H δράση των παπικών στον ελλαδικό χώρο
Δημοσιεύτηκε: 11 Σεπ 2009, 20:58
Η δράση τού Παπισμού στις Ελληνικές χώρες στα 1600 - 1700 μ.Χ.
Απόστολου Βακαλόπουλου
Πηγή: Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.
Αναδημοσίευση από: http://www.egolpio.com/PAPISMOS/drasis_ ... u_1600.htm
1. Προς τις εστίες της Ορθοδοξίας
Ο προσανατολισμός των Ελλήνων προς το ομόδοξο κράτος του βορρά επιταχύνεται ασφαλώς από την ένταση του ανταγωνισμού των Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Ανατολή, ιδίως ύστερ’ από την σύνοδο του Trento. Με την άνοδο του Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) στον παπικό θρόνο οι αγώνες των Χριστιανών εναντίον των Τούρκων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο δραστήριος ποντίφηκας ενδιαφέρεται προ πάντων ν’ αναχαιτίση την εξάπλωση του λουθηρανισμού.
Η κίνηση των Καθολικών κληρικών στην Ανατολή εμπνέεται προ πάντων από τον καρδινάλιο Bellarmino (1542-1621), ευφυή και φανατικό Λατίνο συγγραφέα, γνώστη της ελληνικής, καθώς και των εκκλησιαστικών ζητημάτων της Ορθοδοξίας. Ήταν αυτός που είχε ρίξει τον Giordano Bruno στην πυρά και είχε φέρει τον Γαλιλαίο στην σκληρή ανάγκη ν’ ανακαλέση την θεωρία του. Ο ζήλος του Bellarmino φλογίζεται από την πίστη του στην ενότητα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό θερμά πάντοτε υποστήριζε τους Καθολικούς μισσιοναρίους με τις συμβουλές και με τις αποφάσεις του στις δύσκολες περιστάσεις, που συναντούσαν στο έργο τους, και συνηγορούσε γι’ αυτούς στον πάπα. Το έργο του «Doctrine chretienne de l’Eglise catholique» μεταφράζει στην δημοτική ελληνική (Ρώμη 1616) ο μαθητής και κατόπιν καθηγητής στο ελληνικό φροντιστήριο του Αγίου Αθανασίου Αθηναίος λόγιος Λεονάρδος Φιλαράς.
Το πνεύμα ακριβώς του Bellarmino ακολουθεί ο Φιλαράς, όταν στην δεύτερη έκδοση της «Doctrine chretienne» στο Παρίσι (1633), την αφιερωμένη στον καρδινάλιο Richelieu γράφη: «Θέλει να γνωρίση όλος ο Ορθόδοξος κλήρος πόσον είναι απλός, πόσον ολάκερος, αδιαίρετος, ένας και μόνον ολούθε ο Χριστός, με του οποίου το αυτό, και ένα ζωηφόρον πνεύμα όλοι μας οδηγούμεθα, τόσον εις την ανατολικήν, όσον και εις την δυτικήν Εκκλησίαν, αν ίσως και ο δεσμός της αγάπης θέλη ευρεθή ανάμεσον εις τους Χριστιανούς, και αν εκείνος δεν διαμερισθή από τες εδικές μας διαφορές και διχόνοιες» . Η απώτερή του σκέψη ήταν «να σηκωθή από το ελεεινόν της πτώμα η ανατολική εκκλησία και να ξαναζήση το γενναίον έθνος εκείνο, οπού ήταν άλλες φορές το άλας και ο ήλιος της οικουμένης».
Η προπαγανδιστική εργασία των Ιησουιτών στην Εγγύς Ανατολή και προ πάντων στις ελληνικές χώρες, που αποτελούσαν την κύρια εστία της Ορθοδοξίας, δεν αποτελούσε παρά μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, μέσα στο οποίο σημειωνόταν ως στόχος όλη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία κ. λ., η Ρωσία, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Μολδαβία, καθώς και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Σε όλες αυτές εργαζόνταν δραστήρια οι Καθολικοί για την επιτυχία των σκοπών τους, για την επιβολή δηλαδή των αποφάσεων της συνόδου της Φλωρεντίας και του πρωτείου του πάπα. Πολλοί τότε λαϊκοί και κληρικοί δέχθηκαν την Ουνία και υπέγραψαν την σχετική ομολογία πίστης .
Είναι μία ακάθεκτη εξόρμηση του Καθολικισμού προς Α., προς τις σλαβικές χώρες με πρωτοπόρους τους Μοναχούς του τάγματος του Ιγνατίου Λογιόλα. Μέσα στο γιγάντιο αυτό και αληθινά επικό πλαίσιο της εργασίας των Καθολικών, που καταρτίζεται από εμπνευσμένους Ιησουίτες, όπως ο Antonio Rossevino και ο πολύς ιδρυτής της θεωρίας του πανσλαβισμού Jurij Krizanic, έχουν θέση και τα σχέδια σημαντικών κληρικών, ιδίως του Bellarmino, στην Εγγύς Ανατολή.
Ποια όμως ήταν τότε τα ερείσματα του Καθολικισμού στην Ανατολή; Μετά την Άλωση βρίσκουμε στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη Δομηνικανούς Μοναχούς και ορισμένες εκκλησίες Καθολικών, που εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες κυρίως των Γενουατών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων των εγκαταστημένων εκεί κατά το δεύτερο μισό του 15 αι. Στα χρόνια λοιπόν του Μεχμέτ Β’ διαμορφώνεται η Καθολική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Λατίνος όμως Πατριάρχης εδρεύει στην Ρώμη η και αλλού. Αυτός διόριζε ένα πατριαρχικό επίτροπο (vicario patriarcale) κοντά στα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομηνικανών, ο οποίος είχε εκτεταμένη διοικητική δικαιοδοσία, στην Θράκη, Μ. Ασία (εκτός από το vicariato apostolico της Σμύρνης) και στην σημερινή Ελλάδα, εκεί ιδίως όπου δεν υπήρχαν πια Καθολικοί Επίσκοποι, όπως π.χ. στην Μυτιλήνη και στην Μακεδονία. Λατίνοι αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι υπήρχαν στην Χίο, Σμύρνη, Νάξο, Σύρο, Σαντορίνη, Μήλο, Άνδρο κ. λ..
Η ίδρυση της Sacra Congregatio de Propaganda Fide στα 1622, με την οποία ο Λατίνος Πατριάρχης έγινε πια απλός τιτουλάριος, αποτέλεσε σταθμό προς την αναζωογόνηση και εξόρμηση του Καθολικισμού.
2. Το κυνηγητό των παλαιών θεολογικών χειρογράφων
Πραγματικά η Καθολική εκκλησία, από τα τέλη του 16 αι, με την αναμόρφωση του κλήρου της, με την δημιουργία νέων μοναχικών ταγμάτων φλογισμένων από ενθουσιώδη πίστη στον Καθολικισμό και με την βαθύτερη μελέτη των θεολογικών έργων, προ πάντων της Ανατολικής Εκκλησίας, εντείνει τις προσπάθειες για ν’ αποκρούση τις αιρετικές, όπως νομίζει, απόψεις της, για ν’ ανανεώση, αναζωογονήση και εξαπλώση το Καθολικό δόγμα. Γι’ αυτούς τους λόγους αναζητεί με ζωηρό ενδιαφέρον και αγωνίζεται να γίνη κάτοχος ιδίως παλαιών ελληνικών θεολογικών κειμένων. Την δραστηριότητά της αυτή στην Εγγύς και Μέση Ανατολή την επισημαίνουν και την συναγωνίζονται οι Άγγλοι διαμαρτυρόμενοι, για να πλουτίσουν και οι ίδιοι ακόμη περισσότερο την βιβλιοθήκη της φημισμένης τους βασιλικής Ακαδημίας. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται πιο έντονος όσο προχωρούν τα χρόνια, γιατί συνυφαίνεται και με τα οικονομικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα των δύο μεγάλων θαλάσσιων δυνάμεων, της Γαλλίας και Αγγλίας. Αλλά και άλλοι ακόμη ενδιαφέρονται για χειρόγραφα και αρχαιότητες, οι Βενετοί, οι Γερμανοί κ.α.
