Φεβρουάριος 1977: Η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταφεύγει εναντίον μιας από τις κατασκευάστριες εταιρείες και αρνείται να την πληρώσει, λόγω αμέλειας στην παρασκευή των εμβολίων.
Συνολικά 104 αγωγές ύψους 11 εκατ. δολαρίων στρέφονται κατά του υπουργείου Δικαιοσύνης. Αποφασίζεται η αντικατάσταση του διευθυντή του CDC Σένσερ. Γίνεται μία συνάντηση με όλους τους ειδικούς από όλους τους χώρους κι αποφασίζεται ο εμβολιασμός μόνο των ομάδων υψηλού κινδύνου.
Αίρεται η απαγόρευση για το παλιό εμβόλιο του τύπου Α και του τύπου Β κι ανακοινώνεται ότι δεν θα επαναληφθούν οι μαζικοί εμβολιασμοί.
Μάρτιος 1977: Ο νέος υπουργός Υγείας, Γκαλιφάνο, αποφασίζει να εμβολιάζονται μόνο οι ομάδες υψηλού κινδύνου κι αυτό όσον αφορά το τύπο Α. Για τον τύπο της γρίπης των χοίρων δεν συνιστάται εμβολιασμός.
Από όλη αυτή την περιπέτεια ίσως η χειρότερη συνέπεια ήταν η δυσφήμηση του CDC. Οπως αναφέρουν οι ερευνητές της υπόθεσης, ένας δημοσιογράφος μεγάλου καναλιού τούς εκμυστηρεύτηκε αργότερα ότι «το CDC υπήρξε σχεδόν η μοναδική ομοσπονδιακή υπηρεσία με καθολική αποδοχή. Τώρα το CDC απώλεσε την αθωότητά του».
Η αποκαθήλωση αυτή του CDC επρόκειτο να έχει επώδυνες συνέπειες: Οταν σε λίγα χρόνια άρχισε να μεταδίδεται η επιδημία του AIDS, η αμερικανική αυτή υπηρεσία δίστασε να πάρει ριζικά και άμεσα μέτρα. Θεωρούσε αδύνατο να φωνάξει «λύκος» σε διάστημα λιγότερο από δεκαετία μετά την πρώτη οδυνηρή αποτυχία...
Η «πολιτική» γρίπη στην εξουσία
Το 1976 ήταν εκλογικό έτος στις ΗΠΑ. Ο Τζέραλντ Φορντ διεκδικούσε να επανεκλεγεί πρόεδρος. Για την ακρίβεια, να εκλεγεί για πρώτη φορά, εφόσον στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ εκλεγεί. Υπήρξε ο μόνος πρόεδρος που ανέλαβε τα υψηλά του καθήκοντα μετά από το διαδοχικό εξαναγκασμό σε παραίτηση τόσο του προέδρου όσο και του αντιπροέδρου που είχαν εκλεγεί. Πρώτος είχε παραιτηθεί στις 10/10/73 ο αντιπρόεδρος, ο «δικός μας» Σπάιρο Αγκνιου, ο οποίος δεν μπόρεσε να αποκρούσει τις κατηγορίες για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα χρήματος. Ορίστηκε τότε στη θέση του από τον πρόεδρο Νίξον ο Φορντ ως αντιπρόεδρος. Και όταν ο Νίξον παραιτήθηκε κι αυτός μετά το σκάνδαλο Ουότεργκέιτ, ο Φορντ αναρριχήθηκε στο ανώτατο αξίωμα στις 9/8/74.
