρότητά του, με την έννοια της διατηρήσεως της αποστολικού τύπου.[47] Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία βάση και είναι για μια ακόμη φορά παραπλανητικό και αφίσταται του Ορθοδόξου φρονήματος το να μιλά κανείς για αναγνώριση του ‘υποστατού και εγκύρου του αιρετικού βαπτίσματος’. Εάν γίνεται λόγος για την «αναγνώριση» των τελετουργιών των αιρετικών, αυτό είναι μόνον υπό την έννοια αν τελούνται έγκυρα, δηλαδή ορθά, κατά τον αποστολικό τρόπο, προκειμένου να καθοριστεί η πιθανότητα- και όχι η αναγκαιότητα – της αποδοχής κατ’ οικονομίαν, όπως είναι σαφές στους κανόνες 1 και 47 του Μεγάλου Βασιλείου.

Στην ρίζα της υιοθετήσεως της νέας οικουμενι(στι)κής εκκλησιολογίας, από τους θεολόγους με «οικουμενικό» φρόνημα, βρίσκεται η παρανόηση ή απόρριψη της «κατ’οἰκονομίαν» πρακτικής της Εκκλησίας της αποδοχής του αιρετικου ή σχισματικου «βαπτίσματος». Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η όντως φιλάνθρωπη οικονομία της Εκκλησίας είναι ουσιαστικά η ελευθερία της Κεφαλής της Εκκλησίας, του Χριστού μας, να εργάζεται την σωτηρία εν τῃ Εκκλησίᾳ όπως Εκείνος κρίνει (εάν είναι όντως οικονομία και όχι απλώς παρανομία). Ο Κύριος, ο οποίος είπε ότι πάντες πρέπει να βαπτιστουν ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος (Ιω. 3:5) για να εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού, επίσης είπε στον αβάπτιστο ληστή επί του σταυρού, «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκά 23:43). Επίσης, έχουμε πλήθος μαρτύρων, οι οποίοι βαπτίσθηκαν στο αίμα τους και όχι σε νερό και άλλους οι οποίοι κρεμάστηκαν ή θανατώθηκαν με κάποιον άλλο, αναίμακτο τρόπο. Έτσι λοιπόν, είναι ξεκάθαρο ότι ο Κύριος δεν περιορίζεται από τις δικές Του εντολες, είναι ελεύθερος να εργάζεται την Θεία Οἰκονομία ἐν τῃ Εκκλησίᾳ του.

Αυτό ακριβώς είναι τό κλειδί: «ἐν τῃ Εκκλησίᾳ». Η οικονομία δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει βάση εκκλησιολογίας, όπως η ελευθερία του Κυρίου δεν μπορεί ποτέ να αντιταχθεί προς τις ίδιες Του τις Εντολές. Η οικονομία δεν ισούται με την αναγνώριση εκκλησιαστικών μυστηρίων αυτών καθαυτών. Ωστόσο, αυτό ακριβώς θα επιθυμούσαν, μερικοὶ από τους εξέχοντες οἰκουμενιστές καὶ συντάκτες τοῦ προσυνοδικού κειμένου να εγκρίνουν οι Ορθόδοξοι. Ωθούν προς την πανορθόδοξη αναγνώριση μίας διαφορετικής, ανορθόδοξης εικόνας της Εκκλησίας, μίας αιρετικής εκκλησιολογίας, η οποία έχει ήδη γίνει δεκτή από τη, Β΄ Βατικανή και πολλούς συμμετέχοντες στο Π.Σ.Ε. Τώρα πλέον πρέπει να είναι σαφές σε όλους, ότι η απόρριψη του δίπτυχου κανόνα της εκκλησιαστικής ζωής, ακρίβεια-οικονομία, ως ερμηνευτικο κλειδί της ποιμαντικής μας πρακτικής οδηγεί αργά ή γρήγορα σε μια αιρετική θεώρηση της Εκκλησίας.

Συμπέρασμα


Σήμερα, η ολισθηρή κατηφόρα της καινοτομίας έχει οδηγήσει πολλούς οικουμενιστές μέχρι του σημείου να αναγνωρίζουν όχι μόνον το Βάπτισμα, αλλά και την «Θεία Ευχαριστία των ετεροδόξων».[48] Εξ αιτίας της ενότητος των μυστηρίων, η αναγνώριση της Θείας Ευχαριστίας είναι το αναμενόμενο και λογικό αποτέλεσμα της αποσύνδεσης των κανονικών και χαρισματικών ορίων της Εκκλησίας, τα οποία συμπίπτουν και φανερώνονται στην Θεία Ευχαριστία. Παρότι η Ορθόδοξη Πίστη φέρεται ακόμη ως το εκ-των-ων-ουκ-άνευ για το «Κοινόν Ποτήριον», στην πραγματικότητα με την αναγνώριση «ετεροδόξων μυστηρίων», ακόμη και αυτής της Θείας Ευχαριστίας, η ενότητα της Πίστεως έχει πάψει να αποτελεί προαπαιτούμενο.
Πράγματι, αν η παν-Ορθόδοξη Σύνοδος επιτρέψει μια οικουμενιστική ερμηνεία, αναγνωρίζοντας «μυστήρια «και «εκκλησιαστικότητα» των ετεροδόξων, τότε το Κοινόν Ποτήριον θα είναι απλώς μια τυπική επιβεβαίωση της παρεκτροπής. Θα έχει τότε ήδη επιτευχθεί μία ένωση, αλλά θα είναι ουσιαστικά ψευδο-ένωση, δεδομένου ότι οι ετερόδοξοι δεν θα έχουν αποκηρύξει ούτε ένα αιρετικό δόγμα.