Η εξερεύνηση κάθε γωνιάς της Ανατολής για την ανακάλυψη χειρογράφων γίνεται με προσχεδιασμένο πρόγραμμα, με την βοήθεια πρακτόρων, που επισημαίνουν τους τόπους και καθοδηγούν τους Μοναχούς να ξεχωρίζουν το γνήσιο από το πλαστό. Για να πάρη κανείς μια ιδέα του περίεργου αυτού εμπορικού πυρετού για ζην απόκτηση χειρογράφων, ιδίως των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που φημολογούνταν ότι βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, αρκεί να ρίξη μια ματιά στο βιβλίο του Omont, Missions archeologiques francaises en Orient au XVIIe et au XVIIIe siecles. Γάλλοι έμποροι στις σκάλες της Ανατολής χορηγούν χρήματα στους κυνηγούς των αρχαιοτήτων, ενώ οι ίδιοι πιστώνονται με τα αντίστοιχα ποσά στην Γαλλία. Δεν είναι μόνο να βρουν και ν’ αγοράσουν τα διάφορα αντικείμενα (χειρόγραφα, μετάλλια κ. λ.), αλλά και να μπορέσουν να τα εξασφαλίσουν από τους πολλούς και ποικίλους κινδύνους (ληστείες, πειρατείες, ναυάγια, αυθαιρεσίες των κατά τόπους πασάδων κ. λ.). Έπρεπε να βιαστούν γιατί πολλά απ’ αυτά τα λείψανα του πανάρχαιου πολιτισμού της Ανατολής εξαφανίζονταν με το πέρασμα των χρόνων. Ιδίως οι τόσο συχνές στην Ανατολή πυρκαγιές κατέστρεφαν κάθε μέρα —εξ ίσου με την αμάθεια και την αμέλεια των κατοίκων— πολύτιμα χειρόγραφα.
Ο πυρετός αυτός για την απόκτηση χειρογράφων ελληνικών, αραβικών, κοπτικών, αρμενικών κ.λ. κινεί ιδίως τους Γάλλους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες να στείλουν ειδικούς απεσταλμένους όχι μόνο στις ελληνικές χώρες, αλλά και στην Συρία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Αρμενία, Περσία, όπου νομίζουν ότι θα βρουν νέους θησαυρούς του πνεύματος, νέες πηγές γνώσης για την θεολογία, ιατρική, αστρονομία, μαθηματικά, φιλοσοφία, μεταφυσική κ.λ.. Οι σχετικές με τα κίνητρα των αναζητήσεων αυτών σκέψεις των μοναχών είναι ενδιαφέρουσες. Έτσι π.χ. ο Pere Besson γράφει στα 1666: «Ένα ωραίο μέσο για να πολεμήση κανείς την αίρεση και ν’ αποκαταστήση πανηγυρικά την Καθολική πίστη θα ήταν να ιδρύση μία βιβλιοθήκη που ν’ αποτελείται από αρχαία χειρόγραφα που να περιέχουν με τάξη όλον τον τόπο της Ανατολικής Εκκλησίας και ακριβέστερα των Χαλδαίων και των Συρίων, από τους οποίους οι Έλληνες δανείστηκαν το καλύτερο μέρος του τυπικού τους. Κι’ εδώ θα έβλεπε κανείς την αρχαία πίστη διατυπωμένη με όρους σαφείς και αυθεντικούς, με την καταδίκη των καινούργιων δογμάτων σημειωμένη στις αρχαίες Βίβλους αυτών των εθνών, στα βιβλία των συνόδων τους, στο κανονικό τους δίκαιο, στους άγιους πατέρες τους και στις εκκλησιαστικές τους προσευχές…».
Οι δυτικοί λοιπόν κληρικοί αναζητούν νέα στάδια δόξας όχι μόνο στις νέες και άγνωστες χώρες, δηλαδή στην Βόρεια Αμερική, Αφρική και Άπω Ανατολή, αλλά και στην Εγγύς Ανατολή, στις χώρες των «σχισματικών Ελλήνων». «Hellas! στενάζει ο μοναχός Richard, quel hydre a jamais produit tant de states? Quel champ tant de zizanies? Quel bocage tant d’espines? Comme la Grece produit encore aujourd’hui d’heresies?».
Οι Έλληνες, κατά τους Καθολικούς, είναι οι πιο αξιόλογοι αιρετικοί αντίπαλοι. Είχαν κάποιο λόγο να τους ονομάζουν «Καρά Γκιαούρ» οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι. Είναι μισητοί απ’ όλους για την άγρια διάθεσή τους και την περηφάνεια τους, για τις πανουργίες, τις κακίες και όλα τα άλλα ελαττώματά τους. Είναι ακόμη οι πολυαριθμότεροι απ’ όλους μαζί με τους άλλους Χριστιανούς της Ανατολής. Κατοικούν κυρίως στην Ρούμελη (βαλκανική χερσόνησο), στον Μοριά, στο Αρχιπέλαγος, στην Κύπρο και στην Κρήτη και είναι περισσότεροι από τους Τούρκους. Ζουν επίσης αρκετοί στην Ανατολή, στην Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και αλλού. Εξουσίαζαν άλλοτε όλες αυτές τις χώρες και θα τις είχαν ακόμη και σήμερα, αν δεν είχαν ξεσηκωθή εναντίον της ρωμαϊκής Εκκλησίας και αν δεν είχαν περιπέσει σε φοβερά αμαρτήματα— η γνωστή ερμηνεία της παρακμής του βυζαντινού κράτους.
Τώρα λοιπόν οι Ορθόδοξοι βρίσκονται σε μια συνεχή κατάπτωση. Μέσα στα δεινά και στην ταραχή τους, με την απιστία που γεννιέται η που κυριαρχεί στις ψυχές τους, είναι εύκολα θηράματα του μουσουλμανισμού. Μήπως θα μπορούσαν να τους σώσουν οι μισσιονάριοι; Ένας λοιπόν από τους σκοπούς των θα είναι να τονώσουν την χριστιανική τους πίστη, που υποχωρεί εμπρός στην τρομακτική εξάπλωση της μουσουλμανικής θρησκείας. Χτυπητό ίσως παράδειγμα ανθρώπων που μπορούν να σωθούν είναι οι κρυπτοχριστιανοί. «Ένα άπειρο πλήθος από αυτούς υπάρχει στην Τουρκία, μια ατελείωτη σειρά ανθρώπων, που εξωτερικά μόνον είναι Τούρκοι, καθώς φορούν τον άσπρο κεφαλόδεσμο σαν τους Μωαμεθανούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι Χριστιανοί και ακολουθούν την χριστιανική θρησκεία, μόνο που δεν μπορούν να πάνε μαζί με τους άλλους Χριστιανούς στην εκκλησία, τουλάχιστον οι άνδρες. Έτσι αναγκάζονται να προσεύχωνται στα σπίτια από φόβο μήπως τους συλλάβουν σαν αποστάτες. Ονομάζονται Ques ή Gues (;), δηλαδή μιγάδες, επειδή έχουν δυο θρησκείες και στα κρυφά ακολουθούν την μία, ενώ στα φανερά την άλλη. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι οι ίδιοι αποστάτες, αλλά γιοι ή εγγονοί αποστατών. Δεν δημιουργούν καθόλου δεσμούς με Τούρκους και παντρεύονται μόνο κοπέλλες της δικής τους αίρεσης σε γαμήλιο τελετή που ευλογεί ο ιερέας. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται κάτω από την καθοδήγηση των Αρμενίων, οι οποίοι βαπτίζουν τα παιδιά τους που κατόπιν τους κάνουν περιτομή για ν’ αποφύγουν την καταδίωξη. Ακολουθούν το δικό τους τυπικό λατρείας, κρατούν τις νηστείες, τις απαγορεύσεις και τηρούν όλες τους τις συνήθειες». Οι τελευταίες αυτές λεπτομέρειες με κάνουν να υποθέσω ότι μεγάλο πλήθος των κρυπτοχριστιανών βρισκόταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας προς την Άνω Μεσοποτάμια κοντά στην Αρμενία.
