Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

10
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ










Του stephen hodkinson λέκτορα Αρχαίας Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μάντσεστερ

Μία αγροτική οικονομία

Είναι γεγονός ότι ο χαρακτήρας της σπαρτιατικής οικονομίας ήταν κατ’ εξοχήν αγροτικός. Ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας της ήταν το μέγεθος και η ποιότητα των αγροτικών γαιών. Μεταξύ του 9ου και του 7ου αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες κέρδισαν τον έλεγχο του συνόλου του εδάφους όχι μόνον της Λακωνίας, αλλά και της γειτονικής Μεσσηνίας. Τη γονιμότητα της Μεσσηνίας εξήραν οι αρχαίοι συγγραφείς. Ο Τυρταίος κάνει λόγο για τη «Μεσσηνία, καλή για όργωμα και για σπορά». Ο Ευριπίδης περιγράφοντας την περιοχή λέει ότι «παράγει πλουσιοπάροχα, υδρεύεται από αμέτρητα ρεύματα και στολίζεται από πλούσιους βοσκότοπους για αγελά­δες και πρόβατα». Το μεγαλύτερο τμήμα της αχανούς αυτής έκτασης ήταν ιδιωτικό και ανήκε στους πολίτες της Σπάρτης, τους «Σπαρτιάτες». Πηγές στην Αθήνα της κλασικής εποχής αντιμετώπιζαν την ιδιοκτησία των Σπαρτιατών με φθόνο. Σύμφωνα με τον ψευδό-πλατωνικό διάλογο, Αλκιβιάδης Ι, «ούτε ένα από τα κτήματα μας δεν μπορούσε να συ­γκριθεί με τα δικά τους σε έκταση και υπεροχή ούτε σε αριθμό δούλων, που προέρχονταν κυρίως από την τάξη των ειλώτων, ούτε σε άλογα ούτε σε οποιοδήποτε άλλο ζώο που βόσκει στη Μεσσηνία». Οι Σπαρτιάτες ήταν εισοδηματίες γαιοκτήμονες και όλοι τους ζούσαν μέσα στη Σπάρτη, συχνά σε σημαντική απόσταση από τα κτήματα τους. Η ζωή τους όλη ήταν αφιερωμένη στις πολιτικές και στρατιωτικές υποθέσεις και δεν χρειάζονταν να ασχοληθούν με χειρωνακτικές ή αγροτικές εργασίες. Τα κτήματα τους καλλιεργούσε κυρίως ο γηγενής πληθυσμός των δούλων, οι είλωτες. Τα δικαιώματα κάθε Σπαρτιάτη επί των ειλώτων που εργάζονταν στα κτήματα του περιστέλλονταν από τη σημαντική περί κολεκτίβας πρόνοια του καθεστώτος υποτέλειας των ειλώτων. Οι οικογένειες των ειλώτων ήταν κατά πάσα πιθανότητα δεμένες με συγκεκριμένα κομμάτια γης, τα οποία συνέχιζαν να καλλιεργούν ακόμη κι όταν τα χωράφια αυτά άλλαζαν χέρια και πέρναγαν από ένα Σπαρτιάτη σε άλλον. Έτσι, δεν υφίστατο εμπόριο ειλώτων και πιθανόν μόνον περιορισμένος αριθμός δούλων ovopazótav έξω από τη σπαρτιατική κοινωνία. Η έτερη μεγάλη ομάδα της σπαρτιατικής επικράτειας ήταν ο ελεύθερος πληθυσμός, που ήταν γνωστός με το όνομα περίοικοι και κατοικούσε στις πιο ορεινές κατ οτις παράκτιες περιοχές. Παλαιότερες περιγραφές ανέφεραν ότι οι οικονομικές δρα­στηριότητες των περιοίκων περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τη Βιοτεχνία και το εμπόριο. Είναι αλήθεια ότι οι περίοικοι εκμεταλλεύονταν τέτοιες θεσούλες, μια και οι Σπαρτιάτες ήταν κατ' εξοχήν πολεμιστές και οι είλωτες ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες- ωστόσο, πρόσφατη ερευνά έδειξε ότι ο πληθυσμός των περιοίκων ήταν άκρως διαφοροποιημένος. Οι περισσότεροι από τους περίοικους, κυρίως όσοι κατοικούσαν σε μεσόγεια χωριά, ζούσαν από τη γεωργία είτε ως εργαζόμενοι αγρότες είτε ως αργόσχολοι κτηματίες. Μόνο σε μεγάλες κοινότητες περιοίκων ή σε εκείνες που βρίσκονταν κοντά σε σημαντικά λιμάνια, μεγάλη μερίδα πληθυσμού είχε ευκαιρίες να ασχοληθεί με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Οι γενικώς περιορισμένες ευκαιρίες για τέτοιες δραστηριότητες ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου βαθμού οικονομικής αυτάρκειας της περιοχής: σε εργατικά χέρια δούλων, σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και σε σιδηρομετάλλευμα.

Δημόσια οικονομικά

Και η δημοσιονομική πολιτική στη Σπάρτη ήταν σχετικά μη αναπτυγμένη. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, τα επίπεδα των δημόσιων δαπανών ήταν συνάρτηση του βαθμού σύνθεσης του κράτους, των στρατιωτικών υποχρεώσεων του και του εύρους των δημόσιων υπηρεσιών. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, οι δημόσιες δαπάνες της Σπάρτης στους τομείς της άμυνας, της εσωτερικής διοίκησης και της αγοράς τροφίμων ήταν σχετικά χαμηλές. Με ναυτικές επιχειρήσεις περιστασιακές και μικρής κλίμακας, ένα στρατό ξηράς που λειτουργούσε μέσω επιτάξεων και προσωπικής θητείας και δίχως ειδικές αστυνο­μικές δυνάμεις ή οχυρά που να απαιτούν συντήρηση, οι οικονομικές απαιτήσεις των ένοπλων δυνάμεων της Σπάρτης την εποχή πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν μικρές. Μόνο με την έλευση του διαρκούς και μακρόχρονου πολέμου με­τά το 431 π.Χ., που απαιτούσε σημαντικό αριθμό μι­σθοφόρων και έντονη ναυτική εκστρατεία, αυξή­θηκε ουσιαστικά το στρατιωτικό κόστος. Σε ό,τι αφορά την εσωτερική διοίκηση, η περιορισμένη έ­κταση των δημόσιων κτιρίων και το γεγονός ότι δεν προβλεπόταν μισθός για τους κρατικούς αξιωματούχους, συγκράτησε γενικά το κόστος σε χαμηλά επίπεδα. Εν τέλει, σε ένα κράτος με πλούσιες αγροτικές γαίες δεν χρειαζόταν να γίνουν δαπάνες για εισαγωγή τροφίμων. Αντίθετα, η δυνατότητα της Σπάρτης να εξασφαλίσει προσόδους ήταν περιορισμένη. Κατά πάσα πιθανότητα οι Σπαρτιάτες εφήρμοζαν σύστημα έμμε­σης φορολογίας στο εμπόριο, αλλά και τελωνεια­κών δασμών, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν χαμηλός ο όγκος ίων εσόδων που προέρχονταν από την πώληση μη πολύτιμων αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Δεδομένης της αυτάρκειας της περιφερειακής οικονομίας είναι μάλλον απίθανο να έμπαιναν στα ταμεία σημαντικά ποσά από φόρους επί των εισαγωγών και των εξαγωγών. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις περισσότερες κοσμοπολίτικες πόλεις, η Σπάρτη δεν ήταν τόπος διαμονής αξιοσημείωτου αριθμόν ξένων στους οποίους θα εφαρμοζόταν σύστημα άμεσης φορολογίας. Οι περίοικοι ήταν φόρου υποτελείς αλλά τα λεφτά τους πήγαιναν στους βασιλείς και όχι στο δημόσιο ταμείο.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

11
Σε αντίθεση με την Αθήνα του 5ου αιώνα, που εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τους από τους συμμάχους της, οι εταίροι της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία συνεισέφεραν με ανθρώπινο δυναμικό και όχι με χρήματα. Όταν η Σπάρτη είχε αυτοκρατορικές κτήσεις κατά τα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αιώνα, η πόλη επιχείρησε να επιβάλει έκτακτους στρατιωτικούς φόρους (εισφορές) στους πολίτες της. Όπως όμως σημειώνει στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης, μεγάλο ήταν το ποσοστό εκείνων που δεν πλήρωναν. Ως εκ τούτου, το δημόσιο ταμείο έπασχε από χρόνια έλλειψη πόρων. Για τις υπερπόντιες επι­χειρήσεις της, η Σπάρτη ήταν υποχρεωμένη να βασιστεί στις ξένες πήγες χρηματοδότησης, όπως οι περσικές επιχορηγήσεις που της επέτρεψαν να κερδίσει τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Νομισματοκοπία και νόμισμα