[1] Πρβ. Summa Theologica III Q. 63, 66 (A.9) και 69.
[2] Ό.π., 63.1.
[3] Ό.π., 63.5. Όπως σημειώνει ο Ιωάν. Γιόκουμ αναφορικὰ με την άποψη του Ακινάτη περί του ανεξίτηλου του χαρακτήρα ως αντικειμένου στην χάρη εντός της ψυχής του λήπτη των Μυστηρίων: «Ο Θωμάς διακρίνει τα δύο αποτελέσματα των Μυστηρίων, την χάρη και το χαρακτήρα, σύμφωνα με τη μονιμότητά τους. Ο χαρακτήρας είναι ένα είδος εκπροσώπησης στην διακονία της Θείας λατρείας, κατά την οποία εξουσιοδοτείται κάποιος να μεταδώσει ή να λάβει τα Μυστήρια. Ως εκ τούτου είναι αδιάφορη η καλή ή κακή χρήση, αλλά και σε περίπτωση αντικανονικής χρήσης δεν εξαλείφεται (ST, III, 63, 2; 63, 4). Εν όσω η χάρη, όπως λέει, βρίσκεται εντός της ψυχής ως μορφή είναι μεταβλητή, καθόσον η ίδια η ψυχή είναι μεταβλητή. Δηλαδή, υπόκειται στις συνέπειες της άσκησης της ελεύθερης βούλησης, διότι υποκείμενό της είναι το πρόσωπο που την λαμβάνει. Ο χαρακτήρας, ωστόσο, αποτελεί ένα είδος οργανικής δύναμης και υποκείμενό του είναι ο κύριος συντελεστής, ο Χριστός, η ιερωσύνη του οποίου διαρκεί για πάντα». (Yocum, John P., “Sacraments in Aquinas” in Aquinas on Doctrine: A Critical Introduction, edited by Thomas G. Weinandy, et. al., έκδ. T & T Clark, London 2004, σ. 172-173).
[4] Cary, Philip, Outward Signs, σ. 201.
[5] Ό.π.
[6] Σε αντίθεση με την κατανόηση του όρου «σφραγὶς» τόσο από τον Αυγουστίνο όσο και από τον Ακινάτη, για τους Πατέρες της Εκκλησίας στην Ανατολή, σύμφωνα με τον Ιω. Ζιζιούλα, “the term σφραγὶς [seal] would never acquire…a strictly ontological meaning in the sense of πρᾶγμα [thing]; it would be understood rather as σχέσις [relation], which is usually contrasted by them with πράγμα” [«Ο όρος σφραγίς δεν θα αποκτά ποτέ...μία αυστηρή οντολογική έννοια με την σημασία του πράγματος· θα κατανοείται μάλλον ως σχέσις, η οποία συνήθως αντιπαραβάλλεται με πράγμα»] (John D. Zizioulas, Being As Communion: Studies in Personhood and the Church, ἔκδ. St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, NY. 1993, σ. 235). Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η μοναδική Ακινάτεια ανάπτυξη του «χαρακτήρα» ή της «σφραγίδας» απουσιάζει παντελώς από την μυστηριακή θεολογία του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, που βλέπει την «σφραγίδα» ως ουσιαστικά συνώνυμη με το «χρίσμα» και με τους άλλους όρους που χρησιμοποιούνται στην περιγραφή του Βαπτίσματος: «Χρίσμα δε ὅτι τὸν δι’ ἡμᾶς χρισθέντα τὸν Χριστὸν ἐγγράφει τοῖς τελουμένοις, καὶ σφραγίς ἐστιν αὐτὸν ἐνσημαίνουσα τὸν Σωτῆρα. Τὸ γὰρ χρῖσμα πανταχοῦ διὰ πάσης ἀκριβῶς τῆς μορφῆς ἀφιγμένον τοῦ σώματος τοῦ δεξαμένου καὶ προσαρμόσας, αὐτὸν ἐν αὐτῷ φέρει τὸν ἀληλιμμένον ἐνσημανθέντα, καὶ τὸ εἶδος δείκνυσι καὶ σφραγίς ἐστιν ἀτεχνῶς. Δέδεικται δὲ τοῖς εἰρημένοις, τῇ γεννήσει ταὐτὸν δύνασθαι τὴν σφραγῖδα, καθάπερ καὶ τῇ σφραγίδι τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ Βάπτισμα. Ἐπεὶ δὲ καὶ τὸ χάρισμα καὶ τὸ φώτισμα καὶ τὸ λουτρὸν τῇ πλάσει καὶ γεννήσει πρὸς ταὐτὸν φέρει, δῆλον ἐγένετο πᾶσαν τοῦ Βαπτίσματος ἐπωνυμίαν τὸ ἓν ἐκεῖνο σημαίνειν ὡς ἄρα γέννησις καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἡμῖν ἐστιν ἀρχὴ τὸ λουτρόν.» (Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, έκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 88).
[7] Leeming, σ. 541 (έμφαση του γράφοντος).
[8] Leeming, σ. 542.
[9] Congar, M. J., O.P., Divided Christendom, A Catholic Study of the Problem of Reunion, trans. M.A. Bousfield (Geoffrey Bles: The Centenary Press: London, 1939).
[10] Aidan Nichols OP, Yves Congar (Morehouse-Barlow, London, 1989), p. 102. Αυτή η μετατόπιση από την εξατομικευμένη εξέταση της κάθε περίπτωσης αιρετικού στην εξέταση της αιρετικής ομάδας, αυτής καθαυτής, είναι ακριβώς στον αντίποδα των Ιερών Κανόνων και συγκεκριμένα του 95ου Κανόνος της Πενθέκτης Συνόδου, ο οποίος αναφέρεται στο Προσυνοδικό κείμενο. Αυτή είναι μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην Ορθόδοξη προσέγγιση προς τους ετεροδόξους και στη νέα, μετά την Β΄ Βατικανή, οικουμενιστική προσέγγιση – διαφορά η οποία τοποθετεί την καθεμιά από τις ανωτέρω προσεγγίσεις σε εντελώς διαφορετική τροχιά. Η Ορθόδοξη θεώρηση των σχισματικών και αιρετικών στοχεύει πάντα στην ένωσή τους με τον Θεό, η οποία πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας, κατά τρόπον ώστε η Οικονομία του Θεού στη ζωή τους να ασκείται βάσει προσωπικών και εκκλησιαστικών κριτηρίων και ουδέποτε βάσει απρόσωπων ή ιδεολογικών κριτηρίων.
[11] Nichols, σελ.102 (η έμφαση στο πρωτότυπο). Ο Avery Dulles, S.J., στο άρθρο του The Church, The Churches, The Catholic Church, παρέχει πληροφορίες για την προϊστορία της σημαντικής θεωρίας των «στοιχείων», του Congar: «Επιβεβαιώνει πως, παρόλο που η Εκκλησία του Χριστού υπάρχει πλήρως ή τέλεια σε μία μόνο κοινωνία, εν τούτοις βρίσκεται ατελώς ή διά συμμετοχής και σε άλλες, στον βαθμό που αυτές επίσης κατέχουν ορισμένες δωρεές ή παρακαταθήκες που ανήκουν αυτοδικαίως στην Μία αληθινή Εκκλησία. Η παραλλαγμένη κάπως αυτή θέση απορρέει από το δόγμα vestigia ecclesiae, το οποίο ανάγεται πίσω στις θέσεις του Ιωάννη Καλβίνου (John Calvin, Institutes of the Christian Religion 4 (1559 ed.), κεφ. 2, Νο. 11-12). Το δόγμα αυτό, αφού αναβίωσε με την Οικουμενική Κίνηση του 20ου αιώνος, προωθήθηκε στην Ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία από τον Yves Congar και άλλους. Από το 1950 περίπου, έχει γίνει σύνηθες να μιλάμε όχι τόσο για τα ‘ίχνη’ (vestigia) της Εκκλησίας, όσο για τα «στοιχεία», «δωρεές», «παρακαταθήκες», κ.ο.κ. – εκφράσεις που ηχούν πολύ πιο θετικές και ειρηνικές.... Αυτή η ιδέα – της υπάρξεως «στοιχείων» της αληθούς Εκκλησίας έξω από το πλαίσιο του Ρωμαιοκαθολικισμού – έδωσε το έναυσμα ν’ ἀναπτυχθούν θεωρίες περί υπάρξεως άλλων χριστιανικών κοινωνιών που μπορεί να αποτελούν «ατελείς πραγματώσεις» της Εκκλησίας του Χριστού ή ακόμα και, κατ’ αναλογίαν, «Εκκλησίες». (Theological Studies, 33.2 (1972), 199-234.)
[12] Congar, Divided Christendom, p. 234-35. Στην μελέτη του με τίτλο Ecclesiality and Ecumenism: Yves Congar and the Road to Unity, ο Douglas M. Koskela τονίζει μία από τις πιο εντυπωσιακὲς αλλαγές που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της Β΄ Βατικανής: συγκεκριμένα, πριν από την σύγκλησή της οι πιο προοδευτικοί Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ήταν πρόθυμοι να συζητήσουν «για τους μη-Καθολικούς χριστιανούς, μόνον με εξατομικευμένους όρους, ως άτομα που είναι ατελή μέλη της Εκκλησίας του Χριστού». Όμως, μετά από την Β΄ Βατικανή, οι θεολόγοι άρχισαν να μιλούν με άλλους όρους: για την «ατελή παρουσία της Εκκλησίας του Χριστού στις μη-Καθολικές κοινότητες». (Koskela, Douglas M., Ecclesiality and Ecumenism: Yves Congar and the Road to Unity, έκδ. Marquette University Press, Milwaukee 2008, σ. 59).
[13] Βλ. John Calvin Institutes of the Christian Religion 4 (1559 ed.), κεφ. 2, nos. 11-12 καί Congar, Divided Christendom, σσ. 224-248. Βλέπε επίσης την πρόσφατη μελέτη: Arenas, Sandra, “Merely Quantifiable Realities? The Vestigia Ecclesiae in the Thought of John Calvin and its Twentieth Century Reception,” στο John Calvin's Ecclesiology: Ecumenical Perspectives (Ecclesiological Investigations), Gerard Mannion and Eduardus Van der Borght ed., έκδ. T & T Clark, London 2011, σσ. 69-89. Ο Καλβίνος αναπτύσσει την θεωρία τών vestigia ecclesiae στο πλαίσιο των σκέψεών του για την φύση της Εκκλησίας και την κριτική του Ρωμαιοκαθολικισμού. Παρά την θέση του, ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατέχει εσφαλμένα δόγματα και πρακτικές, υποχωρεί ωστόσο στο ζήτημα της υπάρξεως ορισμένων εκκλησιαστικών στοιχείων σ’ αυτήν – στοιχεία τα οποία ο ίδιος ονομάζει vestigia Ecclesiae. Ο Καλβίνος συμπεραίνει πως στην βάση του Βαπτίσματος ο παπικός θεσμός διατηρεί κάποια vestigia της αρχαίας εκκλησίας, τα οποία μαρτυρούν την παρουσία του Θεού· εν τούτοις, επειδή «τα ίχνη αυτά [της αληθινής εκκλησίας]…είναι σβησμένα, ισχυρίζομαι πως όλο το σώμα, καθὼς και κάθε επιμέρους κοινότητα, υστερούν ως προς την μορφή μίας νόμιμης Εκκλησίας» (4,2,11-12). Βλ. επίσης την μελέτη του Walter Kasper “The Decree on Ecumenism – Read A new After Forty Years,” όπου μεταξύ άλλων μας πληροφορεί ότι η ιδέα αυτή «ήλθε πρώτη φορὰ στην επιφάνεια από τόν Yves Congar ως μία προέκταση της Αυγουστίνειας θέσης κατά των Δονατιστών» και πως «κατά την Διακήρυξη του Τορόντο (1950) περιήλθε στην χρήση επίσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών».
[14] Congar, Divided Christendom, 234.
[15] Βλ. UR 22, LG 11, 15 καὶ Acta Synodalia, III/2, 335. Η εξήγηση του καρδινάλιου Kasper έχει ως εξής: «Το Βάπτισμα… είναι το μυστήριο της πίστεως, κατά το οποίο οι βαπτισμένοι ανήκουν στο ένα Σώμα του Χριστού, που είναι η Ελκλησία. Ως εκ τούτου, οι μη-Καθολικοί χριστιανοί δεν είναι εκτός της μίας εκκλησίας, αλλά ανήκουν ήδη σ’ αυτήν κατά τρόπο ουσιωδέστατο. Ο οικουμενισμός … έχει οντολογικό θεμέλιο και οντολογικό βάθος, στην βάση του ενός κοινού Βαπτίσματος. Είναι ένα γεγονός του Πνεύματος» (Kasper, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years”, κεφάλαιο IV, παράγραφος 3)
[16] Ό.π., σ. 68-69 (έμφαση του γράφοντος). Είναι προφανής εδώ η «εκκλησιολογία των στοιχείων», που πρότεινε ο Congar ανατρέχοντας στον Καλβίνο. Η ερμηνεία του Feiner είναι συμβατή με την επίσημη εξήγηση, ή Relatio, που αναφέρεται στίς «εκκλησιαστικές κοινότητες» της Δύσης ως εξής: «[αυτές] δεν είναι απλώς ένα σύνολο ή μία συγκέντρωση εξατομικευμένων χριστιανών, αλλά μία σύνθεση κοινωνικών εκκλησιαστικών στοιχείων…που τους αποδίδουν έναν πραγματικά εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Στις κοινότητες αυτές είναι παρούσα, παρ᾽ ότι ατελώς, η μία και μόνη Εκκλησία του Χριστού…» (Acta Synodalia, III/2, 335).
[17] Ευδοκίμοφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, σ. 462. (Τίτλος πρωτοτύπου: L'Orthodoxie, έκδ. Delachaux et Niestlé, Neuchatel 1959, σ. 343. Ο επίσκοπος Kallistos Ware απηχεί τα λόγια αυτά του Ευδοκίμοφ στο βιβλίο του Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Πολλοί άνθρωποι μπορεί να είναι μέλη της Εκκλησίας κατά μη ορατό τρόπο. Πιθανώς να υφίστανται αόρατοι δεσμοί, παρά την εξωτερική διαίρεση. Το Πνεύμα του Θεού πνέει όπου θέλει, και, σύμφωνα με τον άγ. Ειρηναίο, όπου είναι το Πνεύμα, εκεί είναι και η Εκκλησία. Γνωρίζουμε που είναι η Εκκλησία, αλλά δεν είμαστε σίγουροι για το που δεν είναι» (Ware, Κάλλιστος, Ἐπίσκοπος Διοκλείας, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σ. 485-486).
[18] Φιλορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Επίσκοπος Christopher Butler από την Αγγλία, επισημαίνουν ὅτι αυτή η αντίληψη του Π. Ευδοκίμοφ ήταν καθοριστικὴ στην διαμόρφωση της νέας Εκκλησιολογίας της Β΄ Βατικανής. Christopher Butler, The Theology of Vatican II (London: Darton, Longman and Todd, 1967; rev. ed. 1981). Σύμφωνα με τον Butler, ο Ευδοκίμοφ δηλώνει επίσης ότι «οι μη-Ορθόδοξοι, εξ επόψεως της ομολογιακής τους πίστης, δεν είναι πλέον στην Ορθόδοξη Εκκλησία· παρ᾽ ότι είναι χωρισμένοι, εν τούτοις η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι παρούσα και να ενεργεί, μέσω της πίστεώς τους και της ορθής προθέσεώς τους για τὴν σωτηρία (παρατίθεται στὸ ἔργο τοῦ Christopher Butler The Idea of the Church, ἔκδ. Helicon Press, Baltimore 1962). Ο Ευδοκίμοφ ήταν επίσημος παρατηρητὴς στην Β΄ Βατικανὴ και είχε προσωπική επαφή με τους θεολόγους εκείνους, οι οποίοι διαμόρφωσαν την νέα εκκλησιολογία.
[19] «Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἔθετο ὁ Θεὸς ἀποστόλους, προφήτας, διδασκάλους’ και ὅλη τήν ἄλλη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στό ὁποῖο δέν μετέχουν ὅλοι ὅσοι δέν συναθροίζονται στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί στεροῦνται τῆς ζωῆς μέ τίς αἱρετικές ἀπόψεις καί τά κακά ἔργα τους. Ὅπου εἶναι ἡ Έκκλησία, ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ˙ καί ὅπου εἶνε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ καί ἡ Έκκλησία καί ὅλη ἡ χάρις. Τὀ δέ Πνεῦμα εἶνε ἡ ἀλήθεια» (Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, μεταφ. Εἰρηναίου Χατζηεφραιμίδη, Θεσσαλονίκη, 1991, σσ. 258-259); PG 7.966 C (32).
[20] Το Πνεύμα όντως «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ιω. 3, 8), αλλά, επειδή ακριβώς είναι το Πνεύμα της Αληθείας, γνωρίζουμε ότι θέλει να πνέει προς την κατεύθυνση του Χριστού (Ιω. 16, 14), το οποίο μπορεί μόνο να σημαίνει ότι Εκείνο μας οδηγεί στην Εκκλησία, που είναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α’ Τιμ. 3, 15).
[21] Ό.π. Οι σχολιαστές μετά την Β΄ Βατικανή περίοδο θεωρούν δεδομένο ότι η ορατή και η αόρατη Εκκλησία δεν θα πρέπει να ταυτίζονται, διότι εκτός Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας «οποιοσδήποτε έγκυρα χειροτονημένος ιερέας, συμπεριλαμβανομένων των ιερέων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μπορεί να μεταδώσει το Βάπτισμα και να τελέσει την Ευχαριστία, καθιστώντας έτσι τους λήπτες αυτών [των μυστηρίων], μέλη του Ενός Σώματος». Murphy, Francesca Aran, “De Lubac, Ratzinger and von Balthasar: A Communal Adventure in Ecclesiology,” in Ecumenism Today: The Universal Church in the 21st Century, ed. Francesca Aran Murphy and Chris Asprey, εκδ. Ashgate, Hamphshire, UK 2008, σ. 47. Αυτό ισοδυναμεί με μία κάπως παραλλαγμένη εκδοχή της θεωρίας της «αόρατης εκκλησίας» των Προτεσταντών, καθότι τα όρια είναι απροσδιόριστα και δεν συμπίπτουν με τα κανονικά όρια της Εκκλησίας, με άλλα λόγια δηλαδή, με την ενότητα στην Ευχαριστία και στην πίστη.
[22] «Ο Ειρηναίος – πιστεύοντας όπως και όλοι οι αρχέγονοι Πατέρες ότι η Εκκλησία είναι η μοναδική πηγή χάριτος και πως, έξω απ’ τα όρια αυτής, ουδείς μπορεί να διασφαλιστεί ως προς την σωτηρία του ή την μυστηριακή χάρη – θα είχε απορρίψει ως τελείως άχρηστα τα Μυστήρια των σχισματικών…» (σ. 145, έμφαση του γράφοντος). Βλ. επίσης: Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, Α΄ ἔκδ. 1965 (ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2009), σ. 132: «Ἀμφότεροι («ὁ ἅγιος Κυπριανός καί ὁ πάπας Στέφανος) δέχονται ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν δίδεται εἰς τοὺς ἐκτὸς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας βαπτιζομένους. …Ἡ συνείδησις αὕτη ἀνῆκεν εἰς πάσας τἀς Ἐκκλησίας τῶν μέσων τοῦ γ’ αἰῶνος».
[23] Η εξουσία του ‘δεσμείν και λύειν’ θα ήταν σαθρή, εάν ο αφορισμένος σχισματικός ή αιρετικός είχε την ικανότητα να συνεχίσει αφ’ εαυτού να μετέχει στα μυστήρια της Μίας Εκκλησίας. Τα κανονικά όρια, που στερούνται της χαρισματικής ισχύος, στερούνται και σημασίας.
[24] Βλ. Cardinal Walter Kasper, That They May All Be One: The Call to Unity Today, ἔκδ. Burns and Oats, London/New York 2004, σσ. 50-74, ιδίως δε την σ. 70, όπου (έμφαση του γράφοντος). Για τις θέσεις του (τότε) καρδιναλίου Ιωσὴφ Ράτζινγκερ (πάπα Βενεδίκτου XVI), βλ. Heim, Maximilian Heinrich, Joseph Ratzinger: Life in the Church and Living Theology: Fundamentals of Ecclesiology with Reference to Lumen Gentium, trans. Michael J. Miller, έκδ. Ignatius Press, San Francisco 2007, σσ. 300-330. Για τους Ορθοδόξους, το να αρνηθούν ότι η Εκκλησία είναι η συνέχεια της ενσαρκώσεως του Χριστού δεν είναι τίποτα λιγότερο από το να αρνούνται το θαύμα, το οποίο συντελέστηκε στην Χαλκηδόνα – «η μυστική και ανέκφραστη ένωση των δύο φύσεων στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστοῦ» — που είναι η ουσία του Μυστηρίου της Εκκλησίας. Όπως δηλώνει κατηγορηματικά ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος σὲ ὅλους τούς αἰῶνες καί σέ ὅλη τήν αἰωνιότητα» Iουστ. Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς Ἐφεσίους, έκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 64.