Εκεί στην Ανατολή και στον ελληνικό χώρο οι ιεραπόστολοι, βλέποντας κάθε μέρα την διαρροή των αδυνάτων προς τον μουσουλμανισμό, πολλές φορές σκεφθήκαν επάνω στα αίτια της συνεχούς προόδου του. Ορισμένοι απ’ αυτούς παρατηρούν την σχετική ευταξία που βασιλεύει στην επικράτεια του σουλτάνου και νομίζουν ότι οι μουσουλμάνοι εφαρμόζουν ίσως σκληρούς νόμους για να πατάξουν τα πταίσματα και εγκλήματα, αλλά —και εδώ ξανασυναντούμε την παλαιά αντίληψη μουσουλμάνων και Χριστιανών— και ότι είναι πιο δίκαιοι από τους Χριστιανούς: έτσι ο Θεός τους επιτρέπει να βασιλεύουν ακμαίοι επί τόσους αιώνες. Οι νίκες των τουρκικών όπλων είναι δείγμα της Θεϊκής εύνοιας.
Ο Ιησουίτης Richard απορεί μάλιστα πως μπόρεσε να επιζήση ο χριστιανισμός μέσα στις τρομερά καταθλιπτικές συνθήκες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και προ πάντων ύστερ’ από τόσους κατατρεγμούς της Εκκλησίας, που θυμίζουν τους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, Νέρωνος, Δομιτιανού, Διοκλητιανού. Μολαταύτα έχει την γνώμη ότι οι Χριστιανοί (εννοεί βέβαια τους Ορθοδόξους) δείχθηκαν κατώτεροι ως προς την αντιμετώπιση των πειρασμών από τους αδελφούς των της εποχής των Ρωμαίων διωκτών. Τότε το αίμα ενός μάρτυρα, «σαν μια καλή σπορά, δημιουργούσε εκατό νέους, ενώ τώρα η πτώση του ενός συμπαρασύρει και άλλους: οι τιμές, τα πλούτη και οι ηδονές που τους παρουσιάζουν, αντί να τους εγκαρδιώνουν, τους εκθηλύνουν και τους κάνουν δειλούς». Στον εκμουσουλμανισμό συντελούν και οι αβανίες, όπως είδαμε. Οι ειδήσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, γιατί μας δείχνουν πόσο ισχυρό είναι ακόμη το ρεύμα προς τον μουσουλμανισμό. Υπολογίζει ο Richard ότι οι Έλληνες κατά τα μέσα του 17 αι. είχαν κατεβή στις 1.2ΟΟ.ΟΟΟ.
Οι δυτικοί λοιπόν μοναχοί στην Εγγύς Ανατολή βρίσκονται εμπρός σε μεγάλα προβλήματα της χριστιανοσύνης. Το σπουδαιότερο όμως είναι το πρόβλημα των Ορθοδόξων, των «αιρετικών», όπως τους ονομάζουν. Οι μισσιονάριοι δεν ανέχονται την ύπαρξη διαφορετικού δόγματος από εκείνο, στο οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό θέλουν να συναγείρουν τους πιστούς σε μια νέου είδους σταυροφορία. Πρέπει να καταστείλουν τις αιρέσεις και να σώσουν τις ψυχές των «σχισματικών». Τα αμαρτήματά τους είναι πολλά, ανάμεσα στα οποία και η σιμωνία, η αχίλλεια φτέρνα της ορθόδοξης Εκκλησίας, φαινόμενο που παίρνει μεγάλη έκταση στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Πως όμως αλλιώς θα κατανικήσουν τις σφαλερές δοξασίες, τα ολισθήματα και το πείσμα των Ορθοδόξων παρά μελετώντας τα ίδια τα έργα των θεολόγων τους και μάλιστα εκείνα που γράφτηκαν μετά την έναρξη του μεγάλου σχίσματος; «Όλες οι μεγάλες αιρέσεις, έγραφε στις 16 Μαρτίου 1728 ο Don Vincent Thuillier στον αββά Bignon, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και όλες σχεδόν εκεί ανασκευάσθηκαν. Δεν υπάρχει όμως κανένα σχεδόν κατάλοιπο από αυτές τις αιρέσεις· πολύ λίγα πράγματα σώθηκαν από όσα λέχθηκαν για να τις κτυπήσουν. Ο Πορφύριος ήταν ο πιο φοβερός απ’ όλους τους εχθρούς του χριστιανισμού. Όλες οι εργασίες του είναι θαμμένες στα σκοτάδια. Ο Μεθόδιος, ο Ευσέβιος και οι δύο Απολλινάριοι από την Λαοδίκεια διέπρεψαν στον αγώνα τους εναντίον αυτής της ασέβειας και τα συγγράμματά τους δεν στάθηκαν πιο τυχερά. Ο Κέλσος, εναντίον του οποίου ο Ωριγένης ξεσηκώθηκε με τόσο ζήλο και δύναμη, δεν συναντάται παρά μόνο αποσπασματικά μέσα στο έργο του ανταγωνιστή του· το ίδιο παρατηρείται με όλους τους παλαιούς αιρετικούς. Έτσι συμβαίνει, ώστε όλα τα έργα που γράφτηκαν εναντίον τους να είναι σχεδόν ακατάληπτα, γιατί οι Πατέρες κάνουν συχνά υπαινιγμούς για μερικές απόψεις των αντιπάλων τους, που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού και που, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούμε να δούμε την σχέση που έχουν με όσα τους αντιτάσσουν. Η εκκλησιαστική ιστορία χάνει ασφαλώς εξ αιτίας της αμέλειάς μας. Δεν έχουμε πρακτικά παρά μόνο των κυριότερων συνόδων. Δεν γνωρίζουμε καθόλου η γνωρίζουμε πολύ αόριστοι την διαδοχή των επισκόπων στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής όπου υπήρξαν έδρες. Δεν είναι πιθανό ότι αυτή η διαδοχή είναι άγνωστη μέσα στην ίδια τους την χώρα· σίγουρα θα μπορούσαμε να βρούμε εκεί μνημεία που έχουν διατηρήσει την ανάμνησή τους».
Αλλά μήπως η μόνη ωφέλεια από την μελέτη των χειρογράφων θα ήταν ν’ αντιμετωπίσουν τους «σχισματικούς» Έλληνες; Δεν θα είχαν ν’ αντλήσουν και νέα πλούσια και δυνατά επιχειρήματα εναντίον των ιδεών του Λουθήρου, Καλβίνου κ. λ.; Με τον σκοπό κυρίως αυτόν και με την πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ’ (1715-1774) οργανώθηκε η πιο μεγάλη και συστηματική εξερεύνηση των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα μεταξύ 1728-1730 με απεσταλμένους τους ευφυείς λογίους Sevin και Fourmont. Οι οδηγίες του βασιλιά ήταν να μπορέσουν να εισδύσουν στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, για ν’ αντιληφθούν την αξία της και να σημειώσουν ό,τι βρίσκεται εκεί από συγγραφείς, τους οποίους δεν έχουν στην Γαλλία, ό,τι λείπει από τον Πολύβιο, Τίτο Λίβιο κ. λ. «Θα προσέξουν ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς που έχουν γράψει ύστερ’ από το σχίσμα, εξετάζοντας επίσης τα βιβλία τα γραμμένα σε γλώσσες της Ανατολής που είναι και τα λιγότερο γνωστά εδώ»
Και έτσι, με την υποστήριξη του πρεσβευτή της Γαλλίας μαρκησίου de Villeneuve, αρχίζουν οι επίμονες αναζητήσεις του Sevin και του Fourmont στην Κωνσταντινούπολη και μέσω διπλωματικών αντιπροσώπων η άλλων πρακτόρων στις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως τις εσχατιές της, ως την Κριμαία, τον Ευφράτη, την Συρία και την Αίγυπτο, για χειρόγραφα ελληνικά, αραβικά, περσικά και αρμενικά. Όλη την δραματική ιστορία του Sevin, την προσπάθειά του δηλαδή να επισημάνη τους πιθανούς τόπους, όπου υπάρχουν χειρόγραφα, τις αγώνες και τις δύσκολες διαπραγματεύσεις του, ώσπου να φθάση στην αγορά, τις επιδιώξεις του επίσης ν’ αποκτήση μερικά χειρόγραφα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ή του πρίγκιπα της Βλαχίας Νικολάου Μαυροκορδάτου, φανατικού επίσης συλλέκτη χειρογράφων, ή τις απόπειρές του να εισδύση στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, όλ’ αυτά τα παρακολουθούμε στην αλληλογραφία του με τον κόμη de Maurepas, τον αββά Bignon και μ’ άλλους λογίους —κείμενα πολύ ενδιαφέροντα για τις ακριβείς πληροφορίες και τις σωστές κρίσεις που μας δίνουν.