Η εικόνα της μη αναπτυγμένης οικονομίας, που έχουμε σχηματίσει ως τώρα. ενισχύεται από το γεγονός ότι σε αντίθεση με πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, η Σπάρτη δεν είχε προχωρήσει σε κοπή α­σημένιου νομίσματος μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς, η Σπάρτη των κλασικών χρόνων συνειδητά διατήρησε ένα δύσχρηστο σιδερένιο νόμισμα μεγάλου βάρους κατ μικρής αξίας, ώστε να μείνει έξω από τη σφαίρα των εμπορικών συναλλαγών με ξένους. Πράγματι, πολλές μεταγενέστερες πήγες αναφέρουν ότι ως το 404 π.Χ. απαγορεύονταν τελείως στη Σπάρτη τα χρυσά και ασημένια νομίσματα. Εκείνη τη χρονιά, ο Λύσανδρος έστειλε πίσω στη Σπάρτη τα αμέτρη­τα λάφυρα που είχε αποκομίσει μετά τη νίκη του στη μάχη στους Αιγός ποταμούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και τεράστια ποσότητα αθηναϊ­κών νομισμάτων. Ελήφθη τότε η απόφαση να γίνει για πρώτη φορά αποδεκτό αυτό το νόμισμα για δημόσια χρήση στη Σπάρτη. να απαγορευτεί όμως η κατοχή του από ιδιώτες. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο Βίο Λυσάνδρου, από τη στιγμή που το νόμισμα επιτράπηκε στην πόλη, πέρασε εύκολα στα χέρια ιδιωτών, με αποτέλεσμα να υπάρξουν κρούσματα απληστίας και διαφθοράς. Μια ε­ξέλιξη που υπονόμευσε την εξουσία της Σπάρτης.Τούτα τα στοιχεία όμως και οι συνέπειες ιούς α­παιτούν ενδελεχή μελέτη. Η μη χρήση νομίσματος στη Σπάρτη δεν ήταν ασυνήθιστη πρακτική. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 50° ο του συνόλου των ελληνικών πόλεων δεν είχαν ποτέ κόψει νομίσματα. Πολλές άλλες δε, ακόμη και μετά την εισαγωγή του τον 6ο αιώνα, καθυστέρησαν για μεγάλο διάστημα να κόψουν νόμισμα. Μεταξύ αυτών και σημαντικές πόλεις όπως το Βυζάντιο. που δραστηριοποιούνταν έντονα στο διεθνές εμπόριο εξαιτίας της στρατηγικής θέσης του στη θαλασσιά οδό μεταξύ Αιγαίου και Μαύρης θάλασσας. Εν πάση περιπτώσει, οι πόλεις που έκοβαν νομίσματα ήταν πάντα μειονότητα. Πρόσφατη έρευνα διαπιστώνει ότι η πόλη χρειαζόταν πολύ σοβαρούς λόγους για να κόψει νόμισμα. Έτσι, η αποχή της Σπάρτης από την κοπή νομίσματος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι συνειδητά ακολουθούσε πολιτική οικονομικού απομονωτισμού. Ένας λόγος για ιόν οποίο ορισμένες άλλες πόλεις δεν έκοψαν νομίσματα, ήταν ότι υπήρχαν δια­θέσιμα νομίσματα από γειτονικές πόλεις που γίνο­νταν ευρέως δεκτά. Και εδώ θα πρέπει να σημειώ­σουμε ότι το νόμισμα της Αίγινας κυκλοφορούσε σε μεγάλη κλίμακα α την Πελοπόννησο. Παρομοίως, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητεί κανείς ότι στη Σπάρτη εφαρμοζόταν ένα σύστημα κυκλοφορίας σιδερένιων νομισμάτων. Ωστόσο, τα στοιχεία για την ύπαρξη ενός αποδεκτού συστήματος ανταλλαγής των σιδερένιων νομισμάτων της Σπάρτης με ξένα ασημένια νομίσματα που χρησιμοποιούνταν με βάση τα μέτρα της Αίγινας, καταδεικνύουν ότι η χρήση των σιδερένιων νομισμάτων δεν συνεπα­γόταν αποκλεισμό των ξένων νομισμάτων από τη Σπάρτη. Πράγματι, η χαμηλή αξία του σιδερένιου νομίσματος συνεπάγεται ότι είχε επικρατήσει σύστημα παράλληλης χρήσης, μια και οι συναλλαγές πάνω από κάποια αξία απαιτούσαν τη χρήση πολυτιμότερων μετάλλων. Αρκετά είναι τα στοιχεία που συγκλίνουν στην ε­κτίμηση ότι γινόταν χρήση ξένων νομισμάτων και ασημένιων ράβδων πριν από το 404 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, για παράδειγμα, η πόλη χρησιμοποιούσε ασημένια νομίσματα για την πληρωμή των μισθοφόρων στρατιωτών και των ερετών του στόλου. Μέσα στη Σπάρτη, η πόλη επέβαλε χρηματικά πρόστιμα στους πολίτες της και τα υποχρεωτικά μηνιαία κοινά συσσίτια κόστιζαν 10 οβολούς της Αίγινας. Χρυσά νομίσματα αλλά και ακατέργαστος χρυσός και ασημί διανε­μήθηκαν στους Σπαρτιάτες στρατιώτες από τα περσικά λάφυρα μετά τη μάχη των Πλαταιών, το 479. Κατά συνέπεια, όταν το 404 π.Χ αποφασίστηκε να επιτραπεί η χρήση ασημένιων νομισμάτων αλλά όχι και η κατοχή τους, το μέτρο ήρθε όχι ως χαλάρωση, αλλά ως περιορισμός της προηγούμενης πρακτικής. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι Σπαρτιάτες πολίτες πολύ σύντομα ξεγλίστρησαν από τον ε­πιχειρούμενο περιορισμό. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Πλουτάρχου, ότι αυτό ακριβώς προκάλεσε τη διάβρωση των ηθικών αξιών, είναι υπερβολικός από τη στιγμή που η ατομική ιδιοκτησία ασημένιων νομισμάτων δεν ήταν κάτι καινούργιο.


Δώρα, εμπορικές συναλλαγές και αγορά

Εκ πρώτης όψεως, η αρχέτυπη μορφή των συναλλαγών στη Σπάρτη ήταν η προσφορά δώρων. Η προσφορά δώρων, που δεν περιελάμβανε νόμισματα και ήταν ενταγμένη σε ένα πλαίσιο κοινωνικό­τητας, είναι εμφανής σε διάφορους τομείς της σπαρ­τιατικής ζωής. Στα συσσίτια οι πολίτες δεν ξόδευαν χρήματα για τους συνδαιτυμόνες τους. Αντίθετα, οι πλούσιοι προσέφεραν σταρένιο ψωμί και οι κυνηγοί τα θηράματα τους. Οι βασιλείς τιμούσαν άλλους Σπαρτιάτες, μοιραζόμενοι τη δεύτερη μερίδα τους. Κατά κανόνα, ο βασιλιάς Αγησίλαος δώριζε ένα βόδι και ένα μανδύα στα νεοεκλεγμένα μέλη της Γερουσίας. Την ατμόσφαιρα αυτής της πρόθυμης γενναιοδωρίας μεταφέρει ο Ξενοφών, όταν χαρακτηρίζει τον Αγησίλαο ως «κάποιον που χαίρεται να προσφέρει τα δικά του για το καλό των άλλων». Σε ορισμένους τομείς της κοινωνικής Ζωής άλλων πόλεων γινόταν χρήση νομισμάτων, σε αντίθεση με τη Σπάρτη. Χρηματικά έπαθλα και υλικά βραβεία δίνονταν στους νικητές αθλητικών αγώνων σε διά­φορες πόλεις, όχι όμως και στη Σπάρτη, όπου η μό­νη επιβράβευση για τους Ολυμπιονίκες ήταν η τιμή να αγωνιστούν με την προσωπική φρουρά του βασιλιά. Σ την Αθήνα η προίκα δινόταν σε μετρητά, ενώ στη Σ πάρτη σε γη. Η κυριαρχία της προσφοράς δώρων και των συναλλαγών δίχως τη χρήση νομίσματος είναι, ωστόσο, μόνον μέρος της ιστορίας. Παρά το γεγονός ότι η εσωτερική οικονομία της Σπάρτης δεν χρησιμοποιούσε τόσο τα νομίσματα όσο η Αθήνα, οι εμπορικές συναλλαγές δεν ήταν επ’ ουδενί απούσες από τη ζωή της Σπάρτης. Υπάρχουν στοιχεία για τακτική ενασχόληση των πολιτών με εμπορικές συναλλαγές. Με την εντατική εκμετάλλευση των γαιών που τους ανήκαν, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες συσσώρευαν σημαντικά πλεονάσματα σε αγροτικά προϊόντα. Η υποχρέωση των πολιτών να προμηθεύουν με τρόφιμα τα συσσίτια καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κατά πασά πιθανότητα δημιουργούσε συνεχή ζήτηση για τα πλεονάσματα αυτά. Τέτοιες συναλλαγές δεν επικροτούνταν μόνον από την πόλη. Η αναφο­ρά του Θουκυδίδη, ότι η στέρηση των δικαιωμάτων ενός πολίτη (ατιμία) σήμαινε πως «δεν θα μπορούσε να κατέχει δημόσιο αξίωμα ούτε να έχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης», δείχνει ότι το δικαίωμα στην αγοραπωλησία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ιδιότητας του πολίτη της Σπάρτης, ισάξιο με την κατοχή δημοσίου αξιώματος. Η Σπάρτη δεν διαχώριζε πολιτικές κατ οικονομικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τη θεσσαλική «ελεύθερη αγορά», από την οποία οι τεχνίτες και οι αγρότες ήταν αυστηρά αποκλεισμένοι. Το εμπόριο και οι δημόσιες υποθέσεις διεξάγονταν στη σπαρτιατική αγορά. Ο Ξενοφών περιγράφει μια σκηνή στη σπαρτιατική αγορά, όπου οι δικαστές διηύθυναν τις πολιτικές υποθέσεις κοντά 40 Σπαρτιατών και άνω των 4.000 μη Σπαρτιατών που ασχολούνταν με εμπορικές συναλλαγές. Η περιγραφή του Ξενοφώντα δείχνει ότι η σπαρτιατική αγορά ήταν μια ζωηρή, περιφερειακή αγορά. Κατά συνε­πεία, όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος εξακόντισε την κριτική του κατά των δραστηριοτήτων της ελληνικής αγοράς και είπε σε αγγελιαφόρο από τη Σπάρτη: «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχω φοβηθεί τους ανθρώπους που έχουν ένα σταθερό σημείο στο κέντρο της πόλης τους. όπου συναθροίζονται για να ανταλλάξουν βρισιές και να κοροϊδέψουν ο ένας τον άλλον». ο σαρκασμός του δεν ήταν άστοχος αλλά απευθυνόταν σε μια πόλη, για τους πολίτες της οποίας οι εμπορικές συναλλαγές ήταν μέρος της Ζωής τους.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