[25] Βλ. κεφ. 10 στο: Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου: μία Ορθόδοξη διερεύνηση του Βαπτίσματος και της Εκκλησίας κατά το Διάταγμα περί Οικουμενισμού (Θεσσαλονίκη: Uncut Mountain Press, 2015), 167-181: «Ἑπομένως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως προελεύσεως ἢ πεποιθήσεων, συμμετέχουν στὶς δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὶς ὁποῖες ὁ κόσμος θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια καὶ μόνον ὑπάρχει μία διαφοροποιημένη μετοχὴ γιὰ τοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς, ὄχι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑπέθεταν ὁ Congar καὶ οἱ συνάδελφοί του, ἀλλὰ στὶς θεῖες Ἐνέργειες – δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικές. Ὡστόσο αὐτὴ ἡ μετοχὴ δὲν τοὺς καθιστᾶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, αὐτοί, μὴ ἐκπληρώνοντας τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία, δὲν μετέχουν στὶς καθαρτικές, φωτιστικὲς καὶ θεωτικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.» (171).
[26] Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” σ. 283 (έμφαση του γράφοντος). Σύμφωνα επίσης με τον Ι. Σπιτέρη, «ἀπὸ [τὴν ἐγκύκλιο UUS] προκύπτει μία νέα ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ συνίσταται ἀπὸ μία κοινωνία Ἐκκλησιῶν, στὴν ὁποία, κατὰ κάποιον τρόπο, ἀνήκουν ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες» (Ἰ. Σπιτέρης, «Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ἄλλες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες», Θ. Κοντίδης (ἐπιμ.), Ο Καθολικισμός, Αθήνα 2000, σ. 246).
[27] Είναι πολλά και γνωστά τα παραδείγματα κοινής λειτουργικής προσευχής και άλλες συμβολικές ενέργειες και δηλώσεις αναγνώρισης της παπικής αίρεσης, ως «συνυπεύθυνης» για την Εκκλησία του Χριστού. Εμείς παραθέτουμε εδώ ένα μόνον: Σε ομιλία του, κατά τη Θρονική Εορτή του αγίου Ανδρέου, στο Φανάρι, απευθυνόμενος προς τον εκπρόσωπο του Βατικανού, Καρδινάλιο Cassidy, ο πατριάρχης αναφέρθηκε σε εκείνους των προπατόρων μας, από τους οποίους εμείς – είπε – (Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί) κληρονομήσαμε αυτόν τον χωρισμό, και αυτοί ήταν τα ατυχή θύματα του όφεως, που είναι η αρχή όλων των κακών… καταλήγοντας δε είπε:.. «Είθε να αξιώση ημάς ο Κύριος να ίδωμεν και την ανάστασιν της ενότητος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας Αυτού. Αμήν.»
[28] Επίσκεψις, τ. 520 (31 Ιουλίου 1995), σελ. 20, Κοινή διακήρυξις του Πάπα Ιωάννου Παύλου ΙΙ και Πατριάρχου Βαρθολομαίου [Common Declaration of Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew] “Call to Unity,” 29 Ιουνίου 1995, section 4: “[O]ur Churches recognize one another as Sister Churches, responsible together for safeguarding the one Church of God. . . .We urge our faithful, Catholics and Orthodox, to reinforce the spirit of brotherhood which stems from the one baptism and from participation in the sacramental life.” See also online: https://www.apostolicpilgrimage.org/com ... patriarchs.
[29] Οι σχετικές παράγραφοι (4 και 5) είναι οι εξής: “Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν «ἀρχῇ Λόγου», τοῦ «ὄντος πρός τόν Θεόν», καί «Θεοῦ ὄντος» Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ «αὐθεντίαν» καί «ἀλήθειαν». Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία κατέβαλε πρό τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά καί μετ᾿ αὐτό, προσπαθείας πρός ὑπέρβασιν τῶν διαφορῶν, προερχομένων ἐν ἀρχῇ καί ἐν πολλοῖς ἐξ ἀλλοτρίων τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας παραγόντων. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν «θεολογικῶν», «πρακτικῶν» καί «κοινωνικῶν» αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν.” Βλ. http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1914 &tla=gr.
[30] Βλ. Επίσης: Yves Congar, Essais oecumeniques, pp. 212-213 ως αναφέρεται ο Aidan Nichols OP, στο Yves Congar (Morehouse-Barlow, London, 1989), p. 103. Ο Congar διατύπωσε ως εξής την αναδυόμενη συμφωνία: «Στις παραμονές του περί Οικουμενισμού Διατάγματος, υπήρχε μία κάποια συναίνεση μεταξύ των καθολικών θεολόγων υπέρ μίας θεολογίας της διαφοροποιημένης συμμετοχής των μη-Ρωμαιοκαθολικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων στον θησαυρό της μίας Εκκλησίας και, επίσης, υπέρ ενός Οικουμενισμού της ενσωμάτωσης, ο οποίος θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από μία απλή και καθαρή ‘επιστροφή’».
[31] The Declaration of the Seventh Plenary Session of the Joint International Commission for Theological Dialogue Between the Catholic Church and the Orthodox Church, “Uniatism, Method of Union of the Past, and the Present Search for Full Communion,” (Balamand, Lebanon, 1993), section 13: «. . . από της ενάρξεως των Πανορθοδόξων Διασκέψεων και της Β’ Συνόδου του Βατικανού, η εκ νέου ανακάλυψη και αξιοποίηση τόσο από τους Ορθοδόξους όσο και από τους Καθολικούς, της Εκκλησίας ως κοινωνίας, άλλαξαν ριζικώς οι προϋποθέσεις και, άρα, οι θεμελιώδεις στάσεις. Από τις δύο πλευρές αναγνωρίζεται ότι αυτό που ο Χριστός ενεπιστεύθη στην Εκκλησία Του – ομολογία της αποστολικής πίστεως, συμμετοχή στα ίδια μυστήρια, προ πάντων στη μοναδική Ιερωσύνη που τελεί τη μοναδική θυσία του Χριστού, αποστολική διαδοχή των Επισκόπων – δεν δύναται να θεωρήται ως η ιδιοκτησία της μιάς μόνον από τις Εκκλησίες μας. Στα πλαίσια αυτά είναι προφανές ότι κάθε είδους αναβαπτισμός αποκλείεται».
[32] Θεολογία, Τόμος ΞΔ' (1993), Τομ. VI, Τεύχος 4, σελ. 570-580. Βλ: http://www.ecclesia.gr/greek/press/theo ... ?etos=1993. Έγραψε ο π. Ιωάννης: “Now that the Balamand agreement has become a candidate to become a sequel to Vatican II and in which case Uniatism will no longer have any reason for existing, the Orthodox will be faced with the consequences of their continued refusal of communion with the Latins and Uniates. What is most interesting is the fact that according to the Balamand agreement mysteries are valid whether one accepts 7 or 22 Ecumenical Councils and their teachings and practices. The impression will be certainly created that only lack of love could be the reason why the Orthodox may continue to refuse inter-communion and con-celebration with the Vatican.”
[33] Baptism and Sacramental Economy, An Agreed Statement of The North American Orthodox-Catholic Theological Consultation, St. Vladimirs Orthodox Seminary, Crestwood, New York, June 3, 1999: «Τα Ορθόδοξα και Καθολικά μέλη της Σύσκεψής μας παραδέχονται, στις αμφότερες παραδόσεις μας, μία κοινή διδασκαλία και μία κοινή πίστη σε ένα Βάπτισμα, παρα τις κάποιες αποκλίσεις στην πρακτική, οι οποίες, πιστεύουμε, δεν επηρεάζουν την ουσία του μυστηρίου. Παρακινούμεθα επομένως να δηλώσουμε ότι αναγνωρίζουμε επίσης ο ένας το Βάπτισμα του άλλου ως ένα και το αυτό. Αυτή η αναγνώριση έχει πρόδηλες εκκλησιολογικές συνέπειες. Η Εκκλησία είναι η ίδια μαζί το περιβάλλον και το αποτέλεσμα του Βαπτίσματος, και δεν είναι δικό μας δημιούργημα. Αυτή η αναγνώριση απαιτεί από την κάθε πλευρά του διαλόγου μας την αναγνώριση μίας εκκλησιαστικής πραγματικότητας στην άλλη, όσο πολύ και άν θεωρούμε, ίσως, τον δικό τους τρόπο ζωής της εκκλησιαστικής πραγματικότητας ως ελαττωματικό ή ατελή. Στην κοινή μας πραγματικότητα του Βαπτίσματος, ανακαλύπτουμε την θεμελίωση του διαλόγου μας, όπως επίσης την δύναμη και το επείγον της προσευχής του Ιησού «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν». Εδώ, τελικά, είναι η ασφαλής βάση της σύγχρονης χρήσης της φράσης, «αδελφές εκκλησίες»; “Austalian Churches Coveting Together,” National Council of Churches of Australia, «Συμφωνητικό έγγραφο» του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Αυστραλίας (2004), το οποίο υπέγραψαν οι επισκοπές της Αυστραλίας των Πατριαρχείων της Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Ρουμανίας και της Σερβίας, και με το οποίο αναγνωρίζουν το Μυστήριο του Βαπτίσματος, που τελείται στις ετερόδοξες κοινότητες (ρωμαιοκαθολικούς, αντιχαλκηδονίους, αγγλικανούς, λουθηρανούς, ουνίτες, κογκρεσιοναλιστές) και προωθούν την χρήση ενός κοινού «Πιστοποιητικού Βαπτίσματος». Για το ολόκληρο έγγραφο, βλέπε: http://www.ncca.org.au/files/Department ... gether.pdf.· Τον Οκτώβριο του 2004 ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Γερμανία, Μητροπολίτης Αυγουστίνος, υπέγραψε μία διακήρυξη με την Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας, αναγνωρίζοντας ένα κοινό Βάπτισμα και υποσχόμενος να μη βαπτίζουν τους προσήλυτους, βλ. http://www.goarch.org /news/goa.news1213· Το 2007, η Επιτροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Γερμανίας (KOKiD), με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Αυγουστίνο, συνυπέγραψε με ένδεκα (11) γερμανικές ομολογίες μία κοινή διακήρυξη για το κοινό Βάπτισμα. Η εν λόγῳ πρώτη εθνική συμφωνία της Γερμανίας σχετικα με το κοινο Βάπτισμα, αρχικά προτάθηκε από τον καρδινάλιο Walter Kasper το 2002.
[34] Zizioulas, “Unitatis Redintegratio: An Orthodox Reflection” in Searching For Christian Unity, σελ. 37-54
[35] Ζηζιούλας, Ιωάννης, «Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine (Αγγλία), Αύγουστος 1985, τόμ. 21, σ. 16. Εκεί ο νύν Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης δηλώνει: «Εάν λάβουμε υπ' όψιν μας τους κανόνες της αρχαίας Εκκλησίας, τότε μπορούμε να ομιλούμε για τα όρια της Εκκλησίας επί τῃ βάσει, θα πρότεινα, της βαπτιστικής ενότητας. Με αυτό εννοώ ότι το Βάπτισμα είναι ένα τόσο καθοριστικὸ σημείο της ζωής μας ώστε αυτομάτως δημιουργεί διαχωριστική γραμμή μεταξύ της προ-βαπτιστικής και μετα-βαπτιστικής κατάστασης: άν βαπτίζεσαι, αμέσως παύεις να είσαι αυτό που ήσουν. Πεθαίνεις, όπως λέει ο άγιος Παύλος, όσον αφορά το παρελθόν, και επομένως υπάρχει μία καινούργια κατάσταση. Το Βάπτισμα δημιουργεί ένα όριο στην Εκκλησία. Τώρα μέ αυτό το βαπτιστικό όριο είναι κατανοητό να υπάρξει διαίρεση, αλλά οποιαδήποτε διαίρεση μέσα σε αυτά τα όρια δεν είναι το ίδιο με την διαίρεση που υπάρχει μεταξύ της Εκκλησίας και αυτών που βρίσκονται έξω από αυτό το βαπτιστικό όριο... Νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά τα βαπτιστικά όρια της Εκκλησίας και να αποδεχτούμε ότι έξω από την βάπτιση δεν υπάρχει Εκκλησία. Εντός του Βαπτίσματος, ακόμη και άν υπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία. Ακόμα και άν πάρετε το μοντέλο της Ευχαριστίας ως βάση σας, θα δείτε ότι αυτό αφορά όλους τους Χριστιανούς. Άς πάρουμε την Λειτουργία της αρχαίας Εκκλησίας ως ένα παράδειγμα: μέχρι το σημείο της ανάγνωσης των Γραφών ή, όπως έχουμε ακόμα σήμερα στην Λειτουργία, μέχρι τον ασπασμό της ειρήνης, που είναι το σημείο της ενότητας εν αγάπῃ, και του Συμβόλου της Πίστεως, το οποίο είναι σημάδι ενότητας εν πίστει - μέχρι αυτό το σημείο ήταν κατανοητό ότι κάποιος μπορούσε να πάρει μέρος στην Λειτουργία και μετά δεν του επιτρεπόταν για διάφορους λόγους να συνεχίζει (όπως μία εκκλησιαστική ποινή για παράδειγμα ή εάν ήταν κατηχούμενος). Έφευγε λοιπόν πριν από το Μυστήριο. Αυτό τωρα υποδηλώνει ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τις διαιρέσεις με την Εκκλησία ως λαμβάνουσες χώρα ακριβώς σ' αυτά τα σημεία: είτε στον ασπασμό της ειρήνης είτε στο Σύμβολο. Εάν δεν είμαστε σε θέση να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον και να ομολογήσουμε την ίδια πίστη, τότε υπάρχει ένα ρήγμα στην κοινωνία. Αλλά αυτό το ρήγμα δεν σημαίνει ότι κάποιος έπεσε έξω από το βασίλειο της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξοι, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, συμμετέχουν στην Οικουμενική Κίνηση ως μία κίνηση βαπτισμένων Χριστιανών, που βρίσκονται σε κατάσταση διαίρεσης, διότι δεν μπορούν να εκφράσουν την ίδια πίστη μαζί. Στο παρελθόν αυτό συνέβαινε λόγῳ της έλλειψης αγάπης, η οποία τώρα, δόξα τῳ Θεῳ, εξαφανίζεται».
[36] Der Spiegel, issue No. 51, 2009. “[T]he differences between Orthodoxy and Catholicism are not fundamental. We recognize the Sacraments of the Catholic Church. If a Catholic priest moves over to Orthodoxy we accept him as priest.” Βλ. επίσης: http://byztex.blogspot.com.cy/2009/12/a ... iegel.html.
[37] Βλ.: “Vertograd Orthodox Journal, Newsletter,” No. 76, Oct. 21, 2009. “We do not have communion in the Mysteries, but we do recognize each other’s Mysteries”. Βλ: “The Church and the World”, http://vera.vesti.ru/doc.html?id=237432).
[38] Βλ. για παράδειγμα, τα έργα του Αρχιεπισκόπου Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929), Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού: https://www.stamoulis.gr/Αρχιεπίσκοπος- ... 02738.aspx.
[39] Βλ: http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/0 ... όστομος-2/ και http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/1 ... δοξη-εκκλ/. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος είπε τα εξής: «Διά τῆς παρούσης παραγράφου προσδιορίσθη­σαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί «κατ’ οἰκονομίαν» ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος.»
[40] «Η αναλογική εφαρμογή του πνεύματος κανόνων, όπως οι 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων, που αναφέρονται στην 21η παράγραφο της Ε΄ Προσυνοδικής, στη νέα πραγματικότητα της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης και των ειρηνικών διαλόγων, συνεπάγεται την αναγνώριση του «υποστατού» ή και του «εγκύρου» του Βαπτίσματος. . . .Η κατ’ οικονομίαν αναγνώριση του βαπτίσματος έχει σημαντικές συνέπειες για τη θεώρηση της εκκλησιαστικής κατάστασης άλλων Εκκλησιών και άλλων Χριστιανών.»
[41] Πρόδρομου Ι. Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων (Θεσσαλονίκη: Αδελφών Κυριακίδη, 2000), 509-513.
[42] Η ανεπαίσθητη αυτή μετακίνηση εκ μέρους των Ορθοδόξων Οικουμενιστών, από την ποιμαντική μέριμνα για τους ετεροδόξους, οι οποίοι επιστρέφουν στην Εκκλησία, στην εκκλησιολογική μέριμνα για τις ετερόδοξες κοινότητες καθαυτές, ανακαλεί στη μνήμη την καινοτόμο αλλαγή εστιασμού του Yves Congar από τους σχισματικούς, ως άτομα, σε ομάδες σχισματικών και αιρετικών αυτών καθαυτών.
[43] Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων, 546-547.
[44] Βλ. «The Manner of Reception of Roman Catholic Converts into the Orthodox Church», by Father George Dragas: http://orthodoxinfo.com/ecumenism/The-M ... Dragas.pdf ή «Fr. George Dragas, The Manner of Reception of Roman Catholic Converts into the Orthodox Church, with Special Reference to the Decisions of the Synods of 1484 (Constantinople),1755 (Constantinople) and 1667 (Moscow)»: http://www.myriobiblos.gr/texts/english/ Dragas_RomanCatholic_1.html.
[45] Ως επί το πλείστον, όπου η Εκκλησία αντιλαμβανόταν ότι οι Λατίνοι επιτελούσαν βάπτισμα με μία κατάδυση, ή με έγχυση, οι μεταστραφέντες στην Ορθοδοξία Λατίνοι βαπτίζονταν, επειδή δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την «Οικονομία». Όταν όμως από την άλλη πλευρά, εκείνοι που προσέτρεχαν για να είναι «στη μερίδα των σωζομένων” είχαν βαπτισθεί από τους Λατίνους κατά τον αποστολικό τύπο, η «οικονομία» θεωρούνταν ως αποδεκτή, αλλά όχι απαραίτητη.
[46] Αυτή η βασική και επικρατούσα για πολύ καιρό αντίληψη επαναδιατυπώθηκε πρόσφατα από τον μητροπολίτη Ηλείας, Γερμανό, στην εισήγησή του ενώπιον της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (8 Μαρτίου 2016), ως εκπρόσωπος αυτής στη Διάσκεψη των Πρωθιεραρχών στη Γενεύη.
[47] Αυτό είναι σαφές στην περίπτωση των Ευνομιανών, για τους οποίους η πιθανότητα εισδοχής «κατ’ οικονομίαν» απορρίφθηκε από τη Β΄Οικουμενική Σύνοδο, καθότι δεν διατήρησαν την αποστολική μορφή βαπτίσματος με τριπλή κατάδυση, αλλά βάπτιζαν με μία μόνο κατάδυση «ἐν τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ».
[48] Ο Μητροπολίτης Διολείας Κάλλιστος Γουέαρ (Ware) παρατήρησε πρόσφατα: «Ορισμένοι [από τους πιο αυστηρούς Ορθοδόξους] θα έλεγαν ότι, έξω από τα ορατά όρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν υφίστανται αληθινά Μυστήρια, ούτε η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Τώρα, για μένα, ως Ορθόδοξο, αυτό μου είναι δύσκολο να το πιστέψω. Βεβαιώνομαι όμως, δια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος σε άλλες χριστιανικές κοινότητες και ασφαλώς πιστεύω ότι υπάρχει αληθινή χάρις του βαπτίσματος, όπου τελείται βάπτισμα στο Όνομα της Αγίας Τριάδος και χρησιμοποιείται νερό. Ασφαλώς, καθόσον αφορά τους Ρωμαιοκαθολικούς, πιστεύω στην αληθινή πραγματικότητα του Μυστηρίου, ότι πράγματι αυτή είναι αληθινή Ευχαριστία» (www.ancientfaith.com/specials/kallistos_ lectures/what_can_
evangelicals_and_orthodox_learn_from_one_another).


