Ας μου επιτραπεί μία παραλλαγή της ιστορίας ή κάπως η συνέχειά της.....
Αποχώρησε, λοιπόν, αναλογιζόμενος τι είχε πάει στραβά στην πρώτη του αυτή προσπάθεια – γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι,αν και φαινομενικά κλονισμένη η εμπιστοσύνη προς τον πατέρα του,ωστόσο μέσα του κάτι του έλεγε για το αληθινό της υπόθεσης.
Με τα λίγα με τα πολλά αποφάσισε να πάει ξανά να βρει τον πατέρα του,κι έτσι έκανε.Αμέσως του φανέρωσε τους φόβους και τις αμφιβολίες του.
Ο πατέρας του απάντησε τότε:
«Αντιμετωπίζεις,όπως είναι φυσικό, το πρόβλημα ως νέος, φυσιολογικά έλκεσαι από την λύση,θα έλεγα καλύτερα από το αποτέλεσμα της λύσης,που δεν είναι άλλο από την ίδια την πτήση σου,το πέταγμά σου.
Όμως για στάσου ένα λεπτό και σκέψου,σπάσε το πρόβλημα σε επιμέρους μέρη,κάνε μέσα σου ερωτήματα.
Για να σε βοηθήσω λοιπόν σου λέω ότι το πρώτο πρόβλημα,η δική σου πρόκληση είναι ο χώρος.
Και για να εξηγούμαι: Πιστεύεις ότι ο χώρος είναι αυτός που προυποθέτει και εξαρτάται κιόλας η επιτυχία σου απ’αυτόν.
Μάλιστα τον αντιμετωπίζεις ποσοτικά,γι’αυτό και φρονείς ότι το μικρό ύψος είναι και η αιτία που η πρώτη σου προσπάθεια δεν πήγε και τόσο καλά…
Επίσης θεωρείς τις δυνάμεις πεπερασμένες,όπου απλά μία ποσοτική αντιπαράθεση είναι δυνατόν να τις εξαντλήσει.
Είσαι εσύ,ο ίδιος,που ταίριαξες το χάρισμα σ’ένα δοχείο και δε το αφήνεις ν’αναπτυχθεί…
Είσαι εσύ ο ίδιος που τρομάζεις.Αυτή είναι και η δεύτερη πρόκλησή σου,ο τρόμος…
Ο τρόμος σου, υπερισχύει του χαρίσματος και της λογικής σου.
Είναι ο τρόμος που σου παγώνει κάθε θετική διεργασία,σε φυλακίζει και σε κρατά «πακτωμένο», βαρύ και ανήμπορο.
Βέβαια σε δικαιολογώ,γεννήθηκες,γεννηθήκαμε όλοι,έχοντας ως κύριο ένστικτο,αυτό της αυτοσυντήρησης. Ναι,ναι καταλαβαίνω,τρομάζουμε στην ιδέα ότι η ύλη μας θα κακοπάθει…
Αλλά να ξέρεις,ο τρόμος δεν αφήνει περιθώρια,δεν αγαπάει το διάλογο και μεμιάς είναι δυνατόν να δούμε μία ευγενική φύση να αλλάσει σε κτηνώδη θέληση για επιβίωση…
Τώρα λοιπόν μπορούμε να πούμε εύκολα δύο λέξεις:
Χώρος,τρόμος…»
Ευχαρίστησε τον πατέρα του κι έφυγε.
Πήγε κάτω από το δέντρο,εκεί όπου η πραγματικότητα του είχε αρνηθεί το όνειρο,έκατσε και κοίταζε γύρω-γύρω,το δέντρο,τα κλαδιά,το ύψος,το σημείο που…προσγειώθηκε και πληγώθηκε ο νεανικός εγωισμός του.
Από το μυαλό του δεν έλεγαν να φύγουν τα λόγια του πατέρα του…
«Χώρος,τρόμος….Χώρος,τρόμος…Χώρος,τρόμος…».
«Κι αν ήταν προικισμένος με φτερά,αυτό ήταν για να διανύει αστραπιαία την διαδρομή από τα ψηλά κλαδιά στο έδαφος ; Μα…αυτό το εξασφάλιζε ούτως ή άλλως η βαρύτητα…»
Ο χώρος,ο χώρος…
«Ο χώρος που τον ενδιέφερε ήταν από πάνω προς τα κάτω; Τότε τι σόι πτήση ήτανε ; Μάλλον πτώση θα το ονόμαζε καλύτερα…
Γι’αυτό το λόγο,γι’αυτό το χώρο του είχαν χαριστεί τα φτερά ;
Μα…καλά – καλά δε χωρούσαν σε πλήρη ανάπτυξη εδώ !»
Το βλέμμα του έπεσε και πιο πάνω,μέσα από τις φυλλωσιές,πιο ψηλά από τα κλαδιά,έξω και πέρα από το δέντρο.
Χώρος άπειρος,άγνωστος αλλά και οικοδεσπότης συνάμα.
Ναι αυτό ήταν η λύση του,σε άλλο χώρο ανήκε !!!