12
ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ









Της jacqueline chroten maître de Conférences στο Πανεπιστήμιο Παρίσι-10, Ναντέρ

Συναντάμε στον Ξενοφώντα (Λακεδαιμονίων Πολι­τεία 7, 5 -άηχος 380;) ένα θέμα που θα διευρύνουμε και θα διευκρινίσουμε στη συνέχεια. Κατά τη γνώμη του το λακεδαιμονικό νόμισμα εί­ναι από σίδηρο, βαρύ και άβολο. Κι ο Πλούταρχος εμπλουτίζει τη θε­ματολογία μας διευκρινίζοντας πως αυτό που αποκαλούμε σιδερένιο νόμισμα έχει ένα τετράχαλκο που ζυγίζει μία μνα αιγινήτικη (Πλούταρχος, Λακ. 226,3), ωστόσο ο ίδιος (Λύσανδρος, 17,4-5) μιλά επίσης για τους οβολούς, ία γνωστά σιδερένια σουβλιά που άλλωστε σαν προσφορές ανασκάφτηκαν σε ναούς αρχαϊκής περιόδου. Ελάχιστα γνωρίζουμε σχετικά με αυτό που οι Λακεδαιμόνιοι ονόμαζαν παραδοσιακό νόμισμα τον πρώιμο 4ο αιώνα. Πράγματι ο συγκεκριμένος τύπος εμφανίζεται στην αρχή του 4ου αιώνα. Μέχρι τότε η Σπάρτη δεν έχει νομίσματα, χωρίς να αποτελεί μοναδική περίπτωση. Οι πόλεις της Κρήτης άρχισαν να συναλλάσσονται πολύ αργότερα με το νόμισμα όπως το αντιλαμβάνονται τέτοιο οι Αθηναίοι και οι πόλεις όπου η νομισματοποίηοη του συστήματος τους είχε ήδη γίνει. Ωστόσο δεν έχουμε την εντύπωση κατά τον 5ο αιώνα ότι οι Σπαρτιάτες κρατούν κάποια ιδιαίτερη στάση νομοθετικής αντίθεσης απέναντι στα πολύτιμα μέταλλα και το νόμισμα. Μάλιστα οι Βασιλείς τους κα­τηγορούνται για διαφθορά. Ο Παυσανίας είναι οικονομικά εύρωστος χάρη στις προσφορές των Περσών. Δεν υπάρχει σχετική απαγόρευση. Απλά το οικονομικό τους σύστημα λειτουργεί Βάσει της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας, πολεμικών λεηλασιών κατά τους πολέμους και ανταλλαγή σε περιπτώσεις ανάγκης που η κοινότητα τους δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Εξάλλου τι τους λείπει πέρα από τα ευγενή μέταλλα; Παράγουν σιτάρι, λάδι, κρασί, σύκα για τη διατροφή τους. Μαλλί και δέρμα από τα Ζώα τους για τα ρούχα τους, ξυλεία από τα δάση τους στα Βουνά και το σίδηρο από τα ορυχεία (στο Ακρωτήριο Μαλέας) για τα εργαλεία τους· έχουν και λίγο χαλκό (κοντά στο ναό του Απόλλωνα Υπερτελεάτη και του Απόλλωνα Τυρίτη), καθώς και μόλυβδο. Ο κόλπος της Λακωνίας προμηθεύει τα πορφυρά χρώματα για τις στολές. Το ζήτημα τίθεται όταν χρειάστηκε να κατασκευάσουν ένα στόλο· σε αυτή την περίπτωση πρέπει να βρεθούν η κατάλληλη ξυλεία, η πίσσα, να προσληφθούν πλοηγοί και έμπειροι ναυτικοί που θα πληρωθούν. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία τροφοδοτήθηκε κατά το μάλλον ή ήττον από περσικό χρήμα που αλλοτρίωσε τους Λακεδαιμονίους που υπηρέτησαν εκεί. Στο εξής το μη νομισματικό σύστημα φαντάζει απαρχαιωμένο.

Όταν ο Λύσανδρος συντρίβει την Αθήνα, μαζεύει σχολαστικότατα όσα νομίσματα μπορεί να βρεθούν στην αυτοκρατορία και τα στέλνει με την ίδια φροντίδα τοποθετημένα μέσα σε τσουβάλια στη Σπάρτη - είναι φανερό ότι γνωρίζει την κυκλοφορία του χρήματος, αφού έχει συνηθίσει τη χρήση του νομίσματος, όπως επίσης και ο άλλος μεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός, ο Γύλιππος, που έζησε κάποια στιγμή στις Συρακούσες. Οι δυο άνδρες ξέρουν πως στο εξής η Σπάρτη δεν μπορεί να κυριαρχήσει στον κόσμο που ανοίγεται μπροστά της, τόσο προς τα ανατολικά όσο και προς τα δυτικά, χωρίς να εισέλθει στον κόσμο της νομισματοποιημένης οικονομίας. Είναι περισσότερα από αυτά που ήλπιζαν οι πολιτικοί μηχανισμοί της Σπάρτης. Πράγματι, οι στρατιωτικοί αρχηγοί στους οποίους οφεί­λεται η νίκη δεν είναι παρά στρατηγοί, όχι πολιτικοί ηγέτες του κράτους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι βασιλείς, η Γερουσία, οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, ακολουθούν μια σταδιοδρομία περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική και δεν επιθυμούν διόλου παρόμοια περιπέτεια. Διαχειρίζονται ήδη ένα μεγάλο κράτος για το ελληνικό σύστημα, που σαν από θαύμα επέζησε στις κακοτυχίες των πολέμων και θέλουν να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους. Τα ιστορικά γεγονότα της Σπάρτης μας έγιναν γνωστά από τον Διόδωρο (13b) και ιδιαίτερα τον Πλούταρχο (Λύσανδρος, 16, 17, 1-3). Ο Πλούταρχος αποκαλύπτει τις πηγές του, τον Έφορο και τον Θεόπομπο· ωστόσο αυτοί από πού ompizouv την αφήγηση τους; Σε κάθε περίπτωση έχουμε μία ιστορική απόδοση της γέννησης ενός μύθου. Η Συνέλευση της Σπάρτης απορρίπτει πράγματι τις προτάσεις του Λύσανδρου (προτάσεις άγνωστες σε μας) και αποφασίζει πως το σπαρτιατικό κράτος θα εξακολουθήσει το μη εμπλουτισμό του με δικό του νόμισμα. Παρά ταύτα, το κράτος διατηρεί αυτά που ο Λύσανδρος έφερε στη Σπάρτη για τα εξωτερικά του έξοδα, αλλά απαγορεύει την ιδιωτική κατοχή νομίσματος. Αρχίζει το κυνήγι των δυστροπούντων που έφεραν από τις εκστρατείες τους (και μάλιστα κράτησαν τα λάφυρα τους) ποσά λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά. Ο Γύλιππος εξορίστηκε. Φίλοι του Λύσανδρου θανατώθηκαν. Παρά ταύτα, πολλοί άνθρωποι εξοικειώθηκαν με τη χρήση του νομίσματος και το παλαιό σύστημα αλλοιώθηκε. Επιχειρείται τότε να βρεθεί ένα υποκατάστατο. Εμφανίστηκαν στοιχεία από μέταλλο (οβολοί που προϋπήρχαν σε ορισμένους τύπους ανταλλαγών. Στοιχεία που θεωρήθηκαν ικανά να προσεγγίσουν την ιδέα που συνιστά ένα νόμισμα: άφθαρτο, μετρήσιμο, συμβολικό. Έτσι γεννήθηκε το σπαρτιατικό νόμισμα από σίδηρο. Το αστείο είναι ότι σε μερικές πόλεις της Πελοποννήσου, συνδεδεμένες με τη Σπάρτη και που έκοβαν νόμισμα, φαίνεται ότι ήδη το είχαν κατασκευάσει για μικρή χρονική περίοδο. Ούτως ή άλλως η κοπή νομίσματος από τη Σπάρτη αποτελεί στο εξής απαγορευμένο καρπό για όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα, τροφοδοτώντας το θαυμασμό των ηθικολόγων. Ο πρώτος θησαυρός θα βρεθεί κατά τη βασιλεία του Ατρέα. Και αυτός καθώς φαίνεται έκοψε νόμισμα μόνο για τις ανάγκες του πολέμου των Χρεμονιδών και όχι στη Σπάρτη. Ο μύθος θα γνωρίσει εξάλλου το απόγειο της δημοτικότητας του τη στιγμή που η πραγματικότητα αλλάζει όψη. Εκείνος που θα εισαγάγει την κοπή νομίσματος στη Λακεδαίμονα, είναι ο βασιλιάς που ο Πλούταρχος (Φύλαρχος) μας παρουσιάζει σαν τον αναμορφωτή του παλαιού προτύπου. Τα νομίσματα της Σπάρτης θα ανθίσουν την εποχή του Κλεομένη Γ.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