http://aktines.blogspot.gr/2016/03/heers.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

13
phpBB [video]



«Ιεροί κανόνες και το κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ με τίτλο
«Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον»
πρωτοπρεσβύτερος Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών




Το κείμενο της Ε΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως (Σαμπεζύ 2015) με τίτλο «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» είναι το πλέον σημαντικό κείμενο της μελλούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και είναι σίγουρο ότι θα αναδειχθεί ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την εκκλησιαστική αξιολόγηση της ίδιας της Συνόδου. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι το κείμενο αν και δεν έχει την τυπική μορφή και δομή δογματικού όρου, ουσιαστικά επέχει θέση δογματικής αποφάσεως της Συνόδου, και, συνεπώς, η Εκκλησία – δηλ. όλοι εμείς, κλήρος και λαός – οφείλουμε να το αντιμετωπίζουμε με τη δέουσα σοβαρότητα ως τη δογματική απόφαση της Πανορθοδόξου Συνόδου. [Σε παλαιότερη δημοσίευσή μας έχουμε προβεί σε εκτενή σχολιασμό του κειμένου αυτού στον οποίο και παραπέμπουμε για την πληρότητα και αναγκαία τεκμηρίωση της παρούσης εισηγήσεως

(βλ. http://www.romfea.gr/pneumatika/6640-sx ... iaskepseos)].
Η παρούσα εισήγηση με τίτλο «Ιεροί κανόνες και το κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ με τίτλο «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» περιορίζεται αναγκαστικά μόνο στο ζήτημα αν η κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας αναγνωρίζει τα μυστήρια των αιρετικών. Και αυτό, διότι αν εξαιρέσουμε την § 20, στην οποία θα επικεντρώσουμε την εισήγησή μας, σε ολόκληρο το κείμενο της Ε΄ΠΠΔ δεν υπάρχει καμία αναφορά σε Ιερούς Κανόνες και στην εν γένει κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας.

Είναι άξιο επισήμανσης ότι Ε΄ ΠΠΔ (Σαμπεζύ 2015) όταν διαπραγματεύθηκε το μείζον και κρίσιμο αυτό θέμα των σχέσεων της Εκκλησίας με την ετεροδοξία δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να προσφύγει στην πλούσια κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας! Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς της στην μέχρι τώρα εκκλησιαστική πρακτική!

Ωσάν η Εκκλησία για πρώτη φορά να έρχεται σε επαφή και διάλογο και επικοινωνία με άλλες αιρετικές ή σχισματικές κοινότητες! Ωσάν μέχρι σήμερα η Ορθοδοξία να μην είχε παρόμοια εμπειρία και πρακτική. Ωσάν η εμπειρία της παράδοσης να μην είναι δημιουργικά δεσμευτική στη ζωή και τη δράση μας ως μελών της Εκκλησίας!

Όμως ἡ Ἐκκλησία πάντοτε πονούσε και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα γιά τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή των αιρετικών και σχισματικών στην Αλήθεια και ενότητά της. Και είναι γνωστό ότι το ενδιαφέρον της αυτό και οι βασικές εκκλησιολογικές και κανονικές αρχές στην πραγμάτωσή του έχουν αποτυπωθεί στους ιερούς Κανόνες της. Για να γίνει αντιληπτός ο όγκος της κανονικής παραδόσεως που έχει ως αντικείμενο τις σχέσεις της Εκκλησίας με τους ετεροδόξους αξίζει να σημειώσουμε ότι μόνο στο επικυρωμένο από Οικουμενικές Συνόδους corpus των Ι. Κανόνων των Συνόδων της Καρθαγένης έχουν ενσωματωθεί 18 Κανόνες που αναφέρονται στο θέμα «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» και ιδιαιτέρως προς το σχίσμα των Δονατιστών, που ταλαιπωρούσε τη βορειοαφρικανική λατινική Εκκλησία της Καρθαγένης. Στούς Κανόνες των Συνόδων της Καρθαγένης περιγράφεται διά πολλῶν το πλαίσιο στο οποίο οφείλουν να κινηθούν οι ὀρθόδοξοι ποιμένες στό διάλογο με τους σχισματικούς με σκοπό την ένταξή τους και πάλι στην εκκλησιαστική κοινωνία. Δυστυχώς, αυτή η πλούσια κανονική παράδοση δεν έχει αξιοποιηθεί ουδέ στο ελάχιστο στο κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ.

Όπως ήδη ανέφερα, μοναδική αναφορά σε ιερούς κανόνες στο προσυνοδικό κείμενο γίνεται στην περίφημη § 20 η οποία αναφέρει επί λέξει: «Αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως (κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου)».

Η § 20 εντάσσεται στην ενότητα του Κειμένου περί του ΠΣΕ. Συνεπώς, όταν αναφέρεται σε «άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες» περιλαμβάνει τις περισσότερες από 345 Κοινότητες-μέλη του ΠΣΕ. Μην ξεχνάμε ότι στο ΠΣΕ υπάγονται εκτός από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες (εκτός των Πατριαρχείων Γεωργίας και Βουλγαρίας) και αιρετικές ομάδες απολύτως ετερόκλητες από θεολογικής απόψεως (από Νεστοριανούς και Μονοφυσίτες μέχρι και Κουάκερους, Στρατό της Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, free Churches κοκ). Ορισμένα από τα μέλη του ΠΣΕ αρνούνται όλες ή τις περισσότερες Οικουμενικές Συνόδους, αρνούνται όλα τα μυστήρια, αρνούνται το αειπάρθενο της Θεοτόκου, αρνούνται την τιμή προς τη Θεοτόκο, τους Αγίους και τον Τίμιο Σταυρό, αρνούνται την αποστολική διαδοχή, αρνούνται σύνολη την ιερή παράδοση και αυτόν τον Κανόνα της Αγ. Γραφής! Και όμως στο κείμενο χαρακτηρίζονται «Εκκλησίες»
Στην § 20 λοιπόν, μνημονεύονται μόνο οι Κανόνες Β-7, Στ-95 οι οποίοι δεν αναφέρονται στους θεολογικούς διαλόγους, αλλά αποκλειστικά και μόνο στον τρόπο και τη διαδικασία εισδοχής στην Ορθοδοξία των πρώην αιρετικών. Όπως ήδη ακούσαμε, μέσω των κανόνων αυτών, ορθότερα, διαστρεβλώνοντας το πνεύμα και το γράμμα των Ι. Κανόνων, γίνεται προσπάθεια αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών με άμεση στόχευση την αμνήστευση των αιρέσεων και την “εκκλησιαστικοποίησή” τους, την αναγνώριση της “εκκλησιαστικότητάς” τους.

Το ζήτημα της αναγνώριση, ορθότερα της μη αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών, είχε λήξει από πολύ νωρίς στη ζωή της Εκκλησίας και όποτε ερχόταν στο προσκήνιο η Εκκλησία επαναλάμβανε πάντοτε τις βασικές θεολογικές της θέσεις, τις διατυπωμένες με εξαιρετική σαφήνεια ήδη από τον γ΄ και δ΄ αιώνα. Η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας έλαβε και κανονική επικύρωση μέσω πολλών κανονικών αποφάσεων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.


Ας δούμε όμως πολύ συνοπτικά τη σχετική κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας αναφορικά με τους κανόνες Β-7 και Στ-95:


1. Γένεση του προβληματισμού


Όπως ήδη αναφέραμε, πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας που συναρτάται άμεσα με την ίδια την αυτοσυνειδησία της και, συνεπώς, με τις πλέον θεμελιώδεις εκκλησιολογικές αρχές της, είναι ότι μόνο μέσα στη «γνήσια και αληθινή Εκκλησία τελεσιουργούνται τα μυστήρια και μόνο διά μέσου αυτής λειτουργούν σωστά και σωστικά για τον άνθρωπο». Για το λόγο αυτό είναι εντελώς αδιανόητο για την Εκκλησία να υφίστανται έγκυρα και χαριτόβρυτα μυστήρια που να προσφέρουν σωτηρία εκτός Αυτής, στους σκοτεινούς χώρους των αιρέσεων και των σχισμάτων. Αυτή η βασική δογματική-εκκλησιολογική διδασκαλία εντάχθηκε πολύ νωρίς στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας μας με τους Αποστολικούς Κανόνες,

Αποστ-46: «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;».