Ως μεταβατικός πρόεδρος ο Φορντ δεν είχε και πολλές δυνατότητες. Το μόνο που έκανε ήταν να εξασφαλίσει την αμνήστευση του Νίξον. Αλλά για να διεκδικήσει την προεδρία χρειαζόταν κάτι περισσότερο, ενώ η ήττα στο Βιετνάμ προκαλούσε μεγαλύτερη ταραχή στο εσωτερικό και δυσαρέσκεια στο εκλογικό σώμα. Όταν ακούστηκε στο κυβερνητικό επιτελείο ότι υπάρχει ζήτημα «γρίπης των χοίρων», κάποιοι έσπευσαν να αδράξουν την ευκαιρία. Ο νεαρός τότε υπουργός Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ, με συνδέσεις προς φαρμακευτικές εταιρείες, «ήταν επικεφαλής μιας ομάδας συμβούλων οι οποίοι φοβούνταν ότι ο Φορντ μπορεί να έχανε το Λευκό Οίκο αν δεν κατόρθωνε να εμφανίσει κάποιο εθνικό πρόγραμμα το οποίο να αγγίζει κάθε πολίτη με άμεσο τρόπο» (William Sergant, “Crab Wars”, σ. 50). «Και ποιός ήταν καλύτερος τρόπος να δείξει (ο Φορντ) ότι μπορεί να κάνει κάτι, απ’ το να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα εμβολιασμού ‘κάθε άνδρα, γυναίκας και παιδιού’, εναντίον αυτής της διαβολική γρίπης των χοίρων;»
Από τη δική τους πλευρά, στο παιχνίδι μπήκαν και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι του χώρου της υγείας. Πρώτος πρώτος ο διευθυντής του CDC Ντέιβιντ Σένσερ, ο οποίος με το υπόμνημά του προς το υπουργείο Υγείας διευκόλυνε τα πράγματα. Ο Σένσερ πρότεινε 4 εναλλακτικές λύσεις. Οι τρεις πρώτες απορρίφθηκαν αμέσως: να μη γίνει απολύτως τίποτα, να γίνουν ελάχιστα πράγματα (παραγωγή εμβολίων αλλά όχι μαζικός εμβολιασμός) και να αναλάβει όλα τα έξοδα η κυβέρνηση (χωρίς τη συμμετοχή των ιδιωτών προμηθευτών, κάτι που ήταν απαγορευτικό με όρους χρηματοδότησης και πρακτικής διαχείρισης).
Απέμεινε λοιπόν η τέταρτη λύση: η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πλήρωνε τα εμβόλια και θα διαχειριζόταν το πρόγραμμα εμβολιασμού, αλλά σε συνεργασία με τις ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες.
Όπως περιγράφουμε το πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε κακήν κακώς. Τελικά στην εκλογική καμπάνια του 1976 ο Φορντ κέρδισε το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων με μικρή διαφορά από τον Ρόναλντ Ρίγκαν, αλλά δεν κατάφερε να υπερισχύσει του Δημοκρατικού υποψηφίου Τζίμι Κάρτερ, ο οποίος τελικά έγινε ο 39ος πρόεδρος των ΗΠΑ και με μια από τις πρώτες του πολιτικές αποφάσεις ζήτησε να ελεγχθεί το φιάσκο με τους μαζικούς εμβολιασμούς για την ανύπαρκτη πανδημία.
Από την πλευρά του ο Ράμσφελντ συνέχισε την πολιτική του καριέρα, παράλληλα με την ανάμιξή του σε μεγάλες εταιρείες, κατά προτίμηση φαρμακευτικές. Και όπως υπήρξε ο νεότερος υπουργός Αμυνας επί Φορντ, ανέλαβε και πάλι τα ηνία του Πενταγώνου επί Τζορτζ Μπους τζούνιορ, αυτή τη φορά ως ο γηραιότερος υπουργός Αμυνας.
Και κατά διαβολική σύμπτωση, από τη θέση αυτή πήρε μέρος (μεταξύ άλλων πολέμων) και στη μάχη κατά της επιδημίας γρίπης των πουλερικών πριν από λίγα χρόνια. Αλλά αυτή τη φορά ο κ. Ράμσφελντ ήταν πολύ προετοιμασμένος. Μεταξύ άλλων διατέλεσε πρόεδρος της εταιρείας Gilead Sciences Inc. (1997-2001), η οποία έχει την πατέντα του γνωστού φαρμάκου Tamiflu, ενώ την εποχή που ξέσπασε ο πανικός για τη γρίπη των πτηνών, ο τότε υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ κατείχε μεγάλο μέρος των μετοχών της εταιρείας. Από το περιοδικό Fortune η αξία αυτών των μετοχών υπολογίζεται σε 5-25 εκατ. δολάρια (31/10/05). Τον Ιούλιο του 2005 το Πεντάγωνο (του κ. Ράμσφελντ) παράγγειλε από την εταιρεία φάρμακα αξίας 58 εκατ. Μέσα σε έξι μήνες η περιουσία του κ. Ράμσφελντ αυξήθηκε κατά 1.000.000 δολ. μόνο από την άνοδο της μετοχής αυτής.
Re: Δεν είναι η γρίπη ο κίνδυνος αλλά το εμβόλιο!!!
10''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n [/align]