13
Μειάφραση: Γιώργος Γεωργαμλής


ΤΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ

Του Γ. Α. ΠΙΚΟΥΛΑ, δ.Φ., εκδότη περιοδικού Ηόρος, κύριου ερευνητή ΚΕΡΑ/ΕΙΕ

Οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν και δημιούργησαν πυκνότατο οδικό δίκτυο, τελείως ιδιότυπο και πρωτοποριακό, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη αμαξήλατη επικοινωνία σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώ­ρο. Οι οδοποιοί χάραζαν στα βραχώδη μέρη αυλάκια με σταθερό μετατρόχιο 1,40 μ., μέσα στα οποία κυλούσαν οι τροχοί της δίτροχης ή τετράτροχης άμαξας. Οι αρχαίοι ονόμαζαν αυτά τα αυλάκια αρματροχιές ή αμαξοτροχιές. Η άμαξα δηλαδή είχε προκαθορισμένη διαδρομή και κινιόταν με τους τροχούς μέσα στις αρματροχιές, χωρίς να μπορεί να λοξοδρομήσει. Αυτό ήταν και το μείζον επίτευγμα των Ελλήνων οδοποιών. Προφανώς εκτός από τους ειδικά κατασκευασμέ­νους δρόμους για τις άμαξες, υπήρχαν - όπως και σήμερα - και οι ατραποί, τα πολυπατημένα δηλαδή μονοπάτια, που προορίζονταν μόνο για τους πεζοπόρους και τα υποζύγια. Το αμαξήλατο οδικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων χρονολογείται τουλάχιστον από τον 7ο π.Χ. αι. Το πιο πυκνό δίκτυο βρίσκεται στην Πελοπόννησο (Λακωνία, Αρκαδία, Αργολιδοκορινθία) και πρέπει να υπήρξε έργο μιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, απολύτως αναγκαίας και ικανής για το σχεδιασμό, την πραγμάτωση και τη διαρκή συντήρηση του. Αυτή η εξουσία δεν μπορεί να είναι άλλη από την Πελοποννησιακή Συμμαχία με κινητήρια δύναμη τη Σπάρτη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ίδια η Σπάρτη διέθετε οδικό δί­κτυο εκπληκτικής πυκνότητας, το πολυσχιδέστερο μάλιστα στον ελλαδικό χώρο. Η Σπάρτη είναι γνωστό ότι αποκτά την εικόνα συγκροτημένου κράτους σε κάθε τομέα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής μετά τα μέσα του 7ου αι. και τη νικηφόρα γι' αυτήν έκβαση του δεύτερου Μεσ­σηνιακού πολέμου, που της απέφερε τη Μεσσηνία. Η υπαγωγή μάλιστα της Μεσσηνίας στις περιοικίδες περιοχές της Σπάρτης εξασφάλισε έκτοτε στην τελευταία το οικονομικό υπόβαθρο για τη συγκρότηση σε κράτος- επιπλέον συνέβαλε καθοριστικά στην έξοδό της στον υπόλοιπο κόσμο με αξιοζήλευτες διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με χώρους όπως λ.χ. η Ιωνία και με συνακόλουθη την πολιτιστική έκρηξη της Λακωνίας τα χρόνια που ακολουθούν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν δημιουργήθηκε το θαυμαστό οδικό δίκτυο της Σπάρτης. Ο «στρατιωτικός» χαρακτήρας του αμαξήλατου οδικού δικτύου είναι πασιφανής. Επιγραμματικώς θα έλεγα ότι προηγήθηκαν οι στρατιώτες και ακολούθησαν οι έμποροι. Δεν υπήρχε άλλωστε η δυ­νατότητα να αναλάβει η ιδιωτική πρωτοβουλία τέτοιας κλίμακας έργα· ήταν όμως πάντοτε έτοιμη να τα εκμεταλλευθεί, προσπορίζοντας ίδια κέρδη. Σημασία λοιπόν για τη δημιουργία του οδικού δικτύου είχε η ύπαρξη ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, όπως ήταν η Σπάρτη. Η Περσία και η Ρώ­μη αποτελούν τα ακριβή παράλληλα παραδείγματα με τη Σπάρτη. Και οι δύο εξουσίες διέθεταν α­ξιοθαύμαστο, οε πυκνότητα και ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών, οδικό δίκτυο, που κάλυπτε όχι μόνον την εκάστοτε επικράτεια τους, αλλά εξυπηρετούσε έναν πολύ ευρύτερο όμορο χώρο. Και οι δύο ισχυρές συγκεντρωτικές εξουσίες δημιούργησαν πρωτίστως το οδικό δίκτυο τους για την ευχερή και απρόσκοπτη κίνηση των στρατιών τους, όπως άλλωστε και η Σπάρτη. Η τελευταία μάλιστα έχει να επιδείξει και μία ειδοποιό διαφορά επιπλέον από την Περσία και τη Ρώμη, αφού είχε ορίσει ως υπεύθυνη για τις οδούς της την ανωτάτη πολιτειακή αρχή της, τους δύο βασιλείς (Ηροδ. VI 57, 4). Αυτοί δηλαδή που ηγούνταν μιας εκστρατείας ήταν ταυτοχρόνως και οι υπεύθυνοι άρχοντες για το οδικό δίκτυο, μέσω του οποίου επιτυγχανόταν η διεκπεραίωση της όποιας στρατιωτικής επιχειρήσεως. Σήμερα λοιπόν κατανοούμε ότι όταν εξαίρεται η δυνατότητα της Σπάρτης να μεταφέρει τάχιστα το στρατό της, όπου υπήρχε ανάγκη, και να εκπλήσσει η αξιοθαύμαστη ευχέρεια στρατιωτικών κινήσεων, αυτό οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στο αμαξήλατο οδικό της δίκτυο και όχι μόνον στην πειθαρχία και στην ευψυχία των ανδρών της. Είναι μία παράμετρος που έως σήμερα δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως, όταν σπουδάζουμε τα της ιστορίας της Σπάρτης. Υποθέτουμε μάλιστα παράλληλα με το σκευοφορικόν (Ξεν., Λακ. Πολ. 13, 4), και την ύπαρξη αντιστοίχου σώματος της οδοποιίας, κάτι α­νάλογο με το σημερινό «μηχανικό», επιφορτισμένο κατ υπεύθυνο για τα οδικά έργα.




Στην αδήριτη επομένως ανάγκη για επέκταση και συνεχή προάσπιση της εξουσίας μιας υπερδυνάμεως, όπως η Σπάρτη, πρέπει να αποδώσουμε πρωτίστως τη δημιουργία του οδικού δικτύου με το σαφή κατ’ αδιαμφισβήτητο στρατιωτικό χαρακτήρα του. Σήμερα, έπειτα από πολύχρονη έρευνα στην ύπαιθρο γνωρίζουμε, με βάση τις χαρτογραφημένες αρματροχιές που εντοπίσαμε κατά τόπους, ότι το δί­κτυο της Σπάρτης, τουλάχιστον στην επικράτειά της, διέθετε περίπου εκατό (100) αμαξηλάτους οδούς. Για να εννοήσουμε την πυκνότητα του, αρκεί να αναφέρουμε ότι ενώ σήμερα η επικοινωνία της Σπάρτης με το Βορρά εξασφαλίζεται με έναν άξονα, οι αρχαίοι διέθεταν τέσσερις: έναν όπως η σημερινή λεωφόρος Σπάρτη - Τρίπολη, και τρεις δυτικότερα, διά μέσου της αρχαίας Σκιρίτιδος (σήμερα περιοχή Κολλινών-Βλαχοκερασιάς), κατά μήκος του Ευρώ­τα ως τη Μεγαλοπολιτική, που ήταν και η κύρια στρατιωτική οδός (Πελλάνα - Ανεμοδούρι - Ασέα..), και τον δυτικότατο, που διέτρεχε την κορυφογραμμή του βόρειου Ταύγετου οε υψόμετρο 1.600 μ.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

14
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ











Του paul cartledge καθηγητή Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Cambridge

Τα αγγλικά επίθετα «σπαρτιατικός» και «λακωνικός» έχουν τις ρίζες τους στην ασυνήθιστη κοινότητα που εγκαταστάθηκε σης όχθες του Ευρώτα, στη Νότια Πελοπόννησο, γύρω στο 1000 π.Χ. Κάπου πεντακόσια χρόνια αργότερα, το 480 π.Χ., 300 πολεμιστές της Σπάρτης έγραψαν το όνομα τους ανεξίτηλα στο Βιβλίο της Ιστορίας. Η μάχη των Θερμοπυλών σηματοδότησε μια ελληνική ήττα στον πόλεμο κατά των Περσών εισβολέων. Ήταν όμως η ενδοξότερη ήττα που μπορεί κάποιος να φανταστεί και το πλέον ακλόνητο θεμέλιο στην - κατά τα άλλα - μεταβαλλόμενη και με αναλαμπές χίμαιρα, μύθο ή θρύλο της αρχαίας Σπάρτης που φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Πίσω από αυτούς τους 300 άνδρες - κατά περισσότερες της μίας έννοιες - βρίσκονται; οι σπουδαίες γυναίκες της Σπάρτης. Στους λάτρεις του Ομήρου δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι πριν η Ελένη γίνει Ελένη της Τροίας ήταν η Ελένη της Σπάρτης, σύζυγος του καλού βασιλιά Μενέλαου και νύφη του Αγαμέ­μνονα. Χάρη στο μοναδικό κάλλος της, ένας δελφικός χρησμός μπορούσε με ασφάλεια να προβλέψει ότι απ’ όλη την Ελλάδα οι γυναίκες της Σπάρτης ήταν οι πιο όμορφες -εικόνα που δεν ευτελίζεται διόλου από τα βα­σανιστικά άσματα των κοριτσιών (παρθένεια) που γράφτηκαν στη Σπάρτη από τον Αλκμάνα για να τραγουδιούνται από το χορό των νεαρών παρθένων λίγο πριν περάσουν το κατώφλι του γάμου. Ο γάμος ήταν για μια Σπαρτιάτισσα ό,τι ο πόλεμος για ένα Σπαρτιάτη: αντιπροσώπευε το στόχο της ενηλικίωσης και την ευκαιρία να πραγματώσουν το ρόλο για τον οποίον τους προόριζε η κοινότητα. Ωστόσο, για τον έξω κόσμο, τους άλλους Ελληνες, οι Σπαρτιάτισσες κοπέλες και γυναίκες ήταν το ίδιο περίεργες και ακατανόητες όσο και οι Σπαρτιάτες που έδωσαν μάχη μέχρι θανάτου στις Θερμοπύλες. Βάλτε στο μυαλό σας το χαρακτήρα της Λαμπιδούς (ένα όνομα όμορφο και βασιλικό στην πραγματικότητα, που συνηθίζουν οι Σπαρτιάτες), της Σπαρτιάτισσας συζύγου που ο Αριστοφάνης ανεβάζει στην κωμική σκηνή των Αθηνών αμέσως μετά την πρεμιέρα της Λυσιστράτης το 411. Η Λαμπιδώ είναι ο ορισμός του καλοσχηματισμένου θηλυκού σώματος και αξιοθαύμαστη όχι μόνον για τα στητά στήθη της, αλλά και για το σύνολο της σωματικής της διάπλασης. Με άλλα λόγια εκφράζει - φυσικά με κάποια κωμική υπερβολή - την πραγματικότητα στη Σπάρτη, που ήθελε τα κορίτσια να γυμνάζονται και σε καμία περίπτωση να είναι πε­ριορισμένα σε αμιγώς οικιακές και στατικές εργασίες. Για παράδειγμα, ήταν εκπληκτικές αθλήτριες. Μια σειρά θαυμαστών ορειχάλκινων αγαλματιδίων του 6ου αιώνα π.Χ. παριστάνουν γυμνές ή ημίγυμνες Σπαρτιάτισσες, κορίτσια και κοπέλες, να τρέχουν, ακριβώς όπως έκαναν και στην πραγματικότητα, όχι μόνο στη Σπάρτη αλλά και στην Ολυμπία (βεβαίως όχι στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού αυτοί ήταν αποκλειστικά για άνδρες). Σκοπός της κοπιαστικής φυσικής άσκησης, όπως μαθαίνουμε από αρχαίους συγγραφείς που θα πρέ­πει να ήταν γνώστες - όπως ο Ξενοφών - ήταν ο ευγονισμός. Με άλλα λογία, αποσκοπούσε στην ανατροφή γυναικών που θα γίνονταν ρωμαλέες μάνες για ία παιδιά ίσος - ιδανικά μάλιστα αρσενικά παιδιά -για την επόμενη γενιά ενήλικων πολεμιστών της Σπάρτης που θα μάχονταν για λογαριασμό της τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και τους εσωτερικούς: τον πληθυσμό των σκλάβων, τους είλωτες. Ορισμένες επιτύμβιες επιγραφές, που διασώζονται, αναγράφουν το όνομα κάποιας Σπαρτιάτισσας και πλάι «πέθανε στη γέννα» - επισήμανση τιμής, δόξα για τη νεκρή γυναίκα, όπως για τον άνδρα Σπαρτιάτη ήταν τιμή να αναγράφεται «πέθανε στον πόλεμο» αν έχανε τη ζωή του στα πεδία των μαχών. Οι Σπαρτιάτες ανεπιφύλακτα απέδιδαν δημόσιες τιμές και εξέφραζαν δημοσίως επαίνους σης γυναίκες, σε κραυγαλέα αντίθεση με την Αθήνα, επί παραδείγματι, όπου ο Περικλής λέει - δίχως φόβο να διαψευστεί - ότι οι πιότερο αξιοσέβαστες Αθηναίες ήταν εκείνες για τις οποίες δεν είχε ακουστεί δημόσια έπαινος ή ψόγος. Ούτε και οι ίδιες οι Σπαρτιάτισσες δείλιαζαν να μιλήσουν. Αναπτύχθηκε παράδοση που ανιχνεύε­ται στην εποχή του Ηρόδοτου ακόμη, η οποία αποδίδει σης γυναίκες της Σπάρτης εξαιρετικά οξυδερκείς ή πνευματώδεις παρατηρήσεις. Πολλές α­πό αυτές συγκεντρώθηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Αποφθέγματα Λακωνικά» που αποδίδεται στον Πλουταρχο. Όταν μια ξένη γυναίκα ρώτησε τη Γοργώ, θυγατέρα του βασιλιά Κλεομένη του Α΄ και σύζυγο του βασιλιά Λεωνίδα (του σπουδαίου ήρωα των Θερμοπυλών), γιατί οι Σπαρτιάτισσες ήταν οι μόνες που εξουσίαζαν τους άντρες τους, εκείνη απάντησε «γιατί είμαστε οι μόνες γυναίκες που γεννάμε (πραγματικούς) άντρες». Όταν ένα αγόρι γύριζε από τη μάχη μόνο, δίχως τ’ αδέλφια του, η μητέρα, αντί να τον καλωσορίσει με τρυφεράδα, τον σφυροκοπούσε με προσβολές: «Σε μεγάλωσα για να γίνεις εσύ ο μόνος δειλός από τα παι­διά μου;». Η λακωνική φράση «ή ταν ή επί τας» λέγεται ότι εκστομιζόταν από την τυπική Σπαρτιάτισσα μητέρα ή τη σύζυγο και απευθυνόταν στο γιο ή τον άντρα της όταν εκείνος έφευγε για τον πόλε­μο. Σήμαινε: «γύρνα πίσω με την ασπίδα σου, ζωντανός και νικητής φέροντας την ασπίδα σου, ή γύρνα νεκρός, να σε κουβαλούν πάνω στην ασπίδα οι νικηφόροι συμπολεμιστές σου».