Αποστ-47: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐὰν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τὸν σταυρόν καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων».
Αποστ-50: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μὴ τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ᾿ ἓν βάπτισμα, τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τὸν θάνατόν μου βαπτίσατε· ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
Αποστ-68: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ αἱρετικῶν ἔχει τὴν χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν».
Οι ανωτέρω Αποστολικοί Κανόνες κατηγορηματικά αρνούνται την ύπαρξη μυστηρίων εκτός της Εκκλησίας, παρέχοντας μάλιστα με σύντομες φράσεις και την απαραίτητη θεολογική αιτιολόγηση. Άμεση πρακτική συνέπεια της εκκλησιολογικής αυτής θέσης ήταν ότι, όταν κάποιος αιρετικός μετανοούσε και επιθυμούσε να ενταχθεί στην Εκκλησία, η Εκκλησία τον βάπτιζε ανεξάρτητα από το αν αυτός είχε “βαπτιστεί”, στην αίρεση στην οποία μέχρι τότε ανήκε.

2. Διένεξη πάπα Στεφάνου - Αγ. Κυπριανού

Σοβαρότατο όμως πρόβλημα προέκυψε στην Εκκλησία τον 3ο αι. με τον πάπα Ρώμης Στέφανο, ο οποίος δεν (ανα)βάπτιζε τους προσερχομένους από το σχίσμα των Νοβατιανών. Ριζικὰ ἀντίθετος ἦταν ὁ Ἅγ. Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, ὁ πρῶτος μεγάλος Δυτικὸς Πατέρας καὶ Θεολόγος τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τοὺς Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὶς ἀποφάσεις προγενεστέρων Αφρικανικών Συνόδων και ταυτιζόμενος θεολογικὰ μὲ τὶς μικρασιατικὲς Ἐκκλησίες, θεωροῦσε ἐντελῶς ἀνυπόστατα ὅλα τὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν. Η άποψη αυτή του Αγ. Κυπριανού ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὶς τρεῖς Τοπικὲς Συνόδους τῆς Β. Ἀφρικῆς ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ιδίου. Η απόφαση της Συνόδου της Καρχηδόνος έχει επικρατήσει να ονομάζεται Κανόνας του Αγ. Κυπριανού.

Σύμφωνα με τὸν Κυπρ-1 στην αίρεση και το σχίσμα δεν υφίσταται:

· τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος («οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»),
· τῆς Θ. Εὐχαριστίας («ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων»),
· τῆς ἀφέσεως («ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν»)
· της Ιερωσύνης «Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός»
· τοῦ Βαπτίσματος. «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος».
Δεν υπάρχουν, λοιπόν στην αίρεση μυστήρια, διότι στην αίρεση δεν υπάρχει ούτε Εκκλησία: «Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία οὐκ ἔστιν», «ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι».

Τέλος, η Εκκλησία έχει αποφανθεί συνοδικά: Τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας ταυτίζονται: «ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα».

Τὴ θεολογικὴ θέση τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ συμμερίστηκε και ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος τὴν μνημονεύει στὴν κανονικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἅγ. Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου (κανόνες Βασιλ-1, -47), προσφέροντας μάλιστα καὶ πρόσθετη θεολογικὴ αἰτιολογία, ότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι ανυπόστατο.

Στὸν ἐπικυρωθέντα ἀπὸ Οἰκουμενικές Συνόδους (Στ-2 καὶ Ζ-1) κανόνα του ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων ὁ Μ. Βασίλειος (Βασιλ-1): «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον…Ἔδοξε τοίνυν τοῖς ἐξ ἀρχῆς, τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι … Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες.… ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς παρ’ αὐτῶν, ἐκέλευσαν ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῷ βαπτίσματι, τῷ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνακαθαίρεσθαι».

Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος Μ. Βασίλειος είναι απολύτως σαφής: δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ύπαρξης βαπτίσματος και ιερών μυστηρίων, που να παρέχουν σώζουσα Θ. Χάρη εκτός της Εκκλησίας.

3. Η κατ’ ακρίβεια και η κατ’ οικονομία πράξη.

Παράλληλα, ὅμως, με τις τόσο κρυστάλλινες απόψεις του, που είναι ταυτόχρονα και θεολογία της Εκκλησίας αφού έχουν επικυρωθεί από Οικουμενικές Συνόδους, ὁ Μ. Βασίλειος ἀποδέχεται την διά μόνο λιβέλου και μυστηρίου τού Χρίσματος αποδοχή των «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπὸ συγκεκριμένες αἱρέσεις τὶς ὁποῖες καὶ μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸν Β-7 καὶ ἀργότερα ἡ Στ΄ μὲ τὸν Στ-95[ii] ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία: μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ χρήση Ἁγ. Μύρου καὶ διὰ λιβέλου.

Έτσι, στην εκκλησιαστική πράξη παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση στὸν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ»: α) Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἔχουμε τοὺς οικουμενικού κύρους Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καὶ 47ο), οι οποίοι, εκθέτοντας τις βασικές εκκλησιολογικές θεολογικές αρχές της Εκκλησίας, αρνούμενοι κατηγορηματικά το βάπτισμα και τα λοιπά μυστήρια των αιρετικών, επιτάσσουν τον (ανα)βαπτισμό των προσερχομένων στην Ορθοδοξία, και β) τους Β-7, Στ-95 και μερικώς οι Βασιλ-1, -47, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις δίνουν τη δυνατότητα εισδοχής των πρώην αιρετικών στην Εκκλησία μόνο με λίβελλο και χρίσμα.

Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, πρακτικές; Καὶ γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλῳ ἐπικύρωσε τοὺς «ἀντιφατικοὺς» αὐτοὺς κανόνες;

Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ οἱ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφὲς ὅτι καθορίζουν τὰ θεολογικὰ κριτήρια προσέγγισης τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τοὺς ἐπικυρωμένους ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ὡς παρέχον σῴζουσα Θ. Χάρη ποὺ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾷ τὸν βαπτιζόμενο καὶ τὸν ἐντάσσει στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργικὴ τῶν μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στὸ σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ. Στεφάνου) διεσάφησε πλήρως τὸ θέμα! Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε τις απόψεις τού πάπα Αγ. Στεφάνου, αλλά προσέδωσε οἰκουμενικὸ κῦρος στὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς συναφεῖς μὲ αὐτόν κανόνες (Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καὶ 47ο)), ἐντάσσοντάς τους στοὺς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων: ουσιαστικά θέλησε νὰ περιβάλει μὲ οἰκουμενικὸ κῦρος τὴ θεολογία-εκκλησιολογία τοῦ κανόνος.

Ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ συμφωνεῖ καὶ ἐπαυξάνει τὴ θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου του Αγ. Κυπριανού, ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις χωρὶς νὰ τοὺς βαπτίζει. Δὲν πρόκειται περὶ θεολογικῶν, ἀλλὰ καθαρὰ περί ποιμαντικῶν λόγων: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» (Βασιλ-1), ή «οικονομίας τινός ένεκα» (Βασιλ-47), ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει. Ἐπίσης, ὁ ἴδιος, ενώ υπεραμύνεται της θεολογικής ακρίβειας, προτείνει και τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν».

Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπὸν, ἡ θεολογική ἀκρίβεια («τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία («τὸ ἔθος τῶν πατέρων»). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας τὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια σὲ ὅλους τοὺς τόνους, ἀποφαίνεται ὅτι δὲν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στὴν αἵρεση. Ἀξιοποιώντας ὅμως τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ προσέρχονται στὴν Ἐκκλησία μόνο μὲ τὴν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καὶ τὴ Θ. Μετάληψη καὶ ὄχι διὰ τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία), όπως προβλέπει η κατ’ ακρίβεια πράξη. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα και των «εξάρχων των αιρέσεων».

Η κατ’ οἰκονομία ἐκκλησιαστικὴ πράξη ἔλαβε καὶ συνοδικὴ ἐπικύρωση μὲ τοὺς Β-7 καὶ Στ-95. Εἶναι χαρακτηριστικὸ, όμως, ὅτι ενώ οι κανόνες που απορρίπτουν το αιρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη ή πολύ αναλυτική θεολογική αιτιολόγηση, οι κανόνες που προτείνουν την οικονομία στην εισδοχή των πρώην αιρετικών δεν προβάλουν καμία θεολογική αιτιολόγηση. Είναι κατ’ οικονομία . αυτό και μόνο αρκεί. Η μόνη αιτιολόγηση προέρχεται από τον Μ. Βασίλειο: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-εκκλησιολογικός λόγος, μόνο η ποιμαντική ανάγκη της σωτηρίας δια της μετοχής στη ζωή της Εκκλησίας, εφ’ όσον ο άνθρωπος έχει μετανοήσει και φύγει από την αίρεση. Ο Άγ. Κύριλλος είναι επιγραμματικός επ’ αυτού: «καν είδης συντρέχοντας νυν τη ορθή πίστει αμνησικάκει περί των παρελθόντων… οικονομίας ένεκα, μη ακριβολογούμενος σφόδρα περί τους μεταγιγνώσκοντας… ταύτα γράφω ου τισι χαριζόμενος, αλλ’ ειδώς, ότι καλή μάλλον εν τούτοις η οικονομία».

Επίσης, ούτε ο Μ. Βασίλειος ούτε οι ιεροί Κανόνες ούτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι προσπαθούν στην κατ’ οικονομία πράξη να θεμελιώσουν επιχειρήματα για να ακυρώσουν βασικές εκκλησιολογικές αρχές (ανυπαρξία τελεσιουργικής των μυστηρίων Θ. Χάριτος στην αίρεση, ανυπαρξία ιερών Μυστηρίων εκτός Εκκλησίας, διάκριση Εκκλησίας-αίρεσης, αλήθειας-πλάνης κοκ). Ποτέ! Όπως στη σημερινή εκκλησιαστική πράξη η κατ’ οικονομία δυνατότητα τελέσεως αεροβαπτίσματος από Ορθόδοξη νοσηλεύτρια δεν υπονοεί ότι η νοσηλεύτρια έχει την ειδική ιερωσύνη ή ότι μπορεί να τελέσει κατ’ οικονομία και άλλα μυστήρια, έτσι για την εκκλησιαστική μας παράδοση με την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, με κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζονται τα μυστήρια των αιρετικών! Είναι, άλλωστε, αδιανόητο η οικονομία τού αεροβαπτίσματος να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικός λόγος για τη διεκδίκηση της ιερωσύνης των γυναικών . κατά τον ίδιο τρόπο ήταν αδιανόητο για τους Πατέρες οι αιρετικοί να διεκδικήσουν εγκυρότητα των «μυστηρίων» τους, όπως γίνεται σήμερα στην Οικουμενική Κίνηση!

Είναι σαφής επ’ αυτού η απόφαση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (1971), η οποία στο κείμενο «Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» εύστοχα σημειώνει: «Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία αποβλέπει…α) εις την διατήρησιν κατά πρώτον και κύριον λόγον της εαυτής πίστεως και διδασκαλίας τελείως ανοθεύτου και ανεπηρεάστου εκ της κατ’ οικονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αυτής προς τους έξω. “Διότι ου συγχωρεί συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως, και τότε τας οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε το δόγμα της ευσεβελιας ουδέν παραβλάπτεται” (Ευλόγιος Αλεξ. PG 103, 953)». Δηλαδή η κατ΄ οικονομία πράξη για την εισδοχή πρώην αιρετικών δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικό προηγούμενο για την τροποποίηση, ουδέ στο ελάχιστο, της πίστης και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αναφορικά με την αυτοσυνειδησία της και την “εκκλησιαστικότητα” των ετεροδόξων!

Τέλος, ας προσέξουμε ότι ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη… Αυτό δεν είναι ποιμαντική οικονομία, αλλά απάνθρωπη συμπεριφορά και ασυγχώρητη κατά του Αγίου Πνεύματος βλασφημία!

Διαβάζοντας το Κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ δε μπορούμε, δυστυχώς, να συναντήσουμε όλη αυτή την πλούσια προβληματική τής Εκκλησίας μας: την φιλάνθρωπη διπλή πρακτική και αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ ακρίβειας και οικονομίας με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία τού ανθρώπου! Αντίθετα, έχουμε μία πρόχειρη και γενικόλογη προσέγγιση, η οποία αφήνει πολλά ερωτηματικά και προπαντός οδηγεί σε σκοτεινές θεολογικές ατραπούς.

4. Τα κριτήρια για την άσκηση ακρίβειας ή οικονομίας.

Η § 20 του Κειμένου αναφέρεται σε «κανονικά κριτήρια της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως» και παραπέμπει στους Β-7 και Στ-95. Προσεκτική όμως μελέτη των Κανόνων δεν ευνοεί την οικουμενιστική προσέγγιση!

1. Δεν αποτελεί κριτήριο για τη χρήση της οικονομίας η εχθρότητα ή η φιλική διάθεση της αιρέσεως, της αιρετικής Κοινότητας προς την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Δυστυχώς, ορισμένοι στον οικουμενικό χώρο, προτάσσουν ως επιχείρημα ότι παλαιότερα η Εκκλησία τηρούσε την ακρίβεια στην εισδοχή των αιρετικών (βάπτισμα) διότι υπήρχε πολλή εχθρότητα από τους αιρετικούς, ενώ στην εποχή μας [με τις «νέες ιστορικές συνθήκες» (§4), «νέες μορφές», «νέες συνθήκες», «νέες προκλήσεις» (§ 24)] οι σχέσεις με τις ετερόδοξες Κοινότητες είναι πλέον φιλικές και, συνεπώς, επιβάλλεται η χρήση της οικονομία! Είναι προφανές ότι η επιχειρηματολογία αυτή αποδεικνύεται εντελώς αυθαίρετη και επιπόλαιη χωρίς ιστορική ή κανονική βάση! Θα έλεγα ότι ακριβώς το αντίθετο έχουμε, ειδικά μάλιστα με τον Β-7: Οι Αρειανοί και οι Πνευματομάχοι, στην εποχή της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν άσπονδοι εχθροί των Ορθοδόξων και δημιουργούσαν πάρα πολλά και σοβαρότατα προβλήματα στην Εκκλησία. Κι όμως η Εκκλησία με τον Β-7 προτείνει την κατ’ οικονομία πράξη (λίβελο και χρίσμα), και όχι την αυστηρότητα της ακρίβειας (βάπτισμα)! Από τους κανόνες και την εν γένει πράξη της Εκκλησίας προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από τη φιλική ή εχθρική διάθεση της αιρετικής Κοινότητας, αυτό που προσέχει και απαιτεί η Εκκλησία για να χορηγήσει την οικονομία είναι η μετάνοια του συγκεκριμένου ανθρώπου, του πρώην αιρετικού!