Γι’αυτό από κάποιους που θαύμαζε, άκουγε να λένε συχνά «δε με χωρά ο τόπος»…
Το αποφάσισε, εκεί ήθελε να βρίσκεται,ψηλά εκεί στο νέο χώρο…
Τελικά παιχνίδι ήταν όλα αυτά, στου νου του τα δρομάκια…
Βαθιά ικανοποίηση τον κατέλαβε,νοιώθοντας ότι το ήμισυ του προβλήματός του είχε λυθεί.
«Αλλά το άλλο που είχε αναφέρει ο πατέρας του ;
Ο τρόμος…Tι εννοούσε μ’αυτό άραγε ;»
Ξανακάθησε κάτω,αυτή τη φορά ακόμη πιο προβληματισμένος.
Γιατί…βλέπετε….με τον χώρο καλά τα κατάφερε,αλλά με τον τρόμο;
«Τι εννοούσε,ο πατέρας,όταν του έλεγε ότι ο τρόμος δεν αγαπά τον διάλογο;»
«Τρόμος….τρόμος…..τρόμος….»
Και μόνο που το επαναλάμβανε μέσα του,σφίγγονταν το στομάχι του,σταμάταγε η καρδιά του αλλά κι αυτή η λογική του πάγωνε…
«Ο τρόμος δεν αγαπά τον διάλογο…»
Ξέρετε…σε στιγμές έντασης ο νους,ως άτακτο παιδί,παίζει,παίζει ασταμάτητα και διόλου πειθαρχημένα…
Πάνω που κουράστηκε και είπε να το αφήσει για την επομένη,του ήρθε στο μυαλό ένα λεκτικό παίγνιο:
«Φοβάμαι όταν τρομάζω ή τρομάζω όταν φοβάμαι;»
«Φόβος !! νέα ανακάλυψη μέσα μου;» αναρωτήθηκε…
«Ο φόβος σηκώνει διάλογο; Πότε φοβόμαστε; Σχετίζεται ο χώρος με το φόβο; Πότε ο φόβος γίνεται τρόμος;….όταν δε μας χωράει ο τόπος αλλά μένουμε ή όταν τον (χώρο) υπερβαίνουμε;»
« Ο φόβος – αν και αδελφός του τρόμου – είναι φίλος μου;»
«Πατέρα, περίεργη ισορροπία μου ζητάς να πράξω…»
Το δίχως άλλο μία ακόμη επίσκεψη στον πατέρα του επιβάλλονταν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο πατέρας του τον αντίκρυσε χαμογελώντας,σα να τον περίμενε…:
«Ξέρω ότι τα κατάφερες με τον χώρο,το βλέπω στ’ανοιχτά σου τα φτερά και στο ορθωμένο σου στέρνο.
Και ξέρω επίσης ότι σε «τρόμαξε» η απορία σου,αυτό το βλέπω στα μάτια σου τα φοβισμένα…
Όσο κι αν σου φανεί παράξενο ο φόβος σου είναι φίλος.
Αποτελεί άμεσο και αναπόσπαστο μέρος ενός από τα χαρίσματά σου,αυτό της Λογικής.
Είναι η προειδοποίηση,ο φύλακας του εαυτού σου.
Η Λογική το χρειάζεται - είναι το απαραίτητο εργαλείο – για να μη μετατραπεί σε αλαζονεία.
Γι’αυτό και με την Λογική μπορεί και τιθασεύεται,και δαμάζεται,ακριβώς λίγο πριν ο φόβος καλέσει τον αδελφό του τον τρόμο.
Μ’αυτήν την έννοια λοιπόν,ο φόβος είναι και φίλος σου.
Πήγαινε λοιπόν να συμφιλιωθείς και πράξε το πεπρωμένο σου.
Ένα τελευταίο θα σου πω: τον Ίκαρο πάντα τον εθαύμαζα και πάντα τον τιμούσα,την μοίρα του όμως δεν ζήλεψα αλλ’ ούτε και του Δαιδάλου τη ματιά….
Άντε,άντε,πήγαινε τώρα, ο ουρανός σε περιμένει…»
Έφυγε,με την ψυχή γαλήνια και σίγουρη,άλλωστε,αυτό πάντα συνέβαινε μετά από κάθε διάλογο με τον πατέρα του.
Το αντίθετο όμως συνέβαινε μέσα στο μυαλό του. Σκέψεις,ιδέες,ερωταπαντήσεις είχαν βάλει φωτιά στη λογική του.
Περπατούσε μέσα στο πλήθος σαν να μην ήταν κανείς γύρω του,ούτε καν και όταν «έπεσε» πάνω στους φίλους του κατόρθωσε να τους δει,παρά μόνο ψέλλισε ένα ξερό «γεια σας».
Μέσα του κατάστρωνε σχέδιο,σκηνοθετούσε την επιτυχία του. Θα πήγαινε σ’ένα σημείο ψηλά,απ’όπου θα μπορεί να βλέπει έως εκεί
που φτάνει η ματιά του.