Σαν ερχόταν η ώρα μιας Σπαρτιάτισσας να πα­ντρευτεί, σε ηλικία 18 ετών (πολύ μετά την ήβη και αργότερα από ό,τι σε άλλα μέρη της Ελλάδας), το τελετουργικό και οι εκδηλώσεις ήταν διαφορετικές από εκείνες της υπόλοιπης Ελλάδας. Το δίχως άλλο οι πηγές μας είχαν μια τάση εντυπωσιασμού, φαίνεται όμως ότι πράγματι τελούνταν μια μορφή γάμου ύστερα από αρπαγή. Ακόμη κι αν ο πατέρας ή ο άντρας κηδεμόνας ενός κοριτσιού την είχε αρραβωνιάσει με κάποιον, ένας άλλος άντρας μπορούσε να την αρπάξει και να την κάνει om συνέ­χεια γυναίκα του δια της βίας. Αν ο αρραβώνας ακολουθούνταν -κατά τα συνήθη- από το γάμο, η τελετή ήταν μια περίεργα άχαρη υπόθεση, σε αντίθεση με τη χαρούμενη ατμόσφαιρα από τα τραγούδια των παρθένων που προηγούνταν. Τα μαλλιά της νύφης ξυρίζονταν σχεδόν και έπειτα την έκλειναν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μόνη φορεσιά ένα μακρύ ανδρικό χιτώνα και μια ζώνη. Μετά θα ερχόταν ο άντρας, θα έλυνε τη ζώνη, θα της έβγαζε το χιτώνα και θα τη διακόρευε. Ο έγγαμος βίος δεν ήταν ιδιαίτερα θερμός για το ζευγάρι. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών ο σύζυγος θα περνούσε κάθε βράδυ στη συσκηνία μαζί με τους συντρόφους του και οι συζυγικές σεξουαλικές συνευρέσεις θα γίνονταν λαθραία και μυστικά. Ακόμη και μετά τη συμπλήρωση των τριάντα χρονών του συζύγου και αφού το ζεύγος είχε με επιτυχία φέρει στον κόσμο νόμιμα και υγιή παιδιά, η σεξουαλική εμπειρία μιας Σπαρτιάτισσας ήταν πολύ διαφορετική από εκείνην μιας μέσης Ελληνίδας. Με ή δίχως τη συναίνεση της, ο σύζυγος μπορούσε να τη δανείσει σε έναν άλλο άντρα με τον οποίο και για τον οποίο θα γεννήσει, νομίμως, γνήσια τέκνα. Σε οποιοδήποτε άλλο ελληνικό κράτος κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μοιχεία, η οποία επέσυρε αυστηρότατη τιμωρία - στην Αθήνα ακόμη και το θάνατο. Σε άλλες περιπτώσεις, κάποιος γηραιότερος Σπαρτιάτης που είχε μείνει χήρος, αλλά δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί και να κάνει νέα οικογένεια, μπορούσε να πάρει στο σπίτι του ως οικονόμο και σύντροφο τη σύζυγο κάποιου άλλου. Λέγεται ότι η γυναίκα που συμμετείχε σ’ αυτό το τρίγωνο ήταν ευτυχής με τη ρύθμιση αυτή, αφού της δινόταν η δυνατότητα να έχει υπό τον έλεγχο της περισσότερα του ενός νοικοκυριά.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

15
Ο Ευριπίδης και ο Αριστοτέλης δεν ήταν σε κα­μία περίπτωση οι μόνοι μη Σπαρτιάτες Έλληνες που θεωρούσαν την κατάσταση των Σπαρτιατισσών σκανδαλιστική, ο λόγος τους όμως εκφράζει όλους. Ο Ευριπίδης στην «Ανδρομάχη» του βάζει τον Πελέα να ισχυρίζεται ότι οι Σπαρτιάτισσες δεν μπο­ρούν ποτέ να είναι αγνές. Ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά» του, στο δεύτερο βιβλίο, αποδύεται σε ακόμη σφοδρότερη κριτική της α­πείθαρχης ακολασίας του γυναικείου μισού της σπαρτιατικής πολι­τείας. Φθάνει μάλιστα σε σημείο να επιρρίψει στις γυναίκες την ευθύνη για την ύστατη παρακμή της Σπάρτης ως μεγάλης δύναμης τον 4ο αιώνα π.Χ. Για παράδειγμα, όταν οι Θηβαίοι εισέβαλαν στη Λακωνία το 370, στην πρώτη τέτοια εχθρική εισβολή σε σπαρτιατικό έδαφος από την εποχή της ίδρυσης της, οι Σπαρτιάτισσες - κατά τον Αριοτοτέλη - προξένησαν πολύ μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ότι οι εισβολείς! Ένα άλλο πράγμα που ο Αριστοτέλης απεχθανόταν αναφορικά με τις Σπαρτιάτισσες, ήταν το γεγονός ότι κατείχαν και μπορούσαν να διαθέσουν γαίες, θα προτιμούσε να ίσχυε το νομικό καθεστώς που επικρατούσε για τις γυναίκες στην Αθήνα, όπου τους δινόταν δικαίωμα σε μια μικρή περιουσία, ήταν όμως υποχρεωμένες να υποτάσσονται στη βούληση του άρρενα κηδεμόνα τους (κυρτού) για κάθε νόμιμη συναλλαγή. Αντίθετα στη Σπάρτη, οι γυναίκες, καθώς φαίνεται, είχαν καταφέρει μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη να κατέχουν κατ να ελέγχουν το ένα τρίτο των ιδιωτικών γαιών. Ο Αριστοτέλης υπαινίσσεται, δε, ότι οι Σπαρτιάτισσες δεν δίσταζαν να εκμεταλλευτούν τη δύναμη που τους έδινε η ιδιοκτησία για να ασκήσουν επιρροή στη σφαίρα των δημόσιων πολιτικών πραγμάτων - σφαίρα που είχε αποκλειστικά εκχωρηθεί στους άνδρες. «Πολλά πράγ­ματα», λέει με μυστήριο, «ελέγχονταν από τις γυναίκες κατά την εποχή της αυτοκρατορίας (αρχής) των Σπαρτιατών» (το 371).



Είχε άραγε δίκιο ο Αριστοτέλης; Ήταν η Σπάρτη γυναικοκρατούμενη, μια πόλη όπου οι γυναίκες εξουσίαζαν τους άνδρες; Μάλλον απίθανο. Η πεμπτουσία ίων δημόσιων αξιών ήταν ανδροκρατούμενη και μάλιστα με σοβινισμό. Οι γυναίκες ενθαρρύνονταν να μοιάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο στους άντρες και όχι το αντίστροφο. Ήταν ο σύζυγος που δάνειζε τη γυναίκα του σε άλλον άντρα με σκοπό την αναπαραγωγή και έπειτα από συμφωνία, και όχι η γυναίκα που ελεύθερα αναζητούσε σεξουαλικούς συντρόφους όπως, όταν, και όποτε το επιθυμούσε. Οι «κατώτεροι» Σπαρτιάτες που αποκαλούνταν υπομείονες ήταν οι γιοι ενός πολίτη της Σπάρτης και μιας ανελεύθερης που προερχόταν από είλωτες - τυπικά προϊόντα μιας κοινωνίας σκλάβων. Είναι άκρως αποκαλυπτική η ιστορία της Σπαρτιάτισσας πριγκίπισσας Κυνίσκας, αδελφής του βασιλιά Αγησίλαου ίου Β΄, όπως τη διηγείται στη βιογραφία του ο Ξενοφών. Σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι η νίκη σε έναν αγώνα με τέθριππο στην Ολυμπία δεν συνδέεται με την ικανότητα ενός άνδρα αλλά με τον πλούτο του, ο Αγησίλαος έδωσε οδηγίες στην Κυνίσκα να μεγαλώσει και να προετοιμάσει για αγώνες ένα κοπάδι άλογα. Το 396 και το 392 εκείνη, καθώς και τα άλογα και οι ηνίοχοι της. κέρδισαν το δάφνινο στεφάνι. Ήταν πραγματικό κατόρθωμα.