Πραγματικά οι κύριοι στόχοι των Γάλλων απεσταλμένων είναι η βιβλιοθήκη του σουλτανικού σαραγιού και το Άγιον Όρος. Με την βοήθεια ενός αρνησίθρησκου Ιταλού, που ήταν στην υπηρεσία του Σελιχτάρ Αγά, ευνοούμενου του σουλτάνου, οι Γάλλοι κατορθώνουν να πληροφορηθούν προς μεγάλη τους απογοήτευση ότι οι 200 και περισσότεροι ελληνικοί κώδικες περιείχαν έργα που είχαν όλα σχεδόν τυπωθή.
Στο Άγιον Όρος θα ήταν περισσότερο εύκολο να εισδύσουν και ν’ αποκτήσουν χειρόγραφα, γιατί οι μοναχοί ήταν φοβερά φτωχοί, δεν θα πολυενδιαφέρονταν γι’ αυτά και θα ήταν πρόθυμοι, κατά την γνώμη του Γάλλου βασιλιά, να τους τα παραδώσουν για το τίποτε. Αρκεί οι ερευνητές να μην έδειχναν ενθουσιασμό και ενδιαφέρον να τα αγοράσουν.
Η συγκομιδή του Sevin, ιδίως η σχετική με την εκκλησιαστική φιλολογία μετά το σχίσμα, ήταν αξιόλογη. Σχετικά του έγραφε ο Bignon στις 29 Ιουλίου 1729: «Αυτά τα διάφορα συγγράμματα (τα μετά το σχίσμα), που έχετε βρη, δεν είναι τόσο ευκαταφρόνητα όσο τα θεωρείτε· θα χρησιμεύσουν για τον ιστορικό του σχίσματος, για την καλύτερη κατανόηση όσων συνέβηκαν στην σύνοδο της Φλωρεντίας και σε όλες τις άλλες συναντήσεις, κατά τις οποίες θελήσαμε να εργαστούμε για την ένωση των δύο εκκλησιών. Θα μπορούσαμε επίσης να βρούμε εκεί πολυάριθμες αποδείξεις για την συνέχιση της πίστης στην Θεία Ευχαριστία και ακόμη περισσότερο για την πίστη των Ελλήνων για την διατήρηση της τέλειας ελευθερίας του ανθρώπου με την Θεία Χάρη· κατά τα άλλα δεν έχετε παρά να συνεχίσετε με τον ίδιο τρόπο». Ο Fourmont πάλι, που ταξιδεύει από την Κωνσταντινούπολη στην Χίο και κατόπιν στην Αττική, στην Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενδιαφέρεται κυρίως για την αγορά νομισμάτων, σπάνιων χειρογράφων και για την ανακάλυψη και την αντιγραφή αρχαίων επιγραφών. Αν δεν είναι τυχερός στην ανεύρεση πολυτίμων χειρογράφων, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις επιγραφές. Στο πεδίο αυτό δεν προφταίνει να συγκομίζη τους καρπούς των ερευνών του. Χαίρεται υπερβολικά όταν διαπιστώνη ότι οι επιγραφές που βρίσκει έχουν διαφύγει την προσοχή του Spon και του Wheler. Γενικά, προτού ακόμη φτάση στην Πελοπόννησο, οι επιγραφές που ανακαλύπτει και αντιγράφει είναι εκατοντάδες. Είναι περήφανος που θα κάνη γνωστές στον επιστημονικό κόσμο περισσότερες από 900 επιγραφές απέναντι στις 500 των δύο παραπάνω περιηγητών. Η περιήγησή του είναι ένα πραγματικό «χτένισμα» των αρχαιολογικών τόπων. Δεν αφήνει κανένα μνημείο, αρχαίο ελληνικό ή χριστιανικό, χωρίς να το επισκεφθή και να το εξετάση. «Δεν αφήνω ούτε ένα παρεκκλήσι μέσα στους αγρούς, ένα σωρό από πέτρες, ένα όριο, το παραμικρό χωρίς να το επισκεφθώ, έτσι ώστε κανείς δεν θα είχε να κάνη τίποτε πηγαίνοντας προς τα εκεί». Το κακό όμως είναι ότι στις αναζητήσεις του αυτές ο Fourmont κατέχεται από τόσο άγρια χαρά, από τόσο μένος, ώστε δεν σταματά εμπρός σε κανένα εμπόδιο, αρκεί μόνο να βρη τις επιγραφές που τον αναφέρουν: γκρεμίζει αρχαία ερείπια, τοίχους, πύργους κ. λ. μ’ ένα λόγο ό,τι σεβάστηκαν οι βάρβαροι και ο χρόνος. Ανάμεσα στα θύματά του είναι και τα ερείπια των αρχαίων πόλεων Άργους, Ερμιόνης, Τροιζήνας και Σπάρτης. Από την τελευταία αυτή τοποθεσία γράφοντας στις 10 Απριλίου 1730 προς τον Feret εκφράζεται με τα εξής πολύ χαρακτηριστικά λόγια: «Δεν διάβασα πουθενά από την εποχή της αναγεννήσεως των γραμμάτων ότι πέρασε από το μυαλό κάποιου ν’ αναποδογυρίση έτσι ολόκληρες πόλεις, για να βρη αυτά τα μάρμαρα, μόνους και αξιόπιστους μάρτυρες της αρχαιότητας και μόνους ικανούς να ρίξουν φως στα σκοτεινά σημεία της ιστορίας της πολιτείας και της θρησκείας των αρχαίων λαών. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργώντας κανείς είναι δυνατό να φανή ωφέλιμος στην κλασσική φιλολογία. Ξέρω καλά ότι η Σπάρτη είναι η πέμπτη πόλη της Πελοποννήσου που έχω καταστρέψει. Η Ερμιόνη και η Τροιζήνα είχαν την ίδια τύχη. Δεν λυπήθηκα το Άργος, την Φλιασία και μερικές άλλες. Τώρα καταγίνομαι να καταστρέψω ως τα θεμέλια τον ναό του Απόλλωνος Αμυκλαίου. Εκεί κάθε μέρα βρίσκουμε πράγματα που θα σάς κάνουν μεγάλη ευχαρίστηση να τα δήτε. Δεν υπάρχει μέσα μου θέμα τύψεων». Και 10 μέρες αργότερα γράφοντας στον Villeneuve περηφανεύεται με την ίδια οίηση ότι δεν άφησε τίποτε από μια πόλη που είχε κτιστή από τους προγόνους αυτών των «αχρείων» (εννοεί τους σκλαβωμένους Έλληνες), ότι την γκρέμισε συθέμελα και ότι δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Και σχολιάζοντας την εντύπωση που προκάλεσε στους κατοίκους γράφει τα εξής: «Το γκρέμισμα αυτό έκανε τους Τούρκους να θαυμάζουν, τους Έλληνες να τρέμουν από λύσσα και τους Εβραίους ν’ απορούν. Εγώ όμως είμαι ήσυχος...». Αξιοσημείωτη είναι η αντίδραση των Ελλήνων, που δείχνει πόσο πληγώθηκαν από την ιερόσυλη αυτή πράξη του Fourmont, για την οποία ο ίδιος κομπάζει. Παράλληλα προς τους Καθολικούς αυτούς κυνηγούς των χειρογράφων και επιγραφών δρουν μόνιμα και θετικά στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα οι ιεραπόστολοι (μισσιονάριοι), προ πάντων οι Ιησουίτες.