Δεν ενδιαφέρει την Εκκλησία η αιρετική Κοινότητα, αλλά ο άνθρωπος. Αποδέκτης της φιλάνθρωπης οικονομικής ενέργειας της Εκκλησίας δεν είναι η εμμένουσα στην αίρεση και πλάνη Κοινότητα, αλλά ο μετανοημένος αιρετικός που έφυγε από την πλάνη και αναζητά την Ορθοδοξία, αυτός που επιθυμεί να μπει στον «οίκο του Πατρός» του.

2. Δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο ο βαθμός αποκλίσεως από την πίστη της Εκκλησίας. Βέβαια οι κανόνες αναφέρονται και συνεκτιμούν και την πίστη των αιρετικών (μιλούν για «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας»). Εν τούτοις, η πίστη των αιρετικών και η εγγύτητά της προς την πίστη της Εκκλησίας δεν είχε για τις Συνόδους πρωταρχική σημασία στην εφαρμογή της οικονομίας. Η Εκκλησία εφαρμόζει την οικονομία (με λίβελο και χρίσμα) στις σοβαρές αντιτριαδικές αιρέσεις των Αρειανών (ειδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στην Ζ΄ Οικουμενική) και των Πνευματομάχων με τις αυστηρές καταδίκες και αναθεματισμούς από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους. Την ίδια οικονομία εφαρμόζει και στους «Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαδεκατίτας» με τους οποίους δεν υπήρχαν θεολογικές διαφορές στα βασικά δόγματα της πίστεως, αλλά μόνο σε θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και λατρείας (πχ. οι Τεσσαρακαιδεκατίτες εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του Νισσάν, οι Καθαροί δεν αποδέχονταν το β΄ γάμο και τη μετάνοια στους πεπτωκότες). Αντίθετα, ενώ στους Αρειανούς εφαρμοζόταν η οικονομία (λίβελο, χρίσμα), στους ομοπίστους με αυτούς Ευνομιανούς ετηρείτο η ακρίβεια (βάπτισμα) διότι αυτοί βάπτιζαν με μία μόνο κατάδυση! Όπως είπαμε, τους Καθαρούς, οι οποίοι, κατά τον Ζωναρά, «ου περί την πίστιν εσφάλλοντο, αλλ’ εις μισαδελφίαν, και άρνησιν μετανοίας τοις παραπεπτωκόσι και επιστρέφουσι», τους δέχονταν με λίβελο και χρίσμα ενώ τους καταδικασμένους από Οικουμενικές Συνόδους Νεστοριανοὺς, Εὐτυχιανιστάς καὶ Σεβηριανούς καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων μόνο με λίβελο, χωρίς χρίσμα.

3. Κριτήριο ασφαλώς δεν ήταν για τους Πατέρες η αναγνώριση του δικού μας βαπτίσματος εκ μέρους των αιρετικών. Ο Μ. Βασίλειος, που σέβεται και τηρεί την ακρίβεια αλλά, παράλληλα, προτείνει και την οικονομία, είναι κατηγορηματικός: «Εἰ δὲ ἐκεῖνοι φυλάσσουσι τὸ ἡμέτερον βάπτισμα, τοῦτο ἡμᾶς μὴ δυσωπείτω· οὐ γὰρ ἀντιδιδόναι αὐτοῖς ὑπεύθυνοι χάριν ἐσμέν, ἀλλὰ δουλεύειν ἀκριβείᾳ κανόνων» (Βασιλ-1).

4. Από τους Κανόνες δεν προκύπτει πουθενά ότι για την άσκηση οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών αποτελούσε κριτήριο η ύπαρξη αποστολικής διαδοχής στις αιρετικές Κοινότητες. Για την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως αυτή ρητά έχει εκφραστεί δια των Οικουμενικών Συνόδων με την επικύρωση των Ι. Κανόνων, στην αίρεση και το σχίσμα δεν διατηρείται η Αποστολική διαδοχή, δεν έχουν οι αιρετικοί αποστολική διαδοχή. Οι επικυρωμένοι από Οικουμενικές Συνόδους Κανόνες, ο Αποστ-68 και της Συνόδου Καρχηδόνος (258 μΧ, του Αγ. Κυπριανού), δεν αναγνωρίζουν την ιερωσύνη στην αίρεση και, συνεπώς, δεν μπορεί να υφίσταται Αποστολική Διαδοχή. Μάλιστα ο Λαοδ-8 προτείνει την εφαρμογή της ακρίβειας του βαπτίσματος στους εκ των της αιρέσεως των Φρυγών προσερχομένους, διότι οι κληρικοί που τους “βάπτισαν” δεν άνηκαν στον πραγματικό αλλά «ἐν κλήρῳ νομιζομένῳ» και, συνεπώς, δε μπορούσαν να βαπτίσουν πραγματικά. Κατηγορηματικός, όμως, προς την διακοπή της Αποστολικής Διαδοχής στην αίρεση και το σχίσμα είναι ο Μ. Βασίλειος στον επικυρωμένο από Οικουμενικές Συνόδους 1ο Κανόνα του: «οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς, παρ᾿ αὐτῶν ἐκέλευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῶ ἀληθινῷ βαπτίσματι τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι». Και συνεχίζει ακριβώς αμέσως: «Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξέ τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τὸ βάπτισμα, ἔστω δεκτόν»! Δηλαδή, παρά την κατηγορηματική του θέση ότι δεν υπάρχει αποστολική διαδοχή διότι αυτή έχει διακοπή με το σχίσμα και τη διάσταση με την Εκκλησία, ο Μέγας Πατήρ και Οικουμενικός Διδάσκαλος δε δυσκολεύεται να προτείνει, αν υπάρχει ανάγκη, τη χρήση οικονομίας. Και μην ξεχνάμε ότι η θεολογία και η πρακτική αυτή του Μ. Βασιλείου, με την επικύρωσή της από Οικουμ. Συνόδους, είναι πλέον η θεολογία και η πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας!

Ποια, λοιπόν, είναι τα κριτήρια για τη χορήγηση της οικονομίας σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες;

1. Ο προσερχόμενος στην Ορθοδοξία να προβεί :
α) σε ρητή και κατηγορηματική άρνηση διά λιβέλου των αιρετικών διδασκαλιών και της ίδιας της αιρετικής κοινότητας,
β) σε πλήρη αποδοχή της πίστεως «ως φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία»,
γ) σε αναθεματισμό των αιρεσιαρχών των αιρετικών Κοινοτήτων στις οποίες μέχρι τώρα υπάγονταν, των «εξάρχων των τοιούτων αιρέσεων» και
δ) σε αναθεματισμό όλων όσοι αποδέχονται τις αιρετικές διδασκαλίες αυτών.

2. Η βαπτισματική τελετή που δέχθηκε στην αίρεση
α) να έγινε με τριαδική επίκληση «εἰς Πατέρα καὶ Υἱόν καὶ ἅγιον Πνεῦμα» (Βασιλ-47) και
β) να έχει τηρηθεί ο ακριβής βαπτιστικός τύπος των τριών καταδύσεων και αναδύσεων. Είναι σαφείς οι κανόνες Β-7 και Στ-95: στους Ευνομιανούς, μία από τις αρειανικές παρατάξεις, δε χορηγείται ο κατ’ οικονομίαν τρόπος εισδοχής στην Εκκλησία (λίβελος, χρίσμα) που παρέχεται στους λοιπούς Αρειανούς, διότι, όπως εξηγούν οι κανόνες Β-7 και Στ-95, οι Ευνομιανοί είναι «οι εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Οι ανωτέρω κανόνες Β-7 και Στ-95 προβάλλουν ως αιτιολόγηση μόνο την έλλειψη του ορθού βαπτισματικού τύπου και όχι άλλο θεολογικό λόγο για την άρνηση χορήγησης της κατ΄ οικονομία πράξεως στους Ευνομιανούς. Αντίθετα για τους Σαβελλιανούς προβάλλεται θεολογική αιτιολόγηση : «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας».

Είναι λοιπόν σαφές ότι η Εκκλησία των Οικουμενικών Συνόδων έδινε και δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην ακριβή τήρηση των τριών καταδύσεων. Το καθοριστικό ερώτημα για τη σημερινή πράξη είναι: Για τους Λατίνους, οι οποίοι μετά την εν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δεν τηρούν όχι μόνο την τριπλή αλλά ούτε καν τη μία κατάδυση των Ευνομιανών, και απλώς βρέχουν το τριχωτό μέρος της κεφαλής με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να επικαλούμαστε τους Β-7 και Στ-95 για να δικαιολογήσουμε σήμερα ως γενικό κανόνα εφαρμοζόμενο σε όλους την κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή τους στην Ορθοδοξία; Όταν η Εκκλησία, στους ίδιους τους κανόνες που θεσμοθετούν την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, ορίζει ρητά ότι δεν μπορεί αυτή την οικονομία να την εφαρμόσει στους «εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μπορούμε εμείς να την εφαρμόσουμε στους Λατίνους οι οποίοι δεν τηρούν ούτε τη μία κατάδυση; Οι Κολλυβάδες Άγιοι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Άγ. Αθαν. Πάριος, Κων. Οικονόμου, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Ευστρ. Αργέντης, Ευγ. Βούλγαρης, Χριστόφορος Αιτωλός, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος, οι Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄, Σωφρόνιος Β΄, και Προκόπιος) είναι κατηγορηματικά αντίθετοι! και προτείνουν την κατ’ ακρίβεια πράξη της βαπτίσεως των Λατίνων και, συνεκδοχικά, και των λοιπών Δυτικών. Στο αυτό πνεύμα οι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, Κωνσταντινουπόλεως Ε΄, Αλεξανδρείας Ματθαίος και Ιερουσαλήμ Παρθένιος, στον περίφημο όρο του 1755 αποφαίνονται: «τη τε δευτέρα και πενθέκτη αγίαις οικουμενικαίς συνόδοις, διαταττομέναις τους μη βαπτιζομένους εις τρεις αναδύσεις, και καταδύσεις, και εν εκάστη των καταδύσεων μίαν επίκλησιν των θείων υποστάσεων επιβοώντας, αλλ’ άλλως πως βαπτιζομένους, ως αβαπτίστους προσδέχεσθαι, τη ορθοδοξία προσιόντας».

Συμπερασματικά:


1. Ποτέ η Ορθόδοξη πατερική θεολογία δε χρησιμοποίησε την κατ’ οικονομία πράξη για να αλλοιώσει την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία περί Εκκλησίας, αναγνωρίζοντας τα μυστήρια των αιρετικών και την εκκλησιαστικότητά τους.
Πάντοτε η Εκκλησία χρησιμοποιούσε την οικονομία για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την αίρεση και όχι για να τον δεσμεύσει σ’ αυτή.

2. Αποδέκτης της φιλάνθρωπης πρακτικής της Εκκλησίας μας είναι ο μετανοημένος άνθρωπος και όχι η δαιμονική κατάσταση (αμαρτία ή αίρεση). Συνεπώς δεν υφίσταται καν θέμα αναγνώρισης καθ΄ εαυτών των μυστηρίων της αιρέσεως ούτε κατ’ οικονομία.

3. Για την εκκλησιαστική μας παράδοση Εκκλησία και αίρεση είναι έννοιες απολύτως ασυμβίβαστες: Η Εκκλησία εκφράζει την καθολικότητα . η αίρεση είναι η άρνησή της. Εκκλησία είναι το φως . η αίρεση το σκοτάδι. Η Εκκλησία είναι η σωτηρία . η αίρεση η απώλεια. Η Εκκλησία είναι η θεοσέβεια . η αίρεση είναι αθεΐα. Η Εκκλησία είναι η ευθεία οδός . η αίρεση η «στρεβλότης». Η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός . η αίρεση ο αντίχριστος. Η Εκκλησία είναι η Αλήθεια του Χριστού . η αίρεση η δαιμονική πλάνη.
Παράλληλα όμως, η Εκκλησία ενεργώντας φιλανθρώπως για τη σωτηρία των ανθρώπων τηρεί σε κάθε εποχή, ανάλογα με τις συνθήκες, και την ακρίβεια και την οικονομία. Πάντοτε, όταν επικαλείται την ακρίβεια, η αιτιολογία είναι ουσιαστικά θεολογική-εκκλησιολογική. Αντίθετα, όταν εφαρμόζει την κατ΄ οικονομία πράξη, δεν πολυπραγμονεί ούτε αναλύει το ζήτημα αυτό. Χωρίς καμμία αιτιολόγηση αποφαίνεται έχουσα κυριαρχικό δικαίωμα στην εφαρμογή της. Η Εκκλησία την ακρίβεια αιτιολογεί πλήρως, διότι εκεί θεολογεί.

4. Προϋπόθεση για την παροχή της οικονομίας κατά την ένταξη στην Εκκλησία των πρώην αιρετικών ήταν ή απόταξη των αιρέσεων και η αποδοχή της πίστεως της Εκκλησίας καθώς και η βαπτισματική τελετή να έχει επιτελεσθεί στο όνομα της Αγ. Τριάδος και να έχει τηρηθεί ο βαπτισματικός τύπος των τριών καταδύσεων και αναδύσεων.
Δυστυχώς όμως, όλη αυτή η κανονική και εκκλησιολογική παράδοση της Εκκλησίας μας, δεν μνημονεύεται ούτε καν ενυπάρχει ως γόνιμος θεολογικός προβληματισμός στο κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ.
Συνεπώς είναι αναγκαία η απόρριψη ή τουλάχιστον η ριζική αναθεώρησή του!