Στην Ολυμπία ανεγέρθηκε μνημείο προς τι­μήν της Κυνίσκας με μια επιγραφή που πληροφορεί όποιον θέλει ή μπορεί να το διαβάσει ότι εκείνη ήταν η πρώτη γυναίκα σε ολό­κληρη την Ελλάδα που κέρδισε το βραβείο και μάλιστα δύο φορές διαδοχικά. Στη Σπάρτη την τίμησαν ως ηρωϊδα. της αφιέρωσαν μάλιστα ιερό βωμό. Οι παγερές κουβέντες του Αγησίλαου όμως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Γι’ αυτόν, η πραγματική αρετή του άνδρα θα μπορούσε να επιδειχτεί μόνον στο πεδίο της μάχης -με τα πολεμικά άλογα που εκτρέφει και όχι με τα άλογα επίδειξης της Κυνίοκας. Από την άλλη, όμως. δεν μπορούμε να υποβαθμίσουμε το ξεχωριστό καθεστώς που είχε παραχωρηθεί στις Σπαρτιάτισσες. Οι Σπαρτιάτες σοφά έκριναν ότι, εάν ήθελαν η πόλη τους να διατηρήσει το στρατιωτικό τρόπο Ζωής, δεν μπορούσαν να αγνοή­σουν η να βάλουν στο περιθώριο, πόσο μάλλον να καταπιέζουν. τις γυναίκες. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι τα κορίτσια της Σπάρτης είχαν πρόσβαση σε ένα είδος δημόσιας εκπαίδευσης, που περιελάμβανε σκληρή - και στα μάτια των περισσότερων Ελλήνων αταίριαστη στη γυναικεία φύση- άθληση. Έτσι εξηγείται επίσης ότι οι Σπαρτιάτισσες είχαν δικαίωμα σε περιουσιακά στοιχεία, που περιελάμβαναν γη. Σε αντάλλαγμα, οι Σπαρτιάτισσες - γιαγιάδες, μάνες, σύζυγοι, αδελφές, θείες και ανιψιές- με αίσθηση καθήκοντος προσέφεραν στους άντρες τους την αδιαμφισβήτητη αφοσίωση τους, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτοί οι άντρες πραγμάτωναν τα ρωμαλέα φιλοπόλεμα ιδεώδη που οι ίδιοι είχαν καθορίσει. «Ή ταν ή επί τας» - αυτή ήταν πράγματι η ημερησία διάταξη.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

16
ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ










Της ελενησ κουρινου

δ.Φ., επιμελήτριας Αρχ/των, Εθνικό Αρχ/κό Μουσείο

Πληροφορίες για τη μνημειακή τοπογραφία της αρ­χαίας Σπάρτης παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως ο περιηγητής Παυσανίας, που την επισκέ­φθηκε περίπου το 160 μ.Χ. και αφιέρωσε στη λε­πτομερή περιγραφή της εφτά κεφάλαια του τρίτου βιβλίου του.

Η Σπάρτη, στο μέσον της Κοίλης Λακεδαίμονος και στη δεξιά όχθη του ποταμού Ευρώτα, εκτεινό­ταν σε πεδινή έκταση με ενδιάμεσους λοφίσκους, σαφώς οριοθετημένη από τον Ευρώτα και τα Ρέμα­τα της Μαγουλίτσας και της Μούσγας. Δεν υπάρ­χουν κατάλοιπα προδωρικού οικισμού στη θέση ό­που αναπτύχθηκε η πόλη ίων ιστορικών χρόνων. Την τελευταία συγκροτούσαν πέντε κώμες: οι πλησιόχωρες Πιτάνη, Λίμνες, Μεσόα, Κυνό(σ)ουρα και οι Αμυκλές νοτιότερα. Η Σπάρτη παρέμει­νε προσηλωμένη σε αυτό το οικιστικό σχήμα έως τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια.

Η πόλη παρέμεινε ατείχιστη έως το δεύτερο μι­σό του 3ου αι. π.Χ., οπότε απέκτησε τείχος, στο πλαίσιο αμυντικού προγράμματος ίου Κλεομένη Γ'. Το τείχος επισκευάστηκε και επεκτάθηκε αρκε­τές φορές. Στα τέλη του 3ου ή 4ου αι. μ.Χ. ο ερχο­μός των Ερούλων και του Αλάριχου έκαναν ανα­γκαίο τον ιδιαίτερο τειχισμό δύο κεντρικών λόφων της Σπάρτης, της Ακροπόλεως και του Παλατοκάστρου. Το ελληνιστικό τείχος ήταν κατασκευασμέ­νο από λίθινη κρηπίδα και πλίνθινη ανωδομή, προφυλαγμένη από τη βροχή με το καταστέγασμα, του οποίου οι κεραμίδες ήταν ενσφράγιστες. Παρ’ ότι ελάχιστα είναι τα ορατά σήμερα τμήματα του ελληνιστικού τείχους, με περίμετρο 48 στάδια (±9 χλμ.), η διαδρομή του είναι γνωστή χάρη στις ανα­σκαφές και στις κεραμίδες του. Στο τείχος υπήρχαν έξι πύλες με κυριότερες τη Β πύλη (βόρεια από την Ακρόπολη), τη ΒΑ πύλη (κοντά στη σημερινή γέφυρα του Ευρώτα) και τη Ν πύλη, όπου κατέλη­γε η Αφεταΐς οδός (στα νότια της Σπάρτης, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου). Στις παραπάνω περιοχές υπήρχαν κατ γέφυρες για τη Ζεύξη του ποταμού και των δύο ρεμάτων.

Παρά τον εντυπωσιακό αριθμό των μνημείων της πόλεως, που περιγράφει ο Παυσανίας, λίγα είναι ε­κείνα που ταυτίζονται σήμερα με βεβαιότητα.

Από τα κτίρια και ιερά στην Ακρόπολη της Σπάρτης, το σημαντικότερο ήταν το ιερό της πολι­ούχου Αθηνάς Χαλκιοίκου, που ιδρύθηκε πιθανό­τατα non από το 10 αι. π.Χ. Στη νότια πλαγιά του λόφου της Ακροπόλεως βρίσκεται το θέατρο, που κατασκευάστηκε τον 10ο αι. π.Χ. Η αρχική σκηνή του δεν ήταν μόνιμη κατασκευή, αλλά κινητή με τροχούς ξυλοκατασκευή· σία τέλη του 1ου αι. μ.Χ. αντικαταστάθηκε με μνημειακή μαρμάρινη σκηνή.

Η Αγορά της πόλεως βρισκόταν στο πλάτωμα του Παλαιόκασιρου - Α από την Ακρόπολη - και την κοσμούσαν πλήθος λαμπρών μνημείων. Φημισμέ­νη ήταν η ιδρυμένη από τα λάφυρα των Μηδικών πολέμων Περσική Στοά, που οριοθετούσε την Αγο­ρά από τα Δ. Το εντυπωσιακό «κυκλικό οικοδό­μημα», που καταλαμβάνει τη ΝΔ γωνία της Αγο­ράς, είναι ο Χορός, είδος εξέδρας, όπου κατά την ε­ορτή των Γυμνοπαιδιών οι έφηβοι χόρευαν γύρω από τα αγάλματα του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και της Λητούς. Η μεγάλη ρωμαϊκή στοά βρισκόταν στη Ν πλευρά της Αγοράς. Στην ίδια πλευρά βρι­σκόταν η αφετηρία της παλαιότερης οδού της Σπάρ­της, της Αφεταΐδος, η οποία κατέληγε στη Ν πύλη· κατά μήκος της υπήρχαν σημαντικά ιερά, όπως του Ταιναρίου Ποσειδώνος, που ταυτίζεται βόρεια από τη Δημοτική Αγορά της σύγχρονης πόλεως (γωνία οδών Γκορτσολόγου και Διοσκούρων).

Το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος βρίσκεται στην περιοχή των Λιμνών, κοντά στον Ευ ρώτα. Ιδρύθηκε το 10ο αϊ π.Χ. Ο πρώτος ναός και βωμός οικοδομήθηκαν τον 3ο αϊ μ.Χ. Ξαναχτίστηκαν στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ενώ η τρίτη οικοδόμηση ίου ναού χρονολο­γείται στο 2ο αι. π.Χ. Τον 3ο αι. μ.Χ. κατασκευά­στηκε το μνημειώδες αμφιθέατρο, που περιέβαλλε τον αύλειο χώρο του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε o ναός είχε θέση προσκηνίου για τα λατρευτικά δρώμενα. Στις Λίμνες, κοντά στη ΒΑ έξοδο της Σπάρτης. ση­μερινή γέφυρα, βρισκόταν το τέμενος της Αθήνας Αλέας· το μεγάλο ναόσχημο οικοδόμημα, στην ί­δια περιοχή, νότια από τη γέφυρα του Ευρώτα, γνω­στό ως «μεγάλος βωμός» ή «βωμός του Λυκούργου» παραμένει ανερμήνευτο.

Στη ΝΑ περιοχή, εκτός των τειχών, βρισκόταν το σημαντικό ιερό Φοιβαίον, που σχετιζόταν με την εκπαίδευση των εφήβων ταυτίζεται με το μνημει­ακό βωμό νότια από το σημερινό νεκροταφείο.

Πολλά μνημεία της Σπάρτης παραμένουν προ­βληματικά ως προς την ταύτιση τους. Παράδειγμα είναι ο λεγόμενος «τάφος του Λεωνίδα», το επι­βλητικό ερείπιο νότια από την Ακρόπολη, nou n τοπική παράδοση συνδέει με το βασιλέα της Σπάρ­της Λεωνίδα, και σύμφωνα με τις ενδείξεις ταυτίζεται με το ναό του Καρνείου Απόλλωνος.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

17
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ




Της jacqueline christien maître de Conférences στο Πανεπιστήμιο Παρίσι Χ, Ναντέρ (Γαλλία)

Το κράτος των Λακεδαιμονίων είναι το μεγαλύτερο από τα μικρά ελληνικά κράτη της κλασικής εποχής, νότια της Μακεδονίας. Καλύπτει τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου, δηλαδή 8.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σε αυτήν την έκταση είναι αρκετά φυσιολογικό να συναντήσει κανείς μια γεωγραφική και κοινωνική δομή σύνθετη. Η διατήρηση παρόμοιου εδαφικού συνόλου έχει επίσης επιφέρει τη διατήρηση ενός ξεχωριστού πολιτικού συστήματος. Ο συνταγματικός μύθος των Λακεδαιμονίων τους θέλει αργοπορημένους επισκέπτες της Πελοποννήσου, αφού θεωρούνταν απόγονοι του Δώρου, ερχόμενοι από το Νότο μετά την πτώση των μυκηναϊ­κών βασιλείων οι κάτοικοι της νότιας Πελοποννήσου, την πρώτη χιλιετία, θεωρούνταν συνεπώς όλοι τους Μεσσήνιοι, Λακεδαιμόνιοι και Αργείοι, όπως επίσης και οι Δωριείς.