Απόστολου Βακαλόπουλου
Πηγή: Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.
Αναδημοσίευση από: http://www.egolpio.com/PAPISMOS/drasis_ ... u_1600.htm
1. Προς τις εστίες της Ορθοδοξίας
Ο προσανατολισμός των Ελλήνων προς το ομόδοξο κράτος του βορρά επιταχύνεται ασφαλώς από την ένταση του ανταγωνισμού των Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Ανατολή, ιδίως ύστερ’ από την σύνοδο του Trento. Με την άνοδο του Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) στον παπικό θρόνο οι αγώνες των Χριστιανών εναντίον των Τούρκων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο δραστήριος ποντίφηκας ενδιαφέρεται προ πάντων ν’ αναχαιτίση την εξάπλωση του λουθηρανισμού.
Η κίνηση των Καθολικών κληρικών στην Ανατολή εμπνέεται προ πάντων από τον καρδινάλιο Bellarmino (1542-1621), ευφυή και φανατικό Λατίνο συγγραφέα, γνώστη της ελληνικής, καθώς και των εκκλησιαστικών ζητημάτων της Ορθοδοξίας. Ήταν αυτός που είχε ρίξει τον Giordano Bruno στην πυρά και είχε φέρει τον Γαλιλαίο στην σκληρή ανάγκη ν’ ανακαλέση την θεωρία του. Ο ζήλος του Bellarmino φλογίζεται από την πίστη του στην ενότητα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό θερμά πάντοτε υποστήριζε τους Καθολικούς μισσιοναρίους με τις συμβουλές και με τις αποφάσεις του στις δύσκολες περιστάσεις, που συναντούσαν στο έργο τους, και συνηγορούσε γι’ αυτούς στον πάπα. Το έργο του «Doctrine chretienne de l’Eglise catholique» μεταφράζει στην δημοτική ελληνική (Ρώμη 1616) ο μαθητής και κατόπιν καθηγητής στο ελληνικό φροντιστήριο του Αγίου Αθανασίου Αθηναίος λόγιος Λεονάρδος Φιλαράς.
Το πνεύμα ακριβώς του Bellarmino ακολουθεί ο Φιλαράς, όταν στην δεύτερη έκδοση της «Doctrine chretienne» στο Παρίσι (1633), την αφιερωμένη στον καρδινάλιο Richelieu γράφη: «Θέλει να γνωρίση όλος ο Ορθόδοξος κλήρος πόσον είναι απλός, πόσον ολάκερος, αδιαίρετος, ένας και μόνον ολούθε ο Χριστός, με του οποίου το αυτό, και ένα ζωηφόρον πνεύμα όλοι μας οδηγούμεθα, τόσον εις την ανατολικήν, όσον και εις την δυτικήν Εκκλησίαν, αν ίσως και ο δεσμός της αγάπης θέλη ευρεθή ανάμεσον εις τους Χριστιανούς, και αν εκείνος δεν διαμερισθή από τες εδικές μας διαφορές και διχόνοιες» . Η απώτερή του σκέψη ήταν «να σηκωθή από το ελεεινόν της πτώμα η ανατολική εκκλησία και να ξαναζήση το γενναίον έθνος εκείνο, οπού ήταν άλλες φορές το άλας και ο ήλιος της οικουμένης».
Η προπαγανδιστική εργασία των Ιησουιτών στην Εγγύς Ανατολή και προ πάντων στις ελληνικές χώρες, που αποτελούσαν την κύρια εστία της Ορθοδοξίας, δεν αποτελούσε παρά μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, μέσα στο οποίο σημειωνόταν ως στόχος όλη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία κ. λ., η Ρωσία, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Μολδαβία, καθώς και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Σε όλες αυτές εργαζόνταν δραστήρια οι Καθολικοί για την επιτυχία των σκοπών τους, για την επιβολή δηλαδή των αποφάσεων της συνόδου της Φλωρεντίας και του πρωτείου του πάπα. Πολλοί τότε λαϊκοί και κληρικοί δέχθηκαν την Ουνία και υπέγραψαν την σχετική ομολογία πίστης .
Είναι μία ακάθεκτη εξόρμηση του Καθολικισμού προς Α., προς τις σλαβικές χώρες με πρωτοπόρους τους Μοναχούς του τάγματος του Ιγνατίου Λογιόλα. Μέσα στο γιγάντιο αυτό και αληθινά επικό πλαίσιο της εργασίας των Καθολικών, που καταρτίζεται από εμπνευσμένους Ιησουίτες, όπως ο Antonio Rossevino και ο πολύς ιδρυτής της θεωρίας του πανσλαβισμού Jurij Krizanic, έχουν θέση και τα σχέδια σημαντικών κληρικών, ιδίως του Bellarmino, στην Εγγύς Ανατολή.
Ποια όμως ήταν τότε τα ερείσματα του Καθολικισμού στην Ανατολή; Μετά την Άλωση βρίσκουμε στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη Δομηνικανούς Μοναχούς και ορισμένες εκκλησίες Καθολικών, που εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες κυρίως των Γενουατών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων των εγκαταστημένων εκεί κατά το δεύτερο μισό του 15 αι. Στα χρόνια λοιπόν του Μεχμέτ Β’ διαμορφώνεται η Καθολική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Λατίνος όμως Πατριάρχης εδρεύει στην Ρώμη η και αλλού. Αυτός διόριζε ένα πατριαρχικό επίτροπο (vicario patriarcale) κοντά στα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομηνικανών, ο οποίος είχε εκτεταμένη διοικητική δικαιοδοσία, στην Θράκη, Μ. Ασία (εκτός από το vicariato apostolico της Σμύρνης) και στην σημερινή Ελλάδα, εκεί ιδίως όπου δεν υπήρχαν πια Καθολικοί Επίσκοποι, όπως π.χ. στην Μυτιλήνη και στην Μακεδονία. Λατίνοι αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι υπήρχαν στην Χίο, Σμύρνη, Νάξο, Σύρο, Σαντορίνη, Μήλο, Άνδρο κ. λ..
Η ίδρυση της Sacra Congregatio de Propaganda Fide στα 1622, με την οποία ο Λατίνος Πατριάρχης έγινε πια απλός τιτουλάριος, αποτέλεσε σταθμό προς την αναζωογόνηση και εξόρμηση του Καθολικισμού.
2. Το κυνηγητό των παλαιών θεολογικών χειρογράφων
Πραγματικά η Καθολική εκκλησία, από τα τέλη του 16 αι, με την αναμόρφωση του κλήρου της, με την δημιουργία νέων μοναχικών ταγμάτων φλογισμένων από ενθουσιώδη πίστη στον Καθολικισμό και με την βαθύτερη μελέτη των θεολογικών έργων, προ πάντων της Ανατολικής Εκκλησίας, εντείνει τις προσπάθειες για ν’ αποκρούση τις αιρετικές, όπως νομίζει, απόψεις της, για ν’ ανανεώση, αναζωογονήση και εξαπλώση το Καθολικό δόγμα. Γι’ αυτούς τους λόγους αναζητεί με ζωηρό ενδιαφέρον και αγωνίζεται να γίνη κάτοχος ιδίως παλαιών ελληνικών θεολογικών κειμένων. Την δραστηριότητά της αυτή στην Εγγύς και Μέση Ανατολή την επισημαίνουν και την συναγωνίζονται οι Άγγλοι διαμαρτυρόμενοι, για να πλουτίσουν και οι ίδιοι ακόμη περισσότερο την βιβλιοθήκη της φημισμένης τους βασιλικής Ακαδημίας. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται πιο έντονος όσο προχωρούν τα χρόνια, γιατί συνυφαίνεται και με τα οικονομικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα των δύο μεγάλων θαλάσσιων δυνάμεων, της Γαλλίας και Αγγλίας. Αλλά και άλλοι ακόμη ενδιαφέρονται για χειρόγραφα και αρχαιότητες, οι Βενετοί, οι Γερμανοί κ.α.