Εκεί θα ήταν όμορφα,θα χαλάρωνε,θα σκέφτονταν μόνο τον στόχο του,θα δέχονταν τον εαυτό του.
Θα πήγαινε μόνος του,ολομόναχος,μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και ευχολόγια «φίλων»…
Δε θα ξανάδινε παράσταση για κανένα.Αυτη ή η πρόκληση ήταν ολόδική του και μόνος του θα την κέρδιζε.
Χωρίς να το καταλάβει έφτασε σε μια βουνοπλαγιά,αρκετά ψηλότερα από το δέντρο.
Ο ήλιος,το αεράκι και τα’αρώματα από τα’αγριολούλουδα του χάιδευαν όλες τις αισθήσεις,ενώ στο πρόσωπό του διαγράφονταν η αδημονία του και στα μάτια του πλέον η αποφασιστικότητα ήταν ολοφάνερη.
Κοντοστάθηκε λίγο,σαν κάποιες αόρατες κεραίες αντιλαμβάνονταν εκείνη την ώρα την θετική ενέργεια του χώρου.
Χαμογέλασε,ανάσανε βαθειά και πήρε φόρα προς το σημείο που η πλαγιά βυθίζονταν στον ορίζοντα.
Τα πόδια του έσπρωχναν με τέτοια δύναμη που δεν ορίζονταν πια από την λογική του,αλλά από την θέληση του πεπρωμένου του…
Άνοιξε τα φτερά του διάπλατα,ένοιωσε την πίεση του αέρα στους ώμους του,έσπρωξε ακόμη πιο πολύ για να νικήσει…
Και νάτος!..βρίσκεται μεμιάς αιωρούμενος,αρχίζει και απολαμβάνει την νίκη του επί της βαρύτητας !
Ξαφνικά όμως χάνεται εντελώς η πλαγιά κάτω από τα πόδια του,το τελευταίο σύνορο,και μαζί της και η αίσθηση ασφάλειας που είχε έως τώρα.
Η πορεία του διαγράφει καμπύλη,χάνει ύψος…..ΠΕΦΤΕΙ !!!
Ο φόβος κάνει άμεσα την εμφάνισή του !!!
«Σκέψου,πράξε,κάνε κάτι…….ΑΝΟΗΤΕ !!!»
«ΚΟΥΝΑ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΣΟΥ !!!».
Το κοντινότερο θερμό ανοδικό ρεύμα δεν άργησε να τον συναντήσει.
Με πλήρη διάταση των φτερών του και μεγαλοπρεπείς κινήσεις άρχισε να ταξιδεύει προς τα πάνω στην αγκαλιά τ’ ουρανού.
Από ψηλά ο κόσμος του φάνηκε τεράστιος και απαράμιλλης ομορφιάς.
Ένοιωσε ότι είναι «ένα» μέσα σ’αυτή την πανδαισία εικόνων,αισθήσεων αλλά και αισθημάτων.
Το δέντρο από ψηλά ήταν μία μικρή λεπτομέρεια,και οι «φίλοι»,αυτοί οι «φίλοι»….κουκίδες καταδικασμένες στην σκιά του.
Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί,η στιγμή δεν φτάνει,ούτε καν ολάκερη ζωή για να χορτάσει !
Το μάτι του πιο ψηλά διέκρινε ένα αδιόρατο φως….του κίνησε την περιέργεια ….
Δεν ήταν τίποτε γι’αυτόν,με δύο-τρεις «απλωτές κολύμπησε» ως εκεί πάνω…
«Μα…. αυτός είναι ο πατέρας μου,το δικό του χαμόγελο είναι αυτό το φως !
Όλη την ώρα παρακολουθούσε την προσπάθειά μου από ψηλά,όλη την ώρα με περίμενε…
Τελικά δεν ήμουν τόσο μόνος όσο πίστευα στην αρχή !!...
Ήθελε μόνος να τα καταφέρω,αλλά εκείνος βρίσκονταν πάντα εκεί !!!...»
Και η λογική του έπαψε.Για να ακριβολογούμε, άλλαξε μάλλον έδρα-γειτονιά-περιεχόμενο….
Μέσα στο στέρνο του η καρδιά του ξεφώνιζε: «ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ- ΑΓΑΠΗ…..ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ-ΑΓΑΠΗ !!!!..»
Αυτό θα ήταν πλέον η λογική και η πράξη του,η ευγνωμοσύνη και η αγάπη.
Συνέχισε να πετά προς τα πάνω – του ήταν αδύνατον να φανταστεί τον εαυτό του μακριά από το φως – απολαμβάνοντας που η Λογική είχε αγκαλιάσει την Kαρδιά του…. ή μήπως συνέβαινε το αντίθετο ;……
«Όχι άλλα λεκτικά παίγνια…πέτα προς το Φως,στον Πατέρα σου να μοιάσεις,Φως να γίνεις σα κι Αυτόν,και να μη ξαναδειλιάσεις».
Καλές πτήσεις κλεφτόπουλα !!
ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