«Ἐν κοινοβουλίῳ ὄντες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντα περὶ τῶν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστὶ μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καὶ ἀναγεννώμεθα. Περὶ ὧν καὶ πεποίθαμεν, καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκεῖνα πράττοντας, τὴν στερρότητα τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κανόνος κρατεῖν. Ὅμως ἐπεὶ συγκοινωνοὶ ἡμῶν ἐστὲ καὶ ζητῆσαι περὶ τούτου διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην ἠθελήσατε, οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην, καὶ ὑφ’ ἡμῶν παρατηρηθεῖσαν, κοινούμεθα ὑμῖν καὶ συζεύγνυμεν, τοῦτο καὶ νῦν χειροτονοῦντες, ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος. Γέγραπται γάρ· Ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, τοὺς μὴ δυναμένους ὕδωρ συσχεῖν. Καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γραφὴ προμηνύουσα λέγει· Ἀπὸ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπέχεσθε καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίητε. Δεῖ δὲ καθαρίζεσθαι καὶ ἁγιάζεσθαι τὸ ὕδωρ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἵνα δυνηθῇ τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι τὰς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου ἀποσμῆξαι. Διά τε Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου λέγει Κύριος· Καί ῥαντίσω ὑμᾶς καθαρῷ ὕδατι καὶ καθαριῶ ὑμᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτὸς, καὶ παρ' ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, λέγοντος τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς· Καὶ πάντων ὧν ἅψεται ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτα ἔσται; Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἀποθέσθαι;
Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις, ἡ ἐν τῷ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς ἐστὶ τῆς ἀληθείας · λέγοντες γὰρ τῷ ἐξεταζομένῳ · Πιστεύεις αἰώνιον ζωὴν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνειν; οὐκ ἄλλο τι λέγομεν, εἰ μὴ ὅ,τι ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ δοθῆναι δύναται. Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ τῶν αἱρετικῶν συνήγοροι ἢ τὴν ἐπερώτησιν ἐναλλάξαι ὀφείλουσιν ἢ τὴν ἀλήθειαν ἐκδικῆσαι, εἰμή τι αὐτοῖς καὶ τὴν ἐκκλησίαν προσνέμουσιν, οὓς βάπτισμα ἔχειν διαβεβαιοῦνται. Ἀνάγκη δέ ἐστι καὶ χρίεσθαι τὸν βεβαπτισμένον, ἵνα, λαβὼν χρῖσμα, μέτοχος γένηται Χριστοῦ · ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι. Πρόδηλον γάρ ἐστιν ἡμῖν, μηδαμῶς δύνασθαι παρ' ἐκείνοις ἁγιάζεσθαι ἔλαιον εἰς εὐχαριστίαν. Εἰδέναι γὰρ καὶ μὴ ἀγνοεῖν ὀφείλομεν, ὅτι γέγραπται· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου · ὃ δὴ καὶ πάλαι ἐμήνυσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν ψαλμοῖς. Μήπως, ἐξιχνιασθείς τις καὶ ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πλανηθείς, παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀντιπάλοις, χρισθῇ. Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι Ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὅπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει; ἢ πῶς δύναται πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον; Διὰ τοῦτο καὶ ἀνανεοῦσθαι ὀφείλει ὁ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐρχόμενος, ἵνα ἔσω διὰ τῶν ἁγίων ἁγιασθῇ, γέγραπται γὰρ ὅτι· Ἅγιοι ἔσεσθε, καθὼς ἐγὼ ἅγιός εἰμι, λέγει Κύριος· ἵνα καὶ ὁ πλάνῃ βουκοληθεὶς ἐν τῷ ἀληθεῖ καὶ ἐκκλησιαστικῷ βαπτίσματι καὶ αὐτὸς τοῦτο ἀποδύσηται, ὅστις πρὸς Θεὸν ἐρχόμενος ἄνθρωπος καὶ ἱερέα ἐπιζητῶν, ἐν πλάνῃ εὑρεθείς, ἱεροσύλῳ προσέπεσε
Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βάπτισμα, τὸ συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ' ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι, ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα.
Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ' ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· Ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῦ κατ' ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ' ἐμοῦ σκορπίζει. Καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Ἰωάννης, ἐντολὰς Κυρίου τηρῶν, ἐν τῇ ἐπιστολῆ προέγραψεν· Ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν δὲ ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν, ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ' οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν καὶ νοεῖν, ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου καὶ οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοὶ οὐκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίῳ. Καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι, ποιοῦσιν ἀποδοκιμάσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρίψαι καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν. Καὶ τοῖς ἀπὸ πλάνης καὶ στρεβλότητος ἐρχομένοις, ἐπὶ γνώσει τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, δοῦναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον, ἑνότητός τε, καὶ πίστεως, καὶ ἀληθείας».
[ii] «Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τε καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαιδεκατίτας, ἤγουν Τετραδίτας, καὶ Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, σφραγιζομένους, ἤτοι χρισμένους πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ, τὸ μέτωπον, καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὰς ῥίνας, καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὦτα, καί, σφραγίζοντες αὐτούς, λέγομεν· Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου. Περὶ δὲ τῶν Παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται, ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εὐνομιανοὺς μέντοι, τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστάς, τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ πάσας τὰς ἄλλας αἱρέσεις, ἐπεὶ πολλοί εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῶν Γαλατῶν χώρας ἐρχόμενοι, πάντας τοὺς ἀπ᾿ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα· καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς· τὴν δὲ δευτέραν, κατηχουμένους· εἶτα τὴν τρίτην, ἐξορκίζομεν μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν Γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν. Καὶ τοὺς Μανιχαίους δέ, καὶ τοὺς Οὐαλεντινιανούς, καὶ Μαρκιωνιστάς, καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων προσερχομένους, ὡς Ἕλληνας δεχόμενοι, ἀναβαπτίζομεν· Νεστοριανοὺς δέ, καὶ Εὐτυχιανιστάς, καὶ Σεβηριανούς, καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων χρὴ ποιεῖν λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζειν τὴν αἵρεσιν αὐτῶν, καὶ Νεστόριον, καὶ Εὐτυχέα, καὶ Διόσκορον, καὶ Σεβῆρον· καὶ τοὺς λοιποὺς ἐξάρχους τῶν τοιούτων αἱρέσεων, καὶ τοὺς φρονοῦντας τὰ αὐτῶν, καὶ πάσας τὰς προαναφερομένας αἱρέσεις, καὶ οὕτω μεταλαμβάνειν τῆς ἁγίας κοινωνίας».



http://aktines.blogspot.gr/2016/03/e.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

14
phpBB [video]


phpBB [video]



Εἰσήγησις Μητροπολίτου Γλυφάδας Ἑ. Β. Β. & Β. κ. ΠΑΥΛΟΥ είς τήν Θεολογική Ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ – ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ»
Θέμα: Ἐρωτήματα περί τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.


Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καί Φιλίας

Σεβασμιώτατοι προσκεκλημένοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς καί συνεπίσκοποι, Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτα Πειραιῶς καί Φαλήρου κ. Σεραφείμ, Αἰδεσιμολογιώτατε καί πολυσέβαστε Πρόεδρε τῆς πρώτης Συνεδρίας πατέρα Γεώργιε, Εὐλαβέστατοι Πατέρες καί συλλειτουργοί, Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές, Εὐσεβεῖς χριστιανοί καί ἀγαπητοί ἀκροατές τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας,

Ἡ σύγκληση μιᾶς Συνόδου Ἐπισκόπων, ἀνέκαθεν λειτουργεῖ στόν Ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σταθμός τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος, ὡς σημεῖο αὐτοελέγχου καί αὐτοσυνειδησίας, ὡς εὐκαιρία ἐπανασχεδιασμοῦ τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ἡ ἀσφαλής ἐπιβίβαση τῶν χριστιανῶν, στό νοερό καράβι τῆς Ἐκκλησίας, πού διαπλέει τό πέλαγος τοῦ παρόντος πεπερασμένου χρόνου, ἀποτελεῖ τό ἐχέγγυο τῆς διαπόρθμευσης μέ ἀσφάλεια ἐκ τοῦ κόσμου τούτου στήν αἰώνια πραγματικότητα.
Ἡ προγραμματισμένη λοιπόν γιά τόν προσεχῆ Ἰούνιον Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, καλεῖται νά καταγραφεῖ στήν ἱστορία, ὡς ἕνας σταθμός ψυχικῆς ὠφέλειας τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς μία κίνηση ἐπαναβεβαίωσης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν εὐθύνη πού μᾶς ἀναλογεῖ ἀπέναντι στους χριστιανούς τῆς Μητροπολιτικῆς μας περιφερείας, ἀλλά καί πρός ὁλόκληρον τόν λαό τοῦ Θεοῦ, εὑρισκόμεθα σήμερα μαζί σας, προκειμένου νά θέσουμε δημοσίως ὁρισμένους προβληματισμούς μας, ὡς πρός τήν σύγκληση αὐτῆς τῆς Συνόδου.

Για τήν χορήγηση αὐτοῦ τοῦ βήματος, πολλές εὐχαριστίες ὀφείλονται καί πάλι στούς διοργανωτές τῆς παρούσης ἡμερίδος, στούς ἐκλεκτούς εἰσηγητάς, καί πρωτίστως εἰς τόν ἀγωνιστήν Ἅγιον Πειραιῶς, πού συνέλαβε τήν ἰδέα γιά τήν πραγματοποίησή της.


1. Πρίν ἀπό 45 χρόνια, τό ἔτος 1971, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, αὐτός ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος τῶν Βαλκανίων, ἔγραφε πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας: «Εἰς τήν Ἐκκλησίαν, γιά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα, οὐδέν ἐπιτρέπεται νά ρυθμίζεται κατά ἀνθρωπον, κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν. Ἐάν καί τά σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τόν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν καί ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως». Καί τόνιζε τότε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «Προσωπικῶς δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχη, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας».

Και τίθεται τό ἐρώτημα: Ἔχει ἀλλάξει κάτι τά τελευταῖα χρόνια, ὥστε σήμερα νά εἶναι ἀναγκαία καί σκόπιμη, ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ;

Ἀλλά γιά τό μή ἀναγκαῖον τῆς συγκλήσεως μιᾶς τέτοιας Συνόδου, ὁμιλεῖ καί ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ἀσκητής καί πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 20οῦ αἰώνα, εἰς τόν ὁποῖον εἶχα τήν ἰδιαίτερη εὐλογία, νά ἐξομολογηθῶ πεντάκις καί ὡς μαθητής τοῦ ἱστορικοῦ Γυμνασίου τῆς Ἑρμουπόλεως Σύρου καί ὡς κληρικός Ἱεροκήρυξ τοῦ Πανελληνίου Ἱδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου. Λέγει ὁ Ὅσιος Γέροντας: «Νομίζομεν, ὅτι εἶναι ὅλως περιττή ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί ζητημάτων, εἰς τά ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας».

Πράγματι, στή θεματολογία τῶν πολυετῶν Διασκέψεων τῶν Προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν, συναντοῦμε θέματα, τά ὁποῖα ἔχουν ἤδη λυθεῖ ἀπό τήν Παράδοσή μας, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὡς μή ὤφειλε, ἔχουν ἀναλωθεῖ πολλές ὧρες συζητήσεων καί διορθόδοξης συνεργασίας. Τά δύο θέματα «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «Ἡ σπουδαιότης τῆς Νηστείας και ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον», τά ὁποῖα μάλιστα ποσοτικῶς ἀντιστοιχοῦν στό ἕν τρίτον τῆς θεματολογίας τῆς Συνόδου, δέν εἶναι θέματα λυμένα ἀπό αἰῶνες ;

Ὁ πρῶτος λοιπόν προβληματισμός μας εἶναι: Κατά πόσονεἶναι σήμερα σκόπιμη καί ἀναγκαία, ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας Συνόδου;

2. Ὁ δεύτερος προβληματισμός μας, γεμᾶτος ἐρωτηματικά, εἶναι ὁ ἑξῆς: Στή μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, θά ὑπάρξει ὁριοθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἔναντι τῶν ποικίλων αἱρέσεων καί πλανῶν; Στά κείμενα διαφαίνεται κάτι τέτοιο; Γιατί στίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, δέν προχώρησε ἡ τυπική ἀναγνώριση τῶν δύο σημαντικῶν, ἀντιπαπικῶν Συνόδων, δηλαδή τῆς Η´ Οἰκουμενικῆς καί τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς, οἱ ὁποῖες δικαίωσαν τόν Μέγα Φώτιο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀντίστοιχα;Ἡ παραπομπή σέ «συνοδικές» καλένδες τοῦ μέλλοντος, δέν κλονίζει τήν θεολογική ἀξιοπιστία, τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;

Οἱ ἀδελφοί συνεπίσκοποι, ἅγιοι Ναυπάκτου καί Γόρτυνος, Ἱεράρχες γνῶστες καί ἀγωνιστές, εἶχαν ὁρισθεῖ ὡς ὁμιλητές νά ἀναπτύξουν τίς ἀπόψεις τους στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί τελικά δέν ὡμίλησαν. Ἐκοπίασαν καί τό ἀποτέλεσμα μηδέν. Προσωπικῶς, ὑπεστήριξα νά διαβασθοῦν οἱ εἰσηγήσεις, ὅπως καί ἄλλοι ἀδελφοί, ἀλλά δυστυχῶς ἡ πλειοψηφία ἀρνήθηκε. Γιατί; Δέν γνωρίζω. Ὁ νοῶν νοείτω.

Ἡ καίρια λοιπόν ἐρώτηση, εἶναι τό πῶς θά προσεγγιστεῖ τό θέμα «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο», στό ὁποῖο κατέληξαν οἱ Προσυνοδικές Διασκέψεις. Θά γίνει ὀρθή ὁριοθέτηση ἤ θά ἐπιβεβαιωθοῦν οἱ φόβοι ἔγκριτων θεολόγων;
Ὁ Πανεπιστημιακός καθηγητής, καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὁ ἐκλεκτός καί πολυσέβαστος συλλειτουργός μας π. Γεώργιος Μεταλληνός, ὁ ὁποῖος καί Προεδρεύει αὐτήν τήν ὥρα στήν πρώτη μας Συνεδρία, ἔχει γράψει παλαιότερα: «Ἑτοιμάζεται αὐτή ἡ Σύνοδος, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καί ὅπως βλέπουμε, στήν ἀποδοχή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Εὔχομαι νά μήν γίνει ποτέ. Ἀλλά ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τά πράγματα. Ἐάν λοιπόν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, πού θά ἔχει τόν χαρακτῆρα γιά μᾶς, Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐάν συνέλθει καί δέν δεχθεῖ μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τήν Η΄ καί τήν Θ΄, θά εἶναι ψευδοσύνοδος».

Συμφωνοῦμε λοιπόν καί ἐμεῖς, ὅτι ἡ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης, θά κριθεῖ καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο: Θά ἀναγνωρίσει αὐτές τίς δύο Συνόδους ἤ θά τίς παρακάμψει;

3. Ὁ τρίτος προβληματισμός μας εἶναι: Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, θά καταδικάσει τίς ἀνιστόρητες, πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς οἰκουμενιστικές θεωρίες, πού κατά καιρούς ἔχουν ἐπισημανθεῖ σέ διάφορα κείμενα;

Οἱ κακόδοξες θέσεις καί διδασκαλίες, περί τῆς Μιᾶς καί συγχρόνως Διηρημένης Ἐκκλησίας, περί τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ, περί τῆς Διευρημένης Ἐκκλησίας, περί τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, περί τῶν κλάδων, περί τῶν δύο πνευμόνων, θά καταδικασθοῦν ἤ θά υἱοθετηθοῦν;

Μήπως ἡ πρόσκληση νά παραστοῦν στήν ἐναρκτήριο καί στήν καταληκτήριο Συνεδρία τῆς Συνόδου ὡς παρατηρητές, (διαβάζω ἐντός εἰσαγωγικῶν τήν διατύπωση τοῦ κειμένου τῆς Συνάξεως των Προκαθημένων στό Σαμπεζύ τόν Ἰανουάριο), «ἐκπρόσωποι χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν», προδιαθέτει γιά τήν χειρότερη τῶν περιπτώσεων ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδοξίας;

Δηλαδή καλοῦνται ὡς «Παρατηρητές», Παπικοί, προτεστάντες, ἀντιχαλκηδόνιοι καί μονοφυςῖτες, ὅλοι τους καταδικασμένοι αἱρετικοί ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἀπό Πατέρες καί Οἰκουμενικές Συνόδους.

Ἀλλά, στή δισχιλιόχρονη ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς Τοπικές ἤ σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, οὐδέποτε ὑπῆρχαν «παρατηρητές». Μόνο στίς δύο παπικές συνόδους τοῦ Βατικανοῦ ἐμφανίστηκε τό καθεστώς τῶν «παρατηρητῶν»! Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὡς ὕψιστη φανέρωση καί ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά ἔχει ὡς πρότυπο τίς Παπικές πρακτικές, μεθόδους καί μεθοδεύσεις;

Ἐνθυμοῦμαι τόν μακαριστό Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Σεραφείμ, σέ μιά παρέμβασή του, κατά τήν Συνοδική ἑορτή τοῦ Ἁγίου Φωτίου στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης, ὅπου ἔθεσε τό ρητορικό ἐρώτημα: «Εἶναι ἡ παπική ἐκκλησία, Ἐκκλησία; Πῶς εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀπεσχίσθη τό 1054 καί ἔχουν καί τούς Οὑνῖτες ; ». Ἐμεῖς ὅμως, δυστυχῶς, συνεχίζουμε νά ἀποδίδουμε στό Παπικό μόρφωμα τόν χαρακτηρισμό «Ἐκκλησία» καί νά ἀνεχόμαστε τούς Οὑνῖτες.

Σᾶς μεταφέρω μία σκηνή, πού ἔλαβε χώρα πρό ἐτῶν στήν Ἱσπανία, σέ μία συνάντηση Ὀρθοδόξων καί Καθολικῶν, τήν ὁποία μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε, μέλος τῆς ἀποστολῆς. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας Μητροπολίτης, διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, ὅταν ἀντελήφθη, πώς στήν ἀντιπροσωπεία τῶν Παπικῶν, συμμετεῖχε ὡς μέλος ὁ Οὑνίτης ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν. Σέ τηλεφωνική ἐπικοινωνία μέ τόν Προκαθήμενό του, ἐρωτώντας πῶς νά συμπεριφερθεῖ, ἔλαβε τήν ὁδηγία: «Νά μή δώσεις συνέχεια στήν ἀντίδρασή σου, καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ τέτοια παρατήρηση».

Εὔχομαι καί προσεύχομαι νά μήν παρατηρηθεῖ παρόμοια κίνηση, στήν ἐπερχόμενη Μεγάλη Σύνοδο.

4. Ἔντονα μᾶς προβληματίζει ἡ ἀπόφαση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία θά ἐκπροσωπεῖται μέ 24 Ἐπισκόπους το πολύ, σύν τόν Προκαθήμενό Της καί ὅτι ἡ κάθε Ἐκκλησία θά διαθέτει μόνο μία ψῆφο. Σύμφωνα μέ τήν Ἱερή μας Παράδοση καί τά διαχρονικά πρότυπα τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, θεωρεῖται ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν σύγκληση μιᾶς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καί ὄχι μόνον ἡ ἐπιλογή 24 ἐπισκόπων τό πολύ, σύν τόν Προκαθήμενο. Ἀς θυμηθοῦμε ἐπίσης, ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καί κληρικοί καί τῶν ἄλλων βαθμίδων, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός.
Θεωροῦμε ἐπίσης ἐντελῶς ξένη στήν Ὀρθόδοξη Πρακτική, τήν Προσυνοδική συννενόηση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Ἀνέκαθεν, μία ψῆφο διαθέτει κάθε ἐπίσκοπος καί ὄχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία. Παρά ταῦτα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν προσωπικές μας θέσεις, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπεφάσισε τήν σύνθεση καί τήν ἀποστολή τῆς Συνοδικῆς ἀντιπροσωπείας τῶν 24 Ἐπισκόπων, πού θά συνοδεύει τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Στήν τελευταία συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, διεφώνησα δημοσίως ὡς πρός τόν τρόπο ἐπιλογῆς τῶν 24 αὐτῶν Ἐπισκόπων. Ἐπειδή τονίσθηκε πολλές φορές στήν Ἱεραρχία, ὅτι τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας θά πρέπει νά εἶναι οἱ εἰδικοί ἐπί ὁρισμένων συναφῶν θεμάτων Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, καί ὄχι κάποιοι ἄλλοι Ἱεράρχες, ἔθεσα τό ἐρώτημα: Τό ἔτος 325, στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες, ἦταν εἰδικοί, ἤ κατεῖχαν πανεπιστημιακή μόρφωση; Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων -ὁ πολιοῦχος τῆς πόλεώς σας, ἅγιε Πειραιῶς- μέ ποιές ἐγκυκλοπαιδικές γνώσεις κατατρόπωσε τόν Ἄρειο; Μέ ἕνα κεραμίδι καί μέ Ὀρθοδοξία στη ζωή του! Ξεχνοῦμε τήν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί παραθεωροῦμε τίς κραυγές τῆς ζέουσας προσευχῆς, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ Προφήτη Ἱεζεκιήλ «Κέκραξον πρός με καί ἀποκριθήσομαι» ἤ τοῦ Προφητάνακτος Δαυίδ «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου»;

Στεντορία ὑπῆρξε καί ἡ φωνή τήν ὁποία ὕψωσαν καί πολλοί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς. Εἶναι δέ πρός τιμήν ὁρισμένων Ἱεραρχῶν, πού ἐνῶ εἶχαν περιληφθεῖ στό ἀρχικό πλάνο τῶν 24 μελῶν τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὐθαρσῶς παρητήθησαν, προφανῶς μή συναινοῦντες στήν ληφθεῖσα σχετική διάταξη τοῦ Κανονισμοῦ συγκροτήσεως τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Ἴσως τά πράγματα νά ἦταν διαφορετικά, ἐάν ὑπῆρξε ἔγκαιρη καί λεπτομερής ἐνημέρωση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πολύ δέ μᾶλλον τῶν περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί Συνόδων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τίς σημαντικές διεργασίες τῆς μελλούσης νά συνέλθει Συνόδου. Ἀκόμα καί διακεκριμένοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶχαν τήν στοιχειώδη ἐνημέρωση γιά τά τεκταινόμενα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικό ἔλλειμμα;

Μέ τίς λίγες αὐτές σκέψεις καί προβληματισμούς, ἐνδεικτικές ἀνάμεσα σέ πολλές ἄλλες τίς ὁποῖες οἱ ἐκλεκτοί Σύνεδροι ἀναπτύσσουν εὐθαρσῶς στήν παροῦσα Ἡμερίδα καί πολλαχοῦ, καλοῦμε τόν πιστό λαό, σέ διαρκῆ ἐγρήγορση καί προσευχή, ὥστε κατά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, νά ἀποφευχθοῦν τυχόν ἀστοχίες, σύγχυση καί σχίσματα.
Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης, ὅτι ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποδειχθεῖ ὄντως Ἱερά Σύνοδος Ἁγίων Πατέρων, θά τήν ἀποδεχθοῦμε. Ἄν ὅμως ἐπιχειρηθεῖ ἀναίρεση ἤ «διόρθωση» ἀποφάσεων προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ Τοπικῶν Συνόδων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικό κύρος, τότε ἡ μόνη ἐπιλογή μας θά εἶναι νά τήν ἀπορρίψουμε.


Εὐελπιστοῦμε στό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἁγίας μας Ἑκκλησίας, τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί στή σύνεση καί τόν θεῖο φωτισμό, ὅσων ἁγίων Ἱεραρχῶν θά συμμετάσχουν στήν Σύνοδο, ὥστε οἱ Συνεδρίες πού θα λάβουν χώρα στην Κρήτη καί οἱ ἀποφάσεις πού θά δοθοῦν στή δημοσιότητα, νά κινοῦνται στόν δρόμο πού χάραξαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πνευματοφόροι Πατέρες μας.
Ἐν τέλει παρακαλῶ καί ζητῶ συγγνώμη γιά τίς δύο ἀκόλουθες προσωπικές μου ἀναφορές. Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τῆς Δογματικῆς, Ἰωάννης Καρμίρης, κάποια μέρα καθώς δίδασκε, μᾶς εἶπε: «Ἕνωσις μέ τούς Παπικούς, δέν γίνεται. Ἑνότης, μπορεῖ, μόνον μέ τήν προϋπόθεσιν τῆς φιλίας καί ὄχι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν μπορεῖ ὁ Πάπας, χίλια χρόνια ἔπειτα ἀπό τό Σχίσμα τοῦ 1054, νά ἀναιρέσει τά ὅσα εἶπε μέχρι σήμερα. Εἶναι θέμα ἐγωϊσμοῦ. Θά τοῦ ποῦν οἱ ὁπαδοί του: Τόσα χρόνια μᾶς κορόϊδευες; Μᾶς ὁδηγοῦσες σέ λάθος δρόμο;». Τά λόγια αὐτά, μᾶς εἶπε ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής, ἐξ ἀφορμῆς τῆς συναντήσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί τοῦ Πάπα, εἰς τά Ἱεροσόλυμα.


Καταγόμενος ἐκ πατρός ἀπό τήν ἔνδοξη Σμύρνη, γεννήθηκα καί ἔζησα εἰς τήν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου, ὅπου ἔχω κακίστην ἐμπειρίαν ἀπό τόν φανατισμό τῶν Παπικῶν. Ἡ πλειονότης τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς παπικῆς κοινότητας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀπό τήν Σῦρον καί τούς γνωρίζω πολύ καλά. Γνώρισα ἐπίσης τόν συνταξιοδοτηθέντα Οὑνίτη Ἐπίσκοπο τῶν Ἀθηνῶν Δημήτριο Σαλάχα καί τόν Οὑνίτη Καρδινάλιο Pierre Dibre, μέ τούς ὁποίους εἶχα συνομιλήσει ἐπανειλημμένως στήν Ἀθήνα καί στό Βατικανό. Ποῖος εἶναι, ἀδελφοί μου, ὁ σκοπός τῆς Οὑνίας; Ἡ προπαγάνδα καί ὁ προσυλητισμός. Πόσα μέλη ἔχει ἡ Οὑνία στήν Ἑλλάδα; Ἐλάχιστα. Καί δικαιολογοῦν Ἐπίσκοπο καί τόν μεγαλοπρεπῆ Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος στό κέντρο τῆς Ἀθήνας; Ἀφοῦ αὐτοί εἶναι «λύκοι ὑπό δοράν προβάτου», γιατί νά ὑπάρχει διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν;

Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ἀνοχή σας.

http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog-post_265.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

15
Για όποιον ενδιαφέρεται κυκλοφορούν οι εισηγήσεις της ημερίδας σε βιβλίο απο την εφημερίδα "Στυλος ορθοδοξίας".

Το Α΄τεύχος βγήκε 14/05.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ορθοδοξία”