Η εξερεύνηση κάθε γωνιάς της Ανατολής για την ανακάλυψη χειρογράφων γίνεται με προσχεδιασμένο πρόγραμμα, με την βοήθεια πρακτόρων, που επισημαίνουν τους τόπους και καθοδηγούν τους Μοναχούς να ξεχωρίζουν το γνήσιο από το πλαστό. Για να πάρη κανείς μια ιδέα του περίεργου αυτού εμπορικού πυρετού για ζην απόκτηση χειρογράφων, ιδίως των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που φημολογούνταν ότι βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, αρκεί να ρίξη μια ματιά στο βιβλίο του Omont, Missions archeologiques francaises en Orient au XVIIe et au XVIIIe siecles. Γάλλοι έμποροι στις σκάλες της Ανατολής χορηγούν χρήματα στους κυνηγούς των αρχαιοτήτων, ενώ οι ίδιοι πιστώνονται με τα αντίστοιχα ποσά στην Γαλλία. Δεν είναι μόνο να βρουν και ν’ αγοράσουν τα διάφορα αντικείμενα (χειρόγραφα, μετάλλια κ. λ.), αλλά και να μπορέσουν να τα εξασφαλίσουν από τους πολλούς και ποικίλους κινδύνους (ληστείες, πειρατείες, ναυάγια, αυθαιρεσίες των κατά τόπους πασάδων κ. λ.). Έπρεπε να βιαστούν γιατί πολλά απ’ αυτά τα λείψανα του πανάρχαιου πολιτισμού της Ανατολής εξαφανίζονταν με το πέρασμα των χρόνων. Ιδίως οι τόσο συχνές στην Ανατολή πυρκαγιές κατέστρεφαν κάθε μέρα —εξ ίσου με την αμάθεια και την αμέλεια των κατοίκων— πολύτιμα χειρόγραφα.
Ο πυρετός αυτός για την απόκτηση χειρογράφων ελληνικών, αραβικών, κοπτικών, αρμενικών κ.λ. κινεί ιδίως τους Γάλλους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες να στείλουν ειδικούς απεσταλμένους όχι μόνο στις ελληνικές χώρες, αλλά και στην Συρία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Αρμενία, Περσία, όπου νομίζουν ότι θα βρουν νέους θησαυρούς του πνεύματος, νέες πηγές γνώσης για την θεολογία, ιατρική, αστρονομία, μαθηματικά, φιλοσοφία, μεταφυσική κ.λ.. Οι σχετικές με τα κίνητρα των αναζητήσεων αυτών σκέψεις των μοναχών είναι ενδιαφέρουσες. Έτσι π.χ. ο Pere Besson γράφει στα 1666: «Ένα ωραίο μέσο για να πολεμήση κανείς την αίρεση και ν’ αποκαταστήση πανηγυρικά την Καθολική πίστη θα ήταν να ιδρύση μία βιβλιοθήκη που ν’ αποτελείται από αρχαία χειρόγραφα που να περιέχουν με τάξη όλον τον τόπο της Ανατολικής Εκκλησίας και ακριβέστερα των Χαλδαίων και των Συρίων, από τους οποίους οι Έλληνες δανείστηκαν το καλύτερο μέρος του τυπικού τους. Κι’ εδώ θα έβλεπε κανείς την αρχαία πίστη διατυπωμένη με όρους σαφείς και αυθεντικούς, με την καταδίκη των καινούργιων δογμάτων σημειωμένη στις αρχαίες Βίβλους αυτών των εθνών, στα βιβλία των συνόδων τους, στο κανονικό τους δίκαιο, στους άγιους πατέρες τους και στις εκκλησιαστικές τους προσευχές…».
Οι δυτικοί λοιπόν κληρικοί αναζητούν νέα στάδια δόξας όχι μόνο στις νέες και άγνωστες χώρες, δηλαδή στην Βόρεια Αμερική, Αφρική και Άπω Ανατολή, αλλά και στην Εγγύς Ανατολή, στις χώρες των «σχισματικών Ελλήνων». «Hellas! στενάζει ο μοναχός Richard, quel hydre a jamais produit tant de states? Quel champ tant de zizanies? Quel bocage tant d’espines? Comme la Grece produit encore aujourd’hui d’heresies?».
Οι Έλληνες, κατά τους Καθολικούς, είναι οι πιο αξιόλογοι αιρετικοί αντίπαλοι. Είχαν κάποιο λόγο να τους ονομάζουν «Καρά Γκιαούρ» οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι. Είναι μισητοί απ’ όλους για την άγρια διάθεσή τους και την περηφάνεια τους, για τις πανουργίες, τις κακίες και όλα τα άλλα ελαττώματά τους. Είναι ακόμη οι πολυαριθμότεροι απ’ όλους μαζί με τους άλλους Χριστιανούς της Ανατολής. Κατοικούν κυρίως στην Ρούμελη (βαλκανική χερσόνησο), στον Μοριά, στο Αρχιπέλαγος, στην Κύπρο και στην Κρήτη και είναι περισσότεροι από τους Τούρκους. Ζουν επίσης αρκετοί στην Ανατολή, στην Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και αλλού. Εξουσίαζαν άλλοτε όλες αυτές τις χώρες και θα τις είχαν ακόμη και σήμερα, αν δεν είχαν ξεσηκωθή εναντίον της ρωμαϊκής Εκκλησίας και αν δεν είχαν περιπέσει σε φοβερά αμαρτήματα— η γνωστή ερμηνεία της παρακμής του βυζαντινού κράτους.
Τώρα λοιπόν οι Ορθόδοξοι βρίσκονται σε μια συνεχή κατάπτωση. Μέσα στα δεινά και στην ταραχή τους, με την απιστία που γεννιέται η που κυριαρχεί στις ψυχές τους, είναι εύκολα θηράματα του μουσουλμανισμού. Μήπως θα μπορούσαν να τους σώσουν οι μισσιονάριοι; Ένας λοιπόν από τους σκοπούς των θα είναι να τονώσουν την χριστιανική τους πίστη, που υποχωρεί εμπρός στην τρομακτική εξάπλωση της μουσουλμανικής θρησκείας. Χτυπητό ίσως παράδειγμα ανθρώπων που μπορούν να σωθούν είναι οι κρυπτοχριστιανοί. «Ένα άπειρο πλήθος από αυτούς υπάρχει στην Τουρκία, μια ατελείωτη σειρά ανθρώπων, που εξωτερικά μόνον είναι Τούρκοι, καθώς φορούν τον άσπρο κεφαλόδεσμο σαν τους Μωαμεθανούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι Χριστιανοί και ακολουθούν την χριστιανική θρησκεία, μόνο που δεν μπορούν να πάνε μαζί με τους άλλους Χριστιανούς στην εκκλησία, τουλάχιστον οι άνδρες. Έτσι αναγκάζονται να προσεύχωνται στα σπίτια από φόβο μήπως τους συλλάβουν σαν αποστάτες. Ονομάζονται Ques ή Gues (;), δηλαδή μιγάδες, επειδή έχουν δυο θρησκείες και στα κρυφά ακολουθούν την μία, ενώ στα φανερά την άλλη. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι οι ίδιοι αποστάτες, αλλά γιοι ή εγγονοί αποστατών. Δεν δημιουργούν καθόλου δεσμούς με Τούρκους και παντρεύονται μόνο κοπέλλες της δικής τους αίρεσης σε γαμήλιο τελετή που ευλογεί ο ιερέας. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται κάτω από την καθοδήγηση των Αρμενίων, οι οποίοι βαπτίζουν τα παιδιά τους που κατόπιν τους κάνουν περιτομή για ν’ αποφύγουν την καταδίωξη. Ακολουθούν το δικό τους τυπικό λατρείας, κρατούν τις νηστείες, τις απαγορεύσεις και τηρούν όλες τους τις συνήθειες». Οι τελευταίες αυτές λεπτομέρειες με κάνουν να υποθέσω ότι μεγάλο πλήθος των κρυπτοχριστιανών βρισκόταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας προς την Άνω Μεσοποτάμια κοντά στην Αρμενία.