Παρά ταύτα, οι μύθοι που γνωρίζουμε αναφέρο­νται σε μινωικούς πληθυσμούς, που εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο (ακρωτήριο Ταίναρο) και στη συνέχεια εκδιώχθηκαν (ίδρυση της θήρας και της Μήλου). Συνολικώς λοιπόν πρόκειται για κατοίκηση ενός έθνους ομογενούς. Αν και οι Λακεδαιμόνιοι είχαν μια κοινωνική δομή έντονα διαφοροποιημένη και απόλυτα άνιση.

Α. Πρώτα δεδομένα

Μέσα από το μύθο διακρίνουμε την πορεία mr διαφοροποίησης. Πράγματι οι Δωριείς της Λακωνίας, την ίδια στιγμή που οι άλλες ελληνικές πόλεις ανακάλυπταν ένα καινούργιο επεκτατικό δρόμο με μία κίνηση που ονομάσουμε αποίκηση, ε­φορμούν στη γειτονική Μεσσήνη και οίον κάμπο της Στενυκλάρου και του Αυλώνα- η Κάτω Μεσσηνία δεν φαίνεται να ανήκε ποτέ στο Βασίλειο του Κρεσφόντη και χωρίς αμφιβολία είχε στραφεί προς τους Ηρακλειδείς της Σπάρτης - αντίθετα η κατάσταση στην περιοχή της Πύλου δεν είχε ξεκαθαρίσει. Η διαιρεμένη Μεσσηνία ήταν εύκολο θήραμα και οι Λακεδαιμόνιοι δεν έχασαν την ευκαιρία. Σ’ αυτή τη χρονική περίοδο τοποθετείται η πορεία διαφοροποίησης των κοινωνικών δομών με τη μορφή που τις γνωρίζουμε. Από τη μία πλευρά οι ηττημένοι Μεσσήνιοι γίνονται Είλωτες, προορισμένοι να καλλιεργούν τη γη και να υπηρετούν μια πολιτικοστρατιωτική τάξη, τους Σπαρτιάτες, Οι τελευταίοι, δε, προσδιορίστηκαν μέσα από ένα σύστημα που αντανακλάται στο μύθο της ίδρυσης του Τάραντα. Ο Τάραντας ιδρύθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. από εξόριστους Λακεδαιμονίους, τούς αποκαλούμενους Παρθενίες. Πράγματι, στο τέλος του πολέμου έπρεπε να μοιραστούν τους καρπούς της νίκης και να οριστούν οι κατηγορίες εκείνες που μπορούσαν να απαιτήσουν έναν κλήρο. Εγκρίθηκαν μονό οι γόνοι μιας ορισμένου τύπου οικογένειας. Σ m συνέχεια η συγκεκριμένη κατηγορία θα αναγνωρίσει σαν νόμιμα τέκνα μόνο ία παιδιά που προέρχονται από το γάμο ενός Σπαρτιάτη και μιας θυγατέρας Σπαρτιάτη. Το κριτήριο που επελέγη για να καθοριστεί η προνομιούχος κατηγορία, κριτήριο που δεν γνωρίζουμε, είχε συνεπεία ένας αριθ­μός υποψηφίων να μην αναγνωριστούν ως νόμιμα παιδιά νόμιμου γάμου και άρα ικα­νοί να εισέλθουν στο σύστημα ιδιοκτησίας που δημιουργούσαν. Οι Παρθενίες από το να υποστούν αυτό το μειωτικό καθεστώς προτίμησαν να φύγουν και να ιδρύσουν τον Τάραντα. Στα τέλη λοιπόν του 8ου π.Χ. αιώνα έχουμε κιόλας τρεις μεγάλες κατηγορίες: Τους Σπαρτιάτες, μια πολύ κλειστή κάστα, ενδογαμική, κυρίαρχη της πολιτικής, σχηματισμένη από ιδιοκτήτες tgjv πλουσιότερων γαιών κατ εξαρτημένων στρωμάτων. Τους περίοικους, ελευθέρους πληθυσμούς, που ζούσαν σε κοινότητες γύροι από τη Σπάρτη, ιδιαίτερα στα βουνά και ία ακρωτήρια. Η κατοίκηση του ακρωτηρίου Ακρίτας διαφυλάχθηκε με την εκεί εγκατάσταση των κατοίκων της Ασίνης που εκδιώχθηκαν από την Αργολίδα και μετά από ιούς κατοίκους του Ναυπλίου που εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη. Τους Είλωτες, που αν και η θεσμική τους θέση προϋπήρχε, στο εξής εξελίσσονται στο σημαντικότερο αριθμητικά πληθυσμό του συστήματος, κατ δύσκολα κατατάσσονται σε κατηγορία, ευρισκόμενοι μεταξύ ελευθερίας κατ σκλαβιάς.

Β. Η σπαρτιατική κοινωνία υπό το φως των Μηδικών πολέμων. Οι Είλωτες

Οι Είλωτες πολύ συχνά εμφανίζονται να περιστοιχίζουν τους Σπαρτιάτες κυρίους τους. Λογικά, δεν μάχονταν. Παρά ταύτα είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ηρόδοτος (9, 2 ρητά τους καταμετρά σαν μα­χητές στις Πλαταιές και ότι είχαν το μνήμα τους (Ηρόδοτος. 9, 85)· συνεπώς μπορεί να υποτεθεί πως ο' αυτή την περίπτωση οι Σπαρτιάτες προχώρησαν σε μαζική στρατολόγηση. Οι Είλωτες είναι μεν μη ελεύθεροι, από την άλλη όμως είναι το ίδιο Λακεδαιμόνιοι ή Μεσσήνιοι όσο και οι Σπαρτιάτες ή οι Περίοικοι. Δεν πρόκειται για υποτελείς, αλλά για άτομα με κατώτερη κοινωνική θέση. Συνεπώς μπορεί να κληθούν να υπερασπιστούν, ενάντια σε κά­θε ξένο εισβολέα. τους θεούς τους, την περιουσία τους, τις οικογένειες τους. Ωστόσο, τους βλέπουμε να παρατάσσονται όχι ως οπλίτες αλλά ως ελαφρά τμήματα. Το κράτος των Λακεδαιμονίων κατορθώ­νει, χωρίς να χρησιμοποιηθούν Είλωτες, να επιστρατεύει ικανό αριθμό ελεύθερων ανδρών για το σχηματισμό της ισχυρότερης φάλαγγας οε όλη την Ελλάδα. Οι Αθηναίοι παρέταξαν πράγματι 8.000 οπλίτες στις Πλαταιές, οι Λακεδαιμόνιοι 10.000. Επιπλέον ο οπλισμός των οπλιτών απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο ικανότητας και ενάσκησης.

Οι Περίοικοι

Οι Περίοικοι είναι ελεύθεροι άνθρωποι εγκατε­στημένοι σε ορεινές περιοχές που περιβάλλουν τις πεδιάδες πλην ίσως της Μεσσηνίας, όπου μεγάλες περιοικίδες περιοχές καταλαμβάνουν τη Μακαριά (κάτω πεδιάδα του Πάμισου). Το μεγαλύτερο μέρος της γης είναι ελάχιστα ευνοϊκό σε μεγάλες καλλιέργειες δημητριακών κατ’ ιδιαίτερα στην εκμετάλλευση των ελαιόδενδρων. Οι Περίοικοι έχουν Είλωτες σε μικρό και γενικά ανεπαρκή αριθμό, τόσους όσους χρειάζεται ο ιδιοκτήτης ώστε να απασχολείται μονός του. Οι ρίζες τους ποικίλλουν στο λακεδαιμονιακό κράτος του 5ου αιώνα π.Χ. Στο σύνολό τους θεωρούνται Δωριείς στη Λακωνία και στη Μεσσηνία· ωστόσο ορισμένοι είναι Αρκάδες όπως οι Σκιρίτες, άλλοι θέλουν να θυμούνται ότι υπήρξαν φιλοξενούμενοι των Σπαρτιατών, όπως οι Περίοικοι του ακρωτηρίου Ακρίτας. Οι Σπαρτιάτες θα υποδεχθούν παρομοίως στη Θυρεατίδα. νοτίως του Αργούς, το 431 π.Χ., τους Αιγινήτες (τουλάχιστον όσους αποδέχθηκαν την υποταγή τους στο σύστημα) τους διωγμένους από τον τόπο τους. την Αίγινα, από τους Αθηναίους. Ο Ηρόδοτος βλέπει στους Ορειάδες (κοντά στην πόλη Πρασιαί) Ίωνες «που έγιναν Δωριείς» από τους Αργείους. Ούτως η άλλως παντού εφαρμόζονται οι ίδιοι νομοί. Οι Περίοικοι είχαν στενούς δεσμούς με τους βασιλείς στους οποίους όφειλαν το βασιλικό φόρο υποτέλειας, εκτάσεις γης στις παλιές πόλεις τους και επικήδειες τιμές. Προφανώς ήταν υπόλογοι σε αυτούς, παρ’ ότι στην κλασική εποχή οι Έφοροι είναι υπεύθυνοι για την αστυνόμευση σε όλη την επικράτεια των Λακεδαιμονίων.