Εκεί στην Ανατολή και στον ελληνικό χώρο οι ιεραπόστολοι, βλέποντας κάθε μέρα την διαρροή των αδυνάτων προς τον μουσουλμανισμό, πολλές φορές σκεφθήκαν επάνω στα αίτια της συνεχούς προόδου του. Ορισμένοι απ’ αυτούς παρατηρούν την σχετική ευταξία που βασιλεύει στην επικράτεια του σουλτάνου και νομίζουν ότι οι μουσουλμάνοι εφαρμόζουν ίσως σκληρούς νόμους για να πατάξουν τα πταίσματα και εγκλήματα, αλλά —και εδώ ξανασυναντούμε την παλαιά αντίληψη μουσουλμάνων και Χριστιανών— και ότι είναι πιο δίκαιοι από τους Χριστιανούς: έτσι ο Θεός τους επιτρέπει να βασιλεύουν ακμαίοι επί τόσους αιώνες. Οι νίκες των τουρκικών όπλων είναι δείγμα της Θεϊκής εύνοιας.
Ο Ιησουίτης Richard απορεί μάλιστα πως μπόρεσε να επιζήση ο χριστιανισμός μέσα στις τρομερά καταθλιπτικές συνθήκες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και προ πάντων ύστερ’ από τόσους κατατρεγμούς της Εκκλησίας, που θυμίζουν τους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, Νέρωνος, Δομιτιανού, Διοκλητιανού. Μολαταύτα έχει την γνώμη ότι οι Χριστιανοί (εννοεί βέβαια τους Ορθοδόξους) δείχθηκαν κατώτεροι ως προς την αντιμετώπιση των πειρασμών από τους αδελφούς των της εποχής των Ρωμαίων διωκτών. Τότε το αίμα ενός μάρτυρα, «σαν μια καλή σπορά, δημιουργούσε εκατό νέους, ενώ τώρα η πτώση του ενός συμπαρασύρει και άλλους: οι τιμές, τα πλούτη και οι ηδονές που τους παρουσιάζουν, αντί να τους εγκαρδιώνουν, τους εκθηλύνουν και τους κάνουν δειλούς». Στον εκμουσουλμανισμό συντελούν και οι αβανίες, όπως είδαμε. Οι ειδήσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, γιατί μας δείχνουν πόσο ισχυρό είναι ακόμη το ρεύμα προς τον μουσουλμανισμό. Υπολογίζει ο Richard ότι οι Έλληνες κατά τα μέσα του 17 αι. είχαν κατεβή στις 1.2ΟΟ.ΟΟΟ.
Οι δυτικοί λοιπόν μοναχοί στην Εγγύς Ανατολή βρίσκονται εμπρός σε μεγάλα προβλήματα της χριστιανοσύνης. Το σπουδαιότερο όμως είναι το πρόβλημα των Ορθοδόξων, των «αιρετικών», όπως τους ονομάζουν. Οι μισσιονάριοι δεν ανέχονται την ύπαρξη διαφορετικού δόγματος από εκείνο, στο οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό θέλουν να συναγείρουν τους πιστούς σε μια νέου είδους σταυροφορία. Πρέπει να καταστείλουν τις αιρέσεις και να σώσουν τις ψυχές των «σχισματικών». Τα αμαρτήματά τους είναι πολλά, ανάμεσα στα οποία και η σιμωνία, η αχίλλεια φτέρνα της ορθόδοξης Εκκλησίας, φαινόμενο που παίρνει μεγάλη έκταση στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Πως όμως αλλιώς θα κατανικήσουν τις σφαλερές δοξασίες, τα ολισθήματα και το πείσμα των Ορθοδόξων παρά μελετώντας τα ίδια τα έργα των θεολόγων τους και μάλιστα εκείνα που γράφτηκαν μετά την έναρξη του μεγάλου σχίσματος; «Όλες οι μεγάλες αιρέσεις, έγραφε στις 16 Μαρτίου 1728 ο Don Vincent Thuillier στον αββά Bignon, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και όλες σχεδόν εκεί ανασκευάσθηκαν. Δεν υπάρχει όμως κανένα σχεδόν κατάλοιπο από αυτές τις αιρέσεις· πολύ λίγα πράγματα σώθηκαν από όσα λέχθηκαν για να τις κτυπήσουν. Ο Πορφύριος ήταν ο πιο φοβερός απ’ όλους τους εχθρούς του χριστιανισμού. Όλες οι εργασίες του είναι θαμμένες στα σκοτάδια. Ο Μεθόδιος, ο Ευσέβιος και οι δύο Απολλινάριοι από την Λαοδίκεια διέπρεψαν στον αγώνα τους εναντίον αυτής της ασέβειας και τα συγγράμματά τους δεν στάθηκαν πιο τυχερά. Ο Κέλσος, εναντίον του οποίου ο Ωριγένης ξεσηκώθηκε με τόσο ζήλο και δύναμη, δεν συναντάται παρά μόνο αποσπασματικά μέσα στο έργο του ανταγωνιστή του· το ίδιο παρατηρείται με όλους τους παλαιούς αιρετικούς. Έτσι συμβαίνει, ώστε όλα τα έργα που γράφτηκαν εναντίον τους να είναι σχεδόν ακατάληπτα, γιατί οι Πατέρες κάνουν συχνά υπαινιγμούς για μερικές απόψεις των αντιπάλων τους, που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού και που, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούμε να δούμε την σχέση που έχουν με όσα τους αντιτάσσουν. Η εκκλησιαστική ιστορία χάνει ασφαλώς εξ αιτίας της αμέλειάς μας. Δεν έχουμε πρακτικά παρά μόνο των κυριότερων συνόδων. Δεν γνωρίζουμε καθόλου η γνωρίζουμε πολύ αόριστοι την διαδοχή των επισκόπων στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής όπου υπήρξαν έδρες. Δεν είναι πιθανό ότι αυτή η διαδοχή είναι άγνωστη μέσα στην ίδια τους την χώρα· σίγουρα θα μπορούσαμε να βρούμε εκεί μνημεία που έχουν διατηρήσει την ανάμνησή τους».
Αλλά μήπως η μόνη ωφέλεια από την μελέτη των χειρογράφων θα ήταν ν’ αντιμετωπίσουν τους «σχισματικούς» Έλληνες; Δεν θα είχαν ν’ αντλήσουν και νέα πλούσια και δυνατά επιχειρήματα εναντίον των ιδεών του Λουθήρου, Καλβίνου κ. λ.; Με τον σκοπό κυρίως αυτόν και με την πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ’ (1715-1774) οργανώθηκε η πιο μεγάλη και συστηματική εξερεύνηση των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα μεταξύ 1728-1730 με απεσταλμένους τους ευφυείς λογίους Sevin και Fourmont. Οι οδηγίες του βασιλιά ήταν να μπορέσουν να εισδύσουν στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, για ν’ αντιληφθούν την αξία της και να σημειώσουν ό,τι βρίσκεται εκεί από συγγραφείς, τους οποίους δεν έχουν στην Γαλλία, ό,τι λείπει από τον Πολύβιο, Τίτο Λίβιο κ. λ. «Θα προσέξουν ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς που έχουν γράψει ύστερ’ από το σχίσμα, εξετάζοντας επίσης τα βιβλία τα γραμμένα σε γλώσσες της Ανατολής που είναι και τα λιγότερο γνωστά εδώ»
Και έτσι, με την υποστήριξη του πρεσβευτή της Γαλλίας μαρκησίου de Villeneuve, αρχίζουν οι επίμονες αναζητήσεις του Sevin και του Fourmont στην Κωνσταντινούπολη και μέσω διπλωματικών αντιπροσώπων η άλλων πρακτόρων στις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως τις εσχατιές της, ως την Κριμαία, τον Ευφράτη, την Συρία και την Αίγυπτο, για χειρόγραφα ελληνικά, αραβικά, περσικά και αρμενικά. Όλη την δραματική ιστορία του Sevin, την προσπάθειά του δηλαδή να επισημάνη τους πιθανούς τόπους, όπου υπάρχουν χειρόγραφα, τις αγώνες και τις δύσκολες διαπραγματεύσεις του, ώσπου να φθάση στην αγορά, τις επιδιώξεις του επίσης ν’ αποκτήση μερικά χειρόγραφα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ή του πρίγκιπα της Βλαχίας Νικολάου Μαυροκορδάτου, φανατικού επίσης συλλέκτη χειρογράφων, ή τις απόπειρές του να εισδύση στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, όλ’ αυτά τα παρακολουθούμε στην αλληλογραφία του με τον κόμη de Maurepas, τον αββά Bignon και μ’ άλλους λογίους —κείμενα πολύ ενδιαφέροντα για τις ακριβείς πληροφορίες και τις σωστές κρίσεις που μας δίνουν.
Πραγματικά οι κύριοι στόχοι των Γάλλων απεσταλμένων είναι η βιβλιοθήκη του σουλτανικού σαραγιού και το Άγιον Όρος. Με την βοήθεια ενός αρνησίθρησκου Ιταλού, που ήταν στην υπηρεσία του Σελιχτάρ Αγά, ευνοούμενου του σουλτάνου, οι Γάλλοι κατορθώνουν να πληροφορηθούν προς μεγάλη τους απογοήτευση ότι οι 200 και περισσότεροι ελληνικοί κώδικες περιείχαν έργα που είχαν όλα σχεδόν τυπωθή.
Στο Άγιον Όρος θα ήταν περισσότερο εύκολο να εισδύσουν και ν’ αποκτήσουν χειρόγραφα, γιατί οι μοναχοί ήταν φοβερά φτωχοί, δεν θα πολυενδιαφέρονταν γι’ αυτά και θα ήταν πρόθυμοι, κατά την γνώμη του Γάλλου βασιλιά, να τους τα παραδώσουν για το τίποτε. Αρκεί οι ερευνητές να μην έδειχναν ενθουσιασμό και ενδιαφέρον να τα αγοράσουν.
Η συγκομιδή του Sevin, ιδίως η σχετική με την εκκλησιαστική φιλολογία μετά το σχίσμα, ήταν αξιόλογη. Σχετικά του έγραφε ο Bignon στις 29 Ιουλίου 1729: «Αυτά τα διάφορα συγγράμματα (τα μετά το σχίσμα), που έχετε βρη, δεν είναι τόσο ευκαταφρόνητα όσο τα θεωρείτε· θα χρησιμεύσουν για τον ιστορικό του σχίσματος, για την καλύτερη κατανόηση όσων συνέβηκαν στην σύνοδο της Φλωρεντίας και σε όλες τις άλλες συναντήσεις, κατά τις οποίες θελήσαμε να εργαστούμε για την ένωση των δύο εκκλησιών. Θα μπορούσαμε επίσης να βρούμε εκεί πολυάριθμες αποδείξεις για την συνέχιση της πίστης στην Θεία Ευχαριστία και ακόμη περισσότερο για την πίστη των Ελλήνων για την διατήρηση της τέλειας ελευθερίας του ανθρώπου με την Θεία Χάρη· κατά τα άλλα δεν έχετε παρά να συνεχίσετε με τον ίδιο τρόπο». Ο Fourmont πάλι, που ταξιδεύει από την Κωνσταντινούπολη στην Χίο και κατόπιν στην Αττική, στην Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενδιαφέρεται κυρίως για την αγορά νομισμάτων, σπάνιων χειρογράφων και για την ανακάλυψη και την αντιγραφή αρχαίων επιγραφών. Αν δεν είναι τυχερός στην ανεύρεση πολυτίμων χειρογράφων, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις επιγραφές. Στο πεδίο αυτό δεν προφταίνει να συγκομίζη τους καρπούς των ερευνών του. Χαίρεται υπερβολικά όταν διαπιστώνη ότι οι επιγραφές που βρίσκει έχουν διαφύγει την προσοχή του Spon και του Wheler. Γενικά, προτού ακόμη φτάση στην Πελοπόννησο, οι επιγραφές που ανακαλύπτει και αντιγράφει είναι εκατοντάδες. Είναι περήφανος που θα κάνη γνωστές στον επιστημονικό κόσμο περισσότερες από 900 επιγραφές απέναντι στις 500 των δύο παραπάνω περιηγητών. Η περιήγησή του είναι ένα πραγματικό «χτένισμα» των αρχαιολογικών τόπων. Δεν αφήνει κανένα μνημείο, αρχαίο ελληνικό ή χριστιανικό, χωρίς να το επισκεφθή και να το εξετάση. «Δεν αφήνω ούτε ένα παρεκκλήσι μέσα στους αγρούς, ένα σωρό από πέτρες, ένα όριο, το παραμικρό χωρίς να το επισκεφθώ, έτσι ώστε κανείς δεν θα είχε να κάνη τίποτε πηγαίνοντας προς τα εκεί». Το κακό όμως είναι ότι στις αναζητήσεις του αυτές ο Fourmont κατέχεται από τόσο άγρια χαρά, από τόσο μένος, ώστε δεν σταματά εμπρός σε κανένα εμπόδιο, αρκεί μόνο να βρη τις επιγραφές που τον αναφέρουν: γκρεμίζει αρχαία ερείπια, τοίχους, πύργους κ. λ. μ’ ένα λόγο ό,τι σεβάστηκαν οι βάρβαροι και ο χρόνος. Ανάμεσα στα θύματά του είναι και τα ερείπια των αρχαίων πόλεων Άργους, Ερμιόνης, Τροιζήνας και Σπάρτης. Από την τελευταία αυτή τοποθεσία γράφοντας στις 10 Απριλίου 1730 προς τον Feret εκφράζεται με τα εξής πολύ χαρακτηριστικά λόγια: «Δεν διάβασα πουθενά από την εποχή της αναγεννήσεως των γραμμάτων ότι πέρασε από το μυαλό κάποιου ν’ αναποδογυρίση έτσι ολόκληρες πόλεις, για να βρη αυτά τα μάρμαρα, μόνους και αξιόπιστους μάρτυρες της αρχαιότητας και μόνους ικανούς να ρίξουν φως στα σκοτεινά σημεία της ιστορίας της πολιτείας και της θρησκείας των αρχαίων λαών. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργώντας κανείς είναι δυνατό να φανή ωφέλιμος στην κλασσική φιλολογία. Ξέρω καλά ότι η Σπάρτη είναι η πέμπτη πόλη της Πελοποννήσου που έχω καταστρέψει. Η Ερμιόνη και η Τροιζήνα είχαν την ίδια τύχη. Δεν λυπήθηκα το Άργος, την Φλιασία και μερικές άλλες. Τώρα καταγίνομαι να καταστρέψω ως τα θεμέλια τον ναό του Απόλλωνος Αμυκλαίου. Εκεί κάθε μέρα βρίσκουμε πράγματα που θα σάς κάνουν μεγάλη ευχαρίστηση να τα δήτε. Δεν υπάρχει μέσα μου θέμα τύψεων». Και 10 μέρες αργότερα γράφοντας στον Villeneuve περηφανεύεται με την ίδια οίηση ότι δεν άφησε τίποτε από μια πόλη που είχε κτιστή από τους προγόνους αυτών των «αχρείων» (εννοεί τους σκλαβωμένους Έλληνες), ότι την γκρέμισε συθέμελα και ότι δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Και σχολιάζοντας την εντύπωση που προκάλεσε στους κατοίκους γράφει τα εξής: «Το γκρέμισμα αυτό έκανε τους Τούρκους να θαυμάζουν, τους Έλληνες να τρέμουν από λύσσα και τους Εβραίους ν’ απορούν. Εγώ όμως είμαι ήσυχος...». Αξιοσημείωτη είναι η αντίδραση των Ελλήνων, που δείχνει πόσο πληγώθηκαν από την ιερόσυλη αυτή πράξη του Fourmont, για την οποία ο ίδιος κομπάζει. Παράλληλα προς τους Καθολικούς αυτούς κυνηγούς των χειρογράφων και επιγραφών δρουν μόνιμα και θετικά στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα οι ιεραπόστολοι (μισσιονάριοι), προ πάντων οι Ιησουίτες.