Οι Σπαρτιάτες

Πρόκειται για μία ομάδα σκληρά επιλεγμένη από τη γέννηση τους, που η εκπαίδευση τους προετοιμάζει για πόλεμο (εφηύραν τη δημόσια εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των κοριτσιών), για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή αυτά της συμμετοχής στη συνέλευση και την ψηφοφορία, καθώς επίσης της υποψηφιότητας στα αξιώματα. Έχουν κατοικία σε ένα από τα πέντε χωριά που αποτελούν τη Σπάρτη και γαιοκτησίες στις πεδιάδες της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Κυριαρχούν στην κοινωνία, αφού οι πλουσιότερες εκτάσεις γης είναι στα χεριά τους. καλλιεργημένες γι’ αυτούς από τους Είλωτες. Ωστόσο, ορισμένοι είναι σημαντικότεροι από ιούς άλλους και είναι γνωστό ότι υπήρχαν ανάμεσα τους ομάδες όπως οι Ηρακλειδείς, ιδιαίτερου κύρους. Στη μάχη των Πλαταιών, ο Ηρόδοτος τους απαριθμεί ξεχωριστά. Στο στρατό εκείνη την ήμερα σχημάτιζαν ένα σώμα οπλιτών από 5.000 άνδρες, σε απόσταση από τους Περίοικους και θεωρούμενο α­νώτερης αξίας. Παράλληλα, χωρίς να εκτελούν χρέη κωπηλατών παρά μόνο αυτά των στρατευμένων ναυτικών κατ αξιωματικών, ένας ορισμένος αριθμός από αυτούς συνόδευε τον Λεωτυχίδη στη θάλασσα. Αν κρατήσουμε τον αριθμό των 8.000 στρατιωτών που έδωσε ο Δημάρατος, πρέπει να πα­ραδεχθούμε ότι εκτός από τους αξιωματούχους και τους γηραιότερους οπλίτες που φυλάνε τόν τόπο τους, βρίσκονται όλοι στη μάχη του 479 π.Χ. Ο Ηρόδοτος μας επισημαίνει κάποια χαρακτηριστικά τους. Παρ’ όλη τη στρατιωτική ομοιογένεια τους. ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά αφορά την άμιλλα.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

18
Οι ένδοξοι

Έτσι αναφέρεται ο Ηρόδοτος κατ’ επανάληψη για τους επονομαζόμενους άλλοτε Τριακόσιους και άλλοτε Ιππείς. Στο στρατό οι Τριακόσιοι αποτελούν μια επίλεκτη ομάδα που μάχεται σε ιδιαίτερα δύσκολες περιστάσεις. Τους βλέπουμε επί το έργον στις Θερμοπύλες γύρω από τον Λεωνίδα. Οι Ιππείς, που τους γνωρίζουμε χάρη στον Ξενοφώντα (Λακ. Πολ. 4, 3), εμφανίζονται σε ένα άλλο πλαίσιο από αυτό των μαχών. Πρόκειται για μια ομάδα επιλεγμένων Σπαρτιατών που υπόκεινται στους Εφόρους, οι οποίοι με τη σειρά τους διορίζουν τους ιππαγρέτες που τους δι­οικούν και τους στρατολογούν. Στο κείμενο του Ηρόδοτου, οι δυο σχηματισμοί φαίνεται να έχουν διαφορετικές λειτουργίες. Οι Σπαρτιάτες γνώριζαν συνεπώς δύο τύπους ομάδων Τριακοσίων, έναν πολιτικό (με παρουσία ενίοτε στο πεδίο της μάχης, όπως στη Μαντινεία το 418 π.Χ.) και επίλεκτα τμή­ματα για ειδικές αποστολές.

Ο πόλεμος επιφυλάσσει μια άλλη διάκριση. Μπορεί κανείς να γνωρίσει τη δόξα εν Ζωή, μα ακόμη περισσότερη στο θάνατο. Στις Πλαταιές οι Λακεδαιμόνιοι θά­βουν τους νεκρούς τους σε τρεις τάφους (Ηρόδοτος, 9, 33). Ο τρίτος από αυτούς φιλοξενεί τις σορούς των Ειλώτων και το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι πράγματι πολέμησαν. Το υπόλοιπο κείμενο θέτει πρόβλημα. Ο πρώτος τάφος υποδέχεται τα λείψανα των Σπαρτιατών, αφού ο Ηρόδοτος ονομάζει τέσσερις από αυτούς, ενώ στο δεύτερο φαίνεται ότι είναι ενταφιασμένοι άλλοι Σπαρτιάτες. Το πλέον λογικό θα ήταν να υπήρχε ένας τάφος για τους Σπαρτιάτες, ένας για τους Περίοικους και ένας για τους Είλωτες, ωστόσο το κείμενο δεν αναφέρεται στους Περίοικους, σαν να μην είχαν λάβει μέρος στις μάχες (ακολουθούσαν σε δεύτερη διάταξη. Σε κάθε περίπτωση στον πρώτο τάφο βρίσκονται άνθρωποι άξιοι μιας ιδιαίτερης τιμής, είτε γιατί πρόκειται για άτομα ιερατικού αξιώματος είτε γιατί η θέση τους, για κάποιο άλλο λόγο, ήταν ήδη ανώτερη από άλλους και ο θάνατος τους αγγίζει την ηρωοποίηση.

Οι δειλοί

Η απόδοση τιμών είχε την αντίθετη όψη, που έ­πληττε όσους είχαν ατιμαστεί. Αυτοί υπέκειντο σε κάθε είδους μειώσεις πολιτικές και προσωπικές. Τόσο ο Ηρόδοτος όσο ο Θουκυδίδης και ο Ξενο­φών μιλούν για το φαινόμενο αυτό, έκφραση σκληρότητας μιας κοινωνίας που τιμωρεί αυστηρά τις παραλείψεις σχετικά με τους κανόνες που διέ­πουν τα προνόμια της τάξης τους. Αλίμονο σ’ αυτόν που αποκαλείται τρεμουλιάρης. Αν κάποιος θεω­ρηθεί ότι φοβήθηκε ίο θάνατο, ακόμη και αν είχε τους καλύτερους λόγους αποφυγής ενός άδικου θανάτου, παραδίδεται στην περιφρόνηση της καλής κοινωνίας. Η φαντασία ίων Σπαρτιατών μοιάζει δη­μιουργική τόσο σε πειράγματα σκωπτικά, με τα οποία τούς σφυροκοπούσαν, όσο και σε συμπεριφο­ρές περιφρόνησης. Σ’ αυτά ας προσθέσουμε την απώλεια των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων. Ο Θουκυδίδης (5, 34, 2) σημειώνει ότι οι διασωθέντες της Σφακτηρίας, μετά τη διάσωσή τους, βλήθηκαν από αυτό το είδος κοινωνικής καταδίκης. Παρά ταύτα, δεν αποκλείονται από το σώμα των Σπαρτιατών και έπειτα από μία ανδρεία συμπεριφορά μπορούν να αποκαταστήσουν τη χαμένη τιμή τους και τα πλήρη δικαιώματα της θέσης τους. Δεν είναι ατιμία με την έννοια που προσδίδουν στη λέξη οι Αθη­ναίοι (γι’ αυτό το λόγο ο Θουκυδίδης αναγκάζεται να διευκρινίσει τον όρο), αφού δεν απώλεσαν την ιθαγένεια τους. Οι οπλίτες της Σφακτηρίας ενσωματώθηκαν και πάλι. Παρατηρούμε στο κείμενο του Ξενοφώντα (Λακ. Πολ. 9) ότι συνεχίζουν να συμμετέχουν στην καθημερινή ζωή (συμπόσια, αγώνες με μπάλα, χορωδία), αλλά η συμμετοχή τους απαιτεί σκληρές δοκιμασίες.

Οι βασιλείς

Οι Λακεδαιμόνιοι έχουν επικεφαλής του κράτους και ιδιαίτερα του στρατού δύο διαδόχους βασιλείς, απογόνους του Ηρακλή. Είναι επίσης κατά κάποιον τρόπο οι κληρονόμοι του φαινομένου των δίδυμων που οι Διόσκουροι αντιπροσωπεύουν. Εξάλλου, έχουν θρησκευτική εξουσία και είναι οι πρώ­τοι ιερείς-θυσιαστές της χώρας. Ο Περίοικος μεριμνά προσφέροντας για φόρο ένα χοιρίδιον σε κάθε κύηση ζώου. Θυσιάζουν λοιπόν υπέρ της ευημερίας του συνόλου. Ο Π. Καρλιέρ (P. Carlier) βλέπει στο πρόσωπο τους τους μοναδικούς ιερείς της πόλης. Οι ειδωλολατρικές θρησκείες και οι ιεροί χώροι είχαν τους δικούς τους, ωστόσο τις πολιτεια­κές λατρείες ασκούσε ο βασιλιάς. Σε αυτή την περίπτωση διαφωτίζεται το γεγονός που ήθελε έναν μόνο από τους βασιλείς να μπορεί να εκστρατεύει όταν οι εκστρατείες έχουν μια διάρκεια. Πράγματι κατέχουν σημαντική στρατιωτική ισχύ. Ένας βασιλιάς οδηγεί το στρατό στην εκστρατεία όπου όλοι του οφείλουν υποταγή. Δεν είναι αυτός που κηρύσσει πόλεμο η ειρήνη, αλλά κατευθύνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και, όντως, οι Αρχίδαμος, Άγης και Αγησίλαος αποτελούν μεγάλες προσωπικότητες. Επιπλέον, οι βασιλείς, όταν η διαδοχή εξελίσσεται ομαλά, έχουν λάβει ειδική αγωγή, ικανή να τους προετοιμάσει στη διοίκηση. Οι πολιτικές εξουσίες τους είναι λιγότερο προφανείς και φαίνεται να εξαρτώνται από την προσωπικότητα και την ικανότητα των προσώπων. Ο θάνατος τους συνεπάγεται εξαιρετική κηδεία, που τους κατατάσσει στην τάξη των ηραίων. Έχουν δικαίωμα σε τελετή ταφής και μνήμα.

Γ. Τέλος και αρχή του 5ου αιώνα π.Χ.

Η κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια παράλληλη κίνηση, από τη μια διαρκείας στις δομές της και από την άλλη βαθιών κοινωνικών αλλαγών. Στη Μαντινεία το 418 π.Χ. ο στρατός των Λακεδαιμονίων, όπου Περίοικοι και Σπαρτιάτες ενώθηκαν (εκτός της ιδιάζουσας περίπτωσης των Σκιριτών), ενισχύθηκε από οπαδούς του Βρασίδα και από Νεοδαμώδεις. Ξέρουμε ότι, προηγουμένως, οι οπαδοί του Βρασίδα μαζί με τους Νεοδαμώδεις είχαν εγκατασταθεί στο Λέπρεον, και το σώμα που απαιτήθηκε από τους Ελατούς αποδεικνύει ότι ήταν μία χιλιάδα (ένας λόχος από οπαδούς του Βρασίδα κατ ένας από Νεοδαμώδεις). Οι Βρασίδειοι (Είλωτες οπλισμένοι σαν οπλίτες για να ακολουθήσουν τον Βρασίδα στη Θράκη) ήταν 700 στην αρχή (δηλαδή ένας λόχος ενισχυμένος). Χωρίς αμφιβολία δεν επέστρεψαν όλοι και αντικαταστάθηκαν από στρατευμένους άλλης κα­τηγορίας. Δεν είναι γνωστός ο αριθμός των Νεοδαμωδών παρόντων στη Μαντινεία: εύλογο είναι ότι πρόκειται για αυτούς στο Λέπρεον, άρα περίπου 500. Στα πρώτα χρόνια του 4ου αιώνα π.Χ. θα δούμε τον Αγησίλαο να αναχωρεί για την Ασία με 2.000 Νεοδαμώδεις. Μπόρεσαν συνεπώς να στρατολογήσουν ένα σώμα σημαντικό.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελλάδα”